Θεωρία καί πρακτική τής διεπιστημονικής ερευνάς: Φιλοσοφία καί επιστήμη

Σχετικά έγγραφα
Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Διδακτική Εννοιών τη Φυσικής για την Προσχολική Ηλικία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΩΝ Η/Υ ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ

ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Επιστημολογία κοινωνικής έρευνας ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΣ: Νικόλαος Ναγόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική

Γνωστική Ψυχολογία: Οι ανώτερες γνωστικές διεργασίες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Εισαγωγή στη Διδακτική των Θετικών Επιστημών

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής & Κοινωνιολογικής Έρευνας

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

LUDWIK FLECK ( ) (Λούντβικ Φλεκ) Ο Ludwik Fleck και η κατασκευή των επιστημονικών γεγονότων.

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. του αντικειμένου προσεγγίσεων...

Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής & Κοινωνιολογικής Έρευνας

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 5 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Συγγραφή επιστημονικής εργασίας. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών.

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2000 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

Φιλοσοφία της Επιστήμης ΙΙ

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 15

ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ. 1. Σι είναι επιστήμη 2. Η γέννηση της επιστημονικής γνώσης 3. Οριοθέτηση θεωριών αστικότητας

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών στην Προσχολική Εκπαίδευση

Πρόλογος για την ελληνική έκδοση

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

Διδακτική Εννοιών τη Φυσικής για την Προσχολική Ηλικία

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

Επιστημολογική και Διδακτική Προσέγγιση της Έννοιας της «Ύλης»

1. ΧΗΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΗΜΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΟΜΗ ΤΗΣ ΜΑΖΑΣ

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ

Κοινότητα και κοινωνία

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Εναλλακτικές στρατηγικές, Πρακτικές και Προσεγγίσεις για κατάκτηση πυρηνικών γνώσεων και ορολογίας

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

NORWOOD RUSSELL HANSON ( ) (Νόργουντ Ράσελ Χάνσον) Η ιδέα της θεωρητικής φόρτισης

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Η Φυσική που δεν διδάσκεται ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΡΗΤΗΣ

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Ανάλυση Ποιότικών Δεδομένων. Καθηγητής Α. Καρασαββόγλου Επίκουρος Καθηγητής Π. Δελιάς

Η Φυσική που δεν διδάσκεται

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Η σχέση Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών με την Εκπαίδευση στις Φυσικές Επιστήμες Κωνσταντίνα Στεφανίδου, PhD

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Το κομμάτι που λείπει ή αλλιώς η εκπαιδευτική βιογραφία ως εργαλείο αναστοχασμού των εκπαιδευτικών συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης

Αριστοτέλης ( π.χ) : «Για να ξεκινήσει και να διατηρηθεί μια κίνηση είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης αιτίας»

Η Καινοτοµία στη Διδασκαλία των Μαθηµατικών. Ε. Κολέζα

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 15 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Οργανώνοντας την έρευνα ΒΑΣΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΡΤΙΟΥ ΜΑΐΟΥ ΔΕ ΤΡΙ ΤΕ 3-6 ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Π.ΛΕΣΧΗ ΙΠΠ. 15 (ΒΙΝΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Φυσική ΜΙΘΕ ΔΥΝΑΜΙΚΗ - 1. Νίκος Κανδεράκης

Προσέγγιση της θεωρίας και της έρευνας στη Λογιστική. Εμπειρική Έρευνα Διατύπωση ερευνητικής υπόθεσης - Δειγματοληψία Μέθοδος ανάλυσης

Ποιοτική μεθοδολογία έρευνας στη Διδακτική των Μαθηματικών Ενότητα 5: Μελέτη αντιλήψεων και πεποιθήσεων

Μεθοδολογικά προβλήματα στίς θεωρίες τής φυσικής

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 7 2/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

ΟΜΑΔΑ Α ΘΕΜΑ Α1 Α.1.1.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Φιλοσοφική Ανθρωπολογία

Ενότητα: ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ - ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ. Διδάσκων : Επίκουρος Καθηγητής Στάθης Παπασταθόπουλος

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ 30/1/2018

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ *

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

1ο Συνέδριο του Τομέα Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. με θέμα: «Επιστημολογικά και μεθοδολογικά ζητήματα της Επιστήμης της Αγωγής»

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Αντιλήψεις και στάσεις για τη διαχείριση των απορριμμάτων σε συνάρτηση με την αντικειμενική και προσλαμβανόμενη περιβαλλοντική επιβάρυνση

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας

ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ

Η ιστορία του φωτός σαν παραμύθι

ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ. ΤΟΥ 46 ου ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ Β ΤΑΞΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΜΑ: «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΓΝΩΣΗ»

Εξ αποστάσεως υποστήριξη του έργου των Εκπαιδευτικών μέσω των δικτύων και εργαλείων της Πληροφορικής

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Επιστήμη της Πληροφορικής. Εργασία του μαθητή Δημήτρη Τσιαμπά του τμήματος Α4

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

Γιατί δεν πιάνεται; (δεν το αισθανόμαστε- δεν το πιάνουμε)

Two projects Η συμβολή της Αστρονομίας στην ανάπτυξη των επιστημών: A) Το Ηλιακό μας Σύστημα και B) 2 ος Νόμος του Kepler!

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Δεδομενοθηρία ή θεωριολαγνεία;

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου

Το ΔΕΠΠΣ- ΑΠΣ των Φυσικών Επιστημών της Ε και Στ Δημοτικού Τα Νέα Διδακτικά Βιβλία των Φυσικών Επιστημών της Ε και Στ Δημοτικού

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Κεφ. 2 Θέματα Θεωρητικής Επιστήμης Υπολογιστών

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Transcript:

Ε.Κ.Ε. Επ. Κοιν. Ep., Gr. R. So. R. 1983 Θεωρία καί πρακτική τής διεπιστημονικής ερευνάς: Φιλοσοφία καί επιστήμη Γιώργος Παπαγοϋνος * Μία ερευνητική προσπάθεια χαρακτηρίζεται ώς «διεπιστημονική» όταν τό αντικείμενό της δέν εμπίπτει στό μέρος του φάσματος τό όποιο άντιστοιχεΐ σέ μιά δεδομένη στιγμή σέ μιά συγκεκριμένη επιστήμη.έτσι, στήν προσπάθεια αύτή ή συμμετέχουν έρευνητές οΐ όποιοι, τυπικά τουλάχιστον, άνήκουν σέ διαφορετικές επιστήμες ή διαμορφώνεται μιά καινούργια, σύνθετη επιστήμη, ή όποια έχει πλέον σάν άντικείμενό της αύτό τό συγκεκριμένο φαινόμενο. 'Ο χαρακτηρισμός όμως ένός είδους ερευνάς ώς «διεπιστημονικής» προϋποθέτει άφ ένός τήν ύπαρξη άλλου είδους ερευνάς, ή όποια μπορεί νά χαρακτηριστεί άπλά ώς «επιστημονική», καί άφ ετέρου συγκεκριμένα κριτήρια, βάσει των όποιων μιά ορισμένη έρευνητική προσπάθεια κατατάσσεται στή μιά ή τήν άλλη κατηγορία. Τό πρόβλημα όμως τής διεπιστημονικής έρευνας βρίσκεται σ αύτό άκριβώς τό σημείο: δηλαδή, άφ ένός στά κριτήρια βάσει των όποιων διαχωρίζεται άπό τήν επιστημονική καί άφ έτέρου στόν καθορισμό της αναφορικά καί σέ άντιδιαστολή μέ τήν έπιστημονική έρευνα. Θά υποστηρίξω τήν άποψη ότι ή έννοια τής διεπιστημονικότητας είναι θεμελιώδης, τόσο γιά τή διερεύνηση τής έννοιας τής επιστήμης όσο καί γιάτόν προσδιορισμό των χαρακτηριστικών τής γνωστικής διαδικασίας. Ακόμη, θέλω νά υποστηρίξω ότι ιστορικά καί λογικά δέν ισχύει ή άντίληψη τής απομόνωσης τής μιας επιστήμης άπό τήν άλλη, ένώ άντίθεταή διεπιστημονικότητα αποτελεί τό «κανονικό» χαρακτηριστικό τής προσπάθειας περιγραφής καί εξήγησης των φαινομένων των αντικειμένων καί των γεγονότων. Ή διεπιστημονικότητα τής επιστήμης γενικά καί τής κάθε επιστήμης ειδικότερα είναι εμφανής τόσο άπό τήν ιστορική διερεύνηση τής έξέλιξης τής επιστήμης όσο καί άπό τά μεθοδολογικά πρότυπα καί τίς φιλοσοφικές παραδοχές πού υιοθετεί. 'Η άντίληψη τής αυτοτέλειας τής κάθε επιστήμης, όπου συγκεκριμένο σύνολο αντικειμένων καί φαινομένων διερευνάται μέ συγκεκριμένη μεθοδολο- 4 * ιστορικός τής φιλοσοφίας τής έπιστήμης

Θεωρία καί πρακτική τής διεπιστημονικής έρευνας γία αντίληψη την οποία εκφράζει ό Kuhn μέ τόν όρο «Κανονική επιστήμη»1, αποτελεί μύθο τής ιστοριογραφίας τής επιστήμης. Αντίθετα, εκείνο πού ισχύει στήν ιστορία τής επιστήμης είναι, πρώτον, ή συνεχής τροποποίηση τοϋ αντικειμένου της. 'Οπωσδήποτε, τό αντικείμενο τής άστρονομίας λ.χ. ήταν, είναι καί θά είναι τά ούράνια σώματα. Τό πρόβλημα όμως παραμένει: τί κοινά σημεία ύπάρχουν μεταξύ του Κρόνου τοϋ Πτολεμαίου καί τοϋ Κρόνου τοϋ σημερινού άστρονόμου, καί μήπως ή δυνατότητα νά ταυτίζουμε τόν Κρόνο τοϋ Πτολεμαίου μέ τόν σημερινό Κρόνο δέν παρέχεται άπό τήν άστρονομία,άλλά άντίθετα παρέχεται άπό μιά προβληματική ή οποία ξεπερνάει τά όρια τής συγκεκριμένης έπιστήμης, συνδυάζει τόν φιλοσοφικό προβληματισμό μέ τήν κοσμολογία, τή φυσική, τή χημεία κ.ο.κ.; Παράλληλα, καί ή ίδια ή τροποποίηση τοϋ άντικειμένου είναι άπόρροια τής διερεύνησής του άπό διαφορετικές σκοπιές πού σήμερα ονομάζουμε επιστήμες. Γιά νά ξαναγυρίσουμε στόν Κρόνο, οπωσδήποτε δέν είναι μόνο ή άστρονομία υπεύθυνη γιάτήν ευρύτερη γνώση τοϋ πλανήτη πού έχουμε. Αντίθετα, αύτή οφείλεται στήν άνάπτυξη τόσο τής θεωρίας όσο καί τής πρακτικής, καί τήνάμοιβαία τους άλληλεπίδραση σέ μιά σειρά τομείς. Έδώ ίσως θά έπρεπε νά σημειωθεί ότι παρ όλες αύτές τίς τροποποιήσεις τοϋ Κρόνου, γιά τήν άστρονομία εξακολουθεί νά ύπάρχει ένα' ούράνιο σώμα πού τό όνομάζουμε Κρόνο καί τό όποιο όντως τροποποιείται άσχετα άπό τήν άστρονομία. Καί αύτή ή διαπίστωση είναι καθαρά φιλοσοφική, μόνο βέβαια, άν ή φιλοσοφία δέν είναι «διεπιστημονική». Βέβαια, τό πρόβλημα τής άστρονομίας δέν είναι πιά ή ταυτότητα τοϋ Κρόνου, οΰτε ένας άστρονόμος σήμερα όταν κοιτάζει φωτογραφίες τοϋ Κρόνου διερωτάται τί σχέση έχει ή φωτογραφία μέ τόν Κρόνο καί ό Κρόνος μέ τόν Άρίσταρχο. Αύτό εξακολουθεί νά παραμένει πρόβλημα γιά τούς φιλοσόφους. Αλλά όχι μόνο: οί έγκεφαλικές διεργασίες βάσει τών όποιωνάναγνωρίζω ένα φυσικό άντικείμενο άπό μιά δισδιάστατη άναπαράστασή του, ή διαδικασία διαμόρφωσης μιας έννοιας, ή δυνατότητα άνάκλησης αύτής τής έννοιας κ.ο.κ., άπασχολοϋν μιά σειρά άλλων έπιστημών, τήν ψυχολογία, τή φυσιολογία, τή νευρολογία, τήν κοινωνιολογία κ.ο.κ. Έτσι, ό άστρονόμος ξέρει ότι «ξέρει» ότι πρόκειται γιά τόν Κρόνο καί ό ψυχολόγος ξέρει ότι ή έννοια «Κρόνος» άναφέρεται σέ ένα συγκεκριμένο φυσικό άντικείμενο. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό τής έπιστήμης πού εμφανίζεται μέσα άπό τήν ιστορία της, είναι ή άλλαγή τοϋ μεθοδολογικού της προτύπου. Στά μεθοδολογικά πρότυπα μιας έπιστήμης έντάσσονται ό τρόπος τής διαμόρφωσης καί τής διατύπωσης τών υποθέσεων καί θεωριών, ή άπόδοση έγκυρότητας στίς προτάσεις της άλλά γενικότερα ό προσδιορισμός τών ορίων της, ό καθορισμός τοϋ τί μπορεί καί τί δέν μπορεί νόμιμα νά έξετάζει. Αναφορικά μέ τήν έπιστημονική μεθοδολογία, ό μύθος τής έπαγωγικής μεθόδου νομίζω ότι έξαντλήθηκε μέτόν Einstein καί τήν χρησιμοποίηση ένός ύποθετικοϋ-παραγωγικού προτύπου, τό όποιο κάθε άλλο παρά ιδιοκτησία τής 1. Thomas S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, δεύτερη έκδοση (Chicago, The University of Chicago Press, 1970), Κεφ. II, III, IV. 5

Γιώργος Παπαγοϋνος φυσικής ύπήρξε. Έξ άλλου, ή προσπάθεια ιεράρχησης των επιστημών μέ κριτήριο τη μεθοδολογική τους όμοιότητα μέ τή φυσική, προσπάθεια πού πολύ πρόσφατα έγκαταλείφθηκε, είναι ενδεικτική τής άδυναμίας άπομόνωσης τής μιας προσπάθειας διερεύνησης είτε τής φύσης είτε τής Κοινωνίας, καί τής άναζήτησης κοινών (διεπιστημονικών;) κριτηρίων. Ιδιαίτερα διαφωτιστική γιά τόν διεπιστημονικό καθορισμό μεθοδολογίας τής επιστήμης, είναι ή διαπίστωση ότι βασικό συντελεστή τής διαμόρφωσής της αποτελούν συγκεκριμένα προβλήματα τής περιόδου καί τής περιοχής στην οποία εμφανίζεται. Έτσι, ή επιστημονική μεθοδολογία, τό νόμιμο άντικείμενο τής ερευνάς, ή έγκυρότητα τών προτάσεων κ.ο.κ., διαμορφώνονται βάσει κοινωνικών προτεραιοτήτων. 'Η έννοια τής επιστήμης, είτε αύτή θεωρηθεί σάν αύστηρά γνωστική διαδικασία μέ σκοπό την περιγραφή συγκεκριμένων άντικειμένων, ε ίτε αύτή θεωρηθεί σάν σύνθετη δραστηριότητα, πρακτική καί θεωρητική, είναι άναγκαΐο νά διερευνηθεϊ βάσει τών επί μέρους της στοιχείων. Τά έπί μέρους αύτά στοιχεία δέν εντάσσονται λογικά ούτε στήν έπί μέρους έπιστήμη ούτε στήν επιστήμη γενικά. Τό γεγονός αύτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στίς περιπτώσεις όπου μία έπιστημονική θεωρία άντικαθίσταται άπό μία άλλη. Σέ καμία περίπτωση ριζικής επιστημονικής αλλαγής, καί χαρακτηριστικά άναφέρω τίς περιπτώσεις τού Κοπέρνικου, τού Γαλιλαίου, τού Harvey, τού Νεύτωνα, τού Lavoisier, τού Δαρβίνου, τού Einstein, ή διατύπωση τής νέας θεωρίας δέν άποτελεϊ μόνο λογική προέκταση τής παλαιός, ούτε σύνθεση δύο προγενέστερων θεωριών, ούτε οφείλεται μόνο σέ άσυμμετρία τής θεωρίας μέ τά δεδομένα, ούτε μόνο αύξηση δεδομένων ορισμένου τύπου ώστε νά είναι δυνατή ή γενίκευσή τους στά πλαίσια μιας νέας θεωρίας. Αντίθετα, μιά νέα θεωρία άποτελεϊ σύνθεση απόψεων, δεδομένων, ύποθέσεων άπό έναν εύρύτερο χώρο, ό όποιος απαρτίζεται όχι μόνο άπό τή φιλοσοφική καί τήν έπιστημονική προβληματική, αλλά άπό τό σύνολο τών γνώσεων, τής πρακτικής καί τής θεωρίας, τό όποιο συνθέτει αύτό πού μπορούμε νά χαρακτηρίσουμε γνωσιακό πλέγμα2 τής περιόδου καί τού τόπου όπου εμφανίζεται ή νέα θεωρία. Έτσι, κι άν άκόμα δεχτούμε τήν «κανονική έπιστήμη» τού Kuhn, αύτή δέν άποτελεϊ τίποτε άλλο άπό τήν έπεξεργασία μιας σειράς προτάσεων οί όποιες 2. Οί μελέτες στόν χώρο τής ιστορίας τής έπιστήμης καί ειδικά όσον άφορά τίς περιπτώσεις διαμόρφωσης νέων θεωριών προσδιορίζουν αύτήν τήν πολλαπλότητα τών έπιδράσεων. Ενδεικτική είναι ή περίπτωση του Γαλιλαίου ό όποιος συνδυάζει στοιχεία Πλατωνικής φιλοσοφικής θεώρησης καί τή φυσική τής Παρισινής σχολής, τήν Αριστοτελική μεθοδολογία καί τόν ήλιοκεντρισμό του Κοπέρνικου, τόν Tartaglia καί τόν Ευκλείδη μέτή μουσική θεωρία του πατέρα του. Ή άνάπτυξη τής μηχανικής καί ή δυνατότητα διαμόρφωσης μηχανικών προτύπων όσο καί ή Αριστοτελική άντίληψη τής προτεραιότητας τής καρδιάς σέ συνδυασμό μέ τήν άνάπτυξη τής ανατομίας, όδηγοΰν στή διατύπωση τής θεωρίας τής κυκλοφορίας του αίματος άπό τόν Harvey. Ή περίπτωση -τού Δαρβίνου είναι, ίσως, ή πιό σύνθετη. Πέρα άπό τήν έπίδραση τού Malthus καί, άπό τήν άλλη μεριά, του Lyell, νά έντοπισθοϋν στό έργο του συγκεκριμένες άντιλήψεις άπό τήν έμβρυολογία (Von Baer), τήν ταξινόμηση, τίς προγενέστερες έξελικτικές άντιλήψεις (Buffon, Lamark) καί μιά γενικότερη ύλιστική θεώρηση, στοιχεία πού είτε άποτελοϋσαν γνωσιακές παρακαταθήκες τής περιόδου είτε συνιστοΰσαν τήν προβληματική σέ διάφορους συγγενείς ή μή τομείς. 6

Θεωρία καί πρακτική τής διεπιστημονικής έρευνας άναφέρονται σέ εναν αριθμό φαινομένων καί οί όποιες συμβάλλουν σέ μιά διεπιστημονικά καθορισμένη περιγραφή καί εξήγηση αύτών των φαινομένων. Παράλληλα, ή ίδια αύτή επεξεργασία άπορροφάται άπό άλλες «κανονικές επιστήμες» ή συμβάλλει στή διαμόρφωση ενός νέου θεωρητικού πλαισίου3 έφ όσον εντάσσεται στό γνωσιακό πλέγμα τής περιόδου. Ό άναγκαστικά διεπιστημονικός χαρακτήρας τής επιστημονικής γνώσης διαπιστώνεται καί άπό τήν εξέταση τής ίδιας τής γνωστικής διαδικασίας. Είναι γενικά παραδεκτό ότι ή έπιστήμη είναι ή προσπάθεια περιγραφής καί εξήγησης των φυσικών καί κοινωνικών γεγονότων, φαινομένων καί άντικειμένων, τής έμφάνισής τους, τής συμπεριφοράς τους καί τής εξέλιξής τους.4 Είναι έπίσης παραδεκτό ότι τόσο ή φύση όσο καί ή κοινωνία δέν εμφανίζουν στατικότητα άλλά βρίσκονται σέ μιά διαδικασία συνεχούς μεταβολής καί ότι τά φαινόμενα εμφανίζουν μιά πολυμορφία. Ακόμη ξέρουμε ότι τό ύποκείμενο σέ μιά γνωστική διαδικασία μεταβάλλεται τόϊδιο συνεχώς. 'Η επιστημονική γνώση πρέπει, συνεπώς, νά συνδυάζει τά παραπάνω στοιχεία. Καμιά έπιστήμη όμως δέν συγκεντρώνει μόνη της αύτά τά χαρακτηριστικά. Ε ίτε άναγκάζεται νά δεχτεί τίς συγκεκριμένες περιγραφές άλλων επιστημών είτε αδιαφορεί γιά ορισμένα χαρακτηριστικά τών φαινομένων πού εξετάζει. Στήν πρώτη περίπτωση, μιά έπιστήμη συμπεριλαμβάνει άξιωματικάστίς προτάσεις της, προτάσεις, τήν έγκυρότητα τών όποιων δέν μπορεί νά έγγυηθεϊ ή ίδια, καί προχωρεί στή διατύπωση ύποθέσεων καί θεωριών, ένώ στή δεύτερη περίπτωση παρουσιάζει έλλιπή εικόνα τού άντικειμένου, πράγμα πού άναγκαστικά θέτει ύπό αίρεση τήν έγκυρότητα τής περιγραφής. Ακόμη προβληματικότερη γιά τήν έγκυρότητα τής έπιστημονικής γνώσης είναι ή διαπίστωση τής άλλαγής τού υποκειμένου τής γνωστικής διαδικασίας καί τών τρόπων πρόσβασης στό άντικείμενο πού έπιλέγει. Ή μελέτη όμως τού τρόπου μεταβολής τού ύποκειμένου καί τής άλλαγής τού τρόπου πρόσβασης στό αντικείμενο τής γνωστικής διαδικασίας άποτελοΰν αντικείμενα άλλων συγκεκριμένων επιστημών. Έτσι, οί βασικές προϋποθέσεις τής έπιστημονικής γνώσης δέν ικανοποιούνται στά πλαίσια τής ειδικής έπιστήμης, άλλά άντίθετα στά πλαίσια μιας σειράς έπιστημών πού καλύπτουν ολόκληρο τό φάσμα τής συγκεκριμένης γνωστικής διαδικασίας, ή όποια αρχίζει άπό τό ύποκείμενο, περνάει στόν τρόπο πρόσβασης καί τελειώνει στό άντικείμενο. 'Η ιστορική καί γνωσιολογική κατοχύρωση τής διεπιστημονικότητας άπό τή μιά μεριά, καί ό διεπιστημονικός χαρακτήρας τής έπιστήμης άπό τήν άλλη, παρέχουν τά πλαίσια γιά τή διερεύνηση τής έπιστήμης καί μπορούν νά ερμηνεύουν τήν έμφάνιση αύτού τού άλλου γεγονότος ε ίτε πρόκειται γιά τή θεωρία 3. Βλ. λ.χ., Thomas S. Hall, «On Biological Analogs of Neutonian Paradigms», Philosophy of Science, 1968, 35(1): 6-27 καί Everett Mendelsohn, «Physical Models and Physiological Concepts: Explanation in Nineteenth Century Biology», The British Journal for the History of Science, 1965 2(3):201-219. 4. Χρησιμοποιώ αυτήν τή σχετικά ουδέτερη διατύπωση γιά νά άποφύγω, στά πλαίσια αυτής τής εισήγησης, τά άκανθώδη θέματα πού συνδέονται μέ τή διερεύνηση του χαρακτήρα τής γνώσης, γιατί νομίζω ότι μιά τέτοια συζήτηση θά περιέπλεκε τά πράγματα καί θά ξέφευγε, έν τέλει, άπό τό θέμα. 7

Γιώργος ΠαπαγοΟνος του φλογιστοϋ είτε γιά την ανακάλυψη τοϋ DNA. Τό βασικό όμως στοιχείο αυτής τής ανάλυσης νομίζω ότι βρίσκεται όχι τόσο στη χρήση τής διεπιστημονικότητας έρμηνευτικά ή στή διεπιστημονική έρμηνεία, όσο στό γεγονός οτι έφ όσον θέλουμε νά ισχυριζόμαστε είτε ότι ύπάρχει μιά λογική τής έπιστημονικής άνακάλυψης είτε ότι είναι δυνατόν νά διατυπωθεί μιά τέτοια λογική, είμαστε ύποχρεωμένοι νά την άναζητήσουμε στή διεπιστημονική ερευνά. Πέρα άπό τούς λόγους τούς όποιους άνάφερα καί πού είχαν σχέση περισσότερο μέ την ιστορία τής διατύπωσης νέων θεωριών, θέλω νά άναφερθώ καί στά έξής σημεία: Πρώτον, καί ή έννοια τής έπιστημονικής ερευνάς άλλά καί ή έννοια τής διεπιστημονικής ερευνάς έχουν τό κοινό χαρακτηριστικό ότι προσπαθούν νά λύσουν συγκεκριμένα προβλήματα, τά όποια εμφανίζονται σέ συγκεκριμένο χώρο καί χρόνο. Ή ιστορία τής άνθρώπινης νόησης είναι γεμάτη άπό άντιλήψεις, οί όποιες διατυπώθηκαν αιώνες πρίν υιοθετηθούν καί ενσωματωθούν στό γνωσιακό πλέγμα μιας εποχής. Ή συνεχής αύξηση τής γνώσης τόσο τών ίδιων της τών διαδικασιών, όσο καί τών χαρακτηριστικών τών άντικειμένων της, δημιουργεί νέα προβλήματα, νέες προβληματικές συνθήκες, οί όποιες άπαιτοΰν νά άντιμετωπιστοΰν σέ πρώτη φάση καί νά λυθούν, ίσως, σέ δεύτερη. Ή άσυμμετρία ή όποια εμφανίζεται άνάμεσα στό ποσόν τής γνώσης τής σχετικής μέ έναν συγκεκριμένο άριθμό όμοιογενών φαινομένων καί τής δυνατότητας κατοχής αυτής τής γνώσης άπό κάθε εναν σέ μιά ομάδα ειδικών, καί παράλληλα ή ποιοτικά διαφορετική γνώση πού παρέχει άλλος άριθμός ειδικών γιά τά ίδια φαινόμενα, όδηγεί άναγκαστικά στή δημιουργία ομάδων, τά μέλη τών όποιων συνδυάζουν αύτήν άκριβώς τήν ποικιλία τής γνώσης. Καί τούς διαφορετικούς τρόπους πρόσβασης στό άντικείμενο. Έτσι, ή διεπιστημονικότητα νομιμοποιείται σάν τρόπος άντιμετώπισης προβλημάτων σέ συνάρτηση: πρώτον, μέ τήν αύξηση τών γνώσεων καί δεύτερον, μέτίς προτεραιότητες γιά τη λύση αυτών τών προβλημάτων, όπως διαμορφώνονται στά συγκεκριμένα κοινωνικά καί ιστορικά πλαίσια. Δεύτερον, ή διεπιστημονική έρευνα ή ή διεπιστημονικότητα στήν έρευνα άποτελεΐ συνάρτηση τής άδυναμίας έπίλυσης ένός προβλήματος στά πλαίσια τής μιας επιστήμης, τής ύπαρξης συγκροτημένης μεθοδολογίας σέ γενικότερα πλαίσια καί τέλος τής δυνατότητας διαμόρφωσης κριτηρίων, βάσει τών όποιων νά συνδυάζονται οί επί μέρους προσβάσεις. Τά τρία αύτά στοιχεία όμως προϋποθέτουν τήν ύπαρξη τού προβλήματος άφ ένός καί άφ έτέρού τά στοιχεία εκείνα τού γνωσιακού πλέγματος πού κάνουν δυνατή τή σύνθεσή τους. Τρίτον, ή διαμόρφωση τής ειδικής μεθοδολογίας τής διεπιστημονικής έρευνας τής προσανατολισμένης στή διερεύνηση μιας ομάδας φαινομένων, γεγονότων ή άντικειμένων προϋποθέτει τήν έγκατάλειψη τών προγενέστερων τρόπων πρόσβασης οί όποιοι έξ άλλου δέν έπαρκοϋνγιάτή λύση τού προβλήματος. _'Η έννοια τής διεπιστημονικότητας, όπως άκριβώς καί όποιαδήποτε άλλη έννοια, ύφίσταται καί ή ίδια τίς τροποποιήσεις πού επιβάλλουν άφ ένός ή 8

Θεωρία καί πρακτική τής διεπιστημονικής έρευνας αύξηση τής γνώσης, τής σχετικής μέ τήνϊδια καί άφ έτέρου ή προσαρμογή της σέ συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, στίς όποιες χρησιμοποιείται. Αναγκαστικά, λοιπόν, ή όποιαδήποτε συζήτηση γιά τη διεπιστημονικότητα πρέπει νά αντιμετωπίζει αύτή τη συνεχή τροποποίηση τής έννοιας. Ή τυχόν θεώρησή της σάν μιά άναλλοίωτη αρχή ή κατηγορία ή μέθοδος τήν άποστερεΐ άπό τόν βασικό της ρόλο, τής δυναμικής της προσαρμογής σέ νέες προβληματικές συνθήκες μέ σκοπό τη διατύπωση λύσης. 9