ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΣΤΗ 1.1 ACCUPRON Δισκία επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο 5, 20 ή 40 mg/tab. Υδροχλωρική κιναπρίλη. 1.2 Σύνθεση: Δραστική ουσία: Quinapril Hydrochloride (υδροχλωρική κιναπρίλη) Εκδοχα: Magnesium carbonate (heavy), Lactose monohydrate, Gelatine, Crospovidone, Magnesium stearate, Opadry Brown Y-5-9020G (hypromellose, hyprolose, titanium dioxide E171, macrogol 400, iron oxide (red) E172), Candelilla 1.3 Φαρμακοτεχνική μορφή: Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο 1.4 Περιεκτικότητα σε δραστική ουσία: Κάθε δισκίο περιέχει 5 mg ή 20 mg ή 40 mg quinapril hydrochloride 1.5 Περιγραφή-Συσκευασία: Τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία Accupron 5 mg, είναι ελλειψοειδή, χρώματος καφέ και περιέχονται σε κουτί των 28 δισκίων, σε blisters αλουμινίου. Τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία Accupron 20 mg, είναι στρογγυλά, διχοτομούμενα, χρώματος καφέ και περιέχονται σε κουτί των 14 δισκίων και 28 δισκίων, σε blisters αλουμινίου. Τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία Accupron 40 mg, είναι ελλειψοειδή, χρώματος καφέ και περιέχονται σε κουτί των 14 δισκίων και 28 δισκίων, σε blisters αλουμινίου. 1.6 Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία : Αντιυπερτασικό. 1.7 Κάτοχος αδείας κυκλοφορίας: : Pfizer Ελλάς A.E., Λ. Μεσογείων 243, 154 51 Ν. Ψυχικό, Αθήνα Τηλ.: 210 6785800 Κύπρος - Τοπικός Αντιπρόσωπος: Pfizer Ελλάς Α.Ε. (Cyprus Branch), Λ. Διγενή Ακρίτα 57, 1070, Λευκωσία, Κύπρος, Τηλ.: +357 22 817690 Accupron 40 mg: Δεν είναι εγκεκριμένο στην Κύπρο 1.8 Παρασκευαστής : Εναλλακτικός Παρασκευαστής: GOEDECKE GmbH, Freiburg, ΓΕΡΜΑΝΙΑ PFIZER PHARMACEUTICALS LLC Vega Baja, PUERTO RICO, ΗΠΑ 1
2. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΠΟΥ ΣΑΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕ Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΑΣ 2.1 Γενικές Πληροφορίες To Accupron ανήκει στην ομάδα των αναστολέων του Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτενσίνης (ΜΕΑ) που στόχο έχουν την αντιμετώπιση της υπέρτασης. 2.2 Ενδείξεις - Υπέρταση: Το Αccupron ενδείκνυται για τη θεραπεία της υπέρτασης. Είναι αποτελεσματικό είτε χορηγούμενο μόνο του είτε σε συνδυασμό με θειαζιδικά διουρητικά και β-αναστολείς. - Kαρδιακή ανεπάρκεια: Το Αccupron είναι αποτελεσματικό για τη θεραπεία της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας όταν χορηγείται σε συνδυασμό με διουρητικά και/ή με καρδιακούς γλυκοζίτες. 2.3 Αντενδείξεις - Υπερευαισθησία στο quinapril ή σε οποιοδήποτε από τα συστατικά του φαρμάκου ή σε οποιονδήποτε άλλο αναστολέα του ΜΕΑ. - Ιστορικό αγγειοοιδήματος που έχει σχέση με προηγούμενη θεραπευτική αγωγή με αναστολέα του ΜΕΑ. - Κληρονομικό ιδιοπαθές αγγειοοίδημα. - Εαν είστε έγκυος πάνω από 3 μηνών. (Είναι επίσης καλύτερα να αποφύγετε τη λήψη Accupron στην αρχή της εγκυμοσύνης βλέπε παράγραφο για την εγκυμοσύνη). - Περίοδος γαλουχίας. - Εάν έχετε διαβήτη ή διαταραγμένη νεφρική λειτουργία και λαμβάνετε αγωγή με ένα φάρμακο που μειώνει την αρτηριακή πίεση και περιέχει αλισκιρένη. 2.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση 2.4.1. Γενικά: Υπόταση Οι αναστολείς του ΜΕΑ μπορούν να προκαλέσουν πτώση της αρτηριακής πίεσης. Η συμπωματική υπόταση είναι σπάνια σε ανεπίπλεκτους υπερτασικούς ασθενείς και είναι περισσότερο πιθανό να συμβεί σε ασθενείς που έχουν μειωμένο όγκο αίματος, για παράδειγμα λόγω διουρητικής αγωγής, διαιτητικού περιορισμού του άλατος, αιμοκάθαρσης, διάρροιας ή εμέτου, ή σε ασθενείς που έχουν σοβαρή υπέρταση εξαρτώμενη από τη ρενίνη (βλέπε ενότητες 2.5 «Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης» και 2.8 «Ανεπιθύμητες ενέργειες»). Έχει παρατηρηθεί συμπτωματική υπόταση σε ασθενείς με ασυμπτωματική καρδιακή ανεπάρκεια με ή χωρίς συσχετιζόμενη νεφρική ανεπάρκεια. Αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί σε ασθενείς με σοβαρότερο βαθμό καρδιακής ανεπάρκειας, πράγμα που αντικατοπτρίζεται από τη χορήγηση υψηλών δόσεων διουρητικών της αγκύλης, υπονατριαιμία ή λειτουργική νεφρική ανεπάρκεια Σε ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο συμπτωματικής υπότασης, η έναρξη της αγωγής και η προσαρμογή της δόσης θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά (βλέπε παρ. 2.6 «Δοσολογία» και 2.8 «Ανεπιθύμητες ενέργειες»). Παρόμοιες προφυλάξεις ισχύουν επίσης για ασθενείς με ισχαιμία του μυοκαρδίου ή αγγειακή εγκεφαλική νόσο, στους οποίους η υπερβολική πτώση της πίεσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε έμφραγμα του 2
μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Εάν εκδηλωθεί υπόταση, ο ασθενής πρέπει να τοποθετηθεί σε ύπτια θέση και, αν είναι απαραίτητο, θα πρέπει να λάβει φυσιολογικό ορό με ενδοφλέβια χορήγηση. Η παροδική υποτασική απάντηση δεν αποτελεί αντένδειξη για περαιτέρω δόσεις, οι οποίες μπορούν συνήθως να χορηγηθούν χωρίς δυσκολία από τη στιγμή που έχει αυξηθεί η πίεση του αίματος μετά από αύξηση του όγκου. Σε ορισμένους ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια που έχουν φυσιολογική ή χαμηλή αρτηριακή πίεση, μπορεί να συμβεί επιπρόσθετη μείωση της συστηματικής αρτηριακής πίεσης με τους αναστολείς ΜEA. Αυτή η επίδραση είναι αναμενόμενη και συνήθως δεν αποτελεί λόγο για τη διακοπή της αγωγής. Αν η υπόταση γίνει συμπτωματική, ίσως χρειαστεί μείωση της δόσης ή διακοπή της αγωγής με τον αναστολέα ΜΕΑ. Είναι σημαντικό για τους ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά να διακόπτουν προσωρινά, εφόσον είναι δυνατό, το διουρητικό για δύο ή τρεις ημέρες πριν την έναρξη θεραπείας με το quinapril. Εάν η αρτηριακή πίεση δεν ελέγχεται μόνο με το quinapril, πρέπει να επαναχορηγείται η διουρητική αγωγή. Εάν δεν είναι δυνατό να διακοπεί η χορήγηση του διουρητικού, πρέπει η θεραπεία με το quinapril να ξεκινά με μικρή αρχική δόση (βλέπε παρ. 2.5 «Αλληλεπιδράσεις»). Σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, που είναι επιρρεπείς σε σημαντική υπόταση, η θεραπεία με Accupron θα πρέπει να αρχίζει με τη συνιστώμενη δοσολογία, υπό στενή παρακολούθηση. Oι ασθενείς αυτοί πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά κατά τις δύο πρώτες εβδομάδες της θεραπείας, καθώς και κάθε φορά που αυξάνεται η δοσολογία του Accupron. Στένωση αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας / υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια Οι αναστολείς ΜΕΑ, θα πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με στένωση της μιτροειδούς βαλβίδας και απόφραξη της ροής εξώθησης της αριστερής κοιλίας, όπως αορτική στένωση ή υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια. Νεφρική ανεπάρκεια Σε περίπτωση νεφρικής ανεπάρκειας, η αρχική δοσολογία θα πρέπει να προσαρμόζεται σύμφωνα με την κάθαρση κρεατινίνης του ασθενή και στη συνέχεια ως συνάρτηση της απόκρισης του ασθενή στη θεραπεία. Η τακτική παρακολούθηση του καλίου και της κρεατινίνης αποτελούν μέρος της συνηθισμένης ιατρικής πρακτικής για τους ασθενείς αυτούς. Σε ασθενείς με συμπτωματική καρδιακή ανεπάρκεια, η υπόταση μετά από την έναρξη της αγωγής με αναστολείς του ΜΕΑ μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί οξεία νεφρική ανεπάρκεια, η οποία είναι συνήθως αναστρέψιμη. Σε μερικούς ασθενείς με αμφοτερόπλευρη στένωση της νεφρικής αρτηρίας ή με στένωση αρτηρίας μονήρους νεφρού οι οποίοι έχουν λάβει αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ έχουν παρατηρηθεί αυξήσεις στην ουρία του αίματος και την κρεατινίνη του ορού, οι οποίες είναι συνήθως αναστρέψιμες με τη διακοπή της αγωγής. Αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Αν συνυπάρχει και νεφραγγειακή υπέρταση, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος σοβαρής υπότασης και νεφρικής ανεπάρκειας. Σε αυτούς τους ασθενείς η αγωγή θα πρέπει να αρχίζει κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση με χαμηλές δόσεις και προσεκτική τιτλοποίηση δόσεων. Δεδομένου ότι η αγωγή με διουρητικά μπορεί να είναι παράγοντας συνεισφοράς στα προαναφερθέντα, πρέπει να διακόπτονται τα διουρητικά και να παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της αγωγής. Ορισμένοι υπερτασικοί ασθενείς, χωρίς εμφανή προϋπάρχουσα νεφρική αγγειακή νόσο, εμφάνισαν αυξημένες συγκεντρώσεις της ουρίας στο αίμα και της κρεατινίνης στον ορό, συνήθως μικρής κλίμακας και παροδικές, ιδίως όταν ο αναστολέας ΜΕΑ χορηγήθηκε ταυτόχρονα με ένα διουρητικό. Αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική ανεπάρκεια. Μπορεί να χρειαστεί ελάττωση της δοσολογίας και/ή διακοπή του διουρητικού και/ή του αναστολέα ΜΕΑ. Σε ασθενείς με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια, η νεφρική λειτουργία των οποίων εξαρτάται από τη δραστικότητα του συστήματος ρενίνης - αγγειοτασίνης - αλδοστερόνης, η θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένου του quinapril, μπορεί να συσχετιστεί με ολιγουρία και/ή προοδευτική αζωθαιμία και σπανίως με οξεία νεφρική ανεπάρκεια και/ή θάνατο. Νεφρική ανεπάρκεια έχει αναφερθεί σε σχέση με τους αναστολείς του ΜΕΑ σε ασθενείς με υποκείμενη νεφρική νόσο, συμπεριλαμβανομένης της στένωσης της νεφρικής αρτηρίας. Ορισμένοι υπερτασικοί ασθενείς ή ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, χωρίς εμφανή προϋπάρχουσα νεφραγγειακή νόσο, αναπτύσσουν 3
αυξημένες συγκεντρώσεις της ουρίας και της κρεατινίνης του αίματος, συνήθως μικρές και παροδικές, ιδιαίτερα όταν χορηγείται το quinapril ταυτόχρονα με ένα διουρητικό. Αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική ανεπάρκεια. Ασθενείς με νεφραγγειακή υπέρταση: Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για βαριά υπόταση και νεφρική ανεπάρκεια όταν ασθενείς με νεφραγγειακή υπέρταση και προϋπάρχουσα αμφοτερόπλευρη στένωση της νεφρικής αρτηρίας ή στένωση της αρτηρίας μονήρους νεφρού τεθούν σε αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ. Η αγωγή με διουρητικά μπορεί να είναι ένας πρόσθετος παράγοντας που συντελεί σ αυτό. Η απώλεια της νεφρικής λειτουργίας μπορεί να παρουσιαστεί και με ήπιες μεταβολές της κρεατινίνης του πλάσματος ακόμα και σε ασθενείς με μονόπλευρη στένωση της νεφρικής αρτηρίας. Στους ασθενείς αυτούς η θεραπεία πρέπει να αρχίζει σε νοσοκομείο κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση με χαμηλές δόσεις και προσεκτική τιτλοποίηση της δόσης. Η αγωγή με διουρητικά πρέπει να διακόπτεται και η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο εβδομάδων της θεραπείας. Απευθυνθείτε στον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας προτού πάρετε το Accupron εάν λαμβάνετε, οποιοδήποτε από τα παρακάτω φάρμακα που, χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της υψηλής αρτηριακής πίεσης: έναν αποκλειστή υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ (ARBs) (επίσης γνωστά ως σαρτάνες για παράδειγμα βαλσαρτάνη, τελμισαρτάνη, ιρβεσαρτάνη), ιδιαίτερα εάν έχετε νεφρικά προβλήματα που σχετίζονται με διαβήτη. αλισκιρένη Ο ιατρός σας μπορεί να ελέγξει τη νεφρική σας λειτουργία, την αρτηριακή σας πίεση και την ποσότητα των ηλεκτρολυτών (π.χ. κάλιο) στο αίμα σας σε τακτά διαστήματα. Δείτε επίσης πληροφορίες στην παράγραφο 2.3 «Αντενδείξεις». Αγγειοοίδημα του προσώπου, των άκρων, των χειλέων, των βλεννογόνων, της γλώσσας, της γλωττίδας και/ή του λάρυγγα μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς που βρίσκονται σε αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ (συμπεριλαμβανομένου του 0,1% ασθενών που έλαβαν quinapril) (βλέπε παρ. 2.8 «Ανεπιθύμητες ενέργειες»). Αυτό μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή της αγωγής. Πάντως, σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να αναπτυχθεί σοβαρό αγγειοοίδημα (γλώσσας, γλωττίδας και/ή συριγμός του λάρυγγα) μετά από μακροχρόνια αγωγή με έναν αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης. Η αγωγή πρέπει να διακόπτεται αμέσως, να αντικαθίσταται από κάποιο παράγοντα που θα ανήκει σε κάποια άλλη κατηγορία φαρμάκων και θα πρέπει να αρχίζει και να συνεχίζεται η κατάλληλη παρακολούθηση μέχρι να επέλθει πλήρης αποκατάσταση των συμπτωμάτων. Σε περιπτώσεις όπου το οίδημα περιορίζεται στο πρόσωπο και στα χείλη, η κατάσταση γενικώς υποχωρεί χωρίς θεραπεία, ενώ τα αντιισταμινικά μπορεί να αποδειχτούν χρήσιμα για την ανακούφιση των συμπτωμάτων. Αγγειοοίδημα στο οποίο συμμετέχει η γλώσσα, η γλωττίς ή ο λάρυγξ μπορεί να είναι θανατηφόρο λόγω της απόφραξης της αεροφόρου οδού. Απαιτείται επείγουσα θεραπευτική αγωγή η οποία θα περιλαμβάνει, αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτήν, άμεση υποδόρια χορήγηση διαλύματος αδρεναλίνης (επινεφρίνης) σε αναλογία 1:1.000 (0,3 έως 0,5 ml) ή βραδεία ενδοφλέβια χορήγηση αδρεναλίνης 1 mg/ml (σύμφωνα με τις οδηγίες αραίωσης) και με έλεγχο του ΗΚΓ και της αρτηριακής πίεσης. Ο ασθενής πρέπει να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο, να παρακολουθείται για τουλάχιστον 12 με 24 ώρες και να μη λάβει εξιτήριο πριν υποχωρήσουν πλήρως τα συμπτώματα. Έχει αναφερθεί ότι μαύροι ασθενείς που βρίσκονται υπό θεραπεία με αναστολείς του ΜΕΑ εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα αγγειοοιδήματος σε σύγκριση με ασθενείς που δεν είναι μαύροι. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες οι αναστολείς του ΜΕΑ έχουν μικρότερη επίδραση στην αρτηριακή πίεση σε μαύρους ασθενείς από ότι σε ασθενείς που δεν είναι μαύροι. Η συχνότητα εμφάνισης αγγειοοιδήματος σε μαύρους και σε άλλους ασθενείς που δεν είναι μαύροι κατά τη διάρκεια θεραπείας με quinapril έχει υπολογισθεί σε δύο μεγάλες ανοικτές κλινικές 4
μελέτες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του quinapril στην αντιμετώπιση της υπέρτασης. Σε μία μελέτη όπου συμμετείχαν 1.656 μαύροι ασθενείς και 10.583 ασθενείς που δεν ήταν μαύροι η συχνότητα εμφάνισης αγγειοοιδήματος, ανεξάρτητα της συσχέτισης με το quinapril, ήταν 0,3% στους μαύρους και 0,39% στους άλλους ασθενείς. Στην άλλη μελέτη (1.443 μαύροι και 9.300 άλλοι ασθενείς που δεν ήταν μαύροι) η συχνότητα εμφάνισης αγγειοοιδήματος ήταν 0,55% στους μαύρους και 0,17% στους άλλους ασθενείς. Ασθενείς με ιστορικό αγγειοοιδήματος, που δεν σχετίζεται με θεραπεία αναστολέων του ΜΕΑ, μπορεί να βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο για την εμφάνιση αγγειοοιδήματος, ενώ λαμβάνουν κάποιον αναστολέα του ΜΕΑ (βλέπε 2.3 «Αντενδείξεις»). Αγγειοοίδημα εντέρου έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με αναστολείς του ΜΕΑ. Αυτοί οι ασθενείς εμφάνισαν κοιλιακό άλγος (με ή χωρίς ναυτία ή έμετο). Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, δεν υπήρχε ιστορικό αγγειοιδήματος του προσώπου και τα επίπεδα των C-1 εστερασών ήταν φυσιολογικά. Το αγγειοίδημα διεγνώσθη με αξονική τομογραφία ή υπερηχογράφημα κοιλίας ή κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης και τα συμπτώματα απέδραμαν μετά την διακοπή του αναστολέα του ΜΕΑ. Το αγγειοίδημα εντέρου πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στην διαφορική διάγνωση των ασθενών που λαμβάνουν αναστολείς του ΜΕΑ και προσέρχονται με κοιλιακό άλγος. Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις κατά τη διάρκεια απευαισθητοποίησης ή μετά από νυγμό εντόμων: Σπάνια ασθενείς που λαμβάνουν α-μεα κατά τη διάρκεια απευαισθητοποίησης ή μετά από νυγμό εντόμων έχουν εμφανίσει αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις επικίνδυνες για τη ζωή τους. Ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς του ΜΕΑ κατά τη διάρκεια απευαισθητοποίησης με τοξίνη υμενοπτέρων έχουν αναπτύξει απειλητικές για τη ζωή αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις. Στους ίδιους ασθενείς, οι αντιδράσεις αυτές αποφεύχθηκαν όταν οι αναστολείς του ΜΕΑ διακόπηκαν προσωρινά, ενώ επανεμφανίστηκαν κατόπιν απερίσκεπτης επαναχορήγησης. LDL αφαίρεση: Έχουν αναφερθεί αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις από ασθενείς που υποβάλλονται σε αφαίρεση χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης με απορρόφηση θειικής δεξτράνης και λαμβάνουν ταυτόχρονα έναν αναστολέα ΜΕΑ. Αιμοδιύλιση: Κλινικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι ασθενείς που υπόκεινται σε αιμοδιύλιση με υψηλής ροής μεμβράνες (όπως πολυακρυλονιτριλίου) και βρίσκονται σε ταυτόχρονη αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ είναι πιθανό να εμφανίσουν αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις, όπως οίδημα και ερυθρότητα προσώπου, υπόταση και δύσπνοια, μέσα σε λίγα λεπτά από την έναρξη της αιμοδιύλισης. Ο συνδυασμός αυτός πρέπει να αποφεύγεται είτε με τη χρήση εναλλακτικών αντιυπερτασικών φαρμάκων είτε με τη χρήση εναλλακτικών μεμβρανών αιμοδιύλισης. Ουδετεροπενία / Ακοκκιοκυτταραιμία / Θρομβοπενία / Αναιμία Ουδετεροπενία/ακοκκιοκυτταραιμία, θρομβοπενία και αναιμία έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που λάμβαναν αναστολείς του ΜΕΑ. Η ουδετεροπενία εμφανίζεται σπάνια σε ασθενείς που έχουν φυσιολογική νεφρική λειτουργία και δεν έχουν άλλες επιπλοκές. Το Accupron θα πρέπει να χρησιμοποιείται με εξαιρετική προσοχή σε ασθενείς που πάσχουν από αγγειακή νόσο του κολλαγόνου, που ακολουθούν ανοσοκατασταλτική αγωγή, αγωγή με αλλοπουρινόλη ή προκαιναμίδη ή που έχουν συνδυασμό αυτών των παραγόντων επιπλοκής, ιδίως αν προϋπάρχει βλάβη στη νεφρική λειτουργία. Μερικοί από αυτούς τους ασθενείς εμφάνισαν σοβαρές μολύνσεις, οι οποίες σε λίγες περιπτώσεις δεν ανταποκρίθηκαν σε εντατική αντιβιοτική θεραπεία. Αν χρησιμοποιηθεί Accupron σε αυτούς τους ασθενείς, συνιστάται περιοδική παρακολούθηση του αριθμού των λευκοκυττάρων και θα πρέπει να δοθεί οδηγία στους ασθενείς ώστε να αναφέρουν οποιαδήποτε ένδειξη μόλυνσης. Σπάνια έχει αναφερθεί ακοκκιοκυττάρωση κατά τη διάρκεια θεραπείας με το Accupron. Όπως και με άλλους αναστολείς ΜΕΑ, πρέπει να εξετάζεται η περίπτωση παρακολούθησης του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων σε ασθενείς με αγγειακή νόσο του κολλαγόνου και/ή με νεφρική ανεπάρκεια. 5
Εμβρυική/νεογνική θνητότητα και νοσηρότητα: Το προϊόν δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης και κατά τη γαλουχία. Σε αυτούς τους ασθενείς συνιστάται να παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της θεραπείας. Μεταμόσχευση νεφρού: Δεν υπάρχει σχετική εμπειρία από τη χορήγηση του φαρμάκου σε ασθενείς οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού. Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια: Οι ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια που είναι σε αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ, που μεταβολίζονται κυρίως στο ήπαρ, μπορεί να παρουσιάσουν πολύ αυξημένα επίπεδα στο πλάσμα. Η προσαρμογή της δόσης μπορεί να είναι απαραίτητη, εξαρτάται δε, από τη βαρύτητα της ηπατικής ανεπάρκειας και την οδό που μεταβολίζεται ο αναστολέας του ΜΕΑ. Σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια ή προοδευτική νόσο του ήπατος, το quinapril σε συνδυασμό με διουρητικό πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή, λόγω του ότι μικρές μεταβολές στην ισορροπία των υγρών και ηλεκτρολυτών μπορεί να προκαλέσουν ηπατικό κώμα. Ο μεταβολισμός του quinapril σε quinaprilat εξαρτάται φυσιολογικά από την ηπατική εστεράση. Οι συγκεντρώσεις του quinaprilat μειώνονται σε ασθενείς με κίρρωση του ήπατος αλκοολικής αιτιολογίας εξαιτίας της μη ολοκληρωμένης απεστεροποίησης του quinapril. Σπανίως, οι αναστολείς του ΜΕΑ έχουν συσχετισθεί µε ένα σύνδροµο που αρχίζει µε χολοστατικό ίκτερο και εξελίσσεται σε κεραυνοβόλο ηπατική νέκρωση και (µερικές φορές) σε θάνατο. Ο µηχανισµός αυτού του συνδρόµου δεν είναι κατανοητός. Οι ασθενείς που λαµβάνουν αναστολείς του ΜΕΑ και εµφανίζουν ίκτερο ή σηµαντική αύξηση των ηπατικών ενζύµων πρέπει να διακόπτουν την αγωγή µε τον αναστολέα του ΜΕΑ και να έχουν την κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση. Ηλικιωμένοι: Μερικοί ηλικιωμένοι ασθενείς μπορεί να ανταποκρίνονται καλύτερα σε κάποιο αναστολέα του ΜΕΑ απ ότι οι νεότεροι ασθενείς. Συνιστάται η χορήγηση χαμηλών δόσεων αρχικά και αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας κατά την έναρξη της θεραπείας. Παιδιά: Δεν πρέπει να χορηγείται σε παιδιά. Υπερκαλιαιμία και διουρητικά προστατευτικά της απώλειας καλίου: Αυξήσεις στο κάλιο του ορού έχουν παρατηρηθεί σε μερικούς ασθενείς που λάμβαναν αναστολείς του ΜΕΑ. Στους ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο να εμφανίσουν υπερκαλιαιμία περιλαμβάνονται εκείνοι που πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια, αρρύθμιστο σακχαρώδη διαβήτη ή εκείνοι που λαμβάνουν ταυτόχρονα καλιοσυντηρητικά διουρητικά, συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα άλατος που περιέχουν κάλιο, ή οι ασθενείς εκείνοι που λαμβάνουν άλλα φάρμακα που σχετίζονται με αύξηση του καλίου στον ορό (π.χ. ηπαρίνη). Εφόσον η χορήγηση των προαναφερθέντων παραγόντων κρίνεται απαραίτητη, συνιστάται τακτική παρακολούθηση του καλίου στον ορό. Όταν συγχορηγείται με διουρητικό, το quinapril μπορεί να μειώσει την υποκαλιαιμία που προκαλείται από θειαζιδικά διουρητικά. Τα συμπληρώματα καλίου ή τα καλιοσυντηρητικά διουρητικά γενικά δε συνιστώνται, διότι μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση του καλίου του πλάσματος. Το quinapril δεν έχει μελετηθεί σε ταυτόχρονη θεραπεία με διουρητικά προστατευτικά της απώλειας καλίου. Λόγω του ότι υπάρχει κίνδυνος για επιπλέον αύξηση του καλίου στον ορό και εφόσον η ταυτόχρονη χορήγηση των προαναφερθέντων παραγόντων θεωρείται απαραίτητη, συνιστάται η έναρξη της ταυτόχρονης θεραπείας να γίνεται με προσοχή και οι τιμές καλίου στον ορό να παρακολουθούνται συχνά (βλέπε παραπάνω Υπόταση και παρ. 2.5 «Αλληλεπιδράσεις»). Υπογλυκαιμία και διαβήτης: Οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν συσχετιστεί με υπογλυκαιμία σε διαβητικούς ασθενείς στους οποίους χορηγούνται ινσουλίνη ή από του στόματος υπογλυκαιμικοί παράγοντες. Μπορεί να χρειαστεί προσεκτική παρακολούθηση των διαβητικών ασθενών. 6
Βήχας: Έχουν αναφερθεί περιστατικά εμφάνισης βήχα κατά τη διάρκεια αγωγής με αναστολείς του ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένου του quinapril. Χαρακτηριστικά, ο βήχας είναι μη παραγωγικός, επίμονος και εξαφανίζεται μετά τη διακοπή της αγωγής. Ο βήχας που προκαλείται από αναστολείς του ΜΕΑ πρέπει να εξετάζεται στα πλαίσια της διαφορικής διάγνωσης του βήχα. Χειρουργική / Αναισθησία: Οι αναστολείς του ΜΕΑ μπορεί να προκαλέσουν υπόταση ή ακόμα και υποτασικό σοκ σε ασθενείς που υφίστανται σοβαρή χειρουργική επέμβαση, όπως επίσης και κατά τη διάρκεια της αναισθησίας μέσω της ενίσχυσης άλλων υποτασικών δυνητικά παραγόντων. Οι αναστολείς ΜΕΑ αναστέλλουν το σχηματισμό της αγγειοτασίνης ΙΙ, δευτερογενώς λόγω της αντισταθμιστικής απελευθέρωσης ρενίνης. Εάν δεν είναι δυνατόν να διακοπεί η χορήγηση του αναστολέα ΜΕΑ, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή για τη διατήρηση του κυκλοφορούντος όγκου αίματος. Αορτική στένωση / Υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια: Οι αναστολείς του ΜΕΑ πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με απόφραξη της ροής εξωθήσεως της αριστερής κοιλίας. Πρωτεϊνουρία: Μπορεί να παρουσιαστεί ιδιαίτερα σε ασθενείς με προϋπάρχουσα βλάβη της νεφρικής λειτουργίας ή όταν χορηγούνται σχετικά υψηλές δόσεις των αναστολέων του ΜΕΑ. Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός: Δεν συνιστάται η χορήγηση φαρμάκων που δρουν μέσω της αναστολής του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης σε ασθενείς με πρωτοπαθή υπεραλδοστερονισμό. Πληροφορίες προς τους ασθενείς: Κύηση: Πρέπει να ενημερώσετε τον γιατρό σας σε περίπτωση που πιστεύετε ότι είστε (ή δυνατό να μείνετε) έγκυος. Το Accupron δεν συστήνεται στην αρχή της εγκυμοσύνης και δεν πρέπει να το παίρνετε αν είστε πάνω από τριών μηνών έγκυος, λόγω το ότι μπορεί να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στο μωρό σας αν χρησιμοποιηθεί σε αυτό το στάδιο (βλέπε παράγραφο για την εγκυμοσύνη). Αγγειοοίδημα: Αγγειοοίδημα, συμπεριλαμβανομένου του οιδήματος του λάρυγγα, μπορεί να εμφανιστεί, ιδιαιτέρως μετά την πρώτη δόση του Accupron. Οι ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται να σταματήσουν αμέσως τη λήψη Accupron και να συμβουλευτούν τον γιατρό τους σε περίπτωση που εμφανίσουν κάποιο σημείο ή σύμπτωμα ενδεικτικό αγγειοοιδήματος, όπως οίδημα στο πρόσωπο, στα άκρα, στα μάτια, στα χείλη, στη γλώσσα, δυσκολία κατά την κατάποση ή την αναπνοή. Υπόταση: Οι ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται εάν αισθανθούν τάση λιποθυμίας ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών θεραπείας με το φάρμακο, να το αναφέρουν στον γιατρό τους. Εάν ο ασθενής υποστεί λιποθυμικό επεισόδιο θα πρέπει να ενημερώνεται να μην συνεχίσει τη λήψη του φαρμάκου μέχρις ότου συμβουλευτεί τον γιατρό του. Όλοι οι ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται ότι η μη επαρκής λήψη υγρών, η υπερβολική εφίδρωση ή αφυδάτωση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική πτώση της αρτηριακής πίεσης λόγω της μείωσης του όγκου των υγρών. Άλλες αιτίες απώλειας υγρών, όπως έμετοι ή διάρροια μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε πτώση της αρτηριακής πίεσης. Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται να συμβουλεύονται τον γιατρό τους. Υπερκαλιαιμία: Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται να μη χρησιμοποιούν συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα άλατος που περιέχουν κάλιο χωρίς να συμβουλεύονται τον γιατρό τους. Ουδετεροπενία: Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται να αναφέρουν εγκαίρως οποιαδήποτε ένδειξη για λοίμωξη (π.χ. ερεθισμένο λαιμό, πυρετό) λόγω του ότι μπορεί να αποτελεί σημείο ουδετεροπενίας. Χειρουργική / Αναισθησία: Ασθενείς οι οποίοι προγραμματίζουν να υποβληθούν σε εγχείρηση και/ή αναισθησία θα πρέπει να ενημερώνουν τον γιατρό τους ότι λαμβάνουν αναστολέα του ΜΕΑ. 7
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όπως και με πολλά άλλα φάρμακα επιβάλλεται η παροχή συμβουλών σε ασθενείς που λαμβάνουν Accupron. Οι πληροφορίες αυτές προορίζονται στο να βοηθήσουν στην ασφάλεια και την αποτελεσματική χρήση του φαρμάκου αυτού. Δεν καλύπτουν όλες τις πιθανές ανεπιθύμητες ή αναμενόμενες ενέργειες. 2.4.2. Ηλικιωμένοι: Μερικοί ηλικιωμένοι ασθενείς μπορεί να ανταποκρίνονται καλύτερα σε κάποιο αναστολέα του ΜΕΑ απ ότι οι νεότεροι ασθενείς. Συνίσταται η χορήγηση χαμηλών δόσεων αρχικά και αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας κατά την έναρξη της θεραπείας (βλέπε παρ. Δοσολογία ). 2.4.3. Κύηση: Κατάλληλες και καλά ελεγχόμενες μελέτες δεν έχουν διεξαχθεί σε ανθρώπους. Οι αναστολείς του ΜΕΑ περνούν τον πλακούντα και μπορούν να προκαλέσουν εμβρυϊκή και νεογνική νοσηρότητα και θνητότητα όταν χορηγούνται σε έγκυες γυναίκες, δια τούτο αντενδείκνυνται κατά την περίοδο της κύησης. Θα πρέπει να ενημερώσετε τον γιατρό σας εάν είστε, νομίζετε ότι είστε (ή θα είστε) έγκυος. Είναι προτιμότερο να μη χρησιμοποιήσετε το Accupron κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Εάν μείνετε έγκυος κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Accupron, θα πρέπει να ενημερώσετε και να δείτε τον γιατρό σας χωρίς να καθυστερήσετε. Οι γυναίκες που μένουν έγκυες ενώ λαμβάνουν κάποιο αναστολέα του ΜΕΑ πρέπει να ενημερώνονται για τους πιθανούς κινδύνους για το έμβρυο, ακόμα και εάν έχουν εκτεθεί μόνο κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης. Eάν κάποια ασθενής καταστεί έγκυος ενώ λαμβάνει Accupron, θα πρέπει να διακόπτει τη λήψη του φαρμάκου το συντομότερο δυνατόν. Το προϊόν δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης. Πριν ξεκινήσει μια εγκυμοσύνη θα πρέπει το Accupron να αντικατσταθεί από ένα κατάλληλο αντιυπερτασικό φάρμακο. 2.4.4. Γαλουχία: Ενημερώστε τον γιατρό σας εάν θηλάζετε ή πρόκειται να αρχίσετε να θηλάζετε. Ο θηλασμός νεογέννητων μωρών (πρώτες λίγες εβδομάδες μετά την γέννηση), και ειδικά πρόωρων μωρών, δεν συστήνεται ενώ λαμβάνετε το Accupron. Στην περίπτωση μεγαλύτερου σε ηλικία μωρού, ο γιατρός σας θα σας συμβουλεύσει για τα οφέλη και τους κινδύνους της λήψης του Accupron κατά την διάρκεια του θηλασμού, σε σύγκριση με άλλες θεραπείες. 2.4.5. Παιδιά: Δεν έχει τεκμηριωθεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια για χρήση σε παιδιά. Συνεπώς, δεν συνιστάται η χρήση σε παιδιά. 2.4.6. Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών: Θα πρέπει να λαμβάνεται υπ όψη για την οδήγηση οχημάτων ή το χειρισμό μηχανών ότι μπορεί να εμφανιστεί περιστασιακά ζαλάδα ή κόπωση. 2.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες Ενημερώστε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας εάν παίρνετε, έχετε πρόσφατα πάρει ή μπορεί να πάρετε άλλα φάρμακα. Ο γιατρός σας μπορεί να χρειασθεί να αλλάξει τη δόση αυτών των άλλων φαρμάκων ή να λάβει άλλες προφυλάξεις: 8
Εάν παίρνετε έναν αποκλειστή των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ» (ARB) ή αλισκιρένη (βλέπε επίσης πληροφορίες στην παράγραφο «Αντενδείξεις» και «Προειδοποιήσεις και προφυλάξεις»). Μη συνιστώμενοι συνδυασμοί Καλιοσυντηρητικά διουρητικά ή συμπληρώματα καλίου: Οι αναστολείς του ΜΕΑ, όπως το quinapril, μειώνουν τα επίπεδα αλδοστερόνης, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την κατακράτηση καλίου. Οι αναστολείς ΜΕΑ, κατά συνέπεια μετριάζουν την προκαλούμενη από τα διουρητικά απώλεια καλίου. Τα καλιοσυντηρητικά διουρητικά π.χ. σπιρονολακτόνη, τριαμτερένη ή αμιλορίδη, τα συμπληρώματα καλίου ή τα υποκατάστατα άλατος που περιέχουν κάλιο μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση του καλίου του ορού. Εάν η ταυτόχρονη χορήγηση ενδείκνυται λόγω αποδεδειγμένης υποκαλιαιμίας, πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή και με συχνή παρακολούθηση του καλίου του ορού (βλέπε παρ. 2.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»). Άλλοι αναστολείς του ΜΕΑ: Δεν έχει αξιολογηθεί η αλληλεπίδραση του φαρμάκου με άλλους αναστολείς του ΜΕΑ. Προφυλάξεις κατά τη χρήση Ταυτόχρονη θεραπεία με διουρητικά: Όπως συμβαίνει και με τους άλλους αναστολείς ΜΕΑ, ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά και ιδιαίτερα όσοι ξεκινούν πρόσφατα τη διουρητική θεραπεία, είναι υποογκαιμικοί ή/και έχουν χαμηλές τιμές ηλεκτρολυτών, μπορεί να παρουσιάσουν υπερβολική μείωση της αρτηριακής πίεσης μετά την έναρξη της θεραπείας με Accupron. Η πιθανότητα της υποτασικής δράσης, μετά την πρώτη δόση του Accupron, μπορεί να ελαττωθεί με τη διακοπή του διουρητικού μερικές ημέρες πριν από την έναρξη της θεραπείας, με την αύξηση του όγκου του αίματος ή της λήψης άλατος πριν τη λήψη του φαρμάκου ή/και με την έναρξη της θεραπείας με χαμηλότερες δόσεις του αναστολέα του ΜΕΑ, όταν δεν είναι δυνατή η διακοπή του διουρητικού. Οι ασθενείς οι οποίοι συνεχίζουν τη λήψη του διουρητικού θα πρέπει να παρακολουθούνται από τον γιατρό για τουλάχιστον δύο ώρες μετά την αρχική δόση του Accupron (βλέπε παρ. 2.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση» και παρ. 2.6 «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης»). Περαιτέρω αυξήσεις στη δοσολογία θα πρέπει να γίνονται με προσοχή. Αντιδιαβητικά φάρμακα: Ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων του ΜΕΑ και αντιδιαβητικών (ινσουλίνη, αντιδιαβητικά από το στόμα) μπορεί να προκαλέσει αύξηση της υπογλυκαιμικής δράσης με, κατά συνέπεια, κίνδυνο υπογλυκαιμίας. Το φαινόμενο αυτό είναι περισσότερο πιθανό να συμβεί τις πρώτες εβδομάδες της συνδυασμένης θεραπείας και σε ασθενείς με ανεπαρκή νεφρική λειτουργία. Λίθιο: Η ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων του ΜΕΑ με λίθιο μπορεί να ελαττώσει την απέκκριση του λιθίου. Έχουν αναφερθεί αυξημένα επίπεδα λιθίου στον ορό και συμπτώματα τοξικότητας λιθίου σε ασθενείς που βρίσκονταν υπό ταυτόχρονη θεραπεία με λίθιο και αναστολείς του ΜΕΑ λόγω της απώλειας νατρίου που προκαλούν τα φάρμακα αυτά. Η ταυτόχρονη χορήγησή τους πρέπει να γίνεται με προσοχή ενώ τα επίπεδα του λιθίου του ορού πρέπει να παρακολουθούνται συχνά. Εάν χρησιμοποιείται επίσης και διουρητικό, ο κίνδυνος για τοξικότητα λιθίου είναι ακόμα πιο αυξημένος. Αναισθητικά φάρμακα: Οι αναστολείς του ΜΕΑ μπορεί να ενισχύσουν την υποτασική δράση ορισμένων αναισθητικών φαρμάκων. Ναρκωτικά / Αντιψυχωτικά: Μπορεί να εμφανιστεί ορθοστατική υπόταση. Αντιυπερτασικοί παράγοντες: Αύξηση της υποτασικής δράσης των αναστολέων του ΜΕΑ. Αλλοπουρινόλη, κυτταροστατικοί ή ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες, συστηματικά κορτικοστεροειδή ή προκαϊναμίδη: Η ταυτόχρονη χορήγηση με αναστολείς του ΜΕΑ μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο για λευκοπενία. 9
Να λαμβάνεται υπόψη. Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα: Η χορήγηση ενός μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους μπορεί να μειώσει την αντιυπερτασική δράση ενός αναστολέα του ΜΕΑ. Επιπλέον, έχει περιγραφεί ότι τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (NSAIDS) και οι αναστολείς του ΜΕΑ ασκούν κάποια αθροιστική δράση στην αύξηση του καλίου του ορού, ενώ η νεφρική λειτουργία μπορεί να μειωθεί. Αυτές οι επιδράσεις είναι κατά κανόνα αναστρέψιμες και παρουσιάζονται κυρίως σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία. Αντιόξινα: Προκαλούν μειωμένη βιοδιαθεσιμότητα των αναστολέων του ΜΕΑ. Συμπαθητικομιμητικά: Μπορεί να ελαττώσουν τις αντιυπερτασικές ιδιότητες των αναστολέων του ΜΕΑ. Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά ώστε να επιβεβαιώνεται ότι επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οινόπνευμα: Επιτείνει την υποτασική δράση. Φαγητό: Το Accupron χορηγείται ανεξάρτητα από τη λήψη τροφής. Tετρακυκλίνες και άλλα φάρμακα που αλληλεπιδρούν με το μαγνήσιο: H ταυτόχρονη χορήγηση του Accupron με τετρακυκλίνες, ελαττώνει την απορρόφηση των τετρακυκλινών σε ποσοστό περίπου 28-37%. H ελαττωμένη αυτή απορρόφηση, οφείλεται στην παρουσία του ανθρακικού μαγνησίου, ως εκδόχου, στη σύνθεση του φαρμάκου. H αλληλεπίδραση αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ταυτόχρονη χορήγηση Accupron και τετρακυκλινών. Άλλα φάρμακα: Kατά την ταυτόχρονη χορήγηση Accupron με προπρανολόλη, υδροχλωροθειαζίδη, διγοξίνη ή σιμετιδίνη, δεν παρατηρήθηκαν κλινικώς σημαντικές φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις. Η αντιπηκτική δράση μιας απλής δόσης βαρφαρίνης (υπολογισμένη με βάση το χρόνο προθρομβίνης) δεν μεταβλήθηκε σημαντικά με συγχορήγηση Accupron, δύο φορές ημερησίως. Συγχορήγηση πολλαπλών δόσεων ατορβαστατίνης 10 mg με 80 mg Accupron είχε ως αποτέλεσμα μη σημαντικές μεταβολές των φαρμακοκινητικών παραμέτρων της ατορβαστατίνης στη σταθεροποιημένη κατάσταση. 2.6 Δοσολογία Για κάθε ένδειξη θα πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενή και με την κλινική ανταπόκριση η αρχική δόση, η συνήθης δόση συντήρησης και η μέγιστη δόση. Οσο πιο υψηλός είναι ο κίνδυνος για υπόταση της πρώτης δόσης, τόσο χαμηλότερη θα πρέπει να είναι η αρχική δόση. Σε υπερτασικούς ασθενείς, εάν το θεραπευτικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε διάστημα 3-4 εβδομάδων με χορήγηση μίας συγκεκριμένης δοσολογίας, η δόση μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω. Η προσθήκη ενός διουρητικού θα αυξήσει ακόμα περισσότερο την υποτασική δράση στους ασθενείς αυτούς. Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να απαιτείται μία περίοδος 1-2 εβδομάδων πριν την περαιτέρω αύξηση της δόσης. Υπόταση με την πρώτη δόση μπορεί να συμβεί σε ασθενείς υψηλού κινδύνου (βλέπε παρ. 2.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»). Μετά από την έναρξη της αγωγής με αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να παρουσιαστεί συμπτωματική υπόταση. Αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί σε ασθενείς στους οποίους χορηγούνται ταυτόχρονα διουρητικά. Συνεπώς συνιστάται προσοχή, αφού αυτοί οι ασθενείς μπορεί να έχουν μείωση όγκου 10
αίματος και/ή άλατος. Ως εκ τούτου, πριν από την έναρξη της θεραπείας απαιτείται, εάν είναι δυνατόν, ρύθμιση της ένδειας άλατος ή/και των διαταραχών των υγρών του οργανισμού, αν είναι δυνατόν, το διουρητικό πρέπει να διακόπτεται 2 έως 3 ημέρες πρίν την έναρξη της αγωγής με αναστολείς ΜΕΑ και πρέπει να γίνει εφαρμογή της χαμηλότερης αρχικά δόσης. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, η αρχική δόση πρέπει να είναι το ήμισυ της προτεινόμενης δόσης εκκίνησης. Ασθενείς με υψηλό κίνδυνο για μεγάλου βαθμού οξεία υπόταση πρέπει να έχουν ιατρική παρακολούθηση, κατά προτίμηση στο νοσοκομείο, για όσο χρονικό διάστημα αναμένεται η μέγιστη επίδραση μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης και όποτε η δόση του αναστολέα του ΜΕΑ και/ή του διουρητικού αυξάνεται. Αυτό ισχύει και για τους ασθενείς με στηθάγχη ή αγγειακή εγκεφαλική νόσο, στους οποίους η υπερβολική υπόταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Σε ασθενείς με κακοήθη υπέρταση ή σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια και σε άλλους ασθενείς που θεωρούνται υψηλού κινδύνου (ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία και με τάση να έχουν διαταραχές ηλεκτρολυτών, ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονη αγωγή με διουρητικά και/ή αγωγή με αγγειοδιασταλτικούς παράγοντες), η αγωγή θα πρέπει να αρχίζει κάτω από προσεκτική επίβλεψη (βλέπε 2.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»). Ασθενείς με υψηλό κίνδυνο για εμφάνιση συμπτωματικής υπότασης, όπως για παράδειγμα ασθενείς με μειωμένη πρόσληψη άλατος με ή χωρίς υπονατριαιμία, ασθενείς με υποογκοαιμία ή ασθενείς που έχουν λάβει ισχυρή διουρητική αγωγή θα πρέπει να διορθώσουν αυτές τις καταστάσεις, αν είναι δυνατόν, πριν την έναρξη της αγωγής με αναστολείς ΜΕΑ. Η πίεση του αίματος, η νεφρική λειτουργία και τα επίπεδα του καλίου στον ορό θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της αγωγής με αναστολείς του ΜΕΑ (βλέπε ενότητα 2.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»). Παρόμοιες προφυλάξεις ισχύουν επίσης για ασθενείς με ισχαιμία του μυοκαρδίου ή αγγειακή εγκεφαλική νόσο, στους οποίους η υπερβολική πτώση της πίεσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Θα πρέπει να υποδεικνύεται εάν ο αναστολέας ΜΕΑ θα πρέπει να χορηγείται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά από τα γεύματα. Η δόση θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται περίπου την ίδια ώρα της ημέρας, γεγονός που βοηθάει στη βελτίωση της συμμόρφωσης στην αγωγή. Το Accupron χορηγείται ανεξάρτητα από τη λήψη τροφής. ΥΠΕΡΤΑΣΗ Μονοθεραπεία: Η συνιστώμενη αρχική δοσολογία του Accupron σε ασθενείς στους οποίους δεν χορηγούνται διουρητικά είναι 10 mg άπαξ ημερησίως. Ανάλογα με την κλινική ανταπόκριση η δοσολογία αυξάνεται (διπλασιάζοντας τη δόση) σε μια δοσολογία συντήρησης 20 μέχρι 40 mg ημερησίως συνήθως εφάπαξ ή διηρημένη σε δύο δόσεις. Γενικά, προσαρμογές της δοσολογίας πρέπει να γίνονται σε διαστήματα 4 εβδομάδων. Μακράς διάρκειας ρύθμιση επιτυγχάνεται με εφάπαξ ημερήσια δόση του φαρμάκου στην πλειονότητα των ασθενών. Σε ορισμένους ασθενείς χορηγήθηκε Accupron μέχρι 80 mg ημερησίως. Ταυτόχρονη χορήγηση διουρητικών: Σε ασθενείς στους οποίους παράλληλα χορηγούνται και διουρητικά, για να αποφευχθεί μεγάλη πτώση της αρτηριακής πίεσης, η αρχική δοσολογία του Accupron είναι 2,5 mg ημερησίως. Στη συνέχεια η δοσολογία προσαρμόζεται (όπως περιγράφεται παραπάνω) με στόχο την επιθυμητή ανταπόκριση (βλέπε παρ. 2.5 «Αλληλεπιδράσεις»). ΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ 11
Tο Accupron ενδείκνυται ως συμπληρωματική θεραπεία στα διουρητικά και/ή τους καρδιακούς γλυκοζίτες. H αρχική συνιστώμενη δοσολογία σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια είναι 2,5 mg εφάπαξ ή δύο φορές ημερησίως, με στενή παρακολούθηση του ασθενούς για τυχόν εμφάνιση υποτασικού συνδρόμου. Εφόσον η αρχική δόση του φαρμάκου είναι καλώς ανεκτή, μπορεί να πραγματοποιηθεί αύξηση της δόσης μέχρι την επίτευξη αποτελεσματικής δόσης, που συνήθως κυμαίνεται από 10 έως 40 mg ημερησίως, διαιρημένη σε δύο ίσες δόσεις, με ταυτόχρονη χορήγηση και άλλης φαρμακευτικής αγωγής. Πάντως, οι ασθενείς ελέγχονται αποτελεσματικά με δόσεις συντήρησης 10 έως 20 mg ημερησίως, χορηγούμενα σε δύο δόσεις, με ταυτόχρονη χορήγηση και άλλης φαρμακευτικής αγωγής. Δοσολογία σε νεφρική ανεπάρκεια: (Βλέπε παρ. 2.4 «Ειδικές Προειδοποιήσεις και Προφυλάξεις κατά τη χρήση»). Δεδομένου ότι οι αναστολείς του ΜΕΑ ή οι δραστικοί μεταβολίτες τους απεκκρίνονται κυρίως μέσω των νεφρών, σε ασθενείς με ανεπαρκή νεφρική λειτουργία, η δοσολογία σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια θα πρέπει να ελαττώνεται προκειμένου να αποφευχθεί η συσσώρευση και ο κίνδυνος τοξικότητας που σχετίζεται με τη συγκέντρωση του φαρμάκου, ή πρέπει να αυξάνονται τα διαστήματα μεταξύ των δόσεων. Οι υποδείξεις για τη δοσολογία πρέπει να βασίζεται στην κάθαρση της κρεατινίνης (να γίνονται ανάλογα με τον βαθμό της νεφρικής βλάβης). Το ίδιο ισχύει και για τους ασθενείς που κάνουν αιμοδιύλιση. Φαρμακοκινητικά στοιχεία υποδεικνύουν ότι η αποβολή του quinapril εξαρτάται από το επίπεδο της νεφρικής λειτουργίας. Η συνιστώμενη αρχική δόση του quinapril είναι 5 mg σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης μεγαλύτερη από 30 ml/min και 2,5 mg σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης 10-30 ml/min. Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης <10ml/min. Εάν η αρχική δόση είναι καλώς ανεκτή, το quinapril μπορεί να χορηγηθεί από την επόμενη μέρα, δύο φορές ημερησίως. Απουσία σημαντικής υπότασης ή επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας, η δόση μπορεί να αυξηθεί σε εβδομαδιαία διαστήματα με βάση την κλινική και αιμοδυναμική ανταπόκριση. Bάσει των κλινικών και των φαρμακοκινητικών στοιχείων ασθενών με νεφρική ανεπάρκεια, οι συνιστώμενες αρχικές δοσολογίες είναι οι ακόλουθες: KAΘAPΣH MEΓIΣTH ΣYNIΣTΩMENH KPEATININHΣ APXIKH ΔOΣOΛOΓIA >60 ml/min 10 mg 30-60 ml/min 5 mg 10-30 ml/min 2,5 mg <10 ml/min Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία επί του παρόντος Δοσολογία σε ασθενείς με ηπατική βλάβη: Η αρχική δόση, η ημερήσια δόση συντήρησης και η μέγιστη ημερήσια δόση θα πρέπει να καθορίζονται ανάλογα. Δοσολογία σε ηλικιωμένους και στην ηπατική ανεπάρκεια: Η ηλικία αυτή καθεαυτή, δεν επηρεάζει την αποτελεσματικότητα ή την ασφάλεια του quinapril. Η δόση πρέπει να καθορίζεται ανάλογα. Η συνιστώμενη αρχική δοσολογία σε υπερήλικες είναι 2,5 mg εφάπαξ ημερησίως. Στη συνέχεια, η δοσολογία προσαρμόζεται με στόχο την επιθυμητή ανταπόκριση. 2.7 Υπερδοσολογία - Αντιμετώπιση 12
Τα συμπτώματα που συνδέονται με την υπερδοσολογία με αναστολείς του ΜΕΑ μπορεί να περιλαμβάνουν υπόταση, κυκλοφορικό σοκ, ηλεκτρολυτικές διαταραχές, νεφρική ανεπάρκεια, υπεραερισμό, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών, βραδυκαρδία, ζάλη, άγχος, βήχα, καταπληξία και λήθαργος. Μετά τη λήψη υπερβολικής δόσης, οι ασθενείς πρέπει να βρίσκονται υπό στενή παρακολούθηση, κατά προτίμηση σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Οι ηλεκτρολύτες και η κρεατινίνη του ορού πρέπει να παρακολουθούνται συχνά. Τα θεραπευτικά μέτρα εξαρτώνται από τον τρόπο και το χρόνο που ελήφθει το φάρμακο καθώς και από τη φύση και τη βαρύτητα των συμπτωμάτων. Εάν η λήψη είναι πρόσφατη, πρέπει να εφαρμόζονται μέτρα για την αποφυγή της απορρόφησης όπως πλύση στομάχου, χορήγηση προσροφητικών ουσιών και θειικού νατρίου μέσα σε 30 λεπτά από τη λήψη και να επιταχύνεται η απέκκριση του φαρμάκου. Eάν εμφανιστεί υπόταση, ο ασθενής πρέπει να τοποθετείται σε θέση προς αντιμετώπιση καταπληξίας και να χορηγούνται αμέσως συμπληρώματα προς αποκατάσταση του άλατος και των υγρών. Θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο ενδοφλέβιας έγχυσης αγγειοτασίνης ΙΙ και/ή κατεχολαμινών, εφόσον αυτά είναι διαθέσιμα. Για τη βραδυκαρδία που είναι ανθεκτική στη θεραπεία συνιστάται χορήγηση ατροπίνης. Η χρήση βηματοδότη θα πρέπει να εξετάζεται. Θα πρέπει να παρακολουθούνται συνεχώς οι ζωτικές ενδείξεις, οι ηλεκτρολύτες του ορού και οι συγκεντρώσεις της κρεατινίνης. Οι αναστολείς του ΜΕΑ μπορεί να απομακρυνθούν από τη γενική κυκλοφορία με αιμοκάθαρση (Βλέπε 2.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση, Ασθενείς σε αιμοκάθαρση). Η χρήση μεμβρανών υψηλής ροής πολυακρυλονιτριλίου πρέπει να αποφεύγεται. Η τιμή LD 50 του από του στόματος χορηγούμενου quinapril σε ποντίκια και αρουραίους κυμαίνεται από 1.440 έως 4.280 mg/kg. Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας με quinapril. Η πιο κοινή κλινική εκδήλωση πιθανά θα συμπεριλάμβανε συμπτώματα που αποδίδονται σε βαριά υπόταση, η οποία φυσιολογικά αντιμετωπίζεται με ενδοφλέβια χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών. Η αντιμετώπιση είναι συμπτωματική και υποστηρικτική σύμφωνα με την καθιερωμένη ιατρική τακτική. Η αιμοδιύλιση και η περιτοναϊκή διύλιση έχουν μικρή επίδραση στην απομάκρυνση του quinapril και quinaprilat. 2.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες Το quinapril έχει αξιολογηθεί για την ασφάλεια του σε 4.960 άτομα και ασθενείς και ήταν καλώς ανεκτό. Από τα άτομα αυτά, 3.203 ασθενείς, συμπεριλαμβανομένων 655 ηλικιωμένων ασθενών, συμμετείχαν σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες. Το quinapril έχει αξιολογηθεί για μακροχρόνια ασφάλεια σε περισσότερους από 1.400 ασθενείς που τους χορηγήθηκε για ένα χρόνο ή περισσότερο. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν συνήθως ήπιες και παροδικές. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες ήταν κεφαλαλγία (7,2%), ζάλη (5,5%), βήχας (3,9%), αίσθημα κόπωσης (3,5%), ρινίτιδα (3,2%), ναυτία και/ή έμετος (2,8%) και μυαλγία (2,2%). Θα πρέπει να σημειωθεί χαρακτηριστικά ότι ο βήχας είναι μη παραγωγικός, επίμονος και αποδράμει μετά την διακοπή της θεραπείας. Διακοπή της θεραπείας λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών απαιτήθηκε σε ποσοστό 5,3% των ασθενών που βρίσκονταν υπό θεραπεία με Accupron, σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες. 13
Παρακάτω αναφέρονται οι ανεπιθύμητες ενέργειες που συνέβησαν σε ποσοστό 1% ή περισσότερο από το σύνολο των 3.203 ασθενών που τους χορηγήθηκε Accupron, με ή χωρίς ταυτόχρονη χορήγηση διουρητικού, σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες. Οι συχνότητες των ανεπιθύμητων ενεργειών στην υποομάδα των 655 ηλικιωμένων ασθενών (65 ετών και άνω) δίδονται για σύγκριση. Παρουσιάζονται επίσης δεδομένα από μία υποομάδα 2.005 ασθενών, που βρίσκονταν υπό θεραπεία για υπέρταση με Accupron, ως μονοθεραπεία, σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες. Ποσοστό ασθενών σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες Quinapril ± Διουρητικό Μονοθεραπεία Placebo % Ανεπιθύμητες ενέργειες Σύνολο Ν= 3.203* 65 ετών Ν=655 % Ν=2.005** % Ν=579** Κεφαλαλγία 7,2 4,0 8,1 16,9 Ζάλη 5,5 6,6 4,1 4,3 Βήχας 3,9 4,1 3,2 1,4 Αίσθημα 3,5 3,5 3,2 2,1 κόπωσης Ναυτία ή/και 2,8 3,8 2,3 2,6 έμετος Μυαλγία 2,2 1,2 1,7 3,3 Διάρροια 2,0 2,4 1,9 1,0 Προκάρδιο 2,0 1,8 1,2 1,9 άλγος Κοιλιακά άλγη 1,9 1,8 2,0 2,2 Δυσπεψία 1,6 1,2 1,9 1,2 Δύσπνοια 1,5 2,3 0,9 0,5 Οσφυαλγία 1,4 1,7 1,3 1,0 Φαρυγγίτιδα 1,3 0,5 1,5 1,9 Αϋπνία 1,3 0,8 1,3 0,7 Υπόταση 1,1 1,8 1,0 0,0 Παραισθησίες 1,1 0,9 1,0 0,9 * Περιλαμβάνει 454 ασθενείς υπό θεραπεία για συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ** Περιλαμβάνει ασθενείς υπό θεραπεία μόνο για υπέρταση Ανεπιθύμητες ενέργειες από κλινική εμπειρία με δυνατή, πιθανή, βεβαία ή αμφίβολη αιτιολογική συσχέτιση με τη θεραπεία εμφανίστηκαν σε ποσοστό 0,5% έως 1,0% (εκτός και αν σημειώνεται αλλιώς) σε ασθενείς που βρίσκονταν υπό θεραπεία με Accupron, (με ή χωρίς ταυτόχρονη χορήγηση διουρητικού) σε ελεγχόμενες ή μη ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο κλινικές μελέτες και λιγότερο συχνά εμφανιζόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν σε κλινικές μελέτες ή μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στη αγορά (που σημειώνονται με αστερίσκο, *) περιλαμβάνουν: Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος: αιμολυτική αναιμία*, θρομβοκυτοπενία*. Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος: αναφυλακτοειδής αντίδραση*. Ψυχιατρικές διαταραχές: διαταραχές της διάθεσης ή του ύπνου, κατάθλιψη, νευρικότητα. Διαταραχές του νευρικού συστήματος: υπνηλία, κεφαλαλγία, ζάλη, ίλιγγος, παραισθησία, σύγχυση Οφθαλμικές διαταραχές: αμβλυωπία, διαταραχές της όρασης. Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου: εμβοές 14
Καρδιακές διαταραχές: υπόταση και επιδράσεις που σχετίζονται με την υπόταση, αρρυθμία, στηθάγχη, έμφραγμα του μυοκαρδίου και εγκεφαλικό επεισόδιο, πιθανότατα δευτερογενώς λόγω υπερβολικής υπότασης σε ασθενείς υψηλού κινδύνου (βλέπε 2.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση»), αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία. Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου: βήχας, δύσπνοια, βρογχόσπασμος, ηωσινοφιλική πνευμονία, ρινίτιδα Αγγειακές διαταραχές: ορθοστατική υπόταση*, λιποθυμικά επεισόδια*, αγγειοδιαστολή. Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος: ναυτία, έμετος, κοιλιακό άλγος, δυσγευσία, δυσπεψία, διάρροια, δυσκοιλιότητα, ξηρότητα στόματος ή φάρυγγα, μετεωρισμός, παγκρεατίτιδα*. Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων: ηπατίτιδα είτε κυτταρολυτική είτε χολοστατική (βλέπε ενότητα 2.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση»). Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού: εξάνθημα, κνησμός, αντιδράσεις υπερευαισθησίας όπως σύνδρομο Stevens-Johnson, τοξική επιδερμική νεκρόλυση, πολύμορφο, αντιδράσεις υπερευαισθησίας, πυρετός, μυαλγία, αρθραλγία, ηωσινοφιλία και/ή αυξημένοι τίτλοι ΑΝΑ (αντιπυρηνικά αντισώματα), αλωπεκία*, αποφολιδωτική δερματίτιδα*, πέμφιγας*, αντιδράσεις φωτοευαισθησίας*. Αγγειοοίδημα του προσώπου, των άκρων, των χειλέων, των βλεννογόνων, της γλώσσας, της γλωττίδας, και/ή του λάρυγγα, κνίδωση (βλέπε παρ. 2.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση»). Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος, του συνδετικού ιστού και των οστών: αρθραλγία, μυικές κράμπες. Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών: λοίμωξη των ουροφόρων οδών, νεφρική ανεπάρκεια, οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού: ανικανότητα. Γενικές διαταραχές: εξασθένιση, εφίδρωση. Διαταραχές του αίματος και του λεμφικού συστήματος: πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί μειώσεις στην αιμοσφαιρίνη και τον αιματοκρίτη, θρομβοπενία, λευκοπενία/ουδετεροπενία, και περιπτώσεις ακοκκιοκυτταραιμίας ή πανκυτταροπενίας. Σε ασθενείς με συγγενή έλλειψη G-6PDH έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια περιπτώσεις αιμολυτικής αναιμίας. Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης: οίδημα (περιφερικό και γενικευμένο). Σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες: Παρόλο που έχουν παρατηρηθεί σπάνια με το Accupron, ηωσινοφιλική πνευμονίτιδα έχει αναφερθεί και με άλλους αναστολείς του ΜΕΑ. Επίσης έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις παροδικών ισχαιμικών επεισοδίων και εγκεφαλικής αιμορραγίας με αναστολείς ΜΕΑ. Εργαστηριακές εξετάσεις: Έχουν αναφερθεί σε λίγους ασθενείς μειώσεις των επιπέδων των λευκών αιμοσφαιρίων. Μπορεί να εμφανιστεί αύξηση στην ουρία αίματος και στην κρεατινίνη του πλάσματος, αναστρέψιμη υπερκαλιαιμία κατά τη διακοπή, ιδίως αν συνυπάρχει νεφρική ανεπάρκεια, σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια και νεφραγγειακή υπέρταση. Αύξηση των ηπατικών ενζύμων και της χολερυθρίνης του 15
ορού έχουν αναφερθεί σπάνια. Αυξήσεις (> 1,25 φορές του ανώτατου φυσιολογικού ορίου) στην κρεατινίνη του ορού και στην ουρία του αίματος παρατηρήθηκαν σε ποσοστό 2% και 2%, αντίστοιχα, των ασθενών που βρίσκονταν υπό θεραπεία μόνο με Accupron. Αυξήσεις είναι πιο πιθανό να συμβούν σε ασθενείς που βρίσκονται υπό ταυτόχρονη θεραπεία με διουρητικό από εκείνους που λαμβάνουν μόνο Accupron. Οι αυξήσεις αυτές συνήθως υποχωρούν με τη συνέχιση της θεραπείας. Αναφορά ανεπιθύμητων ενεργειών Εάν παρατηρήσετε κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια, ενημερώστε τον γιατρό, ή τον φαρμακοποιό σας. Αυτό ισχύει και για κάθε πιθανή ανεπιθύμητη ενέργεια που δεν αναφέρεται στο παρόν φύλλο οδηγιών χρήσης. Μπορείτε επίσης να αναφέρετε ανεπιθύμητες ενέργειες απευθείας, μέσω: Ελλάδα Κύπρος Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων Φαρμακευτικές Υπηρεσίες Μεσογείων 284 Υπουργείο Υγείας GR-15562 Χολαργός, Αθήνα CY-1475 Λευκωσία Τηλ: + 30 21 32040380/337 Φαξ: + 357 22608649 Φαξ: + 30 21 06549585 Ιστότοπος: www.moh.gov.cy/phs Ιστότοπος: http://www.eof.gr Μέσω της αναφοράς ανεπιθύμητων ενεργειών μπορείτε να βοηθήσετε στη συλλογή περισσότερων πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια του παρόντος φαρμάκου. 2.9 Tι πρέπει να γνωρίζετε στην περίπτωση που παραλείψατε να πάρετε κάποια δόση Εάν πρέπει να λαμβάνετε το φάρμακο συνεχώς και παραλείψετε μια δόση, θα πρέπει να πάρετε τη δόση αυτή το ταχύτερο δυνατό. Εάν, εν τούτοις, πλησιάζει η ώρα για την επόμενη δόση, μη λάβετε τη δόση που παραλείψατε, αλλά συνεχίστε κανονικά τη θεραπεία. Μη διπλασιάζετε τις δόσεις. 2.10 Ημερομηνία λήξης του προϊόντος Αναγράφεται στην εξωτερική και εσωτερική συσκευασία. Σε περίπτωση που η ημερομηνία αυτή έχει παρέλθει μην το χρησιμοποιήσετε. 2.11 Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη φύλαξη του προϊόντος Φυλάσσεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος μέχρι 25 C. 2.12 Ημερομηνία τελευταίας αναθεώρησης του φύλλου οδηγιών: Ελλάδα: 08/2015, Κύπρος: 05/2016 3. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ Το φάρμακο αυτό σας το έγραψε ο γιατρός σας μόνο για το συγκεκριμένο ιατρικό σας πρόβλημα. Δεν θα πρέπει να το δίνετε σε άλλα άτομα ή να το χρησιμοποιείτε για κάποια άλλη πάθηση, χωρίς προηγουμένως να έχετε συμβουλευτεί το γιατρό σας. Εάν κατά τη διάρκεια της θεραπείας εμφανιστεί κάποιο πρόβλημα με το φάρμακο, ενημερώστε αμέσως τον γιατρό σας ή τον φαρμακοποιό σας. Εάν έχετε οποιαδήποτε ερωτηματικά γύρω από τις πληροφορίες που αφορούν το φάρμακο που λαμβάνετε ή χρειάζεστε καλύτερη ενημέρωση για το ιατρικό σας πρόβλημα μη διστάσετε να ζητήσετε τις πληροφορίες αυτές από τον γιατρό σας ή τον φαρμακοποιό σας. 16