Αλέξανδρος Αγγελόπουλος:Τα Ελληνικά Ξενοδοχεία Αντιµετωπίζουν Σηµαντικά Αδιέξοδα Που Δεν Τους Επιτρέπουν Να Χαράξουν Αναπτυξιακή Πορεία Συνέντευξη στον Σπύρο Κτενά
Οι έντονες φορολογικές επιβαρύνσεις δεν έχουν επιτρέψει στον ελληνικό τουρισµό και κατ επέκταση στα ξενοδοχεία να διαφοροποιηθούν από τον ανταγωνισµό και να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν για τη χώρα, η οποία εξαιτίας αυτού του παράγοντα παρουσιάζεται ως ακριβός κατά βάση προορισµός. Η επισήµανση αυτή προκύπτει από τη συνέντευξη που παραχώρησε στους New Times ο διευθύνων σύµβουλος του Οµίλου Aldemar Resorts, κ. Αλέξανδρος Αγγελόπουλος, ο οποίος παράλληλα τονίζει την ανοδική τάση που υπάρχει σαφέστατα στο τουριστικό ρεύµα προς τη χώρα µας. Δεν πηγαίνει όµως εξίσου καλά το επενδυτικό ρεύµα καθώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κ. Αγγελόπουλος, «αυτό που καταφέραµε είναι να έχουµε επιχειρήσεις στραγγαλισµένες και επενδυτές οι οποίοι, ενώ έχουν θεωρητικό ενδιαφέρον να έρθουν στην Ελλάδα, δεν έρχονται γιατί τίποτα δεν τους εγγυάται ότι η κίνησή τους αυτή δεν θα αποβεί σε βάρος τους». Κύριε Αγγελόπουλε, ποια είναι η αίσθηση που έχετε για την πορεία του κλάδου και των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων κατά το έτος που µόλις ξεκίνησε; Τα δεδοµένα είναι πολλά, αλλά δεν συµφωνούν απαραίτητα µεταξύ τους. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, ενώ συνηθίζουµε να καταµετράµε κεφάλια, σαν να είµαστε κτηνοτρόφοι, ουσιαστικά καταλήγουµε στο ότι τα κεφάλια, δηλαδή οι τουρίστες, είναι πλέον αρκετά αδύναµοι οικονοµικά. Aν κάποιος εξετάσει τα παγκόσµια οικονοµικά στοιχεία, θα παρατηρήσει ότι από το 2003 και έπειτα το µέσο ετήσιο εισόδηµα του Ευρωπαίου πολίτη βαίνει συνεχώς µειούµενο, εκτός ίσως από αυτό των Γερµανών. Η µείωση των εσόδων από τον τουρισµό φαίνεται άλλωστε και από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, έτσι δεν είναι; Ακριβώς. Εξαιρώντας τα νησιά του Αιγαίου, λόγω των γνωστών προβληµάτων, σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας αυτό που παρατηρούµε είναι ότι, ναι µεν σε γενικές γραµµές σηµειώθηκε αύξηση της κινητικότητας, αλλά αυτός ο κόσµος που κινήθηκε δεν διέθετε την οικονοµική δυνατότητα να «σηκώσει» συνολικά την ελληνική ξενοδοχεία σε υψηλότερα επίπεδα. Έτσι δεν είχαµε τα έσοδα που προσδοκούσαµε. Επιπλέον είχαµε να αντιµετωπίσουµε µια φορολογία η οποία ξέφυγε εντελώς από κάθε λογική. Συνεπώς το συνολικό αποτέλεσµα θα λέγαµε ότι ήταν οριακά θετικό, µε το σκεπτικό ότι είδαµε κάποια θετικά σηµάδια. Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι εκµεταλλευθήκαµε στο έπακρον την, κατά τα άλλα, ευνοϊκή χρονιά που πέρασε, ούτε ότι εκµεταλλευθήκαµε την απουσία της Αιγύπτου από την τουριστική αγορά. Δεν είναι ωστόσο παράξενο, µε τόσα σηµαντικά προβλήµατα από γειτονικές περιοχές, η Ελλάδα να έχει µείωση τουριστικών εσόδων και δεν προκαλεί προβληµατισµό αυτή η κατάσταση;
Χωρίς στρατηγικό πλαίσιο δεν υπάρχουν σταθερές. Τιµολογιακά είµαστε ένας ακριβότερος κατά βάση προορισµός και ιδιαίτερα από τότε που αυξήθηκαν τόσο πολύ οι φορολογικές επιβαρύνσεις, οι οποίες και δεν µας επέτρεψαν να διαφοροποιηθούµε και να αξιοποιήσουµε τις ευκαιρίες που µας παρουσιάστηκαν. Την ίδια ώρα µιλάµε για ένα κοµµάτι εξαρτώµενου τουριστικού ρεύµατος, διότι οι τουριστικοί πράκτορες αποφασίζουν και εµείς καλούµαστε απλά να προσφέρουµε το προϊόν. Σε αυτό το περιβάλλον, που είναι καθ όλα ανταγωνιστικό, οι κινήσεις µας περιορίζονται στα επιτρεπτά όρια. Νοµίζω ότι κεντρικό σηµείο στην όλη υπόθεση, τουλάχιστον για το επίπεδο των επιχειρήσεων, είναι η φορολογία. Πείτε µας λοιπόν πιο συγκεκριµένα πώς η φορολογία επηρέασε τη δραστηριότητά σας και ως επιχειρήση και ως κλάδο. Η φορολογία στη νησιώτικη Ελλάδα του Αιγαίου σηµείωσε αύξηση περίπου 11% σε σχέση µε την προηγούµενη χρονιά. Για την υπόλοιπη Ελλάδα, µιλάµε για ένα ποσοστό το οποίο είναι τουλάχιστον 2 µε 2,5 φορές πάνω από τη µέση αύξηση τιµής που παίρνουµε από τους τουριστικούς πράκτορες σε ετήσια βάση, αλλά δεν απορροφάται. Αυτά είναι τα δεδοµένα, τα οποία δεν έχουν να κάνουν µε το πώς και πόσο εµείς διαµαρτυρόµαστε. Με γνώµονα τις δυσκολίες και τις ανάγκες των επιχειρήσεων για ρευστότητα, αναγκαζόµαστε να υπογράφουµε και µε µειώσεις, αλλά και µε όρους που πολλές φορές δεν βγάζουν νόηµα επιχειρηµατικά, µόνο και µόνο για να εξασφαλίσουµε αυτή τη ρευστότητα. Για παράδειγµα, όταν διαπραγµατευόµαστε µε έναν τουριστικό πράκτορα, ο οποίος κάνει δεκάδες χιλιάδες συµβόλαια σε όλον τον πλανήτη, γνωρίζουµε εξ αρχής ότι αν δεν συµφωνήσει µαζί µας θα συµφωνήσει µε τον δίπλα. Εποµένως δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για διαπραγµάτευση υπό τις παρούσες συνθήκες. Σε αυτό το περιβάλλον λοιπόν, που ο άλλος κρατά και το µαχαίρι και το καρπούζι, από το οποίο εµείς το πολύ πολύ να πάρουµε τα κουκούτσια, είναι προφανές ότι δεν µπορούµε να συζητάµε για αύξηση της φορολογίας. Εκείνος που το σκέφτηκε αυτό, εκτός από αδιάβαστος είναι και βαρύτατα αφελής, διότι περιµένει να εισπράξει από κάποιον που δεν δύναται να εισπράξει ο ίδιος. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΞΕΝΟΔΟΧΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΟΥΣ Παρατηρώντας κανείς τα οικονοµικά στοιχεία των επιχειρήσεων διαπιστώνει ότι υπάρχει µια πολύ σηµαντική αύξηση των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων και µεγάλη εξάρτηση από το τραπεζικό σύστηµα. Βλέπει επίσης ότι, σε σχέση µε άλλους κλάδους της οικονοµίας, ο ξενοδοχειακός έχει υψηλότερο ποσοστό ζηµιογόνων επιχειρήσεων. Πώς βλέπετε εσείς το επίπεδο και το φάσµα λειτουργίας των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων της χώρας; Αναµένονται κάποιες αλλαγές; Λέγοντας αλλαγές εννοούµε αν, για παράδειγµα, έχει αρχίσει να σηµειώνεται µια καταστροφή υπεραξιών που έχουν δηµιουργηθεί στον ξενοδοχειακό τοµέα.
Θα ήθελα καταρχήν να σταθώ στο τελευταίο σηµείο που αναφέρατε. Ξέρετε, τελευταία ο νοµοθέτης ευφάνταστο και αυτό αποφάσισε ότι πρέπει να φορολογούνται οι υπεραξίες που δηµιουργούνται µε βάση την τιµή που θα πουλούσε κάποιος, γιατί σήµερα όλοι θα πουλούσαν σε συνάρτηση µε την τιµή που είναι γραµµένη στα βιβλία. Τιµή η οποία, σε αντίθεση µε όσα ορίζει ο ευρωπαϊκός λογιστικός κώδικας, έχει γραφτεί µε τέτοιο τρόπο ώστε να δηµιουργείται η υπεραξία που όµως δεν είναι πραγµατική, είναι θεωρητική. Και αυτό ούτως ώστε να µπορέσει το κράτος να εισπράξει άµεσα από µια πράξη όµως που δεν µπορεί να γίνει. Γιατί ποιος θα πουλήσει σήµερα; Εποµένως βρισκόµαστε µπροστά σε ένα ακόµη αδιέξοδο, από τα πολλά που αντιµετωπίζουµε. Θα σας έλεγα ναι, οι Έλληνες ξενοδόχοι θέλουν να φύγουν από τα ακίνητά τους, γιατί αυτή τη στιγµή υποφέρουν, ενώ από την άλλη πλευρά το κράτος θέλει να φέρει φρέσκο χρήµα στη χώρα. Την ίδια ώρα, κάθε ενδιαφερόµενος/δυνητικός αγοραστής θέλει να έχει και τη βεβαιότητα µιας συγκεκριµένης απόδοσης, πράγµα το οποίο, έτσι όπως έχουν τα πράγµατα στη χώρα µας, δεν εξασφαλίζεται. Εποµένως τι έχουµε καταφέρει; Αυτό που καταφέραµε είναι να έχουµε επιχειρήσεις στραγγαλισµένες και επενδυτές οι οποίοι, ενώ έχουν θεωρητικό ενδιαφέρον να έρθουν στην Ελλάδα, δεν έρχονται γιατί τίποτα δεν τους εγγυάται ότι η κίνησή τους αυτή δεν θα αποβεί εις βάρος τους. Και ίσως το χειρότερο σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι µε αυτόν τον τρόπο οδηγούµαστε σε συνολικό αφελληνισµό της επιχειρηµατικότητας. Δηλαδή το όποιο επενδυτικό ενδιαφέρον είναι βραχυπρόθεσµο; Δεν είναι µόνο βραχυπρόθεσµο, είναι και υπό όρους που δεν εξυπηρετούν αυτή τη στιγµή. Αυτό είναι και το δύσκολο. Καθίστανται δηλαδή ελκυστικές απειροελάχιστες από τις ελληνικές επιχειρήσεις, και αυτές πάλι υπό προϋποθέσεις. Είχαµε ωστόσο τρία γεγονότα που σηµατοδότησαν αυτή την κατεύθυνση. Το πρώτο αφορούσε το ξενοδοχείο Σάνη, το δεύτερο τον Αστέρα και το τρίτο το Χίλτον. Είναι θα έλεγα τρεις σηµαντικές επιχειρηµατικές κινήσεις. Εκτιµάτε ότι µπορεί στο άµεσο µέλλον να σηµειωθούν και άλλες τέτοιες κινήσεις; Καταρχήν θα έλεγα ότι τα γεγονότα που αναφέρετε, εκτός του ότι αποτελούν τρεις σηµαντικές εξελίξεις στον χώρο, είναι ταυτόχρονα και τρία ενθαρρυντικά σενάρια, υπό την έννοια ότι είναι σενάρια που θα ήθελε να υιοθετήσει ένα µεγάλο µέρος της αγοράς συνολικά. Ας δούµε πρώτα την περίπτωση του Αστέρα Βουλιαγµένης. Ο Αστέρας Βουλιαγµένης είναι αυτό που ονοµάζουµε trophy asset και τούτο διότι όλοι θα το ήθελαν, καθώς βρίσκεται ίσως στο πιο ωραίο σηµείο της Αττικής. Παρ όλα αυτά, αν παρακολουθούσε κανείς τη διαπραγµάτευση µεταξύ επενδυτών και κράτους, θα διαπίστωνε ότι είχε διαµορφωθεί ένα παζάρι πολύ σκληρό. Ξέρετε, οι όροι µε βάση τους οποίους συνεργάζεται ένας επενδυτής µε το κράτος δεν είναι απαραίτητα υπέρ του δεύτερου. Η ισορροπία είναι δύσκολη, αλλά είναι κινήσεις που πρέπει να
γίνονται, όπως πρέπει να προχωρήσει και η υπόθεση του Ελληνικού. Μπορεί βέβαια το κράτος να µην εξασφαλίζει το µάξιµουµ των απαιτήσεων ή των προσδοκιών του, όµως δεν πρέπει να µπαίνουµε σε µικροπολιτικές συζητήσεις για κάτι που θα δηµιουργήσει υπεραξία στο σύνολο της Αττικής. Το Χίλτον είναι ένα δεύτερο trophy asset, το οποίο επίσης έχει την ιδιαιτερότητα να ανήκει και αυτό σε τράπεζα. Ως γνωστόν, οι τράπεζες έχουν λάβει την οδηγία να καθαρίσουν τα χαρτοφυλάκιά τους. Έχει όµως και ένα επιπλέον εργαλείο που της επιτρέπει να κινηθεί πιο ελεύθερα από ό,τι ένας επιχειρηµατίας, που έχοντας δανειστεί από τράπεζα, θα πρέπει να ικανοποιήσει και την τράπεζα και το κράτος και τον επενδύτη. Αυτό καθιστά την όποια σχετική κίνηση αρκετά πιο δύσκολη για τον επιχειρηµατία. Αυτή είναι η περίπτωση της Σάνη, όπου επετεύχθη κατά τη γνώµη µου µια εξαιρετική συµφωνία για πολλούς και διαφόρους λόγους, όχι µόνο για την ίδια την οικογένεια αλλά και για τον κλάδο. Και τούτο γιατί αφορούσε µια επιχείρηση που ήταν υγιέστατη και εξαιρετική στη λειτουργία της. Αφορά όµως παράλληλα και σε ένα κοµµάτι της τουριστικής βιοµηχανίας, καθώς πράξεις τέτοιου τύπου για µικρές µονάδες ή λιγότερο ανταγωνιστικές µονάδες είναι δύσκολο να γίνουν. ΠΡΩΤΑ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΝΕΩΝ ΚΛΙΝΩΝ Δείτε το βίντεο στο παρακάτω link: http://bit.ly/2kqkksj