Practice Test 9 adjoining (adj): διπλανός, γειτονικός amateur (n): ερασιτεχνικός, ερασιτέχνης e.g. He is an amateur, not a professional. apparel (n): ενδυμασία, περιβολή appeal (n): έκκληση backlog (n): εκκρεμότητες batter (n): (αναφ. με αθλήματα, ιδ. μπέιζμπολ) ροπαλοφόρος bizarre (adj): παράξενος, αλλόκοτος bland (adj): (για φαγητό) άγευστος, ανάλατος breeze (n): αεράκι, αύρα bribe (v): δωροδοκώ call off (v): ακυρώνω e.g. If you disagree with him on these issues, you should consider calling of the wedding. charity (n): φιλανθρωπικό ίδρυμα coal (n): άνθρακας coffin (n): φέρετρο commentator (n): σχολιαστής continent (n): ήπειρος cope with (v): τα καταφέρνω με κτ, τα βγάζω πέρα, αντεπεξέρχομαι e.g. I couldn t cope with everyday stress at work. counter-proposal (n): αντιπρόταση crew (n): ομάδα, συνεργείο 1
crop (n): καλλιεργούμενο είδος, καλλιέργεια cutbacks (n): περικοπές dam (n): φράγμα deadly (adj): θανατηφόρος drill (v): διατρυπώ, διαπερνώ dull (adj): βαρετός, μονότονος elimination (n): εξάλειψη equivalent (n): the ~ of αντίστοιχο, ισοδύναμο (του / της) endorsement (n): έγκριση, αποδοχή entitled (adj): που φέρει τον τίτλο explosive (n): εκρηκτικό, εκρηκτική ύλη extraction (n): εξαγωγή, εξόρυξη feral (adj): άγριος e.g. feral dog fireworks (n): πυροτεχνήματα floodwater (also: floodwaters): νερά από πλημμύρα fracking (n): υδραυλική διάρρηξη fraud (n): απάτη, εξαπάτηση fuel (n): καύσιμο funding (n): χρηματοδότηση fur (n): τρίχωμα grant (n): δωρεάν, χορηγία 2
grown-up (n): ενήλικος e.g. Can you please try to act like a grown-up? identical (adj): πανομοιότυπος inject (v): χορηγώ, παρέχω invariably (adv): πάντοτε, συνεχώς irritable (adj): ευέξαπτος, ευερέθιστος e.g. The pressure at work made him more irritable and less understanding. juggle (v): αναπροσαρμόζω / κάνω ανακατατάξεις συνεχώς μέχρι να επιτύχω τον στόχο μου line (v): γεμίζω, καλύπτω επιφάνεια e.g. Trees lined the streets. lot (n): οικόπεδο, έκταση γης mere (adj): (για έμφαση) μόνος, απλός, (μτφρ: παρά μόνο...) e.g. She s a mere child! middle-aged (adj): μεσήλικας, μεσόκοπος mining (adj): μεταλλευτικός neuter (v): ευνουχίζω obedient (adj): πειθήνιος, υπάκουος overflow (v): υπερχειλίζω, ξεχειλίζω pack (n): αγέλη, κοπάδι pick up (the phone) # hang up (v): σηκώνω (το τηλέφωνο) # κλείνω το τηλέφωνο pitcher (n): (αναφ. με αθλήματα, ιδ. μπέιζμπολ) ρίπτης pull oneself (v): σέρνομαι (προς) put down to (v): αποδίδω (αιτία) 3
put in (v): (για χρόνο, χρήμα) αφιερώνω, διαθέτω, ξοδεύω put up (v): χτίζω, ανεγείρω ramp up (v): αυξάνω τα επίπεδα / την ταχύτητα παραγωγής reservoir (n): δεξαμενή ντεπόζιτο resources (n): πόροι run off (v): το σκάω shareholder (n): μέτοχος sheer (adj): απόλυτος, σκέτος e.g. He won the race through sheer luck. shift (v): μετακινώ, μετατοπίζω sideways (adv): πλαγίως, λοξά slippage (n): διολίσθηση, γλίστρημα spotlight (n): προβολέας stray (adj): αδέσποτος supposition (n): (προ)υπόθεση tag (n): ετικέτα, ταμπελάκι unintended (adj): απροσχεδίαστος e.g. The explosion had unintended consequences. vacant (adj): άδειος vote in (v): υπερψηφίζω, εκλέγω walk past (v): περνώ, διασχίζω willpower (n): δύναμη θέλησης 4
Phrases: - in response to: απαντώντας σε - now and then: κατά καιρούς - of all ages: κάθε ηλικίας - out of reach: (κυρ.&μτφ.) άπιαστος, απρόσιτος - to be fluent in: μιλάω άνετα και σωστά (μια γλώσσα) - to come down (hard) on sb/sth: ασκώ δριμεία κριτική σε κπ / κτ - to take up the slack: αναλαμβάνω να τελειώσω κτ που έμεινε ημιτελές, βγάζω το φίδι από την τρύπα - to get home: φτάνω στο σπίτι - to give the green light: δίνω το πράσινο φως, δίνω την άδεια, επιτρέπω - to keep the marks up: κρατώ τους στόχους ψηλά - to keep track of sb/sth: παρακολουθώ την εξέλιξη, ενημερώνομαι για την εξέλιξη - to take sb/sth off sb s hands: αφαιρώ από κπ την ευθύνη για κτ, - to take sb/sth seriously: παίρνω κπ / κτ στα σοβαρά 5