ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΤΕ I. Σκοπός της Επιτροπής H Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων του ΔΣ («η Επιτροπή»): 1. Διασφαλίζει ότι η Τράπεζα διαθέτει στρατηγική διαχείρισης και διάθεση ανάληψης κινδύνων του Ομίλου ορισμένες με σαφήνεια. Η διάθεση ανάληψης κινδύνων της Τράπεζας πρέπει να είναι διατυπωμένη βάσει ποσοτικών και ποιοτικών δηλώσεων για συγκεκριμένες κατηγορίες κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων συγκεκριμένων επιπέδων ανοχής (ανά χαρτοφυλάκιο, τομέα, γεωγραφική περιοχή, πιστοληπτική ικανότητα κτλ.). 2. Μεριμνά για την ανάπτυξη εσωτερικού συστήματος διαχείρισης κινδύνων και την ενσωμάτωσή του στη διαδικασία λήψης των επιχειρηματικών αποφάσεων σε όλο το εύρος των δραστηριοτήτων / Μονάδων της Τράπεζας και των εταιρειών του Ομίλου (π.χ. αποφάσεων που αφορούν την εισαγωγή νέων προϊόντων και υπηρεσιών, την προσαρμοσμένη ανάλογα με τον κίνδυνο τιμολόγηση προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και τον υπολογισμό της αποδοτικότητας και την κατανομή κεφαλαίων σε συνάρτηση με τον κίνδυνο). 3. Διασφαλίζει ότι η διάθεση ανάληψης κινδύνων της Τράπεζας έχει γνωστοποιηθεί με σαφήνεια σε όλες τις μονάδες της ΕΤΕ και ότι αποτελεί τη βάση επί της οποίας θεσπίζονται πολιτικές διαχείρισης και όρια κινδύνων σε επίπεδο ομίλου, επιχειρηματικής δραστηριότητας και γεωγραφικής περιοχής. 4. Διαμορφώνει τη στρατηγική ανάληψης πάσης μορφής κινδύνων και διαχείρισης κεφαλαίων που ανταποκρίνεται στους επιχειρηματικούς στόχους της Τράπεζας, τόσο σε ατομικό όσο και σε επίπεδο Ομίλου, και στην επάρκεια των διαθεσίμων πόρων σε τεχνικά μέσα και προσωπικό. 5. Ελέγχει την ανεξαρτησία, επάρκεια και αποτελεσματικότητα της λειτουργίας των Διευθύνσεων Διαχείρισης Κινδύνων της Τράπεζας και του Ομίλου. 6. Καθορίζει τις αρχές που πρέπει να διέπουν τη διαχείριση των κινδύνων ως προς την αναγνώριση, πρόβλεψη, μέτρηση, παρακολούθηση, έλεγχο και αντιμετώπισή τους σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα επιχειρηματική στρατηγική και την επάρκεια των διαθέσιμων πόρων. 1
7. Ενημερώνεται σε τακτική βάση και παρακολουθεί το συνολικό επίπεδο ανάληψης κινδύνων (risk profile) της Τράπεζας και του Ομίλου και καθοδηγεί τις Διευθύνσεις Διαχείρισης Κινδύνων ως προς την υλοποίηση της στρατηγικής διάθεσης ανάληψης κινδύνων, και των πολιτικών διαχείρισης κινδύνων, συμπεριλαμβανομένης και της συμμόρφωσης με το εκάστοτε εποπτικό πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας. 8. Παρακολουθεί τους κινδύνους και επιβλέπει τις σχετικές δράσεις που πραγματοποιούνται στην Τράπεζα με σκοπό τη διαχείριση διαφορετικών τύπων κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τον κανονιστικό κίνδυνο, τον λειτουργικό κίνδυνο, τον κίνδυνο δεοντολογίας και τον κίνδυνο ασφάλειας στον κυβερνοχώρο. 9. Διασφαλίζει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) της Τράπεζας ενημερώνεται επαρκώς για όλα τα θέματα που αφορούν τη στρατηγική ανάληψης, επίπεδο ανοχής και επίπεδο ανάληψης κινδύνων κατά την εκτέλεση των στρατηγικών και εποπτικών του καθηκόντων. 10. Διασφαλίζει ότι η Τράπεζα διαθέτει κατάλληλη μεθοδολογία, εργαλεία ανάπτυξης μοντέλων, πηγές δεδομένων και ικανό προσωπικό για να αξιολογεί (α) την πιθανή μεταβολή στην ποιότητα του ενεργητικού υπό διαφορετικές μακροοικονομικές παραδοχές και συνθήκες αγοράς και (β) τους κινδύνους στους οποίους οι μεταβολές αυτές μπορεί να υποβάλουν την χρηματοοικονομική σταθερότητα της Τράπεζας. 11. Διασφαλίζει κατάλληλους μηχανισμούς εποπτείας και ελέγχου για την παρακολούθηση και την αποτελεσματική διαχείριση «προβληματικών στοιχείων ενεργητικού», που έχουν οριστεί έτσι ώστε να περιλαμβάνουν: μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δάνεια σε καθεστώς αναδιάρθρωσης ή επαναδιαπραγμάτευσης, ανοίγματα που έχουν διαγραφεί για λογιστικούς σκοπούς, τα οποία η Τράπεζα ακόμα επιδιώκει να ανακτήσει ολικά ή μερικά. 12. Δίνει έμφαση στην ανάπτυξη κατάλληλων συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης ώστε να εντοπίζει δανειολήπτες που μετά βίας εξυπηρετούν τις υποχρεώσεις τους. Επίσης, διασφαλίζει ότι η Τράπεζα αναπτύσσει, διατηρεί και διαρκώς επικαιροποιεί ένα ικανοποιητικό φάσμα λύσεων για την αποτροπή επισφαλειών και τη διατήρηση της αξίας του δανειακού της χαρτοφυλακίου. 13. Διασφαλίζει ότι η Διεύθυνση Διαχείρισης Κινδύνων αναπτύσσει εργαλεία και μεθοδολογίες, κατάλληλα σταθμισμένα βάσει κινδύνων, για την αποτελεσματική μέτρηση της αποδοτικότητας και της τιμολόγησης. Επιπλέον, επιβλέπει μέσω της Διεύθυνσης Διαχείρισης Κινδύνων την εφαρμογή των εργαλείων και μεθοδολογιών αυτών. 2
ΙΙ. Μέλη της Επιτροπής Κριτήρια επιλεξιμότητας 1. Τα μέλη της Επιτροπής είναι μέλη του Δ.Σ. και ορίζονται από το Δ.Σ., κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής Εταιρικής Διακυβέρνησης και Υποψηφιοτήτων. Τα μέλη της Επιτροπής είναι τουλάχιστον 3 και δεν μπορούν να υπερβαίνουν αριθμητικά το 40% (στρογγυλοποιημένα στον πλησιέστερο ακέραιο) του συνολικού αριθμού των μελών του Δ.Σ. (με εξαίρεση τον Εκπρόσωπο του ΤΧΣ). Όλα τα μέλη της Επιτροπής είναι μη εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ. Τουλάχιστον το ένα τρίτο ( 1 /3) των μελών (με εξαίρεση τον Εκπρόσωπο του ΤΧΣ και στρογγυλοποιημένα στον πλησιέστερο ακέραιο) είναι ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη Δ.Σ. Ο Εκπρόσωπος του ΤΧΣ στο Δ.Σ. της Τράπεζας πρέπει να είναι μέλος της Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων. Επίσης, θα διορίζεται στην Επιτροπή ένας Παρατηρητής του ΤΧΣ κατόπιν κοινοποίησης από το ΤΧΣ, ο οποίος θα ενεργεί ως παρατηρητής και δεν θα κατέχει δικαιώματα ψήφου. 2. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται από το Δ.Σ. και είναι ένας από τους τρεις εμπειρογνώμονες βάσει των διατάξεων του άρθρου 10 παράγραφος 8 του νόμου 3864/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής και ο Πρόεδρος του Δ.Σ. δεν μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν επιτρέπεται να υπηρετεί ως Πρόεδρος της Επιτροπής Ελέγχου του Δ.Σ. και πρέπει να είναι ανεξάρτητο μη εκτελεστικό μέλος με σημαντική εμπειρία στην εμπορική τραπεζική και, κατά προτίμηση, στη διαχείριση κινδύνων ή/και μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς επίσης και στο εγχώριο και διεθνές κανονιστικό πλαίσιο. 3. Τα μέλη της Επιτροπής πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου 3864/2010, όπως ισχύει, και πρέπει να έχουν προηγούμενη εμπειρία στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ή της εμπορικής τραπεζικής, και τουλάχιστον ένα μέλος (εμπειρογνώμονας) πρέπει να έχει σημαντική εμπειρία στη διαχείριση κινδύνων και κεφαλαίων, καθώς και γνώση του εγχώριου και διεθνούς κανονιστικού πλαισίου. 4. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 του νόμου 4261/2014 και του άρθρου 76 της οδηγίας 2013/36 της ΕΕ, όπως ισχύουν, όλα τα μέλη της Επιτροπής είναι μη εκτελεστικά, ενώ διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία ώστε να κατανοούν πλήρως και να παρακολουθούν τη στρατηγική διαχείρισης κινδύνων και την ανάληψη κινδύνων. 5. H θητεία των μελών της Επιτροπής είναι ετήσια και μπορεί να ανανεωθεί απεριόριστα Διπλός ρόλος της Επιτροπής 3
Η Επιτροπή έχει διπλό ρόλο, ήτοι λειτουργεί (α) ως Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων του Δ.Σ. και (β) ως Επιτροπή του Δ.Σ. αρμόδια για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια/ανοίγματα (NPLs/NPEs), όπως ορίζει το άρθρο 10 παράγραφος 8 του νόμου 3864/2010. ΙΙΙ. Εξουσίες της Επιτροπής Η Επιτροπή: 1. Διερευνά οποιαδήποτε δραστηριότητα εμπίπτει στο πλαίσιο λειτουργίας της και λαμβάνει από οποιονδήποτε υπάλληλο οποιαδήποτε απαραίτητη πληροφορία σύμφωνα με τον Κώδικα Εταιρικής Διακυβέρνησης της ΕΤΕ. 2. Ορίζει επαγγελματίες συμβούλους που θα κριθούν απαραίτητοι για την υλοποίηση του έργου της και εξασφαλίζει πόρους για την πληρωμή των αντίστοιχων αμοιβών και δαπανών σύμφωνα με τον Κώδικα Εταιρικής Διακυβέρνησης της ΕΤΕ. ΙV. Καθήκοντα της Επιτροπής Η Επιτροπή έχει τα ακόλουθα καθήκοντα: 1. Εξετάζει και εισηγείται σε ετήσια βάση ή και συχνότερα εάν απαιτείται, στο Δ.Σ. τη στρατηγική διαχείρισης κινδύνων και κεφαλαίων και τη διάθεση ανάληψης κινδύνων της Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της καταλληλότητας του επιχειρηματικού σχεδίου/προγράμματος αναδιάρθρωσης της Τράπεζας στο πλαίσιο της διάθεσης ανάληψης κινδύνων. Παρακολουθεί την υλοποίηση των παραπάνω, στηρίζει το Δ.Σ. κατά την εποπτεία της εφαρμογής της στρατηγικής και εισηγείται στο Δ.Σ. τροποποιήσεις, όποτε το κρίνει απαραίτητο, 2. Επιβλέπει τις δηλώσεις διάθεσης ανάληψης κινδύνων των θυγατρικών και αξιολογεί τα επιχειρηματικό σχέδια στο πλαίσιο της διάθεσης ανάληψη κινδύνων του Ομίλου, 3. Εγκρίνει και ανασκοπεί, ετησίως και όποτε άλλοτε απαιτείται, τις αρχές και την πολιτική διαχείρισης κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των ανωτάτων πιστωτικών ορίων, και διασφαλίζει ότι η διάθεση ανάληψης κινδύνων και η στρατηγική διαχείρισης κινδύνων και κεφαλαίων της Τράπεζας κοινοποιούνται με σαφήνεια σε ολόκληρη την Τράπεζα και αποτελούν τη βάση επί της οποίας διαμορφώνονται οι πολιτικές διαχείρισης κινδύνων και τα όρια κινδύνων σε επίπεδο ομίλου, επιχείρησης και περιφέρειας. 4
4. Λαμβάνει και αξιολογεί τις εκθέσεις των Διευθύνσεων Διαχείρισης Κινδύνων του Ομίλου σχετικά με το συνολικό επίπεδο ανάληψης κινδύνων της Τράπεζας και του Ομίλου και την ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα του συστήματος διαχείρισης κινδύνων. Ενημερώνει το Δ.Σ. σχετικά με τους σημαντικότερους κινδύνους που έχει αναλάβει η ΕΤΕ, παρακολουθεί καθώς επίσης και βεβαιώνει την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, 5. Μεριμνά για τη διενέργεια, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας και της ευθύνης των Διευθύνσεων Διαχείρισης Κινδύνων, προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) για τον κίνδυνο αγοράς, τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας καθώς και ανάλογων τεχνικών για τον λειτουργικό κίνδυνο. Αξιολογεί τα αποτελέσματα των εν λόγω ασκήσεων και υποβάλλει στο Δ.Σ. σχετική έκθεση, 6. Αξιολογεί ετησίως με βάση την ετήσια έκθεση του Γενικού Διευθυντή Διαχείρισης Κινδύνων και του σχετικού αποσπάσματος της έκθεσης της Μονάδας Εσωτερικής Επιθεώρησης: α) την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής διαχείρισης κινδύνων και κεφαλαίων και της πολιτικής διαχείρισης κινδύνων της Τράπεζας και του Ομίλου, και ιδίως τη συμμόρφωση προς την καθορισμένη διάθεση ανάληψης κινδύνων που υιοθετεί η ΕΤΕ, β) την καταλληλότητα των ορίων, την επάρκεια των προβλέψεων και την εν γένει επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων (εποπτικών και οικονομικών) σε σχέση με το ύψος και τη μορφή των αναλαμβανομένων από τον Όμιλο κινδύνων, 7. Διατυπώνει προτάσεις και εισηγείται διορθωτικές ενέργειες στο Δ.Σ., σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνει αδυναμία υλοποίησης της στρατηγικής διαχείρισης κινδύνων που έχει εγκριθεί από την ΕΤΕ ή αποκλίσεις ως προς την εφαρμογή της, 8. Διατυπώνει προτάσεις προς το Δ.Σ. για οποιοδήποτε θέμα εμπίπτει στο σκοπό και στα καθήκοντά της, 9. Εισηγείται στο Δ.Σ. τον ορισμό του Γενικού Διευθυντή Διαχείρισης Κινδύνων καθώς και την αντικατάστασή του, σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι δεν πληρούνται τα δέοντα κριτήρια καταλληλότητας ή επάρκειας για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του, 10. Λαμβάνει γνωστοποιήσεις από τη Μονάδα Διαχείρισης Κινδύνων ή άλλη αρμόδια μονάδα της Τράπεζας αναφορικά με οποιαδήποτε απόκλιση από την πολιτική που διέπει τις σχέσεις με τους Συνδεδεμένους Δανειολήπτες, 11. Διαβουλεύεται με την Επιτροπή Αμοιβών, πριν η τελευταία εγκρίνει την αμοιβή/ αποζημίωση του Γενικού Διευθυντή Διαχείρισης Κινδύνων, 5
12. Εγκρίνει τη πολιτική πιστοδοτήσεων κατόπιν εισήγησης του Γενικού Διευθυντή Πιστοδοτήσεων και του Γενικού Διευθυντή Διαχείρισης Κινδύνων και έγκρισης της Εκτελεστικής Επιτροπής, 13. Λαμβάνει γνωστοποιήσεις του Γενικού Διευθυντή Διαχείρισης Κινδύνων αναφορικά με: οποιαδήποτε απόκλιση από την τήρηση των εγκεκριμένων ορίων ανάληψης κινδύνων θέματα μη συμμόρφωσης με τη διάθεση ανάληψης κινδύνων, τα επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας και το ενδεχόμενο αρνητικών εξελίξεων αναφορικά με το εγκεκριμένο (από το Δ.Σ.) επιχειρηματικό σχέδιο. 14. Ο Γενικός Διευθυντής Διαχείρισης Κινδύνων αναφέρεται στο Δ.Σ. μέσω της Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων του Δ.Σ. και στον Διευθύνοντα Σύμβουλο και, όποτε το κρίνει απαραίτητο, έχει άμεση πρόσβαση στον Πρόεδρο της Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων του Δ.Σ. Επίσης, ο Γενικός Διευθυντής Πιστοδοτήσεων, ο οποίος είναι αρμόδιος για τη διαχείριση Πιστωτικού Κινδύνου, αναφέρεται στον Διευθύνοντα Σύμβουλο καθώς και στο Δ.Σ. μέσω της Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων του Δ.Σ. 15. Η Επιτροπή λαμβάνει από τον Γενικό Διευθυντή Διαχείρισης Κινδύνων τουλάχιστον σε μηνιαία βάση, επαρκείς εκθέσεις προκειμένου να είναι σε θέση να εποπτεύει επαρκώς την έκθεση σε κίνδυνο/το προφίλ κινδύνων της Τράπεζας και τη μελλοντική στρατηγική διαχείρισης κινδύνων και να γνωμοδοτεί σχετικά στο Δ.Σ. Η υποβολή των σχετικών εκθέσεων γίνεται όσο το δυνατόν πιο σύντομα και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία έλευσης των γεγονότων που παρουσιάζονται στη σχετική έκθεση. Ο Γενικός Διευθυντής Διαχείρισης Κινδύνων πρέπει να αναφέρει άμεσα στην Επιτροπή θέματα μη συμμόρφωσης όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνων. 16. Η Επιτροπή παραλαμβάνει και αξιολογεί όλες τις σχετικές εκθέσεις των Διευθύνσεων Διαχείρισης Κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τη συμμόρφωση με τη διάθεση ανάληψης κινδύνων της Τράπεζας, τα επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας και των σχετικών κινδύνων, ενώ θέματα μη συμμόρφωσης σε σχέση με τους κινδύνους αναφέρονται άμεσα από τον Γενικό Διευθυντή Διαχείρισης Κινδύνων. 17. Μέσω των τακτικών εκθέσεων των Διευθύνσεων Διαχείρισης Κινδύνων και του Γενικού Διευθυντή Διαχείρισης Κινδύνων, η Επιτροπή παρακολουθεί την εφαρμογή της στρατηγικής και της πολιτικής διαχείρισης κινδύνων της Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης του Ομίλου με το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας. 18. Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι η Τράπεζα διαθέτει κατάλληλη μεθοδολογία, εργαλεία ανάπτυξης μοντέλων, πηγές δεδομένων, πληροφοριακά 6
συστήματα και ικανό προσωπικό για να αξιολογεί (α) την πιθανή μεταβολή στην ποιότητα του ενεργητικού υπό διαφορετικές μακροοικονομικές παραδοχές και συνθήκες αγοράς και (β) τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται η χρηματοοικονομική σταθερότητα της Τράπεζας λόγω των μεταβολών αυτών. 19. Η Επιτροπή εποπτεύει τα υφιστάμενα συστήματα εσωτερικού ελέγχου υπό το πρίσμα της αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων. 20. Η Επιτροπή εξετάζει εάν για τις τιμές των στοιχείων παθητικού και ενεργητικού που προσφέρονται σε πελάτες λαμβάνεται επαρκώς υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο και η στρατηγική διαχείρισης κινδύνων της Τράπεζας. Όταν οι τιμές δεν ενσωματώνουν επαρκώς τους κινδύνους σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική διαχείρισης κινδύνων, η Επιτροπή παρουσιάζει στο Δ.Σ. σχέδιο αποκατάστασης. 21. Η Επιτροπή αποφασίζει τη φύση, το πλήθος, τη μορφή και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρόκειται να λαμβάνει σχετικά με τους κινδύνους. Για να συμβάλλει στη θέσπιση χρηστών πολιτικών και πρακτικών αμοιβών, η Επιτροπή, με την επιφύλαξη των εργασιών της Επιτροπής Αμοιβών, εξετάζει εάν τα κίνητρα που παρέχει το σύστημα αμοιβών λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους, την κεφαλαιακή επάρκεια, τη ρευστότητα, καθώς και την πιθανότητα και τον προγραμματισμό των εσόδων. 22. Εξετάζει και υποβάλλει στο Δ.Σ. προτάσεις όσον αφορά οποιαδήποτε Απόφαση Πιστοδότησης που έχει κατατεθεί στο Δ.Σ., συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών συναλλαγών εντός και εκτός ισολογισμού (περιλαμβανομένων των αναδιαρθρώσεων και διαγραφών) με συνδεδεμένα πρόσωπα, όπως ορίζει η ΠΔ/ΤΕ 2651/2012 και το πρότυπο IAS 24, οι οποίες συναλλαγές ισούνται ή υπερβαίνουν: 1 εκατομμύριο για ιδιώτες, 10 εκατομμύρια για νομικές οντότητες και 100 εκατομμύρια για θυγατρικές V. Καθήκοντα της Επιτροπής ειδικά στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της επί των καθυστερήσεων και των μη εξυπηρετούμενων δανείων/ανοιγμάτων Η Επιτροπή επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα: 1. υποβάλλει συστάσεις στο Δ.Σ. και διασφαλίζει κατάλληλους μηχανισμούς εποπτείας και ελέγχου για την παρακολούθηση και την αποτελεσματική διαχείριση «επισφαλών στοιχείων ενεργητικού», που έχουν οριστεί έτσι ώστε να περιλαμβάνουν: μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανοίγματα που έχουν διαγραφεί για λογιστικούς σκοπούς, τα οποία η Τράπεζα ακόμα επιδιώκει να ανακτήσει ολικά ή μερικά 7
2. Δίνει έμφαση στην ανάπτυξη κατάλληλων συστημάτων προειδοποίησης ώστε να εντοπίζει δανειολήπτες που μετά δυσκολίας εξυπηρετούν τις υποχρεώσεις τους και υποβάλλει στο Δ.Σ. συστάσεις για τη βελτίωση των εν λόγω συστημάτων. 3. Λαμβάνει τακτικές εκθέσεις από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Διαχείρισης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και τον Γενικό Διευθυντή Διαχείρισης Κινδύνων, τους παρέχει ανατροφοδότηση και παρακολουθεί στενά τα αποτελέσματα των στόχων του πλαισίου διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της Τράπεζας και τη λειτουργική απόδοση της εξυγίανσης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς και την εφαρμογή της στρατηγικής. 4. Διασφαλίζει αντιστοίχως ότι η Τράπεζα αναπτύσσει, διατηρεί και διαρκώς επικαιροποιεί ένα ικανοποιητικό φάσμα λύσεων για την άμβλυνση επισφαλειών και τη διατήρηση της αξίας του δανειακού της χαρτοφυλακίου. 5. Εποπτεύει και παρακολουθεί τη γενική στρατηγική, πολιτική και διακυβέρνηση της Τράπεζας και του Ομίλου όπως έχει εγκριθεί από το Δ.Σ. κατόπιν πρότερης έγγραφης έγκρισης του ΤΧΣ, σχετικά με τη διαχείριση καθυστερήσεων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και οποιαδήποτε τροποποίηση, επέκταση, αναθεώρηση και απόκλιση αυτών. 6. Εποπτεύει την υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών και σχετικών κατευθυντήριων γραμμών για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τη θέσπιση Βασικών Δεικτών Μέτρησης Αποδοτικότητας (KPIs) με σκοπό την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας του πλαισίου διαχείρισης και εξυγίανσης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, και τη συστηματική παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των ρυθμίσεων διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και της απόδοσης έναντι των στόχων. 7. Παρέχει στήριξη στο Δ.Σ. κατά την ανάπτυξη κατάλληλης στρατηγικής εξυγίανσης μη εξυπηρετούμενων δανείων και την κατάθεση προτάσεων για κατάλληλες αναθεωρήσεις, και κατά τη διασφάλιση ότι χρησιμοποιούνται όλοι οι απαραίτητοι οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι προκειμένου να υλοποιηθεί η συμφωνημένη στρατηγική εξυγίανσης μη εξυπηρετούμενων δανείων. VI. Λειτουργία της Επιτροπής 1. Η Επιτροπή συνεδριάζει τακτικά τουλάχιστον σε μηνιαία βάση, και εκτάκτως, όποτε κρίνεται σκόπιμο από τον Πρόεδρο αυτής. Η Επιτροπή τηρεί πρακτικά των συνεδριάσεών της. Ο Πρόεδρός της ενημερώνει συνοπτικά το Διοικητικό Συμβούλιο για τις εργασίες της Επιτροπής μετά 8
από κάθε συνεδρίασή της. Ο Πρόεδρος καθορίζει τα θέματα συζήτησης, τη συχνότητα και τη διάρκεια των συνεδριάσεων και φροντίζει ώστε η Επιτροπή να ασκεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της. Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής παρίστανται, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο Γενικός Διευθυντής Κανονιστικής Συμμόρφωσης και Εταιρικής Διακυβέρνησης, ο Γενικός Διευθυντής Διαχείρισης Κινδύνων, ο Γενικός Διευθυντής Πιστοδοτήσεων, επικεφαλής των αρμόδιων μονάδων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και οποιοσδήποτε άλλο Στέλεχος θεωρείται απαραίτητο ανάλογα με τα θέματα που συζητούνται. Στην πρώτη συνεδρίαση κάθε ημερολογιακού έτους, η Επιτροπή εγκρίνει το πρόγραμμα των συνεδριάσεων για το υπόλοιπο του έτους καθώς και το πρόγραμμα των προς συζήτηση θεμάτων στις εν λόγω συνεδριάσεις. 2. Ο εκπρόσωπος του ΤΧΣ μπορεί να ζητά την προσθήκη θεμάτων στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης της Επιτροπής, υποβάλλοντας αυτά γραπτώς στον Πρόεδρο της Επιτροπής τουλάχιστον 1 ημέρα πριν τη συνεδρίαση της Επιτροπής. 3. Η Επιτροπή μπορεί, με απόφαση του Προέδρου της, να συνεδριάζει με βιντεοκλήση ή τηλεφωνική συνδιάσκεψη. Ο Πρόεδρος μπορεί επίσης να ζητά από την Επιτροπή να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με ορισμένα έγγραφα μέσω ανταλλαγής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπιών ή επιστολών. 4. Η Επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα, όταν παρίστανται σ αυτήν το ήμισυ πλέον ενός των μελών της. Η συμμετοχή μέλους της Επιτροπής σε συνεδρίαση μέσω οπτικής ή ακουστικής σύνδεσης θεωρείται έγκυρη για το σκοπό αυτό. Οι απόψεις της μειοψηφίας καταγράφονται στα πρακτικά της Επιτροπής σε περίπτωση μη ομόφωνης απόφασης. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η ψήφος του Προέδρου της Επιτροπής κρίνει το αποτέλεσμα. 5. Κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της, η Επιτροπή υποστηρίζεται από Γραμματέα, ο οποίος μπορεί να είναι ο Γραμματέας του Δ.Σ. της Τράπεζας ή άλλο πρόσωπο οριζόμενο από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. αντικατάσταση του Γραμματέα της Επιτροπής αν η στήριξη της Επιτροπής δεν θεωρείται επαρκής. 6. Η Επιτροπή συνεδριάζει, ύστερα από πρόσκληση του Γραμματέα της Επιτροπής, κατ εντολή του Προέδρου της. Κάθε μέλος θα ειδοποιείται σχετικά με τον τόπο, την ώρα και την ημερομηνία κάθε συνεδρίασης. Ειδικά για τον εκπρόσωπο του ΤΧΣ, εφόσον ο Πρόεδρος δεν συγκαλέσει την Επιτροπή εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή σχετικού έγγραφου αιτήματός του στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα προτεινόμενα θέματα της ημερήσιας διάταξης, ή δεν περιλάβει όλα τα προτεινόμενα θέματα της ημερήσιας διάταξης, ο εκπρόσωπος του ΤΧΣ δύναται να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση εντός 5 ημερών μετά την παρέλευση του 7ημέρου. Η σχετική πρόσκληση θα απευθύνεται σε όλα τα μέλη της Επιτροπής και στον Παρατηρητή του ΤΧΣ. 9
7. Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης κάθε συνεδρίασης καθώς και τα σχετικά έγγραφα θα τίθενται στη διάθεση κάθε μέλους τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, εκτός εάν ο Πρόεδρος αποφασίσει να μην τα διαβιβάσει για συγκεκριμένο σημαντικό λόγο, με την επιφύλαξη τήρησης σε κάθε περίπτωση των προβλέψεων της Συμφωνίας Πλαισίου ΕΤΕ-ΤΧΣ ως προς την ενημέρωση του εκπροσώπου του ΤΧΣ. Θέματα της ημερήσιας διάταξης και σχετικά έγγραφα που θα αποστέλλονται στα μέλη της Επιτροπής σε διάστημα μικρότερο των πέντε (5) ημερών πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία συνεδρίασής της, θα γίνονται αποδεκτά προς συζήτηση στην επικείμενη συνεδρίαση μόνο έπειτα από ομόφωνη απόφαση των μελών της Επιτροπής. Τα σχετικά έγγραφα μπορούν να διακινούνται και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Οι αποφάσεις και τα πρακτικά των Συνεδριάσεων της Επιτροπής θα είναι διαθέσιμα (και θα αποστέλλονται στα μέλη της Επιτροπής) εντός δέκα (10) ημερολογιακών ημερών από τις σχετικές συνεδριάσεις. 8. Η Επιτροπή μπορεί να προσκαλεί στις συνεδριάσεις της οποιοδήποτε μέλος του Δ.Σ., στέλεχος της Τράπεζας ή θυγατρικής του Ομίλου της, ή άλλο πρόσωπο, το οποίο κρίνεται αρμόδιο να την συνδράμει στην εκτέλεση των καθηκόντων της. 9. Η Επιτροπή θα εξετάζει οποιοδήποτε θέμα, το οποίο παραπέμπεται σε αυτήν από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. ή το Δ.Σ. 10. Η Επιτροπή και ο Πρόεδρος της ενημερώνονται συστηματικά για τις εργασίες της Επιτροπής Ελέγχου. Οι Πρόεδροι των δύο Επιτροπών συντονίζουν τις δραστηριότητες τους, όποτε και με όποιο τρόπο το κρίνουν σκόπιμο. 11. Μετά από τις συνεδριάσεις της Επιτροπής, παρέχονται σχετικές παρατηρήσεις και σχόλια στο Δ.Σ. για θέματα που αφορούν τη διαχείριση κινδύνων, όταν χρειάζεται, όπως μεταξύ άλλων και με την υποβολή μηνιαίας έκθεσης κινδύνων στο Δ.Σ. 12. Η απόδοση της Επιτροπής υπόκειται σε αξιολόγηση σύμφωνα με την πολιτική της Τράπεζας για την ετήσια αυτοαξιολόγηση του Δ.Σ. και των Επιτροπών της. Ο παρών Κανονισμός τίθεται σε ισχύ από την επομένη ημέρα της εγκρίσεώς του από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΤΕ και μπορεί να τροποποιείται οποτεδήποτε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Eγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο την 21.12.2016 10