Για παραπομπή : Ruggendorfer Peter,, 2002, Περίληψη : Το Μαυσωλείο του Μπελεβί βρίσκεται στη δυτική πλαγιά της κοιλάδας του Καΰστρου, 14 χλμ. ΒΑ της Εφέσου. Πρόκειται για ένα διώροφο ταφικό μνημείο που ορθωνόταν πάνω σε υψηλό βάθρο, το οποίο περιλάμβανε τον ταφικό θάλαμο. Πάνω στο βάθρο εδραζόταν ένα ναόμορφο οικοδόμημα με κορινθιακή περίσταση. Το μνημείο οικοδομήθηκε στο τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.χ. Στα χρόνια της ύστερης Αρχαιότητας το μνημείο περιέπεσε σε αχρηστία και σημειώθηκε εκτεταμένη αρπαγή των λίθινων μελών του, ενώ η κατάρρευσή του άρχισε από τον 6ο αιώνα. Χρονολόγηση Τέλη 4ου - αρχές 3ου αι. π.χ. Γεωγραφικός Εντοπισμός Περιοχή Εφέσου, Ιωνία 1. Θέση Το Μαυσωλείο του Μπελεβί διαμορφώνει ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο μαζί με τον αρχαϊκό τύμβο, ο οποίος βρίσκεται στα δυτικά του μνημείου, κατά μήκος του αρχαίου δρόμου που οδηγούσε από την Έφεσο μέσω της κοιλάδας του Καΰστρου στις Σάρδεις. 1 Η βόρεια όψη του μαυσωλείου έβλεπε σε αυτό το δρόμο. Στα ανατολικά του μνημείου υπάρχει ένα άνδηρο, βάθους περίπου 48 μ. και πλάτους 75 μ., το οποίο οριοθετείται από έναν ελαφρώς επικλινή αναλημματικό τοίχο. Πιθανόν ο χώρος αυτός να χρησίμευε για τις λατρευτικές τελετές που γίνονταν προς τιμή του νεκρού. 2 2. Αρχιτεκτονική περιγραφή Το διώροφο μαυσωλείο αποτελείται από το δωρικού ρυθμού βάθρο και το ναόμορφο οικοδόμημα με την κορινθιακή περίσταση. 2.1. Το βάθρο Η κάτοψη της βάσης στο πρώτο επίπεδο είναι τετράγωνη με πλευρά μήκους 29,70 μ. 3 Αυτή η διάσταση αντιστοιχεί περίπου σε 100 πόδες, συνεπώς το οικοδόμημα είναι ένας εκατόμπεδος ναός. 4 Ο πυρήνας του βάθρου είναι λαξευμένος σε ασβεστολιθικό πέτρωμα και περιβάλλεται από μαρμάρινους λίθους (Εικ. 2), που έδιναν την εντύπωση ότι το ισόγειο ήταν ισχυρά δομημένο. Ένα λέσβιο κυμάτιο περιέτρεχε το τριβαθμιδωτό κρηπίδωμα και διακοσμούσε το κάτω τμήμα του ισογείου, ενώ μια δωρική ζωφόρος με ακόσμητες μετόπες και γείσο επέστεφε το βάθρο. Το ύψος του βάθρου από την πρώτη βαθμίδα της κρηπίδας μέχρι το στυλοβάτη της περίστασης έφθανε τα 10,70 μ. 5 Μια ψευδοθύρα υπήρχε στο μέσο της βόρειας πλευράς δίνοντας έμφαση στην κύρια όψη του μνημείου. 2.2. Ταφικός θάλαμος Ο ταφικός θάλαμος, λαξευμένος στη νότια πλευρά του βραχώδους πυρήνα, δε βρίσκεται στον κεντρικό άξονα του μνημείου αλλά είναι τοποθετημένος λίγο ανατολικότερα. Έχει θολωτή στέγαση (Εικ. 3) και αποτελείται από ένα μεγάλο κεντρικό θάλαμο και ένα μικρότερο προθάλαμο, που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω μιας θύρας. Στον κεντρικό θάλαμο βρέθηκε μια σαρκοφάγος, τοποθετημένη στη δεξιά πλευρά δίπλα στη θύρα. Στην ίδια πλευρά, ανάμεσα στη σαρκοφάγο και στο βόρειο τοίχο, υπήρχε λαξευμένο στο φυσικό βράχο ένα θρανίο ίδιου ύψους με τη σαρκοφάγο (Εικ. 4).Λαξευμένες υπόγειες κατασκευές, που περιελάμβαναν κλίνες και τραπέζια, έχουν βρεθεί σε αρκετούς τάφους στη Μικρά Ασία και στη Μακεδονία, καθώς και στη νότια Ιταλία και την Αλεξάνδρεια. 6 Δημιουργήθηκε στις 13/8/2017 Σελίδα 1/10
Για παραπομπή : Ruggendorfer Peter,, 2002, 2.3. Το άνω επίπεδο Η περίσταση που περιέβαλλε το σηκόμορφο πυρήνα διαμορφωνόταν από οκτώ κίονες σε κάθε πλευρά. Οι κίονες πατούσαν πάνω σε αττικές βάσεις, έφεραν ραβδωτούς κορμούς και κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού. Πάνω στους κίονες εδραζόταν πολύχρωμος θριγκός, με τριταινιωτό επιστύλιο, ανθέμιο σε προφίλ και γείσο (εικ. 5). Την περίσταση κάλυπτε μαρμάρινη οροφή και υπήρχαν μαρμάρινα κεραμίδια στη στέγη. Επίσης ανάγλυφες μορφές διακοσμούσαν τις φατνωματικές πλάκες της οροφής. Η βόρεια όψη τονιζόταν από ένα βάθρο και μια δεύτερη κιονοστοιχία, την οποία επέστεφαν κιονόκρανα με φοινικόφυλλα. 7 2.4. Το ναόμορφο οικοδόμημα Ο παραλληλόγραμμος σηκόμορφος πυρήνας διαμορφωνόταν ως υπαίθρια αίθουσα. Τμήμα των τοίχων του διατηρείται στη θέση του στη βόρεια πλευρά. Στην εσωτερική όψη τους σχηματίζονταν πεσσόμορφες προεξοχές, που πιθανόν να λειτουργούσαν ως στατικές ενισχύσεις. Όπως διαπιστώνεται από τα σωζόμενα κατάλοιπα του βόρειου τοίχου, το δάπεδο του υπαίθριου χώρου, που ήταν πιθανόν κατασκευασμένο από λεπτές πλάκες και από το οποίο διατηρείται μόνο η υποθεμελίωση, προσαρμοζόταν στην εσωτερική όψη των τοίχων με εξαιρετικής ποιότητας συνδέσμους (Εικ. 6). 8 Το δάπεδο δεν ήταν οριζόντιο, αλλά παρουσίαζε έντονη κλίση, αφενός από τη βόρεια και τη νότια πλευρά προς το κέντρο του υπαίθριου χώρου και αφετέρου γέρνοντας προς τη δυτική πλευρά του σηκόμορφου πυρήνα (Εικ. 7). Η κλίση του δαπέδου αποσκοπούσε στην απομάκρυνση των ομβρίων, καθώς ο χώρος ήταν υπαίθριος. Έτσι, λόγω της κλίσης του δαπέδου, το νερό της βροχής διοχετευόταν σε μία ή δύο υδρορροές στο μέσο της βόρειας πλευράς του σηκόμορφου πυρήνα και στη συνέχεια κατευθυνόταν κάτω από το δυτικό τοίχο και την περίσταση και απομακρυνόταν από το βάθρο. 9 Σώζονται αρκετά τμήματα της διταινιωτής ζωφόρου του τοίχου του σηκόμορφου πυρήνα, κάποια από το οποία μάλιστα είναι ενεπίγραφα. Μόνο ένα επίγραμμα όμως έχει σωθεί ολόκληρο, όπου αναφέρονται οι Ηλιάδες, οι αδελφές του Φαέθοντος. Οι επιγραφές πιθανόν να αποτελούσαν τμήμα τοιχογραφιών, αναγλύφων ή ολόγλυφων μορφών με θέμα το μύθο του Φαέθοντος, 10 που κοσμούσαν τον υπαίθριο χώρο ή την περίσταση του ανώτερου επιπέδου. 11 Οι οικοδομικοί αγκώνες στους λιθοπλίνθους του βάθρου, καθώς και τα ημίεργα κυμάτια και κιονόκρανα, επιβεβαιώνουν όπως άλλωστε και το ημιτελές άνδηρο στα δυτικά του μαυσωλείου τη διακοπή των οικοδομικών εργασιών. 3. Αναπαράσταση Στις παλιότερες γνωστές αναπαραστάσεις το μαυσωλείο συμπληρωνόταν με βαθμιδωτή πυραμιδοειδή στέγη, την οποία επέστεφε ένα τέθριππο κατ αναλογία με το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. 12 Θεωρούσαν ότι ο αρχικός σχεδιασμός του Μαυσωλείου στο Μπελεβί είχε αλλάξει πιθανόν σε μια δεύτερη οικοδομική περίοδο και ότι ολοκληρώθηκε μόνο η στέγη της περίστασης. Αλλά το μνημείο δεν παρουσιάζει διαφορετικές οικοδομικές φάσεις, όπως επίσης και κανένα στοιχείο δε μαρτυρά την ύπαρξη πυραμιδοειδούς στέγασης (Εικ. 8). Αρχιτεκτονικά στοιχεία και τμήματα της γλυπτικής διακόσμησης έμειναν ανοκλήρωτα, λόγω της διακοπής των εργασιών κάποια άγνωστη σε εμάς χρονική στιγμή. Η κατασκευή του ανώτερου επιπέδου του βάθρου, κυρίως η βάση των τοίχων του σηκόμορφου πυρήνα και η κατασκευή του δαπέδου του εσωτερικού, προδίδουν ότι το ανώτερο επίπεδο σχεδιάστηκε ως υπαίθριος χώρος τον οποίο περιέβαλλε στεγασμένη περίσταση (Εικ. 9). 13 4. Γλυπτός και ζωγραφικός διάκοσμος 4.1. Η σαρκοφάγος Η όψη της λάρνακας της σαρκοφάγου (Μουσείο Σελτζούκ, αρ. 1610) φέρει ανάγλυφη διακόσμηση που απεικονίζει μια κλίνη, ένα χαμηλό τραπέζι και ένα υποπόδιο (Εικ. 10). Το οριζόντιο πόδι της κλίνης διακοσμεί μια ζώνη με έντεκα σειρήνες, Δημιουργήθηκε στις 13/8/2017 Σελίδα 2/10
Για παραπομπή : Ruggendorfer Peter,, 2002, που παίζουν αυλούς και κιθάρες και τραγουδούν. Η διακόσμηση δεν ολοκληρώθηκε και πολλές από τις μορφές βρίσκονται σε διαφορετικό στάδιο ολοκλήρωσης. Στο κάλυμμα σώζεται ανακεκλιμένη ανδρική μορφή. Είναι το πρώτο γνωστό παράδειγμα τέτοιας μορφής σε σαρκοφάγο στην ελληνόφωνη Ανατολή πριν από τους Ρωμαϊκούς χρόνους. 14 Η στάση και η φιάλη που κρατά στο δεξί χέρι θυμίζουν τα επιτύμβια ανάγλυφα με σκηνές νεκρόδειπνου, κυρίως όμως την αφηρημένη απόδοση των μορφών στα καλύμματα των ετρουσκικών σαρκοφάγων. 15 Η μορφή, που σήμερα διατηρείται σε κακή κατάσταση, δεν είχε ολοκληρωθεί, ενώ μεγάλο μέρος του κεφαλιού έχει καταστραφεί (το πιγούνι, η μύτη και τμήματα της δεξιάς πλευράς του κρανίου). Αύλακα που λαξεύτηκε στην κεφαλή από οδοντωτό εργαλείο έχει ερμηνευτεί ότι χρησίμευε για τη στερέωση ταινίας ή διαδήματος είτε πιθανότερα, λόγω του σφηνοειδούς σχήματός της, για μετάλλινο στεφάνι, 16 όπως αυτά που βρέθηκαν στους μακεδονικούς τάφους του 4ου αι. π.χ. 17 Το κάλυμμα αποτελείται από δύο τμήματα, για να μπορέσει να χωρέσει η σαρκοφάγος στο μικρό ταφικό θάλαμο, χωρίς να υποστεί κάποια φθορά. Το ένα τμήμα του καλύμματος με το άνω μέρος του σώματος είχε ήδη προσαρμοστεί στη λάρνακα της σαρκοφάγου. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία και τον ενταφιασμό του νεκρού, το δεύτερο τμήμα του καλύμματος, το οποίο είχε τοποθετηθεί στο λαξευμένο θρανίο πίσω από τη σαρκοφάγο, μετακινήθηκε πάνω στη λάρνακα και η σαρκοφάγος έκλεισε. 18 4.2. Άγαλμα Ανατολίτη Στον ταφικό θάλαμο, μπροστά από τη σαρκοφάγο, βρέθηκε ένα ακέφαλο ανδρικό άγαλμα (Εικ. 11), περίπου φυσικού μεγέθους, με ανατολίτικη ενδυμασία, το οποίο εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο της Σμύρνης (αρ. 1084)). Από τη μορφή σώζεται μόνο ο κορμός σε καλή κατάσταση, ενώ και τα δύο πόδια έχουν σπάσει. Ο αριστερός βραχίονας είναι λυγισμένος στο στήθος και στηρίζεται κάτω από το δεξί βραχίονα. Φορά χειριδωτό χιτώνα που φθάνει στο ύψος του γόνατου, ζωσμένο στη μέση, αναξυρίδες και κάλυμμα κεφαλής (τιάρα), από το οποίο διατηρούνται μόνο οι απολήξεις στους ώμους και στο λαιμό. Θεωρήθηκε ότι αποτελεί μία από τις μορφές της αρχιτεκτονικής διακόσμησης του μνημείου και ότι αρχικά είχε τοποθετηθεί στη νοτιοανατολική γωνία της στέγης, ανάμεσα σε δύο άλογα. Η θέση εύρεσης και η κατάσταση διατήρησής του όμως συνηγορούν στο ότι ήταν τοποθετημένο στον ταφικό θάλαμο, ενώ με βάση τη χειρονομία του αγάλματος ερμηνεύεται ως υπηρέτης ή φύλακας. 19 4.3. Φατνώματα Tην οροφή της περίστασης διακοσμούσαν 24 φατνώματα. Ήταν τοποθετημένα σε μονές σειρές στις τέσσερις πλευρές της περίστασης από 7 φατνώματα στη βόρεια και τη νότια πλευρά και από 5 στην ανατολική και τη δυτική πλευρά. Έχουν βρεθεί θραύσματα από 21 φατνώματα, τα οποία διατηρούν έντονα ίχνη διάφορων χρωμάτων, κόκκινου, μπλέ, κίτρινου και καφέ, και εκτίθενται σήμερα στο Mουσείο της Σμύρνης. Στη βόρεια πλευρά απεικονίζονται σκηνές επιτάφιων αγώνων και περιλαμβάνουν αθλητικούς και πιθανόν ιππικούς αγώνες. Στην ίδια πλευρά ξεχωρίζει το κεντρικό φάτνωμα (Εικ. 12), στο οποίο παριστάνονται μία γενειοφόρος μορφή να στεφανώνει ένα γυμνό αθλητή, ενώ μια τρίτη μορφή, πιθανόν ενός σαλπιγκτή, παρακολουθεί τη διαδικασία. 20 Στα φατνώματα των υπόλοιπων πλευρών παριστάνονταν σκηνές Κενταυρομαχίας. Οι Λαπίθες με εξαίρεση μια γυμνή ανδρική μορφή φέρουν στρατιωτική ενδυμασία (κράνη, πανοπλίες, στρογγυλές ασπίδες, σπαθιά και ψηλά ζωσμένους χιτωνίσκους) (Εικ. 13). Οι Κένταυροι παριστάνονται άγριοι και κτηνώδεις, κάποιοι από αυτούς μάλιστα πολεμούν με ρόπαλα. Η τεχνοτροπία των ανάγλυφων παραστάσεων χαρακτηρίζεται κλασικιστική. 21 Τυπολογικά μπορεί να διαπιστωθεί αντιστοιχία με τις ανάγλυφες μορφές της ζωφόρου του ναού του Απόλλωνα στις Βάσσες (400-390 π.χ.), ενώ το θέμα της Κενταυρομαχίας είναι γνωστό τον 4ο αι. π.χ. από τους μακεδονικούς τάφους και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. 22 5. Αρχιτεκτονικός διάκοσμος Από τη διακόσμηση της ανωδομής του μαυσωλείου σώζονται άλογα, τελετουργικά αγγεία και φτερωτά μυθικά όντα, τα Δημιουργήθηκε στις 13/8/2017 Σελίδα 3/10
Για παραπομπή : Ruggendorfer Peter,, 2002, οποία συνδυάζουν εικονογραφικά στοιχεία από γρύπες και λιοντάρια. Σε κάθε γωνία ήταν τοποθετημένο ένα ζευγάρι αντικριστών αλόγων, ενώ ανάμεσά τους πιθανόν να παριστανόταν ο ιπποκόμος τους. Τα μυθικά όντα, που ακολουθούν περσικά εικονογραφικά πρότυπα, 23 ήταν αντιθετικά τοποθετημένα γύρω από τα τελετουργικά αγγεία κατά μήκος των πλευρών της στέγης (Εικ. 14). Όλα τα γλυπτά της ανωδομής έμειναν ημιτελή. Επίσης σε διάφορα σημεία γύρω από το μαυσωλείο βρέθηκαν θραύσματα ολόγλυφων μορφών, που πιθανόν προέρχονται και αυτά από το γλυπτό διάκοσμο του μνημείου (δύο θραύσματα βραχίονα και τμήμα του προσώπου, στο οποίο διατηρούνται το αριστερό μάτι, το αριστερό μάγουλο, η μύτη και το άνω χείλος). 24 6. Οικοδομική 6.1. Υλικά δομής Ενώ ο πυρήνας του βάθρου είχε λαξευτεί σε ασβεστολιθικό πέτρωμα, οι επενδυμένοι λιθόπλινθοι, όπως άλλωστε και ολόκληρος ο άνω όροφος, ήταν κατασκευασμένοι από τοπικό μάρμαρο. 6.2. Τοιχοποιία Η επεξεργασία των λιθόπλινθων και οι σύνδεσμοι που χρησιμοποιήθηκαν για την επένδυσή τους στο βραχώδη πυρήνα δίνουν σαφή στοιχεία για τον τρόπο δόμησης του βάθρου. Μέχρι το δωρικό θριγκό αποτελείται από 19 σειρές λιθοπλίνθων. Οι μαρμάρινοι λιθόπλινθοι έδιναν την εντύπωση ότι το ισόγειο είχε δομηθεί κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα τοιχοποιίας. 25 6.3. Θολοδομία Ο ταφικός θάλαμος στεγαζόταν από μία μοναδική ημικυλινδρική καμάρα, που είχε δομηθεί με μια κυκλική τομή και ακτίνα περίπου 3,40 μ. 26 Οι θολίτες ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους και με το βραχώδη πυρήνα με συνδέσμους. Γενικά, τα ταφικά κτίσματα με θολωτή στέγαση επηρεάζονται από τον αρχιτεκτονικό τύπο των μακεδονικών τάφων, που αναπτύχθηκε στο τέλος του 4ου αι. π.χ. και βρήκε σύντομα μεγάλη απήχηση στον ελληνιστικό κόσμο. 27 6.4. Τεχνική Μια νέα τεχνική πρωτοποριακή για την πρώιμη ελληνιστική αρχιτεκτονική χρησιμοποιήθηκε στο Μαυσωλείο του Μπελεβί. Οι επενδυμένοι λίθοι του βάθρου συνδέονταν μεταξύ τους με λεπτούς συνδέσμους στην μπροστινή όψη, ενώ η πίσω όψη είχε πολυγωνικό κόψιμο και ακατέργαστη επιφάνεια. Το κενό ανάμεσα στους λίθους και στο βραχώδη πυρήνα γεμιζόταν με ισχυρό κονίαμα, χαλίκια και σπασμένες πέτρες (Εικ. 15). 28 Η τεχνική αυτή εφαρμόστηκε σε όλο το οικοδόμημα από το κρηπίδωμα μέχρι τους τοίχους και σίγουρα δεν προέρχεται από μια δεύτερη οικοδομική φάση αλλά ανήκει στην περίοδο της ανέγερσης του μαυσωλείου (Εικ. 16, 17). 7. Ιστορία 7.1. Χρονολογία δημιουργίας Ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος του μαυσωλείου χρονολογείται στις αρχές του 3ου αι. π.χ. Τα κορινθιακά κιονόκρανα (Εικ. 18) παρουσιάζουν μια ακανόνιστη απλή τεχνοτροπία (π.χ. με 4 μίσχους αντί για 8) και είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθούν σε συγκεκριμένους τύπους. Εμφανίζουν όμως κάποιες ομοιότητες με τα κιονόκρανα του Αρσινοείου στη Σαμοθράκη (299-270 π.χ.) και με το Μνημείο της Λαοδίκειας στη Μίλητο (259-253 π.χ.). Επίσης ο ανθεμωτός διάκοσμος κάτω από τις γωνίες του δωρικού γείσου παρουσιάζει ομοιότητες με διακοσμητικά μοτίβα στο επονομαζόμενο Πτολεμαίειον στα Λίμυρα (α μισό 3ου αι. π.χ.) και στο ναό της Αθηνάς στην Πριήνη (β μισό 4ου αι. π.χ.). Η μορφή του λέσβιου κυματίου (Εικ. 19) Δημιουργήθηκε στις 13/8/2017 Σελίδα 4/10
Για παραπομπή : Ruggendorfer Peter,, 2002, ανάγεται στον 4ο αι. π.χ. 29 Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών από το 1931 έως το 1935, αποκαλύφθηκαν περίπου 40 θραύσματα αγγείων. Τα περισσότερα από αυτά μπορούν να χρονολογηθούν ανάμεσα στο 350 και στο 300 π.χ. Μόνο δύο θραύσματα, το ένα από αμφορέα και το άλλο από κάνθαρο, τοποθετούνται γύρω στο 280 π.χ. Όλα τα θραύσματα προέρχονται από χρηστική κεραμική, πιθανόν μάλιστα από αγγεία τα οποία χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες που εργάζονταν στην ανέγερση του μαυσωλείου. 30 7.2. Γεγονότα Η ταυτότητα του προσώπου για το οποίο οικοδομήθηκε το μαυσωλείο παραμένει αδιευκρίνιστη. Το μέγεθος και η εξαιρετική διακόσμηση του μνημείου προδίδουν ότι πρόκειται για εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα που πιθανότατα έζησε στα τέλη του 4ου και στις αρχές 3ου αι. π.χ. Ως κτήτορές του έχουν προταθεί τα παρακάτω πρόσωπα: ο Μέντωρ από τη Ρόδο, ο οποίος πέθανε πριν από το 336 π.χ., και ο αδελφός του Μέμνων, που πέθανε το 333 π.χ. Η τεχνοτροπία όμως του αρχιτεκτονικού διακόσμου, κυρίως των κορινθιακών κιονοκράνων, δεν μπορεί να είναι τόσο πρώιμη ώστε να χρονολογείται στο γ τέταρτο του 4ου αι. π.χ. 31 Η ταύτιση του μαυσωλείου ως τάφου του Λυσιμάχου βασίζεται κυρίως σε ιστορικά επιχειρήματα, που επικεντρώνονται στην επιρροή που είχε ο Λυσίμαχος στην Ιωνία μετά το 301 π.χ., αφού απέσπασε πολλά εδάφη από τον Αντίγονο το Μονόφθαλμο, και στην επανίδρυση της Εφέσου από τον ίδιο. Η ημιτελής κατάσταση του μνημείου και η διακοπή των εργασιών σχετίζονται με το θάνατο του Λυσιμάχου στη μάχη στο Κουροπέδιο, το 281 π.χ., και την επικράτηση των Σελευκιδών στην Ιωνία. Σύμφωνα με τον Παυσανία και τον Αππιανό, ο Λυσίμαχος ενταφιάστηκε στη πόλη Λυσιμάχεια στη Θρακική Χερσόνησο, σε ένα μνημείο που ονομάστηκε Λυσιμάχειον. 32 Αν και δεν υπάρχουν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία ότι το Μαυσωλείο του Μπελεβί οικοδομήθηκε ως τάφος του Λυσιμάχου, η χρονολόγηση του αρχιτεκτονικού διακόσμου του μνημείου και της κεραμικής ενισχύουν την πιθανότητα αυτής της ταύτισης. 33 Έχει επίσης προταθεί η άποψη ότι, έπειτα από μικρή περίοδο επισκευών, το άδειο ταφικό κτίσμα χρησιμοποιήθηκε για να δεχτεί τη σορό του βασιλιά της Συρίας Αντιόχου Β', ο οποίος πέθανε στην Έφεσο, το 246 π.χ. 34 Είναι όμως σαφές ότι όλα τα γλυπτά που βρέθηκαν στο μαυσωλείο, όπως τα μυθικά όντα που συνδυάζουν εικονογραφικά στοιχεία από γρύπες και λιοντάρια, η ανδρική μορφή με το ανατολίτικο ένδυμα από τον ταφικό θάλαμο, καθώς και το κάλυμμα της σαρκοφάγου, σχετίζονται με τη σελευκιδική φάση του και προέρχονται από την περίοδο της ανέγερσής του. Σύγχυση προκαλούν δύο δόντια που εντοπίστηκαν στη σαρκοφάγο μαζί με κάποια ελάχιστα υπολείμματα από ανθρώπινα κόκαλα. Σύμφωνα με την ανθρωπολογική εξέταση των δοντιών, υπολογίστηκε ότι ανήκουν σε άνδρα ηλικίας από 40 μέχρι 45 ετών. 35 Γνωρίζουμε ότι ο Αντίοχος Β πέθανε, όταν ήταν 41 χρονών. 7.3. Χρήση του μνημείου στη διαχρονία Κεραμική που βρέθηκε στον ταφικό θάλαμο και χρονολογείται από τα τέλη του 1ου αι. π.χ. έως τα τέλη του 1ου αι. μ.χ., αποδεικνύει ότι ο τάφος είχε ανοιχθεί στη Ρωμαϊκή περίοδο. 36 Δε γνωρίζουμε αν χρησιμοποιήθηκε για κάποια άλλη ταφή ή ανοίχθηκε για να συληθεί. 8. Ιστορικό των ανασκαφών Το μαυσωλείο ανασκάφηκε και ερευνήθηκε από το 1931 έως το 1935 από τους αρχαιολόγους Josef Keil και Camillo Δημιουργήθηκε στις 13/8/2017 Σελίδα 5/10
Για παραπομπή : Ruggendorfer Peter,, 2002, Praschniker και τον αρχιτέκτονα Max Theuer, όλοι μέλη του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (ÖAI). Από το 1974 μέχρι το 1978 οι Wilhelm Alzinger και Robert Fleischer συνέχισαν την έρευνα του μαυσωλείου. Μελέτησαν εξονυχιστικά την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική του μνημείου και το 1979 δημοσίευσαν τα συμπεράσματα των ερευνών τους μαζί με τα αποτελέσματα των πρώτων ανασκαφέων στον έκτο τόμο της σειράς Forschungen in Ephesos. To 2000 η Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών συμπεριέλαβε το Μαυσωλείο του Μπελεβί στο ερευνητικό της πρόγραμμα. Στόχοι του προγράμματος αυτού είναι η εμπεριστατωμένη αρχαιολογική και αρχιτεκτονική ανάλυση, καθώς και η επανεξέταση του μνημείου. Μετάφραση: Μαρία-Δήμητρα Ντόουσον 1. Meriç, R. Merkelbach, R. Nollé, J. Şahin, S. (επιμ.), Die Inschriften von Ephesos VII, 2 (Bonn 1981), σελ. 148, 305-309. Για τον τύμβο βλ. Kasper, S., Der Tumulus von Belevi, ÖJh 51 (1976-1977), Beibl., σελ 127-180 Alzinger, W., Der Tumulus, στο Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi (FiE 6, Wien 1979), σελ. 170-172. 2. Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi (FiE 6, Wien 1979), σελ. 11 Hoepfner, W., Zum Mausoleum von Belevi, AA (1993), σελ. 111, 115, σημ. 6. 3. Krinzinger, F. Ruggendorfer, P. Heinz, R., Das Mausoleum von Belevi, AnzWien 136 (2001), σελ. 149. 4. Hoepfner, W., Zum Mausoleum von Belevi, AA (1993), σελ. 120. 5. Krinzinger, F. Ruggendorfer, P. Heinz, R., Das Mausoleum von Belevi, AnzWien 136 (2001), σελ. 161, σημ. 72-73. Το ύψος είναι χαμηλότερο σε σχέση με τις αναπαραστάσεις που έγιναν από τους Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi ( FiE 6, Wien 1979), σελ. 69-70, εικ. 50 και από το Hoepfner, W., Zum Mausoleum von Belevi, AA (1993), εικ. 10. 6. Steingräber, S., Arpi Apulien Makedonien. Studien zum unteritalischen Grabwesen in hellenistischer Zeit (Mainz 2000), σελ. 52-60. 7. Hoepfner, W., Zum Mausoleum von Belevi, AA (1993), σελ. 115-116, 120 Krinzinger, F. Ruggendorfer, P. Heinz, R., Das Mausoleum von Belevi, AnzWien 136 (2001), σελ. 155. 8. Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi ( FiE 6, Wien 1979), εικ. 34. 9. Krinzinger, F. Ruggendorfer, P. Heinz, R., Das Mausoleum von Belevi, AnzWien 136 (2001), σελ. 159, εικ. 10, 12. 10. LIMC VII 1 (1994), σελ. 355, βλ. λ. Phaeton (F. Baratte). 11. Fleischer, R., Phaetondarstellung (?), στο Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi (FiE 6, Wien 1979), σελ. 148. 12. Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi ( FiE 6, Wien 1979), εικ. 51-52, 157. 13. Βλ. επίσης Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi (FiE 6, Wien 1979), εικ. 42α. Για τις νεότερες αποκαταστάσεις βλ. Hoepfner, W., Zum Mausoleum von Belevi, AA (1993), εικ. 9 Heinz, R. Ruggendorfer, P., Die Forschungen am Mausoleum von Belevi 2001, ÖJh 72 (2002), εικ. 11. 14. Fleischer, R., Sarkophag, στο Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi (FiE 6, Wien 1979), σελ. 150. 15. Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I. The styles of ca. 331-200 B.C. (Winsconsin 1990), σελ. 195. 16. Fleischer, R., Sudien zur seleukidischen Kunst, 1: Herrscherbildnisse (Mainz 1991), σελ. 24. Δημιουργήθηκε στις 13/8/2017 Σελίδα 6/10
Για παραπομπή : Ruggendorfer Peter,, 2002, 17. Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I. The styles of ca. 331-200 B.C. (Winsconsin 1990), σελ. 195. 18. Heinz, R. Ruggendorfer, P., Die Forschungen am Mausoleum von Belevi 2001, ÖJh 72 (2002), εικ. 4-6. 19. Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi ( FiE 6, Wien 1979), σελ. 94-95, 146-148 Krinzinger, F. Ruggendorfer, P. Heinz, R., Das Mausoleum von Belevi, AnzWien 136 (2001), σελ. 154, σημ. 54. 20. Fleischer, R., Kassettenreliefs, στο Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi ( FiE 6, Wien 1979), σελ. 128-142. 21. Stewart, A.F., Review to: Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi, JHS 102 (1982), σελ. 282. 22. Fleischer, R., Kassettenreliefs, στο Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi (FiE 6, Wien 1979), σελ. 135-142. 23. Porada, E., The Art of Ancient Iran (New York 1965), σελ. 153, πίν. 42. 24. Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi ( FiE 6, Wien 1979), σελ. 89, 142-146. 25. Krinzinger, F. Ruggendorfer, P. Heinz, R., Das Mausoleum von Belevi, AnzWien 136 (2001), σελ. 161-162. 26. Heinz, R. Ruggendorfer, P., Die Forschungen am Mausoleum von Belevi 2001, ÖJh 72 (2002), σελ. 149-176, εικ. 11. 27. Dornisch, K., Die griechischen Bogentore. Zur Entstehung und Verbreitung des griechischen Keilsteingewölbes (Frankfurt am Main 1992). 28. Krinzinger, F. Ruggendorfer, P. Heinz, R., Das Mausoleum von Belevi, AnzWien 136 (2001), σελ. 163, εικ. 13 Heinz, R. Ruggendorfer, P., Die Forschungen am Mausoleum von Belevi 2001, ÖJh 72 (2002), εικ. 9-10. 29. Rumscheid, F., Untersuchungen zur kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus (Mainz 1994), σελ. 9, 70-76, πίν. 13-15. 30. Mitsopoulos, V., Zu den Einzelfunden, στο Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi (FiE 6, Wien 1979), σελ. 161-167 Pinkwart, D., Review to: Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi, BJb 183 (1983), σελ. 767. 31. Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi (FiE 6, Wien 1979), σελ. 118-119, 190-191 Rumscheid, F., Untersuchungen zur kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus (Mainz 1994), σελ. 9, 72-73. 32. Παυσανίας 1.10.5 Αππιανός, Συρ. 64. 33. Hoepfner, W., Zum Mausoleum von Belevi, AA (1993), σελ. 123 Rumscheid F., Untersuchungen zur kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus (Mainz 1994), σελ. 9, 76. 34. Alzinger, W., Datierung und Suche nach dem Grabherrn, στο Praschniker, C. Theuer, M., FiE 6: Das Mausoleum von Belevi (Wien 1979), σελ. 188-199 Fleischer, R., Sudien zur seleukidischen Kunst, 1: Herrscherbildnisse (Mainz 1991), σελ. 23-25. 35. Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi ( FiE 6, Wien 1979), σελ. 201-202. 36. Mitsopoulos, V., Zu den Einzelfunden, στο Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi ( FiE 6, Wien 1979), σελ. 161. Βιβλιογραφία : Δημιουργήθηκε στις 13/8/2017 Σελίδα 7/10
Για παραπομπή : Ruggendorfer Peter,, 2002, Rumscheid F., Untersuchungen zur kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus, Mainz 1994 Webb P.A., Hellenistic Architectural Sculpture Figural Motifs in Western Anatolia and the Aegean Islands, Madison 1996 Politt J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή, (επανεκτ. 2003), Αθήνα 1994, Γκαζή, A. (μτφρ.) Ridgway B.S., Hellenistic sculpture I: The styles of ca. 331-200 B.C., Bristol 1990 Stewart A., Greek Sculpture. An Exploration, Yale University Press, New Haven London 1990 Fedak J., Monumental tombs of the Hellenistic age: a study of selected tombs from the Pre-Classical to the early Imperial era, Toronto 1990 Fleischer R., Studien zur seleukidischen Kunst Band 1. Herrscherbildnisse, Mainz 1991 Ling R., Plates to Cambridge Ancient History VII, 1, Cambrigde 1984 Praschniker C., Theuer M., Das Mausoleum von Belevi, Wien 1979, FiE 6 Smith R.R.R., Hellenistic Royal Portraits, Oxford 1988 Wohlers-Scharf T., Die Forschungsgeschichte von Ephesos Entdeckungen, Grabungen und Persönlichkeiten, Frankfurt am Main 1995 Martini W., "Review to: Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi", Gymnasium, 88, 72-75 Stewart A., "Review to: Praschniker, C. Theuer M., Das Mausoleum von Belevi", JHS, 102, 1982, 282-283 Demargne P., "Revue de: Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi", RA Pinkwart D., "Review to: Praschniker, C. Theuer, M., Das Mausoleum von Belevi", BJb, 183, 1983, 764-772 Hoepfner W., "Zum Mausoleum von Belevi", AA, 1993, 111-123 Thür Η., "Das Mausoleum von Belevi", Scherer P., Ephesos. 100 Jahre österreichische Ausgrabung 1885-1995, Wien 1995, 234-235 Krinzinger F., Ruggendorfer P., Heinz R., "Das Mausoleum von Belevi", AnzWien, 136, 2001, 143-167 Ruggendorfer P., Heinz R., "Die Forschungen am Mausoleum von Belevi 2001", ÖJh, 71, 2002, 149-176 Δικτυογραφία : Das Mausoleum von Belevi http://www.oeaw.ac.at/antike/index.php?id=30 Γλωσσάριo : ανάλημμα, το 1. Τοίχος (ή σύστημα τοίχων) που οικοδομείται με σκοπό τη συγκράτηση όγκου χώματος. 2. Κατακόρυφοι τοίχοι που ορίζουν τα δύο πέρατα του κοίλου προς την πλευρά των παρόδων του αρχαίου θεάτρου. Δημιουργήθηκε στις 13/8/2017 Σελίδα 8/10
Για παραπομπή : Ruggendorfer Peter,, 2002, αναξυρίδες, οι Ένδυμα των λαών της Ανατολής. Πρόκειται για στενή περισκελίδα. Σε αρκετούς λαούς (Πέρσες, Σκύθες, Θράκες) οι άνδρες συνήθιζαν να φορούν φαρδιές, άνετες αναξυρίδες από δέρμα. Οι Αμαζόνες εικονογραφούνται με εφαρμοστές αναξυρίδες, διακοσμημένες συχνά με ζιγκ ζαγκ ή οριζόντιες γραμμές. άνδηρο, το Eπίπεδη επιφάνεια, πλάτωμα, που κατασκευάζεται από επιχώσεις σε επικλινές έδαφος (π.χ. πλαγιές βουνών ή λόφων) και συγκρατείται με τη βοήθεια αναλημματικών κατασκευών (π.χ. τοίχων και αντηρίδων), με σκοπό τη δημιουργία χώρου κατάλληλου για την ανέγερση οικοδομημάτων. γείσο, το 1. (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) Αρχιτεκτονικό προεξέχον μέρος του επιστυλίου και γενικά του θριγκού στην ανωδομή ενός κτηρίου ή ναού. Ως οριζόντιο μέρος απαντάται ενίοτε και σε τοίχους. Το γείσο συχνά αποτελεί προεξέχον μέρος της στέγης με την έννοια ότι προστατεύει το κτήριο από τη βροχή. 2. (Βυζ. αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό μέρος ταυτόσημο με τον «κοσμήτη». Χωρίζει οργανικά τις επιφάνειες των εκκλησιών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και τονίζει τη μετάβαση από τους κάθετους τοίχους προς τις θολωτές κατασκευές. Κατά κανόνα φέρει γραπτό ή γλυπτό διάκοσμο με φυτικά ή γεωμετρικά θέματα. γρύπας, ο Μυθικό ον ανατολικής προέλευσης. Συνήθως όχι πάντα έχει κεφάλι και φτερά αετού, μυτερά αυτιά και σώμα λιονταριού. επιστύλιο, το Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού. ζωφόρος, η 1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου. θολίτες, οι Τούβλα ή λαξευμένες σφηνοειδείς πέτρες που σχηματίζουν το τόξο. κρηπίδα, η / κρηπίδωμα, το Η βάση αρχαίου οικοδομήματος. Συχνά περιλαμβάνει μία ή περισσότερες βαθμίδες, συνήθως τρεις. Η ανώτερη από αυτές λέγεται στυλοβάτης, γιατί πάνω της στηρίζονται απευθείας οι κίονες. κυμάτιο, το Διακοσμητικό μέλος μιας επιφάνειας με καμπύλη διατομή. Το κυμάτιο προορίζεται να χωρίσει ή να τονίσει δύο επιφάνειες. Στην αρχιτεκτονική της Αρχαιότητας ανάλογα με τη διατομή και τη διακόσμησή τους τα κυμάτια διακρίνονται σε δωρικά, ιωνικά και λέσβια. μετόπη, η 1. (αρχιτεκτονική) Λίθινη ή πήλινη ορθογώνια πλάκα που αποτελεί τμήμα της δωρικής ζωφόρου και εναλλάσσεται με τα τρίγλυφα. Συνήθως φέρει γραπτή ή ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Ορθογώνιος χώρος, συνήθως στο ύψος των λαβών ενός αγγείου, με διακοσμητικές παραστάσεις. οικοδομικός αγκών, ο Συμπαγής προεξοχή σε λιθόπλινθους και σφονδύλους κιόνων, που χρησίμευε για την ανύψωσή τους. περίσταση, η Η κιονοστοιχία που περιτρέχει ένα οικοδόμημα. στυλοβάτης, ο Το ανώτατο τμήμα της κρηπίδας, όπου εδράζονται οι κίονες ή οι πεσσοί (δηλαδή οι στύλοι) του οικοδομήματος. σύνδεσμος, ο Μεταλλικός δεσμός που συνέδεε κάθετα ή/και οριζόντια τους πώρινους, ασβεστολιθικούς ή μαρμάρινους λιθόπλινθους των μνημειωδών οικοδομημάτων. Οι σύνδεσμοι ήταν συνήθως σιδερένιοι και σπανιότερα ορειχάλκινοι. Είχαν σχήμα διπλού πελέκεως ή Ζ ή Η ή σχήμα χελιδονοουράς (πελεκινοί). φάτνωμα, το Κοίλες εσοχές, τετράγωνης ή πολυγωνικής μορφής, με διακοσμητικό χαρακτήρα, που διαμορφώνονται στην οροφή των κτηρίων. Στο εσωτερικό τους έφεραν ανάγλυφη ή γραπτή διακόσμηση. Συνήθως διακοσμούνταν με φυτικά μοτίβα. ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία, η Σύστημα τοιχοποιίας του οποίου οι στρώσεις δεν είναι ισοϋψείς, αλλά μεταξύ μιας ή περισσότερων παρεμβάλλονται χαμηλότερες. Διακρίνεται, όπως Δημιουργήθηκε στις 13/8/2017 Σελίδα 9/10
Για παραπομπή : Ruggendorfer Peter,, 2002, και το ισόδομο σύστημα, σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το είδος των αρμών. Δημιουργήθηκε στις 13/8/2017 Σελίδα 10/10