ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Κατεύθυνση: Ψυχοπαιδαγωγικές συνιστώσες της



Σχετικά έγγραφα
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 17 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 19 ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ 25 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 27

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

186 Γλώσσας Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνειων Χωρών Θράκης (Κομοτηνή)

ΒΡΕΦΟΝΗΠΙΟΚΟΜΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΘΕΜΑ

Στάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΡΑΜΑΣ

Η ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣΗΜΟ

334 Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης Δυτ. Μακεδονίας (Φλώρινα)

Πριν μερικές ημέρες, μουσουλμάνοι μαθητές έβαλαν «λουκέτο σε σχολείο στην Κομοτηνή, αναρτώντας στην κεντρική είσοδο ανακοινώσεις με τα αιτήματά τους.

ΓΕΩΓΡΑΦΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

Η εκπαίδευση της μειονότητας: δομή και θεσμικό πλαίσιο Νέλλη Ασκούνη 1

VII. ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ : ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΕΚΠ/ΚΩΝ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΦΥΛΟ

ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίμηνο 2006

Το Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα

ΕΛΠ 40. Εθνοπολιτισμικές ταυτότητες και χορευτικά ρεπερτόρια του Βορειοελλαδικού χώρου.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Γιώργος Σταμέλος ΠΤΔΕ Πανεπιστήμιο Πατρών

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2005

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Μαθητές και πολιτισµική ετερότητα: Εµπειρίες, αντιλήψεις και στάσεις των µαθητών απέναντι στο διαφορετικό 2. Ιωάννινα 2004

Συντοµογραφίες 11 Πρόλογος 13 Εισαγωγή 15

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III. Αξιολόγηση Τµήµατος από τους Αποφοίτους

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...9 Βραχυγραφίες...13 Εισαγωγή: Οι µουσουλµάνοι της Ελλάδας την περίοδο

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών

Στόχοι και κατευθύνσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση

Μετανάστευση. Ορισμός Είδη Ιστορική αναδρομή

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

Σκούρτου, Ε. (2011). Η Διγλωσσία στο Σχολείο. Αθήνα: Gutenberg. Γλώσσες και Διγλωσσία στον Κόσμο. Κεφάλαιο Πρώτο

Η αποδοχή του «άλλου»

Λύδια Μίτιτς

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

Το νέο κοινωνιολογικό πλαίσιο του πολυπολιτισμικού σχολείου

φιλολογικές σελίδες, ιστορία κατεύθυνσης γ λυκείου

ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ: ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΙ ΤΟΠΟΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΣΗΜΕΡΑ. 1.1 Εισαγωγή

Έλληνες, Ευρώπη, κόσμος & εθνική ταυτότητα

Προκήρυξη. Πανελλήνιος Σχολικός Διαγωνισμός «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΟΥ»

Α08 01 Ακ. έτος Χατζηδάκη Ασπασία. Δίγλωσσοι μαθητές στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα

5 Οι ικανότητες του χρήστη/μαθητή

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

ΤΣΑΡΕΚΤΣΗ ΤΖΕΝΑΝ ΥΠΟΤΡΟΦΟΣ Ι.Κ.Υ.

1976/77 και µια σειρά από νόµους που ψηφίστηκαν, κατά κύριο λόγο την τριετία Αν κάποιος προσπαθούσε να σκιαγραφήσει σε αδρές γραµµές την

Πίνακας 4.1 : Eργασιακά χαρακτηριστικά Εργατικό δυναµικό (άτοµα)

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ» Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση

Ακολουθεί η περιγραφή του δείγµατος και κατόπιν αναλύονται τα αποτελέσµατα για κάθε κατηγορία ανηλίκων και ενηλίκων χωριστά.

Project: COMPASS LLP-1-AT-LEONARDO-LMP ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

ποδράσηη Ανιχνεύοντας το παρελθόν Σχέδια εργασίας σχολείων-μουσείων σχολικού έτους ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ

ποδράσηη Έθιμα γάμου διαφορετικών πολιτισμικών κοινοτήτων Σχέδια εργασίας σχολείων-μουσείων σχολικού έτους ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ

Επαγγελματικές Προοπτικές. Επιστημόνων Κοινωνικής Πολιτικής στην Εκπαίδευση. Πρόεδρος Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ: 2012

Διδάσκοντας την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα στη Δημοτική Εκπαίδευση

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ τρίµηνο 2003

Αγαπητοί συνάδελφοι Δήμαρχοι, εταίροι στο πρόγραμμα

ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ: Εισαγωγικά στοιχεία

Ο ΥΣΣΕΑΣ Ερευνητικό εκπαιδευτικό πρόγραµµα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης σε ηµοτικά Σχολεία της Ελλάδος

«Ενισχύοντας την κοινωνική ένταξη των μαθητών με διαφορετική πολιτισμική προέλευση»

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίµηνο 2005

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Στόχοι και κατευθύνσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.).

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Κ.Ε.) ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΥΨΗΛΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ (Ν. 4071/2012)

ΓΕΝEΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Κοινωνίες αγροτικού τύπου (παραδοσιακές, στατικές κοινωνίες)

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Μετανάστευση, μειονότητες, ανθρώπινα δικαιώματα

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

ΑΞΟΝΑΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ 7: «Ενίσχυση της δια βίου εκπαίδευσης ενηλίκων στις 8 Περιφέρειες Σύγκλισης»

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ. Παρουσίαση του προβλήματος της λαθρομετανάστευσης στην Κύπρο:

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

H διγλωσσία στο εκπαιδευτικό μας σύστημα

1ο Σχέδιο. δεδοµένων της Β και Γ στήλης, που αντιστοιχούν στα δεδοµένα της Α στήλης. A. Βασικοί όροι των συνθηκών Β. Συνθήκες Γ.

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20 ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΕΚΚΕ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «TO ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. WORLD INTERNET PROJECT GREECE»

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ο σκοπός της πρότασης

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ Μέρος Α

(δ) Ο Μαθητής γίνεται «γλωσσοµαθής». Αποκτά επάρκεια στη χρήση προφορικά και γραπτά τουλάχιστον µιας ξένης γλώσσας και σε δεύτερη φάση δυο ξένων

Τίτλος: The nation, Europe and the world: Textbooks and Curricula in Transition

Περιεχόμενα. ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Παντελής Γεωργογιάννης) 19

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ τρίµηνο 2004

Διγλωσσία και Εκπαίδευση

Project A2- A3. Θέμα: Σχολείο και κοινωνική ζωή Το δικό μας σχολείο. Το σχολείο των ονείρων μας Το σχολείο μας στην Ευρώπη

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τα σύγχρονα σχολικά εγχειρίδια της τουρκικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια μειονοτική εκπαίδευση της Δυτικής Θράκης

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Κατεύθυνση: Ψυχοπαιδαγωγικές συνιστώσες της πολυπολιτισµικότητας ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2014 1

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ : «ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ» ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «Διερεύνηση του ρόλου των εκπαιδευτικών σχετικά με την ανάπτυξη της διγλωσσίας και της διπολιτισμικής ταυτότητας των μουσουλμάνων μαθητών- τριων που φοιτούν σε πλειονοτικό σχολείο» ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΚΟΒΑΝΙΔΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, Α.Μ (191) ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΤΣΟΚΑΛΙΔΟΥ ΡΟΥΛΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 6 ΠΕΡΙΛΗΨΗ 7 ΜΕΡΟΣ 1 ο :ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ 1.1 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ 8 1.2 Ο ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1.3 Η ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ 1.4 Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ 12 13 20 2. ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ 25 2.1 ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΙΔΗ-ΜΟΡΦΕΣ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑΣ 28 2.1.1 ΑΤΟΜΙΚΗ- ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ 29 2.1.2 ΕΛΙΤΙΣΤΙΚΗ- ΛΑΪΚΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ 33 2.1.3 ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ-ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ 34 2.1.4 ΠΡΩΙΜΗ-ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ 35 2.1.5 ΦΥΣΙΚΗ- ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ 35 2.1.6 ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΗ- ΣΥΝΘΕΤΗ- ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ 36 2.1.7 ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ- ΙΣΟΡΡΟΠΗΜΕΝΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ 37 2.1.8 ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΗ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ 38 3

2.1.9 ΔΙΠΛΗ ΗΜΙΓΛΩΣΣΙΑ 41 2.2 ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ 46 2.3 ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΙΓΛΩΣΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 48 2.4 ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΓΛΩΣΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 52 2.5 ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ- ΑΓΩΓΗ 53 2.6 ΔΙΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ 57 3. ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ 60 3.1 ΑΤΟΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ- ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ 64 3.1.1 ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ 69 3.1.2 ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ 78 3.1.3 ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ 82 3.1.4 ΔΙΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ 83 ΜΕΡΟΣ 2 ο :ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 87 2. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 93 2.1 ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ 93 2.2 ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 94 2.3 ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ-ΔΕΙΓΜΑ 94 3.ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ 95 4. ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Ι 96 5. ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΙΙ 102 6. ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΙΙΙ 107 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ- ΣΥΖΗΤΗΣΗ 121 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 130 4

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 132 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 139 5

Πρόλογος-Ευχαριστίες Με την παρούσα έρευνα επιχειρήθηκε η διερεύνηση του εκπαιδευτικού ρόλου των εκπαιδευτικών-τριων (ως προς τη διγλωσσία και τη διπολιτισµική ταυτότητα), που διδάσκουν στην εκπαιδευτική βαθµίδα της πρωτοβάθµιας, σε τµήµατα «µικτά» µε µαθητές-τριες της µουσουλµανικής µειονότητας της περιοχής της Ξάνθης. Το θέµα προσεγγίστηκε διττά: σε θεωρητικό και ερευνητικό επίπεδο. Η πραγµατοποίηση της έρευνας δε θα ήταν εφικτή δίχως τη συµµετοχή των µαθητών-τριών του 11 ου δηµοτικού σχολείου Ξάνθης που πρόθυµα δέχτηκαν να συµµετέχουν στην έρευνα, παραχωρώντας συνέντευξη και των εκπαιδευτικών-τριων που επίσης µε µεγάλη προθυµία έλαβαν µέρος στην έρευνα, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφορικά µε θέµατα διγλωσσίας, δίγλωσσης εκπαίδευσης και πολιτισµικής ταυτότητας. Η παρούσα εργασία εντάσσεται στο πλαίσιο του µεταπτυχιακού προγράµµατος σπουδών µου Ψυχοπαιδαγωγική της ένταξης :«Ένα σχολείο για όλους» και συγκεκριµένα στην κατεύθυνση Ψυχοπαιδαγωγικές συνιστώσες της πολυπολιτισµικότητας και αποτέλεσε για µενα ένα πολύτιµο «ταξίδι». Στο σηµείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω θερµά την επιβλέπουσα καθηγήτριά µου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνιογλωσσολογίας και Διδασκαλίας της Γλώσσας του Τ.Ε.Ε.Π.Α.Ε. του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου για τη βοήθεια και την συνεργασία στην διεκπεραίωση της εργασίας. Καθώς και τα µέλη της επιτροπής τον κ. Τσιούµη και τον κ. Χατζησαββίδη για την συνεργασία. Ακόµη, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους καθηγητές του µεταπτυχιακού, την οικογένεια µου και τους στενούς µου ανθρώπους, για την ψυχολογική υποστήριξη και για τη συµβολή τους στην πραγµατοποίηση της παρούσας πτυχιακής µελέτης. 6

Περίληψη H παρούσα εργασία, είναι διαρθρωµένη σε δύο µέρη: στο Α µέρος- Θεωρητικό, στο οποίο υπάρχουν βιβλιογραφικές αναφορές και αναπτύσσονται θεωρητικά ζητήµατα που σχετίζονται µε τη µουσουλµανική µειονότητα καθώς και θέµατα γλώσσας, διγλωσσίας, δίγλωσσης εκπαίδευσης και διαµόρφωσης ταυτοτήτων και στο Β µέροςερευνητικό, στο πλαίσιο του οποίου πραγµατοποιήθηκε µικρής εµβέλειας εµπειρική έρευνα µε στόχο να αποκαλύψει τον βαθµό που το σχολείο - µέσω των εκπαιδευτικών-τριων που αποτελούν τους διεκπεραιωτές της επίσηµης εκπαιδευτικής πολιτικής και έχουν τη δύναµη να µεταδίδουν γλωσσικά και πολιτισµικά πρότυπα - συµβάλλει ή όχι στην ανάπτυξη της διγλωσσίας και της διπολιτισµικής ταυτότητας οι οποίες αποτελούν, εξάλλου, βασικές αρχές της διαπολιτισµικής εκπαίδευσης. Πρόκειται για µια ποιοτική έρευνα, µε εργαλείο συλλογής δεδοµένων τη συνέντευξη. Δείγµα της έρευνας αποτέλεσαν δέκα εκπαιδευτικοί (5 άντρες και 5 γυναίκες) και δέκα µαθητές-τριες (µουσουλµάνοι-ες και µη, 6 κορίτσια και 4 αγόρια) που διδάσκουν και φοιτούν αντίστοιχα στο 11 ο δηµοτικό σχολείο Ξάνθης. Το υλικό που συγκεντρώθηκε από τις συνεντεύξεις αναλύθηκε µε τη µέθοδο ανάλυσης περιεχοµένου. 7

Κεφάλαιο 1: Η πολυπολιτισµικότητα της Θρακικής κοινωνίας 1.1 Ιστορική αναδροµή της Θράκης Η Θράκη είναι µια γεωγραφική περιοχή των Βαλκανίων στη νοτιοανατολική Ευρώπη.Σήµερα το όνοµα Θράκη αναφέρεται στην περιοχή που εκτείνεται στη νότια Βουλγαρία (βόρεια Θράκη), τη βορειοανατολική Ελλάδα (δυτική Θράκη), και την ευρωπαϊ κή Τουρκία (ανατολική Θράκη). Η δυτική Θράκη αποτελεί το βορειοανατολικό άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Συνορεύει δυτικά µε την ανατολική Μακεδονία (νοµοί Καβάλας και Δράµας), βόρεια µε τη Βουλγαρία, ανατολικά µε την Τουρκία και νότια µε το Θρακικό πέλαγος. Οι ποταµοί Έβρος και Νέστος αποτελούν το ανατολικό και δυτικό όριο της. Η έκταση της Θράκης ανέρχεται σε 8578 τετρ. χλµ. Και ο πληθυσµός της σε 338.005 κατοι κους. Ο πληθυσµός της είναι κατεξοχήν αγροτικός µε 157.564 κατοίκους, αστικός µε 130.393 κατοίκους και ηµιαστικός µε 50.048 κατοίκους (Μπακιρτζής & Τριαντάφυλλος, 2001). Η περιοχή της δυτικής Θράκης υπάγεται διοικητικά στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Κατά την αρχαιότητα ο ιθαγενής πληθυσµός της Θράκης ήταν άθροισµα συγγενών αλλά πολιτικά κατακερµατισµένων και ανταγωνιστικών ινδοευρωπαϊ κών φυλών µε κοινή γλώσσα και πολιτισµό. Κατά τον 7ο και 6ο αιώνα π.χ. έγιναν οι πρώτες ελληνικές αποικίες στη Θράκη καθώς οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής κέντρισαν το ενδιαφέρον των Ελλήνων, οι Θράκες δέχτηκαν την πολιτισµική επιρροή των Ελλήνων διατηρώντας όµως για πολύ καιρό τη γλώσσα τους και τον πολιτισµό τους. Ο πολιτισµός που γεννήθηκε στη Θράκη, όπως πολλοί ιστορικοί περιγράφουν, αλλά όπως φαίνεται και από τα ευρήµατα των αρχαιολογικών ανασκαφών, παρουσιάζει ένα λαό µε πολλές φυλές. Ειδικότερα ο Ηρόδοτος γύρω στα µέσα του 5ου αιώνα π.χ. τους αναφέρει ως το δεύτερο πολυπληθέστερο λαό (µετά τους Ινδούς) στον τότε γνωστό κόσµο και ως τον πιο ισχυρό από όλους υπολογίζοντας όλες τις φυλές ενωµένες (Λουκοπούλου, 2000). Η θρησκεία των Θρακών ει χε ως πυρήνα της ζωής, τη γονιµότητα. Τη γέννηση την είχαν συνδυασµένη µε τον θρήνο καθώς πίστευαν ότι το νεογέννητο θα γνώριζε τις δυστυχίες του κόσµου και το Θάνατο µε γιορτές και χορούς για το νεκρό. Η ελληνική 8

θρησκεία µεταδόθηκε στους Θράκες µέσω των εγκατεστηµένων αποίκων, επισκιάζοντας την υπάρχουσα ντόπια θρησκεία (Αποστολίδης, 2000). Οι Θράκες έδιναν ιδιαίτερη έµφαση στη λατρεία του θεού Διονύσου προς τιµή του οποίου έκαναν πολήµερες γιορτές και θυσίες όπως και τα Διονύσια µυστήρια που αναφέρονται σε πολλές ιστορικές πηγές. Σηµαντικότερα από αυτά τα µυστήρια ήταν τα Καβείρια, τα οποία τελούσαν οι Κάβειροι που ήταν ένας λαός που ζούσε στη σηµερινή Ροδόπη και στο νησί Σαµοθράκη. Κατά την κλασική περίοδο οι Θράκες διασπάστηκαν σε πολυάριθµες φυλές µε ισχυρότερα τα βασίλεια των Οδρυσών και της Δακίας. Το 46 µχ. η Θράκη γίνεται ρωµαϊ κή επαρχία µετά από σθεναρή αντίσταση των Θρακών µε πρωτεύουσα την Πέρινθο. Οι Ρωµαιόι αποδέχθηκαν την πολιτική οργάνωση των Ελλήνων και το ελληνικό σύστηµα διοίκησης. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα να µην υπάρχει άµεση διοικητική επαφή µε τον πληθυσµό της Θράκης παρά µόνο έµµεση. Έτσι οι Έλληνες της Θράκης διατήρησαν τους πολιτικούς τους θεσµούς. Σχεδόν όλες οι φυλές εξελίχθησαν ήδη κατά την ρωµαϊ κή εποχή σε στρατηγίες1. Κατά τη Ρωµαϊ κή κυριαρχία στη Θράκη ο εξελληνισµός των Θρακών συνεχίστηκε µε έντονο ρυθµό, οι οποίοι αναφέρονται φιλόνοµοι και φιλειρηνικοί µε κύριες ασχολίες την γεωργία και την κτηνοτροφία (Μπακιρτζής & Τριαντάφυλλος, 2001). Οι πόλεις ενισχύθηκαν δηµογραφικά και από τη µετανάστευση ελληνικού ή εξελληνισµένου πληθυσµού από τις ανατολικές επαρχίες του ρωµαϊ κού κράτους ενώ παράλληλα αναπτύχθηκαν µεγάλοι δρόµοι που ένωσαν σηµαντικές πόλεις µε τη θάλασσα και την Κεντρική Ευρώπη. Το σηµαντικότερο επίτευγµα εκείνης της εποχής ήταν η δηµιουργία της Εγνατίας οδού που είχε µήκος 800χλµ και συνέδεε το Δυρράχιο µε το Βυζάντιο και που τµήµατά της διατηρούνται µέχρι σήµερα στους νοµούς της Ροδόπης και του Έβρου. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η Θράκη αναβαθµίζεται σηµαντικά από τη στιγµή που ο Κωνσταντίνος ιδρύει πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους την Κωνσταντινούπολη (324) και από µεθοριακή και δευτερεύουσας σηµασίας επαρχία, µετατρέπεται σε προµαχώνα της νέας Ρώµης (Αποστολίδης, Μηναΐδη & Φακίδη, 2000). Αυτό έχει ως αποτέλεσµα την προσέλκυση µεγάλου αριθµού ατόµων στην περιοχή µε σκοπό την αναζήτηση µιας καλύτερης ζωής. Το κέντρο του ελληνισµού µεταφέρεται από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη και στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Στην περίοδο από τον Μεσαίωνα µέχρι τα νεότερα χρόνια η ιστορία της Θρα κης είναι 9

ουσιαστικά ιστορία της Βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης. Η κυρίως Θράκη, µεταξύ Στρυµόνα, Αίµου, Αιγαίου και Ευξείνου, αποτελεί την ενδοχώρα της Κωνσταντίνου Πόλεως. Όσο η αυτοκρατορία παρακµάζει και συρρικνώνεται, τόσο περισσότερο γίνεται θρακική, έως την οθωµανική κυριαρχία. Η κατάκτηση της Θράκης από τους Τούρκους πραγµατοποιήθηκε νωρίτερα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια της Οθωµανικής κυριαρχίας η Θράκη διαχωρίζεται σε οικιστικές µονάδες σύµφωνα µε τα πρότυπα της Οθωµανικής αυτοκρατορίας ώστε να γίνεται ευκολότερη η επιβολή φόρων. Έτσι, συναντάµε στην περιοχή της Θράκης τη δεδοµένη χρονική στιγµή τον Καζά του Γενιτζέ Καρασού, ο σηµερινός νοµός της Ξάνθης και τον καζά της Γκιουµουλτζίνας µε πρωτεύουσά του τη σηµερινή Κοµοτηνή. Οι καζάδες διαχωρίζονται σε µικρότερες οικιστικές µονάδες που έχουν σηµείο αναφοράς το άστυ ή το χωριό και καταγράφονται κάθε φορά µε την υπαγωγή τους σε ένα τιµάριο, ζιαµέτι, χάσι, ή βακούφι (Μπαλτά, 2000). Οι Οθωµανοί διέκριναν τους υπηκόους σε µουσουλµάνους και µη µουσουλµάνους δίνοντας περισσότερα προνόµια στους πρώτους και περισσότερα κίνητρα στους δεύτερους, ώστε να ασπαστούν τον ισλαµισµό. Παραδείγµατα των µέτρων που έλαβαν αποτελούν το παιδοµάζωµα και το χαράτσι ή αλλιώς κεφαλικός φόρος. Αυτή η ιστορική περίοδος αποτέλεσε σταθµό στην µετατροπή πολλών θρακικών πληθυσµών σε µουσουλµανικούς. «Ο ντόπιος αστικός και αγροτικός πληθυσµός παρέµεινε στενά δεµένος µε τα κέντρα της Ορθοδοξίας, την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Ο ορεινός πληθυσµός (Ποµάκοι), αποκλεισµένος στα βουνά της Ροδόπης, διατήρησε τα ήθη και τα έθιµά του, µολονότι εξισλαµίστηκε, κυρίως των 17ο αιώνα» (Μπακιρτζής & Τριαντάφυλλος, 2001:12). Με τη πάροδο των χρόνων η πολιτική του οθωµανικού κράτους απέναντι στους αλλόθρησκους άλλαξε ως προς το καλύτερο καθώς µε τον εξισλαµισµό µεγάλου µέρους του πληθυσµού µειώθηκαν κατά πολύ τα έσοδα του κράτους. Παράλληλα παρατηρούµε µεταφορές άλλων εθνοτήτων, όπως οι Αθίγγανοι, οι Αρµένιοι και οι Εβραίοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή της Κοµοτηνής (Κιουµουλτζίνα). Ωστόσο, η περίοδος εκείνη χαρακτηρίζεται και από µεταφορές ελληνικών φύλλων προς τη Θράκη, όπως τους Ηπειρώτες, τους Θεσσαλούς και τους Πελοποννήσιους. Οι πληθυσµοί αυτοί απορροφήθηκαν από τον γηγενή ελληνικό πληθυσµό, µε αποτέλεσµα να αποτελούν τους σηµερινούς Θρακιώτες. 10

Στη νεότερη ιστορία το µεγαλύτερο µέρος της Θράκης πέρασε στη Βουλγαρία το 1878 µε τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου για να επανέλθει στη συνέχεια µε την αναθεώρηση της συνθήκης µεγάλο µέρος της ξανά στους Οθωµανούς και το υπόλοιπο να ανακηρυχτεί σε ξεχωριστό κράτος υποτελές στον σουλτάνο µε το όνοµα «Ανατολική Ρωµυλία». Με τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913 η Δυτική Θράκη προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία, ενώ η Ανατολική, συµπεριλαµβανοµένης και της Αδριανουπόλεως, παρέµεινε στην Οθωµανική Αυτοκρατορία. Η συνθήκη του Νεϊ γύ το 1919 απέδωσε το µεγαλύτερο µέρος της δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, ενώ µε τη συνθήκη των Σεβρώνκαι η τουρκική Θράκη ως την γραµµή της Τσατάλτζας περιήλθε στην Ελλάδα. Όµως, µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να εκκενώσει την Ανατολική Θράκη και να υποχωρήσει πέραν του Έβρου. Η συγκεκριµένη κατάσταση παγιώθηκε µε την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης που οριστικοποίησε τα σηµερινα ελληνοτουρκικά σύνορα. Η συνθήκη της Λωζάννης (Παράρτηµα 1) αποτέλεσε σταθµό για την µετέπειτα εξέλιξη της Θράκης µέχρι σήµερα. Ήταν µία ειρηνική συνθήκη ανάµεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέµησαν στον πρώτο παγκόσµιο πόλεµο και στην µικρασιατική καταστροφή καθώς και αυτές που συµµετείχαν στη συνθήκη των Σεβρών συµπεριλαµβανόµενης και της ΕΣΣΔ (που δεν συµµετείχε στην προηγούµενη συνθήκη). Κατήργησε τη συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από τη νέα κυβέρνηση της Τουρκίας µετά την εκδίωξη του Ελληνικού στρατού από τον τουρκικό. Με την υπογραφή της συνθήκης η Τουρκία ανέκτησε την ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγίου, την περιοχή της Σµύρνης και της Διεθνοποιηµένης ζώνης των στενών. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος, λόγω έλλειψης χρηµάτων, τις πολεµικές επανορθώσεις. Η αποπληρωµή έγινε µε επέκταση των τούρκικων εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συµφωνίας και την παραχώρηση των νησιών Ίµβρος και Τένεδος στην Τουρκία µε τον όρο τις ευνοϊ κής διοίκησης για τους Έλληνες. Σε αντάλλαγµα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για της παλιές περιοχές της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώµατα των µειονοτήτων στην Τουρκία (Αγγελόπουλος κ.α.,2010). Η απόφαση για την ανταλλαγή µειονοτήτων από την Ελλάδα και την Τουρκία έγινε µε ξεχωριστή συµφωνία µεταξύ των δύο χωρών. Η ανταλλαγή προέβλεπε τη 11

µετακίνηση Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθόδοξου θρησκεύµατος, από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα και Ελλήνων υπηκόων µουσουλµανικού θρησκεύµατος από την Ελλάδα στην Τουρκία (Παράρτηµα 1,Συνθήκη της Λωζάννης, τµήµα VI, άρθρο 1). Μαζί µε τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθµός Αρµενίων και Συροχαλδαίων, καθώς και Αθίγγανοι. Εξαίρεση στην ανταλλαγή αποτέλεσαν οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης και οι κάτοικοι της Ίµβρου και της Τενέδου ενώ στην Ελλάδα παρέµειναν 86.000 µουσουλµάνοι της δυτικής Θράκης (Συνθήκη της Λωζάννης, τµήµα VI, άρθρο 2). 1.2 Ο πολυπολιτισµικός χαρακτήρας της Θρακικής κοινωνίας Σήµερα στην περιοχή της Θράκης στοιχεία κοινωνίας δυτικού τύπου συναντούν αυτά της ανατολίτικης κουλτούρας φτιάχνοντας ένα πολιτισµικό συνοθύλευµα και αποτελώντας παράδειγµα συνύπαρξης δύο κοινωνιών. Η µειονότητα της Θράκης αποτελεί τη µοναδική νοµικά αναγνωρισµένη µειονότητα της Ελλάδας. Γεωγραφικά ο πληθυσµός αυτός κατανέµεται και στους τρεις νοµούς της Θράκης µε το µεγαλύτερο τµήµα του να κατοικεί στους νοµούς της Ξάνθης και της Ροδόπης καλύπτοντας κυρίως τον ορεινό όγκο των δύο νοµών. Με τον όρο µειονότητα νοείται µια οµάδα ατόµων η οποία, εξαιτίας των φυσικών ή και των πολιτισµικών της χαρακτηριστικών, διαφοροποιείται από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο στον χώρο στον οποίο ζει. Η διαφοροποίηση αυτή εκφράζεται µε τη διαφορετική και άνιση µεταχείριση και γι αυτό τα µέλη της οµάδας θεωρούν τον εαυτό τους αντικείµενο συλλογικής διάκρισης (Wirth, 1945). Στον ορισµό της µειονότητας δίνονται τρεις διαστάσεις σύµφωνα µε τον Dworkin. Η πρώτη είναι ότι τα µέλη της έχουν κοινή ταυτότητα, υπάρχει οµαδική συνείδηση στη σύσταση της µειονότητας και έχει διαφοροποιηµένη κοινωνική ισχύ (Dworkin, 1975). Η τρίτη διάσταση υπονοεί την κοινωνική ισχύ η οποία καθορίζει τις σχέσεις κυρίαρχου-κυριαρχούµενου, προνοµιούχου-µη προνοµιούχου (Παπαστάµου & Μιούνυ, 1983). Αναλυτικότερα στον νοµό Ξάνθης αποτελεί το 47,2%, στον νοµό Ροδόπης το 59,6% και στο νοµό Έβρου το 6,6% του τοπικού πληθυσµού. Πρόκειται για πληθυσµό µε κύριο επάγγελµά του τη γεωργία και την κτηνοτροφία και µε εξαιρετικά χαµηλό µορφωτικό επίπεδο. Όσον αφορά το ακριβές πληθυσµιακό µέγεθος της µειονότητας δεν υπάρχουν ακόµα στοιχεία πλήρως αποδεχτά από όλους (Dalegre, 1997, Akgonul, 1999). Σύµφωνα µε τις ελληνικές πηγές τα µέλη της µειονότητας φτάνουν τα 115.000 (απογραφή 1991) και αποτελεί το 33% του πληθυσµού ενώ σύµφωνα µε τις τουρκικές 12

κυµαίνονται στα 170.000 (Dalegre, 1997). Η αδυναµία της αριθµητικής προσέγγισης της µειονότητας από τις δύο χώρες φανερώνει τόσο το µέτρο του πολιτικού διακυβεύµατος αυτού του ζητήµατος όσο και το πόσο εµφανίζεται στις διακυµάνσεις των σχέσεων τους. Μιλώντας για τις διακυµάνσεις των σχέσεων των δύο χωρών θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζαµε αν αυτές οι διακυµάνσεις αντικατοπτρίζονται στις σχέσεις χριστιανών και µουσουλµάνων. Τέτοια µελέτη δεν υπάρχει. Υπάρχουν µόνο άρθρα και βιβλία τα οποία ωστόσο εκφράζουν τις προσωπικές απόψεις, εµπειρίες και στάσεις των συγγραφέων τους. Όπως αναφέρει ο Βακαλιός (1997) θα µπορούσαµε υποθετικά να δεχτου µε την άποψη ότι η πλειοψηφία των χριστιανών Ελλήνων δεν κατέχεται από εχθρικά αισθήµατα έναντι των µουσουλµάνων και ότι οι σχέσεις τους σε ατοµικό επίπεδο είναι γνήσια αρµονικές (µε την παρατήρηση ότι οι µουσουλµάνοι προτιµούν να κινούνται µέσα στο δικό τους κλειστό χώρο της µειονότητας ιδιαίτερης απόχρωσης στην οποία ανήκουν). Επίσης, δεχόµαστε βασιζόµενοι περισσότερο σε εµπειρικά δεδοµένα αλλά και σε µελέτες, ότι υπάρχουν συµπεριφορές διάκρισης και ρατσισµού που πλήττουν το µουσουλµάνο στο θρήσκευµα Έλληνα πολίτη. 1.3 Η Μουσουλµανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης. Εισαγωγή Γενικά Χαρακτηριστικά Το µουσουλµανικό στοιχείο προϋ πήρχε στον ελλαδικό χώρο πολύ πριν την ανταλλαγή των πληθυσµών του 1923. Ο Βογιατζής (1998:72) αναφέρεται στην εµφάνιση τουρκόφωνων µουσουλµάνων στην σηµερινή ελληνική Θράκη στα µέσα του 14ου αιώνα. Παρόµοια και ο Popovic (Ασηµακοπούλου & Χρηστίδου- Λιοναράκη,2002:214) αναφέρει ότι οι ρίζες της µουσουλµανικής µειονότητας στη Θράκη θα πρέπει να αναζητηθούν στα χρόνια της οθωµανικής κατάκτησης της χώρας (1354-1715), στους εποικισµούς της περιοχής από µουσουλµάνους προερχόµενους από την ανατολή αλλά και στους εξισλαµισµούς. Με τον όρο «Μουσουλµανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης» εννοούµε τους µουσουλµάνους στο θρήσκευµα Έλληνες πολίτες, το νοµικό καθεστώς των οποίων διέπεται επισήµως από τη συνθήκη της Λωζάννης και την σύµβαση για την ανταλλαγή των ελληνικών και τουρκικών πληθυσµών στις 30 Ιανουαρίου 1923. Είναι η µοναδική αναγνωρισµένη θρησκευτική µειονότητα στην Ελλάδα από το 1920 µέχρι και σήµερα (Ασηµακοπούλου & Χρηστίδου-Λιοναράκη,2002:226). Η συνθήκη προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσµών Ελλάδας και Τουρκίας εκτός του 13

πληθυσµού της δυτικής Θράκης και τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίµβρου και Τενέδου οι οποίες παρέµειναν ως µειονότητες στις δύο χώρες(τσιούµης,2006:99).μετά από δεκαετίες οι χώρες συνυπέγραψαν συµπληρωµατικές συµφωνίες προκειµένου να καλυφτούν διάφορα θέµατα όπως γλωσσικά, εκπαιδευτικά και θρησκευτικά (π.χ το ελληνοτουρκικό µορφωτικό πρωτόκολλο του 1968 ) (Τσιούµης,2010:131) Ο όρος µειονότητα σύµφωνα µε τον Παναγιωτίδη (1995:15) αποτελεί έννοια του διεθνούς δικαίου µε την οποία προσδιορίζονται πληθυσµιακά τµήµατα της χώρας και διαφέρουν από την πλειονότητα των υπηκόων της χώρας στην οποία βρίσκονται ως προς τη θρησκεία, τη γλώσσα, τη φυλετική καταγωγή και την εθνική συνείδηση. Ενώ στην επιστήµη της κοινωνιολογίας σύµφωνα µε τον κοινωνιολόγο Giddens (2009:789) αναφέρεται ότι «µειονοτική είναι η οµάδα, τα µελή της οποίας υφίστανται δυσµενή διακριτική µεταχείριση από τα µέλη της πλειονότητας του πληθυσµού της κοινωνίας στην οποία ζουν. Τα µέλη της µειονοτικής οµάδας διακατέχονται συχνά από ένα ισχυρό συναίσθηµα οµαδικής αλληλεγγύης, το οποίο προέρχεται µέχρι ενός σηµείου από την συλλογική εµπειρία της δυσµενούς διάκρισης που υφίστανται.» Σε ευρωπαϊ κό επίπεδο και στην Σύµβαση-πλαίσιο για την προστασία των εθνικών µειονοτήτων που τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου το 1998 δεν περιέχεται ένας σαφής και αποδεκτός ορισµός της έννοιας της «εθνικής µειονότητας» και αυτό επειδή τα κράτη µέλη του συµβουλίου της Ευρώπης δεν έχουν συµφωνήσει σε κάτι από κοινού. Έτσι, τους δίνεται η δυνατότητα σε κάθε µέρος της σύµβασης -πλαισίου να επιλέξουν ποιες οµάδες πρέπει να εµπεριέχονται στην σύµβαση-πλαίσιο. Δεσµεύονται στο να γίνει η επιλογή µε καλή πίστη και σύµφωνα µε τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου και τις θεµελιώδεις αρχές που αναφέρονται στο Άρθρο 3 της Σύµβασης-πλαισίου. Η συνθήκη της Λωζάννης αναφέρεται αποκλειστικά για τους διαµένοντες µουσουλµάνους στην γεωγραφική περιοχή της Θράκης. Η γεωγραφική κατανοµή του µειονοτικού πληθυσµού βρίσκεται µε το µεγαλύτερο ποσοστό στην πόλη της Κοµοτηνής, της Ξάνθης και ένα µικρό ποσοστό στην Αλεξανδρούπολη. Το κύριο χαρακτηριστικό της µουσουλµανικής µειονότητας της Δ. Θράκης είναι η ανοµοιογενής σύνθεση του πληθυσµού και η γεωγραφική κατανοµή της. Αποτελείται από τρείς συνιστώσες τους α )Τουρκογενείς β) Ποµάκους γ) Ροµά (Τσιούµης,2006:95). Σύµφωνα, µε τον Μαυροµάτη (2005:72) η πλειοψηφία περίπου 14

τα 2/3 του µειονοτικού στοιχείου, έχουν ως µητρική γλώσσα την τουρκική και οι υπόλοιποι την ποµακική µια νότια σλαβική γλώσσα της περιοχής Ροδόπης, ενώ λιγότερο από το 1/20 έχουν ως µητρικη γλώσσα τη ροµανί (Τσιγγάνικη). Όλοι οι µειονοτικοί γνωρίζουν την τουρκική και ελληνική γλώσσα σε ποικίλους βαθµούς επάρκειας. Ως προς τον πληθυσµό της µειονότητας παρατηρείται µια ασαφή εικόνα για τα πραγµατικά δεδοµένα. Σύµφωνα µε τον Βογαζλή (1954:71) οι µουσουλµάνοι της Δ. Θράκης το 1902 ήταν περίπου 111.000 και το 1920 περίπου 84.000 άτοµα ενώ στη απογραφή του 1951 αναφέρονται 98.839 άτοµα. Η Κανακίδου (1994:63) το 1981 αναφέρει πως υπάρχουν στην Θράκη 96.073 µουσουλµάνοι. Στην απογραφή του Υπουργείου Εξωτερικών το 1991 αναφέρεται πως υπάρχουν 98.000 ή 29% µουσουλµάνοι περίπου στο σύνολο του πληθυσµού της Θράκης το οποίο απαριθµεί 338.000. Σύµφωνα µε την ίδια αναφορα το 50% του πληθυσµού είναι τουρκικής καταγωγής, το 35% είναι Ποµάκοι, και ένα 15% Αθίγγανοι. Ένα ερώτηµα που τίθεται για την απογραφή του Υπουργείου Εξωτερικών είναι το πως συλλέχτηκαν και κατηγοριοποιήθηκαν τα δεδοµένα ως προς τις τρεις συνιστώσες της µειονότητας; Όπως αναφέρθηκε και προηγουµένως η πλειοψηφία του µειονοτικού στοιχείου βρίσκεται στο νοµό Ροδόπης, Ξάνθης και ενός µικρού ποσοστού στον Έβρο. Συµφώνα µε την Κανακίδου (1994:65) το µεγαλύτερο µέρος των Τούρκων βρίσκεται στην Κοµοτηνή, των Ποµάκων στην Ξάνθη και των Αθίγγανων σε ορισµένες περιοχές του Έβρου. Οι Αθίγγανοι µειονοτικοί Ξάνθης και Κοµοτηνής βρίσκονται στο περιθώριο των δύο αστικών κέντρων στην περιφέρεια της Κοµοτηνής στον οικισµό του Ηφαίστου και στην Ξάνθη στην περιοχή του Πούρναλικ και Δροσερού ενώ η πλειοψηφία των Ποµάκων κατοικούν στις ορεινές περιοχές των πόλεων και οι τουρκόφωνοι στα πεδινά των πόλεων. Στις πεδινές περιοχές συνυπάρχουν πληθυσµοί µειονοτικών και πλειονοτικών. Επίσης στην «περιοχή του γιακά» στους πρόποδες Ξάνθης - Κοµοτηνής βρίσκεται µεγάλο ποσοστό µειονοτικού πληθυσµού και µόλις ένα 12% περίπου στους δυο νοµούς αποτελείται από µικτές κοινότητες (Ασηµακοπούλου και, Ασκούνη,2000:49). Κοινωνικά και οικονοµικά χαρακτηριστικά της µειονότητας. Η γεωγραφική κατανοµή του πληθυσµού σε συνάρτηση µε την κοινωνική οργάνωση και τις οικονοµικές δραστηριότητες καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό την κοινωνική ζωή και τις κοινωνικοιοκονοµικές πρακτικές του πληθυσµού. Συµφώνα µε τον Βακαλιό 15

(1991:37) ο αγροτικός και κτηνοτροφικός τοµέας αποτελεί τον πρωταρχικό τοµέα απασχόλησης της µειονότητας. Οι περισσότεροι εργάζονται ως απλοί εργάτες και αγρότες µε κύρια δραστηριότητα του ορεινού όγκου την κτηνοτροφία. Η γεωργία αποτελεί τον πρωτογενή παράγοντα µε διάφορα καλλιεργήσιµα προϊ όντα όπως καπνό, σιτάρι, βαµβάκι, ντοµάτα, καλαµπόκι κ.α. Την δεκαετία του 1980 λόγω της οικονοµικής στενότητας που αντιµετώπιζαν οι κάτοικοι του ορεινού όγκου και της βιοµηχανικής ανάπτυξης παρατηρείται µια εσωτερική εποχιακή ή µόνιµη µετανάστευση των πολιτών στις πόλεις. Οι εσωτερικοί µετανάστες απασχολούνται στη βιοµηχανία ή σε οικοδοµικές εργασίες και στις δυο πόλεις. Χαρακτηριστικό είναι το φαινόµενο της εκµετάλλευσης π.χ. ανασφάλιστη εργασία, µειωµένα ωροµίσθια (Τρουµπέτα,2001:135). Στο νοµό Ροδόπης ο αγροτικός χαρακτήρας του πληθυσµού είναι πιο έντονος από ότι στην Ξανθή. Επίσης,και στις δύο πόλεις (Ξάνθη- Κοµοτήνη) µε εντονότερη παρουσία στην Κοµοτηνή υπάρχει αστικός πληθυσµός που αποτελείται από εµπόρους, τεχνίτες µε σηµαντικότερη παρουσία στα παραδοσιακά επαγγέλµατα. Μία διερευνητική προσπάθεια του προγράµµατος «Εκπαίδευση Μουσουλµανοπαίδων» (Ασκούνη,2006:51) αναφέρει πως στην Ξάνθη µεγάλο µέρος της µειονότητας αποτελείται από εργάτες µε κύρια δραστηριότητα την οικοδοµή. Η εσωτερική και η εξωτερική µετανάστευση των µειονοτικών δεν ήταν µόνο φαινόµενο της δεκαετίας του 80. Υπάρχει µια συνεχής µετανάστευση στο εξωτερικό για εργασία από τα µέλη της µειονότητας. Σύµφωνα µε την Ασκούνη (2006.:52), ο αριθµός των εργαζοµένων από τους οποίους απαιτούνται αυξηµένα προσόντα εκπαίδευσης, είτε ως ελεύθεροι επαγγελµατίες είτε ως µισθωτοί είναι πολύ µικρός και οι περισσότεροι βρίσκονται στην Κοµοτηνή. Στην πλειοψηφία τους έχουν σπουδάσει στην Τουρκία και αυτό έχει να κάνει µε την δυσκολία πρόσβασης στην ελληνική τριτοβάθµια εκπαίδευση. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα, αρκετοί από τους µειονοτικούς που φοίτησαν στην δευτεροβάθµια και τριτοβάθµια εκπαίδευση του εξωτερικού (Τουρκία) να µην γυρίσουν πίσω στις πόλεις και τα χωριά τους µε συνέπεια η µειονότητα να χάνει τα µορφωµένα µέλη της. Εξαίρεση αποτελούν οι απόφοιτοι δάσκαλοι της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδηµίας Θεσσαλονίκης (Ε.Π.Α.Θ) που µετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους έχουν το δικαίωµα και την προτεραιότητα να διορίζονται στα µειονοτικά σχολεία της Θρα κης. Συµπερασµατικά και µε βάση τις βιβλιογραφικές αναφορές θα λέγαµε πως η µειονότητα αποτελείται σε µεγάλο βαθµό από αγρότες, εργάτες, µικρό χαµηλό 16

ποσοστό επιχειρηµατιών και δηµοσίων υπάλληλων στην πρωτοβάθµια µειονοτική εκπαίδευση. Προσωπική άποψη της ερευνήτριας εκτιµά πως µετά τα µέτρα θετικής διάκρισης των µειονοτικών από την πολιτεία το στοιχείο µε την χαµηλή εκπαίδευση αλλάζει µε αυξητικούς ρυθµούς και αυτό επιβεβαιώνεται µε τις µεταβολές που παρατηρούνται στην φοίτηση των µειονοτικών µαθητών στις εκπαιδευτικές δοµές. Μετά το 1990 η πολιτεία αναγνωρίζοντας τα λάθη του παρελθόντος καταργεί µια σειρά από νόµους που ίσχυαν µέχρι τότε και προσφέρει στην µειονότητα µια νέα πραγµατικότητα σε διάφορους τοµείς λαµβάνοντας συνάµα σειρά θετικών µέτρων. Τους επιτρέπεται να ασκούνται όλες οι οικονοµικές ελευθερίες που προβλέπονται από το Σύνταγµα (προστασία ιδιοκτησίας, κοινωνική ασφάλιση, δικαίωµα εργασίας κ.α). Έτσι τα µέλη της µειονότητας έχουν πλέον το δικαίωµα να κάνουν αγοροπωλησίες ακίνητης περιουσίας (Κοττάκης,2000:71), διότι µέχρι τότε µη έχοντας άλλη επιλογή επένδυαν τις οικονοµίες τους όχι στη Θράκη αλλά σε ακίνητα της Τουρκίας. Σύµφωνα µε την Ασκούνη (2006:55), στόχος της πολιτικής αλλαγής είναι «η σταδιακή δηµιουργία προϋποθέσεων κοινωνικής ένταξης και βασικό πεδίο παρέµβασης η εκπαίδευση». Ιστορική θα µπορούσε να σηµειωθεί και η ηµέρα που έπεσε το τείχος της µπάρας όπου µέχρι και το 1996 γινόταν αστυνοµικός έλεγχος για την µετάβαση των πολιτών στις ορεινές περιοχές της Ξάνθης. Οι συνέπειες της αποµόνωσης είναι εµφανείς ακόµη και στις ηµέρες µας. Η άνιση ανάπτυξη και οι εικόνες των µειονοτικών χωριών όπως οι δρόµοι, τα σχολεία, τα πυκνοκατοικηµένα σπίτια, τα µικροµάγαζα θυµίζουν σε έναν εξωτερικό επισκέπτη την Ελλάδα το 50 και αυτό συµφώνα µε την Ασκούνη (2006.:54) δεν έχει να κάνει τόσο µε την πολιτισµική διαφορετικότητα όσο µε την κοινωνική απόσταση στην οποία φαίνεται ότι ζούσε η µειονότητα. Οι περιοχές για πολλές δεκαετίες είχαν υποστεί σε µεγάλο βαθµό οικονοµικό αλλά και κοινωνικό αποκλεισµό. Η Robbins (1993, στο Μαυροµάτης, 2005:40) για το κοινωνικό αποκλεισµό θεωρεί ότι : «για µερικά άτοµα µπορεί να αρχίσει µε το να παραµείνουν για µια µακρά περίοδο άνεργα ή άστεγα ή πηγαίνοντας ακόµα πιο πίσω από την ανεπαρκή τους µόρφωση ή εκπαίδευση. Μπορεί να αρχίσει από αρνητικές διακρίσεις βάσει φυλής, φύλου, ηλικίας, ή θρησκείας µπορεί να είναι αποτέλεσµα µιας µεγάλης δηµογραφικής, τεχνολογικής ή περιβαλλοντικής αλλαγής. Ο συνδυασµός των παραγόντων µπορεί να είναι διαφορετικός για κάθε άνθρωπο και να τροποποιείται συνεχώς. Άνθρωποι που τη µια 17

µέρα βρίσκονται µέσα σε ένα προφανώς αναπόδραστο πλέγµα δυσκολιών και µειονεκτηµάτων µπορεί την εποµένη µέρα να βρουν τη δουλειά ή την κατοικία που θα τους ανοίξει και πάλι την πόρτα σε µια πλήρη συµµεετοχή στη ζωή της κοινότητας» Ο κοινωνικός αποκλεισµός συνδέεται άµεσα και µε την έννοια της φτώχειας, της ανεργίας, της διάκρισης,του ρατσισµού κ.α..ένας από τους τρόπους αντιµετώπισης ίσως είναι η εκπαίδευση τόσο ως εκπαιδευτική διαδικασία αλλά και ως συνεργασία µεταξύ γονέων-εκπαιδευτών και άλλων δηµόσιων φορέων. Διοικητική οργάνωση - Σύλλογοι - Δοµές της Κοινότητας. Οι µουσουλµάνοι της Θράκης κατά πλειοψηφία στο θρήσκευµα τους αποτελούνται από Σουνίτες. Η µειονότητα στα θρησκευτικά ζητήµατα διοικείται από τους τρείς µουφτήδες της Θράκης (Ξάνθη, Κοµοτηνή, Διδυµότειχο). Το νοµικό πλαίσιο προβλέπει τη ρύθµιση θρησκευτικών, διοικητικών και δικαστικών ζητηµάτων. Ως θρησκευτικός ηγέτης θα έχει την εποπτεία όλων των θρησκευτικών λειτουργών και των θρησκευτικών ιδρυµάτων της περιφέρειας του. Ως δικαστής θα είχε την δικαιοδοσία σε υποθέσεις γάµων, διαζυγίων, διατροφή παιδιών. Επίσης θα έχει γνωµοδοτικές αρµοδιότητες για κάθε θρησκευτικού - οικογενειακού ζητήµατος όπως και κληρονοµικού δικαίου των µουσουλµάνων. Συµφώνα µε το νόµο 2345/1920 µετά από προκήρυξη εκλογής από το τον αρµόδιο διοικητή ή τον νοµάρχη οι µουφτήδες εκλέγονται από τα µέλη της µειονότητας. Μετά την εκλογή ακολουθεί ο διορισµός από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, στο οποίο υπάγεται και µισθοδοτείται. Όµως, µε προεδρικό διάταγµα στις 24/12/1990 η παραπάνω ρύθµιση αλλάζει και προβλέπεται ρητά ο διορισµός του µουφτη από τις ελληνικε ς αρχές (Γεωργούλης, 1993:200) µε αποτέλεσµα µέχρι και σήµερα να υπάρχουν προβλήµατα σχετικά µε τους Μουφτήδες και να υπάρχει αίτηµα των µειονοτικών στο δικαίωµα εκλογής του µουφτή από τα µέλη της µειονότητας. Ε τσι έχει δηµιουργηθεί ένα παράλληλο σύστηµα Μουφτήδων αυτοί που είναι διορισµένοι από την ελληνική πολιτεία και αυτοί που είναι εκλεγµένοι από τα µελή της µειονότητας, τους οποίους και αποκαλούν ως ψευτοµουφτη δες. Η διπλή νοµοθετικη υπαγωγή των µουσουλµάνων τόσο στο ισλαµικό δίκαιο της Σαρία όσο και στο σύνταγµα της Ελλάδος πολλές φόρες αναδεικνύουν προβλήµατα ως προς την δικαιοδοσία αρµοδιοτήτων. Η Ελλάδα είναι η µοναδική χώρα στην Ευρώπη αλλά και στα Βαλκάνια που αναγνωρίζει την ισχύ του ιερού µουσουλµανικού νόµου για τα µέλη της θρησκευτικής µειονότητας, ενώ η Τουρκία 18

από το 1926 υπό τον Κεµάλ κατάργησε το θρησκευτικό οικογενειακό δίκαιο και την αρµοδιότητα των µουφτήδων στα προηγούµενα αναφερθέντα θέµατα, όπως παρόµοια και στις βαλκανικές χώρες Αλβανία, Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία (Ζεγκίνης,2002:378). Ως προς την συλλογική οργάνωση της µειονότητας ο Aydinli στο (Ασηµακόπουλου & Χρηστίδου-Λιοναράκη,2002:236) αναφέρει τα σωµατεία που λειτουργούσαν το 1971 στην περιοχή της Θράκης. Ενδεικτικά αναφέρεται στον σύλλογο αποφοίτων Ιεροσπουδαστηρίου, Ισλαµικήν Αναγέννησιν, Ισλαµική Ένωση 1953,Ένωση Τούρκων δασκάλων, Ένωση τουρκικής νεολαίας. Τον Απρίλιο του 1991 η «Ένωσις Τουρκικής Νεολαίας», η «Ένωση Τούρκων δασκάλων» όπως και η «Ένωση Τούρκων Ξανθής» µετά από δικαστικές αποφάσεις θα πρέπει να αντικαταστήσουν το όνοµα Τούρκος µε τη λέξη Μειονοτικός ή θα πρέπει να κλείσουν αυτοί οι Σύλλογοι. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί ο σύλλογος Επιστηµόνων Μειονότητας Δυτικής Θράκης. Έτσι αυτή την στιγµή δε λειτουργου ν σύλλογοι µε την ονοµασία «τούρκικος». Όµως υπάρχουν και λειτουργούν σύλλογοι, όπως ο Σύλλογος Αθιγγάνων Ροµά (Πολιτιστικός µορφωτικός Σύλλογος Ροµά γυναικών Δροσερού Ξάνθης «Η ελπίδα») χριστιανών - µουσουλµάνων, και Ποµάκικοι Σύλλογοι (Πολιτιστικός Σύλλογος Ποµάκων Ξανθής). 1.4 Η πολιτισµική ιδιαιτερότητα της µουσουλµανικής µειονότητας της Θράκης Σύµφωνα µε τον ορισµό της µειονότητας, ορισµένα χαρακτηριστικά των µελών της συνδέονται µε τη θέση τους και τον βαθµό ενσωµάτωσής τους στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο στο οποίο ζουν. Όταν τα χαρακτηριστικά αυτά δε βασίζονται σε φυσικές ιδιαιτερότητες (όπως το χρώµα του δέρµατος), τότε θεµελιώδες κριτήριο διαφοροποίησης αποτελεί το πολιτισµικό υπόβαθρο της µειονότητας (Fröhlich, 1970). Ως πολιτισµικά χαρακτηριστικά λαµβάνονται υπόψη τόσο η γλώσσα και η θρησκεία όσο και ο τρόπος ζωής, συνήθειες, τα ήθη και έθιµα ενός συνόλου ατόµων. Τα πολιτισµικά χαρακτηριστικά µπορούν να διακρίνουν ένα σύνολο ατόµων είτε όταν υπάρχουν µεµονωµένα είτε όταν συνυπάρχουν. Πιο έντονη είναι η διάκριση από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, όταν ορισµένα χαρακτηριστικά, όπως η οµιλία και το ντύσιµο, γίνονται άµεσα αντιληπτά. Στις θρησκευτικές µειονότητες, τα άτοµα-µέλη της µειονότητας διακρίνονται άµεσα από την εµφάνισή τους και λιγότερο από την οµιλία τους (Κανακίδου, 1994). 19

Η µουσουλµανική µειονότητα της Δ. Θράκης δεν είναι µια µειονότητα φυλετικά, γλωσσικά και ιδιαίτερα πολιτισµικά οµοιογενής. Αποτελείται από τρεις, βασικά, επιµέρους εθνοτικές οµάδες συνεκτικό στοιχείο των οποίων είναι η µουσουλµανική θρησκεία. Οι τρεις µεγαλύτερες εθνοφυλετικές οµάδες στο χώρο της µουσουλµανικής µειονότητας είναι οι τουρκογενείς, οι Ποµάκοι και οι Αθίγγανοι (Ρωµά) (Τσιούµης,2006:95). Ποµάκοι Οι Ποµάκοι κατοικούν στον ορεινό όγκο της Ροδόπης εδώ και χιλιάδες χρόνια. Επειδή η οροσειρά στο µεγαλύτερο µέρος της βρίσκεται στη Βουλγαρία, οι περισσότεροι Ποµάκοι ζούνε εκεί. Σύµφωνα µε την πιο πρόσφατη απογραφή που κατέγραψε εθνοτικά το µειονοτικό πληθυσµό της Θράκης, ο αριθµός των Ποµάκων που κατοικούσαν στο ελληνικό τµήµα της ορεινής Ροδόπης το 1951 ανέρχονταν σε 26.592. Το 1993 νεότερα ανεπίσηµα στοιχεία ανεβάζουν τον αριθµό των Ποµάκων σε 36.000 άτοµα (Παπαδηµητρίου, 2003: 35). Οι Ποµάκοι είναι µια ιδιαίτερη εθνοτική οµάδα, τα µέλη της οποίας µιλούσαν και ως έναν βαθµό µιλούν και σήµερα τη δική τους γλώσσα, την ποµακική, και έχουν τον δικό τους πολιτισµό. Η γλώσσα τους είναι ένα µείγµα σλαβικών, τουρκικών και ελληνικών στοιχείων µε βάση όµως τη βουλγαρική γλώσσα (Τσιούµης,2006:96). Οι λέξεις της τουρκικής ενσωµατώθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής και αποτελούν στο µεγαλύτερο µέρος τους θρησκευτικούς όρους και ονόµατα, γλώσσα της ηθικής και θρησκευτικής διδασκαλίας, γλώσσα της διοίκησης, γλώσσα των δικαστηρίων, γλώσσα του στρατού κ.λ.π.οι ελληνικές λέξεις βρίσκονται στα θεµέλια της ποµακικής γλώσσας προσαρµοσµένες στην γραµµατική της και είναι αποµεινάρια της αρχαίας και της βυζαντινής ελληνικής πριν δεχτούν την επίδραση των σλαβοβουλγάρων. Σήµερα στη Θράκη η ποµακική γλώσσα τείνει να εξαφανιστεί, καθώς έχει θεσπιστεί η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα µειονοτικά σχολεία που φοιτούν παιδιά των Ποµάκων. Έτσι τα Ποµακόπουλα στο σχολείο διδάσκονται την ελληνική και την τουρκική γλώσσα αλλά δε διδάσκονται την µητρική τους, αυτή δηλ. που χρησιµοποιούν καθηµερινά στο οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον (Παναγιωτίδης, 1995:41). Η καταγωγή αυτής της πληθυσµιακής οµάδας έχει απασχολήσει πολλούς ερευνητές χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατό να δοθεί µια οριστική απάντηση στο ζήτηµα της προέλευσης της. Οι περισσότεροι συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι πρόκειται για 20

χριστιανούς που εξισλαµίσθηκαν ως τον 17 ο αιώνα και εκφράζουν την εκτίµηση ότι είναι αυτόχθονες κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι σταδιακά έχασαν τη γλώσσα τους και λόγω χώρου που ήταν εγκατεστηµένοι διαµόρφωσαν έναν ιδιαίτερο πολιτισµό από αυτόν των λαών που τους περιέβαλαν (Τσιούµης, 2006:96). Εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους που αφήνουν περιθώρια για πολλές ερµηνείες σε σχέση µε την καταγωγή τους οι Ποµάκοι βρέθηκαν στο κέντρο µιας αντιπαράθεσης µε πολιτικά κίνητρα και έγιναν αντικείµενο διεκδίκησης από τη Βουλγαρία, την Τουρκία και την Ελλάδα. Κάθε πλευρά στηριζόµενη σε κάποια κοινά στοιχεία που εµφανίζει η συγκεκριµένη οµάδα µαζί της υποστηρίζει πως οι Ποµάκοι είναι οµογενείς της. Η αντιπαράθεση αυτή καθώς και η στρατηγική θέση που είναι εγκατεστηµένοι επηρέασαν τη θέση των Ποµάκων ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα (Τσιούµης, 1997 α στο Τσιούµης, 2006:97). Η ελληνική προσέγγιση στο ζήτηµα της καταγωγής των Ποµάκων θα µπορούσε να περιγραφεί ως προσπάθεια αντικρουσης των τουρκικών και βουλγαρικών θέσεων, οι οποίες ήταν ενταγµένες στο πλαίσιο των εδαφικών διεκδικήσεων. Η σπουδαιότητα των Ποµάκων στο πλέγµα των ελληνοτουρκικών σχέσεων προκύπτει από το γεγονός ότι το τµήµα τους που κατοικεί στην ελληνική Θράκη αυξάνει σηµαντικά το µέγεθος της µουσουλµανικής µειονότητας. Για τη Βουλγαρία και τα πανσλαβιστικά σχέδια του παρελθόντος, οι Ποµάκοι αποτελούσαν το πληθυσµιακό ανάχωµα που έφραζε την πολυπόθητη έξοδο στις πεδιάδες της σηµερινής ελληνικής Θράκης και από εκεί στο Αιγαίο. Έτσι ο προσεταιρισµός της οµάδας αυτής αποτέλεσε στατηγική προτεραιότητα του βουλγαρικού κράτους. Η ελληνική άποψη έδωσε έµφαση στην αναζήτηση των σχέσεων των Ποµάκων µε τα αρχαιοθρακικά φύλα και µέσω της ιστορικής τους συνέχειας στη σχέση τους µε το Βυζάντιο, ωστόσο οι πολιτικοί χειρισµοί οδήγησαν στην πολιτισµική τους ισοπέδωση και την ένταξη τους στη τουρκική σφαίρα επιρροής(λιάπης,1995:7-8). Για τη σηµερινή τους ονοµασία έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Οι βούλγαροι ισχυρίζονται ότι ο όρος ποµάκος προέρχεται απο τις βουλγαρικές λέξεις POMAGAM που σηµαίνει βοηθώ και POMAGACI που σηµαίνει βοηθός (Χιδίρογλου, 1984). Οι τούρκοι ισχυρίζονται ότι η λέξη ποµάκος είναι παραφθορά της λέξης Πατσινάκ, η οποία αναφέρεται στους Πετσενέγκους και τους Κουµάνους (Γονατά & Κυδωντάκη, 1985). Ενώ η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι προέρχονται από τους αποµάχους (ποµάχους) Αγριάνες τοξότες και ακοντιστές του Μ. Αλεξάνδρου. 21

Αθίγγανοι ή Ροµάνι Οι Ροµά ή Τσιγγάνοι αποτελούν µια ιδιαίτερη οµάδα αποκλεισµένων σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ο λαός αυτός είναι γνώριµος στην ελληνική κοινωνία και ιστοριογραφία εδώ και αιώνες και αναφέρεται µε διάφορα ονόµατα, όπως Αθίγγανοι, Κατσίβελοι (Β. Ελλάδα-Θράκη), Άστατοι (στα Βυζαντινά χρόνια) και πολλά άλλα. Οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται µε την ονοµασία Ροµ. Η αυθεντική εθνική τους καταγωγή θεωρείται ως το πιο πιθανό να είναι η ΒΔ Ινδία και συγκεκριµένα το Πουτζάµπ (Τσιούµης,1996:97), την οποία εγκατέλειψαν λόγω της αυστηρά διαστρωµατωµένης σε κάστες κοινωνίας και µέσω µια σειράς διαδοχικών µεταναστεύσεων έφτασαν στο σηµερινό Ιράν και διασχίζοντας την Αρµενία και την περιοχή του Καυκάσου έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στην σηµερινή περιοχή της Θράκης (Τσιρώνης,2003:288-289). Παρόλο που δεν υπάρχουν πηγές για να αναφέρουν την ακριβή χρονολογία εγκατάστασης των Αθίγγανων στην Θράκη υποστηρίζεται ότι η συγκεκριµένη περιοχή αποτέλεσε την πρώτη βασική εγκατάσταση των Αθιγγάνων στην βυζαντινή αυτοκρατορία (Πασπάτης, 1995: 38-39). Αποκαλούνται Ροµ ή Ροµά ονοµασία που «τόσο στα σανσκριτικά όσο και σε νεότερες ινδικές διαλέκτους χαρακτηρίζει συνοπτικά µία κάστα µελαµψών πλανόδιων µουσικών» (Τερζοπούλου, 1996:4). Η πληθυσµιακή οµάδα των Ροµά στην Ελλάδα ίσως είναι οµοιογενής φυλετικά εµπεριέχει όµως σηµαντικές εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Όλοι σχεδόν είναι δίγλωσσοι, αφού µιλούν τη γλώσσα τους τη Ροµανί ή Ροµανές η οποία δεν είναι γραπτή «αποτελείται από µία γλώσσα-βάση πάνω στην οποία προστέθηκαν στοιχεία άλλων γλωσσών» (Τερζοπούλου, 1996:33) καθώς και τη γλώσσα του περιβάλλοντος τόπου. Κάποιοι ανήκουν στην οµάδα των Ρουµανοτσιγγάνων, άλλοι στη µειονότητα της Δυτικής Θράκης, ενώ άλλοι που διαβιούν σε διάφορες περιοχές έχουν ανάλογες επιδράσεις στην οµιλούµενη διάλεκτο. Η κύρια διαφοροποίηση µεταξύ τους είναι ο τρόπος διαβίωσης, καθώς υπάρχουν οµάδες εγκατεστηµένων Ροµ αλλά και οµάδες που διάγουν νοµαδικό ή ηµινοµαδικό βίο. Μια άλλη κατηγορία διαφοροποίησης µεταξύ τους είναι το θρήσκευµα, καθώς άλλοι είναι χριστιανοί και άλλοι µουσουλµάνοι. Τέλος σηµαντικό στοιχείο της ταυτότητας τους είναι η εσωτερική σύνδεση των κοινοτήτων σε µικρές ή µεγάλες οµάδες που συχνά έχουν ως συνεκτικό δεσµό τη συγγένεια (Τσιρώνης,2003:290). Η µουσουλµανική πίστη και η εδαφική εγκατάσταση των Αθίγγανων της Θράκης 22

τους καθιστά µέλη της µουσουλµανικής µειονότητας. Η προσχώρηση τους στο Ισλάµ ανάγεται σύµφωνα µε την επικρατέστερη άποψη στην περίοδο της οθωµανικής κυριαρχίας, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε δηµιουργηθεί στο χώρο της Θράκης Σαντζάκι Αθιγγάνων (Τσιούµης,2006:97). Ασχολούνται µε διάφορα τεχνικά επαγγέλµατα (σιδεράδες, χαλκοµατάδες κ.α.). Ως πριν από λίγα χρόνια θεωρούνταν υποδεέστερη οµάδα στο χώρο της µουσουλµανικής µειονότητας, τόσο από τους µουσουλµάνους της περιοχής όσο και από το ελληνικό κράτος (Τσιούµης,2006:98). Ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται αλλαγή στη στάση της τουρκόφωνης µειονότητας απέναντι στους Αθίγγανους καθώς η τουρκική πολιτική επιδιώκει την τουρκοποίηση των µουσουλµάνων Αθίγγανων και παρακίνησε τους τουρκογενείς να συνεργαστούν µαζι τους. Έτσι οι µουσουλµάνοι Αθι γγανοι άρχισαν να χρησιµοποιούν στην καθηµερινότητα τους τα τουρκικά (Καρατζόλα&Μπαλτσιώτης, 2001:138) ενώ η συντριπτική τους πλειοψηφία παρουσιάζεται να οµιλεί την τουρκική γλώσσα η οποία έχει πάρει τη θέση της µητρικής τους (Καρατζόλα & Μπαλτσιώτης, 2001:50). Τουρκογενείς Οι τουρκόφωνοι αποτελούν τον κορµό της µουσουλµανικής µειονότητας στη Θράκη καθώς αναλογούν στο µισό του µουσουλµανικού πληθυσµού της περιοχής. Σε αυτή την οµάδα εντάσσονται οι απόγονοι των Οθωµανών που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη από το 14 ο αιώνα, οι εξισλαµισµένοι κάτοικοι της περιοχής καθώς και µέλη άλλων εθνοτικών οµάδων που είχαν ή απέκτησαν στην πορεία του χρόνου οθωµανική και αργότερα τουρκική εθνοτική ταυτότητα, χωρίς απαραίτητα να χάσουν τη συνείδηση της ιδιαίτερης προέλευσης τους και να εγκαταλείψουν όλες τις συνήθειες που είχαν κατά το προηγούµενο διάστηµα.( Τσιούµης,2006:95) Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν π.χ. οι Παυλικιανοί, οι Βογόµιλοι, οι Κιζιλµπάσηδες, οι Δερβίσηδες κ.α. Οι οµάδες αυτές µιλούν, κατά κανόνα, την τουρκική γλώσσα και δεν είναι εύκολο να διακριθούν ως προς τον τρόπο ζωής τους από τους τουρκογενείς µουσουλµάνους. Η πολυµορφία αυτή ώθησε ορισµένους µελετητές να υιοθετήσουν για την περιγραφή τους τον όρο Τουρκοφανείς (Ζεγκίνης,1988, Παναγιωτίδης,1996, Τσιούµης,1994, Λιάπης,1995 στο Τσιούµης,2006:96). Συγκεκριµένα στοιχεία για την εθνοτική καταγωγή των τουρκογενών δεν υπάρχουν, ανατρέχοντας ωστόσο στην ιστορία της Θράκης καθώς και στο γεγονός ότι µετά την Οθωµανική κατοχή µέρος των αυτοχθόνων πληθυσµών εξισλαµίστηκε, πολλές µουσουλµανικές οµάδες προερχόµενες από την Ανατολία (Γιουρούκοι τούρκοι) 23

εγκαταστάθηκαν στην περιοχή µαζί µε στρατιώτες και διοικητικούς από άλλες κατεχόµενες περιοχές (Τούρκοι, Αλβανοί και Σλάβοι εξισλαµισθέντες) καταλήγουµε στο συµπέρασµα πως αυτός ο σηµαντικά ετερογενείς πληθυσµός έχασε τα πολιτιστικά και γλωσσικά χαρακτηριστικά του και απόκτησε µία τουρκική εθνοτική συνείδηση και γλώσσα (Frangopoulos, 1993:110). Η πλειοψηφία των τουρκόφωνων ασχολείται µε τη βιοτεχνία, το εµπόριο και η γεωργία ενώ ένα µικρό ποσοστό που έχει τελειώσει την τριτοβάθµια εκπαίδευση απασχολείται στον τριτογενή τοµέα ως δάσκαλοι ή καθηγητές στην πρωτοβάθµια ή δευτεροβάθµια εκπαίδευση ή και στον ιδιωτικό τοµέα ως γιατροί δικηγόροι κ.α. (Sella, 1999). Στο σηµείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι ένα µεγάλο ποσοστό των τουρκόφωνων αντιµετωπίζοντας γλωσσικά προβλήµατα καταφεύγει στην Τουρκία για να συνεχίσει της σπουδές του στο πανεπιστήµιο. 2.ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΔΙΑΠΟΛΙΤΣΜΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 24

ΙΓΛΩΣΣΙΑ Η γλώσσα συνιστά το µέσον, µέσω του οποίου δύο οµόγλωσσα άτοµα καταφέρνουν να έρθουν σε επαφή και να εξωτερικεύσουν τις σκέψεις και τα συναισθήµατά τους. Η κατάσταση της διγλωσσίας συναντάται, όταν δύο άτοµα ή δύο κοινωνίες που χρησιµοποιούν διαφορετικούς κώδικες επικοινωνίας θελήσουν να συναναστραφούν, επιτρέποντας στα άτοµα που ανήκουν σε διαφορετικά γλωσσικά συστήµατα να ανταλλάξουν µηνύµατα χρησιµοποιώντας έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας. Η διγλωσσία αποτελεί παγκόσµιο φαινόµενο και αναλύεται ως προς τους οµιλητές (σε ατοµικό ή σε κοινωνικό επίπεδο) αλλά και ως προς τα εµπλεκόµενα γλωσσικά συστήµατα (Σελλά - Μάζη 2001: 27). Έτσι, συµπεραίνεται ότι η διγλωσσία αποτελεί το ορατό προϊ όν της γλωσσικής επαφής (Σκούρτου 2002: 2). Επίσης, η διγλωσσία αποτελεί χαρακτηριστικό των πρώτων κοινωνιών ενώ η µονογλωσσία συνιστά περιορισµό που επέβαλαν ορισµένες µορφές κοινωνικής αλλαγής, πολιτιστικών και εθνοκεντρικών εξελίξεων (Baker 2001: 264). Για πολλούς επιστήµονες η διγλωσσία είναι µια γλωσσική κατάσταση που εξελίσσεται συνεχώς δίχως να ολοκληρώνεται τελείως ποτέ (Τριάρχη-Herrmann 2000: 48). Τέλος, το φαινόµενο της διγλωσσίας αφορά ποικίλες πτυχές της ανθρώπινης συµπεριφοράς και γι αυτό αποτελεί πολυσχιδές αντικείµενο, καθώς επιτρέπει τη µελέτη της γλωσσικής γειτνίασης, της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, αντανακλά την κοινωνική συµπεριφορά και την οργάνωση της κοινωνίας και διαµορφώνει εκπαιδευτικά συστήµατα (Σελλά- Μάζη 2001: 27). Στη διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει ένας και µοναδικός ορισµός της διγλωσσίας. Υπάρχουν επιστήµονες που αποδίδουν το χαρακτηρισµό του δίγλωσσου οµιλητή σε εκείνα τα άτοµα που κατέχουν δύο γλώσσες σε επίπεδο παρόµοιο µε εκείνο του φυσικού οµιλητή. Αυτός ο ορισµός φαίνεται ακραίος, µαξιµαλιστικός και ασαφής, καθώς δεν είναι πάντα ευδιάκριτο το ποιοι συγκροτούν την οµάδα των φυσικών οµιλητών ή τι εννοούµε όταν λέµε «κατοχή». Από την άλλη µεριά, υπάρχουν επιστήµονες που ονοµάζουν δίγλωσσα ακόµα και τα άτοµα που γνωρίζουν ελάχιστες λέξεις σε κάποια ξένη γλώσσα. Τέτοια άτοµα µπορούν να θεωρηθούν οι τουρίστες που γνωρίζουν δυο - τρεις φράσεις και οι άνθρωποι των επιχειρήσεων που γνωρίζουν δυο - τρεις χαιρετισµούς σε µια δεύτερη γλώσσα. Σε αυτόν το µινιµαλιστικό ορισµό ανήκει και η έννοια της «αρκτικής διγλωσσίας» του Diebold που επιτρέπει σε άτοµα 25

µε ελάχιστη επάρκεια σε µια δεύτερη γλώσσα να συµπεριληφθούν στην κατηγορία των δίγλωσσων. Τέλος, υπάρχουν και εκείνοι οι επιστήµονες που κυµαίνονται ανάµεσα στο µαξιµαλιστικό και το µινιµαλιστικό ορισµό (Baker 2001: 50). Η διγλωσσία αποτελεί ένα πολυδιαδεδοµένο και ταυτόχρονα πολύπλοκο και πολυδιάστατο φαινόµενο. αντικείµενο µελέτης πολλών επιστηµών, καθώς επιδρά πολύπλευρα στην ανάπτυξη και την προσωπικότητα του ατόµου. Κατά συνέπεια, εξετάζεται από τη Γλωσσολογία, την Κοινωνιογλωσσολογία, την Ψυχολογία, την Κοινωνιολογία, την Ανθρωπογεωγραφία και την Παιδαγωγική. Κάθε επιστήµη µελετά τη διγλωσσία από διαφορετική οπτική, γεγονός που καθιστά τον ορισµό του φαινοµένου αυτού ασαφή, αφού κάθε µία από αυτές ασχολείται µε διαφορετικές πτυχές της (Τσοκαλίδου,2012:20). Έτσι, κάθε επιστήµη παραθέτει το δικό της ορισµό που φωτίζει κάθε φορά και ένα διαφορετικό χαρακτηριστικό. Η Γλωσσολογία εξετάζει τη γλωσσική επάρκεια του δίγλωσσου, τις διάφορες αλλαγές που παρατηρούνται στο κάθε γλωσσικό σύστηµα λόγω της διγλωσσίας, τον τρόπο κατάκτησης των δύο γλωσσών στα διάφορα γλωσσικά επίπεδα, και βάσει αυτών διαµορφώνει τον ορισµό της διγλωσσίας, τονίζοντας κυρίως τη γλωσσολογική σηµασία του φαινοµένου. Έτσι, λοιπόν, οι ορισµοί που προέρχονται από το επιστηµονικό πεδίο της γλωσσολογίας εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο πόσο καλά κατέχει το δι γλωσσο άτοµο τις δύο γλώσσες. Ορισµένοι συγγραφείς παραδέχονται ως δίγλωσσο εκείνο το άτοµο που µπορεί να προφέρει έστω και λίγες λέξεις στην δεύτερη γλώσσα. Για τον MacNamara δίγλωσσο είναι το άτοµο που διαθέτει στη δεύτερη γλώσσα ε στω και µία µικρή ικανότητα σε µία από τις τέσσερις γλωσσικές δεξιότητες (στην ακουστική, την προφορική, την γραπτή και την αναγνωστική) σε µία γλώσσα πέραν της µητρικής (Μητακίδου 1999: 95-96, Τριάρχη-Herrmann 2000: 41-43). Αντίθετα, άλλοι συγγραφείς χαρακτηρίζουν ένα άτοµο ως δίγλωσσο, όταν κατέχει τις δύο γλώσσες σε άριστο επίπεδο. Παροµοίως, το λεξικό Longman στον ορισµό του διγλώσσου περιγράφει εκείνο το άτοµο που είναι ικανό να µιλάει µια δεύτερη γλώσσα το ίδιο καλά µε την πρώτη του γλώσσα. Ο ορισµός αυτός αποκλείει από το χαρακτηρισµό του δίγλωσσου όλους αυτούς που χρησιµοποιούν στις καθηµερινές τους συναναστροφές δύο γλώσσες, δίχως να έχουν αναπτύξει όλες τις ικανότητες εξίσου καλά, όπως για παράδειγµα οι µετανάστες. Ο Haugen δίνει έναν ορισµό που τοποθετείται µεταξύ των δύο αυτών ακραίων θέσεων, χαρακτηρίζοντας 26

ως δίγλωσσο το άτοµο που είναι σε θέση να σχηµατίζει σωστές προτάσεις στη δεύτερη γλώσσα (Τριάρχη-Herrmann 2000: 43). Η Ψυχολογία εξετάζει τις συνέπειες που επιφέρει η διγλωσσία στη γλωσσική, γνωστική και συναισθηµατική ανάπτυξη του δίγλωσσου ατόµου και επικεντρώνεται κυρίως στις επιπτώσεις της διγλωσσίας στην παιδική ηλικία. Βάσει αυτη ς της οπτικής παρατίθενται ορισµοί που προκρίνουν ψυχολογικά-συναισθηµατικά στοιχεία. Για τον Μalberg δίγλωσσο είναι το άτοµο που έχει αναπτύξει την ικανότητα ταύτισης και µε τις δύο γλώσσες. Για τον Kielhofer και τον Jonekeit δίγλωσσο άτοµο είναι αυτό που έχει το προσωπικό συναίσθηµα, ότι και στις δύο γλώσσες αισθάνεται το ίδιο άνετα (Σελλά-Μάζη 2001: 28, Τριάρχη - Herrmann 2000: 42-45). Η Κοινωνιολογία και η Κοινωνιογλωσσολογία η οποία αποτελεί τον ευρύτερο χώρο µε κεντρικό ερευνητικό αντικείµενο την ανάλυση της γλωσσικής ετερογένειας και την επαφή των γλωσσών (Τσοκαλίδου,2012:20)µελετά τη διγλωσσία αναφορικά µε τις πολιτισµικές και κοινωνικές σχέσεις του δίγλωσσου ατόµου και εξετάζει τις λειτουργίες που επιτελούν οι δύο γλώσσες, τόσο ως προς το άτοµο, όσο και ως προς τη δίγλωσση κοινότητα. Επίσης, ενδιαφέρεται και για τον τρόπο µε τον οποίο αντιµετωπίζει ο δίγλωσσος τις γλώσσες του, καθώς και για τη στάση που κρατούν απέναντι στη µειονοτική γλώσσα τα µέλη της κυρίαρχης οµάδας. Εποµένως, οι ορισµοί που παρατίθενται από την επιστήµη της Κοινωνιογλωσσολογίας τονίζουν τη λειτουργικότητα της διγλωσσίας. Έτσι, σύµφωνα µε τον Mackey και τον Weinreich είναι ένα φαινόµενο που χαρακτηρίζεται από την εναλλακτική χρήση δύο ή περισσότερων γλωσσών από ένα άτοµο. Σύµφωνα πάλι µε τον Oksaar, δίγλωσσο ονοµάζεται το άτοµο που έχει την ικανότητα να χρησιµοποιεί δύο γλώσσες ανάλογα µε τις καταστάσεις και που µπορεί να αλλάζει γλωσσικό κώδικα χωρίς προβλήµατα (Σελλά - Μάζη 2001: 28, Τριάρχη- Herrmann 2000: 42-45). Τέλος, παρουσιάζει ενδιαφέρον ο ορισµός των Βrutt-Griffer & Varghese (2004): «Η διγλωσσία µπορεί να προσδιοριστεί ως ο ενδιάµεσος γλωσσικός χώρος, ο οποίος γινόταν παραδοσιακά αντιληπτός ως αποτελούµενος από διακριτές οντότητες, ως δύο ξεχωριστές γλώσσες. Τα δίγλωσσα άτοµα µας υπενθυµίζουν ότι ο γλωσσικός χώρος αποτελεί µάλλον ένα συνεχές πεδίο και ότι δεν είναι µόνο οι γλώσσες οι οποίες συγκατοικούν στον ίδιο χώρο, αλλά ένα µείγµα από κουλτούρες και οπτικές γωνίες το 27