Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2014-2019 Επιτροπή Νομικών Θεμάτων 7.6.2016 ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ Θέμα: Αιτιολογημένη γνώμη του Κοινοβουλίου της Ουγγαρίας σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (COM(2016)0128 C8-0114/2016 2016/0070(COD)) Βάσει του άρθρου 6 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, τα εθνικά κοινοβούλια δύνανται, εντός οκτώ εβδομάδων από την ημερομηνία διαβίβασης ενός σχεδίου νομοθετικής πράξης, να αποστείλουν στους προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής αιτιολογημένη γνώμη στην οποία θα αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι η εν λόγω πράξη δεν συμμορφούται με την αρχή της επικουρικότητας. Το Κοινοβούλιο της Ουγγαρίας απέστειλε τη συνημμένη αιτιολογική γνώμη επί της προαναφερθείσας πρότασης οδηγίας. Σύμφωνα με τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας είναι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων. NP\1096644.doc PE584.059v01-00 Eνωμένη στην πολυμορφία
Θέμα: Η αιτιολογημένη γνώμη που εγκρίνεται από το Κοινοβούλιο της Ουγγαρίας Αξιότιμε κύριε πρόεδρε, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ εξ ονόματος του προέδρου του Κοινοβουλίου της Ουγγαρίας ενημερώνω τον κύριο πρόεδρο ότι το Κοινοβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (εφεξής: Πρωτόκολλο αριθ. 2) και τις διατάξεις σχετικά με τον Νόμο XXXVI του έτους 2012 περί του Κοινοβουλίου και την απόφαση 10/2014 (ΙΙ. 24.) του Κοινοβουλίου σχετικά με ορισμένες διατάξεις των κανονισμών του Κοινοβουλίου που προσαρτώνται στις συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεξήγαγε έρευνα σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [COM(2016)128, 2016/0070(COD)] (εφεξής: Πρόταση) για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (εφεξής: οδηγία 96/71/ΕΚ) Το Κοινοβούλιο με την απόφαση που έλαβε την 10 η Μαΐου 2016 απεφάνθη ότι η Πρόταση παραβιάζει την αρχή της επικουρικότητας, και για τον λόγο αυτό αποστέλλεται διά του παρόντος στον πρόεδρο η αιτιολογημένη γνώμη που συντάχθηκε βάσει του άρθρου 6 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2. Η αιτιολογημένη γνώμη του Κοινοβουλίου βάσει της υπ αριθ. Β/10290 έκθεσης της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων συνοψίζεται ως εξής: Κατά παράβαση του άρθρου 5 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2, η αιτιολόγηση της Πρότασης δεν παραπέμπει στη συνοχή που προβλέπει η αρχή της επικουρικότητας, ούτε η αξιολόγηση των επιπτώσεων ασχολείται με τις πραγματικές επιπτώσεις της εισαγωγής του όρου «αμοιβή». Κατά παράβαση της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, η Πρόταση θα οδηγήσει, σε σχέση με την οδηγία 96/71/ΕΚ, σε παρεμβατικότητα στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και παρακώλυση των υφιστάμενων συνθηκών ανταγωνισμού τεχνητά και σε βαθμό που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την αντιστάθμιση του εργατικού κόστους. Η Πρόταση προβλέπει την εισαγωγή στην οδηγία 96/71/ΕΚ του όρου «αμοιβή» αντί του εξασφαλισμένου «ελάχιστου ορίου μισθού», γεγονός που δεν παράγει προστιθέμενη αξία, διότι ο ορισμός της αμοιβής δεν είναι αρκετά ακριβής και σαφής. Η εισαγωγή ενός όρου ο οποίος δεν είναι σαφής για όλους τους ενδιαφερόμενους αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου και της επικουρικότητας. Κατά παράβαση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2, δεν προηγήθηκε ευρεία διαβούλευση της παρουσίασης της Πρότασης, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την περιφερειακή και τοπική διάσταση της προβλεπόμενης δράσης. Λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της Πρότασης, η εισαγωγή του PE584.059v01-00 2/12 NP\1096644.doc
όρου «αμοιβή» αποσκοπεί στην τεχνητή αντιστάθμιση των μισθολογικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών οι οποίες εξαρτώνται από τις διαφορές οικονομικής ανάπτυξης και δεν στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν συνάδει με τις αντίστοιχες διατάξεις της ΣΛΕΕ βάσει των οποίων χορηγούνται στην ΕΕ υποστηρικτικές/συμπληρωματικές αρμοδιότητες στον τομέα της άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Έχω την τιμή να υποβάλω τη συνημμένη έκθεση αριθ. Β/10290, η οποία αποτελεί τη βάση της αιτιολογημένης γνώμης του Κοινοβουλίου. NP\1096644.doc 3/12 PE584.059v01-00
Βουδαπέστη, 10 Μαΐου 2016 Με εκτίμηση, Dr. Latorcai János κ. Kövér László, εκ μέρους του προέδρου του Κοινοβουλίου Αξιότιμε κύριε πρόεδρε, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου βάσει του άρθρου 142 παράγραφος 2 της απόφασης αριθ. 10/2014 (ΙΙ. 24) του Κοινοβουλίου της 18 ης Απριλίου του 2016 σχετικά με ορισμένες διατάξεις του κανονισμού του Κοινοβουλίου, υπέβαλε την υπ αριθ. Β/10290 έκθεσή της που αναφέρεται στους όρους αποδοχής της αιτιολογημένης γνώμης, λαμβάνοντας υπόψη την προτεινόμενη οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους όρους αποδοχής της αιτιολογημένης γνώμης (εφεξής: προτεινόμενη οδηγία) και την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (εφεξής: πρόταση οδηγίας) για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. Στον τίτλο και το σημείο 2 της έκθεσης παρεισέφρησαν λάθη. Παρακαλείται ο πρόεδρος όπως αναρτήσει στην ιστοσελίδα, αντί της υπ αριθ. Β/10290 έκθεσης, τη συνημμένη έκθεση που περιέχει τη διορθωμένη εκδοχή. Βουδαπέστη, 2 Μαΐου 2016 Dr. Hörcsik Richárd Πρόεδρος της επιτροπής Ανεξάρτητη πρόταση της Επιτροπής Έκθεση σχετικά με τους όρους αποδοχής της αιτιολογημένης γνώμης, λαμβάνοντας υπόψη την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. Συντάκτης: Dr. Hörcsik Richárd Πρόεδρος Βουδαπέστη, 2 Μαΐου 2016 1. Νομοθετικό πλαίσιο του ελέγχου της επικουρικότητας PE584.059v01-00 4/12 NP\1096644.doc
Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, οι αποφάσεις πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Βάσει του άρθρου 5 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (εφεξής: ΣΕΕ) μια προβλεπόμενη δράση της ΕΕ συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας εφόσον αυτή δεν δύναται να υλοποιηθεί σε επίπεδο κράτους μέλους ή αν, μέσω δράσης σε επίπεδο ΕΕ, ο στόχος που τέθηκε μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα, πιο αποτελεσματικά και να επιφέρει προστιθέμενη αξία. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο αριθ. 2 2 που προσαρτάται στη συνθήκη της Λισαβόνας, τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών της ΕΕ δικαιούνται να ελέγξουν μέσω νομοθετικά προβλεπόμενης διαδικασίας αν η αρχή της επικουρικότητας υλοποιείται στο πλαίσιο των νομοθετικών προτάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην περίπτωση που κάποιο κοινοβούλιο διαπιστώσει ότι η αρχή θίγεται, δύναται, εντός οκτώ εβδομάδων από την κοινοποίηση της νομοθετικής πρότασης, να απευθύνει προς τον συντάκτη την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή τους νομοθέτες της ΕΕ την αιτιολογημένη του γνώμη. Σε περίπτωση που υποβληθεί ο αριθμός αιτιολογημένων γνωμών που καθορίζεται στο Πρωτόκολλο αριθ. 2, ο συντάκτης οφείλει να αναθεωρήσει τη νομοθετική πρόταση και ενδέχεται εν τέλει να την ανακαλέσει. Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι δοθεί τα εθνικά κοινοβούλια, σε περίπτωση που χρειαστεί, η δυνατότητα να εμποδίσουν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να υπερβούν τις αρμοδιότητες που τους έχουν εκχωρηθεί από τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου μπορεί να ελέγξει αν μια νομοθετική πρόταση εφαρμόζει την αρχή της επικουρικότητας βάσει του άρθρου 71 παράγραφοι 1 και 2 του νόμου XXXVI του έτους 2012 σχετικά με το Κοινοβούλιο και του άρθρου 142 παράγραφοι 1 και 2 της απόφασης 10/2014 (ΙΙ. 24) του Κοινοβουλίου σχετικά με ορισμένες διατάξεις του Κοινοβουλίου (εφεξής: ΑΚΒ). Αν η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων διαπιστώσει ότι μια νομοθετική πρόταση αντιβαίνει στην αρχή της επικουρικότητας, συντάσσει έκθεση σύμφωνα τους όρους αποδοχής της αιτιολογημένης γνώμης και υποβάλλει την πρόταση απόφασης σχετικά με την αποδοχή της έκθεσης. Βάσει του άρθρου 142 παράγραφος 3 της ΑΚΒ, το Κοινοβούλιο αποφασίζει για την έγκριση της έκθεσης και της πρότασης απόφασης. Είναι σκόπιμο το Κοινοβούλιο να λάβει υπόψη του την προθεσμία οκτώ εβδομάδων που διαθέτει για τη σύνταξη της αιτιολογημένης γνώμης, προκειμένου αυτή να είναι αντικειμενική. 2. Έλεγχος της επικουρικότητας: η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε την 8 η Μαρτίου 2016 την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [COM(2016)128, 2016/0070(COD)] (εφεξής: Πρόταση) για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του 1 Βλ. παράρτημα για το νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ και τις πιθανές συνέπειες της διαδικασίας όσον αφορά την υλοποίηση της αρχής της επικουρικότητας. 2 Πρωτόκολλο 2 για την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και αναλογικότητας που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας. NP\1096644.doc 5/12 PE584.059v01-00
Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. Νομική βάση της Πρότασης η οποία συνάδει με τη νομική βάση της οδηγίας που επιδιώκει να τροποποιήσει είναι το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 62 (οι διατάξεις που αφορούν την παροχή υπηρεσιών) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: ΣΛΕΕ). Σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας εκδίδουν οδηγίες «[γ]ια να διευκολύνουν την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων». Τα κύρια σημεία της Πρότασης: βασικός της στόχος είναι η καταβολή ίσων αμοιβών στους αποσπασμένους εργαζομένους που εργάζονται στο ίδιο τόπο και ασκούν ίδια εργασία. Για τον σκοπό αυτό επεκτείνει και στους αποσπασμένους εργαζομένους τους κανόνες μισθοδοσίας που αφορούν τους τοπικούς εργαζομένους και οι οποίοι καθορίζονται από τον νόμο ή από τις γενικά ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις προτείνεται η αντικατάσταση του όρου «ελάχιστα όρια μισθού» με τον όρο «αμοιβή» (άρθρο 3 παράγραφος 1 (νέα)) σε περίπτωση πιο μακροπρόθεσμης απόσπασης άνω των 24 μηνών προτείνεται η εφαρμογή του εργατικού δικαίου της χώρας υποδοχής για τον αποσπασμένο εργαζόμενο (άρθρο 2α (νέο)) προτείνεται η δημοσίευση, εκ μέρους των κρατών μελών, των επιμέρους στοιχείων σχετικά με τις αμοιβές σε έναν ενιαίο, επίσημο εθνικό ιστότοπο, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ 3 (άρθρο 3 παράγραφος 1 (νέα)) στο άρθρο 3 παράγραφος 8 προβλέπεται η εφαρμογή, σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, των συλλογικών συμβάσεων που ισχύουν γενικά για τους αποσπασμένους εργαζομένους (άρθρο 3 παράγραφος 1 (νέα)) Ο έλεγχος της συμμόρφωσης της Πρότασης με την αρχή της επικουρικότητας μπορεί να γίνει μόνο σε σχέση με τις διατάξεις της υφιστάμενης οδηγίας. 3. Πλαίσιο: η ισχύουσα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους αποσπασμένους εργαζομένους 3.1. Η οδηγία Στόχος της είναι να συντονίσει τις νομοθεσίες των κρατών μελών, να καθορίσει δηλαδή τους υποχρεωτικούς κανόνες που θα διασφαλίζουν ελάχιστη προστασία και οι οποίοι θα πρέπει να τηρούνται σε σχέση με τους αποσπασμένους εργαζομένους. Η ισχύς της διέπει τους εργαζομένους που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος, το οποίο στο πλαίσιο της διεθνικής παροχής υπηρεσιών αποσπά εργαζομένους σε άλλο κράτος μέλος. Ο όρος «αποσπασμένος εργαζόμενος» αναφέρεται στην περίπτωση που μια επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος αποσπώντας προσωρινά τους δικούς της εργαζομένους για την παροχή υπηρεσιών στο εν λόγω κράτος. Η απόσπαση ενδέχεται να πραγματοποιηθεί μέσω ομάδας εντός του ομίλου ή μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ), ο αποσπασμένος εργαζόμενος δικαιούται τον ελάχιστο 3 Οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,15ης Μαΐου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («κανονισμός ΙΜΙ») Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ, ΕΕ L 159 της 28.5.2014, σ. 11-31. (εφεξής: Εκτελεστική οδηγία). PE584.059v01-00 6/12 NP\1096644.doc
μισθό που καθορίστηκε βάσει νόμου ή συλλογικών συμβάσεων από τη χώρα υποδοχής. Οι κανονισμοί της χώρας υποδοχής καθορίζουν επίσης τον μέγιστο χρόνο εργασίας και τον ελάχιστο χρόνο ανάπαυσης του αποσπασμένου εργαζομένου. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 3 και 5 δίνεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη σε σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις (π.χ. στην περίπτωση απόσπασης που δεν ξεπερνά τον ένα μήνα) να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις που αφορούν το κατώτατο όριο μισθού, κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους. Συνολικά, καθορίζονται ελάχιστοι κανόνες για το νομικό καθεστώς των αποσπασμένων εργαζομένων όσον αφορά την εργασιακή τους σχέση, ενώ μέσω της δυνατότητας εφαρμογής πιο ευνοϊκών κανόνων για τους εργαζομένους εξασφαλίζεται επίσης στα κράτη μέλη η απαραίτητη ευελιξία (άρθρο 3 παράγραφος 7). Συνεπώς, διασφαλίζεται η απαραίτητη ισορροπία μεταξύ της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της διασφάλισης θεμιτού ανταγωνισμού. 3.2. Η εκτελεστική οδηγία Αποσκοπεί στην πρόληψη των καταχρήσεων που συνδέονται με την εφαρμογή της οδηγίας, τη ρύθμιση των κανόνων ευθύνης της υπεργολαβίας και την καταπολέμηση των επονομαζόμενων εικονικών εταιρειών. Καθιστά αποτελεσματικότερη τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την απόσπαση εργαζομένων και προβλέπει αυξημένο έλεγχο για τα κράτη μέλη. Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας λήγει στις 18 Ιουνίου 2016 μέχρι τώρα δεν έχει συζητηθεί η μεταφορά της στο ουγγρικό νομικό σύστημα. 4. Ο έλεγχος επικουρικότητας που διενεργήθηκε στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Στη συνεδρίαση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της 30 ής Μαρτίου 2016 ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών της Ουγγαρίας παρείχε ενημέρωση σχετικά με τον στόχο και τα βασικά στοιχεία της οδηγίας. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων απεφάνθη ότι ο έλεγχος της αρχής της επικουρικότητας είναι νομίμως εφικτός, διότι η προθεσμία οκτώ εβδομάδων για την αποστολή της αιτιολογημένης γνώμης λήγει την 10 η Μαΐου 2016. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, κατά τη συνεδρίαση της 12 ης Απριλίου 2016, διεκπεραίωσε τον έλεγχο της εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας σε σχέση με την Πρόταση και εντόπισε τα ακόλουθα προβλήματα: Αιτιολόγηση της Πρότασης: η Πρόταση κατά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης που καθορίζεται στο άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2 δεν συμμορφώνεται καθόλου με την αρχή της επικουρικότητας και δεν προβάλλει λεπτομερή επιχειρήματα αναφορικά με αυτήν, ενώ ως αιτιολόγηση αναφέρεται απλώς το γεγονός της τροποποίησης της οδηγίας. Επεξήγηση των προβλεπόμενων επιπτώσεων της Πρότασης: η αξιολόγηση επιπτώσεων 4 και η Πρόταση κατά παράβαση του άρθρου 5 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2 δεν καταπιάνονται καθόλου με τις πραγματικές επιπτώσεις της εισαγωγής του όρου «αμοιβή», ούτε όσον αφορά τα κράτη μέλη, ούτε όσον αφορά τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. 4 SWD (2016) 52, έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής. NP\1096644.doc 7/12 PE584.059v01-00
Αναγκαιότητα και αναλογικότητα της Πρότασης: η οδηγία εξασφαλίζει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Στην οδηγία καθορίζονται οι ελάχιστους κανόνες από τους οποίους μπορεί να παρεκκλίνει κανείς προς όφελος των εργαζομένων, συνεπώς ο ισχύων κανονισμός διασφαλίζει τη δυνατότητα του αποσπασμένου εργαζομένου να λαμβάνει αμοιβή υψηλότερη του κατώτατου μισθού. Λαμβάνοντας υπόψη την εν λόγω διάταξη, είναι προφανές ότι η οδηγία συμμορφώνεται με την αρχή της επικουρικότητας. Αντιθέτως, η Πρόταση περιορίζει τον αποσπασμένο εργαζόμενο και τη διαφοροποιημένη προσέγγιση που εφαρμόζεται, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές που απορρέουν από το νομικό καθεστώς των τοπικών εργαζομένων. Η Πρόταση θα οδηγήσει, σε σχέση με την οδηγία, σε παρεμβατικότητα στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και παρακώλυση των υφιστάμενων συνθηκών ανταγωνισμού σε βαθμό που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την αντιστάθμιση του εργατικού κόστους. Το τελευταίο δε, μπορεί να επιτευχθεί ούτως ή άλλως μέσω της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία μπορεί σταδιακά να οδηγήσει σε πραγματική σύγκλιση, και όχι μέσω της νομοθεσίας. Προστιθέμενη αξία της Πρότασης: ο όρος «αμοιβή» που προτείνεται αντί των «ελάχιστων ορίων μισθού». Ο όρος «ελάχιστα όρια μισθού» που εισήγαγε η οδηγία είναι καταρχήν απόλυτα σαφής σε εθνικό και κλαδικό επίπεδο. Ωστόσο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την ερμηνεία της οδηγίας ασχολήθηκε επανειλημμένως με επιμέρους ζητήματα που αφορούν τον κατώτατο μισθό. Το Δικαστήριο απεφάνθη, για παράδειγμα, ότι ο υπολογισμός του κατώτατου μισθού που καθορίζεται με τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις των χωρών υποδοχής βάσει του ωρομίσθιου ή του μισθού απόδοσης και βάσει της κατάταξης των εργαζομένων σε μισθολογικές κατηγορίες δεν αντιβαίνει στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 7 της οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω υπολογισμός και η αναφερθείσα κατάταξη πραγματοποιούνται βάσει δεσμευτικών και διαφανών κανόνων. 5 Στην ίδια απόφαση, το Δικαστήριο απεφάνθη επίσης ότι οι αμοιβές για τον χρόνο μετάβασης οι οποίες καταβάλλονται στον εργαζόμενο υπό την προϋπόθεση ότι τα καθημερινά δρομολόγια μετ επιστροφής διαρκούν περισσότερο από μία ώρα, θα πρέπει να θεωρούνται μέρος του κατώτατου μισθού του αποσπασμένου εργαζομένου όταν πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση ο σχετικός έλεγχος υπάγεται στις αρμοδιότητες του εθνικού δικαστηρίου. Βάσει της υπ αριθ. C-522/12 υπόθεσης 6, είναι αυτονόητο, μεταξύ άλλων, ότι ο καθορισμός των επιμέρους στοιχείων του ελάχιστου μισθού δεν επιτρέπεται να περιορίζει την ελευθερία παροχής υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών. Τα συγκεκριμένα παραδείγματα υποδηλώνουν ότι η εφαρμογή ενός φαινομενικά αυτονόητου όρου ελάχιστα όρια μισθού ενδέχεται να εγείρει αρκετά ζητήματα εννοιολογικού χαρακτήρα. Όσον αφορά την αξιολόγηση της αρχής της επικουρικότητας σε σχέση με την Πρόταση, καθοριστικό είναι το γεγονός ότι ο όρος «αμοιβή» είναι αβέβαιος, λιγότερο σαφής, από τα ελάχιστα όρια μισθού, ενώ το «στοιχείο της αμοιβής που κατέστη υποχρεωτικό» συνιστά κριτήριο υποχρεωτικής εφαρμογής που ενδέχεται να αποτελέσει τη βάση για αρκετές διαφορές ή ακόμα και καταχρήσεις. Η εισαγωγή ενός όρου ο οποίος δεν είναι σαφής για όλους τους ενδιαφερόμενους αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου και της επικουρικότητας. Η ενημέρωση των μητρώων όλων 5 Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015 στην υπόθεση C-396/13, Sähköalojen ammattiliitto ry κατά Elektrobudowa Spólka Akcyjna. 6 Σημείο 37 της αιτιολογίας της απόφασης που λήφθηκε την 7 η Νοεμβρίου σχετικά με την υπόθεση C- 522/12. Tevfik Isbir κατά DB Services GmbH. PE584.059v01-00 8/12 NP\1096644.doc
των τομέων απασχόλησης σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο με τον όρο «αμοιβή» συνιστά αδικαιολόγητη διοικητική επιβάρυνση για τα κράτη μέλη, ενώ από τη μεριά των επιχειρήσεων ενδέχεται να οδηγήσει σε νομική ανασφάλεια και να δημιουργήσει τεχνητά όρια στην αγορά. Εκτός από τα προαναφερθέντα, το χαμηλότερο επιπέδου μισθών στα κράτη μέλη της κεντρικής και ανατολικής ευρωπαϊκής περιφέρειας ενδέχεται να υπονομεύσει τα δίκαια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των επιχειρήσεων που εδρεύουν εδώ, μέσω τεχνητής παρέμβασης στις αγορές, στο πλαίσιο της μεταγενέστερης τροποποίησης της νομοθεσίας. Ευρεία διαβούλευση πριν από την παρουσίαση της Πρότασης: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά παράβαση της υποχρέωσης πρότερης διαβούλευσης που ορίζει το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2 δεν πραγματοποίησε ευρεία διαβούλευση και δεν έλαβε καθόλου υπόψη της την περιφερειακή και τοπική διάσταση της προβλεπόμενης δράσης. Εκτός αυτού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επέδειξε διαφάνεια σχετικά με την κοινή επιστολή εννέα κρατών μελών (Βουλγαρία, Τσέχικη Δημοκρατία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Λετονία, Πολωνία, Σλοβακία και Ρουμανία) του Αυγούστου του 2015, στην οποία τα εν λόγω κράτη μέλη τάχθηκαν υπέρ της αναθεώρησης της οδηγίας, της μετάθεσης της καταληκτικής ημερομηνίας μεταφοράς της εκτελεστικής οδηγίας, και της προσεκτικής αξιολόγησης των συνεπειών της οδηγίας. Τα κράτη μέλη εξέφρασαν επίσης τις ανησυχίες τους σχετικά με το ενδεχόμενο η αρχή της ίσης αμοιβής για όμοια εργασία στον ίδιο τόπο να είναι ασυμβίβαστη με την ενιαία αγορά, δεδομένου ότι οι διαφορές στα μισθολογικά επίπεδα των κρατών μελών αποτελούν ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των φορέων παροχής υπηρεσιών. Κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της Πρότασης: Στην αιτιολογική σκέψη (12) της Πρότασης σύμφωνα με το άρθρο 153 της ΣΛΕΕ ορίζεται ότι «ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις αμοιβές σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία και πρακτική». Αντιθέτως η Πρόταση, καθιστώντας υποχρεωτική την καταβολή της αμοιβής, επηρεάζει τις αρμοδιότητες των κρατών μελών (των επιχειρήσεων απόσπασης) σχετικά με τον καθορισμό της αμοιβής. Η Πρόταση αποσκοπεί δηλαδή στην τεχνητή αντιστάθμιση των μισθολογικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών οι οποίες εξαρτώνται από τις διαφορές στην οικονομική ανάπτυξη.ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν συνάδει με τις υποστηρικτικές/συμπληρωματικές αρμοδιότητες της ΕΕ στον τομέα της άσκησης κοινωνικής πολιτικής. 5. Η θέση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας Η Πρόταση η αιτιολόγησή της, κατά παράβαση του άρθρου 5 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2, δεν παραπέμπει στη συνοχή που προβλέπει η αρχή της επικουρικότητας, ούτε η αξιολόγηση των επιπτώσεων ασχολείται με τις πραγματικές επιπτώσεις της εισαγωγής του όρου «αμοιβή». κατά παράβαση της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, η Πρόταση θα οδηγήσει, σε σχέση με την οδηγία, σε παρεμβατικότητα στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και παρακώλυση των υφιστάμενων συνθηκών ανταγωνισμού τεχνητά και σε βαθμό που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την αντιστάθμιση του εργατικού κόστους. NP\1096644.doc 9/12 PE584.059v01-00
η εισαγωγή στην οδηγία 96/71/ΕΚ του όρου «αμοιβή» αντί των εξασφαλισμένων «ελάχιστων ορίων μισθού» δεν παράγει προστιθέμενη αξία, διότι ο ορισμός της αμοιβής δεν είναι αρκετά ακριβής και σαφής. Η εισαγωγή ενός όρου ο οποίος δεν είναι σαφής για όλους τους ενδιαφερόμενους αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου και της επικουρικότητας. κατά παράβαση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2, δεν προηγήθηκε ευρεία διαβούλευση πριν από την υποβολή της Πρότασης, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την περιφερειακή και τοπική διάσταση της προβλεπόμενης δράσης. λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της Πρότασης, η εισαγωγή του όρου «αμοιβή» αποσκοπεί στην τεχνητή αντιστάθμιση των μισθολογικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών οι οποίες εξαρτώνται από τις διαφορές οικονομικής ανάπτυξης και δεν στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν συνάδει με τις υποστηρικτικές/συμπληρωματικές αρμοδιότητες της ΕΕ στον τομέα της άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων κρίνει ότι η πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [COM(2016)128; 2016/0070(COD)] για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων παραβιάζει την αρχή της επικουρικότητας. Παράρτημα Η σχετική διαδικασία για τον έλεγχο της αρχής της επικουρικότητας και οι δυνητικές συνέπειές της. Η αρχή της επικουρικότητας σύμφωνα με το άρθρο 5 της ΣΕΕ: «(3) Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και κατά τον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφαρμόζουν την αρχή της επικουρικότητας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Τα εθνικά κοινοβούλια μεριμνούν για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο εν λόγω Πρωτόκολλο. (4) Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.» Έλεγχος της εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας βάσει του άρθρου 6 του PE584.059v01-00 10/12 NP\1096644.doc
Πρωτοκόλλου αριθ. 2: «Κάθε εθνικό κοινοβούλιο ή κάθε σώμα εθνικού κοινοβουλίου μπορεί, εντός προθεσμίας οκτώ εβδομάδων από την ημερομηνία διαβίβασης ενός σχεδίου νομοθετικής πράξης, στις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, να απευθύνει προς τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής αιτιολογημένη γνώμη στην οποία εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους εκτιμά ότι το εν λόγω σχέδιο δεν συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας. ( )» Τα αποτελέσματα της αιτιολογημένης γνώμης εξαρτώνται από τον αριθμό των κοινοβουλίων κρατών μελών που θα διαπιστώσουν, κατά την προκαθορισμένη προθεσμία των οκτώ εβδομάδων, ότι η εν λόγω πρόταση της ΕΕ παραβιάζει την αρχή της επικουρικότητας. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας τα 28 κοινοβούλια των κρατών μελών διαθέτουν ως χώρα 2-2 ψήφους (συνολικά 56 ψήφοι). Οι αιτιολογημένες γνώμες επηρεάζουν ουσιαστικά τη λήψη αποφάσεων της ΕΕ κυρίως όταν ανάλογα με τη δεδομένη νομοθετική διαδικασία της ΕΕ το ένα τέταρτο, το ένα τρίτο ή η πλειοψηφία των κοινοβουλίων των κρατών μελών αποφανθεί σχετικά με παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας. Στην περίπτωση της επονομαζόμενης διαδικασίας κίτρινης κάρτας, όπως καθορίζεται από το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2, κατά την οποία το ένα τρίτο (19 ψήφοι) των κοινοβουλίων των κρατών μελών διαπιστώσει την παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας στην ίδια πρόταση, η εν λόγω πρόταση πρέπει να αναθεωρηθεί. Έπειτα από την αναθεώρηση ο συντάκτης δύναται να διατηρήσει, να τροποποιήσει ή να αποσύρει την πρόταση. Από την ημέρα που τέθηκε σε ισχύ η συνθήκη της Λισαβόνας η διαδικασία κίτρινης κάρτας πραγματοποιήθηκε σε δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση η πρόταση αποσύρθηκε, ενώ στη δεύτερη 7 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατήρησε την πρόταση χωρίς τροποποιήσεις. Το Κοινοβούλιο.../2016. Απόφαση (...) του κοινοβουλίου σχετικά με την αποδοχή της έκθεσης που αφορά τους όρους αποδοχής της αιτιολογημένης γνώμης που αναφέρεται στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων 1. Το Κοινοβούλιο εγκρίνει την έκθεση (εφεξής: Έκθεση) που αφορά τους όρους αποδοχής της αιτιολογημένης γνώμης που αναφέρεται στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [COM(2016)128 2016/0070(COD)] για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων, και βάσει αυτής κρίνει ότι η πρόταση οδηγίας παραβιάζει την αρχή της επικουρικότητας. 2. Το Κοινοβούλιο καλεί τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου να διαβιβάσει χωρίς καθυστέρηση 7 Στο πλαίσιο του σχεδίου κανονισμού για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής, το Κοινοβούλιο στην απόφαση 87/2013. (X.22.) του Κοινοβουλίου διαπίστωσε παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας. NP\1096644.doc 11/12 PE584.059v01-00
την αιτιολογημένη γνώμη που εκφράζεται στην Έκθεση στους προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ταυτόχρονα να ενημερώσει σχετικά και την κυβέρνηση. Dr. Latorcai János Αντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου Földi László Γραμματέας του Κοινοβουλίου Ikotity István Γραμματέας του Κοινοβουλίου PE584.059v01-00 12/12 NP\1096644.doc