ΛΕΥΚΩΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Δ. ΙΛΙΟΥ ΑΡ. 31 Λέξεις 2.192 Συνοικία Μιχελή - Λέγανε διάφορα για την περιοχή της σημερινής συνοικίας. Ότι ήτανε λέει τσιφλίκι κάποιου Μιχελή. Έλληνας ήτανε; Αρβανίτης; Άλλοι λέγανε ότι ήταν ο τελευταίος Τούρκος που έφυγε από την περιοχή, με την κήρυξη της επανάστασης. Ότι έχω ακούσει σου λέω. Πάντως Μιχελή τονε λέγανε και μη με ρωτάς περισσότερα. Ήτανε ένα μέρος κακοτράχαλο. Σκαμμένο από τους χείμαρρους που κατέβαζαν με ορμή τα νερά τους από το βουνό. Tο μεγαλύτερο ρέμα ήτανε το Μιχελή εκεί που έγινε η προέκταση της Θηβών. Η οδός Ελαιών που διασχίζει τη συνοικία ήτανε ρέμα κι αυτή, Γιώργιζα τηνε λέγανε και τα νερά της πέφτανε στο Μιχελή. Άλλα ρέματα παραρέματα και χείμαροι κατέβαζαν νερό από Πετρούπολη μεριά και Καματερό. Άμα θυμώνανε κάνανε τη γης μαδιάμ. Όπως τότε στη μεγάλη πλημμύρα του 61 που πνιγήκανε δεκαοχτώ Λιοσιώτες... Η συνοικία Mιχελή έκτασης 850 περίπου στρεμμάτων καταλαμβάνει το κεντροδυτικό τμήμα της πόλης και ορίζεται από τις οδούς Συρράκου Ελαιών Παραμυθιάς Αγίου Νικολάου - Λεωφ. Θηβών Ιδομενέως και τη Λεωφόρο Πετρουπόλεως. Με βάση το διαχωρισμό του 1984 για τις εκλογές των Συνοικιακών Συμβουλίων η συνοικία αποτελείται από τρεις γειτονιές: την πάνω από την οδό Αβέρωφ (190 στρέμματα), την κάτω από την Αβέρωφ (321 στρ.) και την ανατολικά της Ελαιών (344,3 στρ.). Σε αντίθεση με τις συνοικίες που εφάπτονται στο ιστορικό κέντρο του Ιλίου (Ριμινιτών, Πολυτέκνων) και αναπτύχθηκαν πιο ορθολογικά, αποτελώντας συνέχεια του ιπποδάμειου καμβά του κέντρου (σχέδιο 1926), η συνοικία Μιχελή, σε όλη σχεδόν την έκτασή της, αποτελεί τυπικό παράδειγμα περιοχής, που ο αγροτικός κλήρος κατακερματίστηκε σε μέγιστο βαθμό και στη συνέχεια οικοπεδοποιήθηκε και οικοδομήθηκε αυθαίρετα. Κι αυτό προκειμένου να ικανοποιηθεί η αυξημένη ζήτηση που εκδηλώθηκε τη μεταπολεμική περίοδο για απόκτηση φτηνής κατοικίας στην περιοχή των Νέων Λιοσίων, από τους επαρχιώτες που συνέρρεαν στη δυτική περιφέρεια της Πρωτεύουσας. Η περιοχή ανήκε παλιότερα σε οικογένειες χωρικών που εγκαταστάθηκαν στα Κάτω Λιόσια περί τα μέσα του 19 ου αιώνα. Σταδιακά το μέγεθος του αρχικού κλήρου περιορίστηκε σε μικρότερα κτήματα, γνωστά και ως λαχίδια, ως αποτέλεσμα διαδοχικών μεταβιβάσεων, προικοδοτήσεων, δωρεών, πολλές από τις οποίες έγιναν δια λόγου. Είναι γνωστό ότι κάποιοι από τους αρχικούς κτηματίες είχαν αποκτήσει τη γη με χρησικτησία, ξεχέρσωμα συστηματική καλλιέργεια αλλά κάποτε και με βίαιους τρόπους, νομιμοποιώντας την εκ των υστέρων με συμβολαιογραφικές πράξεις. Γύρω στο 1950 οι ιδιοκτησίες στο Μιχελή μοιραζόταν ανάμεσα στους μεγάλους κτηματίες (Τσουκλείδης, Κ. Λιόσης, Ν. Λιόσης, Γ. Λιόσης, Παπασταμάτης, Μπουραϊμης, Μίχας, Μπόλας, Τσίγκος, Μαυράκης, Γκιόκας, Παλιγγίνης,), τους μικρότερους ντόπιους καλλιεργητές (Κ. Πέππας, Σ. Πέππας, Μ. Πέππας, Παπαδάκης, Παππούς, Γκίκας, Καμπόλης, Αφοι Κρητικού, Παππάς, Πηλιχός, Τζαβέλας) και τους μη ντόπιους ιδιοκτήτες (Σπίγγος, Κομπορόζος, Πατέλης, Βαλμάς, Νόνας, Μασκαλέρης κ.α.), σε τρόπο ώστε το ένα τρίτο της έκτασής της να ανήκει στις δύο τελευταίες κατηγορίες. Ο αγροτικός χαρακτήρας της περιοχής διατηρήθηκε αναλλοίωτος σχεδόν, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 50. Στο νότιο τμήμα, προς τη Θηβών και στην αρχή της
σημερινής Λ. Πετρουπόλεως (περιοχή «Ντερμάνι»), υπήρχαν εντατικές καλλιέργειες ανθοκήπια και λαχανόκηποι που ευνοούνταν από τον πλούσιο υδροφόρο ορίζοντα και τη λειτουργία αρδευτικών συστημάτων. Η περιοχή άρχισε να αποκτά οικιστικό ενδιαφέρον λίγο πριν το 1950, με την εγκατάσταση των πρώτων εσωτερικών μεταναστών. Για αρκετό διάστημα ανθοκήπια και λαχανόκηποι συνυπήρχαν με μικρές γειτονιές 5-10 σπιτιών που ξεφύτρώναν μέσα στους παλιούς αγρούς, δημιουργώντας ένα σχεδόν ειδυλλιακό τοπίο. Στο κέντρο (Αβέρωφ, Μελίκης κ.α) κυριαρχούσαν τα ξερικά αμπέλια. Πάνω από τη Μεγάλου Αλεξάνδρου Αετόπετρας, όπου το έδαφος ήταν πετρώδες και άνυδρο, καλλιέργειες δημητριακών και ζωοτροφών εναλλάσσονταν με μικρές πτηνοτροφικές μονάδες (Μπούκλιας, Καψής κ.α.) και χέρσα κτήματα που χρησιμοποιούνταν για βοσκοτόπια. Η διέλευση ποιμνίων στην περιοχή, από Καματεριώτες κυρίως κτηνοτρόφους, δεν ήταν ευπρόσδεκτη, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις η βόσκηση κατέστρεφε οπωροφόρα δένδρα και καλλιέργειες, γεγονός που δημιουργούσε συχνά εντάσεις και προστριβές με τους περίοικους. Η μαζική εγκατάσταση στην περιοχή πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60. Οι νεοφερμένοι οικιστές κατάγονταν στη μεγάλη πλειοψηφία τους από την Ήπειρο (νομοί Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας), την Πελοπόννησο (νομοί Ηλείας, Αρκαδίας) και τη Μυτιλήνη. Αρκετοί ήσαν και οι Αθηναίοι που επέλεξαν την περιοχή για τη μόνιμη εγκατάστασή τους. Η οικοπεδοποίηση και στην περιοχή Μιχελή έγινε με τις γνωστές μεθόδους: τα διαγράμματα κατάτμησης που συντάσσονταν από υπομηχανικούς, οι οποίοι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ήσαν συγγενικά πρόσωπα των κτηματιών. Παρ ότι η σύνταξη του διαγράμματος λαμβάνει υπόψη κάποια δεδομένα που νομιμοποιούν τη διαδικασία και περιβάλλουν με κύρος την πράξη της αγοραπωλησίας, υπήρξαν και περιπτώσεις που δεν τηρήθηκαν ούτε αυτές οι ελάχιστες προϋποθέσεις. Η πρόβλεψη για κοινόχρηστους χώρους επαφίετο κατά κανόνα στην «καλή θέληση» του διπλανού κτηματία, ο οποίος διέθετε μεγαλύτερο κτήμα, και αυτός με τη σειρά του υποκύπτοντας στον πειρασμό να εμπορευτεί κάθε σπιθαμή της ιδιοκτησίας του άφηνε δρόμους 4 ή 5 μέτρων, που συχνά κατέληγαν σε αδιέξοδα γιατί τα περισσότερα διαγράμματα ήσαν μικρής έκτασης 2, 3 και 5 στρεμμάτων και δεν εντάσσονταν σε ένα συνολικό σχεδιασμό, που θα λάβαινε υπόψη τις μελλοντικές λειτουργικές και κυκλοφοριακές ανάγκες της αναπτυσσόμενης συνοικίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ορισμένοι δρόμοι (Μανωλάδος, Κενταύρου, Σοφοκλέους, Πλουτάρχου), διασώθηκαν μόνο από το γεγονός ότι ήσαν μικρά ρέματα που οι παλιοί ιδιοκτήτες δεν πρόλαβαν να μπαζώσουν. Τα οικόπεδα μικρά, άρχιζαν από 300 πήχεις (170 τ. μ.). Ο πλέον καθιερωμένος τύπος ήταν των 275 πήχεων (154 τ. μ.), ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις που μόλις ξεπερνούσαν τα 120 τ. μ. Η συνήθης πρακτική ήθελε ένα κτήμα 5 στρεμμάτων να «βγάζει» 26 οικόπεδα από 154 168 τ. μ., αφήνοντας στο κάτω μέρος του κτήματος ένα και μόνο δρόμο πλάτους 5 μ. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50 οι τιμές γης αυξήθηκαν δραματικά. Από 32 δρχ. ανά τ.μ. το 1953 «σκαρφάλωσαν» στις 100 δρχ. ανα τ.μ. το 1957, ενδεικτικό της αύξησης του ενδιαφέροντος για αγορά γης στην περιοχή. Η εγκατάσταση μιας μεγάλης βιομηχανικής μονάδας, το 1947, που χρηματοδοτήθηκε γενναία στα πλαίσια του σχεδίου Marshall, δημιούργησε πρόσθετο ενδιαφέρον για εγκατάσταση στην περιοχή. Υπήρχε τώρα κάτι σημαντικό, που την έκανε σημείο αναφοράς στην ευρύτερη βορειοδυτική Αθήνα. Όμως η βιομηχανική μονάδα θα παραμείνει κλειστή για περισσότερο από δέκα χρόνια, μέχρι το 1961, που αγοράστηκε από τους αδελφούς Μπρούσκου για λογαριασμό της βιομηχανίας παραγωγής φιαλών υγραερίου «ΒΙΟΦΙΑΛ».
Την περίοδο της παραγωγικής ακμής της (1962 1965) η ΒΙΟΦΙΑΛ κάλυπτε τα 2/3 της εγχώριας ζήτησης, απασχολούσε 130 εργάτες παραγωγής και 15 ακόμη διοικητικούς υπαλλήλους. Αρκετοί από τους οικιστές επέλεξαν να εγκατασταθούν στη Μιχελή, γι αυτόν ακριβώς το σκοπό. Η ύπαρξη της βιομηχανικής μονάδας, πέρα από τις θέσεις απασχόλησης που δημιούργησε, λειτούργησε σαν κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της συνοικίας και την επέκταση μέχρι αυτήν κρατικών δικτύων ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης, τηλεφώνου, όχι όμως και για την εκτέλεση κοινοτικών έργων, κυρίως γιατί η περιοχή ήταν εκτός σχεδίου. Με την εγκατάσταση των πρώτων οικιστών δημιουργείται μια υποτυπώδης αγορά στην αδιαμόρφωτη ακόμη (σημερινή) οδό Ελαιών, λίγο μετά τη συμβολή της με το «ρέμα» (τη σημερινή λεωφόρο Θηβών), στο ύψος της Φιλιππιάδος και της Φιλιατών. Πρόκειται για δέκα περίπου μικρά καταστήματα με είδη διατροφής, καθημερινής χρήσης (παντοπωλεία, μανάβικα, πρατήρια άρτου, κρεοπωλείο, γαλακτοπωλείο, ψιλικά για τις καθημερινές ανάγκες των νοικοκυριών, μία μάντρα υλικών και 2 3 βιοτεχνίες (ξυλουργείο, ανθοκηπευτικά είδη, ζωοτροφές), κρασοπουλειό και καφενείο βεβαίως, που λειτουργούσαν ως χώροι κοινωνικής συνάθροισης, επαγγελματικών επαφών και ευρέσεως εργασίας από οικοδόμους κυρίως. Τον Οκτώβριο του 1960 οι οικιστές ιδρύουν τον Εξωραϊστικό Σύλλογο Μιχελή και Μπούτσαλη «ΙΛΙΟΝ». Στα ιδρυτικά μέλη του συνυπάρχουν ντόπιοι κτηματίες και νεοφερμένοι οικιστές. Πρώτος πρόεδρος αναδεικνύεται κτηματίας της περιοχής. Ο «συμβιβασμός» αυτός αποστερεί από το Σύλλογο τη δυναμική που χρειάζεται για την υιοθέτηση μιας πιο δραστήριας πολιτικής, όπως η διεκδίκηση ελεύθερων χώρων για κοινόχρηστες δραστηριότητες, η διάνοιξη δρόμων, η κατασκευή υποδομών που σε ορισμένες περιπτώσεις θίγουν συμφέροντα μεγαλοκτηματιών. Το επόμενο διάστημα μια σειρά έργων θα κάνει πιο υποφερτή τη ζωή στη συνοικία. Με προσωπική εργασία των κατοίκων κατασκευάζεται τσιμεντένια γέφυρα στην προέκταση της Θερσίτου πάνω από το ρέμα της Θηβών. Ο κεντρικός δρόμος του συνοικισμού, το παλιό ρέμα της Γιώργιζας, επιχωματώνεται, διαμορφώνεται και δενδροφυτεύεται με ελαιόδενδρα. Έκτοτε αποκτά τη σημερινή του ονομασία: οδός Ελαιών. Από τα μέσα της δεκαετίας του 60, τα δεδομένα που αφορούν την προέλευση των νέων οικιστών διαφοροποιούνται. Σε ότι αφορά τον τόπο γέννησής τους σε μεγάλο ποσοστό (80%) κατάγονται και αυτοί από την επαρχία, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις ως προηγούμενο τόπο διαμονής τους δηλώνουν κάποια κεντρική συνοικία της Πρωτεύουσας, άλλη γειτονιά της Δυτικής Αθήνας ή περιοχή του Λεκανοπεδίου. Οι οικιστές αυτοί, που προέρχονται από τα πιο χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, επιλέγουν για την οριστική τους εγκατάσταση τη Μιχελή, ύστερα από μια περίοδο προσωρινής διαμονής στην Πρωτεύουσα, που διαρκεί από λίγους μήνες μέχρι μερικά χρόνια. Σε όλες της περιπτώσεις παρακινούνται από συγγενείς η συμπατριώτες τους που έχουν εγκατασταθεί στη συνοικία λίγα χρόνια πριν. Στις αρχές της δεκαετίας του 60 οι δρόμοι της συνοικίας γύρω από τη ΒΙΟΦΙΑΛ (Φιλιππιάδος, Φιλιατών, Πωγωνίου, Αετομηλίτσης) έχουν πυκνοκατοικηθεί. Η αλλαγή του κεντρικού πολιτικού σκηνικού το 1964 (κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου) βρίσκει την έκφρασή της και σε συνοικιακό επίπεδο. Από το 1963 νέα πρόσωπα αναλαμβάνουν τη διοίκηση του συλλόγου «ΙΛΙΟΝ», ανοίγοντας νέες προοπτικές για τη συνοικία. Το νέο Δ.Σ. του συλλόγου στέκεται «απέναντι» σε συμφέροντα και προωθεί την επίλυση των προβλημάτων σε συνεργασία με την τοπική αρχή και τις πιο δημιουργικές δυνάμεις της συνοικίας. Λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, στα τέλη του 1964, ο Δήμαρχος Αθανάσιος Οικονόμου προχωρεί σε σειρά έργων οδοποιϊας, που συνδέουν το κέντρο των νέων Λιοσίων με τις γύρω συνοικίες. Η Ελαιών στο
Μιχελή, η Αλαμάνας στον Άγιο Φανούριο, η Θεοδώρας στην Παλατιανή και η Ρήγα Φεραίου στη Ζωοδόχο Πηγή είναι μέσα στο πρόγραμμα. Η διαμόρφωση της Ελαιών και η ασφαλτόστρωσή της ανοίγει έναν άξονα που επιτρέπει την ευκολότερη μετακίνηση των κατοίκων της το κέντρο και τη δημιουργία μιας γραμμικής αγοράς κατά μήκος της συνοικίας. «- Ας μπούμε πρώτα στο σχέδιο κι ύστερα βλέπουμε» Πρόκειται για μια φράση κλισέ μόνιμη επωδό κάθε απάντησης που δίνεται από τα στόματα των αρμοδίων κρατικών η δημοτικών φορέων. Η εικόνα της εγκατάλειψης σε απόσταση μερικών μόλις μέτρων γύρω από τη μάντρα του εργοστασίου της ΒΙΟΦΙΑΛ είναι η «άλλη όψη» της ανάπτυξης. Η ένταξη του Μιχελή στο σχέδιο πόλης το 1970 (βάσει του από 1-8-1970 Β. Δ. που δημοσιεύτηκε στο 187 Φ.Ε.Κ. 28-8-70, τεύχος Δ), λύτρωσε τους κάτοικους, που μέχρι τότε ζούσαν με τον φόβο των συνεργείων κατεδάφισης, νομιμοποιώντας τα μέχρι τότε αυθαίρετα κτίσματα, θέτοντας όρους δόμησης που αναθέρμαναν την οικοδομική δραστηριότητα. Όμως η «ανακούφιση» των κατοίκων δεν συνοδεύεται από κανένα μέτρο που να θίγει τα συμφέροντα των μεγαλοϊδιοκτητών της περιοχής. Δεν έγινε καμιά πρόβλεψη για εισφορά γης από τη μεγάλη ιδιοκτησία, σε μια περιοχή που συνέχισε να πυκνοκατοικείται χάνοντας και τους τελευταίους ελεύθερους χώρους που είχαν απομείνει στον ανορθόδοξα αναπτυγμένο και πυκνοκατοικημένο πολεοδομικό ιστό της. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας τα προβλήματα στο Μιχελή πολλαπλασιάστηκαν ενώ με σειρά διοικητικών μέτρων και αστυνομικών απαγορεύσεων αποκλείστηκαν από τον Εξωραϊστικό Σύλλογο και τα κοινά προοδευτικοί κάτοικοι. Το ίδιο διάστημα ενθαρρύνθηκε η κερδοσκοπία και η εμπορευματοποίηση των τελευταίων φυσικών πόρων της συνοικίας. Χαρακτηριστικό της αδιαφορίας και της εγκατάλειψης είναι το γεγονός ότι μέχρι και το 1978 ορισμένες γειτονιές στη Μιχελή θα συνεχίσουν να εξυπηρετούνται από νερουλάδες. Η περιοχή θα ζει με το φόβο της πλημμύρας σε κάθε δυνατή βροχή ενώ οι περισσότεροι δρόμοι της θα παραμένουν ακόμη χωματόδρομοι. Από της αρχές της δεκαετίας του 60 αναφέρεται η παρουσία τσιγγάνων στο Μιχελή, στο πάνω μέρος της συνοικίας, κατά μήκος της οδού Ελαιών, στη Θεσπρωτικού, την Ιωαννίνων, κ.α. Στην αρχή η παρουσία τους ήταν εποχική και η διαμονή τους σε σκηνές. Αργότερα ορισμένοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Πρόκειται για 20 περίπου οικογένειες προερχόμενες από την περιοχή του Αγρινίου, το Μεσολόγγι κ.α. Ασχολούνται κυρίως με τη μουσική αλλά «με την κρίση που περνάει ο καλλιτεχνικός τομέας» - όπως λένε χαρακτηριστικά στρέφονται στο παρεμπόριο και διάφορες εποχικές ασχολίες. Μικρότερος αριθμός τσιγγάνων έχει εγκατασταθεί και σε άλλα σημεία της συνοικίας (Αργυροκάστρου και Μυλοποτάμου κ.α). Από τη μεταπολίτευση και μετά ξεκινάει ο αγώνας για την κατασκευή έργων υποδομής και τη διασφάλιση χώρων με σκοπό τη δημιουργία κοινωφελών λειτουργιών και κοινόχρηστων δραστηριοτήτων. Το 1976 άρχισε η ασφαλτόστρωση 16 δρόμων στο κέντρο και το νότιο τμήμα της συνοικίας ενώ παράλληλα με την κατασκευή του δικτύου ύδρευσης άρχισε η κρασπεδορείθρωση όλου του οδικού δικτύου της. Από τις αρχές της δεκαετίας του 80 πραγματοποιήθηκαν στη συνοικία πολλά έργα υποδομής και κοινωνικού εξοπλισμού που ανακούφισαν σημαντικά της κατοίκους της όπως: Ολοκληρωμένο δίκτυο αποχέτευσης. Λεωφορειακή γραμμή Πανοράματος μέσω Ελαιών για την συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση της ευρύτερης περιοχής. Ανέγερση σύγχρονων σχολικών μονάδων. Λειτουργία του 2 ου Κ.Α.Π.Η. στην οδό Μελίκης.
Δημιουργία κλειστού γυμναστηρίου στη στάση Πεταλούδα. Διανοίξεις δρόμων, σε εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου. Κατασκευή πλατειών, μικρών αθλητικών χώρων και παιδότοπων. Πραγματοποιήθηκε επίσης σειρά παρεμβάσεων στο εσωτερικό της συνοικίας όπως: Πεζοδρομήσεις που αναπληρώνουν, σε κάποιο βαθμό, το έλλειμμα της περιοχής σε πράσινο. Μονοδρομήσεις και κυκλοφοριακές ρυθμίσεις. Αξιοποίηση κάθε διαθέσιμου μέτρου γης για δημιουργία μικρών οάσεων πρασίνου. Τα έργα αυτά αντέστρεψαν, σε κάποιο βαθμό, την πορεία υποβάθμισης της Μιχελή, σε μια περίοδο που συνεχίστηκε η εγκατάσταση νέων κατοίκων και το κυκλοφοριακό πρόβλημα επιδεινώθηκε. Όλες σχεδόν οι οικογένειες έχουν σήμερα ιδιόκτητο αυτοκίνητο, που κι αυτό χρειάζεται το δικό του χώρο στάθμευσης στο αφόρητα επιβαρημένο οδικό δίκτυο, αφού σπίτια με πυλωτές στη συνοικία είναι ελάχιστα. Η συνοικία Μιχελή αντιμετωπίζει «εκ γενετής» πολλά και χρόνια προβλήματα. Είναι φυσικό οι λύσεις που δόθηκαν όλα αυτά τα χρόνια να μην μπόρεσαν να οργανώσουν το σύνολο των λειτουργιών της, όμως η προσπάθεια συνεχίζεται. Παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις σημαντικές περικοπές των πόρων ο στόχος παραμένει o ίδιος: Στοχευμένες παρεμβάσεις που θα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων.