ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο Διδάσκοντες: Δημητρόπουλος Ανδρ., Καθηγητής του τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντωνίου Θ., Επ. Καθηγήτρια του τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Εξάμηνο: Α Θέμα: «Η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας» Εισήγηση: Κωστοπούλου Άλκηστη Ημερομηνία: 27/1/2011 «Η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας» Α. Εισαγωγή Άρθρα 87 100 του Συντάγματος: Κατοχύρωση της δικαστικής εξουσίας (η αρχή της ισοτιμίας και η αρχή της ανεξαρτησίας). Η αρχή της ισοτιμίας: η δικαστική εξουσία είναι θεσμικά ισοδύναμη των δύο έτερων εξουσιών (άρθρο 26 παράγραφος 3 του Συντάγματος). Η αρχή της ανεξαρτησίας: λειτουργική και προσωπική (άρθρο 87 παράγραφος 1 του Συντάγματος). Β. Η λειτουργική ανεξαρτησία Έναντι της νομοθετικής εξουσίας: Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους και δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται σε αντισυνταγματικές διατάξεις (Άρθρα 87 παράγραφος 2, 120 παράγραφος 2 και 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος). Αποκλείεται κατ αρχήν η εξαφάνιση τελεσίδικης απόφασης με νομοθετική πράξη που εκδίδεται για το σκοπό αυτό (άρθρο 26 1
παράγραφος 3 του Συντάγματος) και η επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων. Ως προς τις σχέσεις της με την εκτελεστική εξουσία: Οι δικαστές δεν υπόκεινται σε κανενός είδους ιεραρχικό έλεγχο. Γ. Η προσωπική ανεξαρτησία Διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που προβλέπει τα προσόντα και τη σχετική διαδικασία επιλογής και είναι ισόβιοι (Άρθρο 88 παράγραφος 1 του Συντάγματος). Λόγοι παύσης: η ποινική καταδίκη, βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, ασθένεια, αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που βεβαιώνονται από δικαστική απόφαση και σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία (Άρθρο 88 παράγραφος 4 του Συντάγματος). Ωστόσο αποχωρούν υποχρεωτικά στο 65 ο και κατ εξαίρεση στο 67 ο έτος της ηλικίας τους, προκειμένου για βαθμούς ανώτερους από τον εφέτη και τον αντεισαγγελέα εφετών (Άρθρο 88 παράγραφος 5 του Συντάγματος). Απαγόρευση μετάταξης (Άρθρο 88 παράγραφος 6 του Συντάγματος). Αποδοχές: αναλογικές του λειτουργήματός τους (Άρθρο 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος). Υπηρεσιακή κατάσταση: εναπόκειται στην κατά το δυνατόν αξιοκρατική απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από δικαστικούς λειτουργούς (Άρθρο 90 του Συντάγματος). Δικαστικά ασυμβίβαστα: η απαγόρευση παροχής κάθε άλλης έμμισθης εργασίας, ανάληψης διοικητικών καθηκόντων, καθώς και συμμετοχής στην Κυβέρνηση (Άρθρο 89 παράγραφοι 1 και 4 του Συντάγματος). Εξαίρεση αποτελεί η δυνατότητα εκλογής τους ως μελών της Ακαδημίας Αθηνών, ή διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών 2
ιδρυμάτων, ή συμμετοχής σε συμβούλια ή επιτροπές ασκούσες πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό έργο, καθώς και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές (Άρθρο 89 παράγραφος 2 του Συντάγματος). Δυνατότητα αμερόληπτης και κατά συνείδηση κρίσης. Κατοχύρωση της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας. «Η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας» Α. Εισαγωγή Η δικαστική εξουσία αποτελεί τη μία εκ των τριών τυπικά ισοδύναμων εξουσιών της ελληνικής έννομης τάξης και κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει, ότι η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα ελληνικά δικαστήρια, και ότι, οι αποφάσεις αυτών εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού. Τα επιμέρους χαρακτηριστικά της εν λόγω εξουσίας διαρθρώνονται συνολικά στα άρθρα 87-100 του Συντάγματος. Αρχές που πηγάζουν από τα εν λόγω άρθρα του Συντάγματος και προσδιορίζουν τη δικαστική εξουσία έναντι των δύο έτερων λειτουργιών, ήτοι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, είναι η αρχή της ισοτιμίας και η αρχή της ανεξαρτησίας. Εν προκειμένω, δέον να υπογραμμισθεί, ότι η πρώτη αποτελεί προϋπόθεση της δεύτερης. Σύμφωνα με την αρχή της ισοτιμίας, η δικαστική εξουσία είναι θεσμικά ισοδύναμη των δύο έτερων εξουσιών. Το συμπέρασμα αυτό πηγάζει από το Σύνταγμα 1, όπου κατοχυρώνεται η διάκριση των τριών αυτών εξουσιών, και υπογραμμίζεται 2, ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού. Η εν λόγω διάταξη συνδέει 1 Άρθρο 26 του Συντάγματος. 2 Άρθρο 26 παράγραφος 3 του Συντάγματος. 3
τη δικαστική εξουσία με το λαό, το φορέα της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας, υπέρ του οποίου υπάρχουν όλες οι εξουσίες 3. Όσον αφορά στην αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, αυτή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, το οποίο αναφέρει, ότι οι δικαστές υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους και διακρίνεται σε λειτουργική και προσωπική 4 5. Β. Η λειτουργική ανεξαρτησία Η λειτουργική ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας δέον να εξετάζεται σε σχέση με τις δύο έτερες εξουσίες, ώστε να καθίστανται εναργέστερα τα επιμέρους χαρακτηριστικά της ως προς αυτές. Όσο αφορά στη λειτουργική ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής, υπογραμμίζεται, ότι οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, πολύ περισσότερο από τους λοιπούς έλληνες πολίτες υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται σε αντισυνταγματικές διατάξεις 6. Βάσει των ανωτέρω, τα δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν τη συνταγματικότητα των νομοθετικών πράξεων και να μην εφαρμόζουν αυτές που κρίνουν αντισυνταγματικές ως προς την αρμοδιότητα της αρχής που τις εκδίδει ή ως προς το περιεχόμενό τους. Επιπλέον, αποκλείεται καταρχήν η εξαφάνιση τελεσίδικης απόφασης με νομοθετική πράξη που εκδίδεται για το σκοπό αυτό 7, καθώς και η επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς, που 3 Μαυριάς Κ. Γ., Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα Κομοτηνή, 2004, σ. 708. 4 Άρθρο 87 παράγραφος 1 του Συντάγματος. 5 Δημητρόπουλος Ανδρ., Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, Αθήνα, 2004, σ. 295. 6 Άρθρα 87 παράγραφος 2, 120 παράγραφος 2 και 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος. 7 Δεδομένου ότι αντίκειται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 του Συντάγματος. 4
εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων 8. Εξαίρεση αποτελεί η υπό προϋποθέσεις δυνατότητα αναδρομικής ρύθμισης των μη εμπράγματων περιουσιακών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν αναγνωρισθεί τελεσίδικα 9. Ως προς τις σχέσεις της δικαστικής με την εκτελεστική λειτουργία, υπογραμμίζεται, πως οι δικαστές δεν υπόκεινται σε κανενός είδους ιεραρχικό έλεγχο από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, παρά μόνο σε επιθεώρηση από δικαστές ανώτερου βαθμού και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 10. Αντιθέτως, η ανεξαρτησία της δικαστικής έναντι της εκτελεστικής λειτουργίας δικαιολογεί το δικαστικό έλεγχο της Διοίκησης 11 και την δεσμευτικότητα των δικαστικών αποφάσεων έναντι αυτής. Γ. Η προσωπική ανεξαρτησία Η κατοχύρωση της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών πηγάζει επίσης από το άρθρο 87 παράγραφος 1 του Συντάγματος 12 και αναπτύσσεται στα επόμενα άρθρα αναλυτικά 13. Βασικό γνώρισμα αποτελεί το γεγονός, πως οι δικαστές διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που προβλέπει τα προσόντα και τη σχετική διαδικασία επιλογής και είναι ισόβιοι 14 15. Ο όρος «ισοβιότητα» δεν νοείται εν προκειμένω κατά κυριολεξία, όπως 8 Βλ. ΑΠ 323/1972. 9 Σπηλιωτόπουλου Επ. Π., Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σ. 417. 10 Άρθρο 87 παράγραφος 3 του Συντάγματος. 11 Δαγτόγλου Π.Δ., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Αθήνα Κομοτηνή, 2004, σ. 87. 12 «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία»: Βλ. Κασιμάτης Γ., Το Σύνταγμα της Ελλάδας, Αθήνα Κομοτηνή, 2001. 13 Κυρίως άρθρα 88, 89, 90 και 91 του Συντάγματος. 14 Άρθρο 88 παράγραφος 1 του Συντάγματος. 15 Δημητρόπουλος Ανδρ., Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, Αθήνα, 2004, σ. 299. 5
συνέβαινε ως το 1844, αλλά ως εγγύηση της διατήρησης των δικαστών στην υπηρεσία, δεδομένου, ότι δεν είναι δυνατόν να παυθούν, χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση και για περιοριστικά αναφερόμενους λόγους (λειτουργική ισοβιότητα), αλλά ούτε και να απομακρυνθούν από αυτή πριν τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου ορίου ηλικίας, ακόμη και αν μεταβληθεί ο κλάδος δικαιοσύνης στον οποίο υπηρετούν (κλαδική ισοβιότητα) 16. Η κατοχύρωση της κλαδικής αυτής ισοβιότητας των δικαστών κρίνεται ως μεγάλης σπουδαιότητας, δεδομένου ότι αποκλείει την απόλυση λόγω κατάργησης οργανικής θέσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων 17 18. Αντιθέτως, μοναδικούς λόγους παύσης των δικαστών αποτελούν η ποινική καταδίκη, το βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, η ασθένεια, η αναπηρία ή η υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που βεβαιώνονται από δικαστική απόφαση και σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία 19. Σημειωτέον εν προκειμένω, ότι ενίσχυση της εν λόγω εγγύησης αποτελεί η κατά κανόνα απαγγελία της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση 20. Ωστόσο, οι δικαστές υποχωρούν υποχρεωτικά κατά κανόνα στο 65 ο και κατ εξαίρεση στο 67 ο έτος της ηλικίας τους, προκειμένου για βαθμούς ανώτερους από τον εφέτη και τον αντεισαγγελέα εφετών 21. Περαιτέρω, καταρχήν απαγορεύεται η μετάταξη των δικαστικών λειτουργών 22. Ωστόσο, κατ εξαίρεση, είναι δυνατές οι μετατάξεις παρέδρων σε πρωτοδικεία και εισαγγελίες μετά από αίτηση των ιδίων 16 Μαυριάς Κ. Γ., Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα Κομοτηνή, 2004, σ. 718. 17 Άρθρο 103 παράγραφος 4 του Συντάγματος. 18 Σπηλιωτόπουλου Επ. Π., Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σ. 418. 19 Άρθρο 88 παράγραφος 4 του Συντάγματος. 20 Άρθρο 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος. 21 Άρθρο 88 παράγραφος 5 του Συντάγματος. 22 Άρθρο 88 παράγραφος 6 του Συντάγματος. 6
και απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου 23. Από το οικείο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο λαμβάνονται και οι αποφάσεις οι σχετικές με τις προαγωγές, τις τοποθετήσεις, τις μεταθέσεις και τις αποσπάσεις των δικαστικών λειτουργών 24. Η υπηρεσιακή τους κατάσταση επομένως δεν αποτελεί αντικείμενο υποκειμενικής κρίσης, όπως συνήθως συμβαίνει σε ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους, αλλά εναπόκειται στην κατά το δυνατόν αξιοκρατική απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από δικαστικούς λειτουργούς 25. Επίσης, καθιερώνονται ως αναλογικές του λειτουργήματός τους οι αποδοχές που αυτοί λαμβάνουν 26, ώστε να λογίζονται ως ικανοποιημένοι από αυτές, γεγονός αποτρεπτικό για οιαδήποτε χειραγώγηση. Η ανωτέρω συνταγματική εγγύηση προσδιορίζεται περαιτέρω από ορισμένα συμπεράσματα, στα οποία έχει καταλήξει η νομολογία. Γίνεται δεκτό εν προκειμένω, ότι οι αποδοχές τους πρέπει να τελούν σε αντιστοιχία με τη σπουδαιότητα και τη φύση του δικαστικού λειτουργήματος και συνεπώς οφείλουν να είναι ανώτερες των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων σε κάθε περίπτωση 27. Ακόμη, στην αμεροληψία και την ανεξαρτησία των δικαστών αποβλέπουν τα δικαστικά ασυμβίβαστα, ήτοι η απαγόρευση παροχής κάθε άλλης έμμισθης εργασίας, ανάληψης διοικητικών καθηκόντων, καθώς και συμμετοχής στην Κυβέρνηση 28. Σημαντική εξαίρεση αποτελεί η δυνατότητα εκλογής τους ως μελών της Ακαδημίας Αθηνών, ή διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ή 23 Μαυριάς Κ. Γ., Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα Κομοτηνή, 2004, σ. 723. 24 Δημητρόπουλος Ανδρ., Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, Αθήνα, 2004, σ. 299. 25 Άρθρο 90 του Συντάγματος. 26 Άρθρο 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος. 27 Μαυριάς Κ. Γ., Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα Κομοτηνή, 2004, σ. 723. 28 Άρθρο 89 παράγραφοι 1 και 4 του Συντάγματος. 7
συμμετοχής σε συμβούλια ή επιτροπές ασκούσες πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό έργο, καθώς και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές 29. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές, ότι οι δικαστικές εγγυήσεις διασφαλίζουν τη σταθερότητα στο εργασιακό περιβάλλον και την κατά συνείδηση κρίση τους, εφόσον δεν είναι δυνατόν να υφίστανται οιαδήποτε δυσμενή υπηρεσιακή μεταχείριση, εξαιτίας της αμερόληπτης άσκησης των καθηκόντων τους 30. 29 Άρθρο 89 παράγραφος 2 του Συντάγματος. 30 Σπηλιωτόπουλου Επ. Π., Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σ. 418. 8