Οι γνώσεις µας για την αρχαία ελληνική γλώσσα Από την αρχαία γλώσσα γνωρίζουµε, όπως είναι φυσικό, κυρίως τη γραπτή µορφή λόγου. Ειδικότερα γνωρίζουµε την επίσηµη γλώσσα από επιγραφές που περιέχουν συνθήκες, ψηφίσµατα κ.λπ. και που χαρακτηρίζονται από τον διαλεκτικό, επιχώριο χαρακτήρα και τη συντηρητικότητα τής γλώσσας τους. Έτσι λ.χ., ενώ τον 5 ο αι. φαίνεται ότι χρησιµοποιούνταν στον λόγο τύποι προστακτικής φερέτωσαν, φερέσθωσαν κ.τ.ό., στις επιγραφές ώς το 300 π.χ. έγραφαν τους τύπους φερόντων, φερέσθων. Από τον γραπτό δε λόγο γνωρίζουµε κυρίως το υψηλό ύφος (γλώσσα Θουκυδίδη, Πλάτωνος, Τραγικών) και τις λογοτεχνικές διαλέκτους. Αντιθέτως, τον προφορικό λόγο δεν τον γνωρίζουµε επαρκώς. Στοιχειώδεις µόνο γνώσεις έχουµε από τη γλώσσα τής κωµωδίας (τού Αριστοφάνη κ.ά.) και από τις επιγραφές σε αγγεία. Παραδείγµατα: Αριστοφάνης: κάοµαι τὴν καρδίαν, τὴν αὐτοῡ σκιὰν δέδοικε, τὴν σκάφην λέγω, κατάβα (αντί κατάβηθι) και πρόβα, ἔμβα, οἶσε (Προστ. Μελλ. αναλογικώς προς τους τύπους: ἔνεγκε, φέρε), βαλλήσω (Μέλλ. κατά το τυπτήσω). Επιγραφές: Ἑρεμῆς, Ἄσμητος (αντί Ἄδμητος), φαρθένε, δέχε (δέχου), ἔγρασφεν, Φύρνιχος, Φρεσεφόνη/Φερσεφόνη (Περσεφόνη), δέσποτε (κατά το κύριε). Τις γλωσσικές αυτές µαρτυρίες, που απαντούν σε επιγραφές αγγείων, έχει συγκεντρώσει ο KRETSCHMER στο έργο «Die Criechischen Vaseninschriften», 1894 («Οι ελληνικές επί αγγείων επιγραφές»).
Λογοτεχνικές διάλεκτοι Η αρχαία ελληνική λογοτεχνία χαρακτηρίζεται από το σπάνιο φαινόµενο ότι δεν γράφεται σε µια ενιαία κοινή γλώσσα ούτε καν στη µητρική διάλεκτο τού λογοτέχνη, αλλά στη διάλεκτο τού είδους. Ο Βοιωτός Ησίοδος λ.χ. δεν γράφει στη Βοιωτική (Β. Αχαϊκή) αλλά στην Ιωνική. Ο Σπαρτιάτης Τυρταίος γράφει τις ελεγείες του όχι στη Λακωνική αλλά στην Ιωνική. Επίσης ο Θέογνις ο Μεγαρεύς χρησιµοποιεί στην ποίησή του αντί τής Μεγαρικής την Ιωνική, ο Αθηναίος Σόλων την Ιωνική, ο Βοιωτός Πίνδαρος τη ωρική και ο Ίων Βακχυλίδης γράφει τη χορική του ποίηση σε δωρική διάλεκτο. Υπάρχει δηλ. γλώσσα λογοτεχνικού είδους, λογοτεχνική διάλεκτος. Τα διάφορα λογοτεχνικά είδη γράφονται σε ορισµένη διάλεκτο, πράγµα σηµαντικό όσο και σπάνιο στην ιστορία τής λογοτεχνίας. Οι λογοτεχνικές αυτές διάλεκτοι έχουν καθοριστεί µε διαφόρους τρόπους: από το κύρος τής γλώσσας µεγάλων λογοτεχνικών προτύπων όπως ο Όµηρος, από την αρχική διατύπωση ορισµένου είδους κ.λπ. Η λογοτεχνική διάλεκτος δεν είναι κάποια συγκεκριµένη επιχώρια διάλεκτος, αλλά είναι συνήθως «υπερτοπική» µορφή διαλέκτου. Η ωρική λ.χ. τής χορικής ποίησης είναι µια γενικότερη µορφή ωρικής και όχι η ωρική τής Σπάρτης ή των Μεγάρων ή τής Κορίνθου κ.λπ. Όλες, τέλος, οι λογοτεχνικές διάλεκτοι εµφανίζουν µεγάλη ανάµειξη µε στοιχεία τής µητρικής διαλέκτου τού συγγραφέα και άλλων ακόµη διαλέκτων. Οι λογοτεχνικές διάλεκτοι που χρησιµοποιήθηκαν στην αρχαία, είναι: (i) Η Ιωνική, που χρησιµοποιείται στην επική ποίηση και σε διάφορα είδη ποιήσεως. Έτσι, η γλώσσα των οµηρικών επών είναι η ιωνική διάλεκτος µε αιολικούς αρχαϊσµούς και αττικούς νεωτερισµούς. Οµοίως, Ιωνική είναι η γλώσσα τής ποιήσεως τού Ησίοδου µε αιολικά (βοιωτικά) και δωρικά στοιχεία. Τέλος, σε ιωνική διάλεκτο έχει γραφεί: η ελεγειακή ποίηση (Αρχίλοχος, Τυρταίος, Σόλων, Θέογνις κ.ά.) το επίγραµµα (Σιµωνίδης ο Κείος κ.ά.) και η ιαµβοτροχαϊκή ποίηση (Αρχίλοχος, Ιππώναξ, Βακχυλίδης, Ανακρέων κ.ά). (ii) Η ωρική, που χρησιµοποιείται στη χορική ποίηση (Πίνδαρος, Στησίχορος, Βακχυλίδης, Ίβυκος, κ.ά.) (iii) Η Αχαϊκή, που χρησιµοποιείται στη µελική ποίηση (Σαπφώ, Αλκαίος). Στην τραγωδία χρησιµοποιείται µικτό είδος διαλέκτων: στα µεν χορικά η ωρική, στο δε κείµενο η Ιωνική µε µεγάλη επίδραση τής Αττικής. Υπάρχουν και εξαιρέσεις λογοτεχνών που γράφουν σε επιχώρια διάλεκτο, ιδίως προκειµένου για τη µελική ποίηση: Η Κόριννα γράφει στη Βοιωτική, η Σαπφώ και ο Αλκαίος στη Λεσβιακή, ενώ ο Ανακρέων στην Ιωνική.
Τονισµός και προσωδία Ο τονισµός τής αρχαίας Ελληνικής ήταν µουσικός (pitch). Οι τονιζόµενες συλλαβές διέφεραν από τις άτονες στο ύψος και όχι στην ένταση τής φωνής, όπως συµβαίνει στον δυναµικό τονισµό (stress) που χαρακτηρίζει τη Νέα Ελληνική. Πλήθος αρχαίων µαρτυριών αλλά και η ίδια η ονοµασία τόνος ή προσωδία δείχνουν ότι ο τονισµός τής αρχαίας συνδεόταν µε µουσικές έννοιες. Ο όρος προσωδία λ.χ. χρησιµοποιήθηκε για τον τόνο, γιατί «προσᾴδεται ταῖς συλλαβαῖς» (γραµµατικός ΙΟΜΗ ΗΣ, 4 ος µ.χ. αι.), εξού και η λατινική ονοµασία ac-centus «προσ-ῳδία» (accino < ad-cano). Ο ΠΛΑΤΩΝ µιλάει για ὀξεῑαν και βαρεῑαν χορδὴν ή τάσιν, όρους ειληµµένους από τη µουσική, όπως και η ίδια η λέξη τόνος (< τείνω, ενν. τη χορδή). Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ αναφέρεται επίσης στην ὀξεῑαν και βαρεῑαν προσῳδίαν. Η τονιζόµενη συλλαβή στην αρχαία εκφωνείται µε υψηλότερο ή χαµηλότερο ύψος τής φωνής, σε υψηλότερη ή χαµηλότερη κλίµακα. Ώς τον 2ο µ.χ. αι. και οπωσδήποτε ώς τον 5ο µ.χ. αι. οπότε εµφανίζονται οι διαφορετικού ρυθµού επικοί εξάµετροι τού ΝΟΝΝΟΥ (ήδη τον 4 ο µ.χ. αι. έχουµε ύµνους τού Γρηγορίου τού ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ βασισµένους σε τονικά µέτρα) έχει συντελεσθεί η µετατροπή τού τονισµού από µουσικό σε δυναµικό, σε µια µορφή τονισµού δηλ. όπου η τονισµένη συλλαβή προφέρεται πιο δυνατά (και όχι πιο υψηλά) από την άτονη συλλαβή. Ο τονισµός τής αρχαίας, µουσικός όπως ήταν, συνδεόταν άµεσα µε τη µετρική κατάσταση των συλλαβών, µε τη διάκριση δηλ. των φωνηέντων σε µακρά και βραχέα. Έτσι νοείται η άρρηκτη σχέση τόνου και προσωδίας. Οξύς τόνος (οξεία, accentus acutus) σήµαινε την έξαρση (σε ύψος) τής φωνής κατά την προφορά τής οξυτονούµενης συλλαβής. Σήµαινε ακόµη πως η συλλαβή που έφερε τον οξύ τόνο είχε χονδρικά διάρκεια ενός χρόνου (ήταν δηλ. βραχεία) ή, εφόσον είχε διάρκεια δύο χρόνων (φύσει µακρά), ότι η έξαρση τής φωνής γινόταν στον β χρόνο: καλός κήπου (=/keépō/) Αν ο οξύς τόνος συνιστούσε άρση, ανέβασµα τής φωνής, ο βαρύς τόνος (βαρεία, acceptus gravis) αποτελούσε πτώση, κατέβασµα τής φωνής ή απουσία οξέος τόνου. Έτσι και η ὀξυβάρεια, η γνωστή περισπωµένη, συνιστούσε σύνθετο τόνο από ανέβασµα (οξεία) και κατέβασµα (βαρεία) τής φωνής σε συλλαβή αποτελούµενη από δύο χρόνους: µήλον (= /méèlon/) βήµα ( = /béèma/) Η σχέση προσωδίας και τονισµού στην αρχαία φαίνεται ακόµη από το ότι οι νόµοι που ρυθµίζουν τον τονισµό είναι προσωδιακής εξαρτήσεως. Συγκεκριµένα, ο κύριος νόµος τού αρχαίου ελληνικού τονισµού, ο γνωστός ως «τρισυλλαβικός νόµος», καλείται και «νόµος τής τριχρονίας», γιατί στην πραγµατικότητα προβλέπει πως ο τόνος στις λέξεις τής Ελληνικής δεν µπορεί να τίθεται πέρα των τριών χρόνων. Αλλιώς, το µεγαλύτερο επιτρεπόµενο όριο ατόνων συλλαβών στην Ελληνική είναι διάρκειας τριών χρόνων: πρό-σω-πον ἄν-θρω-πος πα-ρα-γί-γνε-σθε Αν η µορφολογική δοµή (κλίση) τής λέξεως δηµιουργήσει τέσσερεις άτονους χρόνους, τότε ο τόνος κινείται αυτοµάτως στην παραλήγουσα (πρόκειται για τον γνωστό τονικό περιορισµό τής «µακράς λήγουσας», που δεν επιτρέπει να τονίζεται η προπαραλήγουσα, δεν επιτρέπει δηλ. να υπάρξει σχήµα τεσσάρων ατόνων χρόνων): προ-σώ-που ἀν-θρώ-πων πα-ρα-γε-νέ-σθων
Γνωστοί επίσης τονικοί νόµοι τής αρχαίας Ελληνικής, όπως ο «δακτυλικός νόµος» τού WHEELER ή ο νόµος τού VENDRYES, είναι καθαρώς µετρικής εξαρτήσεως. Σύµφωνα µε τον νόµο τού WHEELER, στα ονόµατα όπου οι τρεις τελευταίες συλλαβές αποτελούσαν µετρικό δάκτυλο *πατρασί (πβ. πατρός, πατρί), *ποικιλός (πβ. αρχ. ινδ. pecalás), *αἰπολός (πβ. αἰγοβοσκός), *εἰρημένος (πβ. εξαµενή, Ὀρχομενός) ο τόνος µετακινήθηκε από τη λήγουσα στην παραλήγουσα (*πατρασί > πατράσι, *ποικιλός > ποικίλος, *αἰπολός > αἰπόλος, *εἰρημενός > εἰρημένος). Ήτοι: - - - -. Κατά δε τον νόµο τού VENDRYES, ονόµατα των οποίων οι τρεις τελευταίες συλλαβές σχηµάτιζαν αµφίβραχυ ( - ) µετακίνησαν στη νεότερη αττική διάλεκτο τον τόνο από τη δεύτερη στην τρίτη συλλαβή: ἑρῆμος > ἕρημος, τροπαῖον > τρόπαιον, ἑτοῖμος > ἕτοιμος (αλλά ἀρχαῖος, ἀνδρεῖος, σημεῖον, γιατί αυτά δεν αποτελούσαν αµφίβραχυ). Ήτοι: - - Η στενή σχέση προσωδίας και τονισµού (µεταξύ διάρκειας, τύπου και ποιότητας εκφωνήσεως τής συλλαβής και υφής τού τόνου) ήταν φυσικό να καθορίσουν και κοινή τύχη στην εξέλιξή τους. Η βαθµιαία υποχώρηση τής φωνολογικής διακρίσεως µεταξύ µακρών και βραχέων φωνηέντων, που αρχίζει ήδη από τον 3ο π.χ. αι. και ολοκληρώνεται στους πρώτους µεταχριστιανικούς αιώνες, ήταν επόµενο να κλονίσει και το σύστηµα τού τονισµού, που στηριζόταν, κατά πολύ, στην προσωδιακή διάκριση. Έτσι µε την άρση τής προσωδίας η Ελληνική εισέρχεται και σε διαφορετικό τύπο τονισµού, στον δυναµικό τονισµό. Έκτοτε, τα µεν φωνήεντα τής Ελληνικής είναι, από πλευράς ποσότητας/διάρκειας, ισόχρονα (δεν υπάρχουν µακρά και βραχέα φωνήεντα, πλην µιας ελάχιστα αυξηµένης διάρκειας που επιφέρει φωνητικά η ύπαρξη τόνου στο φωνήεν), ο δε τονισµός της στηρίζεται στην αντίθεση ισχυρής και ασθενούς εντάσεως τής φωνής στο τονούµενο και άτονο φωνήεν αντιστοίχως. Είναι βέβαιο από φωνητικής πλευράς ότι µε την κατάργηση τής προσωδίας και τη µεταβολή τού τονισµού η ελληνική γλώσσα ως προφορά (άρα και ως άκουσµα) άλλαξε ριζικά, η δε µεταβολή αυτή είναι χαρακτηριστικό δηµιούργηµα των χρόνων τής Κοινής.
Τόνοι και πνεύµατα Τελειώνοντας τα περί τονισµού και προσωδίας, θα πρέπει να γίνει σύντοµη αναφορά το θέµα τής δηλώσεως των τόνων, των τονικών σηµείων δηλ. και, επ ευκαιρία, των πνευµάτων. Είναι γνωστό, κατ αρχάς, ότι οι αρχαίοι Έλληνες έγραφαν σε συνεχή (χωρίς κενά διαστήµατα) µεγαλογράµµατη γραφή, στην οποία δεν δηλώνονταν οι τόνοι. (Η µικρογράµµατη γραφή, αρκετά εξελιγµένη, εµφανίζεται µόλις τον 9ο αι. σε βυζαντινά χειρόγραφα βιβλία, ο εξελιγµένος δε τύπος της φανερώνει ότι η χρήση της θα άρχισε τουλάχιστον έναν αιώνα πριν). Οι τόνοι ως σηµεία (τονικά σηµάδια) επινοούνται µόλις στους χρόνους τής Κοινής, τον 2ο π.χ. αι. Όπως γίνεται σήµερα ευρύτερα δεκτό, περί το 200 π.χ. ο περίφηµος αλεξανδρινός γραµµατικός ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ επινόησε και πρωτοχρησιµοποίησε, ακανόνιστα αρχικώς, τους τόνους και τα πνεύµατα για τη διάκριση κυρίως οµόγραφων τύπων που διαφοροποιούνταν µόνο τονικώς ή µε την παρουσία δασέος πνεύµατος (νόµος: νοµός, ποιῆσαι : ποιήσαι, οἶκοι : οἴκοι, ὅρος : ὄρος, ἣ : ἢ). Με την πάροδο όµως τού χρόνου, όσο υποχωρούσε η διάκριση τής προσωδίας και των τόνων (µε παράλληλη σίγηση τού δασέος πνεύµατος), τα τονικά σηµεία (και τα πνεύµατα) προσλάµβαναν λειτουργική, δηλ. πληροφοριακή και διαφοροποιητική σηµασία. Έτσι, αφού εν τω µεταξύ συστηµατοποιήθηκε το τονικό σύστηµα µε τις µελέτες των αλεξανδρινών γραµµατικών, ιδίως τού ΗΡΩ ΙΑΝΟΥ (περ. 200 µ.χ.), από τον 2 ο µε 3 ο µ.χ. αι. άρχισαν να δηλώνονται, κατά κανόνα, οι τόνοι στα φιλολογικά κυρίως κείµενα. Ας µην ξεχνούµε πως την περίοδο αυτή σηµειώνεται άνθηση των φιλολογικών (γραµµατικών) σπουδών, που ενισχύεται από το αττικιστικό κήρυγµα τής επιστροφής στον κλασικό λόγο, δηλ. στα παλαιότερα φιλολογικά κείµενα, των οποίων η προσέγγιση και εκµάθηση διευκολύνεται σηµαντικά ιδίως ως προς το µέτρο µε τη δήλωση των τόνων που υποδηλώνουν και την προσωδία των λέξεων. Ακόµη, οι τόνοι στους χρόνους αυτούς διευκολύνουν τα πλήθη των ξένων (Ρωµαίων, Αιγυπτίων κ.ά.) που µαθαίνουν την Ελληνική ως ξένη γλώσσα και για τους οποίους τα τονικά σηµεία χρησιµεύουν όπως και σήµερα κυρίως για τη δήλωση τής θέσης τού τόνου. Ίσως είναι σκόπιµο εν σχέσει και προς το µονοτονικό σύστηµα που καθιερώθηκε το 1982 να σηµειώσουµε δύο στοιχεία από την ιστορία των τόνων. α) Όπως ήδη τονίσαµε, η καθιέρωση των τόνων στην ιστορία τής ελληνικής γραφής είναι µάλλον όψιµη, αφού αρχίζει µεν να εφαρµόζεται σε κάποια έκταση από την 2ο/3ο µ.χ. αι. στα φιλολογικά κείµενα, αλλά η χρήση του για κάθε λέξη που γράφεται γενικεύεται αρκετούς αιώνες αργότερα στο Βυζάντιο, µόλις τον 9ο/10ο µ.χ. αι. µαζί µε την καθιέρωση τής µικρογράµµατης γραφής. Εποµένως, οι τόνοι µε τη µορφή που τους χρησιµοποιούσαµε µέχρι σήµερα είναι σχετικά νεότερο φαινόµενο. ιαφορετικό είναι το θέµα µε τα πνεύµατα, ειδικά µε το δασύ πνεύµα, το οποίο ως ιδιαίτερος φθόγγος είδαµε ότι δηλωνόταν κανονικά (µε το Η) στα κείµενα τής αττικής διαλέκτου µέχρι τής επισηµοποιήσεως τού ευκλειδείου αλφαβήτου (403 π.χ.). Τότε το Η χρησιµοποιήθηκε για να δηλώσει αποκλειστικά το ē (η), αφού για ένα διάστηµα δήλωνε συγχρόνως τη δασύτητα (h) και το ē (η), ακόµη και το ĕ (ε) (π.χ. ΗΡΑΚΛΗΣ, ΗΕΡΜΕΣ), γεγονός που γεννούσε δυσχέρειες στην ανάγνωση. Η γραφική δυσχέρεια υπερπηδήθηκε στις διαλέκτους τής Κ. Ιταλίας µε τη χρήση τού για τη δήλωση τού δασέως πνεύµατος ( ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, ΗΜΕΡΑ, ΩΡΑΙ). Το σηµείο αυτό υιοθετήθηκε και από τους αρχαίους γραµµατικούς, που δήλωσαν µε το τον δασύ φθόγγο, όταν άρχισαν να δηλώνουν και τα σηµεία των τόνων (εξού και η σύνδεση τόνων και πνευµάτων). Οπωσδήποτε, γενίκευση τής δηλώσεως τού δασέος πνεύµατος και τής
ελλείψεώς του (τού ψιλού µε το ) έχουµε όπως και για τους τόνους µόλις τον 9ο αι. στο Βυζάντιο. β) Το τονικό σύστηµα προτού λάβει τη µορφή µε την οποία µας παραδόθηκε και χρησιµοποιείται σήµερα, η οποία είναι γνωστή ως «βυζαντινή» (µολονότι στην πραγµατικότητα ανάγεται περίπου στο 400 µ.χ., στον αλεξανδρινό γραµµατικό ΘΕΟ ΟΣΙΟ τον ΑΛΕΞΑΝ ΡΕΑ), πέρασε από διάφορες φάσεις. Έτσι ο ΗΡΩ ΙΑΝΟΣ λέει για τους τόνους: «Ἰστέον ὅτι καθ ἑκάστην λέξιν ἐν μιᾷ συλλαβῇ τίθεμεν ἢ ὀξεῖαν ἢ περισπωμένην, ἐν δὲ ταῖς λοιπαῖς συλλαβαῖς βαρεῖαν, οἷον «Μὲνέλὰός» ἡ δευτέρα συλλαβὴ ὀξύνεται, αἱ δὲ λοιπαὶ βαρύνονται, καὶ ἐν τῷ «ἂλλοῑὸς» ἡ μέση περισπᾱται ἡ δὲ πρώτη καὶ τρίτη βαρύνονται ἀλλ ὡς ὁμολογουμένως τὰς τοιαύτας βαρείας ἐῶμεν διὰ τὸ μὴ καταστίζειν τὰ βιβλία». (Α, 10.6 έκδ. LENTZ). Ήτοι, η λέξη Μενέλαος, που φέρει ως παράδειγµα ο ΗΡΩ ΙΑΝΟΣ, τονιζόταν ως Μὲνέλὰός, η δε λέξη ἀλλοῖος ως ἂλλοῑὸς. Το πράγµα, προκειµένου για πολυσύλλαβες λέξεις, είναι φανερό ως έπαιρνε ενίοτε κωµικό χαρακτήρα. πβ. λ.χ. φὶλὴσὶστέφὰνὸν! Έτσι εγκαταλείφθηκε αυτή η µορφή τονισµού, όπως έπαψε να χρησιµοποιείται και ένα άλλο παλαιότερο σύστηµα κατά το οποίο η «οξύτητα» (οξεία και περισπωµένη) δεν δηλώνονταν. αντιθέτως, εστίζοντο µε βαρεία ή προηγούµενη ή και όλες οι προηγούµενες συλλαβές. Παράδειγµα: ἀγὰθος ή ἀγὰθος αντί τού αγαθός που επικράτησε τελικά. Ακόµη, αρχικώς, στις διφθόγγους το µεν πνεύµα ετίθετο στο προτακτικό στοιχείο τής διφθόγγου (ὀιωνός) η δε περισπωµένη και στα δύο στοιχεία τής διφθόγγου (τέὶχος). Αργότερα, και τα δύο µετακινήθηκαν δεξιά στο υποτακτικό στοιχείο τής διφθόγγου. Τέλος, κύριο χαρακτηριστικό τού λεγοµένου βυζαντινού τονικού συστήµατος (που όµως ανάγεται και αυτό στην τονική µεταρρύθµιση τού 400 µ.χ. από τον ΘΕΟ ΟΣΙΟ τον ΑΛΕΞΑΝ ΡΕΑ) είναι η χρησιµοποίηση τής βαρείας αντί οξείας για τις οξυτονούµενες λέξεις µέσα στην πρόταση («εν συνέπεια»): τὸν ἀγαθὸν μαχητὴν δείκνυσι. Το σύστηµα αυτό καθιερώθηκε τελικά και ίσχυε µέχρι πρόσφατα στον τονισµό τής έντυπης γραφής, αντίθετα προς τη χειρόγραφη γραφή, που περιορίστηκε, κατά κανόνα, στη διάκριση οξείας και περισπωµένης.