1 Γεωργόπουλος Κωνσταντίνος Λ. «Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο», Αθήνα 2001, σελ. 597.

Σχετικά έγγραφα
Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Τα Συνταγµατικά δικαιώµατα στις Συναλλακτικές σχέσεις

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Σχέδιο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της [ ]

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ (ΘΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

Εισαγωγικές παρατηρήσεις Γενική οικονοµική ελευθερία Συνταγµατική κατοχύρωση Περιεχόµενο. 11

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΟΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ Ι ΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩN ΠΟΣΟΤΙΚΩN ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩN ΜΕΤΑΞΥ ΤΩN ΚΡΑΤΩN ΜΕΛΩN

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ. Αναφορά υπ αρ. πρωτ / , πόρισµα της 24.4.

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Η συνταγµατική οριοθέτηση της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας ( άρθρο 106 παράγραφος 2 ).

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

Τι είναι βιομηχανία. Εικόνα 1. Εικόνα 2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

Ι ΙΩΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

1. Η κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση κατά το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα, το περιεχόμενο

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2000»

Θέματα Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης 24ος Διαγωνισμός Εξεταζόμενο μάθημα: Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Η Αρχή της Νομιμότητας ως Οριοθέτηση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...V Συντομογραφίες...XV Βιβλιογραφία (επιλογή)... XIX

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 1 ος : Εισαγωγή στη Δημόσια Διοίκηση. Θεωρητικές έννοιες και βασικές γνώσεις

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

«ΕΝ ΤΑΧΕΙ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

Θεόδωρος Π. Φορτσάκης ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Β 314/ ),

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Το Ζήτηµα της Τριαδικής Ρύθµισης του Άρθρου 5 1

Οµιλία ηµήτρη ασκαλόπουλου, Προέδρου του ΣΕΒ «ΑΝΟΙΚΤΟ ΦΟΡΟΥΜ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ» Αθήνα, 11 Ιουλίου 2006

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ ΡΑΕ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 311/2007. Τροποποίηση Κανονισµού Προµήθειας Πελατών. Η Ρυθµιστική Αρχή Ενέργειας. Λαµβάνοντας υπόψη: σκέφθηκε ως εξής:

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Transcript:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Στο σηµερινό κοινωνικοπολιτικό σύστηµα έχουν διαµορφωθεί τρεις σφαίρες δράσης: η δηµόσια, της οποίας φορέας είναι το Κράτος, η ιδιωτική, της οποίας φορέας είναι ο πολίτης, και η µεικτή, στην οποία µετέχουν τόσο το Κράτος όσο και ο πολίτης.το Κράτος ενεργεί επικαλούµενο το συµφέρον του κοινωνικού συνόλου, ενώ ο πολίτης κινείται ασκώντας το φυσικό δικαίωµα της προσωπικής του ελευθερίας. Το Σύνταγµα ως προασπιστής των δικαιωµάτων τόσο του ατόµου ξεχωριστά όσο και του κοινωνικού συνόλου γενικότερα, ως σύµβολο της κατοχύρωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, βάζει όρια και στην εξουσία ενέργειας του Κράτους και στην ελευθερία κίνησης του ιδιώτη, διακηρύσσοντας, όµως, ταυτόχρονα και τους δύο θεσµούς. Αναγνωρίζει την ελευθερία της ιδιωτικής οικονοµικής δραστηριότητας αλλά νοµιµοποιεί και τον κρατικό παρεµβατισµό. Το ερώτηµα είναι κατά πόσο προστατεύεται η ιδιωτική σφαίρα και σε ποιο σηµείο φτάνουν τα όρια των κρατικών παρεµβάσεων, που περιορίζουν αντίστοιχα την ελευθερία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ι ΙΩΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ Η ιδιωτική πρωτοβουλία αποτελεί δικαίωµα κατοχυρωµένο από το Σύνταγµα και συνίσταται στην ελευθερία κίνησης του ιδιώτη στον οικονοµικό χώρο και στη δυνατότητα αυτόβουλης επιλογής και ανάπτυξης κάθε είδους οικονοµικής δραστηριότητας. Αποτελεί, λοιπόν, ειδικότερη έκφανση της οικονοµικής ελευθερίας και απολαµβάνει την αντίστοιχη συνταγµατική προστασία µε αυτή. Σκόπιµη, συνεπώς, είναι η οριοθέτηση της οικονοµικής ελευθερίας µε στόχο την εύρεση του πραγµατικού νοήµατος των συνταγµατικών διατάξεων, που την κατοχυρώνουν αλλά και επιτρέπουν τον περιορισµό της µέσω των κρατικών ενεργειών. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 1. Ορισµός Οικονοµική ελευθερία είναι η ελευθερία του ατόµου να αναπτύσσει προς διάφορες κατευθύνσεις την οικονοµική δραστηριότητά του 1. Συγκεκριµένα, 1 Γεωργόπουλος Κωνσταντίνος Λ. «Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο», Αθήνα 2001, σελ. 597. 1

συνίσταται, από τη µια πλευρά, στην ελευθερία επιλογής µιας οικονοµικής δραστηριότητας (δηλαδή στο αν κάποιος µπορεί να ασκήσει ορισµένη οικονοµική δραστηριότητα) και, από την άλλη πλευρά, στην ελευθερία άσκησής της (δηλαδή στο πώς θα την ασκήσει) 2. 2. Η οικονοµική ελευθερία ως ατοµικό δικαίωµα Στο δίκαιό µας η οικονοµική ελευθερία αποτελεί εκδήλωση του δικαιώµατος του ατόµου για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του που κατοχυρώνεται συνταγµατικά σαν αδιάσπαστο δικαίωµα στο άρθρο 5 1 και 3 του Σύνταγµατος: «1.Καθένας έχει δικαίωµα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συµµετέχει στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της χώρας, εφ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγµα ή τα χρηστά ήθη.» «3.Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαµβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά µόνο όταν και όπως ορίζει ο νόµος.» Ζήτηµα τίθεται για το αν το ατοµικό δικαίωµα της οικονοµικής ελευθερίας προκύπτει από την παραδοσιακή διάταξη της 3 του άρθρου 5 Σ ή από την πιο πρόσφατα θεσµοθετηµένη διάταξη της 1 3 του ίδιου άρθρου. Έχουν υποστηριχτεί διάφορες απόψεις είτε υπέρ της µιας διάταξης είτε υπέρ της άλλης 4. Η νοµολογία, παλαιότερα, στήριζε την οικονοµική ελευθερία στην 3 ακολουθώντας την παραδοσιακή πρακτική, αλλά την τελευταία δεκαετία καταφεύγει στο συνδυασµό των δύο διατάξεων (βλ. απόφαση της ακάλυπτης επιταγής υπ αριθ. 385/1994) και συχνά στην επίκληση µόνο της διάταξης της 1 2 Κοτσίρης Λάµπρος Ε. «ίκαιο Ανταγωνισµού Αθέµιτου και Ελεύθερου», Αθήνα Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 22. 3 Η διάταξη της 1 του άρθρου 5 Σ θεσµοθετήθηκε για πρώτη φορά µε το Σύνταγµα του 1975. 4 ιεξοδικότερες αναφορές πρβλ. Γεωργόπουλος Κων. όπ.π. σελ. 597-598, αγτόγλου Π. «Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα» (1991) Τόµος Β σελ. 990-994, Ένωση Ελλήνων Συνταγµατολόγων «Συνταγµατικές ελευθερίες στην πράξη» (1982) σελ. 311-312, Λιακόπουλος Α.Θ. «Οικονοµική Ελευθερία Αντικείµενο Προστασίας στο δίκαιο ανταγωνισµού» (1981) σελ. 68-73, Μάνεσης Α. «συνταγµατικά διακαιώµατα α ατοµικές ελευθερίες» (1982) σελ. 151-153, 2

του άρθρου 5 Σ (βλ. απόφαση ΟΑΕ υπ αριθ. 1093/1987, απόφαση Φλοίσβου υπ αριθ. 1909/2001, απόφαση ΙNTERNET υπ αριθ. 16251/2002) Το ατοµικό δικαίωµα της οικονοµικής ελευθερίας έχει αρνητικό περιεχόµενο, απολαµβάνει αρνητική µόνο προστασία. Το Ελληνικό Σύνταγµα δεν περιέχει διάταξη που να προστατεύει ειδικά την οικονοµική ελευθερία, ως δικαίωµα του ατόµου έναντι κρατικών επεµβάσεων. Οι καθιερωµένες συνταγµατικές διατάξεις ιδρύουν υποχρέωση του Κράτους προς αποχή (nec facere) από ορισµένη σφαίρα δράσης των ατόµων και αντίστοιχη αξίωση αυτών προς αποκλεισµό ή περιορισµό της επέµβασης του Κράτους εντός της σφαίρας αυτής 5. Η οικονοµική ελευθερία, δηλαδή, έχει αναχθεί σε ατοµικό δικαίωµα που θεµελιώνει αξίωση για αποχή του Κράτους από το πεδίο της ιδιωτικής οικονοµικής δραστηριότητας και η αξίωση αυτή στρέφεται τόσο κατά του νοµοθέτη όσο και κατά της διοίκησης 6. Η αρνητική σηµασία της διάταξης έχει την έννοια ότι οποιοδήποτε δικαίωµα δεν µπορεί κατά την άσκησή του να οδηγεί σε αναίρεση των δικαιωµάτων των άλλων, άρα και της οικονοµικής ελευθερίας ή να αποκλείει τον ενδιαφερόµενο από το να συµµετέχει, εφ όσον, όµως, ουσιαστικά µπορεί, στην οικονοµική ζωή ενεργοποιώντας µε δική του πρωτοβουλία την κατά τα λοιπά προστατευόµενη οικονοµική του ελευθερία. Η ιδέα, εποµένως, της ελευθερίας συµµετοχής πραγµατοποιείται στο Σύνταγµα µόνο σε επίπεδο ασκήσης του δικαιώµατος και όχι στη σύλληψη της οικονοµικής ελευθερίας, στη δοµή της, σαν συµµετοχικού οικονοµικού δικαιώµατος. Ακριβέστερα, πρόκειται για µορφή απαγόρευσης κατάχρησης της οικονοµικής ελευθερίας, ειδικότερη, δηλαδή, εκδήλωση της γενικής διάταξης του άρθρου 25 3 Σ 7. Η διάταξη δεν αναγνωρίζει οικονοµικά δικαιώµατα στα άτοµα αλλά απλώς εµποδίζει τα υφιστάµενα δικαιώµατα να αποτελέσουν στην άσκησή τους φραγµό στην απόκτηση δικαιωµάτων από άλλους 8. 5 Τζεβελεκάκης Ιωάννης «Ο Κρατικός Οικονοµικός Παρεµβατισµός εξ απόψεως δηµοσίου δικαίου», Αθήνα 1974, σελ.102. 6 Μάνεσης Αριστόβουλος, όπ.π., σελ. 151. 7 Άρθρο 25 Σ 3: «3. Η καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος δεν επιτρέπεται.» 8 Λιακόπουλος Α.Θ. όπ.π. σελ. 82. 3

Για τον λόγο αυτό, οι ειδικότερες εκδηλώσεις της οικονοµικής ελευθερίας δεν µπορούν να προδιαγραφούν a priori και εξαντλητικά. Το µόνο εφικτό είναι η εµπειρική σύλληψη της οικονοµικής ελευθερίας στις ιστορικά µέχρι σήµερα εµφανισθείσες εκδηλώσεις της. Η οικονοµική ελευθερία εµφανίζεται, δηλαδή, σαν ένα γενικό δικαίωµα µε απροσδιόριστο πυρήνα. Αυτό µπορεί να εκτιµηθεί και θετικά και αρνητικά. Θετικά γιατί οι ειδικότερες εκδηλώσεις της οικονοµικής ελευθερίας, που ιστορικά µέχρι σήµερα δεν έχουν εµφανισθεί, µπορούν να βρουν προστασία στο άρθρο 5 1 Σ. Η δυνατότητα αυτή αποκαλύπτει το δυναµικό χαρακτήρα της διάταξης. Αρνητικά, γιατί ο απροσδιόριστος πυρήνας της οικονοµικής ελευθερίας σχετικοποιεί την προστασία της από τις παντοειδείς επεµβάσεις του σύγχρονου Κράτους, αφού η νοµιµότητα της προσβολής της είναι πάντοτε ζήτηµα εκτίµησης στα πλαίσια της συγκεκριµένης περίπτωσης. Η φύση αυτή της οικονοµικής ελευθερίας αποκαλύπτει τον απώτατο πυρήνα της, που δεν είναι παρά η προσωπικότητα του φορέα της. Υφίσταται, δηλαδή, µια διαλεκτική σχέση µεταξύ του άρθρου 5 1 και 2 1 Σ 9. Η σύνδεση αυτή της οικονοµικής ελευθερίας µε την προσωπική ελευθερία σηµαίνει ότι πρέπει πάντοντε να παραµένει ένας σχετικός χώρος ελεύθερος για την ανάπτυξη της οικονοµικής ελευθερίας 10. Το άρθρο 5 1 Σ, άλλωστε, κατοχυρώνει τη γενική οικονοµική ελευθερία, ενώ άλλες συνταγµατικές διατάξεις εγγυώνται ειδικές πλευρές της οικονοµικής ελευθερίας, όπως την ελευθερία χρήσεως και διαθέσεως της ιδιοκτησίας (άρθρο 17) ή την ελευθερία της εργασίας (άρθρο 22). Η διάταξη του άρθρου 5 1 εφαρµόζεται, εποµένως, µόνο επικουρικά : για να κατοχυρώνει, δηλαδή, πλευρές της οικονοµικής ελευθερίας που δεν προστατεύονται από άλλες ειδικές διατάξεις του Συντάγµατος. Πρόκειται, κυρίως, για την ιδιωτική αυτονοµία, όπως προαναφέρθηκε, και µάλιστα την ελευθερία των συµβάσεων και των 9 άρθρο 2 Σ 1: «1.Ο σεβασµός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας.» 10 Λιακόπουλος Αθαν. Θ, όπ.π., σελ. 82-83. 4

κερδοσκοπικών ενώσεων (εκτός των συνεταιρισµών) και την ελευθερία του ανταγωνισµού 11. 3. Ελευθερία των συµβάσεων Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος έναντι των συνανθρώπων του µόνο εφ όσον αυτοί δεν µπορούν να τον δεσµεύσουν χωρίς τη συγκατάθεσή του. Τη συγκατάθεση αυτή µπορεί να την δώσει σε µονοµερή δικαιοπραξία, συνήθως όµως στο πλαίσιο µιας σύµβασης. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος εφ όσον και στο µέτρο που η σύναψη και το περιεχόµενο της δικαιοπραξίας και ιδιαίτερα της σύµβασης εξαρτάται από την ελεύθερη βούλησή του. Έτσι η ελευθερία του ανθρώπου συνεπάγεται λογιά την δικαιοπρακτική ελευθερία και µάλιστα την ελευθερία των συµβάσεων 12. Η ελευθερία των συµβάσεων είναι το σπουδαιότερο τµήµα της ιδιωτικής αυτονοµίας, της νοµικής δηλαδή αυτοδιάθεσης του ιδιώτη. Η ιδιωτική αυτονοµία, βέβαια, περιέχει και άλλες µη συµβατικές πλευρές, όπως προπάντων την ελευθερία της εργασίας, την ελευθερία ενώσεως και την ελευθερία χρήσης ή διάθεσης της ιδιοκτησίας, που, όµως, απολαµβάνουν αυτοτελή συνταγµατική προστασία στα αντίστοιχα άρθρα 22, 12 και 17 Σ. Η ελευθερία των συµβάσεων περιλαµβάνει τις εξής ελευθερίες 13 : 1) αν κατ αρχήν θα συναφθεί ή θα καταργηθεί ή θα αναγνωριστεί η σύµβαση (ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της σύµβασης) 2) µε ποιον θα συναφθεί (ελευθερία επιλογής του αντισυµβαλλοµένου) 3) τι περιεχόµενο θα έχει (καθορισµός του τιµήµατος, τρόπου και χρόνου παροχής κ.ο.κ. ελευθερία διαµόρφωσης της σύµβασης). 4. Ελευθερία των κερδοσκοπικών ενώσεων Η οικονοµική ελευθερία προστατεύει και την ελευθερία σύστασης, οργάνωσης και λειτουργίας κερδοσκοπικών ενώσεων (προπαντώς εµπορικών εταιριών). Οι ενώσεις αυτές (µε εξαίρεση τους συνεταιρισµούς) εξαιρούνται ρητά 11 αγτόγλου Π.. όπ.π. σελ. 992. 12 αγτόγλου Π.. όπ.π. σελ. 995. 13 αγτόγλου Π.. όπ.π. σελ. 998. 5

από την προστασία του άρθρου 12 και, εποµένως, κατοχυρώνονται στο επικουρικής εφαρµογής άρθρο 5 1 Σ 14. 5. Ελευθερία ανταγωνισµού Η ελευθερία ανταγωνισµού αποτελεί κίνητρο της άσκησης και βελτίωσης των προσφερόµενων αγαθών και υπηρεσιών, της ευνοϊκής για τον καταναλωτή διαµόρφωσης των όρων παροχής πώλησης και προπώλητικής και µεταπωλητικής εξυπηρέτησης, καθώς και αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη της εθνικής οικονοµίας 15. Αποτελεί και αυτή συγκεκριµενοποίηση του ατοµικού δικαιώµατος της οικονοµικής ελευθερίας και συνίσταται στα εξής 16 : 1) Ότι καθένας έχει το δικαίωµα να ανταγωνίζεται. 2) Ότι καθένας έχει το δικαίωµα να διαµορφώνει την ανταγωνιστική του δράση και τα µέσα της ελεύθερα. 3) Ότι καθένας έχει αντίστοιχα το δικαίωµα της µη συµµετοχής στον οικονοµικό ανταγωνισµό. 4) Ότι η αγορά πρέπει να είναι ελεύθερη ώστε ο καθένας ελεύθερα να συναλλάσσεται. Χωρίς ανταγωνιστική ελευθερία δεν νοείται συµβατική ελευθερία. Το δικαίωµα αυτό δεν έχει το νόηµα αξίωσης για αποχή των άλλων από την αγορά ή για παραµερισµό του ανταγωνισµού, αλλά σηµαίνει ότι καθένας έχει δικαίωµα συµµετοχής στον ανταγωνιστικό οικονοµικό χώρο καθορίζοντας κατά την κρίση του τη συµπεριφορά του κατά τη ζήτηση και προσφορά των αγαθών 17. 6. Φορείς της οικονοµικής ελευθερίας Υποκείµενα της οικονοµικής ελευθερίας, ως ατοµικού δικαιώµατος, πέρα από τα φυσικά πρόσωπα, είναι και τα συνιστώµενα από αυτά νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, όχι όµως και τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου ή οι δηµόσιοι οργανισµοί που κινούνται στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου. Το Κράτος και τα συνεστηµένα από αυτό νοµικά πρόσωπα δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δεν 14 αγτόγλου Π.. όπ.π. σελ. 1002. 15 αγτόγλου Π.. όπ.π. σελ. 1004. 16 Κοτσίρης Λ.Ε. όπ.π. σελ. 26. 17 Κοτσίρης Λ.Ε. όπ.π. σελ. 26. 6

µπορούν να είναι υποκείµενα ατοµικών ελευθεριών γενικώς και, συνεπώς, ούτε και της οικονοµικής ελευθερίας 18. Βεβαίως, µπορούν να είναι φορείς της οικονοµικής δραστηριότητας, αντλώντας, όµως, την δυνατότητα αυτή από άλλες συνταγµατικές διατάξεις. Επιπλέον, φορείς ή υποκείµενα της οικονοµικής ελευθερίας, κατά το ισχύον Σύνταγµα, δεν είναι µόνον οι Έλληνες, αλλά και οι αλλοδαποί. Το Σύνταγµα δεν διακρίνει (άρθρο 5 1 καθένας, 3 κανένας ). Με νόµο, όµως, είναι δυνατό να επιβληθούν ορισµένοι πρόσθετοι περιορισµοί στην οικονοµική δραστηριότητα των αλλοδαπών, δεδοµένου ότι, βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου 5 Σ, µόνον ως προς «τη ζωή, την τιµή και την ελευθερία» τους δεν δικαιούται ο νοµοθέτης να παράσχει σ αυτούς λιγότερη προστασία από όση παρέχει στους ηµεδαπούς 19. 7. Όρια και περιορισµοί της οικονοµικής ελευθερίας Η διάταξη του άρθρου 5 1 Σ καθιερώνει ένα ατοµικό δικαίωµα στη µορφή του δηµοσίου δικαιώµατος κατά του Κράτους µε περιεχόµενο να απέχει το Κράτος από την προσβολή της οικονοµικής ελευθερίας του ιδιώτη. Η αξίωση, όµως, αυτή κατά του Κράτους διαπλάσσεται από την ίδια τη διάταξη σχετικοποιηµένη. Τα δικαιώµατα των άλλων, το Σύνταγµα και τα χρηστά ήθη αποτελούν όρια στην άσκηση της οικονοµικής ελευθερίας. Έτσι η οικονοµική ελευθερία σχετικοποιείται σαν αµυντικό κατά του Κράτους δικαίωµα µε την έννοια ότι η επέµβαση του Κράτους δεν είναι απαγορευµένη. ηλαδή : το Κράτος επιτρέπεται να επεµβαίνει στην οικονοµική ζωή, αρκεί ότι η επέµβασή του στηρίζεται στο Σύνταγµα ή έχει σαν έρεισµα τα δικαιώµατα των άλλων ή τα χρηστά ήθη 20. Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 του Συντάγµατος, όµως, δεν περιλαµβάνει ρητή επιφύλαξη υπέρ του νόµου. Οι περιορισµοί της γενικής ελευθερίας, καθώς και της οικονοµικής και συµβατικής ελευθερίας είναι «το Σύνταγµα, τα χρηστά ήθη και τα δικαιώµατα των άλλων». Σε αυτήν την τριάδα των περιορισµών δεν 18 ΈνωσηΕλλήνων Συνταγµατολόγων, «Συνταγµατικές Ελευθερίες στην Πράξη», Αθήνα 1986, σελ. 312 (Μιχαήλ Βροντάκης). 19 Μάνεσης Α. όπ.π. σελ. 154. 20 Λιακόπουλος Α.Θ. όπ.π. σελ.71. 7

συµπεριλαµβάνεται και επιφύλαξη υπέρ του νόµου. Τίθεται έτσι το ερώτηµα πώς είναι δυνατόν ο κοινός νόµος να περιορίζει την οικονοµική ελευθερία και την εµπεριεχόµενη σε αυτήν ελευθερία των συµβάσεων, αφού το Σύνταγµα δεν τον εξουσιοδοτεί σχετικώς. Η απάντηση είναι ότι η σχετική δυνατότητα παρέχεται στον κοινό νόµο δια µέσου της ρήτρας «εφ όσον δεν παραβιάζει το Σύνταγµα». Ως «Σύνταγµα» στο άρθρο 5 1 νοείται όχι µόνο το τυπικό Σύνταγµα αλλά και το ουσιαστικό Σύνταγµα, δηλαδή κάθε κανόνας δικαίου, ανεξάρτητα από το τυπικό κύρος του, ο οποίος αναφέρεται στη συγκρότηση και την οργάνωση της κρατικής εξουσίας καθώς και στη σχέση της προς τα άτοµα και την κοινωνία. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο κοινός νοµοθέτης αλλά και η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση ( υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 43 του Συντάγµατος ) δεν εµποδίζονται από το Σύνταγµα ως προς τη ρύθµιση και τον περιορισµό της οικονοµικής ελευθερίας. Οι περιορισµοί της οικονοµικής ελευθερίας µε (ουσιαστικό) νόµο είναι επιτρεπτοί τόσο υπό την εκδοχή ότι αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 3, που περιέχει άµεση και ρητή επιφύλαξη υπέρ του νόµου, όσο και υπό την εκδοχή ότι θεµελιώνεται στο άρθρο 5 1 του Συντάγµατος, στο οποίο η επιφύλαξη υπέρ του νόµου δεν προκύπτει ευθέως αλλα εµµέσως. Αυτή είναι η πρώτη κατηγορία των περιορισµών της οικονοµικής ελευθερίας 21. Άλλες κατηγορίες περιορισµών της οικονοµικής ελευθερίας και της ελευθερίας των συµβάσεων είναι τα χρηστά ήθη και τα δικαιώµατα των άλλων. Ως δικαιώµατα των άλλων νοούνται τόσο τα δικαιώµατα που πηγή έχουν το Σύνταγµα όσο και τα δικαιώµατα που πηγή έχουν το κοινό δίκαιο. Τα δικαιώµατα των άλλων, που περιορίζουν την οικονοµική ελευθερία µιας εµπορικής επιχείρησης για παράδειγµα, είναι τα δικαιώµατα των συναλλασσοµένων, των δανειστών και καταναλωτών, τα δικαιώµατα των συνεταίρων και των µειοψηφιών, τα δικαιώµατα των εργαζοµένων, τα δικαιώµατα των ανταγωνιστών κ.λπ. Όσον αφορά τα χρηστά ήθη, αυτά αποτελούν περιορισµό 21 Περάκης Ευάγγελος «Το ίκαιο της Ανώνυµης Εταιρίας Εισαγωγικό Μέρος και Γενικές ιατάξεις» (2002) τόµος πρώτος σελ. 308. 8

της οικονοµικής ελευθερίας τόσο στο επίπεδο των συµβάσεων (αρ. 178 και 179 ΑΚ) όσο και στο επίπεδο του ανταγωνισµού 22. Και αν ακόµη η αναφορά στο άρθρο 5 1 του Συντάγµατος στα δικαιώµατα των άλλων και στα χρηστά ήθη απολειπόταν και πάλι οι περιορισµοί αυτοί θα ήταν επιτρεπτοί, αφού εµπεριέχονται στην επιφύλαξη υπέρ του νόµου. Ο νόµος είναι εκείνος που παρέχει τα δικαιώµατα και που καθορίζει τη γενική ρήτρα των χρηστών ηθών ως όριο της άσκησης των δικαιωµάτων. 8. Έκταση των περιορισµών της οικονοµικής ελευθερίας Τίθεται, πλέον το ερώτηµα της έκτασης των περιορισµών και της αντίστοιχης θεµελίωσής τους 23 : α) κατά µία άποψη, όταν το Σύνταγµα διατυπώνει την επιφύλαξη του τύπου «τηρώντας τους νόµους του Κράτους» ή «όπως ο νόµος ορίζει» δεν εξουσιοδοτεί τον κοινό νοµοθέτη να εισαγάγει όποιους περιορισµούς θέλει αλλά παραπέµπει στους γενικούς νόµιµους περιορισµούς, «οι οποίοι επιβάλλονται στην ελευθερία του προσώπου χάριν του γενικότερου κοινωνικού συµφέροντος». Αυτό ισχύει για την άποψη αυτή τόσο όταν ο νόµος αυτός επιβάλλει τους περιορισµούς βάσει γενικής συνταγµατικής επιφύλαξης όσο και όταν ο νόµος είναι εκτελεστικός του Συντάγµατος. Τη θεµελίωση των κοινωνικών περιορισµών µας δίνει κατά την άποψη αυτή το άρθρο 5 1 Σ. β) Κατ άλλη άποψη η επιφύλαξη νόµου σηµαίνει ότι στα πλαίσια πάντα των εκτελεστικών νόµων, οι οποίοι κατά κύριο λόγο πρέπει να είναι ρυθµιστικοί και όχι περιοριστικοί της συνταγµατικά καθιερωµένης ελευθερίας, η θέσπιση περιορισµών πρέπει να κινείται στα όρια της συγκεκριµένης διάταξης, που προστατεύει το ατοµικό δικαίωµα και το γενικό συµφέρον και πως πάντοτε δεν πρέπει οι περιορισµοί να απολήγουν στην αναίρεση της ουσία του δικαιώµατος. γ) Τέλος, υποστηρίχθηκε ότι η πρακτική συνέπεια της επιφύλαξης νόµου ή όχι στο Σύνταγµα εντοπίζεται στο εξής : όταν υπάρχει τέτοια επιφύλαξη, ο νοµοθέτης µπορεί να εισάγει περιορισµούς, φτάνει να µη θίγεται η ουσία του συνταγµατικού προστατευόµενου δικαιώµατος και να µη παραβιάζεται η αρχή 22 Περάκης Ε. όπ.π. σελ. 308. 23 Λιακόπουλος Α.Θ. όπ.π. σελ. 74. 9

της ισότητας. Όταν δεν υπάρχει τέτοια επιφύλαξη, τότε ο κοινός νοµοθέτης πρέπει να κινηθεί µόνο στα πλαίσια των συνταγµατικών ορίων «δικαιούµενος µόνον να συγκεκριµενοποιεί περαιτέρω τη συνταγµατική έννοια και τους συνταγµατικούς περιορισµούς». Όπως προκύπτει από τις απόψεις που εκτέθηκαν, το πρόβληµα βρίσκεται στα όρια της εξουσίας του νοµοθέτη και της διοίκησης. Ορθότερη για το θέµα φαίνεται η άποψη της συνδυασµένης εφαρµογής των 3 και 1 του άρθρου 5 Σ. Η ενιαία αυτή θεώρηση των διατάξεων του άρθρου 5 1 και 3 επιβάλλεται από το αδιαίρετο της προσωπικότητας, η οποία δεν µπορέι να θεωρηθεί διασπασµένη στη δοµή της. Ο νοµοθέτης στο άρθρο 5 1 µπορεί, βέβαια, να προβεί σε περιορισµούς της οικονοµικής ελευθερίας µε βάση νόµο, όπως ορίζει η 3 κατά τα λοιπά, όµως, πρέπει να κινηθεί στα πλαίσια της εξειδικεύσεως των συνταγµατικών ορίων της οικονοµικής ελευθερίας, που προδιαγράφει το άρθρο 5 1. Νοµιµοποιείται, έτσι, η νοµοθετική επέµβαση στη συγκεκριµένη ατοµική ελευθερία, η παρέµβαση, όµως, αυτή πρέπει να κινηθεί στα πλαίσια των ορίων, που διαγράφει η 1 24. Το περιεχόµενο, όµως, και η έκταση της κατά το άρθρο 5 1 και ιδίως 3 Σ οικονοµικής ελευθερίας και των περιορισµών που συνεπάγεται, καθορίζονται και από τη διάταξη του άρθρου 106 1, 2 και 3 του Συντάγµατος. «1.Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συµφέροντος το Κράτος προγραµµατίζει και συντονίζει την οικονοµική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονοµική ανάπτυξη όλων των τοµέων της εθνικής οικονοµίας. Λαµβάνει τα επιβαλλόµενα µέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, από την ατµόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσµατα, για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως της οικονοµίας των ορεινών, νησιωτικών και παραµεθόριων περιοχών. 24 Λιακόπουλος Α.Θ. όπ.π. σελ. 75. 10

2. Η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας. 3. Με την επιφύλαξη της προστασίας που παρέχεται από το άρθρο 107 ως προς την επανεξαγωγή κεφαλαίων εξωτερικού, µπορεί να ρυθµίζονται µε νόµο τα σχετικά µε την εξαγορά επιχειρήσεων ή την αναγκαστική συµµετοχή σε αυτές του Κράτους ή άλλων δηµόσιων φορέων, εφ όσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα µονοπωλίου ή ζωτική σηµασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο.» Η διάταξη αυτή περιλαµβάνει και άλλους περιορισµούς που επιβάλλονται σε βάρος της οικονοµικής ελευθερίας. Για πρώτη φορά σε ελληνικό Σύνταγµα γίνεται µνεία της «ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας» αλλά για να ορισθεί ότι «δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας» (άρθρο 106 2). Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975, ενεργώντας στο πλαίσιο των µεταδιδακτορικών κοινωνικοπολιτικών δεδοµένων, διαφοροποιεί σηµαντικά το καθεστώς της ελεύθερης οικονοµίας. Αφού µε τη διάταξη, επίσης, της παραγράφου 1 του άρθρου 17 Σ κατέστησε σαφές ότι τα εκ της ιδιοκτησίας «δικαιώµατα δεν µπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συµφέροντος», φαίνεται να προσδίδει και µε τις διατάξεις του άρθρου 106 Σ οιονεί λειτουργικό χαρακτήρα στην ιδιωτική πρωτοβουλία, αναγνώριζοντας στην κρατική εξουσία το δικαίωµα να προγραµµατίζει και να συντονίζει την οικονοµική δραστηριότητα στη χώρα «προς προστασία του γενικού συµφέροντος» (106 1) 25. Έτσι η νοµική εµφάνιση της οικονοµικής ελευθερίας ως υποκειµενικού δηµοσίου δικαιώµατος, το οποίο ιδρύει αρνητική αξίωση κατά της κρατικής εξουσίας για αποχή (nec facere) υποχωρεί. Αντίθετα, ενισχύεται η ιδιότητά της ως αντικειµενικού δικαίου, που διέπει γενικά τις ιδιωτικές οικονοµικές σχέσεις, και ως γενικής αρχής που εκφράζει, κατοχυρώνει, αλλά και ταυτόχρονα 25 Μάνεσης Α. όπ.π. σελ. 157. 11

οριοθετεί µία αντικειµενική κατάσταση : την κατάσταση του ελεύθερου ανταγωνισµού 26. Η συνταγµατική προστασία της οικονοµικής ελευθερίας δεν εξαντλείται πλέον στην προστασία των συγκεκριµένων υποκειµένων φορέων του αντίστοιχου ατοµικού δικαιώµατος, φυσικών ή νοµικών προσώπων, αλλά επεκτείνεται στη διατήρηση αντικειµενικών συνθηκών υγιούς ανταγωνισµού. Η συνολική και προγραµµατισµένη προστασία της οικονοµίας της αγοράς προέχει από την προστασία της οικονοµικής ελευθερίας του ενός ή του άλλου επιχειρηµατία. Η συνταγµατική προστασία της οικονοµικής ελευθερίας έχει, λοιπόν, σήµερα σηµασία καθολική : προστατεύεται η «ελεύθερη οικονοµία» και η «ιδιωτική πρωτοβουλία» ως οικονοµικό καθεστώς και όχι τόσο η κάθε µεµονωµένη ατοµική δραστηριότητα 27. ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΣΜΟΣ 1. Αναγκαιότητα του Κρατικού Παρεµβατισµού Η συνταγµατική προστασία του συστήµατος του ελεύθερου ανταγωνισµού, ως οιονεί «θεσµική εγγύηση», επιβάλλει στη νοµοθετική και στην εκτελεστική εξουσία να λαµβάνουν και θετικά µέτρα, προκειµένου να διαφυλάξουν τους όρους και τις προϋποθέσεις οµαλής λειτουργίας της οικονοµίας της αγοράς. Κατ αντίθεση, δηλαδή, προς την κλασική αντίληψη του οικονοµικού φιλελευθερισµού που υπαγόρευε την αποχή του κράτους από κάθε επέµβαση στην οικονοµική διαδικασία (laisser faire, laisser passer), στη σηµερινή φάση της κοινωνικοοικονοµικής εξέλιξης, για την αποτελεσµατικότερη προστασία της οικονοµίας της αγοράς, καθιερώνεται ο κρατικός παρεµβατισµός για τον συντονισµό της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας 28. 2. Προϋποθέσεις Κρατικού Παρεµβατισµού Η σύγχρονη, λοιπόν, συνταγµατική καθιέρωση και προστασία της οικονοµικής ελευθερίας ως «θεσµού» υποδηλώνει και ενισχύει τη ρυθµιστική εξουσία του νοµοθέτη, ο οποίος νοµιµοποείται πλέον να θέτει περιορισµούς στην 26 Μάνεσης Α. όπ.π. σελ. 158. 27 Μάνεσης Α. όπ.π. σελ. 158. 28 Μάνεσης Α. όπ.π. σελ. 159. 12

οικονοµική δραστηριότητα των φυσικών ή νοµικών προσώπων για την επίτευξη ορθολογικότερης λειτουργίας του κρατούντος οικονοµικού συστήµατος. Με λίγα λόγια η οικονοµική ελευθερία δεν προστατεύεται από το Σύνταγµα απεριόριστα, αφού επιφυλάσσεται στον νόµο η δυνατότητα επιβολής είτε αρνητικών περιορισµών και απαγορεύσεων είτε θετικών ρυθµιστικών υποχρεώσεων στην άσκηση αυτού του δικαιώµατος η παρέµβαση, όµως, αυτή του Νοµοθέτη τελεί υπό τους εξής όρους : α) δεν µπορεί αυτή να ανατρέπει τη βάση της οικονοµικής ελευθερίας του ατόµου και β) πρέπει να υπαγορεύεται από λόγους γενικότερου δηµοσίου ή κοινωνικού συµφέροντος 29. Ο Νοµοθέτης, συνεπώς, επεµβαίνοντας για τη ρύθµιση του ατοµικού αυτού δικαιώµατος, δεν µπορεί να παραβλέψει το ισχύον κοινωνικοοικονοµικό σύστηµα, όπως αυτό διαγράφεται κατά τις βασικές του αρχές στο Σύνταγµα, και να θέσει περιορισµούς και απαγορεύσεις σε τέτοια έκταση ώστε να ανατρέπεται κατ ουσία η οικονοµική ελευθερία του ατόµου. Εξάλλου, η παρέµβαση του Νοµοθέτη πρέπει, όπως ειπώθηκε, να υπαγορεύεται από λόγους γενικότερου δηµοσίου ή κοινωνικού συµφέροντος το συµφέρον αυτό αποτελεί τον γνώµονα της παρέµβασης του Νοµοθέτη 30. 3. Μορφές Κρατικού Παρεµβατισµού Με τα δεδοµένα αυτά, η ανάµειξη του Κράτους στην οικονοµία, που συνεπάγεται αντίστοιχα τον περιορισµό της ελεύθερης οικονοµικής δράσης των ατόµων, διακρίνεται ανάλογα µε τον τρόπο παρέµβασης και εκδηλώνεται, σήµερα, µε τρεις κυρίως µορφές 31 : α) Με τη µορφή της εποπτείας και του ελέγχου της οικονοµικής δράσης των ατόµων. β) Με τη µορφή της δράσης του Κράτους ως οικονοµικής µονάδας. γ) Με τη µορφή του προγραµµατισµού της οικονοµίας, µέσω της καταρτίσης κρατικού οικονοµικού προγράµµατος, που αποβλέπει στο συντονισµό και την 29 Τζεβελεκάκης Ιωάννης «Ο Κρατικός Οικονοµικός Παρεµβατισµός εξ απόψεως δηµοσίου δικαίου» (1984) σελ.108. 30 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 108. 31 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 115. 13

κατεύθυνση της δράσης των οικονοµικών µονάδων προς ορισµένους σκοπούς καθορισµένους από το πρόγραµµα αυτό. Στην πρώτη µορφή ανήκει ο παραδοσιακός οικονοµικός παρεµβατισµός, που περιλαµβάνει τις κλασικού τύπου και ασυντόνιστες πολλές φορές κρατικές επεµβάσεις στη λειτουργία του συστήµατος του ελεύθερου ανταγωνισµού οι παρεµβάσεις αυτές είτε εντάσσονται στα πλαίσια της γενικότερης οικονοµικής πολιτικής του Κράτους είτε συνιστούν µέτρα για τον έλεγχο, βραχυπρόθεσµα, της οικονοµικής συγκυρίας ή για την αντιµετώπιση εκτάκτων περιστάσεων (πόλεµοι, θεοµηνίες, οικονοµικές κρίσεις κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση οι παρεµβάσεις αυτές συνιστούν περιορισµούς της οικονοµικής ελευθερίας των ατόµων το Κράτος υπαγορεύει σε αυτά ορισµένη συµπεριφορά και για τη συµµόρφωση τους καταφεύγει κυρίως στη χρήση εξαναγκασµού και εναλλακτικά στην παρότρυνση 32. Στη δεύτερη µορφή υπάγεται η αυτόνοµη οικονοµική δραστηριότητα του Κράτους ως νοµικού προσώπου, ιδίως ως παραγωγού συλλογικών υπηρεσιών, ως σοβαρού καταναλωτή προϊόντων και υπηρεσιών της εθνικής παραγωγής για την κάλυψη των αναγκών του και ως επιχειρηµατία, του οποίου η δράση συνίσταται κυρίως στη σύσταση δηµοσίων επιχειρήσεων. Το Κράτος δεν αποβλέπει, για την επιδίωξη αυτών των σκοπών του, στη δράση των άλλων, δεν εξαναγκάζει αλλά ενεργεί το ίδιο 33. Στην πρώτη περίπτωση το Κράτος, όντας εκτός του οικονοµικού στίβου, εποπτεύει την οµαλή λειτουργία του αυτόµατου οικονοµικού συστήµατος και όταν επισηµαίνει αποκλίσεις επεµβαίνει, µέσω της επιβολής κυρίως περιορισµών και ελέγχων στην οικονοµική δραστηριότητα των ατόµων στη δεύτερη περίπτωση, το Κράτος, εισερχόµενο στο στίβο, αναλαµβάνει ενεργό ρόλο, µέσω της ανάπτυξης οικονοµικής δράσης όµοιας προς εκείνη των ιδιωτικών οικονοµικών µονάδων. Η οικονοµική αυτή δράση του Κράτους και, µάλιστα, η επιχειρηµατική, λαµβάνει χώρα είτε ανταγωνιστικά προς άλλες οµοειδείς ιδιωτικές επιχειρήσεις, είτε µονοπωλιακά µέσω της εκτόπισης της ιδιωτικής 32 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 116. 33 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 116. 14

οικονοµική δράσης από ορισµένο παραγωγικό κλάδο (π.χ. ηλεκτρική ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, ταχυδροµεία) 34. Στην τρίτη µορφή υπάγεται σειρά µέτρων οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής, τα οποία έχουν διαµορφωθεί συστηµατικά και έχουν συνθέσει ορισµένο οικονοµικό πρόγραµµα. Το πρόγραµµα αυτό συνίσταται στο συντονισµό και την εναρµόνιση της δράσης των φορέων της οικονοµίας, ιδιωτικών και δηµοσίων, προς ορισµένο σκοπό, τον οποίο έχει θέσει το Κράτος ως γενικότερη κατεύθυνση της οικονοµίας τη συγκεκριµένη χρονική περίοδο. Το Κράτος, δηλαδή, για την ικανοποίηση του δηµοσίου συµφέροντος δεν αρκείται στην ανάπτυξη δικής του οικονοµικής δραστηριότητας αλλά επεµβαίνει και για να συντονίσει τις δραστηριότητες των ιδιωτικών οικονοµικών µονάδων σε µία κοινή προσπάθεια για την επίτευξη ενός ορισµένου στόχου γενικότερης σηµασίας 35. Χαρακτηριστικό είναι ότι η τακτική του εξαναγκασµού των ιδιωτικών οικονοµικών µονάδων σε ορισµένη συµπεριφορά υποχωρεί στην προκειµένη περίπτωση, ενώ ακολουθείται η τεχνική της παρότρυνσης, η οποία βασίζεται, κυρίως, στην καθιέρωση κινήτρων και στη συνεργασία των οργάνων του προγραµµατισµού µε τις κοινωνικές και παραγωγικές τάξεις. Το γενικότερο οικονοµικό συµφέρον, που προαναφέρθηκε, συνίσταται βασικά, στην ισόρροπη κατά το σύνολο και κατά περιφέρειες, οικονοµική ανάπτυξη της χώρας προς βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, η οποία αποτελεί, από τη λήξη του πολέµου, αντικείµενο κρατικής µέριµνας και συγκαταλέγεται µεταξύ των κυριότερων κρατικών σκοπών κατ επέκταση, στην επιδίωξη της θεραπείας του γενικότερου αυτού οικονοµικού συµφέροντος, η ανάµειξη αυτή του Κράτους στην οικονοµική ζωή αποβλέπει σε ειδικότερους ενδιάµεσους σκοπούς, όπως είναι ο περιορισµός των ιδιωτικών µονοπωλίων, τα οποία αποτελούν απόκλιση και νόθευση του συστήµατος της ελεύθερης οικονοµίας, η ρύθµιση της λειτουργίας του συστήµατος προς τον σκοπό της ορθολογικής 34 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 117. 35 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 117. 15

κατανοµής των πόρων για την κάλυψη των αναγκών του κοινωνικού συνόλου, η δικαιότερη διανοµή του εισοδήµατος κ.λπ 36. Για να γίνει πιο κατανοητός ο τρόπος παρέµβασης του Κράτους στην ιδιωτική δραστηριότητα και, µε αυτόν τον τρόπο, να καταδειχθεί η αναγκαιότητα του θεσµού στην καθηµερινή πρακτική εφαρµογή είναι σκόπιµη µια περαιτέρω ανάλυση των µορφών κρατικού παρεµβατισµού. Έτσι, θα επιτευχθεί και η διαµόρφωση µίας πιο συγκεκριµένης εικόνας του δηµόσιου συµφέροντος, έννοιας που κατέχει καίριο ρόλο και αποτελεί την ύστατη προϋπόθεση και δικαιολογητικό λόγο κάθε παρέµβασης του Κράτους στην οικονοµική ελευθερία του ατόµου. α) Εποπτεία και έλεγχος του Κράτους στην ελεύθερη οικονοµική δράση των ατόµων Ι) Η ανάγκη των κρατικών ελέγχων Η παρέµβαση του Κράτους στην οικονοµική ζωή µέσω της άσκησης εποπτείας και ελέγχου στην οικονοµική δραστηριότητα των ατόµων είναι αναγκαία για τη συντήρηση κάθε οργανωµένης ανθρώπινης κοινωνίας και την αρµονική συµβίωση των µελών της. Σήµερα, το Κράτος ασκεί συστηµατικό έλεγχο της οικονοµικής δραστηριότητας του ατόµου µε σκοπό να εξασφαλίσει την εύρυθµη λειτουργία του οικονοµικού συστήµατος και την οικονοµική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, µεριµνά για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο υφίσταται, από την αυξηµένη οικονοµική δραστηριότητα των τελευταίων ετών ποικίλες αλλοιώσεις, που επάγονται την επικίνδυνη υποβάθµιση του. Στο µέτρο που οι παρεµβάσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο του κρατικού οικονοµικού προγράµµατος, αποτελούν µέσα εκτελεσής του 37. Οι παρεµβάσεις αυτές του Κράτους στην οικονοµική δραστηριότητα των ατόµων εκδηλώνονται, κυρίως, µε µονοµερείς πράξεις της πολιτείας, υπό τη µορφή είτε νοµοθετικών πράξεων είτε διοικητικών πράξεων µέσω των οποίων υπαγορεύεται επιτακτικώς σε αυτά ορισµένη συµπεριφορά υπό την απειλή 36 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 117. 37 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 119 16

επιβολής κυρώσεων σε εκείνους που δεν συµµορφώνονται, δηλαδή µέσω της άσκησης εξαναγκασµού. Το Κράτος, όµως, για να επηρεάσει τη συµπεριφορά των οικονοµούντων ατόµων προς τη χαραχθείσα κατεύθυνση δεν περιορίζεται µόνο στη χρήση εξαναγκασµού κατά τα τελευταία, κυρίως, έτη και µάλιστα εντός του πλαισίου του προγραµµατισµού της οικονοµίας, θέτει σε κίνηση τον µηχανισµό καθιέρωσης και εφαρµογής κινήτρων, µε τον οποίο δηµιουργείται ένα πλαίσιο οικονοµικών δεδοµένων, που εξασφαλίζει οικονοµικά πολεονεκτήµατα σε εκείνους που συµµορφώνονται προς τη χαραχθείσα πορεία στον τοµέα της οικονοµίας, ως και µηχανισµούς συνεργασίας του Κράτους µε τους φορείς της οικονοµικής δραστηριότητας 38. Οι προαναφερόµενες πράξεις της κρατικής παρέµβασης δεν εξαφανίζουν την ιδιωτική οικονοµική δραστηριότητα, αλλά επάγονται σε αυτήν περιορισµοί, που µερικές φορές δεν είναι ανεκτοί από το Σύνταγµα, το οποίο προστατεύει την ελευθερία της οικονοµικής δράσης του ατόµου. Απόκειται στα δικαστήρια κάθε φορά η κρίση για το ζήτηµα εάν οι περιορισµοί αυτοί είναι συνταγµατικώς επιτρεπτοί. ΙΙ) Περιπτώσεις παρεµβατικής δράσης του Κράτους Ο κρατικός παρεµβατισµός, υπό τη µορφή της επιβολής περιορισµών και ελέγχων στην οικονοµική δραστηριότητα των ατόµων, εκδηλώνεται σε όλες τις λειτουργίες του οικονοµικού συστήµατος. Ενδεικτικά, αναφέρονται κάποιες περιπτώσεις κρατικού παρεµβατισµού 39 : ι) Παρεµβάσεις στην παραγωγή των αγαθών και των υπηρεσιών. Οι παρεµβάσεις αυτές αφορούν διάφορους τοµείς της παραγωγής, όπως τη γεωργική παραγωγή, την παραγωγή πρώτων υλών, τη βιοµηχανική παραγωγή, την παραγωγή ενέργειας, την παραγωγή υπηρεσιών κ.λπ. Ως παράδειγµα µπορεί να αναφερθεί η παρέµβαση του Κράτους στη γεωργία, η οποία εκδηλώνεται µε τη θέσπιση διαφόρων µέτρων αναγόµενων στην απαγόρευση ορισµένων καλλιεργειών, την καλλιέργεια ορισµένων προϊόντων µόνο σε ορισµένες περιοχές ή µόνο σε ορισµένες ποικιλίες κ.λπ. 38 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 120. 39 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 120-126. 17

ιι) Παρεµβάσεις στην κυκλοφορία των αγαθών Πρόκειται για ευρύ πεδίο κρατικών παρεµβάσεων στο εσωτερικό και εξωτερικό εµπόριο, οι οποίες εκδηλώνονται µέσω ποικίλων ρυθµίσεων σχετικών µε τις προϋποθέσεις άσκησης του εµπορικού επαγγέλµατος, τους όρους και τύπους της εµπορικής δραστηριότητας, τον αυστηρό έλεγχο των εισαγωγών και εξαγωγών αγαθών κ.λπ. ιιι) Παρεµβάσεις στη διανοµή του πλούτου Χαρακτηριστικό είδος παρέµβασης στο χώρο αυτό είναι η επιβολή φόρων. Το Κράτος, όµως, επεµβαίνει στη διανοµή του πλούτου και µε τη λήψη διάφορων περιοριστικών της οικονοµικής ελευθερίας µέτρων, όπως είναι ο καθορισµος ανώτατων ορίων τιµών προϊόντων και υπηρεσιών, ο καθορισµός της κατώτατης αµοιβής εργασίας κ.λπ. ιν) Παρεµβάσεις στην κατανάλωση Το Κράτος µπορεί να επιδιώξει τη ρύθµιση της κατανάλωσης για την επιδίωξη κάποιου οικονοµικού αλλά και ορισµένου κοινωνικού σκοπού. Αυτό συµβαίνει για παράδειγµα όταν επιβάλλεται απαγόρευση της παραγωγής ή της εισαγωγής ορισµένων αγαθών, ο αυστηρός έλεγχος κατανάλωσης άλλων, όπως ναρκωτικών, αλκοολούχων ποτών κ.λπ. ν) Οι κρατικές παρεµβάσεις που έχουν σκοπό την προστασία του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Συνίστανται στη λήψη µέτρων περιοριστικών της οικονοµικής δραστηριότητας για τον σκοπό αυτό, ο οποίος ανάγεται στο ευρύτερο δηµόσιο συµφέρον. Τέτοια µέτρα είναι η απαγόρευση λειτουργίας λατοµείου πλησίον αρχαιολογικών µνηµείων, η απαγόρευση κάλυψης µε οικοδοµές των παραλιακών εκτάσεων σε πλάτος 30 µέτρων από τον Αιγιαλό κ.λπ. β) Η δράση του Κράτους ως οικονοµικής µονάδας Το Κράτος και τα άλλα νοµικά πρόσωπα, που αποτελούν τµήµα του ευρύτερου κρατικού οργανισµού, αναπτύσσουν στον οικονοµικό τοµέα δραστηριότητα όµοια προς εκείνη των ιδιωτικών οικονοµικών µονάδων. Έτσι το Κράτος αγοράζει, όπως οι καταναλωτικές ιδιωτικές οικονοµίες, καταναλωτικά αγαθά για τις ανάγκες λειτουργίας των Υπηρεσιών του, µεταποιεί υλικά αγαθά 18

σε τελικά προϊόντα τα οποία διαθέτει σε άλλους και παράγει υπηρεσίες χρησιµοποιούµενες από οικονοµικές µονάδες. Μέσω της δραστηριότητας αυτής το Κράτος συµβάλλει σηµαντικά στην εθνική παραγωγή 40. Ανέκαθεν το Κράτος παράγει ορισµένες συλλογικές υπηρεσίες χωρίς τις οποίες δεν είναι δυνατή η κοινωνική ζωή. Τέτοιες είναι οι υπηρεσίες παραγωγής κανόνων δικαίου, διασφάλισης της δηµόσιας τάξης, απονοµής της δικαιοσύνης, προστασίας κατά εξωτερικών κινδύνων (εθνική άµυνα) και άλλες παρόµοιες υπηρεσίες. Οι υπηρεσίες αυτές είναι απαραίτητες για την προστασία του παραγωγικού µηχανισµού, αλλά και εξασφαλίζουν ταυτόχρονα στα άτοµα την απόλαυση των καρπών αυτής της οικονοµικής δραστηριότητας χωρίς τέτοια προστασία τα άτοµα δεν θα ανέπτυσσαν αξιόλογη οικονοµική δράση µε ωφελεία και του κοινωνικού συνόλου 41. Αρχικά, υπάρχουν τοµείς µεγάλης σηµασίας για την οικονοµική ανάπτυξη της χώρας, οι οποίοι, όµως, δεν προσελκύουν το ενδιαφέρον της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, διότι απαιτούν επενδύσεις σηµαντικών κεφαλαίων, τα οποία οι ιδιώτες αδυνατούν να εξεύρουν ή δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν ή διότι οι επενδύσεις αυτές είναι χαµηλής αποδοτικότητας. Στους τοµείς αυτούς η επιχειρηµατική δράση του Κράτους πληρεί το κενό από την απουσία ιδιωτικής επιχειρηµατικής δράσης. Επιπλέον, ορισµένοι τοµείς της παραγωγής συνάπτονται στενά προς την εξασφάλιση της εθνικής άµυνας και της δηµόσιας τάξης και, συνεπώς, κρίνεται ότι οι αντίστοιχες οικονοµικές δραστηριότητες πρέπει να βρίσκονται στα χέρια του Κράτους. Εξάλλου, σε ορισµένους τοµείς της παραγωγής το µονοπώλιο είναι αναπόφευκτο, διότι η δράση περισσότερων επιχειρήσεων καθίσταται µη αποδοτική και, συνεπώς, ασύµφορη. Έτσι λ.χ. δεν είναι συµφέρουσα η ίδρυση στην ίδια πόλη δύο επιχειρήσεων διανοµής φωταερίου και η κατασκευή του δικτύου διανοµής της µιας παραπλεύρως του δικτύου της άλλης. Για την 40 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 127. 41 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 127. 19

προστασία των καταναλωτών από τους κινδύνους του µονοπωλίου το Κράτος αναλαµβάνει τη µονοπωλιακή εκµετάλλευση των τοµέων αυτών 42. Στις προαναφερόµενες περιπτώσεις η άσκηση εµπορικής ή βιοµηχανικής επιχείρησης από το Κράτος είναι αναγκαία, κατ αρχήν, για την εκπλήρωση βασικών σκοπών του Κράτους ή την προστασία συγκεκριµένων περιπτώσεων γενικότερου οικονοµικού ή κοινωνικού συµφέροντος. Πέρα, όµως, από τις περιπτώσεις αυτές το σύγχρονο Κράτος αναπτύσσει επιχειρηµατική δραστηριότητα σε ορισµένους τοµείς της οικονοµίας, είτε κατ αποκλεισµό της ιδιωτικής δραστηριότητας είτε παραλλήλα µε αυτή, για να εφαρµόσει µέσω των δικών του επιχειρήσεων την χαραχθείσα οικονοµική πολιτική δεδοµένης περιόδου. Εάν, δηλαδή, κάποιος οικονοµικός τοµέας θεωρείται ζωτικός για την οικονοµική ανάπτυξη, το Κράτος είτε ιδρύει δηµόσια επιχείρηση, εκτοπίζοντας την ιδιωτική δραστηριότητα στον τοµέα αυτόν και αναλαµβάνοντας την µονοπωλιακή εκµετάλλευση του (π.χ. εξηλεκτρισµός της χώρας), είτε ιδρύει δηµόσια επιχείρηση παραλλήλα µε τις υπάρχουσες ιδιωτικές, αποβλέποντας µόνο στην τόνωση και προώθηση της ανάπτυξης του τοµέα (π.χ. ανάπτυξη τουρισµού). Στις περιπτώσεις αυτές οι δηµόσιες επιχειρήσεις αποτελούν µέσο προσανατολισµού και διεύθυνσης της οικονοµίας, περιοριζόµενης αντιστοίχως ή αποκλειόµενης της ιδιωτικής οικονοµικής δράσης 43. Το ζήτηµα εάν ο περιορισµός από την ίδρυση δηµόσιας επιχείρησης ή και αποκλεισµός της ιδιωτικής οικονοµικής δράσης συµφωνεί µε την προστατευόµενη από το Σύνταγµα οικονοµική ελευθερία του ατόµου κρίνεται ανάλογα µε την περίπτωση. Πάντως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφ όσον πρόκειται για οικονοµική δραστηριότητα, η οποία αναγνωρίζεται ότι ανήκει στα κατ εξοχήν έργα του Κράτους για την εκπλήρωση βασικών σκοπών του (λ.χ. ταχυδροµείο, τηλεπικοινωνίες κ.λπ.), η θέσπιση κρατικού µονοπωλίου και η απαγόρευση παράλληλης επιχειρηµατικής δραστηριότητας των ιδιωτών δεν προσκρούει στο Σύνταγµα, διότι ο συνταγµατικός Νοµοθέτης έχοντας υπ όψη τον 42 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 129. 43 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 130. 20

προαναφερόµενο περιορισµό θέσπισε τη διάταξη για την οικονοµική ελευθερία του ατόµου 44. Αντίθετα, όταν πρόκειται για οικονοµική δραστηριότητα σε τοµείς, οι οποίοι υπό καθεστώς ελεύθερης οικονοµίας θεωρούνται ότι αποτελούν αντικείµενο της ιδιωτικής δράσης, η θέσπιση προνοµίου µονοπωλιακής εκµετάλλευσης υπέρ δηµόσιας επιχείρησης είναι επιτρεπτή µόνον εφ όσον αυτή υπαγορεύεται από λόγους δηµοσίου συµφέροντος. εν µπορεί, όµως, ο Νοµοθέτης να παραβλέψει το ισχύον οικονοµικό σύστηµα, όπως αυτό διαγράφεται κατά τις βασικές του αρχές στο Σύνταγµα και να επιτρέψει κατ επίκληση του δηµοσίου συµφέροντος τη διεύρυνση της επιχειρηµατικής δράσης του Κράτους σε τέτοια έκταση, ώστε να καταλήξει αυτή, ουσιαστικά, σε κρατικοποίηση της οικονοµίας, στο σύνολο της ή σε ουσιώδες τµήµα της. γ) Οι περιορισµοί που απορρέουν από το κρατικό οικονοµικό πρόγραµµα Το κρατικό οικονοµικό πρόγραµµα αποβλέπει στο συντονισµό των αποφάσεων των οικονοµικών µονάδων και την εναρµόνιση αυτών προς γενικότερο οικονοµικό και κοινωνικό σκοπό καθορισµένο σαφώς στο πρόγραµµα µε άλλα λόγια, το πρόγραµµα υπαγορεύει ορισµένη συµπεριφορά και, κατ επέκταση, η εκτέλεση του προϋποθέτει αναγκαίως ποικίλους περιορισµούς της ελεύθερης οικονοµικής δράσης των ατόµων 45.Η φύση και η έκταση των περιορισµών αυτών, ως και το συνταγµατικώς επιτρεπτό αυτών, συνάπτονται στενά και προς τον χαρακτήρα του προγράµµατος και τα µέσα εκτελέσεως του. Ι) Ο ενδεικτικός χαρακτήρας του προγράµµατος Το κρατικό οικονοµικό πρόγραµµα έχει ενδεικτικό χαρακτήρα αυτό, περιέχοντας προβλέψεις για την εξέλιξη της οικονοµίας και προτάσεις για την ορθή διάρθρωση και τον προσανατολισµό της, καθορίζει την ενδεδειγµένη, εν όψει των σκοπών που έχουν τεθεί, συµπεριφορά των δηµόσιων και ιδιωτικών φορέων της οικονοµικής δράσης. Στον καθορισµό, όµως, της συµπεριφοράς αυτής λείπει η επιταγή υπό την απειλή επιβολής κυρώσεων σε εκείνους που δεν συµµορφώνονται. Το πρόγραµµα δεν θέτει κανόνες δικαίου. Κανένας δεν 44 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 130. 45 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 131 21

εξαναγκάζεται από το ίδιο το πρόγραµµα να εναρµονίσει την οικονοµική του δραστηριότητα µε αυτό 46. ΙΙ) Τα µέσα εκτέλεσης του προγράµµατος Από τα προαναφερόµεν συνάγεται ότι η βασική αδυναµία του ενδεικτικού οικονοµικού προγράµµατος έγκειται στην εκτέλεσή του αυτή είναι, εκ πρώτης όψεως προβληµατική, διότι το πρόγραµµα δεν υποχρεώνει τους φορείς της οικονοµίας, αφού δεν περιέχει κανόνες δικαίου. Συνεπώς, η συµµόρφωση αυτών προς τις γενικές γραµµες του προγράµµατος, που δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, επαφίεται στην ελεύθερη κρίση τους, η οποία διαµορφώνεται κατόπιν στάθµισης του δικών τους συµφερόντων και όχι του γενικότερου οικονοµικού και κοινωνικού συµφέροντος, το οποίο εκφράζεται από το κρατικό οικονοµικό πρόγραµµα. Λόγω της αδυναµίας αυτής χρησιµοποιούνται διάφορα µέσα εκτέλεσης του προγράµµατος, µέσω των οποίων επιτυγχάνεται η συµµόρφωση των φορέων της οικονοµικής δράσης σε αυτό, κυρίως µε τη δηµιουργία οικονοµικών συνθηκών, που καθιστούν ασύµφορη γι αυτούς τη µη συµµόρφωση. Με αυτήν την τεχνική, στον νοµικό εξαναγκασµό, που εκλείπει λόγω συνταγµατικών, κυρίως, περιορισµών υποκαθίσταται κάποιο είδος πραγµατικού εξαναγκασµού 47. Τα µέσα εκτέλεσης χρησιµοποιούνται για τη συµµόρφωση των φορέων επιχειρηµατικής και γενικής οικονοµικής δραστηριότητας προς τις γενικές γραµµές και τους σκοπούς του οικονοµικού προγράµµατος τόσο στον δηµόσιο όσο και στον ιδιωτικό τοµέα της οικονοµίας. Η εκτέλεση του προγράµµατος στον ιδιωτικό τοµέα της οικονοµίας είναι δυσχερέστερη απ ό,τι στο δηµόσιο, διότι οι δυνατότητες εξαναγκασµού των ιδιωτικών οικονοµικών µονάδων προς συµµόρφωση περιορίζονται σηµαντικά από τις συνταγµατικές διατάξεις, οι οποίες, όπως έχει αναλυθεί, προστατεύουν την οικονοµική ελευθερία και την ατοµική ιδιοκτησία στα µέσα παραγωγής. Τα µέσα εκτέλεσης του κρατικού οικονοµικού προγράµµατος στον ιδιωτικό τοµέα της οικονοµίας διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη 46 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 131. 47 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 132. 22

ανήκουν τα µέσα εξαναναγκασµού στη δεύτερη τα µέσα παρότρυνσης, τα λεγόµενα κίνητρα 48. ι)μέσα εξαναγκασµού Μέσα εξαναγκασµού αποτελούν οι µονοµερώς επιβαλλόµενοι από το Κράτος περιορισµοί στην οικονοµική δράση του ατόµου, µε σκοπό τον εναρµονισµό της δράσης αυτής προς τις γενικές γραµµές και τους σκοπούς του οικονοµικού προγράµµατος. Μέσα εξαναγκασµού για την εκτέλεση του οικονοµικού προγράµµατος χρησιµοποιούνται σε όλους τους τοµείς της οικονοµικής δράσης. Με τα µέσα αυτά δεν επιβάλλεται, συνήθως, στις ιδιωτικές οικονοµικές µονάδες ορισµένη θετική ενέργεια για τη συµβολή τους στην εκτέλεση του οικονοµικού προγράµµατος, όπως συµβαίνει στο επιτακτικό οικονοµικό πρόγραµµα, αλλά η δραστηριότητα τους υποβάλλεται, εφ όσον σχετίζεται µε τους σκοπούς του προγράµµατος, σε ορισµένους περιορισµούς η εξασφάλιση της θετικής συµβολής τους στην πραγµατοποίηση του προγράµµατος επιδιώκεται, κυρίως, µε τα µέσα παρότρυνσης. ιι) Μέσα παρότρυνσης Τα µέσα παρότρυνσης (κίνητρα) αποβλέπουν και αυτά στη συµµόρφωση στο οικονοµικό πρόγραµµα, όχι, όµως, µε τη χρήση εξαναγκασµού, αλλά µε την εξασφάλιση πλεονεκτηµάτων σ εκείνες τις οικονοµικές µονάδες οι οποίες εναρµονίζουν την δράση τους προς το οικονοµικό πρόγραµµα. Τα κίνητρα έχουν γενικό, κατά κανόνα, χαρακτήρα και θεσπίζονται µε νόµο. Για την εφαρµογή του νόµου σε ατοµική περίπτωση απαιτείται πολλές φορές να εκδοθεί διοικητική πράξη ή να καταρτιστεί σύµβαση µεταξύ του Κράτους και της ενδιαφεροµένης οικονοµικής µονάδας. Στην Γαλλία γίνεται, επιπλέον, λόγος και περί «οιονεί συµβάσεως» (quasi contrat). ια των οιονεί συµβάσεων αυτών το Κράτος αναλαµβάνει την υποχρέωση να χορηγήσει 48 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 137. 23

οικονοµικά πλεονεκτήµατα στις επιχειρήσεις, οι οποίες αναλαµβάνουν την υποχρέωση να συµµορφωθούν προς τους σκοπούς του προγράµµατος 49. Η ευχέρεια χρησιµοποιήσης κινήτρων για την εκτέλεση του οικονοµικού προγράµµατος δεν είναι απεριόριστη. Η δράση των οργάνων της πολιτείας στη θέσπιση και εφαρµογή κινήτρων, που εκδηλώνεται, όπως αναφέρθηκε, µε τη θεσµοθέτηση γενικών κανόνων δικαίου, την έκδοση ατοµικών διοικητικών πράξεων και την κατάρτιση συµβάσεων, περιορίζεται µέσα σε ορισµένα όρια, που διαγράφονται από τις διατάξεις του Συντάγµατος, που καθιερώνουν τις αρχές της ισότητας και της ελευθερίας της οικονοµικής δραστηριότητας. Υπέρβαση, συνεπώς, των ορίων αυτών είναι αποκρουστέα, είτε επειδή αποτελεί απόκλιση από την αρχή της ισότητας µη ανεκτή από το Σύνταγµα, είτε επειδή επιφέρει ανατροπή των οικονοµικών και ψυχολογικών δεδοµένων της επιχειρηµατικής δράσης υπό καθεστώς ελεύθερης οικονοµίας 50. Ανακύπτει, λοιπόν, το ζήτηµα εάν η θέσπιση και εφαρµογή κινήτρων προσκρούει στη γενική συνταγµατική αρχή της οικονοµικής ελευθερίας. Η θέσπιση και εφαρµογή κινήτρων δεν προσκρούει, κατ αρχήν, στη συνταγµατική διάταξη της οικονοµικής ελευθερίας. Συνεπώς, ο Νοµοθέτης είναι ελεύθερος, κατ αρχήν, να θεσπίζει κίνητρα πρόσφορα για την εκτέλεση του οικονοµικού προγράµµατος. Η ευχέρεια, όµως, αυτή τελεί υπό την προϋπόθεση ότι, µε τα κινήτρα αυτά, θετικά και αρνητικά, είτε εφαρµόζονται µεµονωµένα είτε συνδυασµένα, οι οικονοµικές µονάδες παροτρύνονται απλώς να εναρµονίσουν την ελεύθερη, κατ αρχήν, οικονοµική δράση τους στο οικονοµικό πρόγραµµα και δεν εξαναγκάζονται, εκ των πραγµάτων, να ακολουθήσουν τη µόνη οδό που αποµένει σύµφωνη προς το πρόγραµµα. ιότι στη δεύτερη αυτή περίπτωση, συνδροµής πραγµατικού σε τέτοια έκταση εξαναγκασµού, που αποκλείει τη δυνατότητα οικονοµικής επιλογής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ανατρέπεται κατ ουσία η βάση του ατοµικού δικαιώµατος της οικονοµικής ελευθερίας ή 49 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 140. 50 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 140 24

τουλάχιστον καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής η άσκηση του αυτό δεν είναι επιτρεπτό από το Σύνταγµα 51. Κατόπιν αυτών, συνάγεται ότι το οικονοµικό πρόγραµµα, µη θέτοντας γενικούς κανόνες δικαίου και µη καθορίζοντας δίκαιο σε ατοµική περιπτώση, δεν περιορίζει αυτό το ίδιο την ελεύθερη οικονοµική δράση των ατόµων, αλλά τα µέσα εκτέλεσης του είναι εκείνα τα οποία επάγονται περιορισµούς. Συνεπώς, οι περιορισµοί αυτοί, τους οποίους αναγκαία προϋποθέτει η εφαρµογή του οικονοµικού προγράµµατος είναι έµµεσοι. 4. Η έννοια του γενικότερου συµφέροντος ως συνταγµατικής προϋπόθεσης για την επέµβαση του νοµοθέτη Όπως προαναφέρθηκε, η ρυθµιστική επέµβαση του νοµοθέτη ή η θέσπιση από αυτόν περιορισµών της οικονοµικής ελευθερίας πρέπει, σύµφωνα µε το Σύνταγµα και τη νοµολογία, να γίνεται χάριν του γενικότερου συµφέροντος, συνήθως µάλιστα µε ειδικότερο προσδιορισµό του γενικότερου αυτού συµφέροντος ως δηµόσιου ή κοινωνικού. Ο όρος «γενικότερο συµφέρον» (ή γενικότερο δηµόσιο ή κοινωνικό συµφέρον) αντιµετωπίζεται από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας ως αόριστη νοµική έννοια του συνταγµατικού δικαίου, της οποίας το περιεχόµενο συγκεκριµενοποιείται κατά περίπτωση από τον κοινό νοµοθέτη, υπό τον έλεγχο πάντα του ακυρωτικού δικαστή. Το Συµβούλιο της Επικρατείας ελέγχει την ορθότητα της υπαγωγής της επιδίωξης ενός σκοπού στην έννοια του γενικότερου συµφέροντος και συνακόλουθα τη συνταγµατικότητα της αντίστοιχης επιβολής περιορισµών στην οικονοµική ελευθερία.το ερώτηµα, λοιπόν, συνίσταται στο ποιοι σκοποί µπορούν να υπαχθούν στην έννοια του γενικότερου συµφέροντος 52. Κατά πρώτο λόγο, τέτοιο σκοπό αποτελεί η προστασία της δηµόσιας τάξης και ασφάλειας, υπό ευρύτερη έννοια, που περιλαµβάνει λ.χ. την προφύλαξη της δηµόσιας υγείας (βλ. απόφαση των ιατρικών εταιριών υπ αριθ. 182/1995 του ΣτΕ κατά την οποία «η µέριµνα για την προστασία της υγείας των πολιτών αποτελεί βασικό καθήκον της Πολιτείας και εκδηλούται µε τη ρυθµιστική παρέµβαση του 51 Τζεβελεκάκης Ι. όπ.π. σελ. 141. 52 Ένωση Ελλήνων Συνταγµατολόγων όπ.π. σελ. 315. 25

Κράτους δια της θεσπίσεως γενικού και αντικειµενικού χαρακτήρος κανόνων χάριν του δηµοσίου συµφέροντος») ή την προστασία των εργαζοµένων στην επιχείρηση. Οι επεµβάσεις που προβλέπονται από τον νόµο για τέτοιους σκοπούς έχουν αστυνοµικό χαρακτήρα και θέσπισή τους ανταποκρίνεται στο πρώτιστο καθήκον του Κράτους να εξασφαλίσει οµαλή και ακίνδυνη συµβίωση στους πολίτες του 53. Κατά δεύτερο λόγο, στην έννοια του γενικότερου συµφέροντος υπάγεται η επιδίωξη από το Κράτος σκοπών οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής. Μόνο στην περίπτωση αυτή κυριολεκτικά πρόκειται για κρατικό παρεµβατισµό στην οικονοµία. Το Κράτος έχει καθήκον να µεριµνά για την προστασία της εθνικής οικονοµίας σύµφωνα µε το άρθρο 106 2 Σ. Το ΣτΕ ορίζει ότι «νοµοθετική επέµβαση στην εξέλιξη συνεστηµένης συµβατικής σχέσης συνιστά εξαιρετικό µέτρο και δικαιολογείται για σοβαρούς λόγους δηµοσίου συµφέροντος όπως είναι η βλάβη της εθνικής οικονοµίας» (απόφαση Φλοίσβου υπ αριθ. 1909/2001) 54. 5. Πρόσθετες προϋποθέσεις για τη νοµοθετική επέµβαση Α. Η αρχή της αναγκαιότητας Οι λόγοι γενικότερου συµφέροντος, χάριν των οποίων επιβάλλονται από τον νοµοθέτη περιορισµοί στην οικονοµική ελευθερία, πρέπει να είναι, κατά τη νοµολογία, «αποχρώντες», δεν αρκεί δηλαδή να κρίνεται in abstracto ότι είναι συνταγµατική η αναγωγή από τον νοµοθέτη ενός σκοπού σε λόγο γενικότερου συµφέροντος, που να δικαιολογεί την επιβολή περιορισµών στην οικονοµική ελευθερία, αλλά πρέπει επιπλέον να είναι in concreto εµφανές, κατά την κοινή αντίληψη, ότι, εν όψει των πραγµατικών δεδοµένων που εκτιµά ο νοµοθέτης, η επιβολή των περιορισµών αυτών αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο µέσο για την επιδιωκόµενη εξυπηρέτηση του γενικότερου συµφέροντος. Πρόκειται για την αρχή της αναγκαιότητας, την τήρηση της οποίας από το νοµοθέτη ελέγχει ο ακυρωτικός δικαστής. Το Συµβούλιο της Επικρατείας ελέγχει αν παρίσταται ή όχι αυθαίρετη η εκτίµηση του νοµοθέτη, ότι η υφιστάµενη πραγµατική κατάστα- 53 Ένωση Ελλήνων Συνταγµατολόγων όπ.π. σελ. 316. 54 Βλ. και απόφαση λατοµείου υπ αριθ. 7341997 ΣτΕ. 26