ΒΑΘΜΟΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ (ΔΠΧΠ) Οδυσσέας Ε. Μοσχίδης Δρ. Εφαρμοσμένης Πληροφορικής Ιορδάνης Ν. Φλρόττουλος Επίκ. Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Α.Π.Θ.
Περίληψη Η εργασία αυτή στοχεύει στο να ερμηνεύσει το βαθμό αποδοχής τν ελληνικών εισηγμένν επιχειρήσεν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) έναντι τν ΔΠΧΠ. Η Grant Thornton σε συνεργασία με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας (ΟΠΑ) συγκέντρσε δεδομένα μέσ ερτηματολογίου. Στην έρευνα ανταποκρίθηκαν ελληνικές εισηγμένες επιχειρήσεις σε ποσοστό 30% επί του συνόλου του πληθυσμού. Για το σκοπό της ανάλυσης, οι εταιρείες ταξινομήθηκαν ανάλογα με την κεφαλαιοποίησή τους. Η φύση τν δεδομένν που μας παραχώρησε η Grant Thornton μας έδσε την δυνατότητα επεξεργασίας τους με τη μέθοδο της παραγοντικής ανάλυσης τν αντιστοιχιών. Μέσ αυτής της μεθόδου διαπιστώθηκε η διαφοροποίηση του βαθμού αποδοχής τν ΔΠΧΠ σε σχέση με την κεφαλαιοποίηση τν εταιρειών. Λέξεις κλειδιά Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Παρουσίασης (ΔΠΧΠ), Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ), βαθμός αποδοχής, ελληνικές εισηγμένες επιχειρήσεις στο ΧΑΑ, παραγοντική ανάλυση τν αντιστοιχιών.
Ο. Ε. Μοσχίδης -1. Ν. Φλρόπουλος 755 Εισαγγή Τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) καθορίζουν την κδικοποίηση τν λογιστικών αρχών, κανόνν και πολιτικών που πρέπει να εφαρμόζονται από τους λογιστές και να ελέγχονται από τους ελεγκτές κατά τη σύνταξη τν χρηματοοικονομικών καταστάσεν μίας επιχείρησης. Από το Μάρτιο του 2001 όλα τα πρότυπα που θα εκδίδονται στο μέλλον θα ονομάζονται Διεθνή πρότυπα Χρηματοοικονομικής Παρουσίασης (ΔΠΧΠ) (International Financial Reporting Standards - IFRS). Υπάρχουν σήμερα σε ισχύ 33 ΔΛΠ, ενώ έχουν βελτιθεί πρόσφατα (Μάρτιος 2004) 13 ΔΛΠ. Επίσης έχουν εκδοθεί πέντε (1-5) ΔΠΧΠ. Ο Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 1606/2002 του Ευρπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρπαικής'Ενσης της 19/7/2002 απαιτεί από το 2005 και μετά όλες οι εισηγμένες εταιρείες να συντάσσουν τις ετήσιες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις τους, σύμφνα με τα ΔΛΠ/ΔΠΧΠ. Στην Ελλάδα ο Ν 2992/02 υιοθέτησε αρχικά την εφαρμογή τν ΔΛΠ. Στη συνέχεια ο Ν 3148/2003 με το άρθρο 21 παρ.1 προχώρησε ένα βήμα περισσότερο. Στο άρθρο 21 παρ.1 προβλέπεται ότι «η εφαρμογή τν ΔΛΠ αφορά τις ετήσιες ατομικές και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται για τις διαχειριστικές χρήσεις που αρχίζουν μετά την 31.12.2002» (Ν 3148/2003). Τέλος ο Ν 3229/2004 προβαίνει σε λεπτομερέστερη αναφορά θεμάτν που σχετίζονται με την εφαρμογή τν ΔΠΧΠ. Επισκόπηση της βιβλιογραφίας Ένας σημαντικός αριθμός ερευνητών έχει ασχοληθεί με τους παράγοντες που επη ρεάζουν την αποκάλυψη τν πλη ροφοριών μέσ τν χρηματοοικονομικών καταστάσεν. Οι εργασίες τν Singhvi και Desai (1971), Buzby (1975), Belkaoui and Kahl (1978), Firth (1979), McNally et al. (1982), Meek and Gray (1989), Gray and Roberts (1989), Cooke (1993), Wallace et al. (1994), Meek et al. (1995), Wallace and Naser (1995), Inchausti (1997), Dumontier and Raffournier (1998), Street and Gray (2002) διαπιστώνουν ότι συνδέεται σήμα-
756 Volume of essays in honor of professor Ar. Ignatiadis ντικά με το επίπεδο της αποκάλυψης τν πληροφοριών το μέγεθος της επιχείρησης και εάν η επιχείρηση είναι εισηγμένη ή μη. Η εργασία τν Street and Gray (2002) που βασίσθηκε στα συμπεράσματα που προέκυψαν από μία άλλη ερευνητική μονογραφία που χρηματοδοτήθηκε από την ACCA (2001) διαπιστώνει μεταξύ άλλν την ύπαρξη σημαντικής θετικής συσχέτισης που αφορά την εναρμόνιση τν εισηγμένν επιχειρήσεν με τα ΔΛΠ. Η ίδια σημαντική θετική συσχέτιση παρατηρείται στη μελέτη αυτή (2001) με την ύπαρξη ελεγκτών και του επιπέδου αποκάλυψης τν πληροφοριών. Τα αποτελέσματα τν μελετών αυτών υποστηρίζουν την άποψη ότι, οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών επιχειρήσεις τείνουν να συμμορφθούν με τα ΔΛΠ ευκολότερα και νρίτερα συγκριτικά με τις μη εισηγμένες επιχειρήσεις. To International Accounting Standards Board (IASB), που έχει ς βασικό σκοπό να προθήσει την παγκόσμια ομοιομορφία και εναρμόνιση στα λογιστικά πρότυπα, διαπίστσε ότι το 2001 (IASB 2001) ο αριθμός τν χρηματοοικονομικών καταστάσεν που είχαν δημοσιευθεί σύμφνα με τα ΔΛΠ ήταν σχετικά μικρός στα κράτη μέλη της Ευρπαϊκής Ένσης. Για το 2002 (IFAD 2003) διαπιστώνεται ότι από 59 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα σύγκλισης τν εθνικών προτύπν προς τα ΔΛΠ (GAAP convergence 2002) το 92% προτίθεται να συγκλίνει με τα ΔΠΧΠ. Η μελέτη αυτή του έτους 2002 για την σύγκλιση προς τα ΔΠΧΠ αποκαλύπτει τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί προς την κατεύθυνση του οράματος της ύπαρξης μιας μοναδικής παγκόσμιας γλώσσας στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις κυρίς τν εισηγμένν επιχειρήσεν. Η εργασία αυτή συμβάλλει στην κατανόηση του βαθμού αποδοχής τν ελληνικών εισηγμένν επιχειρήσεν έναντι τν ΔΠΧΠ πριν από την συνολική εφαρμογή τν. Μεθοδολογία και επεξεργασία δεδομένν Η έρευνα διεξήχθη το 2003 με άμεσο στόχο τη διερεύνηση του βαθμού, στον οποίο οι ελληνικές εισηγμένες επιχειρή-
Ο. Ε. Μοσχίδης -1. Ν. Φλρόπουλος 757 σεις είναι έτοιμες να εφαρμόσουν τα ΔΠΧΓΤ (IFRS) με την έναρξη του έτους 2004. Με σκοπό την διερεύνηση του βαθμού αποδοχής τν ΔΠΧΠ η Grant Thornton έθεσε πέντε ερτήσεις (5 κατηγορικές μεταβλητές - nominal). Οι ερτήσεις αυτές παρουσιάζονται συγχρόνς με την κδική τους ονομασία: Ε1= Η αντιμετώπιση της εισαγγής τν ΔΠΧΠ από τη Διοίκηση, με δύο δυνατές απαντήσεις. Ε11= Μέσο για την παροχή πληρέστερν και ποιοτικότερν πληροφοριών οι οποίες θα βοηθήσουν την εκτέλεση του έργου της. Ε12= Μία νέα υποχρέση με την οποία καλούνται οι εταιρείες να συμμορφθούν. Ε2= Η αντιμετώπιση της εισαγγής τν ΔΠΧΠ από τα στελέχη της Οικονομικής Διεύθυνσης, με τρεις δυνατές απαντήσεις. Ε21= Σημαντικό εργαλείο το οποίο θα βελτιώσει και θα αναβαθμίσει την ποιότητα της εργασίας. Ε22= Μία διαφορετική προσέγγιση της μέχρι τώρα εργασίας της. Ε23= Μία επιπλέον υποχρέση την οποία καλούνται να εκπληρώσουν. Ε3= Η αντιμετώπιση της εισαγγής τν ΔΠΧΠ από τα στελέχη τν λοιπών διευθύνσεν, με τρεις δυνατές απαντήσεις. Ε31= Θερούν ότι θα πρέπει να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στην υλοποίηση τν καινούργιν διαδικασιών. Ε32= Θερούν ότι είναι κάτι το οποίο δεν τους αφορά. Ε33= Είναι αρνητικοί σε οποιαδήποτε εμπλοκή. Ε4= Εάν είχαν δυνατότητα επιλογής μεταξύ τν εφαρμοσμένν εθνικών προτύπν και τν ΔΠΧΠ, θα επέλεγαν: με τρεις δυνατές απαντήσεις.
758 Volume of essays in honor of professor Ar. Ignatiadis E41= Σίγουρα τα ΔΠΧΠ. E42= Και τα δύο φαίνονται εξ ίσου ικανοποιητικά. Ε43= Σίγουρα τα υφιστάμενα λογιστικά πρότυπα. Ε6= Κατά πόσο πιστεύουν ότι με την εφαρμογή τν νέν προτύπν οι χρηματοοικονομικές τν καταστάσεις και οι διαδικασίες συνολικά, με δύο δυνατές απαντήσεις. Ε61= Θα γίνουν περισσότερο διαφανείς και αξιόπιστες. Ε62= Δεν θα αλλάξουν ουσιαστικά. Όπς αναφέρθηκε στην εισαγγή, την ενδεχόμενη διαφοροποίηση ς προς τις παραπάν μεταβλητές διερευνούμε με βάση τον δείκτη κεφαλαιοποίησης τν εισηγμένν επιχειρήσεν που συμμετείχαν στην έρευνα. Η κδική τους ονομασία έχει ς ακολούθς: (επίσης δίπλα αναφέρεται το ποσοστό αντιπροσώπευσης στην έρευνα) I<A1=FTSE 20, (οι εταιρείες αυτές αποτελούν το 30%) KA2=FTSE MID 40, (οι εταιρείες αυτές αποτελούν το 35%) KA3=FTSE SMCAP 80, (οι εταιρείες αυτές αποτελούν το 31%) KA4=FTSE SMCAP 140, (οι εταιρείες αυτές αποτελούν το 32%) Α) Μορφοποίηση τν δεδομένν Οι απαντήσεις τν εταιρειών μορφοποιήθηκαν σε πίνακα συμπτώσεν, συγκεκριμένα σε πίνακα Burt, ο οποίος είναι ένας τετραγνικός πίνακας, συμμετρικός, όλν τν συμπτώσεν ανά δύο (2) τν κατηγοριών τν έξη (6) μεταβλητών. Η μορφή του πίνακα είναι η παρακάτ:
Ο. Ε. Μοσχίδης -1. Ν. Φλρόπουλος 759 < ο C0 CO ph o o N- CO >H VO o o o N- CM ph ph CM ph CM CM Cfi νθ m m o o IN CO CM 00 o ph On o o o O a CM (Ν ph CM ph ph CO CM ph ph in < (Η CM ΟΝ o o\ IN o CM CM CM in ph o VO o O ph ph ph ph < * < ιη ph CM o CO CO o in ph o VO o VO o o O Μ 00 00 CO IN VO VO 00 CM VO VO O V0 o ph ON VO ph V0 U τη ΙΝ νθ 00 o in CO ON ph CM CM Ov CO o VO in ph ph V0 ιη CM CO <* CM in in CM 00 ph CM W Μ W S ιη Ο ph 00 VO CM CM ph o O in ON VO o CM o CO ph ph ph ph ιη C0 00 IN CO IN o ph o 00 o CM VO ph CM 00 IN ph ph ph CM CM CM ph ιη ph (Ν CM CM o in ph VO o o CM in CM CM IN γη CO CM CM CO in m ph CM ph C0 ο CO Ο ph CM O o CO ^H ph ph ph CM o o CO o C0 ον 00 ph 00 00 O IN O in o CM ON 00 CO N- IN o μ CO CM CM CO VO CO CM ph in CO CM ph νο C0 Ο 00 ph On O o o IN CM CO VO CO ON o IN eo (Ν CM CM CM CM ph Πίνακας 1. Πίνακας Burt. C0 CM μ Μ ι 1 ο Ο O ph ph 00 CM CM CO VO in VO o o o ph ph ph ph [Ν ο ο IN o 00 00 ph CM IN 00 Q IN CM IN in CO CM CM CO CM ph CM ph IN ^Η O o o ph o CM 00 ph 00 CO On in CO CM CO CM CM CO CO ph ph CM ο o o CO 00 CO ph CO o VO 00 ph CM N ph CO CM ph CM ^H ph ph CM CM Μ ρ^ ιη ο IN IN th VO ON o in m in N- 00 in VO O ΐΗ νθ CO CM CM CO ih m ph CM CM ph CM ph CM CO ph CM CO ph CM CO ph CM ph CM CO ly ph ph CM CM CM CO CO CO VO VO PH PH PH PH W U W u w W w w W w w w <] < < < iy
760 Volume of essays in honor ofprofessor Ar. Ignatiadis B) Επεξεργασία του πίνακα Burt με την παραγοντική ανάλυση τν αντιστοιχιών. Η παραγοντική ανάλυση τν αντιστοιχιών πραγματοποιήθηκε με το ειδικευμένο πρόγραμμα στις μεθόδους της πολυδιάστατης ανάλυσης δεδομένν M..A.D. (Methodes Analyse des Donnees). Με την παραγοντική ανάλυση προέκυψαν τα παρακάτ στοιχεία: Βα) Ιστόγραμμα χαρακτηριστικών ριζών Πίνακας 2. Πίνακας χαρακτηριστικών ριζών. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΔΡΑΝΕΙΑ 0,4091 ΑΞΏΝ ΑΔΡΑΝΕΙΑ 96ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΙΣΤΟΓΡΑΜΜΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡ. ΡΙΖΏΝ 01 0,1856058 045,37 045,37 ***************************************** 02 0,0581611 014,22 059,59 03 0,0338960 008,29 067,87 04 0,0311105 007,60 075,48 ************* ******** ******* 05 0,0287614 007,03 082,51 ******* 06 0,0216236 005,29 087,79 1***** 07 0,0187136 004,57 092,37!***«* 08 0,0118982 002,91 095,27 ι- 09 0,0080610 001,97 097,24 1** 10 0,0072668 001,78 099,02 1** 11 0,0040076 000,98 100,00 r 12 0,0000544 000,01 100,00 I* Το ποσοστό ερμηνείας του πρώτου παραγοντικού άξονα 45,37% είναι αρκετά ικανοποιητικό. Δηλαδή ο πρώτος παραγοντικός άξονας ερμηνεύει το 45,37% της συνολικής αδράνειας. Η ικανοποιητική ερμηνεία ουσιαστικά όλου του φαινομένου από τον πρώτο παραγοντικό άξονα συμπληρώνεται με τον δεύτερο άξονα που ερμηνεύει το 14,22%
Ο. Ε. Μοσχίδης -1. Ν. Φλρόπουλος 761 Ββ) Το πρώτο παραγοντικό επίπεδο (1x2) Γ) Αποτελέσματα - συμπεράσματα Με βάση το πρώτο παραγοντικό επίπεδο και τους δείκτες COR και CTR (δεν εμφανίζονται στο κείμενο) προκύπτουν τα εξής ενδιαφέροντα ποιοτικά συμπεράσματα: Ο οριζόντιος άξονας του παραγοντικού επιπέδου, 1ος παραγοντικός άξονας, αντιπαραθέτει τις απόψεις τν εταιρειών με δείκτη κεφαλαιοποίησης ΚΔ1 (FTSE 20), ΚΔ2 (FTSE 40), ΚΔ4 (FTSE 140) με τις απόψεις τν εταιρειών ΚΔ3 (FTSE 80) αψ ενός και αψ ετέρου διατάσσει κατά το φαινόμενο Guttman τις κατηγορίες τν πέντε (5) μεταβλητών. Επιπροσθέτς σε συνδυασμό με τον δεύτερο παραγοντικό άξονα, δηλ. επί τη βάσει του πρώτου παραγοντικού επιπέδου, προκύπτουν ότι:
762 Volume of essays in honor of professor Ar. Ignatiadis Οι εταιρείες με δείκτη κεφαλαιοποίησης FTSE 20 και FTSE 40 κατηγοριοποιούνται στις απαντήσεις Ε31, Ε21, Ε41, Ε11. Με άλλα λόγια η Διοίκηση τν εταιρειών αυτών (FTSE 20 και FTSE 40) αντιμετπίζει την εισαγγή τν ΔΓΤΧΠ ς μέσο για την παροχή πληρέστερν και ποιοτικότερν πληροφοριών οι οποίες θα βοηθήσουν την εκτέλεση του έργου τους (Ε11). Τα στελέχη της Οικονομικής Διεύθυνσης αντιμετπίζουν την εισαγγή τν ΔΠΧΠ ς σημαντικό εργαλείο το οποίο θα βελτιώσει και θα αναβαθμίσει την ποιότητα της εργασίας της (Ε21). Τα στελέχη τν λοιπών διευθύνσεν θερούν ότι θα πρέπει να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στην υλοποίηση τν καινούργιν διαδικασιών (Ε31). Εάν είχαν την δυνατότητα επιλογής μεταξύ τν εθνικών προτύπν και τν ΔΠΧΠ θα επέλεγαν σίγουρα τα ΔΠΧΠ (Ε41). Οι εταιρείες με δείκτη κεφαλαιοποίησης FTSE 140 συμφνούν με τις απαντήσεις (Ε61) δηλ. πιστεύουν ότι με την εφαρμογή τν νέν προτύπν οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις και οι διαδικασίες συνολικά θα γίνουν περισσότερο διαφανείς και αξιόπιστες. Αντίθετα οι εταιρείες με δείκτη κεφαλαιοποίησης FTSE 80 συμμερίζονται τις θέσεις Ε12, Ε42, Ε32, Ε22. Με άλλα λόγια η Διοίκηση τν εταιρειών αυτών (FTSE 80) αντιμετπίζει την εισαγγή τν ΔΠΧΠ ς μία νέα υποχρέση με την οποία καλούνται οι εταιρείες να συμμορφθούν (Ε12). Τα στελέχη της Οικονομικής Διεύθυνσης αντιμετπίζουν την εισαγγή τν ΔΠΧΠ ς μία διαφορετική προσέγγιση της μέχρι τώρα εργασίας της (Ε22). Τα στελέχη τν λοιπών διευθύνσεν θερούν ότι είναι κάτι το οποίο δεν τους αφορά (Ε32). Εάν είχαν την δυνατότητα επιλογής μεταξύ τν εθνικών προτύπν και τν ΔΠΧΠ θα επέλεγαν και τα δύο αφού και τα δύο τους φαίνονται εξ ίσου ικανοποιητικά (Ε42). Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι απαντήσεις (Ε23), (Ε33), (Ε43), (Ε62) δεν απασχολούν καθόλου τις εισηγμένες εταιρείες.
Ο. Ε. Μοσχίδης -1. Ν. Φλρόπουλος 763 Κύρια συμπεράσματα Η σχεδόν ολοκληρτική απόρριψη τν απαντήσεν ότι: (α) τα στελέχη της Οικονομικής Διεύθυνσης θερούν ς μία επιπλέον υποχρέση την εισαγγή τν ΔΠΧΠ την οποία πρέπει να εκπληρώσουν (Ε23), (β) τα στελέχη τν λοιπών διευθύνσεν είναι αρνητικά σε οποιαδήποτε εμπλοκή (Ε33), (γ) στην πιθανή περίπτση επιλογής μεταξύ εθνικών προτύπν και ΔΠΧΠ επιλέγονται τα υφιστάμενα εθνικά (Ε43), (δ) με την εφαρμογή τν ΔΠΧΠ δεν θα αλλάξουν ουσιαστικά οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις και οι διαδικασίες συνολικά (Ε62) οδηγεί στον σίγουρο αποκλεισμό μιας αρνητικής στάσης έναντι τν ΔΠΧΠ. Η πλειοψηφία τν επιχειρήσεν έχει θετική στάση για τα ΔΠΧΠ, ενώ ταυτόχρονα ο βαθμός αποδοχής τν ΔΠΧΠ από τις ελληνικές εισηγμένες εταιρείες και τα στελέχη τους είναι ικανοποιητικός. Στην εργασία αυτή δεν χρησιμοποιήθηκαν η απλή περιγραφική στατιστική αλλά η παραγοντική ανάλυση τν αντιστοιχιών, η οποία δίνει την δυνατότητα ολιστικής θεώρησης του ερευνούμενου θέματος λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις και αλληλεξαρτήσεις όλν τν μεταβλητών, αποδίδοντας όχι απλά την διασπορά του φαινομένου αλλά και τις κατευθύνσεις της διασποράς.
764 Volume of essays in honor ofprofessor An Ignatiadis Βιβλιογραφία ACCA (2001). Observance of International Accounting Standards: Factors explaining non-compliance, Research Report No. 74, Certified Accountants Educational Trust, London, pp. 1-127. Belkaoui, A. and Kahl, A. (1978). Corporate Financial Disclosure in Canada, Research Monograph of the Canadian Certified General Accountants Association, Vancouver. Buzby, S.L. (1975). Company Size, Listed versus Unlisted Stocks, and the Extent of Financial Disclosure) Journal of Accounting Research, Spring, 13 (1), pp. 16-37. Cooke, T. (1993). Disclosure in Japanese Corporate Reports, Journal of Business Finance and Accounting, June, 20 (4), pp. 521-535. Dumontier, P. and Raffournier, B. (1998). Why Firms Comply Voluntarily with IAS: An Empirical Analysis with Swiss Data, Journal of International Financial Management and Accounting, 9 (3), pp. 216-245. European Comission (2001). EU Commission Proposes Requirement for Listed Companies to Use IAS by 2005 http://europa. eu.int February 16. Firth, M. (1979). 'Impact of Size, Stock Market Listing and Auditors on Voluntary Disclosure in Corporate Annual Reports) Accounting and Business Research, 9 (36), pp. 273-280. Gray, S.J. and Roberts, C.B. (1989). Voluntary Information Disclosure and the British Multinationals, in Hopwood, A.G. (Editor) International Pressures for Accounting Change. Prentice Hall, pp. 116-139. Gray, S.J. and Street D.L. (2002). Factors influencing the extent of corporate compliance with International Accounting Standards: summary of a research monograph) Journal of International Accounting, Auditing &Taxation, 11, pp. 51-76. IASB (2001) Use of IAS around the world) on the Internet as per 21.7.2001 (www.iasb.org.uk). IFAD. (2001) IAS/UK GAAP Comparison: A comparison between IAS and UK accounting principles, London: Financial Reporting Group of Ernst & Young, IASC and Ernst & Young (also at http://www.ifad.net). IFAD. (2002) GAAP 2001: A survey of national accounting rules benchmarked against International Accounting Standards, London: Andersen, and other firms (also at http://www.ifad. net).
Ο. Ε. Μοσχίδης -1. Ν. Φλρόπουλος 765 IFAD. (2003) GAAP Convergence 2002: A survey of national efforts to promote and achieve convergence with international financial reporting standards, London: BDO, Deloitte Touche Tohmatsu, and other firms (also at http://www.ifad.net). Inchausti, B. (1997). The Influence of Company Characteristics and Accounting Regulation On Information Disclosed by Spanish Firms! European Accounting Review, 6 (1), pp. 45-68. Mcnally, G., Eng, L. and asseldine, C. (1982). Corporate Financial Reporting in New Zealand: An Analysis of Users Preferences, Corporate Characteristics and Disclosure Practises for Discretionary Information! Accounting and Business Research, Winter, pp. 11-20. Meek, G.K. and Gray, S.J. (1989). Globalisation of Stock Markets and Foreign Listing Requirements: Voluntary Disclosures by Continental European Multinationals on the London Stock Exchange! Journal of International Business Studies. 20 (2), pp. 315-336. Meek, G.K., Roberts, C.B. and Gray, S.J. (1995). Factors Influencing Voluntary Annual Report Disclosures by U.S., U.K. and Continental European Multinational Corporations. Journal of International Business Studies, Third quarter, 26 (3), pp. 555-572. Singhvi, S. and Desai, H. (1971). 'An Empirical Analysis of the Quality of Corporate Financial Disclosure! The Accounting Review, January, 46 (1), pp. 129-138. Wallace, R. and Naser, K. (1995). Firm-Specific Determinants of the Comprehensiveness of Mandatory Disclosure in the Corporate Annual Reports of Firms Listed on the Stock Exchange of Hong Kong! journal of Accounting and Public Policy, 14 (4), pp. 311-368. Wallace, R., Naser, K. and Mora, A. (1994). The Relationship between the Comprehensiveness of Corporate Annual Reports and Firm Characteristics in Spain! Accounting and Business Research, 25 (97), pp. 41-53.