Σχόλιο στο άρθρο της Θ. Βεργοπούλου Απόπειρες µεταλλαγών του µη αναπαραστάσιµου στη θεραπεία Από το βιβλίο Μεταλλαγές Από τον θεωρητικό στοχασµό στην ψυχαναλυτική διαδικασία Εκ Καστανιώτη, 2000. Μεταφρ.. Τσαρµακλή Α. Σκούλικα Η Θ Βεργοπούλου πραγµατεύεται στο άρθρο που εξετάζουµε την τελική φάση µίας ανάλυσης, κατά την οποία το αναλυτικό ζεύγος µπόρεσε να προσεγγίσει ψυχικά υλικά εξαιρετικά δυσπρόσιτα, εξ αιτίας της µερικότητας και του κερµατισµού τους. 1.Το άρθρο ωθεί σε µια σχέση µε το αντικείµενο, εδώ το αναγνωστικό αντικείµενο, που συνάδει µε την υπόθεση υπέρ της οποίας επιχειρηµατολογεί. Ευνοείται λοιπόν µία σχέση µε το αντικείµενο, ψυχαναλυτικό ή αναγνωστικό, που επιτάσσει µία σχεδόν µικροσκοπική επικέντρωση στα φαινόµενα. Αυτή συνοψίζεται στην πρακτική του να εξετάζει κανείς από πολύ κοντά διακριτές µονάδες φαινοµένων, που αποµονώνονται µε αυτό τον σκοπό από το εσωτερικό ενός συνόλου, εν προκειµένω το κείµενο ή την εσωτερική πραγµατικότητα. Αν θέλει κανείς να κατανοήσει στ αλήθεια το φαινόµενο της πραγµατικότητας που έχει εµπρός του, χωρίς να βρεθεί παραπλανηµένος από την αυταπάτη ότι το κατανοεί, αυταπάτη που στηρίζεται στη χρήση ενός σώµατος γνώσεων, µε την µορφή (ταυτολογικών) στερεοτύπων κοινώς παραδεκτών, αλλά κατά βάθος κενών, µε τα οποία απλώς ονοµάζει το προς εξέταση φαινόµενο, χρειάζεται να επιτελέσει µια δύσκολη κίνηση πραγµατικής διείσδυσης σε έναν ξένο χώρο. Η γνώση ή «δεσµός Κ», 1
κατά Bion, σηµαίνει νοµίζουµε αυτό. εν είναι δε εφικτή στον ίδιο βαθµό για το α ή το β άτοµο, επειδή ακριβώς υπάρχουν διαφοροποιήσεις των ατόµων ως προς την ικανότητα τους να αντέχουν την µαταίωση που συνεπάγεται η διείσδυση αυτή, η έκθεση συνεπώς του Εγώ σε µια εµπειρία, που γίνεται σε έδαφος ξένο και ολισθηρό και ως εκ τούτου δεν διαθέτει ούτε απόλαυση, στην πρώτη και σηµαντικότερη φάση της, ούτε άµεση ναρκισσική απολαβή. Η διείσδυση για την οποία µιλούµε είναι µία εµπειρία που εκτυλίσσεται στο άγνωστο και το ανοίκειο. Επί πλέον, όταν πρόκειται για τον ψυχισµό αυτό το άγνωστο µπορεί να κρύβει νησίδες τραυµατικού και οδύνης, όπως συµβαίνει στην περίπτωση της Βερονίκ. Όταν ανοίγεται κανείς σε αυτόν τον χώρο -αφού θέσει την ερώτηση, µια ερώτηση που ως τότε δεν ήταν στο επίκεντρο, αλλά εκπροσωπούσε µια εκ των πολλών εκδοχών της εξερευνήσιµης πραγµατικότητας, µια ερώτηση της περιφέρειας λοιπόν, όπως τα αφώτιστα σηµεία του ονείρου, η ατονία της σκιαγράφησης των οποίων κρύβει ακριβώς τη σηµασία τους, - καταργεί κατακτηµένες ισορροπίες στη σχέση µε το αντικείµενο, οι οποίες είχαν έως τότε καλύψει τις ανάγκες για προσδιορισµό του αντικειµένου αυτού. Με τον τρόπο αυτό δηµιουργούνται ρήγµατα στην συνοχή της συγκεκριµένης σχέσης. Τα ρήγµατα αυτά υποχρεωτικά θα χαίνουν για ένα χρονικό διάστηµα µέχρι να επιτευχθεί η νέα οµοιοστασία και συνοχή. Αυτό δεν είναι εύκολο. Είναι πηγή οδυνηρής αστάθειας και αβεβαιότητας. Το κείµενο που εξετάζουµε απαιτεί και το ίδιο µια τέτοιου τύπου προσέγγιση. Αυτό ισχύει µάλλον για όλα τα κείµενα που διαθέτουν ψήγµατα αλήθειας και πραγµατικού. Είναι αδύνατον να προσεγγίσει κανείς την βαθύτερη ουσία των λεγοµένων της συγγραφέως χωρίς ένα διάβηµα που να περιλαµβάνει µια προσέγγιση από θέση αθωότητας. Το «χωρίς µνήµη» του Bion θα µπορούσε να εκπροσωπήσει µια τέτοια 2
τοποθέτηση. Θα προσθέταµε και «χωρίς το σύνολο του φορτίου των ήδη υπαρχουσών γνώσεων». 2.Για να γίνει κατορθωτό το επίτευγµα της µεταλλαγής των αναπαραστατικών περιεχοµένων που περιγράφει η συγγραφέας, χρειάσθηκε η Βερονίκ και η αναλύτρια να επιστρέψουν και να εµµείνουν σε περιοχές του ψυχικού οργάνου, που είχαν, εν τούτοις, ήδη επιµελώς «σαρωθεί» µε την εργασία που πραγµατοποιείτο επί 10 χρόνια. Στην περίπτωση αυτή εκείνο που ήταν προφανές, ότι δηλαδή η εργασία είχε ολοκληρωθεί, αναιρέθηκε και αναλύτρια και αναλυόµενη επανέκαµψαν για να επαναλάβουν την περιπέτεια της εξερεύνησης των ίδιων ψυχικών τόπων. Η επιστροφή και επικέντρωση σε στοιχεία που έµοιαζαν να έχουν υποστεί επεξεργασία υπαγορεύθηκε από την αρνητική θεραπευτική αντίδραση. Είχε αναδυθεί στην επιφάνεια εκείνο που όλοι φοβούνται και την οδύνη του οποίου προσπαθούν να αποφύγουν. Αναλύτρια και αναλυοµένη βρέθηκαν αντιµέτωπες µε ένα βίωµα οδύνης, ανάλογης µε εκείνη ενός «αβοήθητου και σε απόγνωση βρέφους». Είναι αυτό το τίµηµα της επίσκεψης σε χώρους περίκλειστους και µονωµένους για λόγους ασφαλείας. Ήταν η µορφή του µεταβιβαστικού βιώµατος προς το τέλος της ανάλυσης. Μια υπενθύµιση ότι υπήρχαν υλικά προς αναψηλάφηση, ανάπλαση, αναδόµηση, όπως περιγράφεται. 3.Πίσω από το βίωµα του βρέφους «σε απόγνωση» η αναλύτρια ανακαλύπτει, όπως αναφέρει, σωρεία θραυσµάτων αναπαραστάσεων, που «είχαν συγκολληθεί µε τέτοιο τρόπο που σχηµάτιζαν κάτι σαν συµπαγείς και δύσπεπτες σφαίρες οι οποίες έπρεπε να εκκενωθούν», κατά το σχήµα και πάλι του Bion. Μας παραπέµπουν σε στοιχεία της εµπειρίας, που χρειάζονται ειδική επεξεργασία για να γίνουν ορατά, ακριβώς την µικροσκοπική εξέταση που αναφέραµε στην αρχή του κειµένου µας. Η επεξεργασία αυτή ζητά, ειρήσθω εν παρόδω, να έχει πραγµατοποιήσει ο αναλυτής από την πλευρά του ανάλογη διείσδυση, 3
κατά την προσωπική του ανάλυση, σε δικούς του ψυχικούς χώρους υπερσυµπύκνωσης και κερµατισµού, που αλλιώς παραµένουν τυφλές κηλίδες (Guignard,1995), που καταπίνουν σαν άλλες µαύρες τρύπες το κρίσιµο υλικό. Και η συγγραφέας συνεχίζει «να εκκενωθούν ως στοιχεία βήτα.». Αιφνιδίως η διαύγεια χάνεται. Στο κείµενο εγκαθίσταται µια περιοχή συσκότισης. Ίσως επειδή η έννοια «στοιχεία βήτα» µπορεί να υποδεχθεί πληθώρα κατανοήσεων, ίσως επειδή δεν είναι εµπειρικό δεδοµένο, αλλά προϊόν µιας αφαιρετικής διεργασίας στην πορεία θεωρητικοποίησης του Bion, αισθανόµαστε ότι διακόπτεται η παράθεση του εµπειρικού υλικού που ήταν εύπεπτο και δηµιουργούσε νόηµα. 4.Με την εργασία µε τα θραύσµατα των παραστάσεων επιτυγχάνεται µια µετάπλαση τους, µια µεταλλαγή, η οποία οδηγεί σε εξοµάλυνση του βιώµατος της αναλυοµένης. Η αναλύτρια δίνει την εξήγηση της. Για να συµβεί αυτό χρειάσθηκε να υποστηρίξει τις αναπαραστατικές λειτουργίες της αναλυοµένης µε την δική της. Την δική της λειτουργία άλφα. Πρόκειται και πάλι για την γνωστή αφαίρεση του Bion. Όµως τι εννοεί εδώ η αναλύτρια; Τι στην λειτουργία της ευνόησε την αναδιοργάνωση του υλικού των αναπαραστάσεων της αναλυοµένης; Αντιλαµβανόµαστε ότι θα πρέπει να συνίσταται σε κάτι απτό, και ότι για να το προσεγγίσουµε, θα πρέπει να θέσουµε ερωτήµατα, µην θεωρώντας την έννοια «λειτουργία άλφα» δεδοµένη. Σκεπτόµαστε ότι λειτουργία άλφα εδώ είναι ίσως εκείνο στην αναλύτρια που διευκόλυνε αναλύτρια και αναλυοµένη να παραµείνουν µαζί τη δύσκολη στιγµή, για να σκεφθούν θέµατα ή κοµµάτια της εµπειρίας της αναλυοµένης, που είτε έµοιαζαν να έχουν χάσει την συναισθηµατική τους φόρτιση, σε ένα πλαίσιο οδυνηρής (αµυντικής) επιπέδωσης, είτε όταν την διατηρούσαν, αυτή έµοιαζε ανεξήγητα δυσφοριογόνος. Όλα αυτά τα υλικά έµοιαζαν να έχουν παγιδευθεί σε ένα συγχυτικό και 4
ακυρωτικό της διαφορετικότητας τους πλέγµα, υλοποιώντας στο ασυνείδητο επίπεδο κάτι σαν συνοθύλευµα. Στο συνειδητό εκδηλωνόταν µε µορφές που έτειναν να δείχνουν ότι δεν υπήρχε σύνδεση µεταξύ αυτών των στοιχείων και του ψυχισµού, ότι ήταν εξωτερική πραγµατικότητα. Μία σηµαντική εκδήλωση των σχηµατισµών αυτού του τύπου, και αρκετά ακατανίκητη, είναι ότι εµπνέουν αποθάρρυνση της επιθυµίας για ξεµπέρδεµα και κατανόηση, για την άσκηση δηλαδή για λογαριασµό τους των λειτουργιών της σκέψης. Είναι σαν το υλικό αυτό του ψυχισµού να βρίσκεται πολύ µακριά, και η δίοδος για την προσέγγιση του να είναι αποκοµµένη. Ένα παράδειγµα που δίνει η συγγραφέας γι αυτού του τύπου την παθολογική υπερσυµπύκνωση και µόνωση από το συναίσθηµα και την ψυχική διεργασία γενικότερα, είναι η περίπτωση των βιωµάτων, συναισθηµάτων και εντυπώσεων της αναλυοµένης σχετικά µε πολιτικές ιδεολογίες και πεποιθήσεις, καθώς και θρησκευτικές και εθνοτικές συγκρούσεις. Νοέµβριος 2005 5