52 Χρόνια ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΑΒΒΑΪΔΗ-ΜΑΝΩΛΑΡΑΚΗ ΠΑΓΚΡΑΤΙ : Φιλολάου & Εκφαντίδου 26 : Τηλ.: 2107601470 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 2012 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. Ο Παπαδιαμάντης εκτός από «αθεράπευτα ρομαντικός» είναι και «αθεράπευτα πολιτικοποιημένος» καθώς τα διηγήματά του δεν συνιστούν μόνο απλές ιστορίες αλλά εμπεριέχουν και προβληματισμούς που αφορούν τη συλλογική ζωή, την ευρύτερη κοινωνία. Να αποδείξετε ότι ισχύουν και οι δύο χαρακτηρισμοί με αναφορές στο κείμενο. Το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» που κυκλοφόρησε στα Παναθήναια το 1900 συγκαταλέγεται στα αυτοβιογραφικά διηγήματα της εφηβικής ηλικίας του Παπαδιαμάντη. Εκ πρώτης όψεως, το κείμενο συνιστά ένα ρεαλιστικό ηθογραφικό διήγημα που δεν παραλείπει να θίξει και κοινωνικά ζητήματα που αφορούν την ζωή στην επαρχία αλλά και την πόλη. Ωστόσο, παρουσιάζει έντονα τα κυριότερα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, καθώς μέσα στο έργο εμφωλεύουν δύο από τα βασικά θέματά του ο ανέφικτος έρωτας και ο προέχων ρόλος της φύσης. Συγκεκριμένα, ο αφηγητής, όντας πλέον προλύτης σε ένα δικηγορικό γραφείο των Αθηνών, πραγματοποιεί μια αναδρομή στο παρελθόν του και συνειδητοποιεί τις βασικές αιτίες που προκάλεσαν την παρούσα δυστυχία του. Ο πρώτος κοινωνικός προβληματισμός που καταδεικνύει είναι η απομάκρυνση από τον φυσικό τρόπο ζωής. Εξάλλου, οι παπαδιαμαντικοί ήρωες εξαρτώνται και επηρεάζονται από τη φύση. Η φύση είναι ο χώρος της ηθικής, της ξεγνοιασιάς και η αποκοπή αυτού του συνεκτικού κρίκου έχει ως επιτίμιο τη δυστυχία, τον πεσιμισμό και την αποστασιοποίηση από το «θείο». Χαρακτηριστικά, ο ασκούμενος δικηγόρος κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του καταλήγει στο συμπέρασμα-ευχή ότι αυτό 1
που επιθυμεί είναι να ξαναγίνει βοσκός στα σκιαθίτικα όρη (Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...). Μάλιστα αντιλαμβάνεται πως μοναδική «κληρονομιά» του αποτελούν δύο σχοινιά αυτό που έπνιξε την κατσίκα του αλλά και αυτό της παραβολής που θέλει ένα σκύλο δεμένο στην αυλή του αφέντη του, περιορισμένο ως προς τις κινήσεις του. Φυσικά, με αυτόν τον τρόπο υπονοεί τον δικό του περιορισμό, την καταπίεσή του από τον εργοδότη του αλλά και την εσωτερική σύγκρουση στην οποία βρίσκεται (Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον ως σχοίνισμα κληρονομίας δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει.) Επιπρόσθετα, ο Παπαδιαμάντης δια στόματος του αφηγητή διατυπώνει το κοινωνικό του σχόλιο εκφέροντας την άποψή του περί της κοσμικής μόρφωσης. Στο παρόν αφηγηματικό έργο η ανώτατη μόρφωση αντιμετωπίζεται επικριτικά και ειρωνικά. Επισημαίνεται δηλαδή πως οι υψηλές σπουδές δεν αποτελούν το μέσο για την κατάκτηση της ευτυχίας, καθώς μετατρέπουν τους ανθρώπους σε τεχνοκράτες και αποβάλλουν από το χαρακτήρα τους καθετί το νήπιο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο προλύτης διαπιστώνει ότι η μόρφωση δεν τον οδήγησε όπως περίμενε στην κατάκτηση ενός ανώτερου επιπέδου ζωής, αλλά ήταν η αφετηρία του «εγκλεισμού» του σε ένα γραφείο. Εις επίρρωσιν των παραπάνω, φέρνει στον νου του και τα λόγια του πατέρα Σισώη: «αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...» και κατανοεί ότι τα λίγα «κολλυβογράμματα» ήταν αρκετά για εκείνον. Ολοκληρώνοντας, την πολιτική θεώρηση του αποσπάσματος ο αναγνώστης σταχυολογεί και το σύντομο, αλλά εμφανές σχόλιο του αφηγητή αναφορικά με τις σχέσεις των ανθρώπων. Όταν αναπολεί τη στιγμή της διάσωσης, τη στιγμή δηλαδή που ήρθε σε επαφή με το σώμα της Μοσχούλας, νιώθει πως δεν επρόκειτο για μια ανούσια και φευγαλέα σαρκική επαφή. Καμία σχέση δεν είχε με τους «κυνέρωτες» και τις «λυκοφιλίες» που ήδη είχαν αρχίσει να διέπουν τον κοινωνικό ιστό. Τα συναισθήματά του ήσαν ανιδιοτελή και όχι αποτέλεσμα μιας ακόλαστης επιθυμίας ή ψεύδους. 2
Ωστόσο, το στοιχείο εκείνο που αναδεικνύει το έργο σε αριστούργημα είναι ο διάχυτος ρομαντισμός του. Το συναίσθημα κυριαρχεί, η φαντασία οργιάζει, τα πράγματα εξιδανικεύονται και η λογική ρέπει προς την ατονία. Το τοπίο μέσα στο οποίο διαδραματίζεται το περιστατικό της διάσωσης είναι ιδανικό. Η θάλασσα με τις χιλιάδες «δίνες» της, τους «στροβίλους» της αλλά και τους «άτακτους φλοίσβους» της αποτελεί το ονειρικό οπτικοακουστικό «θεατρικό» σκηνικό σε συνδυασμό με τα «κρημνώδη» βράχια. Ακόμα, οι ήρωες του περιστατικού περιγράφονται ιδανικοί. Στο παρόν απόσπασμα η θετή κόρη του κυρ Μόσχου έχει σώμα «αβρό, απαλό», είναι «όνειρο, πλάνη, γοητεία», είναι «φορτίον ευάγκαλον». Ίδιον του ρομαντικού συγγραφέα, Παπαδιαμάντη, είναι και η λόγια γλώσσα του, η καθαρεύουσα δηλαδή που ταξιδεύει ακόμα και σήμερα τον αναγνώστη σε στιγμές αλλοτινές, ρομαντικές, λυρικές. Η πληθώρα των σχημάτων λόγου μάλιστα επιτείνει έτι περισσότερο το λυρισμό του έργου. Μεταφορές (ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία), παρομοιώσεις (οιονεί κέρας), ασύνδετα σχήματα (τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος), επαναλήψεις (πάραυτα όμως ήμην/πάραυτα ανέδυν) αλλά και η εμμονή του Παπαδιαμάντη να τοποθετεί το επίθετο μετά το ουσιαστικό (μνήμα υγρόν, το φορτίον το ευάγκαλον) κάνουν το κείμενο να αναδίδει ρομαντικές μυρωδιές. Στην θεώρηση του ρομαντισμού εντός κάποιου κειμένου δε θα πρέπει κανείς να παραλείπει τη συνεισφορά των στοιχείων της θρησκευτικότητας αλλά και αυτών που αποτυπώνουν την εθνική ζωή. Αναλυτικότερα, οι αναφορές στην Αγία Γραφή (όπως η Γραφή λέγει) και τις παραβολές της, οι διδαχές του πατέρα Σισώη και «η εύνοια και το έλεος των καλογήρων» αποπνέουν ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ελληνική επαρχία και παράδοση. Η εθνική ζωή μάλιστα εγκωμιάζεται μέσα από αναφορές στην καθημερινή ζωή και τις συνήθειες απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Στο παρόν απόσπασμα η αλιεία παρουσιάζεται ως κάτι εντελώς φυσιολογικό, καθημερινό και 3
όχι αξιοπερίεργο (Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν τον σχηματίζοντα το δεξιόν οιονεί κέρας του κολπίσκου). Τέλος, ο ερωτισμός είναι διάχυτος σε όλο το έργο και κορυφώνεται τις στιγμές που ο αφηγητής περιγράφει τη γυναικεία μορφή και την αίσθησή της πάνω του, αλλά και όταν ανησυχεί για την τύχη της. Στα μάτια του τότε βοσκού η νεαρά, αν και χίμαιρα, είναι ιδεατή και ο ίδιος νιώθει τυχερός που κατόρθωσε έστω και για λίγο να την αγγίξει (ήμην ο άνθρωπος το ίδιον όνειρον του). Συνεπώς, ο αναγνώστης που πίσω από την ιστορία του νεαρού βοσκού που έγινε προλύτης εντοπίζει ψήγματα ρομαντισμού και κοινωνικο-πολιτικών προβληματισμών δε θα ήταν καθόλου υπερβολικός. 2. α) Πώς ερμηνεύεται τελικά ο τίτλος του κειμένου με βάση το παραπάνω απόσπασμα; Ποιο είναι το «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»; Ποιος ο ρόλος του στο παραπάνω έργο και στη ζωή του αφηγητή; Ο τίτλος του έργου «Όνειρο στο κύμα» γίνεται αντιληπτός, αφού αναγνώσει κανείς το διήγημα. Το όνειρο στο κύμα είναι το θεσπέσιο θέαμα του γυμνού κοριτσιού που κολυμπούσε μέσα στο φεγγαρόφως. Ο αφηγητής είδε τα μαύρα αλλά και ταυτόχρονα χρυσαφένια μαλλιά της κοπέλας, διέκρινε τους σχηματισμός των ποδιών της και μάντεψε τις καμπύλες του κορμιού της, καθώς η ολόγιομη σελήνη πλαισίωνε το ονειρικό σκηνικό. Ο νεαρός βοσκός, όμως, υπέκυψε στον πειρασμό, παράκουσε τις συμβουλές των πνευματικών του πατέρων και θαύμασε την κοπέλα «χάσκων εν εκστάσει». Την εικόνα αυτή την είχε πάντα μέσα του και την επανέφερε στη μνήμη του συχνά (η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις). Αυτό το περιστατικό όμως ήταν καθοριστικό για τη ζωή του, διότι τον αποτράβηξε από το στόχο ζωής του. Μαγνητίστηκε από το πάθος και κυριεύτηκε από τον πειρασμό, αντί να υπακούσει στις θρησκευτικές νουθεσίες. Έτσι, ποτέ δεν εκπλήρωσε το όνειρό του να γίνει κληρικός, αν και θα έπρεπε να στραφεί στο μοναχισμό εξαιτίας αυτού του ονείρου δηλαδή, να περάσει την υπόλοιπή του ζωή «εν μετανοία», ώστε να εξιλεωθεί για εκείνη τη στιγμιαία έλλειψη ψυχικού 4
σθένους. Μάλιστα, αφού γνώρισε τους εγκόσμιους πειρασμούς θα έβρισκε λύτρωση στο μοναχισμό. Όμως, ούτε κληρικός ούτε μοναχός έγινε. Παρέμεινε λαϊκός, μορφώθηκε, αποτραβήχτηκε από το φιλόξενο καταφύγιο της φύσης και έγινε ένας «στριμωγμένος» αστός. Η μόνη του λύτρωση μέσα σε αυτήν την ειρκτή της πόλης είναι η αναπόληση αυτού του ονείρου που έστω και για λίγα λεπτά της καθημερινότητας τον καθιστά ικανό να μεταρσιωθεί πάνω από τις καταπιεστικές συνθήκες ζωής. β) Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ευχής «Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...» και πώς συνδέεται με τη φράση «Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα» ; Ο δυστυχής προλύτης κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του επισημαίνει ότι τα γράμματα που έμαθε και τα διαβάσματά του τον απομάκρυναν από το στόχο του, δηλαδή τη σωτηρία της ψυχής και την αρμονία που θα του προσέφερε το μοναχικό σχήμα. Έτσι, προσεγγίζει ειρωνικά και απαξιωτικά την κοσμική μόρφωση (ήταν επόμενον!). Η μόρφωση, η αστική ζωή και ο «πολιτισμένος» βίος τον παρέσυρε μακριά από το θεό και την αγνότητα. Οι δυτικές αξίες, δηλαδή, που για άλλους αποτελούν αφετηρία του πολιτισμού γι αυτόν είναι τα μιαρά ερείσματα μιας διεφθαρμένης ζωής. Τα λίγα «κολλυβογράμματα» που ο πρώτος δάσκαλος, ο πατέρας Σισώης, του είχε μάθει ήσαν αρκετά, ώστε να αφουγκραστεί τον κόσμο χωρίς να εξοβελίσει την ηθική και την αγνότητά του. Γι αυτό άλλωστε και στην κατακλείδα του έργου του (Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...) μετέρχεται την τεχνική του σχήματος «κύκλου». Επειδή βιώνει ένα ασφυκτικό παρόν, νιώθει πώς η μοναδική του διέξοδος, αν και ανέφικτη πια είναι η φυγή στο παρελθόν. Το επιφώνημα «Ω», το θαυμαστικό, αλλά και τα αποσιωπητικά υπερτονίζουν τη συναισθηματική του πόλωση και το αδιέξοδό του. Η μοναδική λύση, λοιπόν, για την παγίδευσή του στην καταπίεση είναι η αναδρομή στο παρελθόν και η αναπόληση της ευτυχισμένης εφηβείας, τότε που τα σύνορα υπήρχαν, για να καταπατώνται. 5
3. Να εντοπίσετε ένα σημείο στο κείμενο όπου παρατηρείται η τεχνική της επιβράδυνσης και ένα σημείο όπου παρατηρείται η τεχνική της επιτάχυνσης (οι επιλογές σας πρέπει να δικαιολογηθούν πλήρως). Ποιος είναι ο ρόλος των δύο τεχνικών στο κείμενο; Ο αφηγητής παρακολουθώντας σε απόσταση πέντε οργυιών τη βάρκα να πλησιάζει προς το μέρος του κοριτσιού, επιδεινώνοντας την ταραχή της, βάζει τέλος στο δίλημμά του. Μέχρι πριν αναρωτιόταν αν πρέπει να τη σώσει ή να το βάλει στα πόδια αποσοβώντας τον κίνδυνο να γνωρίσει τον κοινωνικό στιγματισμό. Η δεύτερη κραυγή αγωνίας όμως της κοπέλας τον κάνει «πάραυτα» να βουτήξει από το βράχο. Πριν φτάσει όμως στο κορίτσι, βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει το βυθό της θάλασσας και την εικόνα που του προκαλεί η θέα του. Το βάθος του νερού ήταν πάνω από «δύο αναστήματα», ο πυθμένας ήταν «αμμόστρωτος», «ελεύθερος βράχων και πετρών», άρα και ακίνδυνος για τον ήρωα. Η περιγραφή αυτή (το βάθος του νερού αφρόν του κύματος) λειτουργεί ως επιβράδυνση στο κείμενο η οποία απομακρύνει για λίγο το ενδιαφέρον και την ένταση από την επικινδυνότητα της κατάστασης της Μοσχούλας. Μάλιστα, βοηθά για λίγο στη χαλάρωση από την προϊούσα φόρτιση αλλά εντείνει και την αγωνία και το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την εξέλιξη. Εκτός όμως από αυτήν την επιβράδυνση, στο έργο παρατηρείται και μια επιτάχυνση. Στο στοχαστικό επίλογο του έργου ο ώριμος αφηγητής επανέρχεται από τη μακρά αναδρομή και αφήγησή του. Με μια σύνοψη-περίληψη των γεγονότων στα οποία αναφέρονται τα όσα σχετίζονται με την αίγα-μοσχούλα αλλά και την επίδραση του γεγονότος του πνιγμού της κατσίκας στον ψυχισμό του (η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα θυσίαν προς χάριν της), διανύει το ενδιάμεσο διάστημα και φτάνει στο σήμερα με εξαιρετική συντομία. Από το παρόν κάνει για μια ακόμα φορά αναδρομή στο παρελθόν και παρουσιάζει τα όσα έχουν σχέση με τη δική του ζωή συνοπτικά (Κι εγώ έμαθα γράμματα ήτον επόμενον!). Κυρίαρχη λοιπόν στην τελευταία ενότητα είναι η προσπάθεια σύνοψης του χρόνου που πραγματοποιείται με την επιτάχυνση των γεγονότων σχετικά με τη μετέπειτα από το 6
συμβάν ζωή της Μοσχούλας και την παράλειψη γεγονότων που αφορούν τη δική του ζωή. Ο λόγος που συντελείται αυτή η επιτάχυνση είναι για να αναδειχθεί η ταχύτητα με την οποία δρομολογήθηκαν οι αλλαγές στη ζωή του αφηγητή. Από ηθικός έγινε ανήθικος, από βοσκός έγινε προλύτης και από νήπιος κατέστη αλλοτριωμένος. Με την επιτάχυνση, τέλος, αποσιωπούνται πληροφορίες που δεν είναι απαραίτητες για τη στοχοθεσία του έργου. 4. «Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως σχοίνισμα κληρονομίας δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει.» Να σχολιάσετε το νοηματικό περιεχόμενο της παραπάνω παραγράφου σ ένα κείμενο των 200 250 λέξεων. (Στην απάντησή σας, να μην αμελήσετε να αναφέρετε για ποια παραβολή κάνει λόγο ο συγγραφέας) Η Μοσχούλα-κατσίκα αλλά ταυτοχρόνως και ο αφηγητής χαρακτηρίζονται από το «σχοίνιασμά» τους. Ο κυριολεκτικός πνιγμός της κατσίκας διαδραματίζεται τη στιγμή που ο αφηγητής απολαμβάνει τη φυσική ομορφιά. Η πράξη του όμως αυτή αποτέλεσε το εφαλτήριο για τη δική του υποταγή, το τέλος για τη φυσική ζωή και το θάνατο της αγνότητας. Έτσι, λοιπόν, το σχοινί της κατσίκας δρα αλληγορικά. Το σχοινί σηματοδοτεί οτιδήποτε τον πνίγει και οτιδήποτε τον κάνει να ασφυκτιά στην περιορισμένη πόλη. Είναι αυτό που τον παγιδεύει στον πειρασμό χαράσσοντας στενά όρια δράσης. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, όμως, ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί, για να εκφράσει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του ήρωα, και τη γλώσσα της γραφής με την αλληγορική της χροιά. Ανατρέχει σε μια παραβολή της Παλαιάς Διαθήκης (Παροιμιών Ζ, 22), όπου δίνονται συμβουλές στους νέους για την αντιμετώπιση του σαρκικού πειρασμού και την αποφυγή της ερωτικής πλάνης από τη γυναίκα. Το 7
σχετικό χωρίο περιγράφει πώς ένας άνδρας παγιδεύεται στη σαγήνη μιας μοιχαλίδας γυναίκας, όπως ακριβώς πηγαίνει το βόδι στη σφαγή και το σκυλί στα δεσμά του. Κατ αναλογία ο σκύλος της παραβολής είναι δεμένος και ανελεύθερος αλλά και ο αφηγητής εγκλωβισμένος στα βρόχια του ονείρου. Συνεπώς, κατσίκα, σκύλος και ήρωας εν αγνοία τους παγιδεύτηκαν και αδυνατούν να ξεφύγουν. Άρα το σχοινί της Μοσχούλας και του σκύλου είναι η κληρονομιά (σχοίνισμα κληρονομίας) που αποκόμισε ο αφηγητής μετά την ονειρώδη εμπειρία του να είναι δηλαδή τοποθετημένος μακριά από τη μακαριότητα, εντός των δεσμεύσεων και των συμβιβασμών. 5. Ο αφηγητής του ποιήματος βιώνει ένα δυνατό ερωτικό συναίσθημα. Το βίωμα μάλιστα, είναι τόσο δυνατό, τόσο «ονειρικό» που το εξομολογείται στα βουνά, στα σύννεφα και στις πηγές. Όμως, η φύση τον προειδοποιεί Να παρουσιάσετε σ ένα σύντομο κείμενο, συγκριτικά με το «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ», πώς οι αφηγητές των δύο έργων βιώνουν και περιγράφουν το όνειρό τους, τον έρωτά τους. Κατόπιν να εξηγήσετε ποιες είναι αυτές οι «φωνές» που τους συγκρατούν ώστε να μην παρασυρθούν από την παράφορη ερωτική μανία. Τι είναι αυτό που τους κρατά «δεμένους» στην πραγματικότητα; Ποια είναι η ερμηνεία που λανθάνει πίσω από τα δύο αλληγορικά έργα; (Η σχετική με το «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ» απάντησή σας, πρέπει να περιοριστεί στο δοθέν απόσπασμα και όχι στις ευρύτερες κειμενικές σας γνώσεις) Από πολύ παλιά ο άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι πολλές από τις φαντασιώσεις του είναι χιμαιρικές και ανέφικτες. Κατάλαβε, δηλαδή, ότι κάποια όνειρα μένουν για πάντα όνειρα. Αυτή του τη διαπίστωση τη διατυπώνει συχνά σε κάθε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης και πολύ περισσότερο στη λογοτεχνία. Η τελευταία βρίθει έργων που έχουν ως θέμα «το στραγγάλισμα» των επιθυμιών, ειδικά όταν αυτές είναι ερωτικές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και τα έργα «Μιλώ για σένα» του Θ. Παπακωνσταντίνου και το «Όνειρο στο κύμα» του Αλ. Παπαδιαμάντη. 8
Ο αφηγητής του «Μιλώ για σένα» βιώνει ένα παράφορο έρωτα που τον καθιστά ικανό να συνδιαλέγεται με τη φύση και τα στοιχεία που την απαρτίζουν. Συγκεκριμένα, ανοίγει διάλογο με τα βουνά που λόγω του ύψους τους κανείς δεν μπόρεσε να τα πατήσει. Τους εξομολογείται πως το αντικείμενο του ερωτικού του πόθου είναι πανέμορφο. Τα γοητευτικά του φρύδια του είναι τοξωτά σαν τα χιλιάδες ελληνικά, πέτρινα γεφύρια (Μιλώ με τα ψηλά πέτρινα γεφύρια). Κατόπιν, απευθύνεται στα μαύρα, ουράνια σύννεφα και τους μιλά με θαυμασμό για τον έρωτά του. Το ποιητικό «εσύ» έχει περπάτημα γλυκό που μπορεί με τρόπο ανεξήγητο να γονιμοποιήσει ακόμα και τα άγονα εδάφη (Μιλώ με τ ουρανού η στέρφα γη ανθίζει). Ολοκληρώνοντας, ο αφηγητής αποστρέφεται στις μοναχικές πηγές και τους εξηγεί πως όταν ακούει το «σ αγαπώ» και πως όταν δέχεται ένα κοίταγμα μονάχα, μαγικές δυνάμεις ενεργοποιούνται οι άγγελοι φτερουγίζουν. (Μιλώ με τις πηγές αγγέλοι φτερουγίζουν). Ωστόσο, η φύση αντιμετωπίζει τον αφηγητή όπως η μητέρα το παιδί. Μέσω των στοιχείων της του δίνει συμβουλές, για να μετριάσει τον πόνο του, όταν θα καταλάβει ότι ο έρωτάς του υπήρξε άτοπος. Αναλυτικότερα, τα βουνά με ανθρώπινη φωνή μιλούν στον ήρωα και του εξηγούν πως ακόμα και τα τοξωτά γεφύρια χορταριάζουν και γίνονται δύσβατα, απάτητα, αφιλόξενα για τους περαστικούς (Και μ απάντησαν: /"Τα γεφύρια χορταριάζουν. /Άμοιρη ψυχή μη ξεγελαστείς"). Εν συνεχεία, τα μαύρα σύννεφα εμποτισμένα με τη σοφία της ανθρώπινης φύσης δεν ενθουσιάζονται από τα εγκωμιαστικά λόγια του αφηγητή. Ξέρουν πως, αν η γη θελήσει να ανθίσει θα το επιτύχει και δεν θα είναι αποτέλεσμα του γλυκού, «γονιμοποιού» περπατήματος (Και μ απάντησαν: /"Η γη ανθίζει εκεί που θέλει. /Άμοιρη ψυχή μη ξεγελαστείς"). Οι πηγές με τη σειρά τους διαθέτοντας όλο το απόσταγμα της γνώσης εξηγούν στο ποιητικό «εγώ» πως οι άγγελοι που βλέπει είναι φάσματα, είναι χάρτινοι. (Και μ απάντησαν: /"Είναι χάρτινοι οι αγγέλοι. /Άμοιρη ψυχή μη ξεγελαστείς"). Από την άλλη, στο «Όνειρο στο κύμα» ο δεκαοκταετής νάρκισσος βοσκός γνωρίζει τον πρώτο του νεανικό έρωτα. Το αντικείμενο του πόθου είναι η νεαρά, αρχοντικής γενιάς (γεγονός που την καθιστά ακόμη πιο ακριβοθώρητη), Μοσχούλα. 9
Ο ήρωας έχει την τύχη μια μέρα του Αυγούστου να την δει να κολυμπά στα μελιχρά νερά της Σκιάθου. Μάλιστα, «έχει την τύχη» να κινδυνεύσει η κοπέλα και να χρειαστεί να σπεύσει προς τη διάσωσή της. Εντός ολίγων στιγμών έφτασε κολυμπώντας κοντά της και άρπαξε στην αγκαλιά του το πανέμορφο σώμα εκείνης που μέχρι τότε θαύμαζε μόνο από μακριά. Σαν από μηχανής θεός την έκλεψε από τα χέρια του θανάτου (είδα το εύμορφον και ανήλθον). Η χλιαρή ανάσα της Μοσχούλας στο μάγουλο του βοσκού-διασώστη ήταν αρκετή να του εμπνεύσει ανακούφιση αλλά και ένα μυστηριώδη πολλαπλασιασμό των δυνάμεών του ώστε να τη μεταφέρει μα ασφάλεια στη ξηρά (καθώς την είχα περιβάλει επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως). Η καρδιά του μεστή από αυτοθυσία και ανιδιοτέλεια πλημμύρισε με το ερωτικό συναίσθημα. Σε κατάσταση έκστασης βιώνει ένα ονειρικό πλάνο και γοητευτικό παραλήρημα. Η επαφή με το άγνωστο μέχρι τότε γυναικείο κορμί ήταν αιθέρια. Το βάρος της νεαράς ήταν αμελητέο μπροστά στην ερωτική «νεροποντή» (Επί πόσον εβάσταζον το βάρος εκείνο ). Η ονειρώδης αυτή εμπειρία όμως για τον νεαρό ήταν ένα αμάρτημα που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπλύνει, που δεν μπόρεσε να το σβήσει, ώστε να ακολουθήσει το δρόμο του Κυρίου. Δύο είναι οι φωνές εκείνες που θέλουν να τον προστατέψουν από τον κίνδυνο της απογοήτευσης. Η πρώτη φωνή, είναι η φωνή της συνείδησής του. Αυτή του φωνάζει να φύγει και να μην πέσει μέσα στη θάλασσα, για να σώσει την κοπέλα. Σαν άλλη Κασσάνδρα, του επισημαίνει πως η απόλαυση αυτή θα σημάνει την παντοτινή δυστυχία του (Και εσκεπτόμην να τρέξω και να φύγω). Η δεύτερη φωνή είναι εκείνη του ομοιοπαθούς πατέρα Σισώη. Ο πρώτος δάσκαλος του ήρωα τον είχε προειδοποιήσει πως, αν ήθελε να γίνει καλόγερος, δεν έπρεπε να βγει από το μοναστήρι. Αυτή του η επιλογή, όχι μόνο δεν τον έφερε κοντά στο Θεό, αλλά αντίθετα τον κράτησε μια για πάντα μακριά Του (Ορθώς έλεγεν έξω από το μοναστήρι). Τώρα πια η σκληρή πραγματικότητα της Αθήνας τον καθιστά δέσμιο και του υποδεικνύει πως μάλλον έπρεπε να είχε ακούσει εκείνες τις φωνές. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι τα δύο κείμενα εκτός από τις ομοιότητές τους έχουν να επιδείξουν κι ένα αλληγορικό μήνυμα: ο άνθρωπος έχει την τάση να στοχεύει ψηλά, ακόμα και πέρα από την ανθρώπινη φύση και συνεχίζει 10
να το κάνει παρά τις σωφρονιστικές υποδείξεις των οικείων. Δεν αργεί όμως η στιγμή που επέρχεται η απογοήτευση και η ματαίωση των υψηλών στόχων. Αυτή είναι άλλοτε παροδική και ανεπαίσθητη και άλλοτε οδυνηρή, ικανή να ακυρώσει τους πόθους για μια ευσεβή ζωή. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ: ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ε. ΧΑΤΖΗΛΑΜΠΡΟΣ 11