Τράπεζα θεμάτων Αρχαία Κατεύθυνσης Β Λυκείου GI_V_AEGP_0_17140 Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Β. 1. Έτσι μοιράστηκα με τον αδερφό μου (την πατρική περιουσία) ώστε να παραδέχεται εκείνος ότι πήρε μεγαλύτερο μέρος συγκριτικά μ εμένα, από την πατρική περιουσία, και σε όλους τους άλλους ανεξαιρέτως έτσι έχω συμπεριφερθεί στη ζωή μου ώστε ποτέ μέχρι τώρα να μην υπάρξει κανένα παράπονο ανάμεσα σε εμένα και κανέναν άλλο. Και τις ιδιωτικές μου υποθέσεις (ή τα θέματα του ιδιωτικού μου βίου) έτσι έχω διευθύνει σχετικά με τη δημόσια ζωή μου νομίζω ότι είναι για μένα πολύ μεγάλη απόδειξη της δικής μου τιμιότητας, ότι όσοι από τους νεώτερους
συμβαίνει να χάνουν τον καιρό τους σε ζάρια ή σε γλέντια ή σε τέτοιου είδους ασωτίες θα δείτε ότι όλοι αυτοί είναι εχθροί μου και ότι διαδίδουν πάρα πολλές ψευδείς φήμες για μένα και λένε (πάρα πολλά) ψέματα. Β. 2. Η απλότητα του ύφους, η καθαρή και ακριβής έκφραση, για την οποία ο Λυσίας χαρακτηρίστηκε ως τῆς Ἀττικῆς γλώττης ἄριστος κανών, σε συνδυασμό με τη βραχυλογία που συνίσταται στη σύντομη και περιεκτική φράση, αποτελούν τις βασικότερες αρετές του λυσιακού ύφους και συνθέτουν τη μεγαλύτερη αρετή του, την χάριν. Έτσι η χάρη και η πειθώ του λόγου τον καθιστούν χαριτωμένο και απολαυστικό. Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς (Λυσίας 11) πολύ εύστοχα αναφέρει ότι τὸ ἡδέως καὶ κεχαρισμένως καὶ ἐπαφροδίτως γράφειν (= η ευχάριστη και χαριτωμένη και κομψή γραφή) είναι γνώρισμα μόνον του Λυσία, ενώ το εὖ γράφειν είναι χαρακτηριστικό και άλλων ρητόρων. Δίκαια λοιπόν ο Λυσίας χαρακτηρίζεται ως ο διαπρεπέστερος λογογράφος της αρχαιότητας και το έργο του μεγάλης ιστορικής και αισθητικής αξίας. Β. 3. Με τις φράση ἐν μὲν τοῖς ἄλλοις ἀγῶσι ο Μαντίθεος εννοεί και κάποιους άλλους δικαστικούς αγώνες που υπήρχαν εκτός από τη δοκιμασία. Πρόκειται για δικαστικούς αγώνες που ανήκουν στο αστικό ή ποινικό δίκαιο. Με τη φράση ἐν δὲ ταῖς δοκιμασίαις αναφέρεται στο θεσμό της δοκιμασίας των αρχόντων, αιρετών και κληρωτών. Η δοκιμασία ήταν ένας εξονυχιστικός έλεγχος των ενεργειών, των πράξεων και της ζωής του δοκιμαζόμενου. Συνήθως οι άρχοντες και όσοι προορίζονταν να αναλάβουν ανώτερα αξιώματα υποβάλλονταν σε δοκιμασία. Έπρεπε να μην υπάρχει αμφιβολία για το ποιόν των βουλευτών, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, γι αυτό όποιος πολίτης είχε αντίθετη άποψη για την εκλογή κάποιου, είχε το δικαίωμα να το εκφράσει και να το αποδείξει. Με αυτόν τον τρόπο εμποδίζονταν οι ανάξιοι και όσοι θα έβλαπταν την αθηναϊκή δημοκρατία. Η δοκιμασία είναι συνυφασμένη με τη δημοκρατία, γιατί γεννήθηκε στα πλαίσια αυτής με σκοπό να τη διαφυλάξει και να την προστατέψει. Μέσα από αυτή τη διαδικασία επιχειρούνταν η εξέταση της καταλληλότητας του κάθε πολίτη για την ανάληψη αξιώματος. Αν κάποιος πολίτης είχε αντίθετη άποψη για την εκλογή κάποιου, είχε το δικαίωμα να
του απευθύνει κατηγορία, την οποία εκείνος με τη σειρά του μπορούσε να αντικρούσει. Δεν ήταν λοιπόν η δοκιμασία μια τυπική και συνοπτική διαδικασία αλλά μια λεπτομερής και χρονοβόρα διαδικασία από τις άλλες δίκες κι είχε ως κύριο σκοπό να διαπιστωθεί αν ο δοκιμαζόμενος ήταν άξιος για το λειτούργημα για το οποίο είχε εκλεγεί. Οι Αθηναίοι πίστευαν ότι διασφαλίζονταν κατά τον καλύτερο τρόπο η δημοκρατία, αν στα ανώτερα αξιώματα της πόλης βρίσκονταν άνδρες συνετοί, αφιλοκερδείς που απέβλεπαν στο κοινό και όχι στο προσωπικό τους συμφέρον. Γενικά οι άψογοι και άριστοι πολίτες θεωρούνταν εγγύηση για τη δημοκρατία, διότι εξασφαλιζόταν έτσι η σωστή λειτουργία της κοινωνίας. Οι Αθηναίοι πίστευαν ότι ο κρατικός λειτουργός έπρεπε να είναι άτρωτος ηθικά, γιατί ο πολίτης με μειωμένη ηθική συνείδηση υποκύπτει πιο εύκολα σε πειρασμούς και παρανομίες. Έπρεπε λοιπόν να είναι υπόδειγμα ανθρώπου, να ενσαρκώνει αξίες ανθρωπισμού και δικαιοσύνης Με τη διάκριση αυτή υπενθυμίζει στους βουλευτές ότι δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη δίκη και ότι δεν έχουν μπροστά τους έναν συνηθισμένο κατηγορούμενο, που διέπραξε κάποιο αδίκημα. Πρόκειται για τη δοκιμασία ενός δημόσιου προσώπου. Ενώ στους άλλους δικαστικούς αγώνες ο κατηγορούμενος απολογείται μόνο για τις κατηγορίες που του έχουν απαγγείλει, σε αυτή τη δοκιμασία πρέπει να απολογηθεί για όλη του τη ζωή και να αποδείξει ότι είναι σωστός, ενάρετος και ηθικός. Εξαίρει τη σημασία που έχει για τη δημοκρατία ο θεσμός της δοκιμασίας, αφού επιβραβεύει την αξιοκρατία στην ανάδειξη των αρχόντων. Συνεπώς η ίδια η φύση της δοκιμασίας τον δεσμεύουν ηθικά και νομικά ώστε να μιλήσει για όλη του τη ζωή. Προσπαθεί να δημιουργήσει ευνοϊκό κλίμα απέναντι του και προετοιμάζει το έδαφος για το επόμενο θέμα της απολογίας του που αφορά την ιδιωτική και δημόσια ζωή του προκειμένου να αποδείξει ότι οι κατηγορίες είναι άδικες, αβάσιμες και αστήρικτες. Β. 4. Ο Μαντίθεος αφού στις προηγούμενες παραγράφους μας μίλησε για την υποδειγματική συμπεριφορά του προς τους οικείους του και προς τους συμπολίτες του, έρχεται σε αυτές τις παραγράφους να μας παρουσιάσει το δημόσιο βίο του προσκομίζοντας μάλιστα αποδείξεις. Το σχήμα αντίθεσης τὰ μὲν ἲδια - περὶ δὲ τῶν κοινῶν, εμφατικά τονίζει τη μετάβαση στο δημόσιο επίπεδο. Στην παράγραφο 11 με τη φράση «ὅτι τῶν νεωτέρων ὅσοι περὶ ἐμοῦ», τονίζει ότι η αξιοπρέπεια του αποτελεί εγγύηση για το
αξίωμα του και τη σωστή διαχείριση των υποθέσεων της πόλης. Ο Μαντίθεος δηλώνει ότι είναι έντιμος, αξιοπρεπής, ηθικός και δεν έχει καμία σχέση με τους νέους της εποχής του που συχνάζουν σε καπηλειά και κυβευτήρια. Οι παρέες του ήταν κόσμιες σε αντίθεση με πολλούς νέους της εποχής του που έχαναν τον χρόνο τους σε ακόλαστες συνήθειες. Ο ίδιος αποδίδει στον εαυτό του την αρετή της επιείκειας, δηλαδή της πραότητας και της κοσμιότητας του χαρακτήρα, θυμίζοντάς μας τη φράση που είχε αναφέρει στο προοίμιο, στην παράγραφο 3 «καὶ περί τὰ ἂλλα μετρίως βεβιωκώς». Η συμπεριφορά του Μαντίθεου στη δημόσια ζωή γίνεται πιο κατανοητή αν την συγκρίνουμε με τον τρόπο ζωής των αντιπάλων του. Αυτοί διασκεδάζουν σε κακόφημα μέρη, παίζοντας ζάρια (κύβους), πίνοντας ποτά (πότους) ή κάνοντας παρέα με κοινές γυναίκες (ἀκολασίαι). Οι άνθρωποι που σύχναζαν σε αυτά τα κακόφημα μέρη συνήθιζαν να διασπείρουν ψευδείς και συκοφαντικές πληροφορίες εις βάρος έντιμων πολιτών. Εκείνος δε συμμετέχει σε ασωτίες όπως οι κατήγοροί του και για αυτό το λόγο κινεί το φθόνο και προκαλεί τη συκοφαντία τους. Αν πήγαινε και εκείνος σε αυτά τα μέρη θα είχε καλές σχέσεις μαζί τους και έτσι δε θα εμφανίζονταν ποτέ ως κατήγοροί του. Η παράγραφος 11 αποτελεί ένα ψυχολογικό επιχείρημα που εντοπίζεται στον υποθετικό λόγο του μη πραγματικού «εἰ τῶν αὐτῶν ἐπεθυμοῦμεν, οὐκ ἂν τοιαύτην γνώμην εἶχον περὶ ἐμοῦ». Στο σημείο αυτό φαίνεται η ανωτερότητα του Μαντίθεου απέναντι στους κατηγόρους του. Αυτό το πολύ εύστοχο επιχείρημα στηρίζεται στην παλιά παροιμία «ὃμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», δηλαδή ο όμοιος τον όμοιο πάντα γυρεύει. Από τη στιγμή λοιπόν που αυτοί ψεύδονται και τον κακολογούν, δεν είναι όμοιος τους, γιατί αν ήταν ίδιος με τους νέους της εποχής του δεν θα τον κακολογούσαν. Ο Μαντίθεος λοιπόν εντάσσει τους κατηγόρους του και στην κατηγορία των ανθρώπων που είναι κακόβουλοι, μυθοπλάστες, ψεύδονται και κατασυκοφαντούν τους τίμιους πολίτες. Επίσης με την αναφορά αυτή προσπαθεί να επηρεάσει τους βουλευτές θετικά προς αυτόν και αρνητικά προς τους κατηγόρους του, οι οποίοι ανήκουν στην κατηγορία των πολιτών που είχε αυτή την άπρεπη και ανήθικη συμπεριφορά. Με τον τρόπο λοιπόν που προβάλει ο Μαντίθεος το ήθος των κατηγόρων του, τους μειώνει στα μάτια των βουλευτών, συμβάλλοντας έτσι και στον κλονισμό της εναντίον του κατηγορίας.
Β. 5.α. λόγος δόσις ποιητής νομεύς ὁμολογία Β. 5.β. πλείω, ἀγῶσι, κατηγορημένων, δοκιμασίαις, οὐσίας Επιμέλεια: Καραμούζη Παπαδημητρίου Κατερίνα