ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟΒΙΤΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚ ΚΑΪΝΑΡΤΖΗ (1699-1774)

Σχετικά έγγραφα
Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

Ανατολικο ζητημα κριμαϊκοσ πολεμοσ. Μάθημα 4ο

Κεφάλαιο 5 (σελ ) Η επανάσταση στα νησιά του Αιγαίου

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Κεφάλαιο 9. Η εκστρατεία του ράµαλη ερβενάκια (σελ )

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Κεφάλαιο 12. Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου - ο ιονύσιος Σολωµός (σελ )

18 ος 19 ος αι. ΣΟ ΑΝΑΣΟΛΙΚΟ ΖΗΣΗΜΑ. «Σώστε με από τους φίλους μου!»

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

Το τέλος της Επανάστασης και η ελληνική ανεξαρτησία (σελ )

Τοµπάζης /Τουµπάζης - Γιακουµάκης

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )


Να δώσετε το περιεχόµενο των παρακάτω όρων: α. Οργανικός νόµος 1900 β. Συνθήκη φιλίας και συνεργασίας γ. «Ηνωµένη αντιπολίτευσις»

«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

Ενότητα 19 - Από την 3η Σεπτεμβρίου 1843 έως την έξωση του Όθωνα (1862) Ιστορία Γ Γυμνασίου

Κεφάλαιο 1. Από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεµο του 1897 στον Μακεδονικό Αγώνα (σελ )

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Ένοπλη αντιπαράθεση στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια ( ) Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του

Η μετάκληση του Βενιζέλου στην Αθήνα και οι επιπτώσεις στο Κρητικό Ζήτημα

ΕΛΠ 11 - ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ onlearn.gr - ελπ - εαπ. Το κράτος που ανέλαβε ο Αλέξανδρος ( 336 πΧ) ήταν στρατιωτικά έτοιμο να εισβάλει στην Περσία Ο Αλέξανδρος συνέχισε

2 ο Γυμνάσιο Μελισσίων Σχολικό έτος: Τμήμα: Γ 2 Μάθημα: Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία. Επιμέλεια παρουσίασης: Μαμίτσα Μαρία, Μάστορα Βεατρίκη

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, ΒΙΒΛΙΟ 3 ο,70 (1,2)

Το τζαμί Αραπζάρ (προηγουμένως Σταυρός του Μισιρίκου) φραγκοβυζαντινή εκκλησία παρά την Εκκλησία Φανερωμένης σε φωτογραφία όπως

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΟΤΗΤΕΣ 27/28/29/30

Ενότητα 10 Ελληνική επανάσταση και Ευρώπη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ. ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Χρονολογικό πλαίσιο: 17ος-18ος αι.

Βενετοί Μέρος Κωνσταντινούπολης + νησιά + λιμάνια Αιγαίου, Ιονίου

Φιλικές σχέσεις και συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και τους Ρώσους Α. Οι Βούλγαροι α μέρος

Ενότητα 7 Η Φιλική Εταιρεία - Η επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες

Καρατάσος-Καρατάσιος,

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Μικρασιατική καταστροφή

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα ΠΑΙ ΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Το 958 µ.χ.. γεννιέται ο Βασίλειος ο Β, γιος του Ρωµανού και της Θεοφανώς. Γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ, ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΡΜΙΔΟΝΩΝ

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

Σκεφτείτε: Μπορείτε ακόµα να δείτε:

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Η Ελλάδα από το 1914 ως το 1924

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Ενότητα 27- Το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Το κίνημα στο Γουδί (αφίσα της εποχής)

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΟΜΑ Α Α

ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

Το κίνηµα στο Γουδί και η κυβέρνηση Βενιζέλου

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Η εποχή του Ναπολέοντα ( ) και το Συνέδριο της Βιέννης (1815)

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

Πανελλήνιες ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Ιστορία Γενικής Παιδείας. Σαβ ΟΜΑ Α Α. Θέµα Α2

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ. Εργασία της μαθήτριας Έλλης Βελέντζα για το πρόγραμμα ΣινΕφηβοι

Ενότητα 17 - Ο Ι. Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδας ( ) Η ολοκλήρωση της ελληνικής επανάστασης. Ιστορία Γ Γυμνασίου

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΕΝΟΤΗΤΑ 10η: Ελληνική επανάσταση και Ευρώπη. Ελληνική επανάσταση και ευρωπαϊκή διπλωματία ( )

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

3. Μιχαήλ Η' και Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγοι. α. Η εξωτερική πολιτική του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

1ο Σχέδιο. δεδοµένων της Β και Γ στήλης, που αντιστοιχούν στα δεδοµένα της Α στήλης. A. Βασικοί όροι των συνθηκών Β. Συνθήκες Γ.

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ - Ο ΑΡΧΙΔΑΜΕΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Κωνσταντίνος ΙΑ Παλαιολόγος ( )

ΜΕΓΑΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗΣ. Όνομα :Βασίλης Μανουράς. Τάξη :Γ2. Εργασία Γαλλικών

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 1)

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ. ΟΔΟΣ ΜΑΡΤΥΡΩΝ 25ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

ΛΕΤΚΩΜΑ ΓΙΑ ΣΟ ΟΛΟΚΑΤΣΩΜΑ ΣΗ ΜΟΝΗ ΑΡΚΑΔΙΟΤ

Επαναστατικά κινήµατα στη Μακεδονία και την Κρήτη (σελ )

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α: Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ 19 Ο ΑΙΩΝΑ

Ενότητα 22 - Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων. Ιστορία Γ Γυμνασίου. Μακεδονομάχοι Το αντάρτικο σώμα του Μελά

εύτερη Ενότητα: Οι Έλληνες κάτω από την οθωµανική και τη λατινική κυριαρχία ( ) Κεφάλαιο 1

Όταν η ζωή στο νηπιαγωγείο γίνεται παιχνίδι! Το Site για γονείς και νηπιαγωγούς

Να απαντήσετε ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ και στις ΔΥΟ ερωτήσεις. Κάθε ερώτηση βαθμολογείται με δύο (2) μονάδες.

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας (Οικονομία 19 ος -20 ος αιώνας)

Ξέφυγε η Τουρκία: Ζητά με ΝΟΤΑΜ αποστρατικοποίηση της Κάσου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Εργασία Λογοτεχνίας. Χρήστος Ντούρος Γ 1

Ο Αγιορείτης προστάτης της πολεμικής μας αεροπορίας!

Η Φιλική Εταιρεία και η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης στις Ηγεμονίες. 7ο Γυμνάσιο Καβάλας Θεοδωράκογλου Χαριτωμένη

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 14

Ενότητα 9 Πρώτες προσπάθειες των επαναστατημένων Ελλήνων για συγκρότηση κράτους

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Ψηφιοποίηση, επεξεργασία, προσθήκες, χαρτογραφικό υλικό: Αρχείο Πανοράματος ( Απρίλιος 2014

ΝΙΚΙΑΝΑ Ἰούλιος 2012 Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΩΝ ΟΠΛΑΡΧΗΓΩΝ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ Ο Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (1807) Ἀναστάσιος Στάμου, Δ/ντής ΕΠΑΛ Λευκάδας

Transcript:

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟΒΙΤΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚ ΚΑΪΝΑΡΤΖΗ (1699-1774) Η επέµβαση της Ρωσίας. Ο Μέγας Πέτρος καλεί τους ορθοδόξους σε επανάσταση Η συνθήκη του Κάρλοβιτς, που υπεγράφη τον Ιανουάριο του 1699 µεταξύ Βενετίας και Τουρκίας, µπορεί να επανέφερε τις σχέσεις Αυστρίας και Βενετίας από τη µία πλευρά και Τουρκίας από την άλλη σε µια ισορροπία, εντούτοις όµως στον διακανονισµό αυτό δεν συµπεριλαµβάνονταν η Ρωσία, η οποία υπό την ηγεσία του Μεγάλου Πέτρου, ήταν η ανερχόµενη ευρωπαϊκή δύναµη. Κατά την υπογραφή της συνθήκης η Ρωσία είχε παίξει έναν µάλλον παρελκυστικό ρόλο, έως ότου λυθούν τα προβλήµατα που είχαν προκύψει από τις βλέψεις της προς νότο και είχαν οδηγήσει στον Ρωσοτουρκικό πόλεµο. Έτσι η Ρωσία, µπορεί να αποδέχθηκε σιωπηρά τους όρους της συνθήκης του Κάρλοβιτς, εντούτοις όµως δεν θεωρούσε τη συνθήκη αυτή δεσµευτική για την ίδια. Δεν συνοµολόγησε δηλαδή διαρκή ειρήνη µε την Τουρκία, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν φυσικά αντίθετο µε τις σταθερές της εδαφικές βλέψεις αλλά και την πρόθεσή της να εµπλακεί στα εσωτερικά της Οθω- µανικής αυτοκρατορίας. Αρχοµένου του 18ου αιώνα λοιπόν, ενώ είχε εξασφαλιστεί η ειρήνη µεταξύ Αυστρίας, Πολωνίας, Βενετίας και Τουρκίας, ο τσάρος Πέτρος Α και η Οθωµανική αυτοκρατορία βρέθηκαν στρατιωτικά αντιµέτωποι πολλές φορές. Έτσι, η εθνική προσδοκία για ανεξαρτησία συνδέθηκε εκ των πραγµάτων µε την οµόδοξη Ρωσία. Εξάλλου και οι µεγάλες φιλοδοξίες του τσάρου να διαδραµατίσει ενεργό ρόλο στα εσωτερικά της Τουρκίας, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του τον ρόλο του προστάτη των ορθοδόξων, αντικει- µενικά ευνοούσε αυτήν τη µεταστροφή του ελληνισµού. Η σχετική λαϊκή παράδοση Ο Πέτρος Α της Ρωσίας φιλοδοξούσε να διαδραµατίσει ενεργό

και χρησµολογία µιλά για το «Ξανθό Γένος» από τον Βορρά, το οποίο θα ελευθέρωνε τους Έλληνες ορθοδόξους από τον οθωµανικό ζυγό. Ήταν φανερό πως στη λαϊκή συνείδηση η Μόσχα έπαιζε συµβολικά τον ρόλο της νέας Ρώµης, τον ρόλο δηλαδή της Βασιλεύουσας, που άλλοτε είχε η Κωνσταντινούπολη, ενώ ο τσάρος έπαιζε τον ρόλο του αυτοκράτορα. Η πρόθεση των Ρώσων βασιλιάδων να οικειοποιηθούν τη βυζαντινή παράδοση και να εµφανιστούν ως νόµιµοι κληρονόµοι του βυζαντινού θρόνου, ανάγεται στην περίοδο του γάµου της κόρης του Θωµά Παλαιολόγου Σοφίας, η οποία παντρεύτηκε τον δούκα της Μόσχας Ιβάν και σύµφωνα µε τους Ρώσους χρονικογράφους µεταβίβασε τα κληρονοµικά δικαιώµατα του βυζαντινού θρόνου. Αλλά για όλες αυτές τις εικασίες δεν υπάρχει φυσικά κανένα επίσηµο τεκµήριο. Από την πλευρά τους οι Ρώσοι, ούτως ή άλλως, θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές του Βυζαντίου. Έπειτα από τη διάψευση των ελπίδων που είχαν εναποθέσει οι κατακτηµένοι Έλληνες στον πάπα και στους χριστιανούς ηγεµόνες της Δύσης, ήταν λογικό να στραφούν προς την ανερχόµενη Ρωσία. Ήδη από το 1618, ο µητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος έγραφε στην έµµετρη Ιστορία των κατά την Ουγγροβλαχίαν τελεσθέντων: «Ελπίζοµεν και εις τα ξανθά γένη να µας γλυτώσουν νάλθουν από το Μόσχοβον να µας ελευθερώσουν». Ο πραγµατικός ενσαρκωτής των εθνικών προσδοκιών των Ελλήνων ήταν ασφαλώς ο Μέγας Πέτρος (1689-1721). Ο φιλόδοξος τσάρος µετέβαλε τη βαλκανική πολιτική της Ρωσίας, σχεδιάζοντας επιθετικές παρεµβάσεις στα τεκταινόµενα στην περιοχή. Το 1696 ο Ρώσος ηγεµόνας κατέλαβε µε τις δυνάµεις του το Αζόφ. Η επιτυχία αυτή σκόρπισε τον ενθουσιασµό στην ορθοδοξία και στον ελληνισµό γενικά. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος και ο πατριάρχης Ιεροσολύµων Δοσίθεος απέστειλαν αµέσως ειδικούς πρεσβευτές στη Μόσχα και έδωσαν συγχαρητήρια στον τσάρο, τασσόµενοι έτσι στο πλευρό του. Αλλά δεν ήταν µόνο η φιλορωσική στάση της πολιτικής και θρησκευτικής ηγεσίας των Ελλήνων που εκδηλωνόταν µε σαφήνεια. Στον χώρο των γραµµάτων είχαµε ανάλογες στάσεις µε αφιερώσεις έργων στον Ρώσο ηγεµόνα, όπως έπραξαν ο Σεβαστός Κυµινήτης το 1703, ο Αναστάσιος Μιχαήλ το 1710 και άλλοι πολλοί, οι οποίοι εξέφραζαν έτσι τη συµπάθειά τους προς τη Ρωσία. Μάλιστα το 1715 ο Αλέξανδρος Ελλάδιος, καταγό- Νόµισµα µε προτοµή του Μεγάλου Πέτρου, που κόπηκε µε την Ο Μέγας Πέτρος έλαβε πολλές στρατιωτικές γνώσεις από

µενος από τη Λάρισα, δηµοσίευσε το έργο του Status Praesens Ecclesiae Graecae (Η σηµερινή κατάσταση της Εκκλησίας της Ελλάδος), στο οποίο ο Μέγας Πέτρος ονοµάζονταν «Υπερασπιστής των Ελλήνων και της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», ενώ την έκδοση συνόδευε προσωπογραφία του τσάρου και σχετικό επίγραµµα. Τέλος το 1736 ο Αντώνιος Κατήφορος δηµοσίευσε στη Βενετία τη Βιογραφία του Μεγάλου Πέτρου, η οποία είχε τεράστια επιτυχία και εκδόθηκε αρκετές φορές. Στα µέσα µάλιστα του 18ου αιώνα γράφτηκε το έργο Η οπτασία του Αγαθάγγελου, το οποίο ήταν µια έµµετρη απόδοση των λαϊκών δοξασιών και χρησµολογιών, µια επανάληψη της προσδοκίας για απελευθέρωση από το ξανθό γένος των Ρώσων. Είναι το περίφηµο: Ακόµα τούτ η άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες τούτο το καλοκαίρι καηµένη Ρούµελη όσο νάρθη ο Μόσκοβος να φέρη το σεφέρι Μοριά και Ρούµελη Ήταν φανερό πως η Ρωσία και ο τσάρος αποτελούσαν τη µεγάλη ελπίδα του έθνους κατά τον 18ο αιώνα. Αλλά η συµπάθεια φαίνεται πως ήταν αµοιβαία. Ο Μέγας Πέτρος, αλλά και οι τσάροι που τον διαδέχθηκαν, έδιναν σηµαντικά προνόµια στους Έλληνες κατοίκους της αυτοκρατορίας, προνόµια που σχετίζονταν µε την άσκηση του εµπορίου και την οργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων στη Ρωσία. Ταυτόχρονα η πολιτική της Ρωσίας απέναντι στην Τουρκία εκφραζόταν µε τη σταθερή της παρέµβαση που στόχευε στην προάσπιση των δικαιωµάτων των ορθοδόξων πληθυσµών της Τουρκίας. Έτσι είχαµε διάφορες προσπάθειες του τσάρου να οργανώσει εξεγέρσεις, οι οποίες φυσικά θα ήταν ένας χρήσιµος αντιπερισπασµός κατά τη διάρκεια των ρωσοτουρκικών συγκρούσεων και ταυτόχρονα θα ενίσχυαν τη διαπραγµατευτική θέση των Ρώσων κατά τη διάρκεια των συνοµιλιών ενόψει της υπογραφής συµφωνιών µε την Τουρκία. Η Ρωσία είχε έτσι σταθερές εδαφικές και πολιτικές διεκδικήσεις. Οι διεκδικήσεις αυτές ενισχύονταν και από την επιτυχία των εσωτερικών µεταρρυθµίσεων του Μεγάλου Πέτρου, ο οποίος εκσυγχρόνισε τους θεσµούς και ισχυροποίησε την κεντρική εξουσία, ενώ παράλληλα είχε και Το 1709 οι Ρώσοι υπό τον τσάρο Πάτρο Α νίκησαν τους

σηµαντικές στρατιωτικές επιτυχίες στη Δύση, νικώντας τους Σουηδούς το 1709 στην Πολτάβα, στα πλαίσια των επιδιώξεών του για έλεγχο της Πολωνίας. Μετά τη νίκη του αυτή ο τσάρος στράφηκε προς νότο και έχοντας εξασφαλίσει το Αζόφ προσπάθησε να επεκτείνει τα κεκτηµένα του στην Κριµαία, επιχειρώντας ταυτόχρονα να ξεσηκώσει και τους Έλληνες της Βαλκανικής. Έτσι άρχισε ο Ρωσοτουρκικός πόλεµος του 1710-1711. Το 1711 ο Μέγας Πέτρος, υλοποιώντας αυτήν ακριβώς την πολιτική, κάλεσε τους Έλληνες των Βαλκανίων σε εξέγερση, στρεφόµενος ανοιχτά εναντίον της Τουρκίας. Έτσι, στον µητροπολιτικό ναό της Μόσχας υψωνόταν η ρωσική σηµαία, µε την επιγραφή «Εν τούτω Νίκα». Και ο Μέγας Πέτρος σε λόγο του στη Ρίγα έλεγε, κολακεύοντας τους Έλληνες: «Και οι επιστήµες και οι τέχνες διαδόθηκαν από την Ελλάδα σε όλη την οικουµένη. Η πορεία τους µοιάζει µε την κυκλοφορία του αίµατος στο ανθρώπινο σώµα. Έτσι για λίγο µένουν στη Ρωσία και από εδώ µεταβαίνουν και πάλι στην παλιά τους πατρίδα». Η Υψηλή Πύλη δεχόταν µηνύµατα από παντού, ότι ο τσάρος της Ρωσίας είχε σκοπό να ξεσηκώσει τους ραγιάδες και να κυριεύσει τη Ρούµελη. Γεγονός είναι πως την εποχή αυτή, στα πρώτα χρόνια του 18ου αιώνα, µυστικοί Ρώσοι πράκτορες διέτρεχαν τη Βαλκανική και µοίραζαν στους ορθόδοξους πληθυσµούς της Οθωµανικής αυτοκρατορίας επαναστατικές προκηρύξεις του τσάρου και διάφορα έµµετρα λαϊκά κείµενα, µε χρησµούς και άλλες προτροπές που µίλαγαν για την προσδοκία του Ξανθού Γένους. Η ανταπόκριση του ντόπιου πληθυσµού και κυρίως της Εκκλησίας υπήρξε µεγάλη. Το όνοµα του Μεγάλου Πέτρου µνηµονευόταν στις εκκλησίες και ψαλλόταν από τους πιστούς, οι οποίοι τον αντιµετώπιζαν περίπου ως νέο Μεσσία. Ταυτόχρονα διάφορες τοπικές επαναστατικές κινήσεις, όπως αυτή στην Ακαρνανία µε τον αρµατολό Τσεκούρα, ο οποίος πραγµατοποιούσε επιδροµές, έδειχναν ότι η φωτιά σιγόβραζε. Στις 23 Μαρτίου 1711, ο Μέγας Πέτρος µε προκήρυξή του προς τους επισκόπους και τους προκρίτους, κάλεσε τους Έλληνες σε εξέγερση: «Σε όλους που αγαπούν τον Θεό και τους χριστιανούς τους χαιρετώ όλοι µε καθαρή καρδιά να µπούµε σ αυτόν τον κόπο, για τις εκκλησίες µας και για την πίστη µας, γιατί οι Τούρκοι τσαλαπάτησαν την πίστη µας και µε δόλο πήραν τις εκκλησίες και τον τόπο µας και πολλές εκκλησίες και µοναστήρια τα λεηλάτησαν και τα χάλασαν. Πόσες χήρες και ορφανά σκλαβώσαν και σκορπίσαν και σήµερα, όσους σκλαβώνουν µε βία τους Ο Μέγας Πέτρος αντιµετωπιζόταν ως ο νέος Μεσσίας από

τουρκεύουν. Λοιπόν εγώ έρχοµαι να σας βοηθήσω. Η βασιλεία µου δεν είναι µικρή. Μέχρι τώρα πολλούς χάλασα και σκόρπισα. Ο τωρινός πόλεµος που κάνω είναι δίκαιος. Με το θέληµα και τη βοήθεια του Θεού το σπαθί µου είναι κοφτερό. Εγώ σας κράζω στο ασκέρι µου και στο µεγάλο µου τάµπουρο και σεις να φέρετε τους πιστούς σας φίλους. Η µεγαλοψυχία της καρδιάς σας, σας υποχρεώνει να πολεµήσετε άφοβα για την πίστη και τις εκκλησίες σας και ας χύσουµε µέχρι την τελευταία σταγόνα το αίµα µας. Ας δοξάσουµε τον Θεό, ας χαρούµε, και ας προσπαθήσουµε να ελευθερώσουµε τους τόπους των πατέρων µας. Το βασίλειό µου είναι παλιό και µεγάλο και επειδή σας λυπάµαι περισσότερο και από τον εαυτό µου, γι αυτό σας έγραψα αυτά τα λόγια και σας τα έστειλα». Ο αντίκτυπος της προκήρυξης υπήρξε πράγµατι σηµαντικός, αλλά περισσότερο στη συνείδηση, παρά στην ένοπλη πρακτική δράση. Διότι υπήρξε ένας επαναστατικός άνε- µος σε διάφορες περιοχές, αλλά το αποτέλεσµα δεν ήταν αξιόλογο, ώστε να ανησυχήσει η Υψηλή Πύλη. Οι εξεγέρσεις αυτές ήταν ανοργάνωτες και το διεθνές κλίµα εξάλλου δεν είχε ακόµη ωριµάσει αρκετά, ώστε να σχεδιαστεί καλύτερα µια επανάσταση, η οποία θα είχε στήριξη και πιθανότητες επιτυχίας. Αλλά και στο πολεµικό µέτωπο τα πράγµατα δεν εξελίχθηκαν καλά για τους Ρώσους, που ηττήθηκαν στον Προύθο από τους Οθωµανούς και αναγκάστηκαν να αναστείλουν προς στιγµή τις εδαφικές τους διεκδικήσεις προς νότο. Στη συνέχεια, στην εποχή της αυτοκράτειρας Άννας (1730-1741), παρατηρήθηκαν εκ νέου ανάλογες διαθέσεις της Ρωσίας, καθώς Ρώσοι στρατηγοί υπέβαλαν σχέδια εξέγερσης των Ελλήνων, κυρίως ως αντιπερισπασµό στον κριµαϊκό πόλεµο. Ο στρατηγός Μίνιχ, την εποχή που επιχειρούσε στη Μολδαβία, διένειµε σχετικές προκηρύξεις προς τους χριστιανικούς πληθυσµούς. Σε αυτές διατυπωνόταν η θέση πως «όλοι οι Έλληνες θεωρούν την αυτοκράτειρα της Ρωσίας, ως νόµιµη βασίλισσά τους και εποµένως πρέπει να ξεσηκωθούµε και να βαδίσουµε προς την Κωνσταντινούπολη, διότι δεν θα µας ξαναδοθεί τέτοια ευκαιρία». Ωστόσο τα σχέδια του στρατηγού των Ρώσων δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Η επόµενη αυτοκράτειρα Ελισάβετ (1741-1762), η οποία δεν είχε σαφείς πολιτικές βλέψεις, δεν υιοθέτησε µε τον ίδιο ζήλο τις πολιτικές των προκατόχων της. Το µόνο που έπραξε ήταν η αποστολή βοήθειας στη µοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους και Την εποχή της αυτοκράτειρας Άννας η Ρωσία εξακολούθησε Η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Ρωσίας αρκέστηκε µόνο στην

στις ελληνικές εκκλησίες. Η πολιτική αυτή της Ρωσίας απέναντι στους ορθοδόξους γενικά, αλλά και τους Έλληνες ειδικότερα, αποσαφηνίστηκε περισσότερο στην εποχή της Αικατερίνης Β, της αυτοκράτειρας της Ρωσίας (1762-1796) που διαδραµάτισε κρίσιµο ρόλο στα ελληνικά πράγµατα και ουσιαστικά προσπάθησε να υλοποιήσει το παλαιότερο σχέδιο του στρατηγού Μίνιχ. Η Αικατερίνη είχε τολµηρότερη πολιτική στο ζήτηµα αυτό, σε σχέση µε τον Μεγάλο Πέτρο και οι εδαφικές βλέψεις της προς τον νότο, προς τον Εύξεινο Πόντο και τα Βαλκάνια ήταν περισσότερο σαφείς. Η Αικατερίνη µπορούµε να πούµε ότι είχε σχεδιάσει µια φιλόδοξη συνέχεια, όπου ο διαµελισµός της Οθωµανικής αυτοκρατορίας θα οδηγούσε στη δηµιουργία µιας νέας βαλκανικής πολιτείας, η οποία ουσιαστικά θα ήταν υπό τον έλεγχο και την προστασία της Ρωσίας, µε βασιλιά Ρώσο πρίγκιπα που θα είχε την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη. Η τσαρίνα έβλεπε έτσι την αναβίωση του Βυζαντίου, κάτω φυσικά από τις νέες συνθήκες του 18ου αιώνα, οι οποίες επέβαλαν την αναγνώριση των εθνικών διεκδικήσεων. Το σχέδιο εξάλλου αυτό η Αικατερίνη το υπέβαλε και στον αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ το 1782, γεγονός το οποίο αποτέλεσε και το προοίµιο για τα γεγονότα των λεγόµενων «Ορλοφικών». Στα χρόνια της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β η πολιτική της Ζ Τουρκοβενετικός πόλεµος. Οι Τούρκοι καταλαµβάνουν την Πελοπόννησο Μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, οι Τούρκοι έβλεπαν τη Ρωσία να διεκδικεί όχι µόνο εδάφη στην Κριµαία αλλά και ουσιαστικό έλεγχο στο εσωτερικό, µέσω της προστασίας των ορθόδοξων πληθυσµών της αυτοκρατορίας. Από την άλλη οι Ενετοί εκµεταλλεύθηκαν προς στιγµήν την ευνοϊκή συγκυρία και προσπάθησαν αφενός µε πειρατικές κινήσεις να ενισχύσουν τη θέση τους στη Μεσόγειο, αφετέρου µε πολιτική πυγµής στις κτήσεις τους να αυξήσουν την επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας στις περιοχές αυτές, ενώ πάντα βοηθούσαν τις όποιες επαναστατικές κινήσεις που εκδηλώνονταν κατά καιρούς στα Βαλκάνια. Η κατάσταση αυτή ήταν επόµενο να διατηρεί την Υψηλή Πύλη σε πολεµική ετοιµότητα, καθώς για τους Οθωµανούς η ήττα στον Τουρκοβενετικό πόλεµο και η ταπεινωτική συνθήκη του Κάρλοβιτς, µε την οποία έχασαν σηµαντικά εδάφη στην Ελλάδα, και ταυτόχρονα σηµαντικές φορολογικές προσόδους, δεν είχαν γίνει ποτέ οριστικά αποδε-

κτές. Οι Οθωµανοί έβλεπαν τη συνθήκη αυτή ως ένα µικρό διάλειµµα, µετά την πάροδο του οποίου θα κατάφερναν να ανακτήσουν τα εδάφη που έχασαν από τους Ενετούς και να ανακόψουν την επεκτατική πορεία του φιλόδοξου τσάρου της Ρωσίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Μέγας Πέτρος, µετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, συνέχισε τις πολεµικές του επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην Κριµαία το 1710 και θέλοντας να δηµιουργήσει σοβαρό αντιπερισπασµό οργάνωσε τοπικές εξεγέρσεις στο Μαυροβούνιο, στις οποίες ενεπλάκη µε κάποιο τρόπο και η Ενετική δηµοκρατία. Οι κινήσεις αυτές του Μεγάλου Πέτρου υπαγορεύονταν και από τις επιτυχίες των Οθωµανών στο πεδίο της µάχης, καθώς οι Ρώσοι ηττήθηκαν και οδηγούνταν σε συνθηκολόγηση. Έτσι ο τσάρος φρόντισε να υποκινήσει επαναστάσεις στη Βαλκανική. Αλλά όταν ο πασάς της Βοσνίας Ναουµάν Κιοπρουλής, πρώην Μέγας Βεζίρης, διατάχθηκε να βαδίσει κατά των επαναστατών του Μαυροβουνίου, οι διαλυθέντες αντάρτες της περιοχής κατέφυγαν στις περιοχές του Καττάρο, όπου προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο. Ο Κιοπρουλής είχε αποστείλει µήνυµα στον Ενετό διοικητή της περιοχής αυτής να µη χορηγήσει άσυλο στους διωκόµενους, αλλά το αίτηµα αυτό δεν ικανοποιήθηκε. Έτσι, µετά τις σχετικές διαβουλεύσεις του Κιοπρουλή µε την Υψηλή Πύλη, αποφασίστηκε στις 9 Δεκεµβρίου 1714 η κήρυξη πολέµου εναντίον της Βενετίας. Ήταν προφανές ότι οι Τούρκοι γνώριζαν την αδυναµία των Ενετών να αντεπεξέλθουν σε νέο πόλεµο µε την Τουρκία, πολύ περισσότερο που δεν αναµενόταν αυτή τη φορά µεγάλη ευρωπαϊκή συµµαχία, καθώς οι διεθνείς συνθήκες, µετά και τη συνθήκη του Κάρλοβιτς είχαν αλλάξει και κυρίως η Αυστροουγγαρία, η περισσότερο ωφεληµένη από τον προηγούµενο πόλεµο, δεν ήθελε σε καµία περίπτωση σε τόσο σύντοµο χρονικό διάστηµα να θέσει σε κίνδυνο τα κεκτηµένα της. Το όλο σκηνικό εξάλλου στη Δύση, µε τον πόλεµο για την ισπανική διαδοχή να έχει ανάψει, δεν ευνοούσε την σύσταση ενός νέου Ιερού Συνασπισµού εναντίον της Οθωµανικής αυτοκρατορίας. Η Βενετία θα υποχρεωνόταν να δώσει µόνη τον αγώνα, χωρίς όµως πολλές πιθανότητες, καθώς στο µεταξύ είχε χάσει αρκετή από την οικονοµική της ισχύ, ενώ η έλλειψη οικονοµικής στήριξης από άλλα κράτη της Δύσης δεν θα της επέτρεπε να έχει τη συνηθισµένη ναυτική υπεροχή στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, υπεροχή η οποία της είχε δώσει τη νίκη στον προηγούµενο πόλεµο. Όλα αυτά φυσικά ήταν σε γνώση της Υψηλής Πύλης και για τον λόγο αυτό άρπαξε την ευκαιρία, πιστεύοντας ότι έτσι θα ανακτούσε τα χαµένα εδάφη Σπάνιος χάρτης της Ελλάδας (τέλη 17ου αρχές 18ου

της στην Πελοπόννησο, αλλά και σε άλλες περιοχές της Βαλκανικής. Η Βενετία από την άλλη πλευρά, αφού πληροφορήθηκε την κήρυξη του πολέµου, ζήτησε τη συνδροµή για ακόµη µία φορά των χριστιανών ηγεµόνων της Δύσης, αλλά συνάντησε αδιαφορία. Βιαστικά λοιπόν προχώρησε µόνη της σε στρατολόγηση µισθοφορικού στρατού, ώστε να ανταποκριθεί όσο ήταν αυτό δυνατόν στις ανάγκες του πολέµου. Τα αποτελέσµατα αυτής της βεβιασµένης προσπάθειας δεν ήταν αξιόλογα. Οι Ιταλοί, Γερµανοί, Ελβετοί, Αλβανοί και Έλληνες µισθοφόροι που συγκεντρώθηκαν υπό τη σηµαία της Δηµοκρατίας του Αγίου Μάρκου δεν ήταν αρκετοί ούτε σε αριθµό ούτε σε ποιότητα. Διότι απέναντι στον ολιγάριθµο ενετικό µισθοφορικό στρατό βρίσκονταν τώρα οι οθωµανικές στρατιές, οι οποίες µε υψηλό θρησκευτικό ζήλο επιζητούσαν την αποκατάσταση των πραγµάτων στη Βαλκανική. Ο ίδιος ζήλος δεν υπήρχε από την άλλη πλευρά, καθώς η απουσία των άλλων χριστιανών ηγεµόνων δεν έδινε στην προσπάθεια την απαραίτητη θρησκευτική προκάλυψη. Το αρνητικό για τη Βενετία σκηνικό συµπλήρωνε η τουλάχιστον ουδέτερη στάση των Ελλήνων στις ενετοκρατούµενες περιοχές, ενώ από κάποιες απόψεις η ουδετερότητα αυτή µεταστρεφόταν σε εχθρότητα και αντίστοιχα σε ευµένεια προς τους Οθωµανούς. Η περίπλοκη αυτή πραγµατικότητα της περιόδου της ενετοκρατίας έχει τις ρίζες της σε µια αντιφατική ως προς τους ντόπιους πληθυσµούς πολιτική των Ενετών. Από τη µία η ενετοκρατία ευνοούσε οπωσδήποτε την οικονοµική άνθηση, τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και των εµπορικών ανταλλαγών, τη βελτίωση επίσης των συνθηκών εκπαίδευσης, την καταπολέµηση της ληστείας και το σεβασµό, µέχρις ενός σηµείου, των αυτοδιοικητικών προνοµίων των ελληνικών κοινοτήτων, εντούτοις, από την άλλη πλευρά η θρησκευτική εχθρότητα των Ενετών απέναντι στους Έλληνες, που είχε τις ρίζες της στην παπική δεσποτική πρακτική, εκδηλωνόταν µε περιορισµό των αρµοδιοτήτων των ορθόδοξων επισκοπών. Για τη λαϊκή συνείδηση οι Ενετοί ήταν εχθροί της ορθόδοξης πίστης και αυτό εξέφραζε µια αντιπαλότητα αρκετά παλαιότερη. Έτσι, οι ελληνορθόδοξοι πληθυσµοί έτρεφαν έναντι των Ενετών αντιφατικά αισθήµατα και οπωσδήποτε δεν ήταν ένθερµοι υποστηρικτές της ενετοκρατίας έναντι της προοπτικής επανόδου των Οθωµανών. Η αντιφατική αυτή και επιφυλακτική στάση µπορεί να µετατρεπόταν ακόµη και σε καθαρή υποστήριξη των Οθωµανών, υπό τις σοβαρές απειλές αλλά και τις υποσχέσεις που απηύθυνε ο σουλτάνος προς τους Έλληνες. Οι Ενετοί εφάρµοσαν αντιφατική πολιτική ως προς τους ντόπιους Στο κάστρο του Κελεφά, µεταξύ άλλων, συγκέντρωσαν οι Ενετοί

Ο γενικός προβλεπτής Πελοποννήσου, Ενετός Ιερώνυµος Ντόλφιν, έγραφε σχετικά προς τη Γερουσία της Βενετίας σε έκθεσή του: «Οι υπήκοοι του Βασιλείου, οι οποίοι προηγουµένως ήταν τόσο πιστοί και αφοσιωµένοι στη Δηµοκρατία, άρχισαν ήδη να κλονίζονται». Ο κλονισµός αυτός εκφράστηκε µε µυστικές επαφές Ελλήνων προκρίτων και κληρικών µε τις οθωµανικές αρχές, ώστε να προετοιµαστεί µια οµαλή διαδοχή από την ενετοκρατία στην τουρκοκρατία. Επίσης σώµατα αρµατολών της Ηπείρου και της Στερεάς συµµάχησαν µε τις οθωµανικές δυνάµεις εναντίον των Ενετών και µάλιστα πήραν µέρος και στην εκστρατεία στον Μοριά. Από την άλλη βέβαια πλευρά, αρκετές περιοχές του Μοριά τάχθηκαν µε το µέρος των Ενετών, όπως οι Μανιάτες υπό τον επίσκοπο Ιάκωβο και τον οπλαρχηγό Γιαννάκη Κουτήφαρη. Ο ελληνισµός αντιµετώπιζε εκ των πραγµάτων ένα σοβαρό δίληµµα, καθώς η ενετική δηµοκρατία φαινόταν ότι δεν ήταν σε θέση να υπερασπίσει την Πελοπόννησο και από την άλλη ότι οι Οθωµανοί θα γίνονταν εύκολα κύριοι της κατάστασης. Εποµένως εκείνο που προείχε, κυρίως για την πολιτική και θρησκευτική ηγεσία των Ελλήνων της Πελοποννήσου, ήταν η ρεαλιστική αποδοχή της κατάστασης και η προσπάθεια µετριασµού των συνεπειών της επερχόµενης ούτως ή άλλως τουρκοκρατίας. Από την άλλη πλευρά άλλες ελληνικές δυνάµεις, που έµειναν πιστές στη Δηµοκρατία του Αγίου Μάρκου, πήραν την απόφαση να πολεµήσουν εναντίον των Τούρκων. Ο ελληνισµός έµοιαζε πρακτικά διχασµένος, αλλά η σύντοµη επικράτηση των Οθωµανών επρόκειτο να τον βγάλει από το τραγικό δίληµµα. Οι Ενετοί έµοιαζαν να δίνουν έναν µάλλον µοναχικό αγώνα απέναντι στην Οθωµανική αυτοκρατορία. Ο Ντόλφιν, βλέποντας τη δύσκολη κατάσταση που διαγραφόταν, συγκρότησε στο Ναύπλιο πολεµικό συµβούλιο, στο οποίο αποφασίστηκε η εκκένωση όσων φρουρίων δεν έπαιζαν κρίσιµο ρόλο για την άµυνα του Μοριά και η ακόλουθη συγκέντρωση των κατοίκων στα ισχυρά κάστρα του Ναυπλίου, της Κορίνθου, της Μονεµβασιάς, του Ρίου, της Μάνης και του Κελεφά. Ο ίδιος ο Ντόλφιν ανέλαβε την αρχηγία του στόλου και περιόδευσε στα φρούρια και στα Ιόνια νησιά εφοδιάζοντας τις φρουρές µε τρόφιµα και όπλα. Την ίδια στιγµή ο οθωµανικός στόλος έβγαινε από τον Ελλήσποντο, υπό την ηγεσία του καπουδάν πασά Τσανούµ Χότζα, ο οποίος καταγόταν από την Κορώνη και είχε αιχµαλωτιστεί από τους Ενετούς, αλλά είχε καταφέρει να εξαγοράσει, µετά από 7 χρόνια στα Τµήµα της οχύρωσης της Ακροκορίνθου, στην οποία επιτέθη-

ενετικά κάτεργα, την ελευθερία του. Ο τουρκικός στόλος αποτελείτο περίπου από 150 πλοία αριθµός τεράστιος για την εποχή, από τα οποία 60 ήταν ιστιοφόρα. Στην ξηρά σερασκέρης ορίστηκε ο Μέγας Βεζίρης Αλή Κιοµουρτζή, οποίος στρατοπέδευσε στη Θήβα. Ήταν φανερό ότι οι Τούρκοι είχαν σχεδιάσει µια αποφασιστική επίθεση εναντίον των Ενετών στην Πελοπόννησο. Ο τουρκικός στόλος κατέλαβε εύκολα την Τήνο στις 5 Ιουνίου, καθώς ο ενετικός στόλος που αποτελείτο από 20 ιστιοφόρα µόνον και 15 γαλέρες παρέµεινε στα Ιόνια, ώστε να διασφαλίσει εκεί τουλάχιστον τις ενετικές κτήσεις. Έτσι στην Τήνο έµειναν ελάχιστοι υπερασπιστές, υπό τον προβλεπτή του νησιού Βερνάρδο Βάλβη. Το νησί λοιπόν παραδόθηκε αµέσως στους Τούρκους, οι οποίοι από το σηµείο αυτό και µετά χρησιµοποίησαν τις ναυτικές τους δυνάµεις για τις χερσαίες επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο. Πράγµατι, στο πολεµικό συµβούλιο που έγινε στο οθωµανικό στρατόπεδο αποφασίστηκε η άµεση επίθεση στα ενετικά φρούρια της Πελοποννήσου. Ισχυρές τουρκικές δυνάµεις 25 χιλιάδων γενίτσαρων, υπό την ηγεσία του Τοπάλ Οσµάν, που καταγόταν από τη Λάρισα, έφτασαν έξω από το Ναύπλιο, ενώ µία άλλη δύναµη 40.000 ανδρών υπό τον Καρά Μουσταφά κατευθύνθηκε προς το Ρίο. Ο ίδιος ο Μέγας Βεζίρης πέρασε τον Ισθµό στις 10 Ιουνίου 1715 και επιτέθηκε στην Ακροκόρινθο, καλώντας την ενετική φρουρά σε άµεση παράδοση. Απέναντι στις ισχυρές αυτές οθωµανικές δυνάµεις οι ενετικές φρουρές ήταν ολιγάριθ- µες. Ωστόσο οι Ενετοί της Κορίνθου, υπό τις διαταγές του προβλεπτή της περιοχής Μινότι αντιστάθηκαν γενναία επί τρεις εβδοµάδες. Όταν όµως επέπεσε επί της φρουράς όλη η οθωµανική δύναµη υπό τον Τοπάλ Οσµάν, οι Ενετοί αποφάσισαν να παραδοθούν, εξασφαλίζοντας τη ζωή τους. Κατά την παράδοση όµως ανατινάχτηκε µάλλον τυχαία, ή ίσως και µε πρόθεση, η πυριτιδαποθήκη, µε αποτέλεσµα να τιναχτούν στον αέρα πολλοί Ενετοί και Τούρκοι και η συµφωνία παράδοσης να σπάσει. Στη συνέχεια τα οθωµανικά στρατεύµατα που µπήκαν στην πόλη της Κορίνθου προχώρησαν σε µαζικές σφαγές του άµαχου πληθυσµού. Ο λαϊκός στιχουργός της εποχής Μάνθος Ιωαννίτης περιγράφει έµµετρα τη σφαγή της Κορίνθου, το καλοκαίρι του 1715: Σ τον ουρανό ακούονταν το θρήνος που φωνάζαν οι Τούρκοι σαν τα πρόβατα που τους διαµοιράζαν άλλοι εις την ανατολήν και άλλοι να παν στη Δύση Άποψη της πόλης της Αίγινας σε σχέδιο του 18ου αιώνα από

και έκλαιαν τα µάτια τους σαν η κατάκρυα βρύση και από τα δάκρυα οπώχυναν εγίνονταν ποτάµια έπρεπε να τρέµη η γη, να κλαίσι τα λιθάρια πως αποκεφαλίζασι τα άξια παλληκάρια. Στο µεταξύ οι Έλληνες της Αίγινας, αφού πληροφορήθηκαν την άλωση της Κορίνθου και τη σφαγή που ακολούθησε, αποφάσισαν να ζητήσουν από τον καπουδάν πασά να µπει στην πόλη και να διώξει τους Ενετούς. Ήταν µάλλον αναµενόµενη αυτή η στάση, καθώς οι τουρκικές δυνάµεις ήταν καταφανώς υπέρτερες των ενετικών και δεν ήταν δυνατόν να ανακοπεί η κατάληψη του Μοριά, που φαινόταν ότι ήταν θέµα χρόνου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι απέναντι σε στρατό περίπου 120.000 Οθωµανών, οι Ενετοί δεν είχαν να παρατάξουν παρά µερικές χιλιάδες φρουρών µισθοφόρων. Ο συσχετισµός δυνάµεων ήταν εντελώς άνισος και εποµένως οι Μωραΐτες δεν έτρεφαν καµιά ελπίδα ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, ήταν δυνατό να συνεχιστεί η ενετοκρατία. Ο Μέγας Βεζίρης, αφού κατέλαβε το Άργος, προχώρησε αµέσως εναντίον του Ναυπλίου, η πτώση του οποίου θα άνοιγε τον δρόµο για την κατάληψη ολόκληρης της Πελοποννήσου. Το φρούριο του Ναυπλίου υπεράσπιζε ενετική φρουρά 4.000 ανδρών, η οποία ενισχυόταν και από άλλες δυνάµεις Ελλήνων που είχαν συγκεντρωθεί στο Ναύπλιο. Ταυτόχρονα οι δυνάµεις αυτές ήταν καλά εφοδιασµένες µε πολεµικό υλικό, ενώ οι οχυρές θέσεις της περιοχής ήταν άριστες. Εποµένως φαινόταν ότι το έργο των οθωµανικών δυνάµεων δεν θα ήταν καθόλου εύκολο. Απέναντι στους υπερασπιστές του Ναυπλίου στάθηκαν 60.000 Τούρκοι υπό τον µπεηλέρµπεη της Ρούµελης Σαρή Αχµέτ, οι οποίοι προσέβαλαν το Παλαµήδι, ενώ άλλοι 60.000 υπό τον Αχµέτ πασά προχώρησαν εναντίον του φρουρίου της πόλης. Αρχικά οι Ενετοί και οι Έλληνες αντιστάθηκαν αποτελεσµατικά, κυρίως χάρη στην ευστοχία των πυροβόλων που σκορπούσαν τον θάνατο στις τουρκικές γραµµές. Πάνω από 8.000 Τούρκοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Ναυπλίου. Αλλά οι Τούρκοι ήρθαν σε επαφή µε τον Γάλλο συνταγµατάρχη του πυροβολικού Λε Σαλ, ο οποίος συµπεριφερόµενος προδοτικά, πέρασε ύπουλα µε το µέρος των Οθωµανών και αποκάλυψε τα τρωτά σηµεία των οχυρώσεων, ενώ παράλληλα φρόντισε να εµποδίσει µε βολές επιχειρήσεις εξόδου Ελλήνων υπερασπιστών της πόλης. Ο Ματθαίος Ιωαννί-

της περιγράφει ως εξής το περιστατικό αυτό: Ρωµιόπουλ έβαλαν βουλήν εκείνη την ηµέρα στο µετερίζι των τουρκών να πάρουν την παντιέρα και παρευθύς εσάλπαραν έξω µε τα σκεπέτα κι ο Σάλας έρριξε κοντά κανόνια µε σακέτα ελάβωσε πολλά απ αυτά και σκότωσε στον τόπο και την αιτία του κακού την έριξε στον κάπο. Αλλά ο προβλεπτής της Πελοποννήσου Ιερώνυµος Μπον άφησε τον Γάλλο στρατιωτικό ατιµώρητο, µε αποτέλεσµα αυτός να σχεδιάσει τη µόλυνση του νερού, την αχρήστευση της πυρίτιδας και των πυροβόλων. Η γενναία αντίσταση της ενετικής φρουράς και των κατοίκων του Ναυπλίου κράτησε 8 ηµέρες. Τότε έγινε γενική έφοδος εναντίον του Παλαµηδίου, το οποίο τα φλεγόµενα από το πάθος της λείας γενιτσαρικά στρατεύµατα, συνεργαζόµενα µε τις δυνάµεις του προδότη Λε Σαλ, κατέλαβαν και από εκεί συνέχισαν να βοµβαρδίζουν την πόλη του Ναυπλίου. Σε λίγο ο οθωµανικός στρατός µπήκε στην πόλη, η οποία παραδόθηκε στη λεηλασία και τη γενική σφαγή. Ανάµεσα στα θύµατα ήταν όλοι οι Ενετοί αξιωµατικοί και άρχοντες της πόλης. Ο Μάνθος Ιωαννίτης δίνει και εδώ την χαρακτηριστική του περιγραφή: Την ίδια ηµέραν έµπηκαν στ Ανάπλι µε τη βία τότε να ιδής πως άρπαξαν γυναίκας και παιδία Το µεσηµέρι εµπήκασι ενηά του Ιουλίου ο θρήνος και η σκλαβιά του περίφηµου Αναπλίου Σάββατο ηµέρα πάρθηκε ήτον κοντά στο γέµα που µέσα στ Ανάπλι έτρεχε σαν ποτάµι το γαίµα τότε να ιδής πόσα κορµιά των χριστιανών κοµµένα να µην εγνωρίζουνται στο αίµα κυληµένα όσοι γυναίκες και παιδιά ευρίσκοντο στο κάστρο το πρόσωπόν τους έγινε σαν το κερί το άσπρο Από τον φόβον τον πολύν έτρεµε η καρδιά τους και άρπαζαν τα παιδιά τους από την αγκαλιά τους. Η άλωση του Ναυπλίου ήταν καθοριστικής σηµασίας για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Η κατάληψη του Ναυπλίου άνοιξε τον δρόµο στους Οθω-

Σε λίγο οι Οθωµανοί έγιναν κύριοι της ευρύτερης περιοχής της Μάνης και το µόνο που απέµεινε ακόµη στην κατοχή των Ενετών ήταν τα φρούρια της Κορώνης, της Μεθώνης και του Ναβαρίνου. Ο στρατός του Μεγάλου Βεζίρη στρατοπέδευσε µεταξύ Μεθώνης και Κορώνης και εύκολα έγινε κύριος των φρουρίων του Ναβαρίνου και της Κορώνης, τα οποία οι Ενετοί εγκατέλειψαν. Όλες οι ενετικές δυνάµεις της Πελοποννήσου συγκεντρώθηκαν στο κάστρο της Μεθώνης. Αλλά ενώ οι Ενετοί διοικητές κράτησαν γενναία στάση αντίστασης, το µεγαλύτερο µέρος της φρουράς εγκατέλειψε το κάστρο, µε αποτέλεσµα οι Οθωµανοί να το καταλάβουν χωρίς σοβαρή αντίσταση, να λεηλατήσουν την πόλη και να εξανδραποδίσουν τους κατοίκους της. Ο γενναίος Ενετός φρούραρχος Βικέντιος Πάστα οδηγήθηκε ενώπιον του καπουδάν πασά Τσανούµ Χότζα, ο οποίος όµως του χάρισε τη ζωή καθώς και τη ζωή των υπολοίπων αξιωµατικών, σε αντίθεση µε τον Μέγα Βεζίρη, ο οποίος έδωσε διαταγή σφαγών. Μετά την πτώση της Μεθώνης, οι Τούρκοι έγιναν σε σύντοµο χρόνο κύριοι της Μονεµβασιάς, των Κυθήρων αλλά και των ενετικών κτήσεων στην Κρήτη, δηλαδή των µικρών λιµανιών της Σούδας και της Σπιναλόγκας. Στην Κρήτη τα τουρκικά πλοία έφτασαν στις 18 Σεπτεµβρίου και παρότι η φρουρά είχε τη διάθεση να πολεµήσει, εντούτοις η είδηση από τον Μοριά για την ήττα των Ενετών ανάγκασε τον προβλεπτή Αλίσιο Μάνγκο να παραδώσει το φρούριο της Σούδας. Το ίδιο έγινε και στη Σπιναλόγκα, λίγες µέρες µετά, καθώς και εκεί η φρουρά, υπό τον διοικητή της Φραγκίσκο Ιουστινιάνη παρέδωσε στις 7 Οκτωβρίου το φρούριο, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη ζωή και τη µεταφορά στην Κέρκυρα της φρουράς αλλά και των προσφύγων Ελλήνων που είχαν µπει στο κάστρο. Σηµαντική αντίσταση βρήκαν οι Τούρκοι στο Ρίο, όπου η φρουρά από περίπου 1.000 Ενετούς και Έλληνες αντιστάθηκε περίπου για έναν µήνα, αλλά τελικά ο διοικητής Πέτρος Μαρτσέλλο αναγκάστηκε στις 13 Αυγούστου να παραδώσει το κάστρο, µε αποτέλεσµα να σφαγιαστεί ολόκληρη η φρουρά. Η Μονεµβασιά έπεσε αµαχητί στις 7 Σεπτεµβρίου 1715, καθώς ο διοικητής της Φερίγκο Μπαντέρ παράδωσε το κάστρο, διασώζοντας έτσι τη φρουρά από τη σφαγή, πλην όµως οι Έλληνες υπερασπιστές του κάστρου αιχµαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι στην Κωνσταντινούπολη. Η ήττα των Ενετών ήταν συντριπτική, καθώς περίπου σε διάστηµα 3 µηνών έχασαν όλες τις κτήσεις τους στην Πελοπόννησο και στο Αιγαίο. Τον Δεκέµβριο του 1715 ο Μέγας Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου σειρά είχε το φρούριο του

Βεζίρης επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη θριαµβευτής. Τουρκικές επιχειρήσεις στα Ιόνια. Η εµπλοκή της Αυστρίας και η συνθήκη του Πασάροβιτς Οι Οθωµανοί, ταυτόχρονα µε την επιθυµία ανακατάληψης της Πελοποννήσου, είχαν και άλλες βλέψεις, στην περιοχή κυρίως των Ιονίων νήσων, όπου υπήρχαν ισχυρές ενετικές βάσεις. Τα Ιόνια ήταν πάντα δέλεαρ για τους Τούρκους, µε την εύφορη γη τους αλλά και µε το µεγάλο κύρος που προσέδιδε η απόκτησή τους στην Υψηλή Πύλη. Ταυτόχρονα ο έλεγχος του Ιονίου ήταν απαραίτητος για τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις στη Βαλκανική, στην Αλβανία και στις Δαλµατικές ακτές, όπου συχνά ήταν θέατρο συγκρούσεων. Τον Αύγουστο του 1715, ταυτόχρονα µε τη νίκη τους στην Πελοπόννησο, οι Τούρκοι άρχισαν να κινούνται δυτικά, προς την περιοχή της Βόνιτσας, µε ισχυρές δυνάµεις γενίτσαρων αλλά και ατάκτων. Οι δυνάµεις αυτές εκκαθάριζαν ουσιαστικά τις περιοχές, µε λεηλασίες και σφαγές, αναγκάζοντας τον πληθυσµό να µετακινείται µαζικά προς τις ενετικές κτήσεις. Αλλά όπως είδαµε οι ενετικές ναυτικές δυνάµεις του Ντόλφιν είχαν αποφύγει την εµπλοκή τους στην Πελοπόννησο και είχαν προτιµήσει να παραµείνουν στα Ιόνια, γεγονός που επέτρεψε προς στιγµή την προστασία των νησιών και κυρίως της Λευκάδας που ήταν και ο βασικός στόχος των Τούρκων. Ο Ντόλφιν όµως είδε ότι και η Λευκάδα ήταν δύσκολο να προστατευθεί, µετά το τέλος των τουρκικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο και την αναµενόµενη άφιξη των εχθρικών δυνάµεων στα Ιόνια. Προτίµησε λοιπόν να πλεύσει στην Κέρκυρα, ώστε να ενισχύσει την άµυνά της, αλλά ευρισκόµενος εκεί αντικαταστάθηκε από την ενετική κυβέρνηση, καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνος για την ήττα. Τελικά οι Τούρκοι, µε µια µικρή σχετικά δύναµη 2.000 ανδρών, κατέλαβαν τη Λευκάδα και ακολούθησε λεηλασία και σφαγή των κατοίκων του νησιού. Οι Ενετοί φοβήθηκαν για τα χειρότερα, δηλαδή για τουρκική επίθεση στην Κέρκυρα και άρχισαν τις προετοιµασίες για µια αποτελεσµατική άµυνα. Επικεφαλής των ενετικών δυνάµεων στην Κέρκυρα τέθηκε ο έµπειρος Γερµανός στρατηγός κόµης Σούλµπουργκ, ενώ ισχυρότατες τουρκικές δυνάµεις υπό τον Καρά Μουσταφά πασά ήταν έτοιµες να επιτεθούν στο νησί. Τη στιγµή εκείνη και ενώ όλα έδειχναν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο για Άποψη του κάστρου του Ρίου, γνωστού και ως «κάστρο του

τους Ενετούς, καθώς παρατηρούνταν µαζικές µετακινήσεις των νησιωτών προς ασφαλέστερες περιοχές, εξαιτίας και της ήττας των Ενετών στον Μοριά, µια αχτίδα φωτός φάνηκε για τη Δηµοκρατία του Αγίου Μάρκου µε τις εκκλήσεις του πάπα για βοήθεια. Πράγµατι ανταποκρίθηκαν η Ισπανία και η Πορτογαλία, υποσχόµενες κυρίως ναυτική ενίσχυση. Όµως το καλύτερο νέο για τους Ενετούς ήταν η απόφαση της Αυστρίας να επιτεθεί στην Τουρκία στο έδαφος των Βαλκανίων. Στο µεταξύ ο καπουδάν πασάς Τσανούµ Χότζα, µετά τις επιτυχίες του στην κυρίως Ελλάδα, τον Μάιο του 1716 κινήθηκε προς τα Ιόνια και αρχές του καλοκαιριού έφτασε µε τον στόλο του έξω από την Κέρκυρα. Ο πανικός που προκλήθηκε στους Κερκυραίους ήταν µεγάλος και µεγάλος αριθµός χωρικών έσπευσε να κλειστεί στο κάστρο ή να φύγει προς την Ιταλία. Η φήµη µάλιστα ότι ο ενετικός στόλος είχε φύγει προκάλεσε γενικό πανικό και πλήρη αταξία µέσα στην Κέρκυρα. Ο προβλεπτής της Κέρκυρας Αντώνιος Λορεδάν και ο διοικητής κόµης Σούλµπουργκ κινήθηκαν αποφασιστικά, ώστε να βάλουν σε τάξη τον πληθυσµό, που άρχισε να προκαλεί εσωτερική αναστάτωση µε λεηλασίες και συγκρούσεις, αλλά και να οχυρώσει σωστά την πόλη απέναντι στην επικείµενη επίθεση των Τούρκων. Βέβαια ο αριθµός των υπερασπιστών της πόλης δεν ήταν µεγάλος: περίπου 2.500 Γερµανοί µισθοφόροι, Ιταλοί και Έλληνες. Επικεφαλής των περίπου 1.000 Ελλήνων ήταν οι Δηµήτριος Στρατηγός, Νικόλαος Θεοτόκης και Φραγκίσκος Ρώµας, καθώς και οι αδελφοί Κοψοκέφαλοι. Στις 8 Ιουλίου ο Ενετός ναύαρχος Ανδρέας Κόρνερ κατάφερε να νικήσει έξω από την Κέρκυρα τον οθωµανικό στόλο, παρότι είχε απέναντί του διπλάσιο αριθµό πλοίων και να αναγκάσει τους Τούρκους να υποχωρήσουν. Η νίκη αυτή του Κόρνερ αποδείκνυε για µια ακόµη φορά την ισχυρή ναυτική των Ενετών και τη δυνατότητά τους να υπερισχύσουν σε µια πολιορκία, όπου ο ρόλος των ναυτικών δυνάµεων ήταν αποφασιστικός για την έκβαση της µάχης. Η επιτυχία αυτή, καθώς και η νέα βοήθεια που έφτασε µε τα πλοία του ναύαρχου Πιζάνι, έδωσε θάρρος και στους κατοίκους της Κέρκυρας και έτσι πλέον έγινε δυνατή η πλήρης εκµετάλλευση του ανθρώπινου δυναµικού στην οργάνωση της άµυνας του νησιού από την ενετική φρουρά, καθώς οι ντόπιοι, µε επικεφαλής τη θρησκευτική τους ηγεσία έπαιρναν µέρος στις οχυρωµατικές εργασίες, ενώ επάνδρωσαν και τη Στο πλαίσιο των οθωµανικών επιχειρήσεων στα Ιόνια νησιά Τον Μάιο του 1716 οι κάτοικοι της Κέρκυρας κατέφυγαν στο

φρουρά. Την εποµένη της νίκης του Κόρνερ, 10.000 Τούρκοι αποβιβάστηκαν στο νησί και άρχισαν την πολιορκία µε εµπρησµούς χωριών και λεηλασίες. Μέχρι τα τέλη του Ιουλίου οι Τούρκοι είχαν τον έλεγχο του νησιού, ενώ και οι δυνάµεις του Καρά Μουσταφά ενίσχυσαν τους πολιορκητές. Από την άλλη πλευρά οι Ενετοί είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν τον ανεφοδιασµό σε τρόφιµα και πολεµοφόδια, χάρη στη δράση του στόλου τους. Οι συµµαχικές δυνάµεις που έσπευσαν σε βοήθεια των Ενετών έφτασαν στην Κέρκυρα στις 22 Ιουλίου και αποτελούνταν από 20 παπικά, γενουατικά, τοσκανικά και ισπανικά πλοία. Η δύναµη αυτή κατάφερνε να διατηρεί τον ανεφοδιασµό της Κέρκυρας, αλλά οι Τούρκοι στο εσωτερικό, έχοντας τον πλήρη έλεγχο, είχαν αποκλείσει εντελώς την πόλη. Η κατάσταση για τη φρουρά αλλά και τους κατοίκους άρχιζε να γίνεται απελπιστική, καθώς ο αποκλεισµός γινόταν ολοένα πιο σφιχτός, ενώ ο Καρά Μουσταφά, στις 5 Αυγούστου, ζήτησε την παράδοση της πόλης, απειλώντας µε γενική σφαγή. Οι στιγµές ήταν µάλλον τραγικές για τους Κερκυραίους και τους Ενετούς, αλλά ο πραγµατικά ικανότατος Γερµανός στρατηγός κόµης Σούλεµπουργκ συνέχισε τον αγώνα µε ριψοκίνδυνες εξόδους από τα τείχη, που αποδεκάτιζαν τους γενίτσαρους και καθυστερούσαν τη γενική έφοδο. Ήταν φανερό πάντως ότι η φρουρά δεν θα µπορούσε να αντέξει για πολύ καιρό. Ένα εξωτερικό γεγονός όµως άλλαξε την κατάσταση. Στις 8 Αυγούστου έγινε γνωστή η µεγάλη νίκη των Αυστριακών στο Πετροβαραντίν, ενώ την ίδια µέρα έφτασαν έξω από την Κέρκυρα και άλλα δέκα συµµαχικά πλοία µε εφόδια. Ήταν οπωσδήποτε µια θετική εξέλιξη για τους Ενετούς, αναγκαία για να κερδίσουν κάποιο χρόνο, αλλά όχι αρκετή για να λυθεί η πολιορκία. Ωστόσο ο συµµαχικός στόλος που είχε φτάσει έξω από την Κέρκυρα δεν είχε πάρει ακόµη την απόφαση να επέµβει, παρά τη µεγάλη έξοδο και έφοδο των δυνάµεων του Σούλεµπουργκ στις 19 Αυγούστου. Τη νύχτα της 20ης Αυγούστου και ενώ η πολιορκία βρισκόταν στην κρισιµότερη φάση της ξέσπασε τροµερή θαλασσοταραχή, η οποία προκάλεσε σοβαρές ζηµιές στον συµ- µαχικό στόλο, αλλά κυριολεκτικά σάρωσε τα οθωµανικά πλοία που βρίσκονταν πιο ανοιχτά και τα πληρώµατά τους δεν είχαν φυσικά τις ναυτικές ικανότητες των Δυτικών. Το πρωί οι Κερκυραίοι είδαν τις δυνάµεις του σερασκέρη να υποχωρούν και να επιβιβάζονται στα πλοία. Η εξέλιξη αυτή, έτσι όπως συνδυάστηκε µε το ξέσπασµα της καταιγίδας, αποδόθηκε από τους Κερκυραίους στον προστάτη της πόλης Άγιο Σπυρί- Κάτοικοι της Κέρκυρας σε χαλκογραφία του τέλους του 18ου Η πολιορκία της Κέρκυρας λύθηκε τον Αύγουστο του 1716

δωνα. Οπωσδήποτε η θαλασσοταραχή συνδυασµένη και µε την ήττα των Τούρκων στο Πετροβαραντίν, η οποία εγκυµονούσε σοβαρούς κινδύνους για τις οθωµανικές κτήσεις στη Σερβία, οδήγησαν στη λύση της πολιορκίας. Άλλωστε οι δυνάµεις του καπουδάν πασά και του σερασκέρη ήταν απαραίτητες για την ενίσχυση των τουρκικών θέσεων στα Βαλκάνια. Η είδηση της νίκης στην Κέρκυρα προκάλεσε µεγάλο ενθουσιασµό στη Βενετία, η οποία για µια ακόµη φορά και ίσως για τελευταία γιόρταζε µια µεγάλη νίκη της, κυριολεκτικά στη δύση της ένδοξης ιστορίας της. Μεγάλες τιµές αποδόθηκαν και στον κόµη Σούλεµπουργκ, ο οποίος µάλιστα συνέχισε τις επιχειρήσεις του και στη στεριά, ακολουθώντας τους Οθωµανούς που υποχωρούσαν, καταλαµβάνοντας το Βουθρωτό. Σε λίγες µέρες ανακαταλήφθηκε και η Λευκάδα, ενώ αργότερα έπεσαν η Πρέβεζα στις 19 Οκτωβρίου και η Βόνιτσα στις 4 Νοεµβρίου. Μέχρι τον επόµενο χρόνο, το 1717, ακολούθησαν επιµέρους συγκρούσεις και επιδροµές των Τούρκων που είχαν υπό τον έλεγχό τους τη Ναύπακτο και την Άρτα. Τον Αύγουστο του 1717 ο Τούρκος πειρατής Μουστή λεηλάτησε και το µοναστήρι του αγίου Διονυσίου στις Στροφάδες και αιχµαλώτισε καλόγερους, µε αποτέλεσµα τη µεταφορά του λειψάνου του αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο. Όλες αυτές οι τοπικές συγκρούσεις µεταξύ Ενετών και Τούρκων κυρίως στη θάλασσα καθώς και αυτές που θα ακολουθούσαν αφορούσαν περιορισµένης σηµασίας επιχειρήσεις, οι οποίες το µόνο που προκαλούσαν ήταν οριακές διαφοροποιήσεις στον έλεγχο κάποιων νησιών ή ευρύτερων ίσως περιοχών, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα να µεταβάλουν την κατάσταση στην ενδοχώρα. Η οθωµανική επικράτηση στην Πελοπόννησο και τη Στερεά ήταν οριστική και δεν ήταν δυνατόν να απειληθεί από µια αδύναµη Βενετία, η οποία εξάλλου δεν διέθετε επαρκείς χερσαίες δυνάµεις, ώστε να εκµεταλλευθεί τις ναυτικές της επιτυχίες. Ωστόσο, οι συγκρούσεις των δύο στόλων στο Αιγαίο, έδειχναν ακόµη µια υπεροχή των Ενετών, γεγονός το οποίο, υπό τις κατάλληλες διεθνείς συγκυρίες, θα µπορούσε να αποβεί αρνητικό για τα οθωµανικά συµφέροντα. Προς το παρόν όµως η Ενετοί δεν είχαν σοβαρή ευρωπαϊκή στήριξη, παρά µόνο κάποιες δευτερεύουσας σηµασίας βοήθειες. Τον Μάιο του 1717 τον Ανδρέα Κόρνερ διαδέχθηκε στην αρχηγία του ενετικού στόλου Η µεταφορά του λειψάνου του αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο

ο ναύαρχος Λουδοβίκος Φλανγκίνι. Υπό τις διαταγές του, 26 ιστιοφόρα των Ενετών κατάφεραν να κυριαρχήσουν στο Αιγαίο, την άνοιξη του 1717 και στις 12 Ιουλίου να νικήσουν τον οθωµανικό στόλο µεταξύ Λήµνου και Ίµβρου και να τον υποχρεώσουν να επιστρέψει στα Δαρδανέλια. Αλλά οι επιτυχίες του Φλανγκίνι δεν σταµάτησαν εδώ. Στις 19 Ιουλίου 33 ενετικά πλοία συγκρούστηκαν µε 56 τουρκικά κοντά στο Ταίναρο, µε αποτέλεσµα να υποχρεωθεί ο οθωµανικός στόλος να υποχωρήσει. Όλες αυτές οι νίκες των Ενετών στη θάλασσα έδωσαν κάποιες βοήθειες στις χερσαίες δυνάµεις που µάχονταν στα Ιόνια και στη δυτική Στερεά, αλλά δεν ήταν δυνατόν να απειλήσουν σοβαρά τους Τούρκους στην Πελοπόννησο. Ωστόσο οι επιχειρήσεις αυτές των Ενετών έπρεπε να συνεχιστούν και µάλιστα µε µεγαλύτερη ένταση, αφενός για να βελτιωθεί η διπλωµατική θέση της Βενετίας κατά την ώρα των διαπραγµατεύσεων και αφετέρου για να ενισχυθούν οι δυνάµεις που µάχονταν στα Βαλκάνια, υπό τον προβλεπτή Αλοΐσιο Μοτσενίγκο. Στο µεταξύ τον ναύαρχο Φλανγκίνι διαδέχθηκε στην αρχηγία του ενετικού στόλου ο Μάρκος Αντώνιος Ντιέλο. Στις 20 Ιουλίου 1718 µια δύναµη του Ντιέλο από 26 πολε- µικά πλοία συγκρούστηκε µε 36 πλοία του καπουδάν πασά Σουλεϊµάν Κότζα, κοντά στην Ελαφόνησο. Μετά τη σκληρή ναυµαχία που κράτησε 3 ηµέρες, οι Ενετοί υπό τον Ντιέλο κατάφεραν να απωθήσουν τον οθωµανικό στόλο προς το Αιγαίο, πετυχαίνοντας µία ακόµη νίκη. Όλες αυτές οι ενετικές επιτυχίες συντηρούσαν τον µύθο της ναυτικής υπεροχής της Βενετίας, αλλά εν προκειµένω δεν άλλαζαν τα δεδοµένα. Οι Τούρκοι είχαν οριστικά καταλάβει τον Μοριά, είχαν στα χέρια τους τη Στερεά και τις κτήσεις των Ενετών στην Κρήτη και εποµένως είχαν κερδίσει τον πόλεµο, παρά το γεγονός ότι δεν κατάφεραν να κυριεύσουν τα Ιόνια νησιά και να εξουδετερώσουν οριστικά την ενετική δύναµη. Ο τελευταίος αυτός Τουρκοβενετικός πόλεµος όδευε προς τη λήξη του, αλλά απέµενε το κυριότερο, η έκβαση του πολέµου Τουρκίας και Αυστρίας στη Βαλκανική. Ο πόλεµος αυτός θα καθόριζε εν πολλοίς και το τελικό αποτέλεσµα των συγκρούσεων στην ελληνική χερσόνησο, καθώς θα έκρινε τη θέση στην οποία θα βρισκόταν η Τουρκία, όταν θα κάθονταν στο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων. Τα πράγµατα στον πόλεµο αυτό δεν πήγαιναν καθόλου καλά για τους Τούρκους. Μετά τη συµµαχία των Αυστριακών µε τους Ενετούς, η οποία πραγµατοποιήθηκε στις 13

Αυγούστου 1716, υπό τη µεγάλη πίεση του πάπα Κλήµη ΙΑ, ο Αυστριακός αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ αποφάσισε να κινηθεί αποφασιστικά εναντίον των Οθωµανών στα Βαλκάνια. Ο λόγος ήταν οι σαφείς επιθετικές κινήσεις των Τούρκων στην περιοχή αυτή, οι οποίες είχαν ενθαρρυνθεί από τις νίκες τους στην Πελοπόννησο. Έτσι ήταν φανερό ότι οι Αψβούργοι δεν µπορούσαν πλέον να επαναπαυθούν στα οφέλη της συνθήκης του Κάρλοβιτς και ότι έπρεπε να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Τον Αύγουστο του 1716, 100.000 Τούρκοι υπό τον Μεγάλο Βεζίρη Αλή Κιουµουρτζή επιτέθηκαν εναντίον των δυνάµεων του δούκα της Σαβοΐας Ευγένιου στην περιοχή της Σερβίας Πετροβαραντίν. Οι Τούρκοι υπέστησαν πανωλεθρία, ο ίδιος ο Μεγάλος Βεζίρης σκοτώθηκε, καθώς και πολλοί αγάδες και µπέηδες του οθωµανικού στρατού, ο οποίος πανικόβλητος γύρισε προς το Βελιγράδι. Στη φονικότατη αυτή µάχη σκοτώθηκαν περίπου 10.000 Τούρκοι και 5.000 Αυστριακοί. Στη συνέχεια ο Ευγένιος κατέλαβε στις 12 Οκτωβρίου και το φρούριο στο Τεµεσβάρ, το οποίο κατείχαν Οθωµανοί και αποτελούσε σηµαντικό στρατιωτικό προγεφύρωµα, καθώς µε την κατάληψή του άνοιγε ο δρόµος προς τη Βλαχία και το Βουκουρέστι. Επόµενος µεγάλος στόχος των Αυστριακών ήταν το Βελιγράδι. Την πόλη υπερασπίζονταν περίπου 30.000 γενίτσαροι υπό τη διοίκηση του Μουσταφά πασά. Επιπλέον οι Τούρκοι είχαν να αντιτάξουν αξιόλογα οχυρωµατικά έργα, ενώ µια µεγάλη οθωµανική στρατιά 120.000 ανδρών, υπό τον Μεγάλο Βεζίρη Χαλίλ πασά, ξεκινούσε από την Αδριανούπολη και σε λίγες µέρες έφτασε κοντά στο Βελιγράδι. Απέναντί τους ο Ευγένιος της Σαβοΐας ο οποίος είχε µαζί του έναν ισχυρότατο στρατό από 80.000 πειθαρχηµένους και άριστα εκπαιδευµένους άνδρες. Η µεγάλη µάχη δόθηκε έξω από το Βελιγράδι στις 16 Αυγούστου 1717. Την ηµέρα εκείνη µια πυκνή οµίχλη κάλυψε ξαφνικά το πεδίο της µάχης και ο Ευγένιος την εκµεταλλεύτηκε άριστα απέναντι στον βραδυκίνητο οθωµανικό στρατό. Η επίθεσή του διέλυσε τη στρατιά του Μεγάλου Βεζίρη, η οποία τράπηκε κυριολεκτικά σε φυγή, αφήνοντας πίσω της 10.000 νεκρούς και πάνω από 10.000 τραυµατίες, µαζί µε όπλα, σηµαίες, κανόνια και άλλο υλικό. Οι Αυστριακοί έχασαν κι αυτοί 5.000 άντρες, αλλά κέρδισαν το Βελιγράδι, καθώς η φρουρά του αναγκάστηκε έπειτα από δύο µέρες να παραδοθεί, αφού δεν είχε πια να στηριχτεί σε καµία βοήθεια. Η νίκη αυτή των Αυστριακών στο Βελιγράδι, παρότι δεν ακολουθήθηκε από νέες Στο Πετροβαραντίν της Σερβίας τον Αύγουστο του 1716

νίκες, ανάγκασε τους Οθωµανούς να προσέλθουν στο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων. Διότι υπήρχε ο ορατός κίνδυνος, µετά την επιθετική πολιτική του Μεγάλου Πέτρου, ο οποίος ξεσήκωνε τους ορθόδοξους κατακτηµένους πληθυσµούς, να υποχρεωθεί η Υψηλή Πύλη να αντιµετωπίσει µια ανάλογη πολιτική εκ µέρους του Λεοπόλδου. Πράγµατι ο αυτοκράτορας της Αυστρίας επεδίωξε να προσεταιριστεί τους Σέρβους κατά τη διάρκεια του πολέµου µε την Τουρκία. Αλλά οι Σέρβοι, φοβούµενοι αντίποινα, έµειναν απαθείς. Ωστόσο η απειλή της επέµβασης των Αψβούργων και της υποκίνησης εξεγέρσεων παρέµενε, αφού οι χριστιανικοί λαοί της Βαλκανικής είχαν αναθαρρήσει από τις επιτυχίες των Αυστριακών στο Βελιγράδι. Έτσι οι Οθωµανοί θα είχαν να αντιµετωπίσουν µια θανάσιµη διπλή απειλή από τη δύση και τον βορρά, η οποία θα µπορούσε να οδηγήσει σε γενικευµένες εξεγέρσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, µε απρόβλεπτες συνέπειες. Οι κινήσεις των Αυστριακών να συνεργάζονται µυστικά µε τους ηγεµόνες των βαλκανικών περιοχών ανησύχησαν τους Τούρκους, οι οποίοι απάντησαν δυναµικά το 1716, καθαιρώντας και εκτελώντας τους ηγεµόνες της Βλαχίας Κωνσταντίνο Μπρανκοβεάνου, Κωνσταντίνο και Στέφανο Καντακουζηνό. Η κατάσταση στις βαλκανικές περιοχές ήταν ιδιαίτερα ρευστή, καθώς οι οθωµανικές στρατιωτικές ήττες είχαν αποδιοργανώσει την οθωµανική διοίκηση, µε αποτέλεσµα να επικρατεί πλήρης αταξία στην ύπαιθρο, µε ένταση της ληστείας, της λιποταξίας, της άρνησης πληρωµής φόρων κλπ, ενώ άρχισαν να αναπτύσσονται και κινήσεις επαναστατικές, κυρίως µε πρωτοβουλίες κληρικών που έρχονταν σε επαφή µε Ρώσους πράκτορες και τις αυστριακές αρχές. Πιο γνωστή ήταν αυτή του µητροπολίτη Σισανίου Ζωσιµά, στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας. Ο Ζωσιµάς απευθύνθηκε στον νικητή του Βελιγραδίου Ευγένιο, δούκα της Σαβοΐας, ζητώντας του να θέσει υπό την προστασία του επανάσταση των Ελλήνων της δυτικής Μακεδονίας. Πράγµατι ο Ευγένιος απέστειλε επίσηµα προκήρυξη προς τους Έλληνες ορθοδόξους της Μακεδονίας, καλώντας τους να υποστηρίξουν τον αυστριακό στρατό και να επαναστατήσουν εναντίον των Τούρκων, υποσχόµενος ταυτόχρονα πλήρη προστασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αυτονοµία των Ελλήνων. Παρότι οι κινήσεις αυτές δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσµα και δεν οδήγησαν εντέλει σε επανάσταση στη Μακεδονία, αφού στο µεταξύ και οι Αυστριακοί, µετά τη µεγάλη νίκη τους στο Βελιγράδι, δεν προχώρησαν προς νότο, εντούτοις οι Οθωµανοί έπρεπε

να σταθµίσουν την επικίνδυνη αυτή κατάσταση τόσο απέναντι στους Αυστριακούς όσο και απέναντι στους Ρώσους και να βρουν τρόπο αντιµετώπισης, ώστε να µετριαστεί η εξωτερική πίεση αλλά και η εσωτερική πλήρης αταξία. Η στιγµή µάλιστα ήταν κατάλληλη, καθώς οι Αυστριακοί, το καλοκαίρι του 1717, έπρεπε να αντιµετωπίσουν την ισπανική απειλή στις ιταλικές περιοχές. Έτσι οδηγηθήκαµε στην υπογραφή της συνθήκης του Πασάροβιτς, χωριό κοντά στο Βελιγράδι. Τον ρόλο του µεσολαβητή έπαιξαν και πάλι η Αγγλία και η Ολλανδία. Παρότι Αυστριακοί και Ενετοί απαιτούσαν µεγάλα εδαφικά οφέλη, εντέλει συµβιβάστηκαν στην αναγνώριση του στρατιωτικού status quo. Οι Αυστριακοί πήραν µεγάλα εδάφη στη Σερβία, ανάµεσα στα οποία περιλαµβάνονταν το Βελιγράδι και το Τεµεσβάρ και οι Ενετοί τις κτήσεις τους στις δαλµατικές ακτές, τα Κύθηρα, την Πρέβεζα, το Βουθρωτό και φυσικά διατηρούσαν τα Ιόνια, αλλά έχαναν την Πελοπόννησο, την Τήνο, την Αίγινα και τα κάστρα της Κρήτης Σούδα και Σπιναλόγκα. Η νίκη των Οθωµανών στην Πελοπόννησο ήταν εποµένως πύρρειος, διότι έχασαν την περιοχή της Σερβίας και κυρίως το Βελιγράδι, υπογράφοντας έτσι ουσιαστικά το τέλος της εποχής των κατακτήσεων και την έναρξη της εποχής του αργού αλλά σταθερού διαµελισµού. Από την άλλη οι Ενετοί υπέγραψαν ουσιαστικά το τέλος της Δηµοκρατίας του Αγίου Μάρκου, η οποία µετατρέπονταν σε µια δευτερεύουσα µικρή ευρωπαϊκή δύναµη τοπικής εµβέλειας. Οι µόνοι κερδισµένοι του Τουρκοβενετικού πολέµου ήταν η Αυστροουγγαρία, η οποία τη στιγµή αυτή αποτελεί τη σοβαρότερη χριστιανική δύναµη, και εµµέσως η Ρωσία, που βλέπει τον ανταγωνιστή της στην Ανατολή να δέχεται ισχυρότατο πλήγµα, γεγονός που δηµιουργούσε τις προϋποθέσεις για την υλοποίηση των δικών της σχεδίων. Όσο για τον ελληνισµό, έκανε ένα ακόµη µικρό αλλά ουσιαστικό βήµα προόδου, καθώς µπορεί µεν να είδε τον Μοριά να περνά στους Τούρκους, αλλά στο πεδίο των οικονοµικών ανταλλαγών, που δηµιουργεί µακροχρόνιες εξελίξεις, οι οποίες σταθεροποιούν µια σαφή προοπτική εθνικής αναγέννησης, ο ελληνισµός είδε να διαµορφώνονται ακόµη ευνοϊκότερες συνθήκες. Πρέπει βεβαίως να σηµειωθεί ότι εξαιτίας του πολέµου στην Πελοπόννησο, είχαµε υποχρεωτικές µετακινήσεις πληθυσµών που µεταβλήθηκαν σε πρόσφυγες. Η Πελοπόννησος υπέστη ένα σοβαρό δηµογραφικό πλήγµα, ενώ και η οικονοµία της παρήκµασε σε πρώτη φάση, αφού η κατάργηση της ενετοκρατίας και η αλλαγή στις σχέσεις ιδιοκτησίας αναστάτωσε την ύπαιθρο και προσέθεσε τις δικές Σκηνή από τη νικηφόρα για τους Αυστριακούς µάχη του Βελιγρα-

της αρνητικές συνέπειες στην παραγωγή, µαζί µε εκείνες του πολέµου και των καταστροφών. Από την άλλη πλευρά, η εδραίωση της θέσης της Αυστρίας στα Βαλκάνια έδινε ακόµη µεγαλύτερες δυνατότητες στους ελληνικούς πληθυσµούς να κινηθούν ελεύθερα, να πλουτίσουν και να οργανώσουν εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες σε όλο τον χώρο της κεντρικής Ευρώπης, γεγονός που δηµιούργησε πολύ ευνοϊκές προϋποθέσεις για το άµεσο εθνικό του µέλλον. Ο νέος ελληνισµός την περίοδο αυτή οργανώνεται πολιτικά και θρησκευτικά και αποκτά συνείδηση του παρελθόντος του, αλλά κυρίως της δυνατότητάς του για απελευθέρωση. Άποψη της Τήνου σε χαλκογραφία από γαλλική έκδοση του Τα Ορλωφικά Περί τα µέσα του 18ου αιώνα ένας ελληνικής καταγωγής αξιωµατικός του ρωσικού πυροβολικού, ο Γεώργιος Παπάζωλης από τη Σιάτιστα, γνώρισε στην Πετρούπολη τον Γρηγόριο Ορλώφ, αξιωµατικό επίσης του ρωσικού στρατού. Ο Ορλώφ συνδέθηκε στενά µε τον Παπάζωλη, την εποχή που ανερχόταν στον θρόνο η Αικατερίνη η Μεγάλη, το 1762. Ο Ορλώφ, στενός συνεργάτης και εραστής της Αικατερίνης, ανήλθε γρήγορα τα αξιώµατα και έγινε ένα από τα πλέον σηµαίνοντα πρόσωπα της αυτοκρατορίας. Οι σχέσεις Παπάζωλη και Ορλώφ φαίνεται πως ενείχαν και την πιθανότητα σχεδιασµού ενός σοβαρού επαναστατικού κινήµατος στην Ελλάδα, το οποίο θα επέτρεπε στην Αικατερίνη να ανασυστήσει την παλιά βυζαντινή εξουσία και να γίνει έτσι η αυτοκράτειρα του νέου Βυζαντίου. Παρότι το σχέδιο αυτό δεν εύρισκε θερµούς υποστηρικτές στη ρωσική Αυλή, καθώς εθεωρείτο χιµαιρικό, ο Ορλώφ επέµεινε και απέστειλε τον Παπάζωλη στην Ελλάδα, ώστε να διαπιστώσει ο ίδιος τις πιθανότητες επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήµατος. Η όλη ιστορία στηριζόταν οπωσδήποτε στις µεγάλες φιλοδοξίες της Αικατερίνης, η οποία προσπάθησε αρχικά να βολιδοσκοπήσει τους Ενετούς. Όµως η Δηµοκρατία του Αγίου Μάρκου, η οποία είχε σκληρά δοκιµαστεί στον τελευταίο πόλεµο και επιπλέον δεν διέθετε την παλιά της δύναµη και αίγλη, δεν είχε καµία διάθεση να εµπλακεί εκ νέου σε πόλεµο µε την Τουρκία. Στο µεταξύ όµως ο Παπάζωλης, αφού πέρασε στην Τεργέστη και από εκεί στην κυρίως Ελλάδα, µετέφερε στους επισκόπους, τους αρµατολούς και τους προκρίτους, το σχέδιο της Μεγάλης Αικατερίνης και του πρίγκιπα Ορλώφ για επανάσταση και απελευθέρωση