ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Τ ο αίμα ξεπήδησε σαν ρυάκι και πιτσίλισε τη μοκέτα. Το αγόρι δεν είχε συνέλθει ακόμα και παρέμεινε μαραμένο στα χέρια μου, αλλά το πρόσωπό του άρχιζε να αποκτά χρώμα. Το γατί ούρλιαζε από το διπλανό δωμάτιο λες και το σφάζανε! Έβαλα τον Εγκόρ στον καναπέ και κάθισα δίπλα του. «Όλγα, επίδεσμο», ζήτησα από την κουκουβάγια. Η κουκουβάγια πετάχτηκε από τον ώμο μου και εξαφανίστηκε στην κουζίνα. Προφανώς μπήκε καθ οδόν στην καταχνιά γιατί, ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, επέστρεψε κρατώντας τον επίδεσμο στο ράμφος της. Ο Εγκόρ άνοιξε τα μάτια του. Τη στιγμή που πήρα τον επίδεσμο από την κουκουβάγια και άρχισα να του δένω το χέρι, με ρώτησε: «Τι είναι αυτό;» «Κουκουβάγια, δε βλέπεις;» «Τι έπαθα;» Η φωνή του δεν έτρεμε σχεδόν καθόλου. «Λιποθύμησες». «Γιατί;» Η φοβισμένη του ματιά διέτρεξε τα αιμάτινα ίχνη στο πάτωμα και πάνω στα ρούχα. Από καθαρή τύχη το αγόρι δεν είχε λερωθεί καθόλου. «Το αίμα είναι δικό μου», εξήγησα. «Κόπηκα κατά λάθος. Εγκόρ, στην Καταχνιά πρέπει να μπαίνει κανείς με μεγάλη προσοχή. Είναι ένα περιβάλλον ξένο ακόμα και για μας, τους Άλλους. Όσο βρισκόμαστε στον κόσμο της πρέπει να ξοδεύουμε συνεχώς την ενέργειά μας για να την ταΐζουμε.αν δεν κατορθώσεις να ελέγξεις την διαδικασία η Καταχνιά θα ρουφήξει από μέσα σου ό,τι ζωντανό υπάρχει, και κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει σ αυτό. Πρόκειται για ένα είδος αμοιβής». «Κι εγώ πλήρωσα παραπάνω απ όσο χρωστούσα;» «Πλήρωσες παραπάνω απ όσο είχες και κόντεψες να γίνεις
102 ΣΕΡΓΚΕΪ ΛΟΥΚΙΑΝΕΝΚΟ μόνιμος κάτοικος στον κόσμο της Καταχνιάς, κάτι μάλλον χειρότερο κι από τον θάνατο». «Αφήστε να σας βοηθήσω» Το αγόρι ανακάθισε και έκανε μια στιγμιαία γκριμάτσα. Προφανώς είχε ζαλιστεί. Έβγαλα το χέρι μου και ο Εγκόρ άρχισε να μου δένει τον καρπό. Δεν ήταν πολύ επιδέξιος αλλά προσπαθούσε. Η αύρα του αγοριού δεν είχε αλλάξει. Διατηρούσε τα ίδια χρώματα και έμοιαζε ουδέτερη. Παρόλο που το αγόρι είχε περάσει στην Καταχνιά, αυτή δεν πρόλαβε να το στιγματίσει. «Με θεωρείς φίλο σου;» τον ρώτησα. «Δεν ξέρω. Μάλλον, όμως, δεν είσαστε εχθρός ή, απλά, δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα!» Άπλωσα το χέρι μου και ακούμπησα το αγόρι στο λαιμό. Η έντασή του ήταν φανερή. Στη συνέχεια άνοιξα την αλυσίδα και την αφαίρεσα από πάνω του. «Κατάλαβες τώρα;» «Ώστε δεν είσαστε βρικόλακας;» Η φωνή του ήταν κάπως συγκρατημένη. «Δεν είμαι, αλλά όχι επειδή άγγιξα το σκόρδο και το ασήμι. Εγκόρ, αυτά δεν αποτελούν εμπόδια για ένα βρικόλακα». «Ναι, αλλά στις ταινίες» «Στις ταινίες οι καλοί κερδίζουν πάντα τους κακούς. Μικρέ, η προκατάληψη είναι επικίνδυνη γιατί σου δίνει ψεύτικες ελπίδες». «Υπάρχουν και αληθινές ελπίδες;» «Εκ φύσεως, όχι». Σηκώθηκα και δοκίμασα τον επίδεσμο. Δεν ήταν άσχημος. Ήταν αρκετά καλά στερεωμένος και έμοιαζε καλοφτιαγμένος. Σε μισή ώρα περίπου, θα είχα τη δυνατότητα να γιατρέψω την πληγή, χρησιμοποιώντας κάποια ξόρκια, αλλά προς το παρόν οι δυνάμεις μου ήταν περιορισμένες. Το αγόρι με παρατηρούσε από τον καναπέ. Ευτυχώς είχε ηρεμήσει κάπως, αν και δεν φαινόταν να έχει πειστεί ακόμα. Η πλάκα ήταν πως δεν έδινε την παραμικρή σημασία στην λευκή κουκουβάγια που είχε αποκοιμηθεί αθώα πάνω στην τηλεόραση. Ήταν εμφανές πως η Όλγα δεν είχε εισχωρήσει απόλυτα στην συνείδησή του. Πάλι καλά, μιας και θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να του εξηγήσω
ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 103 ποια ήταν η λευκή κουκουβάγια και πως ήταν δυνατόν να μιλάει. «Λες να υπάρχει τίποτα φαγώσιμο;» ρώτησα. «Σαν τι δηλαδή;» «Οτιδήποτε. Τσάι με ζάχαρη, λίγο ψωμί. Βλέπεις, κι εγώ έχασα πολλές δυνάμεις». «Κάτι θα βρεθεί. Πως κοπήκατε;» Σκέφτηκα να μην του εξηγήσω λεπτομερώς, αλλά ούτε και να πω ψέματα. «Επίτηδες. Ήταν αναγκαίο για να σε βγάλω από την Καταχνιά», απάντησα. «Ευχαριστώ. Αν είναι αλήθεια όσα μου λέτε, βέβαια». Είχε θράσος, αλλά μου άρεσε. «Τίποτα. Αν χανόσουν εκεί μέσα η διοίκηση θα μου έπαιρνε το κεφάλι». Το αγόρι γέλασε απορημένα και ανασηκώθηκε. Εξακολουθούσε να κρατάει αποστάσεις. «Ποια διοίκηση;» ρώτησε. «Θα μου βάλεις επιτέλους λίγο τσάι;» «Μετά χαράς να προσφέρω ότι έχω σε ένα τόσο καλό άνθρωπο». Ναι. Φοβόταν ακόμα και έκρυβε αυτό τον φόβο πίσω από μια απελευθερωμένη αναίδεια. «Στο ξαναλέω: Δεν είμαι άνθρωπος. Είμαι Άλλος, όπως κι εσύ». «Και ποια είναι η διαφορά;» Ο Εγκόρ μου έριξε μια επιδεικτική ματιά. «Δεν θα έλεγα πως διαφέρουμε εμφανισιακά», συνέχισε. «Δεν λέω τίποτα μέχρι να με κεράσεις λίγο τσάι. Δεν σε έχουν μάθει τρόπους απέναντι σε έναν καλεσμένο;» «Μα, ήρθατε απρόσκλητα. Παρεμπιπτόντως, πως μπήκατε μέσα;» «Από την πόρτα. Θα σου δείξω αργότερα». «Ελάτε από δω». Φαίνεται πως αποφάσισε να με κεράσει τελικά. Ακολούθησα το αγόρι, μειδιώντας κάπως αηδιαστικά. Τελικά δεν άντεξα και του είπα: «Εγκόρ, ξέρεις κάτι Δε πάς να πλύνεις το λαιμό σου;» Το
104 ΣΕΡΓΚΕΪ ΛΟΥΚΙΑΝΕΝΚΟ αγόρι, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Για την ακρίβεια, είναι αρκετά χαζό να προστατεύεις το λαιμό σου μόνο. Πάνω στο ανθρώπινο σώμα υπάρχουν πέντε σημεία που μπορεί να σε δαγκώσει ένας βρικόλακας». «Αλήθεια;» «Φυσικά. Εννοώ το ανδρικό σώμα, έτσι;» Ακόμα και ο σβέρκος του είχε κοκκινίσει. Έβαλα στην κούπα μου πέντε γεμάτες κουταλιές ζάχαρη και έκλεισα το μάτι στον Εγκόρ. «Δώστε μου τσάι με δύο κουταλιές ζάχαρη... Θέλω να το δοκιμάσω πριν πεθάνω». Μάλλον δεν ήξερε το γνωστό ανέκδοτο. «Εγώ πόσες να βάλω;» «Πόσο ζυγίζεις;» «Δεν θυμάμαι». Υπολόγισα με το μάτι. «Βάλε τέσσερις για να ρίξεις την υπογλυκαιμία». Ο Εγκόρ έπλυνε το λαιμό του, αν και δεν κατάφερε να διώξει τελείως τη μυρωδιά του σκόρδου, και άρχισε να ρουφάει με μανία το τσάι του. «Λοιπόν, για εξηγήστε μου», είπε ανυπόμονα. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καθόλου όπως τα είχα σχεδιάσει. Σκόπευα να ακολουθήσω τον μικρό όταν θα τον έπιανε η Φωνή, να σκοτώσω ή να συλλάβω τον βρικόλακα και να παραδώσω το ευγνώμων αγόρι στο αφεντικό. Εκείνος θα μπορούσε να του εξηγήσει τα πάντα από την αρχή. «Στα παλιά τα χρόνια», άρχισα να λέω και πνίγηκα με το τσάι. «Μπορεί να σου φανεί πως μοιάζει με παραμύθι», είπα, «αλλά δεν είναι διόλου έτσι τα πράγματα». «Ακούω». «Λοιπόν. Θα ξεκινήσω από κάτι άλλο. Υπάρχει ο κόσμος των ανθρώπων». Με ένα νεύμα του έδειξα το παράθυρο, πέρα απο το οποίο διέκρινες την μικρή αυλή και τα αυτοκίνητα που σέρνονταν
ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 105 στο δρόμο. «Είναι γύρω μας και οι περισσότεροι δεν μπορούν να βγουν έξω από τα όριά του. Έτσι ήταν πάντα. Μερικές φορές όμως, εμφανιζόμαστε εμείς. Οι Άλλοι». «Και οι βρικόλακες;» «Οι βρικόλακες ανήκουν κι αυτοί στους Άλλους, μόνο που είναι διαφορετικοί. Οι ικανότητές τους είναι προκαθορισμένες». «Δεν καταλαβαίνω». Ο Εγκόρ άρχισε να κουνάει το κεφάλι του με αμφιβολία. Λογικό είναι. Δεν ήμουν ο υπεύθυνος επίβλεψης. Ούτε ξέρω ούτε και μου αρέσει να εξηγώ κοινοτυπίες «Φαντάσου δυο σαμάνους που χτυπάνε τα τύμπανα τους τρώγοντας δηλητηριώδη μανιτάρια», είπα. «Βρισκόμαστε πολύ πίσω στο χρόνο, στις πρωτόγονες εποχές. Ο ένας από αυτούς κοροϊδεύει ξεδιάντροπα τους κυνηγούς και τους αρχηγούς τους. Ο άλλος βλέπει πως η σκιά του, που τρεμομαίζει βαθιά μέσα στην σπηλιά στο φως της φωτιάς, αποκτά όγκο και ορθώνεται στο αληθινό της ύψος. Κάνει ένα βήμα και μπαίνει μέσα στη σκιά. Μπαίνει στην Καταχνιά και τότε αρχίζει το πραγματικό ενδιαφέρον. Κατάλαβες;» Τώρα είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. Οι κόρες των ματιών του μίκρυναν και η επιδερμίδα του έγινε κάπως ωχρή. Φυσιολογική αγχωτική αντίδραση. Όντως, αυτό το αγόρι ήταν κατάλληλο για επιχειρησιακός πράκτορας «Τι μπορώ να γίνω;» ρώτησε. «Όποιος και ό,τι θέλεις. Δεν έχεις ακόμα αυτοπροσδιοριστεί. Κατά βάση, ξέρεις ποια είναι η επιλογή σου; Το Καλό και το Κακό. Το Φως και το Σκότος». «Εσύ ανήκεις στους Καλούς;» «Πάνω απ όλα, είμαι Άλλος. Η διάκριση ανάμεσα στο Καλό και το Κακό αφορά τους κανονικούς ανθρώπους. Αν επιλέξεις το Φως, δεν θα χρησιμοποιήσεις τις ικανότητές σου για προσωπικό κέρδος. Αν όμως διαλέξεις το Σκότος, αυτή η επιδίωξη θα σου γίνει δεύτερη φύση. Όμως, ακόμα και ένας μαύρος μάγος είναι ικανός να γιατρεύει τους αρρώστους και να ανακαλύπτει τους αγνοούμενους, ενώ ένας λευκός μπορεί και να αρνηθεί να βοηθήσει τους ανθρώπους»
106 ΣΕΡΓΚΕΪ ΛΟΥΚΙΑΝΕΝΚΟ «Μα τότε, που είναι η διαφορά;» «Θα το καταλάβεις από την στιγμή που θα περάσεις στην μια ή την άλλη πλευρά». «Δεν σκοπεύω να ενταχθώ πουθενά!» «Τώρα είναι αργά, Εγκόρ. Βρέθηκες στην Καταχνιά και ήδη έχεις αρχίσει να αλλάζεις. Σε μια δυο μέρες θα έχεις κάνει την επιλογή σου». «Αν εσύ διάλεξες το Φως» Ο Εγκόρ σηκώθηκε και σερβιρίστηκε λίγο τσάι ακόμα. Πρόσεξα οτι για πρώτη φορά μου γύρισε την πλάτη χωρίς ίχνος καχυποψίας. «Τότε τι είσαι; Μάγος;» «Είμαι μαθητής μάγου και εργάζομαι στο γραφείο των Φρουρών της Νύχτας. Είναι αναγκαίο κι αυτό». «Και τι ξέρεις να κάνεις; Δείξε μου, θέλω να μάθω!» Να τα μας. Όλα γίνονται όπως τα αναφέρει το βιβλίο! Το αγόρι βρέθηκε στην Καταχνιά αλλά δεν πείστηκε, ενώ τα μικρά και παραπλανητικά κολπάκια του φάνηκαν πιο εντυπωσιακά. «Κοίτα», είπα, φέρνοντα το χέρι μου κοντά του. Ο Εγκόρ προσπάθησε να καταλάβει τι συμβαίνει και κοίταξε την κούπα. Ο ατμός από το τσάι έπαψε να αναδεύεται. Το νερό έτριξε ελαφρά, έχοντας μεταμορφωθεί σε ένα μικρό κύλινδρο πάγου σε χρώμα καφετί θολό, με τα κομματάκια από φύλλα τσαγιού παγιδευμένα μέσα του. «Αμάν!» είπε το αγόρι. Η θερμοδυναμική είναι το ευκολότερο μέρος του χειρισμού της ύλης. Στη συνέχεια επέτρεψα στο νόμο του Μπράουν να επαναφέρει το τσάι στην αρχική του κατάσταση, και ο πάγος άρχισε να βράζει. Ο Εγκόρ άφησε μια στριγκλιά, πετώντας την κούπα κάτω. «Συγγνώμη», είπε. Έπιασα ένα πανάκι από το νεροχύτη και άρχισα να σκουπίζω το λεκέ από το πάτωμα. «Μόνο προβλήματα δημιουργεί η μαγεία», είπε το αγόρι. «Κρίμα που έσπασε η κούπα». Η σκιά πήδηξε επάνω μου κι εγώ πέρασα στην Καταχνιά. Κοίταξα τα σπασμένα κομματάκια. Θυμόντουσαν ακόμα την ενιαία τους μορφή. Η κούπα δεν ήταν γραφτό να σπάσει τόσο νωρίς. Παραμένοντας στην Καταχνιά άρχισα να μαζεύω τα θραύ-
ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 107 σματα. Κάποια μικρότερα, που είχαν κυλήσει κάτω από την κουζίνα, κύλησαν βιαστικά προς το μέρος μου. Βγήκα από την Καταχνιά και ακούμπησα την άσπρη κούπα πάνω στο τραπέζι. «Τώρα μπορείς να βάζεις όσο τσάι θέλεις», είπα του μικρού. «Απίστευτο!» Φαίνεται πως αυτό το φτηνό κόλπο εντυπωσίασε πολύ τον πιτσιρικά. «Μπορείς να το κάνεις με οτιδήποτε αυτό;» με ρώτησε. «Σχεδόν με οποιοδήποτε υλικό». «Και με κάτι που έχει σπάσει πριν από μια βδομάδα;» Χαμογέλασα. «Όχι. Λυπάμαι, αλλά είναι πολύ αργά. Η Καταχνιά σου προσφέρει μια ευκαιρία αλλά πρέπει να την χρησιμοποιήσεις αμέσως, πολύ γρήγορα». Ο Εγκόρ χαμογέλασε απογοητευμένος. Άραγε τι είχε σπάσει πριν από μια βδομάδα; «Πιστεύεις τώρα;» τον ρώτησα. «Αυτό είναι η μαγεία;» «Ναι, στην απλούστερη μορφή της. Σε αυτή την φάση δεν χρειάζονται καν μαθήματα». Προφανώς δεν έκανα καλά που το ανέφερα. Τα μάτια του αγοριού έλαμψαν και άρχισε να αναλογίζεται τι προοπτικές υπήρχαν. Το κέρδος. Φως και Σκότος «Ένας έμπειρος μάγος μπορεί να κάνει κι άλλα πράγματα;» «Φυσικά. Ακόμα κι εγώ έχω αυτή την δυνατότητα». «Μπορείτε να εξουσιάζετε τους ανθρώπους;» Φως και Σκότος. «Ναι», είπα. «Μπορούμε». «Τότε γιατί οι τρομοκράτες κρατάνε ομήρους; Αφού, χωρίς να το καταλάβει κανείς, μπορείς να περάσεις στην Καταχνιά και να τους πυροβολήσεις ή να τους αναγκάσεις να αυτοπυροβοληθούν! Γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν από αρρώστιες τη στιγμή που οι μάγοι μπορούν να τους γιατρέψουν; Εσείς ο ίδιος το είπατε!» «Αυτό που λες θα είναι η έκφραση του Καλού», είπα.
108 ΣΕΡΓΚΕΪ ΛΟΥΚΙΑΝΕΝΚΟ «Σίγουρα! Εσείς δεν είσαστε οι Μάγοι του Φωτός;» «Αν όμως εμείς πράξουμε το απολύτο Καλό, οι Σκοτεινοί μάγοι έχουν δικαίωμα να πράξουν το απόλυτο Κακό». Ο Εγκόρ με κοίταξε απορημένος. Είχε βιώσει πολλλά μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Πάντως, δεν τα κατάφερνε κι άσχημα. «Δυστυχώς, Εγκόρ, το Κακό είναι εκ φύσεως δυνατότερο και πολύ πιο καταστροφικό. Μπορεί πολύ εύκολα να διαλύσει οποιαδήποτε δημιουργία του Καλού». «Κι εσείς τι κάνετε τότε; Αυτοί οι δικοί σας, οι Φύλακες της Νύχτας Εσείς δεν πολεμάτε με τους Σκοτεινούς Μάγους;» Καταλάβαινα ξεκάθαρα πως μου απαγορευόταν να απαντήσω και ήξερα πολύ καλά πως δεν έπρεπε να ανοιχτώ μπροστά στο αγόρι. Έπρεπε να τον υπνωτίσω, να μπω βαθύτερα στην Καταχνιά, αλλά να μην του δώσω εξηγήσεις σε καμιά περίπτωση! Πράγμα που σήμαινε πως δεν θα μπορούσα να του αποδείξω τίποτα! «Τους πολεμάτε;» «Όχι ακριβώς», είπα. Η αλήθεια ήταν χειρότερη από το ψέμα, αλλά δεν είχα δικαίωμα να του πω ψέματα. «Επιβλέπουμε ο ένας τον άλλον, κατά κάποιον τρόπο». «Και ετοιμάζεστε για πόλεμο;» Κοιτούσα τον Εγκόρ και σκεφτόμουν ότι δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, χαζό αγόρι. Απλά, ήταν ένα μικρό παιδί. Αν του έξηγούσα πως πλησιάζει η μεγάλη μάχη μεταξύ Καλού και Κακού, και ότι μπορεί ο ίδιος να γινόταν ο καινούριος αρχηγός του κόσμου της Καταχνιάς, είναι πιθανόν να ερχόταν με το μέρος μας. Μόνο για λίγο όμως. «Όχι, Εγκόρ. Είμαστε πολύ λίγοι», απάντησα τελικά. «Οι Φωτεινοί είναι λιγότεροι από τους Σκοτεινούς;» Ορίστε μας τώρα! Ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει το σπίτι του, την μητέρα και τον πατέρα του, να φορέσει μια λαμπερή πανοπλία και να πολεμήσει μέχρι θανάτου για τα ιδανικά του Καλού «Σε γενικές γραμμές οι Άλλοι είναι λίγοι, Εγκόρ. Οι πόλεμοι ανάμεσα στο Καλό και το Κακό διέξαγονται εδώ και χιλιάδες χρόνια και η πλάστιγγα γέρνει πότε από την μία και πότε από την άλλη
ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 109 μεριά. Κατά καιρούς το Φως σημείωνε επιτυχίες, αλλά αν ήξερες πόσοι άνθρωποι που δεν είχαν ιδέα για την ύπαρξη του κόσμου της Καταχνιάς σκοτώθηκαν γι αυτό τον σκοπό, θα τρόμαζες. Οι Άλλοι μπορεί να είναι λίγοι, αλλά ο κάθε Άλλος είναι ικανός να πάρει μαζί του χιλιάδες κανονικούς ανθρώπους. Εγκόρ αν ξεσπάσει τώρα πόλεμος ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, θα αφανιστεί η μισή ανθρωπότητα. Γι αυτό, πριν από μισό αιώνα σχεδόν, υπογράφτηκε μια Συνθήκη. Ένα πολύ σημαντικό Συμβόλαιο ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, ανάμεσα στο Σκότος και στο Φως». Το αγόρι με κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα. «Είναι μια συμφωνία. Θα σου διαβάσω την επίσημη μετάφραση στην Ρώσικη γλώσσα. Τώρα πια έχεις δικαίωμα να ξέρεις». Μισόκλεισα τα μάτια μου και κοίταξα στο σκοτάδι. Η Καταχνιά ζωντάνεψε και άρχισε να κυματίζει κάτω από τα βλέφαρά μου. Στη συνέχεια άνοιξε κάτι σαν γκρι πανί γεμάτο κατακόκκινα, καυτά γράμματα. Απαγορεύεται να αποστηθίζεις τη Συνθήκη. Μόνο να την διαβάζεις μπορείς: Εμείς, οι Άλλοι, Υπηρετούμε τις αλλόκοσμες δυνάμεις. Στην καταχνιά όμως, δεν υπάρχει διαφορά Ανάμεσα στην έλλειψη του σκότους και την έλλειψη του φωτός. Η διαμάχη μας είναι ικανή να καταστρέψει τον κόσμο. Συνάπτουμε αυτό το ισχυρό Συμβόλαιο ανακωχής. Η κάθε πλευρά θα ζει βάση των κανόνων της, Και το κάθε μέρος θα έχει τα δικαιώματά του. Εμείς, οι Άλλοι, περιορίζουμε τα δικαιώματα και τους κανόνες μας. Εμείς, οι Άλλοι Δημιουργούμε τους Φύλακες της Νύχτας, Ώστε οι δυνάμεις του Φωτός να επιβλέπουν τις δυνάμεις του Σκότους. Εμείς, οι Άλλοι. Δημιουργούμε τους Φύλακες της Ημέρας, Ώστε οι δυνάμεις του Σκότους να επιβλέπουν τις δυνάμεις
110 ΣΕΡΓΚΕΪ ΛΟΥΚΙΑΝΕΝΚΟ του Φωτός. Ο χρόνος θα αποφασίσει για εμάς. Τα μάτια του Εγκόρ εξακολουθούσαν να είναι ορθάνοιχτα. «Το Φως και το Σκότος συνυπάρχουν ειρηνικά;» ρώτησε. «Ναι». «Άρα, οι βρικόλακες είναι Σκοτεινοί;» Συνεχώς γυρνούσε σε αυτό το θέμα. «Ναι. Είναι άνθρωποι, εξ ολοκλήρου αναγεννημένοι απο τον κόσμο της Καταχνιάς. Αποκτάνε τεράστιες ικανότητες, αλλά χάνουν την ίδια τους τη ζωή και μόνο με ξένη ενέργεια μπορούν να διαιωνίζουν την ύπαρξή τους. Το αίμα αποτελεί τη πιο βολική μορφή απορρόφησής της». «Και σκοτώνουν τους ανθρώπους;» «Μπορούν να στηρίζουν την ύπαρξή τους και με το αίμα των αιμοδοτών. Ένα είδος συμπληρωμάτων, μικρέ. Αν και όχι τόσο νόστιμο είναι πολύ θρεπτικό. Αν οι βρικόλακες επέτρεπαν στους εαυτούς τους να κυνηγάνε» «Μα μου επιτέθηκαν!» Ο μικρός σκεφτόταν εγωιστικά Κακό σημάδι αυτό. «Μερικοί βρικόλακες παραβιάζουν τους κανόνες. Γι αυτό είναι απαραίτητοι οι Φύλακες της Νύχτας, για την επίβλεψη της τήρησης του Συμβολαίου». «Δηλαδή οι βρικόλακες δεν κυνηγάνε τους ανθρώπους;» Μια πνοή αόρατων φτερών με χτύπησε στο μάγουλο και αισθάνθηκα νύχια να γραπώνουν τον ώμο μου. «Τι θα του απαντήσεις, φύλακα;» ψιθύρισε η Όλγα από τα βάθη της Καταχνιάς. «Θα ρισκάρεις να του πεις την αλήθεια;» «Κυνηγάνε», είπα και πρόσθεσα αυτό που, πέντε χρόνια πριν, με είχε σοκάρει. «Παίρνουν μια ειδική άδεια γιατί κάποιες φορές χρειάζονται ζωντανό αίμα». Το αγόρι δεν μίλησε αμέσως. Στα μάτια του διάβαζα τις σκέψεις του και καταλάβαινα τι ήθελε να ρωτήσει. Βαθιά μέσα μου ήξερα πως είμαι αναγκασμένος να απαντήσω σε όλα του τα ερωτήματα.