ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Σχετικά έγγραφα
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων

της δίωξης ή στην αθώωση.

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 23ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων. Νικόλαος Μπιτζιλέκης. Καθηγητής Α.Π.Θ.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΟΙ ΝΕΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ. 6-8 Σεπτεμβρίου 2019 ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

«Ο ΝΕΟΣ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ»

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΘΕΜΑ: Προϋποθέσεις αντικατάστασης Δικηγόρου διορισθέντα στα πλαίσια της παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας.

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

A8-0469/79. Helmut Scholz, Merja Kyllönen, Jiří Maštálka, Patrick Le Hyaric, Paloma López Bermejo εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

Εφαρμογές δημοσίου δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου Διοικητικές κυρώσεις «Ne bis in idem»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Θεσσαλονίκη 14 και 15 Μαρτίου

Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΥΛΗ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

Ε.Ε. Παρ. ΙΙ(Ι), Αρ. 4096, Δ.Κ. 3/2014

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ (σελ. 1-14)

Η Πρόταση Κανονισμού για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΟΥΡΤΖΙΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Βέβαια στο πλαίσιο της κεντρικής προβληματικής εξετάζουμε και ορισμένα άλλα θέματα, τα οποία είτε συνέχονται άμεσα με αυτήν υπό την έννοια ότι η διερεύνησή τους αποτελεί προαπαιτούμενο για την ορθή επίλυση των ζητημάτων που ανακύπτουν με σημείο αναφοράς αυτήν είτε λαμβάνουν την κεντρική προβληματική ως αφορμή προκειμένου να παρουσιασθούν και ορισμένες άλλες προβληματικές που έλκουν το ενδιαφέρον μας και προωθούν την κατά το δυνατό πληρέστερη παρουσίαση των όσων παρατίθενται στο κείμενο. Η εργασία χωρίζεται σε πέντε μέρη. Στο πρώτο μέρος επιχειρείται να διερευνηθεί η θέση που έχει ο εισαγγελέας στην ελληνική ποινική δίκη παρουσιάζονται οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί για την νομική φύση της εισαγγελίας, οι εγγυήσεις που παρέχονται σε αυτήν και οι αρχές που τη διέπουν με σκοπό να θεμελιωθεί το βασικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αφενός θα εξετασθεί βάσει της νομολογίας του ΕΔΔΑ το αν και σε ποια έκταση μπορεί να ισχύσει η αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ κατηγορουμένου και εισαγγελέα στην δική μας έννομη τάξη και αφετέρου θα στηριχθεί η επίλυση αρκετών προβλημάτων που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια. Το δεύτερο μέρος πραγματεύεται το ένδικο μέσο της αναίρεσης, τόσο ως αίτησης αναίρεσης με αποτέλεσμα για τους διαδίκους όσο και ως αίτησης αναίρεσης υπέρ του νόμου, που μπορεί να ασκήσει μόνο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Ως προς το ένδικο μέσο της κανονικής αναίρεσης σκιαγραφούνται τα βασικά χαρακτηριστικά του ενώ δίδεται βαρύτητα στον προσδιορισμό του σκοπού που επιτελεί. Ως προς την αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου γίνεται προσπάθεια να αποσαφηνιστεί η νομική της φύση όπως και ο σκοπός της ενώ εξετάζονται και τα βασικά προβλήματα που εμφανίσθηκαν στο πλαίσιο ερμηνείας των διατάξεων των αρθ. 483 παρ. 3 και 505 παρ. 2 ΚΠΔ, που την προβλέπουν. Το τρίτο μέρος χωρίζεται σε τρεις κύριες ενότητες, οι οποίες άπτονται της προβληματικής του παραδεκτού του ενδίκου μέσου όσον αφορά τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στην πρώτη παρουσιάζονται ζητήματα που σχετίζονται με γενικότερα ζητήματα παραδεκτού των ενδίκων μέσων όσον αφορά τον εισαγγελέα οποιουδήποτε 2

βαθμού, και τα οποία ισχύουν αντίστοιχα και για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στην δεύτερη ενότητα διερευνάται αν ο εισαγγελέας γενικά έχει δικαίωμα παραίτησης από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει αλλά και από το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου- και ειδικά αν ο εισαγγελέας του Αρείου πάγου δύναται να παραιτηθεί από την αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου που έχει ασκήσει. Στην τρίτη ενότητα εξετάζεται η προθεσμία άσκησης ενδίκου μέσου για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Το βάρος της ερμηνευτικής μας προσπάθειας δίνεται στον προσδιορισμό της αφετηρίας της σχετικής προθεσμίας δεδομένης της νομολογιακής διχογνωμίας και της αρνητικής στάσης της θεωρίας ως προς την αντιμετώπιση του ζητήματος από την κυρίαρχη στην νομολογία θέση. Το τέταρτο μέρος αναφέρεται στο κύριο περιεχόμενο του δικαιώματος άσκησης αναίρεσης από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Παρουσιάζονται οι βασικές κατηγορίες αποφάσεων που υπόκεινται σε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και ταυτοχρόνως καταβάλλεται προσπάθεια να διερευνηθούν ορισμένες καίριες προβληματικές που αναφύονται στο πλαίσιο της κάθε κατηγορίας αποφάσεων. Σημαίνον ζήτημα αποτελεί εν προκειμένω η δυνατότητα προσβολής από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου της λεγόμενης αμετάκλητης δικαιοδοτικής κρίσης. Το τελευταίο μέρος καταπιάνεται με την εμφανιζόμενη σε πρακτικό επίπεδο υποβολή αίτησης από τον διάδικο που δεν έχει δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου προς τον αρμόδιο εισαγγελέα προκειμένου ο τελευταίος να ασκήσει το παρεχόμενο από τον νόμο στον ίδιο ένδικο μέσο. Τα βασικά προβλήματα που συναντώνται στον οικείο χώρο έχουν να κάνουν με την αιτιολόγηση της απορριπτικής κρίσης του εισαγγελέα και της δυνατότητας επανάκρισης της αίτησης από άλλον εισαγγελέα. Όλα τα ζητήματα που αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης της παρούσας εργασίας έγινε προσπάθεια να προσεγγισθούν από όλες τις πλευρές τους. Ειδικότερα, όπου για ένα ζήτημα δεν υπάρχει ομοφωνία παρουσιάζονται όλες οι απόψεις που έχουν υποστηριχθεί σχετικά προτάσσοντας παράλληλα την κατά την γνώμη μας ορθότερη άποψη. Συγχρόνως δόθηκε βαρύτητα στην προβολή της προσέγγισης που υιοθετεί η νομολογία επί των εμφανισθέντων ζητημάτων. Ενώ εφόσον επί συγκεκριμένου θέματος που μας έχει απασχολήσει υπάρχει νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρατίθεται και αυτή. Τέλος, επί των σημαντικότερων ζητημάτων διατυπώνουμε και την προσωπική μας θέση. 3

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑιτιολΕκθΣχΚΠΔ ΑναθΔικ ΑΠ αρθ. αριθμ βλ. ΔΣΑΠΔ ΔΣΔΠ εδ. ΕΔΔΑ επ. ΕΣΔΑ Εφ. ΚΟΔΚΔΛ ΚΠΔ ΚΠολΔ Μον. Ν(ν.) ή νομ. Ολ. ή Ολομ. ό.π., παρ. ΠΚ Πλημ. Πρβλ. σελ. Σ Αιτιολογική Έκθεση Σχεδίου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (1934) Αναθεωρητικό Δικαστήριο Άρειος Πάγος Άρθρο Αριθμός Βλέπε Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού εδάφιο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επόμενα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εφετείο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Μονομελές (Δικαστήριο) Νόμος Ολομέλεια όπου παραπάνω παράγραφος Ποινικός Κώδικας Πλημμελειοδικείο Παράβαλε Σελίδα Σύνταγμα 4

Συμβ ΣχΚΠΔ Τριμ. υποσημ. Συμβούλιο Σχέδιο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας Τριμελές (Δικαστήριο) Υποσημείωση 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ... 8 Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ... 8 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 8 ΙΙ. Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ... 15 ΙΙ. ΟΙ ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ... 22 ΙΙΙ. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΟ ΘΕΣΜΟ... 33 ΙV. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ... 43 A. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ... 43 1. Οι απόψεις της θεωρίας... 43 2. Η προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου... 48 Β. Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ... 60 Γ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΗ ΘΕΣΗ... 62 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ... 73 ΤΟ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ... 73 Ι. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ... 73 ΙΙ. Η ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ... 90 Α. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ... 90 Γ. ΟΙ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ... 102 Δ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΥΤΗΣ... 106 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ... 111 6

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ... 111 Ι. ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΥΝ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ... 111 ΙΙ. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ... 118 Α. Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ... 118 Β. Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ... 126 ΙΙΙ. Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ... 129 Α. Η ΓΕΝΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 479 ΠΑΡ. 2 ΚΠΔ... 129 Β. Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ... 132 ΟΙ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ... 149 Ι. Η ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΑΠΟΦΑΣΗΣ... 149 Α. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ... 149 1. Οι οριστικές αποφάσεις... 156 α. Η καταδικαστική απόφαση... 156 β. Η αθωωτική απόφαση... 161 γ. Απόφαση που παύσει οριστικά ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη... 177 2. Προπαρασκευαστικές αποφάσεις... 183 3. Η αμετάκλητη απόφαση... 185 α. Παρουσίαση του προβλήματος... 185 β. Οι προβλέπουσες το αμετάκλητο της κρίσης διατάξεις του ΚΠΔ... 186 i. Η παραπομπή με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου εφετών... 186 ii. Οι υπόλοιπες περιπτώσεις... 196 γ. Η προτεινόμενη λύση του ζητήματος... 200 Η ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ... 204 Ι. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΟΥ... 204 ΙΙ. Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ... 208 ΙΙΙ. Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΑΛΛΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ... 211 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 215 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ... 226 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ποινική δίκη ορίζεται ως μηχανισμός επιβολής της απάντησης της οργανωμένης κοινωνίας σε συγκεκριμένο έγκλημα 1. Ο όρος μηχανισμός σημαίνει λειτουργεία, μέσα στην οποία μπορούμε να διακρίνουμε μία σειρά υποταγμένων φάσεων που η μία εξαρτάται από την άλλη 2. Με τον ίδιο τρόπο η ποινική δίκη ως μηχανισμός περιλαμβάνει μία σειρά μη αυτοτελών φάσεων που εξαρτώνται η μία από την άλλη υπό την έννοια ότι η κάθε φάση προϋποθέτει λογικά την προηγούμενη και παράγει λογικά την επόμενη σε μια αλυσιδωτή λειτουργική ενότητα 3. Υπό την θεώρηση αυτή η ποινική δίκη δεν περιορίζεται μόνο στην διαδικασία του ακροατηρίου αλλά συνιστά μία αλληλουχία πράξεων, η οποία ξεκινά με την κίνηση της ποινικής δίωξης και τελειώνει με την έκδοση και εκτέλεση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης 4. Η δικονομική εκείνη ενέργεια με την οποία τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της ποινικής δίκης είναι η ποινική δίωξη. Η ποινική δίωξη του εγκλήματος ανήκει σήμερα 1 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, Αρμενόπουλος 1977, σελ. 706, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, Στ έκδοση αναθεωρημένη και επαυξημένη, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 10. Πρβλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, 4 η έκδοση, Αθήνα 2012, σελ. 41-42, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4 η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη 2011,σελ. 3-4 όπου παρατίθενται οι θεωρίες σχετικά με την νομική φύση της ποινικής δίκης από τη μία ως έννομης σχέσης μεταξύ του δικαστηρίου και των μερών από την οποία απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις των υποκειμένων της δίκης και από την άλλη ως έννομης κατάστασης, η οποία λόγω της δυναμικής θεώρησης των δικονομικών φαινομένων αρνείται τον στατικό χαρακτηρισμό της ποινικής δίκης ως έννομης σχέσης και από την οποία απορρέουν όχι δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών αλλά μόνο προσδοκίες και βάρη. Βλ. επίσης και Ι. Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, Τόμος Πρώτος, Έκδοσις Τρίτη (επηυξημένη και συγχρονισμένη), Εκδοτικός Οίκος Αφοί Σάκκουλα Θεσσαλονίκη-Αθήναι 1977, σελ. 73-74, Κ. Τσουκαλά, Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας, Τόμος Β, Η πορεία της ποινικής δίκης, Εκδοτικός Οίκος Ι. & Π. Ζαχαροπούλου, Αθήναι-Στοά Αρσακείου 1947, σελ. 79, οι οποίοι και υιοθετούν την θεωρία της ποινικής δίκης ως έννομης σχέσης. 2 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, ό.π., σελ. 710. 3 Έτσι ακριβώς οι Ι. Μανωλεδάκη, Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, ό.π., σελ. 710, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 10-11. 4 Έτσι και Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 49, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 10. 8

αποκλειστικά στο κράτος και ασκείται από τα αρμόδια κρατικά όργανα τα οποία έχουν επιλεχθεί για το σκοπό αυτό 5. Πρόκειται για θέση η οποία θεμελιώνεται στην σκέψη ότι οι βαρύτατες συνέπειες σε βάρος ορισμένου προσώπου που συνεπάγεται η άσκηση της ποινικής δίωξης ανατίθεται στο κράτος προκειμένου να διασφαλίζεται η αντικειμενική και αμερόληπτη κρίση οποιασδήποτε κατηγορίας 6. Παλιότερα ίσχυε ο θεσμός της ιδιωτικής κατηγορίας είτε ως ιδιωτική κατηγορία εν στενή εννοία, όπου την δίωξη του εγκλήματος την αναλάμβανε ο παθών από το έγκλημα είτε με την μορφή της λαϊκής δίωξης, όπου το έγκλημα διωκόταν από οποιοδήποτε πολίτη και όχι μόνο από τον παθόντα 7. Υπό το καθεστώς της προισχύσασας Ποινικής Δικονομίας ακολουθούνταν μικτό σύστημα, όπου παράλληλα με το κράτος ως φορέα της ποινικής δίωξης ίσχυε και ο θεσμός της ιδιωτικής κατηγορίας (αρθ. 24), ο οποίος και καταργήθηκε πριν την θέση σε ισχύ του ισχύοντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το ν. 2236/1920 8. Η αποδοχή της θέσης ότι ο φορέας της ποινικής δίωξης 9 του εγκλήματος είναι το κράτος δεν οδηγεί αυτόματα και στην υιοθέτηση της αρχής της αυτεπάγγελτης 5 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 54, Ι. Μανωλεδάκη, Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, ό.π., σελ. 709, Κ. Τσουκαλά, Ποινική Δικονομία κατά τας αυθεντικάς παραδόσεις του καθηγητού Κωνσταντίνου Τσουκαλά, Εκδοτικός Οίκος Ιωάννη Ν. Ζαχαροπούλου (Στοά Αρσακείου- Αρσάκη 6), Αθήναι 1936, σελ. 26. 6 Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 245. Πρβλ Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 53-54, όπου αναφέρει ότι η ανάληψη της ποινικής δίωξης από μέρους τους κράτους ανταποκρίνεται στις σύγχρονες αντιλήψεις σχετικά με το έγκλημα και την ποινή. Σύμφωνος και ο Ι. Μανωλεδάκης, Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, ό.π., σελ. 708-709, ο οποίος σημειώνει ότι από την στιγμή που η ποινή θεωρείται υπόθεση κρατική με την έννοια ότι η πολιτεία αναλαμβάνει να απαντήσει σε ορισμένες πράξεις που ανάγονται σε εγκλήματα, ο μηχανισμός για την επιβολή αυτής της απάντησης δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στα χέρια του κράτους. Η κίνηση καθώς και η διεύθυνση του μηχανισμού αυτού βρίσκεται πράγματι στα χέρια κρατικών οργάνων. 7 Βλ. για τη διάκριση αυτή Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, Τόμος Πρώτος, Έκδοσις Ένατη, μετά νέαν επεξεργασίαν, επιμέλεια εκδόσεως: Σταμάτης, Κωνσταντίνος, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήναι 1978, σελ. 30. Ακόμη σχετικά με το σύστημα της ιδιωτικής και λαϊκής δίωξης του εγκλήματος βλ. περισσότερα σε Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 51 επ., Γ. Κτιστάκη, Η ποινική διαδικασία, Προκαταρτική εξέταση- Άσκηση ποινικής δίωξης και ο εισαγγελέας πρωτοδικών, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2006, σελ. 9-10, του ιδίου, Άσκηση Ποινικής Δίωξης & ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2003, σελ. 7-8. 8 Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 245 υποσημ. 7. 9 Ορισμένοι συγγραφείς κάνουν συχνά λόγο για φορέα της ποινικής αξίωσης της πολιτείας. Μεταξύ άλλων ο Ν. Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, ό.π., σελ. 19, αναφέρει ότι το δικαίωμα του κράτους να επιβάλλει στο δράστη ενός εγκλήματος μία συγκεκριμένη ποινή καλείται ποινική αξίωση και στη συνέχεια στη σελ. 21 ορίζει το περιεχόμενο της ποινικής αξίωσης του κράτους ως επιβολή, με την έννοια της κατάγνωσης και εκτέλεσης ορισμένης κατ είδος και μέγεθος δημόσιας ποινής κατά του δράστη του εγκλήματος. Και ο Γ. Κτιστάκης, Η ποινική διαδικασία, ό.π., σελ. 7-8, του ιδίου, Άσκηση Ποινικής Δίωξης, ό.π., σελ. 5-6, υιοθετεί με παρόμοιο τρόπο το περιεχόμενο της ποινικής αξίωσης της πολιτείας 9

δίωξης τους. Ορθά σημειώνεται 10 εν προκειμένω ότι θα πρέπει να διακρίνουμε την κρατική δίωξη των εγκλημάτων όπως αυτή υλοποιείται μέσω των αρμοδίων κρατικών οργάνων από το ζήτημα του αν τα όργανα αυτά θα έχουν πάντα την πρωτοβουλία για την κίνηση της δίωξης. Η πρωτοβουλία αυτή ανήκει κατά κανόνα στα αρμόδια κρατικά όργανα, τα οποία και ενεργοποιούν αυτεπάγγελτα τον μηχανισμό της ποινικής δίκης δίχως να ενδιαφέρει η βούληση του παθόντος από το έγκλημα 11. Η προηγηθείσα θέση αποτυπώνει την αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης του εγκλήματος ως ειδικότερη έκφανση της αρχής της αυτεπάγγελτης εκδίκασης της υπόθεσης κατά την οποία η έναρξη και η κατάργηση της δίκης ανήκει αποκλειστικά στα όργανα του κράτους 12. Σε αντιδιαστολή όμως προς την παραπάνω αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων εισάγονται εξαιρέσεις κατά τις οποίες την πρωτοβουλία για την κίνηση της ποινικής δίωξης δεν την έχουν οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς αλλά ο ίδιος ο παθών 13. Ειδικότερα σε καθορισμένες από το νόμο περιπτώσεις ορίζεται ότι η δίωξη των εγκλημάτων γίνεται μόνο κατόπιν υποβολής έγκλησης από το πρόσωπο το οποίο έχει υποστεί βλάβη από το έγκλημα. Ο δικαιολογητικός λόγος των συγκεκριμένων με την έννοια της κήρυξης του δράστη ενός εγκλήματος ως ενόχου, της υποβολής σε αυτόν της ποινής και της εκτέλεσης της ποινής που ολοκληρώνει το ius puniendi και συνιστά κατά τον ίδιο την κορύφωση της εξουσίας της πολιτείας. Αντίθετα ο Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 51 υποσημ. 4, σε σχέση με τους όρους ποινικής αξίωση, ποινική αγωγή, δικαίωμα του κράτους για δίωξη παρατηρεί την προέλευση τους από το αστικό δίκαιο και υπογραμμίζει σωστά πως η μη χρησιμοποίηση τους στα πλαίσια του ποινικού δικονομικού δικαίου δεν θα προκαλέσει οποιαδήποτε ζημία. Τέλος, αναφέρει πως ο προβληματικός χαρακτήρας της ποινικής αξίωσης γίνεται φανερός εφόσον κάνουμε δεκτό το λεγόμενο από τους υποστηρικτές της γνώμης αυτής, ότι δηλαδή το δικαίωμα της πολιτείας να επιβάλλει ποινή αντιστοιχεί σε μία υποχρέωση του κατηγορουμένου να την υποστεί. 10 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 51 υποσημ. 3, σελ. 54 αναφέροντας ότι αν και τα ζητήματα αυτά συγγενεύουν μεταξύ τους δεν θα πρέπει να συγχέονται. 11 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου σε Καϊάφα-Γκμπάντι, Μαρία, Μπιτζιλέκης, Νικόλαος, Συμεωνίδου- Καστανίδου, Ελισάβετ: Το δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, Νομική Βιβλιοθήκη 2008, σελ. 242, Λ. Μαργαρίτη σε Μαργαρίτης, Λάμπρος, Παρασκευόπουλος, Νικόλαος: Ποινολογία (Άρθρα 50-133 ΠΚ), ζ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 236. 12 Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 25. Πρβλ Ι. Μανωλεδάκη, Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, ό.π., σελ. 709, όπου αναφέρει ότι ο μηχανισμός της ποινικής δίκης εφόσον τεθεί σε κίνηση θα παραγάγει το έργο του ανεξάρτητα από την θέληση των προσώπων που μετέχουν σε αυτό. Η κυριαρχία της πάνω στην δίκη ανήκει αποκλειστικά στους φορείς της κρατικής εξουσίας που χειρίζονται αυτόν τον μηχανισμό σύμφωνα με τις εντολές που έχουν από το «σύστημα», το οποίο και εφαρμόζεται με το μηχανισμό. Κατά τον ίδιο συγγραφέα το στοιχείο αυτό αποδεικνύει την φύση της ποινικής δίκης ως μηχανισμού εφαρμογής ενός συστήματος και όχι ως έννομης σχέσης. 13 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 55, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 25, Λ. Μαργαρίτη σε Ποινολογία, ό.π., σελ. 236, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου σε Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, ό.π., σελ. 242, Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, ό.π., σελ. 31. 10

εξαιρέσεων ανευρίσκεται 14 είτε στην μικρή βαρύτητα ορισμένων εγκλημάτων τα οποία λόγω του ότι στρέφονται κατά ατομικών εννόμων αγαθών αδρανοποιούν το ενδιαφέρον της πολιτείας για την δίωξη τους εφόσον ο ίδιος ο παθών δεν δηλώνει την βούλησή του για την δίωξή τους 15 είτε στην ανάγκη προστασίας των προσωπικών σχέσεων μεταξύ δράστη και θύματος 16 ή τέλος στο συμφέρον του παθόντος να αποφευχθεί η δημοσιότητα της προσβολής που τελέσθηκε σε βάρος του 17. Σε κάθε περίπτωση πάντως την ποινική δίωξη του εγκλήματος την κινούν τα αρμόδια κρατικά όργανα με την επιφύλαξη ότι στα κατ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα αποφασίζουν την κίνηση της εφόσον τους το έχει ζητήσει ο παθών 18. Έχουμε αναφέρει αρκετές φορές παραπάνω ότι η κίνηση της ποινικής δίωξης ανήκει στο κράτος και πως αυτή ασκείται μέσω ορισμένων κρατικών οργάνων που είναι αρμόδια για αυτή. Το ερώτημα που ανακύπτει στο σημείο αυτό σχετίζεται με τον προσδιορισμό του αρμόδιου αυτού οργάνου. Εφόσον, η ποινική δίκη έχει επίσης οριστεί ως ένα ενιαίο σύνολο διαδοχικών σταδίων που ξεκινά με την κίνηση της ποινικής δίωξης και τελειώνει με την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης δύο είναι οι απαντήσεις που θα μπορούσαν να δοθούν στο ερώτημα αυτό. Είτε ότι η ποινική εξουσία της πολιτείας θα απονεμηθεί στο ίδιο πρόσωπο σε όλες τις επιμέρους φάσεις της είτε ότι η ποινική δίωξη θα πρέπει να διαχωρισθεί από την εκδίκαση της υπόθεσης με επακόλουθο η εξουσία προς άσκηση της δίωξης να δοθεί σε ένα ξεχωριστό και αυτοτελές όργανο διακριτό από αυτό το οποίο θα κρίνει την υπόθεση στη συνέχεια. Στην πρώτη περίπτωση κάνουμε λόγο για εξεταστικό σύστημα ή σύστημα της εξεταστικής δίκης. Η αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων 19, η έγγραφη 14 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 55-56, Λ. Μαργαρίτη σε Ποινολογία, ό.π., σελ. 237-238, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου σε Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, ό.π., σελ. 242-243. 15 Για παράδειγμα η απλή σωματική βλάβη (αρθ. 308 ΠΚ), τα εγκλήματα κατά της τιμής (αρθ. 361-365 ΠΚ), οι κλοπές και υπεξαιρέσεις ευτελούς αξίας (αρθ. 377 ΠΚ). 16 Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι κλοπές και οι υπεξαιρέσεις (υφαιρέσεις) μεταξύ συγγενών (αρθ. 378 ΠΚ). 17 Εδώ κατά κανόνα πρόκειται για σοβαρά εγκλήματα ωστόσο το συμφέρον προστασίας ορισμένων αγαθών του θύματος κρίνεται υπέρτερο από το συμφέρον της πολιτείας για δίωξη των εγκλημάτων αυτών. Παραδείγματα: αρθ. 337 ΠΚ (προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας), αρθ. 341 ΠΚ (απατηλή επίτευξη συνουσίας). 18 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 54. 19 Ο Κ. Τσουκαλάς, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 26 επ., ο ίδιος, Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας, ό.π., σελ. 37 επ., παραθέτοντας ιστορικές πληροφορίες συνδέει την αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης του εγκλήματος με την αφετηρία της ισχύς του εξεταστικού συστήματος λόγω της δράσης της εκκλησίας η οποία για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας σε ορισμένα εγκλήματα ( όπως μαγεία, αίρεση) να μην λαμβάνεται μεγάλη δημοσιότητα επέτρεψε αφενός την δίωξη τους με απλή μήνυση και αφετέρου την 11

διενέργεια και η μυστικότητα της διαδικασίας αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του 20. Εδώ η δίωξη του εγκλήματος ανατίθεται στον δικαστή που θα αποφασίσει ο ίδιος αργότερα και για το αποτέλεσμα της ποινικής δίκης. Η μορφή αυτή της δίκης εύλογα επικρίθηκε λόγω της εχθρικής της φύσης προς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του κατηγορουμένου 21. Το εγγενές μειονέκτημα της, όπως έκδηλα φαίνεται, έγκειται στην έλλειψη αμεροληψίας του κρίνοντος καθώς είναι λογικώς αδύνατο ο άνθρωπος που ερεύνησε έως τώρα την υπόθεση συγκεντρώνοντας τα επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο στοιχεία να μετατραπεί σε έναν αμερόληπτο κριτή κρίνοντας ουσιαστικά τα δικά του έργα 22. Συγχρόνως όμως ο δικαστής εξ ορισμού θεωρείται αντικειμενικός και αμερόληπτος γεγονός που οδήγησε παραπέρα στην θέση ότι δεν υπάρχει ανάγκη παροχής υπερασπιστικών δικαιωμάτων στον κατηγορούμενο καθώς δεν έχει κάποιον αντίπαλο απέναντί του αλλά έναν δικαστή που κρίνει αντικειμενικά και αμερόληπτα 23. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος μετατράπηκε σε απλό αντικείμενο της διαδικασίας 24 εναντίον του οποίου μπορούσαν να διαταχθούν και βασανιστήρια προκειμένου να αποσπασθεί η ομολογία του, η οποία υπό την ισχύ των νομικών αποδείξεων μπορούσε να οδηγήσει στην καταδίκη του 25. Οι ανυπέρβλητες αυτές για τις ατομικές ελευθερίες αδυναμίες της εξεταστικής δίκης δεν μπορούσαν να αντέξουν στην επικράτηση των φιλελεύθερων ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης. Την θέση του συστήματος αυτού άρχισε να καταλαμβάνει το κατηγορητικό σύστημα 26 που βασίζεται στην θεμελιώδη αρχή: άλλος κατηγορεί και έγγραφη και μυστική ανάκρισή τους. Στην προέλευση της εξεταστικής δίκης από το δίκαιο της εκκλησίας συμφωνούν και οι Ν. Ανδρουλάκηw, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 58 υποσημ. 25 και Ζησιάδης Α, σελ. 56-57, Ι. Ζησιάδης, Τόμος Πρώτος, ό.π.,. 20 Βλ. Ι. Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, Τόμος Πρώτος, ό.π., σελ. 56, Κ. Τσουκαλά, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 20. 21 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 59, Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση στην ποινική διαδικασία και οι αρχές της νομιμότητας και της σκοπιμότητας, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα- Κομοτηνή 1984, σελ. 8. Πρβλ Ι. Μανωλεδάκη, Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, ό.π., σελ. 707, ο οποίος τονίζει ότι το δικονομικό αυτό σύστημα είναι ασυμβίβαστο με την δημοκρατική και φιλελεύθερη ιδεολογία και δεν μπορεί φυσικά να την εξυπηρετήσει. 22 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 59, ο οποίος βάσει του συγκεκριμένου μειονεκτήματος της εξεταστικής δίκης κάνει χαρακτηριστικά λόγο για παρωδία δίκης. 23 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 59-60. 24 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 60. 25 Βλ. Κ. Τσουκαλά, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 22, όπου αναφέρεται πως αν και ο θεσμός των νομικών αποδείξεων εισήχθη προς προστασία του κατηγορουμένου τελικά οδήγησε στην γενικευμένη χρήση των βασανιστηρίων ώστε η ομολογία του κατηγορουμένου να συμπληρώσει τις ατελείς αποδείξεις. 26 Στην πραγματικότητα το κατηγορητικό σύστημα δεν διαδέχθηκε το εξεταστικό σύστημα με τη μορφή της εισαγωγής ενός νέου τρόπου συγκρότησης της ποινικής δίκης. Το κατηγορητικό σύστημα προϋπήρχε 12

άλλος κρίνει 27. Η παραδοχή αυτή οδήγησε αναπόφευκτα στην εισαγωγή μίας νέας κρατικής αρχής, η οποία ονομάσθηκε εισαγγελία, που θα αναλάμβανε την άσκηση της ποινικής δίωξης 28. Έτσι, το κράτος εμφανίζεται στην ποινική δίκη σε δισυπόστατη μορφή, ως Δικαστήριο και ως εισαγγελία, ως κατήγορος και ταυτόχρονα ως κριτής 29. Θεωρείται πως η εισαγωγή της εισαγγελικής αρχής και της άμεσα συνδεόμενης με αυτή κατηγορητικής δίκης αποτέλεσαν τις κύριες βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η φιλελευθεροποίηση της παλιάς ποινικής δίκης 30. Βασικό στοιχείο αυτής της φιλελευθεροποίησης ήταν η κατοχύρωση της θέσης του κατηγορουμένου, ο οποίος από αντικείμενο της ποινικής δίκης λαμβάνει την ιδιότητα του υποκειμένου και εξοπλίζεται με δικαιώματα 31. Η ύπαρξη του εισαγγελέα κατέστησε αναγκαία την ενδυνάμωση της υπεράσπισης του κατηγορουμένου απέναντι στην κατηγορία που ο ίδιος εισήγαγε στο δικαστήριο, λειτουργώντας όπως φαίνεται καταρχήν ως «αντίπαλός» του 32. Έτσι, στην κατηγορητική ποινική δίκη εισέρχεται και το πρόσωπο πριν την επικράτηση της εξεταστικής δίκης. Στην εποχή που ίσχυε ο θεσμός της ιδιωτικής κατηγορίας ίσχυε παράλληλα και η μορφή της κατηγορητικής δίκης όπου ο παθών ή ο πολίτης που ασκούσε την δίωξη εναντίον του δράστη αποτελούσε και το πρόσωπο που είχε στη συνέχεια της διαδικασίας και το βάρος απόδειξης της ενοχής του. Έτσι, η ποινική δίκη εμφανιζόταν ως μάχη μεταξύ δύο αντίπαλων μερών και ο δικαστής αποτελούσε το τρίτο πρόσωπο, τον διαιτητή που θα τερμάτιζε τη μάχη αυτή αποδίδοντας το δίκαιο και το άδικο σε καθένα από τα δύο αντίπαλα μέρη. Βλ. για την πρώιμη μορφή του κατηγορητικού συστήματος σε Ι. Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, Τόμος Πρώτος, ό.π., σελ. 54 επ., Κ. Τσουκαλά, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 18 επ. 27 Όπως υπογραμμίζεται από τον Ι. Μανωλεδάκη, Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, ό.π., σελ. 707, το αξίωμα αυτό της κατηγορητικής δίκης προϋποθέτει στην πολιτειακή δομή την διάκριση των εξουσιών και την αναγνώριση ενός minimum προστασίας του ατόμου απέναντι στην κρατική εξουσία. 28 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 60, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 120. 29 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 60 υποσημ. 34, Ι. Χατζάκου, Η περάτωση της τακτικής προανακρίσεως κατά τον Κ.Π.Δ., διατριβή, 1986σελ. 27-28. 30 Βλ. Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 8, όπου παραπέμπει σε θέση του Eb. Schmidt. Επίσης, Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 60, ο οποίος χαρακτηρίζει την εισαγωγή της εισαγγελικής αρχής ως το σπουδαιότερο γεγονός στην ιστορία των ποινικών δικονομικών θεσμών. Ο ίδιος συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου του Μυλωνά, Ιπποκράτη: Προβληματισμοί για τη θέση του εισαγγελέα στην ποινική δίκη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 2003, υποστηρίζει ότι για την ευρωπαϊκή τουλάχιστον αντίληψη χωρίς τον εισαγγελέα η δίκαιη ποινική δίκη θα ήταν αδιανόητη. 31 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 61, Θ. Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, Δίκαιο & Οικονομία- Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2012, σελ. 153, Λ. Μαργαρίτη, Εισαγγελική λειτουργία: Θεσμική της υπόστασης και πρακτικής της έκφραση (Μέρος Α ), Ποινική Δικαιοσύνη 2003, σελ. 1245, Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 9, Δ. Συμεωνίδη, Η θέση και ο ρόλος του σύγχρονου Εισαγγελέα υπό το πρίσμα συγκριτικών δεδομένων και συναφείς προβληματισμοί μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 3160/2003, Ποινικός Λόγος 2005, σελ. 7, Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, ό.π., σελ. 31 32 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 61, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 120 13

του συνηγόρου ως θεσμικό αντίβαρο στο πρόσωπο του εισαγγελέα 33. Ακόμη, ο διαχωρισμός των λειτουργιών εισαγγελέα και δικαστή αφενός οδήγησε στην ενίσχυση της αμεροληψίας του τελευταίου ο οποίος ως αντικειμενικός πλέον κριτής θα κρίνει την βασιμότητα της κατηγορίας που κάποιος άλλος άσκησε 34 και αφετέρου τόνωσε και την εμπιστοσύνη των πολιτών στην με αυτό τον τρόπο ανεξάρτητη και απροσωπόληπτη κρίση του δικαστή 35. Ο δικαστής λοιπόν δεν μπορεί να επιληφθεί μιας υπόθεσης χωρίς εισαγγελική κατηγορία 36. Η αναγκαία αυτή παραδοχή ως άμεση απόρροια της συγκρότησης της ποινικής δίκης κατά το κατηγορητικό πρότυπο εκφράζεται υπό τον θεμελιώδη κανόνα «καμία ποινή χωρίς δημόσια κατηγορία». Ο κανόνας αυτός θεωρείται 37 ότι εμπεριέχεται στην αρχή «καμία ποινή χωρίς δίκη» που κατοχυρώνεται συνταγματικά στο αρθ. 96 Σ 38 καθώς η τιμωρία των εγκλημάτων από τα ποινικά δικαστήρια έχει ως βασική δικονομική προϋπόθεσή της την προηγούμενη άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα. Η αρχή αυτή κατά την ολοκληρωμένη της δικονομική εκφορά ως «καμία ποινή χωρίς δίκη και δημόσια κατηγορία» γίνεται παραπέρα δεκτό πως αποτελεί υπό το πρίσμα της έννοιας της ουσιαστικής δικαιοσύνης το λογικό υπονοούμενο στοιχείο της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών, nullum crimen nulla poena sine lege, που βρίσκει την συνταγματική του αποτύπωση στο αρθ. 7 παρ. 1 Σ 39. Σε συνδυασμό των παραπάνω και με νομικά ερείσματα τα αρθ. 7 παρ. 1 και 96 παρ. 1 Σ σχηματίζεται ο θεμελιώδης κανόνας «κανένα έγκλημα, καμία ποινή, χωρίς νόμο, χωρίς δίκη και δημόσια κατηγορία» 40. 33 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 61, 34 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 61, ο οποίος αναφέρει πως με τον τρόπο αυτό αίρεται το ψυχολογικό άτοπο να κρίνει ο δικαστής τα δικά του έργα, Λ. Μαργαρίτη, Εισαγγελική λειτουργία, Μέρος Α, ό.π., σελ. 1245, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 120, Δ. Συμεωνίδη, Η θέση και ο ρόλος του σύγχρονου Εισαγγελέα, ό.π., σελ. 7, Ι. Χατζάκου, Η περάτωση, ό.π., προ σελ. 27 35 Βλ. Θ. Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 153 36 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 60, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 120 37 Βλ. Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 3 επ. 38 Πρβλ Χ. Αργυρόπουλου, Η δικαιότητα της ποινικής δίκης σε Ποινικό Δίκαιο-Ελευθερία-Ασφάλεια, Τιμητικός Τόμος για τον Γ.-Α. Μαγκάκη, Επιμέλεια G. Benmann-Δ. Σπινέλλης, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, σελ. 435-346, ο οποίος θεωρεί ότι η αρχή «καμία ποινή χωρίς δίκη» δεν απορρέει από την συνταγματική ρύθμιση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων αλλά από τα δικαιώματα δικαστικής προστασίας και ακρόασης που κατοχυρώνουν τα αρθ. 20 παρ.1 Σ και η ΕΣΔΑ. 39 Βλ. Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 3 επ. 40 Βλ. την ενδιαφέρουσα αυτή συλλογιστική του Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 1 επ. 14

ΙΙ. Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ Ο εισαγγελέας, λοιπόν, αναλαμβάνοντας τον έναν από τους δύο ρόλους που ανήκουν στο κράτος στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, αποτελώντας δηλαδή την κατηγορητική αρχή, συνιστά απαραίτητο όργανο της ποινικής δικαιοσύνης, την οποία δεν απονέμει ο ίδιος αλλά επικουρεί τους δικαστές στην ορθή απονομή της 41. Ειδικότερα, η κυρίαρχη θέση 42 σε επιστήμη και νομολογία κάνει πλέον δεκτό ότι ο εισαγγελέας οφείλει να επικουρεί τον δικαστή στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης με την μεγαλύτερη αμεροληψία και αντικειμενικότητα συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην υψηλή ποιότητα του δικαιοδοτικού έργου. Επομένως, ο εισαγγελέας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως το πρόσωπο εκείνο που υποστηρίζει πάση θυσία την κατηγορία και έχει ως κύριο σκοπό την αποδυνάμωση και εξουδετέρωση της υπεράσπισης του κατηγορουμένου 43. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό η κατηγορούσα αρχή ενδιαφέρεται να αναζητήσει τον ένοχο και όχι έναν ένοχο 44. Έτσι, ο εισαγγελέας πρέπει να υπερβεί την όποια τάση προς υποστήριξη της κατηγορίας και να λειτουργεί ως αντικειμενική και αμερόληπτη αρχή που υπηρετεί την ανακάλυψη της αλήθειας και μεριμνά για την αποτροπή κάθε αυθαίρετης αστυνομικής επέμβασης και δικαστικής κρίσης 45. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από το αρθ. 24 παρ. 2 ΚΟΔΚΔΛ που ορίζει ότι η ευρύτερη αποστολή της εισαγγελίας είναι η τήρηση της αρχής της νομιμότητας, η προστασία του πολίτη και η διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης 46. 41 Βλ. Θ. Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 155, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 172, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 121. 42 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 69, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 172, Χ. Μπάκα, Η προδικασία της ποινικής δίκης, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σελ. 97-98. 43 Βλ. Χ. Μπάκα, Η προδικασία της ποινικής δίκης, ό.π., σελ. 97. Πρβλ. Ε. Φλωράτου, Ο ρόλος του σύγχρονου Εισαγγελέως από την οπτική γωνία ενός Εισαγγελικού Λειτουργού, Ποινική Δικαιοσύνη 2000, σελ. 666, ο οποίος επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι η επιμονή του εισαγγελέα σε μια κατηγορία που δεν εδράζεται επί ισχυρής βάσης οδηγεί σε αυτοκατάργηση της δικαστικής αποστολής του εισαγγελέα και τον μετατρέπει σε ένα λειτουργό πείσμονα, εκδικητικό και επικίνδυνο διώκτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 44 Βλ. Κ. Βουγιούκα, Η «ισότης των όπλων» μεταξύ υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, πολιτικής αγωγής και κατηγορούσας αρχής, Δίκαιο και Πολιτική 1983, σελ.20. 45 Βλ. Θ. Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 158, Χ. Μπάκα, Η προδικασία της ποινικής δίκης, ό.π., σελ. 103, Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 19. 46 Βλ. Θ. Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 154, όπου και αναφέρει ότι σε παλιότερες εποχές το περιεχόμενο της αποστολής του εισαγγελέα αποτυπωνόταν στους χαρακτηρισμούς του ως «φρουρού των νόμων και του δημοσίου συμφέροντος» ή ως «φύλακα του Δικαίου». 15

Ο εισαγγελέας συγκαταλέγεται από το ισχύον σύνταγμα μεταξύ των δικαστικών λειτουργών. Αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των αρθ. 87 παρ. 3, αρθ. 88 παρ. 5,6, αρθ. 90 παρ. 1,2,5 και 91 παρ. 1 Σ 47. Σε αυτόν αναγνωρίζονται σύμφωνα με την ορθότερη γνώμη, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, όλες οι εγγυήσεις προσωπικής αλλά και λειτουργικής ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστών. Το ίδιο το κείμενο του συντάγματος δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες σχετικά με την ένταξη του εισαγγελέα στην δικαστική εξουσία. Ήδη από τα πρώτα έτη ισχύς του συντάγματος η νομολογία 48 αποδέχθηκε την ορθή θέση ότι ο εισαγγελέας αποτελεί δικαστικό πρόσωπο και ότι ανήκει στην δικαστική και όχι στην εκτελεστική εξουσία. Την θέση αυτή ακολουθεί επίσης ομόφωνα η σύγχρονη ελληνική θεωρία 49. Ακόμη, η αντίληψη ότι ο εισαγγελέας εντάσσεται στην εκτελεστική εξουσία αντιβαίνει στην λειτουργεία του συστήματος της κατηγορητικής δίκης, όπου η εισαγγελική και δικαστική δράση συνενώνονται ώστε να πραγματωθούν οι σκοποί της ποινικής δίκης 50. Στο σύστημα αυτό όπως ήδη σημειώθηκε ο εισαγγελέας δεν περιορίζεται στην άσκηση και υποστήριξη της κατηγορίας αλλά ενεργεί μέχρι την έκδοσης της απόφασης ισότιμα στο πλευρό του δικαστή προς εξιχνίαση της αλήθειας και επιβολής του δικαίου 51. Για το λόγο αυτό ορθά υποστηρίζεται ότι η άσκηση της δικαστικής λειτουργείας δεν περιορίζεται μόνο στην έκδοση των ποινικών αποφάσεων, που συνιστά την κορυφαία εκδήλωσή της, αλλά περιλαμβάνει και κάθε προηγούμενη ή επόμενη από αυτήν πράξη που αποσκοπεί στην πραγμάτωση της ιδέας του δικαίου 52. Πιο αναλυτικά, θεωρείται ότι περιλαμβάνει και κάθε δικονομική δραστηριότητα των αρμοδίων οργάνων της με την οποία τίθεται σε κίνηση ή προωθείται η ποινική 47 Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 172, Χ. Μπάκα, Η προδικασία της ποινικής δίκης, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σελ. 97-98, Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π.,. 13. 48 Βλ. ΑΕΔ 2/1977, Δίκη 8, σελ. 150, με αντίθετες παρατηρήσεις Μ. Φρέρη. 49 Βλ. Θ. Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 156, Χ. Μπάκα, Η προδικασία της ποινικής δίκης, ό.π., σελ. 102, Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 22-23, Ι. Χατζάκου, Η αποστολή και η νομική φύσις της εισαγγελίας εν Ελλάδι, Ποινικά Χρονικά ΚΕ, σελ. 613, 617, Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η θέση του Μυλωνά, σελ. 609, ότι ο εισαγγελέας βρίσκεται ανάμεσα στη δικαστική και την εκτελεστική λειτουργεία. 50 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη,To «νόμω αστήρικτον» της μηνύσεως ή αναφοράς (αρθ. 43 1 Κ.Π.Δ.) και το «νόμω αβάσιμον» της εγκλήσεως (αρθ. 47 1 Κ.Π.Δ), Ποινικά Χρονικά Κ, σελ. 7. 51 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη,To «νόμω αστήρικτον», ό.π., σελ. 7. 52 Βλ. Ι. Χατζάκου, Η περάτωση, ό.π., σελ. 26. Αντίθετος, ο Ι. Μυλωνάς, Προβληματισμοί, σελ. 605, που αποδέχεται την ταύτιση της δικαστικής με τη δικαιοδοτική λειτουργεία. 16

διαδικασία ή ερευνάται η τέλεση κάποιου εγκλήματος είτε επιβάλλονται και εκτελούνται οι έννομες συνέπειες μιας δικαστικής απόφασης 53. Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, η ποινική δίωξη που συνιστά την κυριότερη λειτουργία της εισαγγελικής αρχής, η οποία θέτει σε κίνηση και έπειτα προωθεί την ποινική διαδικασία συνιστά μία επιμέρους όψη της δικαστικής λειτουργείας. Η άσκηση της θεωρείται ότι έχει οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα, ιδίως υπό την αρνητική της μορφή, δηλαδή την μη άσκηση της που πραγματοποιείται είτε με την αρχειοθέτηση της μήνυσης είτε με την απόρριψη της έγκλησης, η οποία ισοδυναμεί πρακτικά με απαλλαγή του κατηγορουμένου 54. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων καθίσταται προφανές ότι δεν μπορεί να γίνει βάσιμα λόγος για το ότι ο εισαγγελέας στα πλαίσια της ελληνικής ποινικής δίκης έχει την ιδιότητα διαδίκου ή οιονεί διαδίκου. Αν και στο παρελθόν είχαν εκφρασθεί απόψεις που υποστήριζαν τη θέση του εισαγγελέα ως διαδίκου 55 ομόφωνα γίνεται πλέον δεκτό 53 Βλ. Ι. Χατζάκου, Η περάτωση, ό.π., σελ. 26. 54 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη,To «νόμω αστήρικτον», ό.π., σελ. 7, Β. Αδάμπα σε Μαργαρίτη, Λάμπρου: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Πρώτος (Άρθρα 1-304), 2 η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη 2012 σελ. 177, Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 28, όπου αναφέρει ότι η έρευνα για να διαγνωσθεί σε κάθε επιμέρους περίπτωση αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά την αρχή της νομιμότητας είτε κατά την αρχή της σκοπιμότητας, όπου προβλέπεται αυτή, δεν είναι εργασία διοικητικής φύσης αλλά καθαρά επιστημονική και έχει οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, τον οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα δέχεται και για την προκαταρτική εξέταση, η οποία αν και προσωρινά τερματίζει πάντως το θέμα για το αν θα ασκηθεί ποινική δίωξη ή όχι. Αντίθετος, ο Ι. Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία, Τόμος Πρώτος, ό.π., σελ. 294, που αποδέχεται τον διοικητικό χαρακτήρα της ποινικής δίωξης. Πρβλ Γ. Κτιστάκη, Η ποινική διαδικασία, ό.π., σελ. 34-35, ο οποίος υιοθετεί τον δικαστικό χαρακτήρα της ποινικής δίωξης επισημαίνοντας ότι η προσβολή της υπόληψης του πολίτη- εννοεί με την κίνηση του ποινικού μηχανισμού- και ακόμη περισσότερο η εφαρμογή της ποινικής αξίωσης της πολιτείας, δεν μπορεί να γίνεται με διοικητική ενέργεια ούτε καν με οιονεί δικαιοδοτική ενέργεια αλλά μόνο με δικαστική. Θεωρώ ορθότερο τον χαρακτηρισμό της ποινικής δίωξης ως οιονεί δικαιοδοτικής πράξη όχι για να υποβαθμιστεί ο πράγματι δικαστικός χαρακτήρας της αλλά διότι κύριο χαρακτηριστικό της δικαιοδοτικής λειτουργείας είναι η οριστική κρίση σχετικά με μία υπόθεση από την οποία προκύπτει δεδικασμένο (βλ. Ν. Ανδρουλάκη,To «νόμω αστήρικτον», ό.π., σελ. 8) ενώ στην περίπτωση της αρχειοθέτησης του εισαγγελέα ως έννομη συνέπεια απορρέει όπως λέγεται ένα οιονεί δεδικασμένο, που είναι προσωρινό και ανατρέπεται αν προκύψουν νέα γεγονότα. Επίσης, Π. Ζαβολέα, Η διεύρυνση της δικαιοδοσίας του εισαγγελέα στο στάδιο της ποινικής δίωξης, Ποινικός Λόγος 2002, σελ. 1251 επ. σελ. 1252, δέχεται ότι ο εισαγγελέας στις περιπτώσεις των αρθ. 43 παρ. 1 και 47 παρ. 1 ΚΠΔ ασκεί δικαιοδοτικό έργο. Σύμφωνοι και οι Σ. Δασκαλόπουλος, Προσωρινές δικαιοδοτικές κρίσεις στην προδικασία της ποινικής δίκης, Ποινικά Χρονικά ΝΓ, 2003 σελ. 12, Ι Φραντζεσκάκης, Ο εισαγγελικός θεσμός εν Ελλάδι, Ποινικά Χρονικά ΚΕ, σελ. 618. 55 Βλ. Κ. Τσουκαλά, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 108, όπου επισημαίνει ότι πρέπει αν όχι πάντοτε ουσιαστικά, να θεωρηθεί τυπικά ο εισαγγελέας ως διάδικος στην ποινική δίκη. 17

ότι ο εισαγγελέας δεν είναι διάδικος αλλά ανεξάρτητος δικαστικός λειτουργός 56. Η μόνη ρυθμισμένη περίπτωση στον ΚΠΔ όπου ο εισαγγελέας έχει την ιδιότητα διαδίκου αποτελεί η διάταξη του αρθ. 70 σύμφωνα με την οποία «η πολιτική αγωγή στην ποινική διαδικασία μπορεί να κινηθεί από τον εισαγγελέα όταν ο ζημιωμένος είναι ανίκανος επειδή πάσχει από ψυχική ασθένεια και δεν έχει αντιπρόσωπο νόμιμα διοριζόμενο ή όταν ζημιώθηκε το Δημόσιο». Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας λειτουργεί ως μη δικαιούχος διάδικος με συνέπεια να μην μπορεί να ασκήσει ο ίδιος την πολιτική αγωγή εφόσον μετά την άσκησή της εμφανισθεί ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο ψυχικά ασθενής καταστεί ικανός 57. Η αντίληψη ότι ο εισαγγελέας δεν αποτελεί διάδικος είναι διατυπωμένη ρητά στο Διάγραμμα του ΚΠΔ 1932, κατά το οποίο «ο ασκών την δημόσιαν αγωγήν, εν ονόματι της πολιτείας και προς το κοινόν συμφέρον, διαφέρει ουσιωδώς από τους ιδιώτας διαδίκους, ήτοι τον κατηγορούμενο και τον πολιτικώς ενάγοντα, οίτινες αγωνίζονται προς επικράτησιν των ατομικών αυτών δικαιωμάτων και συμφερόντων. Όθεν, η θέσις του εισαγγελέως δεν είναι μεταξύ των διαδίκων, αλλά μεταξύ των δικαστικών προσώπων και η διάκρισις αυτή πρέπει να εξαρθή εν τη νέα Ποιν. Δικονομία, ουχί ένεκα λόγων απλώς θεωρητικών, αλλά διότι ούτω μόνον δικαιολογείται η διαφορά των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εκάστου εξ αυτών» 58. Ακόμη, η θέση αυτή προκύπτει και από τον ΚΠΔ από την μία με την μη ένταξη του εισαγγελέα στις διατάξεις που αναφέρονται στους διαδίκους (αρθ. 72-108) και από την άλλη από την υπαγωγή του μαζί με τους δικαστές στους θεσμούς του αποκλεισμού, της εξαίρεσης και της αποχής 59. Κυρίως όμως επιβεβαιώνεται από την ιδιαίτερα σημαντική υποχρέωση του εισαγγελέα για αντικειμενικότητα πράγμα που σημαίνει ότι 56 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες, ό.π., σελ. 69, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 173, Λ. Μαργαρίτη, Εισαγγελική λειτουργία, Μέρος Α, ό.π., σελ. 1245, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 122, Δ. Συμεωνίδη, Η θέση και ο ρόλος του σύγχρονου Εισαγγελέα, ό.π., σελ. 15, Ε. Φλωράτου, Ο ρόλος του σύγχρονου Εισαγγελέως, ό.π., σελ. 666, Ι. Χατζάκου, Η αποστολή και η νομική φύσις της εισαγγελίας, ό.π., σελ. 616. 57 Βλ. Δ. Βούλγαρη σε Μαργαρίτη/Ερμηνεία ΚΠΔ Ι, ό.π., σελ. 365-366. 58 Βλ. Διάγραμμα ΚΠΔ 1932 σε Ελληνική ποινική δικονομία (Εισηγητικαί εκθέσεις, Κώδιξ ποινικής δικονομίας, ευρετήρια, το διάγραμμα του Σχεδίου Ποινικής Δικονομίας της Συντακτικής Επιτροπής υπό Α. Μπουροπούλου, Α. Ρηγανάκου, Π. Γιωτόπουλου, Σχέδιον άρθρων Ποινικής Δικονομίας 1934, υφ έκαστον άρθρον του Σχεδίου η αιτιολογική έκθεσις αυτού, υπό Α. Μπουροπούλου, Α. Ρηγανάκου, Π. Γιωτόπουλου), Εκδοτικός Οίκος Ι. & Π. Ζαχαρόπουλου, Αρσάκη 6- Αθήναι 1950, σελ. 221, όπου περιέχεται και η αντίθετη θέση του Π. Γιωτόπουλου. 59 Βλ. Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 15, 16-17 18

αυτός οφείλει να ενεργεί όχι μόνο κατά αλλά και υπέρ του κατηγορουμένου 60. Η υποχρέωση αυτή αντικειμενικότητας του εισαγγελέα ανευρίσκεται σε αρκετές διατάξεις του ΚΠΔ. Έτσι, ο εισαγγελέας: οφείλει να αναζητεί στο πλαίσιο της ανάκρισης τόσο τα στοιχεία της ενοχής όσο και αυτά που κατατείνουν στην αθώωση του κατηγορουμένου (αρθ. 239 παρ. 2), πρέπει να καλεί στο ακροατήριο όλους τους ουσιώδεις μάρτυρες κατηγορίας αλλά και υπεράσπισης (αρθ. 327 παρ. 1), οφείλει να υποβάλλει στο δικαστικό συμβούλιο πρόταση να μην γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου αν με βάση το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε στην ανάκριση φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (αρθ. 245 παρ. 2, αρθ. 308), οφείλει να προτείνει την αθώωση του κατηγορουμένου αν από την διενεργηθείσα στο ακροατήριο διαδικασία δεν πείσθηκε για την ενοχή του, μπορεί να ασκήσει ένδικα μέσα είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου που καταδικάσθηκε ή παραπέμφθηκε στο ακροατήριο (αρθ. 479, 483, 490, 505), μπορεί να ζητήσει την αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης (αρθ. 497 παρ. 7), μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης δύναται να ζητήσει την επανάληψη της διαδικασίας σε όφελος του κατηγορουμένου (αρθ. 527 παρ. 1). Αντίθετη άποψη στην σύγχρονη θεωρία σχετικά με την θέση του εισαγγελέα στην ποινική δίκη έχει εκφράσει μόνο ο Μυλωνάς 61. Καταρχήν, ο συγγραφέας δέχεται ότι ο εισαγγελέας δεν απολαμβάνει λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η παρατήρηση του αυτή σε συνδυασμό με την αρχή της ιεραρχικής υποταγής που διέπει τον εισαγγελικό κλάδο τον οδηγεί στην άποψη ότι ο εισαγγελέας δεν ανήκει στην δικαστική λειτουργεία αλλά κάπου ανάμεσα σε αυτή και την εκτελεστική λειτουργεία. Περαιτέρω διατυπώνει την θέση ότι ο εισαγγελέας ως κατηγορούσα αρχή έχει στην ποινική δίκη την ιδιότητα του δημοσίου διαδίκου. Η ιδιότητα αυτή έχει την έννοια ότι κατά την άσκηση της ποινικής αγωγής ο εισαγγελέας δεν εκπροσωπεί κάποιο δικό του συμφέρον αλλά το δημόσιο, κρατικό συμφέρον. Κατά την άποψή του όμως η άσκηση της ποινικής αγωγής δεν προϋποθέτει μονομέρεια αλλά αντικειμενικότητα και νηφάλιο έλεγχο όλων των δεδομένων. Στην σκέψη του αυτή εντοπίζει και την διαφορά μεταξύ του δημοσίουδιαδίκου-εισαγγελέα και του ιδιώτη διαδίκου πολιτικώς ενάγοντα που στρέφεται μονομερώς εναντίον του κατηγορουμένου. 60 Βλ. Θ. Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 158, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 173, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 122 61 Βλ. αναλυτικά τη συλλογιστική του Ι. Μυλωνά, Προβληματισμοί, ό.π., σελ. 608 επ. 19

Λαμβάνοντας υπόψη όσα προηγήθηκαν επιχειρείται στη συνέχεια να δοθεί μία εικόνα των βασικών αρμοδιοτήτων που έχει στο πλαίσιο της ελληνικής κατηγορητικής ποινικής δίκης ο εισαγγελέας ως αναγκαίο πρόσωπο αυτής. Σε αντιστοιχία με την βασική αρχή «άλλος κατηγορεί και άλλος κρίνει» το αρθ. 27 παρ. 1 ΚΠΔ αναθέτει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών 62 την άσκηση της ποινικής δίωξης 63. Η ρητή αναφορά του άρθρου ότι ο εισαγγελέας ασκεί την ποινική δίωξη στο όνομα της πολιτείας θεωρείται ότι ενισχύει την θέση ότι ο εισαγγελέας δεν ενεργεί ως εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας 64. Ωστόσο, με τον όρο άσκηση της ποινικής δίωξης εννοούμε κάτι ευρύτερο από την ενέργεια του εισαγγελέα που θέτει σε κίνηση τον μηχανισμό απάντησης της κοινωνίας στο διαπραχθέν έγκλημα. Εννοούμε και την εκπροσώπηση της κατηγορίας από τον εισαγγελέα και στα επόμενα διαδικαστικά 62 Περιπτώσεις όπου ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν ασκεί την ποινική την ποινική δίωξη αποτελούν : το αρθ. 27 παρ. 3 ΚΠΔ που ορίζει ότι κατηγορούσα αρχή στο πταισματοδικείο είναι ο δημόσιος κατήγορος, ο εισαγγελέας εφετών ασκεί την ποινική δίωξη είτε μετά από παραγγελία της Ολομέλειας του εφετείου (αρθ. 29 παρ. 2 ΚΠΔ), είτε για τα εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία (αρθ.235-263 α ΠΚ) καθώς και για τα εγκλήματα που τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2331/1995 εφόσον έχουν τελεσθεί από δικαστικό λειτουργό και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος (αρθ. 29 παρ. 4 ΚΠΔ), ή για τα εγκλήματα που τελούνται στο ακροατήριο του εφετείου. Η ποινική δίωξη εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας και όσων διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργών ασκείται από την Βουλή (αρθ. 49 παρ. 2 και 86 παρ. 1, 2 Σ). 63 Στον ΚΠΔ προβλέπονται και ορισμένες εξαιρέσεις από τον συγκεκριμένο κανόνα. Στο αρθ. 27 παρ. 2 ΚΠΔ προβλέπεται για τα πταισματοδικεία δυνατότητα ανάθεση της άσκησης της ποινικής δίωξης από τον δημόσιο κατήγορο στον πταισματοδίκη και στην περίπτωση αυτή το πταισματοδικείο συγκροτείται χωρίς να παρίσταται δημόσιος κατήγορος. Με τον τρόπο αυτό οι ιδιότητες κατηγόρου-κριτή συνενώνονται στο ίδιο πρόσωπο. Μεγαλύτερη όμως εξαίρεση από την κατηγορητική αρχή εισάγει το αρθ. 29 παρ. 1 ΚΠΔ, όπου αν και η ποινική δίωξη ασκείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών αυτό γίνεται κατόπιν παραγγελίας της Ολομέλειας του Εφετείου. Η διάταξη αυτή έχει κατακριθεί έντονα διότι θεωρείται ότι συμβάλλει στην επάνοδο της μορφής της εξεταστικής δίκης, η οποία είναι αντίθετη με τις διατάξεις 7 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του συντάγματος βλ. Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 9-10 υποσημ. 41 και 44.. Αντίθετος όμως ο Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 247 υποσημ. 14, οποίος θεωρεί ότι οι αναφερόμενες από τον Σταμάτη διατάξεις του συντάγματος δεν μπορούν να στηρίξουν την θέση περί αντισυνταγματικότητας του τελευταίου. Από την άλλη σύμφωνα με την ΑιτιολΕκθΣχΚΠΔ. 1934 σε Ελληνική ποινική δικονομία, ό.π., σελ. 388, θεωρήθηκε χρήσιμη η διατήρηση της διάταξης αυτής, που προϋπήρχε και στην Ποινική Δικονομία 1834, προκείμενου σε ορισμένες περιπτώσεις να χρησιμοποιηθεί το κύρος του δικαστηρίου των εφετών για να μη μείνουν ακαταδίωκτες αξιόποινες πράξεις, τις οποίες δεν έλαβε την πρωτοβουλία να διώξει η εισαγγελική αρχή. Ακόμη, στην παρ. 2 του ίδιου αρθ. 29 ΚΠΔ ορίζεται πως η Ολομέλεια του Εφετείου μπορεί να διατάξει αφενός και τον εισαγγελέα εφετών να ασκήσει την ποινική δίωξη και αφετέρου αν η ποινική δίωξη έχει ήδη ασκηθεί να διατάξει τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να υποβάλλει τα έγγραφα στον εισαγγελέα εφετών ώστε να αναλάβει ο ίδιος την συνέχιση της διαδικαστικής πορείας της υπόθεσης. 64 Βλ. Κ. Σταμάτη, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 18. 20

στάδια της υπόθεσης μέχρι αυτή να περατωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση 65. Αντίθετα, μόνο η κινητοποίηση του ποινικού μηχανισμού αποδίδεται με τον όρο κίνηση ή έγερση της ποινικής δίωξης 66. Ακόμη, ο εισαγγελέας πρέπει να ακούγεται πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης του δικαστηρίου ή βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου είτε διάταξης του ανακριτή ή του δικαστή ειδάλλως η απόφαση, το βούλευμα και η διάταξη πάσχουν από απόλυτη ακυρότητα (αρθ. 32 παρ. 1 ΚΠΔ, αρθ. 138 παρ. 2, 3, αρθ. 171 παρ. 1β ΚΠΔ). Επίσης, ο εισαγγελέας οφείλει να παρίσταται σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο διότι σε διαφορετική περίπτωση επέρχεται και πάλι απόλυτη ακυρότητα (αρθ. 32 παρ. 2 εδ. α ΚΠΔ). Επιπλέον, έχει την υποχρέωση να υποβάλλει πάντοτε, προφορικά ή γραπτά, προτάσεις αιτιολογημένες και αιτήσεις ειδικές και δεν μπορεί να αφεθεί στην κρίση του δικαστηρίου ή του ανακριτή (αρθ. 32 παρ. 4 ΚΠΔ). Ο εισαγγελέας εφετών έχει κατά το αρθ. 35 εδ. α ΚΠΔ την ανώτατη διεύθυνση της ανάκρισης, έχοντας επιπλέον το δικαίωμα να ενεργεί είτε προσωπικά είτε με κάποιον από τους αντιεισαγγελείς που υπάγονται στην περιφέρεια του προκαταρτική εξέταση για κάθε έγκλημα εφόσον δεν έχει διαταχθεί τέτοια από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Το ίδιο δικαίωμα έχει απεριόριστα και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος επιπρόσθετα σε υποθέσεις εξαιρετικής φύσης μπορεί να διατάσσει την διεξαγωγή της ανάκρισης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά απόλυτη προτεραιότητα (αρθ. 35 εδ. γ ΚΠΔ). Τέλος, σύμφωνα με το αρθ. 25 παρ. 2 ΚΟΔΚΔΛ οι εισαγγελείς γνωμοδοτούν σε νομικά ζητήματα, που δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια όταν τους υποβάλλουν 65 Βλ. Β. Αδάμπα σε Μαργαρίτη/Ερμηνεία ΚΠΔ Ι, ό.π., σελ. 164, Ι. Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, Τόμος Πρώτος, ό.π., σελ. 310, Π. Καίσαρη σε Μαργαρίτη/Ερμηνεία ΚΠΔ Ι, ό.π., σελ. 84-85, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 244, Ι. Μυλωνά, Προβληματισμοί, ό.π., σελ. 25, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 297-298, Κ. Τσουκαλά, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 105-106, του ιδίου Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας, ό.π., σελ. 128-129. 66 Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 244, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ. 128-129, όπου η τελευταία περίπτωση ταυτίζεται με την άσκηση της ποινικής δίωξης με τη στενή έννοια ενώ η εκπροσώπηση της κατηγορίας από τον εισαγγελέα ταυτίζεται με την ευρεία άσκηση της ποινικής δίωξης. Αντίθετος, ο Κ. Σταμάτης, Η προκαταρτική εξέταση, ό.π., σελ. 10 υποσημ. 45, ο οποίος θεωρεί ότι οι όροι έγερση, άσκηση, κίνηση της ποινικής δίωξης αποτελούν ταυτόσημες και ισοδύναμες έννοιες χωρίς να έχουν τις πρακτικές συνέπειες της διάκρισης που υποστηρίζει η κυρίαρχη άποψη. Στην συνέχεια όμως ο Κ. Σταμάτης παραδέχεται ότι ο εισαγγελέας μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης που γίνεται με την άσκησή της, τη διαχειρίζεται στα διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας δίχως να έχει όμως την εξουσία διάθεσής της. 21