Λαμπρινή Θ. Σκούρα, Η Γενική Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα (1862 1910), Θεσμοί, Αντιλήψεις, Ανισότητες, Μια ιστορική κοινωνιολογική προσέγγιση, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2014, σελίδες 612. Το βιβλίο της Αναπληρώτριας καθηγήτριας κ. Λαμπρινής Σκούρα, αποτέλεσμα συστηματικής και μακροχρόνιας εργασίας, έχει ως αντικείμενο τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που επιχειρούνται στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 1862-1910. Έχει ενταχθεί, με αύξοντα αριθμό 41, στη σειρά «Τεκμήρια Μελέτες Ιστορίας Νεοελληνικής Εκπαίδευσης» των εκδόσεων Gutenberg (διευθυντής ο καθηγητής Σήφης Μπουζάκης), η οποία πρωτοπορεί στον τομέα αυτό, γιατί προάγει τη μελέτη της ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, μέσα από πρωτογενές αρχειακό υλικό, πρόσφορο σε επιστημολογικές και μεθοδολογικές αναζητήσεις. Το παραπάνω σύγγραμμα, ιδιαίτερα χρήσιμο για ερευνητές, φοιτητές, εκπαιδευτικούς, αλλά και αναγνώστες με ιστορικά ενδιαφέροντα, δομείται σε επτά κεφάλαια, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες διακριτές χρονικές περιόδους. Κριτήριο για το διαχωρισμό των περιόδων αποτέλεσαν τα σημαντικά ιστορικά, πολιτικά και εκπαιδευτικά γεγονότα, που έλαβαν χώρα, αλλά και οι πολιτικές προσωπικότητες που έδρασαν σε κάθε μία από αυτές (Επαμ. Δεληγιώργης Αλεξ. Κουμουνδούρος, Χαρ. Τρικούπης, Θεόδ. Δηλιγιάννης, Γεωργ. Θεοτόκης, Δημ. Ράλλης, κ.ά.). Των κεφαλαίων προηγούνται η Εισαγωγή και τα Ιστορικά Προλεγόμενα, όπου γίνεται σύντομη αναφορά στους δύο πρώτους εκπαιδευτικούς νόμους της χώρας (1834 και 1836), οι οποίοι ίσχυσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, σε ολόκληρη τη διάρκεια της χρονικής περιόδου που εξετάζεται. Αυτό για να διαφανεί η συνέχεια με τις επιχειρούμενες μετέπειτα μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Στο πρώτο κεφάλαιο η συγγραφέας παρουσιάζει συνοπτικά τα σημαντικότερα γεγονότα της «Οκτωβριανής επανάστασης», καθώς και της μετά την έξωση του Όθωνα νέας τάξης πραγμάτων (αναζήτηση νέου μονάρχη, σύγκληση «της εν Αθήναις Β Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως», ανάδειξη της εξαιρετικά έκρυθμης κατάστασης της χώρας κατά το διάστημα της μεσοβασιλείας). Εισερχόμενη στο εκπαιδευτικό πεδίο μελετάει τα πρώτα εκπαιδευτικά μέτρα του υπουργού Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Επαμ. Δεληγιώργη, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει με την αρθρογραφία του στον αγώνα για δυναστική αλλαγή. Στη συνέχεια, αναφέρεται στους προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν κατά τη συζήτηση του συντάγματος του 1864 για την εκπαίδευση καθώς και στην εκπαιδευτική κατάσταση της χώρας από τις απαρχές της βασιλείας του Γεωργίου
Βιβλιοκρισίες 185 Α μέχρι την προσπάθεια της τελευταίας κυβέρνησης του υδραίου πολιτικού Δημητρίου Βούλγαρη για υπαγωγή των διδασκάλων της δημοτικής εκπαίδευσης υπό την εποπτεία της εκκλησίας (1874). Ενδιαφέρουσα είναι η θεματική ενότητα που αναφέρεται στην προσπάθεια συμβολής της συλλογικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας αλλά και πολιτικών και πνευματικών προσωπικοτήτων της εποχής για βελτίωση της «κατωτέρας και μέσης εκπαιδεύσεως» (1869-1872). Αφετηρία του δεύτερου κεφαλαίου αποτελεί το έτος 1875, το οποίο θεωρείται ότι έχει την ίδια συμβολική σημασία για την ιστορία των πολιτικών θεσμών (λόγω καθιέρωσης της αρχής της δεδηλωμένης) με την «Οκτωβριανή επανάσταση» του 1862. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται οι πρώτες ουσιαστικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση των πάμπολλων εκπαιδευτικών προβλημάτων. Το βάρος δίνεται στην αναδιάρθρωση του δημοτικού σχολείου, το οποίο είχε φθάσει σε υπερβολικά χαμηλό επίπεδο, μετά και τη διακοπή της λειτουργίας του Διδασκαλείου και την είσοδο στην εκπαίδευση των δασκάλων των επιτροπών. Αξιοπρόσεκτο γεγονός της οκταετίας 1875-1882, κατά την οποία κυριαρχεί η πολιτική προσωπικότητα του Αλέξ. Κουμουνδούρου, αποτελεί η κατάθεση στη Βουλή δεκατριών συνολικά εκπαιδευτικών νομοσχεδίων (Μίληση, Δηλιγιάννη, Αυγερινού), από τα οποία όμως ψηφίζεται μόνον το ένα, αυτό που αφορούσε την επανίδρυση του Διδασκαλείου (μετά από 14 χρόνια) και επαναπροσδιορισμό (μετά από 43 ολόκληρα χρόνια) του περιεχόμενου διδασκαλίας της δημοτικής εκπαίδευσης. Τέλος, εξετάζονται οι συνθήκες μετάβασης από την αλληλοδιδακτική στη συνδιδακτική μέθοδο, καθώς και η συμβολή του νεοσύστατου τότε Ελληνικού Διδασκαλικού Συλλόγου (Ε.Δ.Σ.) στη σημαντική αυτή εξέλιξη. Στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο αναδεικνύονται και σχολιάζονται τα εκπαιδευτικά μέτρα, οι προσπάθειες για βελτίωση της γενικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι παραλείψεις, οι οπισθοδρομήσεις και οι ανατροπές των κυβερνήσεων του δικομματισμού Χαρίλαου Τρικούπη και Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Η συγγραφέας αναδεικνύει άγνωστες πτυχές των εκπαιδευτικών πραγμάτων της περιόδου, οι οποίες συμβάλλουν στην κατανόηση των τότε πολιτικών εκπαιδευτικών επιλογών καθώς και των λόγων επιλογής τους. Ιδιαίτερα διαφωτιστικό είναι το υποκεφάλαιο στο οποίο παρουσιάζεται η γνώμη-αντίδραση του Ε.Δ.Σ στην πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση μεταρρύθμισης της γενικής εκπαίδευσης του υπουργού Γεωργίου Θεοτόκη (1889). Μέσα από τις πολυσέλιδες αναλυτικές εκθέσεις του συλλόγου αυτού, τα Πρακτικά της επί των Εκπαιδευτικών Επιτροπής της Βουλής, στην οποία συμμετείχαν, για πρώτη φορά, και εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών, ο αναγνώστης αποκτά μια σαφή εικόνα των κυρίαρχων για την εκπαίδευση αντιλήψεων της εποχής καθώς και των λόγων που η προσπάθεια Θεοτόκη παρέμεινε στο χρονοντούλαπο της
186 Βιβλιοκρισίες ιστορίας. Ακόμη, μέσα από τις θέσεις και αντιπαραθέσεις των πρωτεργατών των εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών, αλλά και άλλων αγορητών, οι οποίες διαβάζονται ανάμεσα στις γραμμές πρωτογενών πηγών, η συγγραφέας καταφέρνει να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων, που θέτει στην εισαγωγή του βιβλίου της, όπως για παράδειγμα οι λόγοι επιλογής βασικής εκπαίδευσης διαφόρων ταχυτήτων και οι ανισότητες, που δημιουργήθηκαν από τις επιλογές αυτές, οι λόγοι αποτυχίας του εξάχρονου δημοτικού σχολείου, ο τρόπος εφαρμογής της συνταγματικής επιταγής του 1864 για συνδρομή του δημοσίου στα έξοδα της δημοτικής εκπαίδευσης κ.ά. Άξια αναφοράς είναι και η διαπίστωση ότι οι κυβερνήσεις Δηλιγιάννη παρουσιάζονται, κατά περίεργο τρόπο, «προοδευτικότερες» από τις κυβερνήσεις Τρικούπη, γεγονός που δεν είναι άσχετο με την παραμονή των τελευταίων για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην εξουσία και τη διαχείριση από αυτές της οικονομικής κρίσης του 1893. Το πέμπτο κεφάλαιο καλύπτει την μεταρρυθμιστική προσπάθεια της πρώτης κυβέρνησης Γεωργίου Θεοτόκη, ο οποίος μετά το «οικονομικόν» θεωρούσε «ως ζήτημα ζητημάτων το εκπαιδευτικόν». Η συγγραφέας επιδιώκει την ανάδειξη των λόγων ακύρωσης της πρώτης και καλύτερης επιστημονικά διατυπωμένης πρότασης οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος στην κατεύθυνση του αστικού εκσυγχρονισμού, της λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας της γνώσης και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Επίσης, προσπαθεί να φωτίσει, μέσα από πρωτογενείς πηγές, τους λόγους παραίτησης του εμπνευστή και εισηγητή της παραπάνω πρότασης υπουργού Αθ. Ευταξία, της μεταστροφής από το κυβερνητικό πρόγραμμα και χάραξης της δικής του εκπαιδευτικής πολιτικής του διαδόχου του Ευταξία υπουργού Σπ. Στάη, την κύρια αιτία ρήξης της σχέσης των δύο υπουργών, τις επιλογές και διαφοροποιήσεις τους, ιδιαίτερα στο ζήτημα της παιδαγωγικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών της μέσης εκπαίδευσης, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση από τον τελευταίο της πρώτης παιδαγωγικής πανεπιστημιακής έδρας. Στο έκτο κεφάλαιο καταγράφονται τα τεκταινόμενα στον εκπαιδευτικό χώρο κατά την περίοδο 1902-1905, με αφετηρία τα νομοσχέδια των βραχύβιων κυβερνήσεων Αλ. Ζαϊμη (1902) και Θ. Δηλιγιάννη (1903) αλλά και τη δυναμική παρουσία του Συνδέσμου Ελλήνων Δημοδιδασκάλων. Ακολουθεί η κριτική παρουσίαση της δεύτερης εκπαιδευτικής προσπάθειας του Σπ. Στάη και του διαδόχου του υπουργού Κ. Λομβάρδου (1904), μετά την παραίτηση του πρώτου εξαιτίας του θλιβερού γεγονότος του φόνου του βουλευτή Τρικάλων Κ. Χατζηπέτρου, σε προηγηθείσα μεταξύ τους μονομαχία. Ιδιαίτερα, σχολιάζεται η πρόταση των Στάη- Λομβάρδου για διδασκαλία στις δύο ανώτερες τάξεις του εξάχρονου δημοτικού σχολείου «διδακτόρων ή προλυτών» της Φιλοσοφικής Σχολής. Τέλος, παρουσιάζονται τα εκπαιδευτικά μέτρα της συμμαχικής κυ-
Βιβλιοκρισίες 187 βέρνησης Δημ. Ράλλη, ιδιαίτερα επαχθή για τη δημοτική εκπαίδευση. Μέσα από τις πολυήμερες συζητήσεις του σχετικού νόμου (ΓΣΗ/1905) στη Βουλή, αναδεικνύεται το μέγεθος των ανισοτήτων που επέβαλλε η Πολιτεία στον κλάδο των δασκάλων, οι οποίοι καλούνταν να συμβάλλουν με την περικοπή των μισθών τους, στη μείωση των οικονομικών ελλειμμάτων των δήμων, ζήτημα που αποτελούσε την κακοδαιμονία της δημοτικής εκπαίδευσης καθόλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Στο έβδομο κεφάλαιο παρουσιάζεται η εκπαιδευτική πρόταση της τελευταίας, και μακροβιότερης κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη (1905-1909). Το βάρος δίδεται στο «κατ εξοχήν εθνικόν ζήτημα» των διδακτικών βιβλίων, αφού οι δοκιμασθείσες μέχρι τότε πολιτικές δεν αποδείχτηκαν αποτελεσματικές για την καταπολέμηση της μαστίζουσας το χώρο της εκπαίδευσης βιβλιοκαπηλίας. Έτσι, η Πολιτεία θ αναλάβει την έκδοση και διαχείριση των διδακτικών βιβλίων με στόχο την καταπολέμηση των αθέμιτων φαινομένων αλλά και την αύξηση των εσόδων της, τα οποία διέθετε για την κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών των δύο πρώτων εκπαιδευτικών βαθμίδων. Στη συνέχεια επιχειρείται η κριτική παρουσίαση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, των μεταβατικών κυβερνήσεων Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (1909) και Στέφανου Δραγούμη (1910), καρπός των οποίων υπήρξε, μεταξύ άλλων, παρά τις έντονες αντιδράσεις της Φιλοσοφικής Σχολής, των φοιτητών και των εκπαιδευτικών, η ψήφιση δύο σημαντικών νομοσχεδίων. Αυτών που αφορούσαν τη μεταρρύθμιση της κατάρτισης των δασκάλων αλλά και την ίδρυση του Διδασκαλείου της Μέσης Εκπαίδευσης, στο οποίο ανατίθεται η παιδαγωγική μόρφωση των καθηγητών, ζητήματα που επί μία και πλέον δεκαετία βρισκόταν στο επίκεντρο των συζητήσεων της πολιτικής σκηνής και της εκπαιδευτικής κοινότητας. Ακολουθούν α) τα Γενικά Συμπεράσματα της έρευνας (σσ. 465-483), πέραν των ερμηνευτικών σχολίων που καταγράφονται στο τέλος κάθε κεφαλαίου β) Παράρτημα, όπου δημοσιεύονται για πρώτη φορά τα σχετικά ιστορικά Τεκμήρια, στα οποία η συγγραφέας στήριξε την έρευνά της (σσ. 504-610) και γ) Ευρετήριο των 28 πινάκων που περιέχονται στο κείμενο, με ποσοτικά στοιχεία που συμβάλλουν στην τεκμηρίωση των επιχειρούμενων αναλύσεων και προσεγγίσεων. Κλείνοντας, επισημαίνω την ουσιαστική συμβολή της επίπονης εργασίας της κ. Σκούρα στην ιστορική έρευνα, καθώς έρχεται να καλύψει το μεγάλο κενό της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου στο χώρο της ιστοριογραφίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, όπως επισημαίνει στον πρόλογό του και ο επιμελητής της σειράς Σήφης Μπουζάκης. Η μελέτη αυτή διακρίνεται για την πρωτοτυπία, τη μεθοδολογική και βιβλιογραφική τεκμηρίωση και τη συνθετική της αξία. Η
188 Βιβλιοκρισίες συγγραφέας ανατρέχει σε πρωτογενείς πηγές, τις οποίες επεξεργάζεται δημιουργικά και τις εντάσσει στο ευρύτερο ιστορικό-πολιτικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό πλαίσιο της περιόδου που εξετάζει. Με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια η συγγραφέας παρουσιάζει, μελετά και αναλύει την εξελικτική πορεία των θεσμών της γενικής εκπαίδευσης, εστιάζοντας στην ανάδειξη των εκπαιδευτικών ανισοτήτων που δημιουργήθηκαν από τις ακολουθούμενες πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων, εις βάρος των παιδιών των αγροτικών περιοχών και γενικότερα των λαϊκών στρωμάτων. Με περιεκτικό, μεστό και επιστημονικό λόγο προσεγγίζει τις θεματικές που την απασχολούν, πολύπλευρα και διεξοδικά, φωτίζοντας άγνωστες ιστορικές πτυχές και αποκαθιστώντας σε πολλά σημεία ανακριβείς πληροφορίες, φαινόμενο δυστυχώς που ενισχύει η χρήση και ανακύκλωση δευτερογενών πηγών. Τέλος, στις πάμπολλες υποσημειώσεις του βιβλίου καταγράφονται ιδιαίτερα χρήσιμες επισημάνσεις που συμπληρώνουν το κυρίως κείμενο και βοηθούν τον αναγνώστη να έχει μια πληρέστερη εικόνα της εκπαιδευτικής πραγματικότητας της εποχής. Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών Πρόεδρος της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος