ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα Εισηγήτρια: Αδαμαντία Βολικού Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ε. Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη Θεσσαλονίκη 2006
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ σελ. 4 Ι. Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΞΙΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ..... σελ. 6 Α. Αντιπαραβολή του συστήματος περιουσιακής αυτοτέλειας και του συστήματος κοινοκτημοσύνης.......σελ. 6 Β. Η επιλογή του συστήματος περιουσιακής αυτοτέλειας Διάκριση νόμιμου και συμβατικού συστήματος......σελ. 12 Γ. Οι ατέλειες του συστήματος χωρισμού των περιουσιών και η εισαγωγή της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα...σελ. 14 ΙΙ. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ.....σελ. 22 Α. Λύση ή ακύρωση του γάμου ή συμπλήρωση τριετούς διάστασης.....σελ. 23 Β. Αύξηση της περιουσίας του υποχρέου....σελ. 28 α. Το χρονικό σημείο υπολογισμού της αρχικής και της τελικής περιουσίας. σελ. 28 β. Επιμέρους ζητήματα σχετικά με την προυπόθεση της αύξησης της περιουσίας...σελ. 45 γ. Η ΑΚ 1400 παρ. 3... σελ. 50 Γ. Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υποχρέου.. σελ. 61 Δ. Μη επιλογή κοινοκτημοσύνης...σελ. 74 2
ΙΙΙ. ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ..σελ. 78 Α. Αξίωση ενοχική... σελ. 78 Β. Αξίωση προσωποπαγής, ανεκχώρητη και ακληρονόμητη....σελ. 86 Γ. Ο αναγκαστικός χαρακτήρας των διατάξεων περί συμμετοχής στα αποκτήματα σελ. 94 IV. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ...σελ. 99 V. Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΩΣΗ ΑΠΟ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟ...σελ. 101 VI. ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ.. σελ. 106 VII. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ..σελ. 118 VII. ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ.σελ. 123 ΙΧ. Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΑΚ 1400 ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ..σελ. 124 ΕΠΙΜΕΤΡΟ.σελ. 135 Βιβλιογραφία Μελέτες.σελ. 136 3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η τέλεση ενός γάμου είναι ένα γεγονός το οποίο συνεπάγεται την επέλευση εννόμων συνεπειών. Οι έννομες αυτές συνέπειες αναφέρονται, εκτός από τους άλλους τομείς της ζωής των συζύγων, και στις περιουσιακές τους σχέσεις, και πιο συγκεκριμένα στην περιουσία τους τόσο την υφιστάμενη κατά τη σύναψή του γάμου όσο και την αποκτώμενη κατά τη διάρκειά του καθώς επίσης και στις μεταβολές που σημειώνονται επ αυτής κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Η αντιμετώπιση και ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων αποτέλεσε ανέκαθεν ένα ζήτημα μεγάλης σπουδαιότητας, εξαιτίας και του αντικτύπου που έχει στους υπόλοιπους τομείς του βίου τους, και βρέθηκε αρκετές φορές στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του νομοθέτη του Οικογενειακού Δικαίου. Μέσα από μία ιστορική αλλά και συγκριτικού δικαίου επισκόπηση διακρίνονται τα δύο κύρια νομικά συστήματα τα οποία διαμορφώθηκαν και προκρίθηκαν ως κατάλληλα για να δώσουν λύση στο πρόβλημα της επίδρασης του γάμου στην περιουσιακή κατάσταση των συζύγων. Το πρώτο εξ αυτών ονομάζεται σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας ή σύστημα χωρισμού των περιουσιών και είναι το σύστημα κατά το οποίο η σύναψη του γάμου δεν επιδρά καθόλου στην περιουσιακή κατάσταση των συζύγων των οποίων οι περιουσίες εξακολουθούν (όπως και πριν από το γάμο) να παραμένουν χωριστές 1. Βασικό, επομένως, χαρακτηριστικό του εν λόγω συστήματος είναι η, κατ αρχήν, χωριστή διαχείριση από τον καθένα της δικής του περιουσίας χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά και την οικονομική αποξένωση των συζύγων 2. 1 Για τον προσδιορισμό της έννοιας του συστήματος περιουσιακής αυτοτέλειας βλ.: Σταθόπουλο, Περιουσιακή αυτοτέλεια ή κοινοκτημοσύνη στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, ΝοΒ 28/1980, σελ. 1874, Κουτσουράδη, Το νόμιμο σύστημα ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, Η περιουσιακή αυτοτέλεια με αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, ΔκΠ 4/1983, σελ.179, Μακρή, Η κοινοκτημοσύνη των συζύγων, ΑρχΝ 34/1983, σελ. 345, Δεληγιάννη με τη συνεργασία Κουτσουράδη, Οικογενειακό Δίκαιο ΙΙ, Συζυγικές σχέσεις Διαζύγιο (1987), σελ. 74, Κουνουγέρη Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο Ι (2003), σελ. 229. 2 Σταθόπουλος, ΝοΒ, σελ.1874. 4
Στον αντίποδα κινείται το δεύτερο σύστημα, της κοινοκτημοσύνης, σύμφωνα με το οποίο από το χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου δημιουργείται μεταξύ των συζύγων κοινωνία δικαιωμάτων πάνω στην περιουσία τους ή σε μέρος αυτής (ολική ή μερική κοινοκτημοσύνη). Ειδικότερα, τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται στη διάρκεια του γάμου ή ενδεχομένως και όσα είχαν αποκτηθεί πριν από το χρονικό αυτό σημείο από τον κάθε σύζυγο (όλα ή μέρος αυτών) γίνονται πλέον κοινά περιουσιακά στοιχεία και των δύο συζύγων 3. Στα προαναφερθέντα συστήματα παρουσιάζεται, όπως θα περίμενε άλλωστε κανείς, πλήθος παραλλαγών και η μορφή που συναντάται κάθε φορά είναι συνάρτηση της χρονικής συγκυρίας και των εκάστοτε κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και αντιλήψεων του τόπου όπου καλούνται να εφαρμοστούν 4. Όσον αφορά την επιλογή του Έλληνα νομοθέτη, αυτή ήταν και παραμένει σταθερά προσανατολισμένη στην εφαρμογή του συστήματος περιουσιακής αυτοτέλειας, τόσο πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα όσο και μετά από αυτήν, επιλογή σαφώς επηρεασμένη από τα πρότυπα του αρχαίου ελληνικού, ρωμαϊκού και βυζαντινορωμαϊκού δικαίου 5. Η σημερινή μορφή του συστήματος περιουσιακής αυτοτέλειας είναι αυτή που περιγράφεται στο άρθρο 3 Οριοθέτηση της έννοιας του συστήματος κοινοκτημοσύνης σε: Σταθόπουλο, ΝοΒ, σελ.1873-1874, Κουτσουράδη, ό.π., σελ.179, Μακρή, ό.π., σελ. 345-346, Δεληγιάννη Κουτσουράδη, ό.π., σελ. 74, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογ. Δ., σελ. 229. 4 Αναλυτικότερες πληροφορίες σχετικά με τη γέννηση, την ανάπτυξη και τις διάφορες μορφές των δύο συστημάτων ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, ιστορικά, στην Ελλάδα αλλά και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο σε: Αργυριάδη, Συστήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ιστορικώς και συγκριτικώς, Αρμ ΙΗ/1964, σελ.3, Σταθόπουλο, ΝοΒ, σελ. 1886 επ., Κουτσουράδη, ό.π., σελ. 178-179, Μακρή, ό.π., σελ. 345-346, Μάνεση, Η συνταγματική καθιέρωση της ισονομίας ανδρών και γυναικών, ΔκΠ 4/1983, σελ. 28 επ., Δεληγιάννη Κουτσουράδη, 74 επ., Σταθέα, Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, (Ιστορική εξέλιξη Θεωρητική έρευνα Νομολογία) (1990), σελ. 46 επ., Παπαζήση σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 1397, αριθ. 1-4, Νικολόπουλο, Νομολογιακές εξελίξεις στα αποκτήματα των συζύγων (2001), σελ.1 επ. 5 Αντιθέτως, το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, το οποίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην Ελλάδα, είναι εφεύρημα των μεσαιωνικών γερμανικών (κυρίως) εθιμικών δικαίων. Βλ. και Αργυριάδη, ό.π., σελ. 3επ., Κουτσουράδη, ό.π., σελ.179, Μακρή, ό.π., σελ. 345 επ., Μάνεση, ό.π., σελ. 28, Δεληγιάννη Κουτσουράδη, ό.π., σελ. 74-75, Παπαζήση, ό.π., άρθρο 1397, αριθ. 1. 5
1397 του Αστικού Κώδικα και ισχύει όπως διαμορφώθηκε με το νόμο 1329/1983 (ο οποίος είναι και ο τελευταίος που επενέβη ρυθμιστικά στο πεδίο των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων). Ο νόμος αυτός προχώρησε σε αναθεώρηση του ως τότε ισχύοντος νομίμου συστήματος περιουσιακής αυτοτέλειας ενισχύοντας και συνδέοντας το άρρηκτα με το θεσμό της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα (αρθ. 1400 1402 ΑΚ). Παράλληλα με το νόμο αυτό καταργήθηκαν οι αναχρονιστικές και άνισες εις βάρος του γυναικείου φύλου διατάξεις του παλαιότερου καθεστώτος περί προίκας και εξώπροικης περιουσίας, ανάθεσης των βαρών του γάμου στον άνδρα και υπερέχουσας εν γένει θέσης του στο συζυγικό οίκο καθώς και οι σχετικοί περιορισμοί που ίσχυαν εις βάρος των γυναικών σχετικά με τη δικαιοπρακτική τους ικανότητα, την κτήση και διοίκηση της περιουσίας τους κλπ., οι οποίοι συνόδευαν το μέχρι τη στιγμή εκείνη εφαρμοζόμενο σύστημα περιουσιακής αυτοτέλειας 6. Ι. Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΞΙΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ Α. Αντιπαραβολή του συστήματος περιουσιακής αυτοτέλειας και του συστήματος κοινοκτημοσύνης. Η απόφαση των συντακτών του ν. 1329/1983 για τη διατήρηση του συστήματος χωρισμού των περιουσιών ως νομίμου συστήματος, προτιμώμενου έναντι αυτού της κοινοκτημοσύνης, και για την ταυτόχρονη τροποποίησή του με 6 Βλ. σχετικά: Βαβούσκο, Παρατηρήσεις στο σχέδιο νόμου της «Επιτροπής Γαζή» για την ισονομία ανδρών και γυναικών στο αστικό δίκαιο, Αρμ 34/1980, σελ. 188 επ., Μακρή, ό.π., σελ. 347 επ., Ψυχομάνη, Περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων και σύστημα κοινοκτημοσύνης με το ν. 1329/1983, ΝοΒ 31/1983, σελ. 952, Παπαζήση, ό.π., άρθρο 1397, αριθ. 2, 8. 6
τις ρυθμίσεις περί αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα (ΑΚ 1400-1402) δεν ελήφθη άκριτα και αβασάνιστα αλλά μετά από έντονη αντιπαράθεση και στάθμιση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που παρουσιάζουν τα δύο συστήματα θεωρητικώς αλλά και κατά την εφαρμογή τους. Το πρώτο βασικό επιχείρημα που αναπτύχθηκε προς υπεράσπιση του συστήματος κοινοκτημοσύνης ήταν ότι με την υιοθέτησή του επιτυγχάνεται η αναγνώριση της συνεισφοράς και των δύο συζύγων εξίσου στη λειτουργία του κοινού οίκου. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι συντελεί στην αποτελεσματικότερη οικονομική εξασφάλιση του συζύγου εκείνου (κατά κύριο λόγο της γυναίκας) που δεν εργάζεται εξωοικιακά αλλά προσφέρει τις υπηρεσίες του εντός του οίκου και, εκ των πραγμάτων, δεν έχει τη δυνατότητα να προωθήσει την επαύξηση της δικής του περιουσίας, αφού με βάση το σύστημα αυτό του αποδίδεται η μισή από την κοινή περιουσία. Η προβολή του εν λόγω επιχειρήματος εμφανίζεται δικαιολογημένη δεδομένων των συνθηκών που είχε διαμορφώσει το τότε κοινωνικό νομοθετικό καθεστώς το οποίο ως το σημείο εκείνο δεν παρείχε ίσες ευκαιρίες προσωπικής και οικονομικής εξέλιξης στα δύο φύλα όπως επίσης δεν αναγνώριζε την προσφορά της οικιακής εργασίας της γυναίκας 7. Με το δεύτερο κύριο επιχείρημα που προβλήθηκε τονίζεται ότι η εφαρμογή του συστήματος κοινοκτημοσύνης ανταποκρίνεται περισσότερο στη φύση και στην αποστολή του θεσμού του γάμου και της οικογένειας. Εν ολίγοις του σύστημα αυτό κρίνεται από τους υποστηρικτές του καταλληλότερο για την προώθηση, στήριξη και υλοποίηση στην πράξη της ιδέας της οικογενειακής ενότητας και του συντροφικού χαρακτήρα του γάμου, ο οποίος αποτελεί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, μια «κοινότητα βίου και πεπρωμένων» 8. 9 7 Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κυριότεροι υποστηρικτές του συστήματος κοινοκτημοσύνης ήταν τα γυναικεία σωματεία και γενικά οι οπαδοί του φεμινιστικού κινήματος. 8 Για τον συγκεκριμένο όρο βλ. Σταθόπουλο, ΝοΒ, σελ. 1876-1877. 9 Για τα υπέρ του συστήματος κοινοκτημοσύνης προβληθέντα επιχειρήματα βλ. σχετικά: Σταθόπουλο, ΝοΒ 1876 επ. και 1880 επ., Εισηγητική Έκθεση ν. 1329/1983, Αρμ 37/1983, σελ. 285, Αντωνοπούλου, Ο θεσμός της «συμμετοχής στα αποκτήματα» στις σχέσεις των συζύγων από το 7
Ενδελεχέστερη, ωστόσο, μελέτη της λειτουργίας του υπό εξέταση συστήματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα μειονεκτήματα που παρουσιάζει υπερτερούν αριθμητικά των θετικών του σημείων και καθιστούν, αν όχι δυσχερή, ιδιαιτέρως περίπλοκη την πρακτική εφαρμογή του. Ειδικότερα, η υιοθέτησή του σημαίνει ταυτόχρονα την προσαρμογή του έγγαμου βίου και της καθημερινότητας στις επιταγές του συστήματος αυτού γεγονός που, σε πρώτο επίπεδο, απαιτεί τη συγκατάθεση του ενός συζύγου για κάθε πράξη διαχείρισης και διάθεσης της περιουσίας που επιχειρείται από τον άλλο και στη συνέχεια οδηγεί στον αμφίπλευρο και διαρκή έλεγχο των κινήσεων των συζύγων. Η πιθανότερη κατάληξη της προαναφερθείσας κατάστασης είναι η διάσπαση της αρμονικής συμβίωσης ιδίως στις περιπτώσεις ασυμφωνίας ως προς τις διαχειριστικές των περιουσιακών στοιχείων πρωτοβουλίες και η δημιουργία ενδεχομένως γενικευμένων διενέξεων και διχονοιών, οι οποίες αναιρούν την προβαλλόμενη από τους υπέρμαχους της κοινοκτημοσύνης καταλληλότητα του συστήματος αυτού να υπηρετήσει την ενότητα της οικογένειας και το συντροφικό χαρακτήρα του γάμου. 10 Πέραν τούτου όμως η εφαρμογή του συστήματος κοινοκτημοσύνης επικρίθηκε γιατί, όχι σπάνια, οδηγεί σε λύσεις άδικες και ισοπεδωτικά εξισωτικές για εκείνο το σύζυγο ο οποίος εργάζεται περισσότερο και συνεισφέρει περισσότερα εντός ή/και εκτός του οίκου ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή παρέχεται στον άλλο σύζυγο (και ειδικά όταν αυτός είναι ο λιγότερο εύπορος) ένα πρώτης τάξεως αντικίνητρο εργασίας μαζί με τη δυνατότητα να επαναπαύεται και να ζει παρασιτικά εις βάρος του πρώτου έχοντας ήδη εξασφαλίσει την απόκτηση της μισής (κοινής) περιουσίας. Άδικη, ακόμη, παρουσιάζεται η εφαρμογή του στις περιπτώσεις των βραχυχρόνιων γάμων όπου το μέγεθος της συνεισφοράς του οικονομικά ασθενέστερου συζύγου στο σύντομο διάστημα της διάρκειάς του δεν γάμο (Άρθρα 1400-1402 ΑΚ), ΝοΒ 31/1983, 1513, Κουμάντο, Οικογενειακό Δίκαιο Ι (1988), σελ. 187, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογ. Δ., σελ. 231. 10 Αυδή-Καλκάνη, Τα προτεινόμενα νομικά συστήματα ρυθμίσεως των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και η αρχή της ισότητας των φύλων, ΝοΒ 29/1981, σελ. 1336, Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη, Οικογ. Δ., σελ. 231. 8
είναι αρκετό για να δικαιολογήσει τον οριστικό διαχωρισμό της (ήδη από τη σύναψη του γάμου κοινής) περιουσίας σε δύο ίσα μέρη. Επίσης, η επιλογή του συστήματος αυτού διευκολύνει τους ευρισκόμενους σε οικονομική δυσχέρεια να προβαίνουν στη σύναψη γάμου από ιδιοτέλεια αλλά και, από την αντίθετη πλευρά, βοηθά τη συνέχιση γάμων οι οποίοι νοσούν και ενώ υπό κανονικές συνθήκες θα είχαν οδηγηθεί στη λύση, ενόψει των επιταγών του συστήματος κοινοκτημοσύνης, ο οικονομικά ισχυρότερος των συζύγων αποφεύγει να δώσει τέλος στην έγγαμη συμβίωση φοβούμενος την απώλεια της μισής του περιουσίας. Η διατήρηση όμως ενός γάμου μέσα σε κλίμα εκβιασμού και εξαναγκασμού κάθε άλλο παρά την ουσία του θεσμού, όπως την υποστήριξαν οι υπέρμαχοι του συστήματος κοινοκτημοσύνης, υπηρετεί. 11 Ένα ακόμα από τα μειονεκτήματα του υπό εξέταση συστήματος είναι η ισοκατανομή των περιουσιακών στοιχείων (όσων θα αποκτηθούν κατά τη διάρκεια του γάμου ή και των ήδη αποκτηθέντων) σε συνδυασμό με την εκ των προτέρων γνώση της από πλευράς των συζύγων και τούτο διότι αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την οικονομική εξέλιξη τους και εμποδίζει (παραδοσιακά ιδίως τη γυναίκα) στην επίτευξη οικονομικής και προσωπικής ανεξαρτησίας ενώ, παράλληλα, θέτει στο περιθώριο τις όποιες προσωπικές φιλοδοξίες και ικανότητες 12. Δεν πρέπει να παραβλέπεται, επιπλέον, το γεγονός ότι η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος εγκυμονεί κινδύνους και για την ασφάλεια των συναλλαγών. Ειδικά στην περίπτωση ισχύος της μερικής κοινοκτημοσύνης, οι καλόπιστοι τρίτοι συναλλασσόμενοι με τον ένα εκ των συζύγων δεν θα είναι συχνά σε θέση να γνωρίζουν ποια αντικείμενα ανήκουν στην κοινή περιουσία και ποια όχι, αν και πότε για το υπό διάθεση αντικείμενο υπάρχει η 11 Στο συμπέρασμα αυτό μέσα από αναλυτική παράθεση των μειονεκτημάτων του συστήματος κοινοκτημοσύνης καταλήγουν οι: Σταθόπουλος, ΝοΒ, σελ. 1876, 1880 επ., 1981, Αυδή-Καλκάνη ό.π., σελ. 1336, Εισηγητική Έκθεση Ν. 1329/1983, ό.π., σελ. 285, Αντωνοπούλου, ό.π., σελ. 1513, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογ. Δ., σελ. 231, Παπαζήση, ό.π., άρθρο 1397, αριθ. 4. 12 Σταθόπουλος, ό.π., σελ. 1882, Αυδή-Καλκάνη, ό.π., σελ. 1336, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογ. Δ., σελ. 231-232. 9
συγκατάθεση του άλλου συζύγου καθώς επίσης και αν οι σύζυγοι έχουν προβεί σε αντίθετες διαθέσεις. Εκτός των άλλων, θα υπάρχει πάντα ο φόβος, για το σύζυγο που διαχειρίζεται συνετά τα κοινά περιουσιακά στοιχεία και μεριμνά για τη διατήρηση και επαύξησή τους, να βρεθεί εκτεθειμένος σε απερίσκεπτα χρέη του άλλου συζύγου. Άλλωστε και από την πλευρά των δανειστών θα ήταν άδικο να διαχωρίζονται, δίχως να το επιδιώκουν, σε δύο κατηγορίες και να ευνοούνται ως προς την εξόφληση των οφειλών τους οι δανειστές του συζύγου με τη μικρότερη οικονομική άνεση ή γενικότερα οι δανειστές των παντρεμένων οφειλετών 13. Τέλος, ενώ εκ πρώτης όψεως η λειτουργία του συστήματος κοινοκτημοσύνης εμφανίζεται απλούστερη και ευκολότερη σε σχέση με το σύστημα περιουσιακής αυτοτέλειας, στην πράξη καταλήγει πολύπλοκο στην εφαρμογή του καθώς όχι μόνο απαιτείται, εντός του γάμου, η προηγούμενη συγκατάθεση του άλλου συζύγου για κάθε διαχειριστική πράξη ή πράξη διάθεσης περιουσίας αλλά και η, μετά τη λύση του γάμου, διανομή της περιουσίας σε δύο ίσα μέρη είναι δυσχερής αφού πολλά περιουσιακά αντικείμενα εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατό να διαιρεθούν ή να κατανεμηθούν ισομερώς, γεγονός που ενίοτε συμβάλλει και στη δημιουργία κλίματος έντασης και προστριβών ή στην όξυνση των ήδη υπαρχόντων εντάσεων όταν τα δύο μέρη βρεθούν ενώπιον του ερωτήματος ποιος θα πάρει τι 14. Είναι εμφανές ότι η υιοθέτηση ενός συστήματος κοινοκτημοσύνης απαιτεί την προηγούμενη διευθέτηση όλων των παραπάνω ζητημάτων με απώτερη συνέπεια την υπερβολική παρέμβαση του νομοθέτη στην προσωπική και οικονομική ζωή των συζύγων και στον έγγαμο βίο εν γένει γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την ιδέα του γάμου, ο οποίος θεωρείται σήμερα ένα πεδίο ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. 13 Σταθόπουλος, ΝοΒ, σελ. 1890 επ. 14 Σταθόπουλος, ΝοΒ, σελ. 1891 επ., Εισηγητική Έκθεση Ν.1329/1983, ό.π., σελ. 285, Σιδηρόπουλος, Παρατηρήσεις στην ΟλΑΠ 28/1996, Αρμ 51/1997, σελ. 235. 10
Οι εμφανείς ατέλειες του συστήματος κοινοκτημοσύνης τονίζονται ακόμη περισσότερο μέσα από την προβολή των πλεονεκτημάτων του αντίπαλου συστήματος χωρισμού των περιουσιών. Κατ αρχάς, όπως προκύπτει και από τον ορισμό του, η εφαρμογή του τελευταίου συστήματος συμβάλλει καθοριστικά στην ανεξάρτητη από καθένα σύζυγο διαχείριση και διάθεση της ατομικής του περιουσίας, στην οποία προβαίνει αδέσμευτος και απαλλαγμένος από τη «λογοκρισία» του άλλου συζύγου 15 (οικονομική ανεξαρτησία). Το γεγονός αυτό βοηθά σε μεγάλο βαθμό και την αυτοδύναμη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους καθώς και την, ανάλογη των φιλοδοξιών, πρωτοβουλιών και ικανοτήτων, εξέλιξή τους σε επαγγελματικό και οικονομικό επίπεδο 16. Ταυτόχρονα, το σύστημα χωρισμού των περιουσιών δεν αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση της τυπικής ισότητας, την οποία φαίνεται να υπηρετεί το σύστημα κοινοκτημοσύνης μέσα από την ισοκατανομή των περιουσιακών στοιχείων, αλλά εμφανίζεται περισσότερο σύμφωνο με την αρχή της ουσιαστικής αναλογικής ισότητας καθώς επιβραβεύει την προσωπική προσπάθεια στην οικονομική εξέλιξη και την αντανάκλαση αυτής στην εντός του οίκου συνεισφορά. Επιπλέον, ο διαχωρισμός των περιουσιών των δύο συζύγων και η διατήρηση της οικονομικής και προσωπικής αυτοτέλειας όχι μόνο διασφαλίζει την αρμονική συμβίωση τους και τονώνει την ατμόσφαιρα συντροφικότητας αποτρέποντας κατ αποτέλεσμα τις έριδες και διενέξεις που συνεπάγεται ο συνεχόμενος έλεγχος των κινήσεων αλλά και εξαλείφει το πιθανό αίσθημα αδικίας που έχει ο σύζυγος ο οποίος συνεισφέρει περισσότερα εντός του γάμου. Η έλλειψη εξάλλου περιουσιακής ταύτισης δεν αποκλείει την επικράτηση ενότητας στον οικογενειακό βίο 17. Παράλληλα όμως το εν λόγω σύστημα 15 Η ελευθερία διαχείρισης της ατομικής περιουσίας ασφαλώς νοείται πάντα εντός των ορίων της συμβατικής ελευθερίας όπως αυτά διαγράφονται στον Αστικό Κώδικα. 16 Σταθόπουλος, ΝοΒ, σελ. 1891, Αυδή-Καλκάνη, ό.π., σελ. 1335, Εισηγητική Έκθεση Ν. 1329/1983, ό.π., σελ. 285, Αντωνοπούλου, ό.π., σελ. 285, Κουτσουράδης, ό.π., σελ. 182, Παπαζήση, ό.π., άρθρο 1397, αριθ. 6, Σιδηρόπουλος, Παρατηρήσεις στην ΟλΑΠ 28/1996, Αρμ 51/1997, σελ. 235. 17 Το επιχείρημα ότι το σύστημα της κοινοκτημοσύνης υπηρετεί με τον καταλληλότερο τρόπο την ενότητα και τη συντροφικότητα που πρέπει να χαρακτηρίζουν την έγγαμη συμβίωση 11
απλουστεύει και τη διαδικασία διαχωρισμού των περιουσιακών στοιχείων στην περίπτωση της λύσης του γάμου αφού καθιστά από την αρχή ξεκάθαρο ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στον κάθε σύζυγο. 18 Η διαφάνεια στην κατανομή της περιουσίας μεταξύ των συζύγων προσφέρει εν τέλει αποτελεσματικότερες υπηρεσίες και στον τομέα της ασφάλειας των συναλλαγών καθώς είναι ευκρινές στους τρίτους από ποια στοιχεία αποτελείται η περιουσία του συζύγου με τον οποίο συναλλάσσονται, ενώ κάθε σύζυγος ευθύνεται ατομικά και μόνο με την περιουσία του απέναντι στους δανειστές του και έτσι προφυλάσσεται και ο μη συναλλασσόμενος σύζυγος από απερίσκεπτες ή ατυχείς οικονομικές κινήσεις του άλλου συζύγου 19. Β. Η επιλογή του συστήματος περιουσιακής αυτοτέλειας Διάκριση νόμιμου και συμβατικού συστήματος Αξιολογώντας όλα τα επιχειρήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω ο Έλληνας νομοθέτης τάχθηκε και στην τελευταία αναθεώρηση των διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου (ν. 1329/1983) η οποία ασχολήθηκε με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων για μία ακόμα φορά υπέρ της διατήρησης ως νομίμου συστήματος αυτού της περιουσιακής αυτοτέλειας. Η σχετική πρόβλεψη γίνεται στο άρθρο 1397 ΑΚ όπου ορίζεται ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων που ακολουθούν, ο γάμος δεν μεταβάλλει την περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων». Το εννοιολογικό περιεχόμενο της διάταξης αυτής συνοψίζεται στο ότι η σύναψη του γάμου ουδεμία επίδραση έχει στην περιουσία του ενός ή του άλλου συζύγου, τόσο αυτή που προϋπήρχε της τέλεσης του γάμου όσο και εκείνης που αντικρούεται επίσης με την προβολή της άποψης ότι οι παραπάνω ιδέες εμπεριέχονται ήδη στο σύστημα περιουσιακής αυτοτέλειας. Επίσης, αναγνωρίζονται και από τον Αστικό Κώδικα και υλοποιούνται με την εφαρμογή της θεμελιώδους υποχρέωσης του άρθρου 1386 ΑΚ. Βλ. σχετικά Εισηγητική Έκθεση ν. 329/1983, ό.π., σελ. 285, Σταθόπουλο, ΝοΒ, σελ. 1878. 18 Σταθόπουλος, ΝοΒ, σελ. 1890, Αυδή-Καλκάνη, ό.π., σελ. 1334. 19 Σταθόπουλος, ΝοΒ, σελ. 1890-1891, Κουτσουράδης, ό.π., σελ. 178, 182-183, Παπαζήση, ό.π., άρθρο 1397, αριθ. 9. 12
αποκτήθηκε μεταγενέστερα, ούτως ώστε η περιουσία καθενός εκ των δύο παραμένει χωριστή, ατομική και μπορεί να τη διαχειρίζεται και να προβαίνει σε διαθετικές πράξεις ελεύθερα. 20 Όπως ήδη αναφέρθηκε, το ισχύον σύστημα χωρισμού των περιουσιών (ΑΚ 1397) εμπλουτισμένο με τις διατάξεις περί συμμετοχής στα αποκτήματα (ΑΚ 1400-1402, οι οποίες θα εξετασθούν αναλυτικότερα στη συνέχεια) αποτελεί το νόμιμο σύστημα ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων. Παράλληλα όμως ο νομοθέτης μερίμνησε για την πρόβλεψη και συμβατικού συστήματος ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων εισάγοντας το σύστημα της κοινοκτημοσύνης (άρθρα 1403-1415 ΑΚ). Η σημασία αμφότερων των παραπάνω προβλέψεων έγκειται, κατ αρχάς, στο γεγονός ότι καθιερώνεται μέσω αυτών το δικαίωμα των συζύγων να επιλέξουν, με σύμβαση που περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, ως ρυθμιστικό των περιουσιακών τους σχέσεων το σύστημα της κοινοκτημοσύνης 21, δηλαδή (όπως προκύπτει και από τη βασική διάταξη ΑΚ 1403) ένα σύστημα κοινωνίας κατά ίσα μέρη επί των περιουσιακών τους στοιχείων χωρίς δικαίωμα διάθεσης από τον καθένα του ιδανικού του μεριδίου. Η δυνατότητα επιλογής του συστήματος αυτού συνιστά εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής του δικαίου, της ιδιωτικής αυτονομίας, η οποία διέπει και τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων σε επίπεδο οικογενειακού δικαίου 22. 20 Η μορφή που έχει σήμερα το σύστημα περιουσιακής αυτοτέλειας όπως διαγράφεται στον Αστικό Κώδικα δεν αποκλείει τον ένα σύζυγο από το να αναθέσει στον άλλο τη διαχείριση της περιουσίας του ρητώς ή σιωπηρώς (ΑΚ 1399). Επιπλέον, η υιοθέτηση του συστήματος αυτού δεν σημαίνει και απαγόρευση απόκτησης από τους συζύγους κοινών περιουσιακών στοιχείων. Ως προς αυτά δεν ισχύει καθεστώς κοινοκτημοσύνης αλλά εφαρμόζονται οι διατάξεις περί κοινωνίας δικαιώματος και συγκυριότητας, ΑΚ 785 επ. και 1113 επ. 21 Και πριν όμως από τη θέση σε ισχύ του ν. 1329/1983 ο Αστικός Κώδικας προέβλεπε τη δυνατότητα των συζύγων να ρυθμίζουν τις περιουσιακές τους σχέσεις με σύμβαση, το λεγόμενο «γαμικό σύμφωνο» (ΑΚ 1402-1405), ο θεσμός αυτός όμως λόγω εγγενών αδυναμιών είχε περιπέσει σε αχρησία ή, όπως υποστηρίχθηκε από ορισμένους, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στην πράξη. Βλ. σχετικά: Γαζή, Προβλήματα από το νέο οικογενειακό δίκαιο, ΝοΒ 31/1984, σελ. 1106, Μακρή, ό.π., σελ. 347, Κουτσουράδη, ό.π., σελ.179, υποσημ. αριθ.6, Δεληγιάννη Κουτσουράδη, ό.π., σελ. 76, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογ. Δ., σελ.230, Παπαζήση, ό.π., άρθρο 1397, αριθ.2. 22 Κουτσουράδης, ό.π., σελ. 180, Δεληγιάννης Κουτσουράδης, ό.π., σελ.76, Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 232,238, Παπαζήση, ό.π., άρθρο 1397, αριθ. 5. 13
Περαιτέρω, επειδή θεωρείται πολύ σημαντική η, σε κάθε περίπτωση, υπαγωγή των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων (λόγω της ιδιαίτερης επίδρασης που έχει η διαμόρφωσή τους όχι μόνο στους συζύγους αλλά ενίοτε και σε τρίτα πρόσωπα) σε κάποιο νομικό πλαίσιο ρυθμίσεων, η κατοχύρωση ενός νομίμου συστήματος κρίνεται πάντοτε απαραίτητη για τις περιπτώσεις εκείνες που οι σύζυγοι δεν συμφωνούν ρητά (πριν ή στη διάρκεια του γάμου) ποιο σύστημα θα ρυθμίσει τις περιουσιακές τους σχέσεις. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω άγνοιας περί των νομοθετικά κατοχυρωμένων συστημάτων, γεγονός σύνηθες αλλά και αναμενόμενο από την πλειοψηφία των ανθρώπων, είτε επειδή απλώς συμφωνούν σιωπηρά στην εφαρμογή του νομίμου συστήματος. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων διέπονται αυτοδίκαια από το νόμιμο σύστημα 23 και αυτή ακριβώς είναι και η σημασία και η αποστολή του. Γ. Οι ατέλειες του συστήματος χωρισμού των περιουσιών και η εισαγωγή της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα (ΑΚ 1400-1402) Τα πλεονεκτήματα της εφαρμογής του συστήματος περιουσιακής αυτοτέλειας εκτέθηκαν ήδη. Παρόλα αυτά το ίδιο σύστημα εφαρμοζόμενο στην αμιγή του μορφή οδηγεί όχι σπάνια σε άδικες και άνισες για τους δύο συζύγους καταστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, παραβλέπει την προσφορά του συζύγου εκείνου (συνήθως της γυναίκας) ο οποίος δεν εργάζεται εξωοικιακά αλλά απασχολείται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο με τη φροντίδα της καλής λειτουργίας του κοινού οίκου επωμιζόμενος τις ευθύνες που αυτή συνεπάγεται, αλλά και μεριμνά για την ανατροφή των τέκνων συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, ο οποίος έχει την απεριόριστη δυνατότητα, 23 Βλ. μεταξύ άλλων Κουτσουράδη, ό.π., σελ.179 επ., Δεληγιάννη Κουτσουράδη, ό.π., σελ. 76 και ΕφΑθ 10510/1986, ΑρχΝ 1988, 603. 14
απερίσπαστος από τις παραπάνω φροντίδες, να επιδοθεί στην εργασία του και να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση. Παράλληλα, ο σύζυγος που έχει επιφορτιστεί με την οικιακή εργασία εν γένει, αδυνατεί υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες να αυξήσει την περιουσία του με αποτέλεσμα να εμφανίζεται συχνά οικονομικά ασθενέστερος ή και οικονομικά εξαρτημένος από το σύζυγό του. Εκτός των άλλων, σήμερα πλέον υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ο σύζυγος (και πιο συγκεκριμένα, συνήθως η σύζυγος), παράλληλα με τις οικιακές ευθύνες ασκεί κάποιο επάγγελμα, συνδυασμός που συχνά σημαίνει μειωμένη απόδοση στην (εξωοικιακή) εργασία και κατ επέκταση αδυναμία επαγγελματικής ανόδου, οικονομικής ανάπτυξης και ανεξαρτησίας. Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το βασικό πρόβλημα του συστήματος δεν εντοπίζεται κατά τη διάρκεια μιας (ομαλής) έγγαμης συμβίωσης. Εδώ δεν ανακύπτει το ζήτημα της υπαγωγής των αποκτώμενων περιουσιακών στοιχείων στην περιουσία κάποιου εκ των δύο συζύγων, ούτε της ανταπόκρισης του ύψους της περιουσίας του ενός στο μόχθο που κατέβαλλε ο άλλος σύζυγος στην απόκτησή των στοιχείων που την αποτελούν. Αντίθετα, κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι ότι οι ενέργειες και των δύο κατευθύνονται απλώς στην εξασφάλιση της καλής λειτουργίας του κοινού οίκου 24. Το πρόβλημα εμφανίζεται κατά τη λήξη της έγγαμης συμβίωσης όταν επιβάλλεται να γίνει διανομή όσων αποκτήθηκαν στη διάρκεια της και διαπιστώνεται ότι ο ένας σύζυγος παρά την εργασία ή την προσφορά του στο γάμο και στην οικογένεια βρίσκεται σε πλήρη ή μερική οικονομική αδυναμία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο κρίθηκε απαραίτητη η επέμβαση του νομοθέτη στο σύστημα περιουσιακής αυτοτέλειας, η οποία πήρε τη μορφή της αξίωσης 24 Ορισμένοι κάνουν λόγο χαρακτηριστικά για ένα καθεστώς «εν τοις πράγμασι κοινοκτημοσύνης» που επικρατεί μεταξύ των συζύγων κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης. Βλ. Γεωργιάδη Αστ., Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα επί διαστάσεως των συζύγων (ΑΚ 1400 παρ.2), Αρμ 49/1995, σελ. 574, Νικολόπουλο, ό.π., σελ. 13 και ΕφΑθ 9274/1996, Αρμ 51/1997, 356 = ΕλλΔνη 38/1997, 653. 15
συμμετοχής στα αποκτήματα (άρθρα 1400 1402 ΑΚ) 25, θεσμός που ενισχύει και συμπληρώνει το εν λόγω σύστημα 26. Το εννοιολογικό περιεχόμενο του θεσμού αποδίδει πολύ καλά η ίδια η διάταξη του άρθρου 1400 σύμφωνα με την οποία: «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης που προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση της διάστασης των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από τις αιτίες αυτές.» Με άλλα λόγια, εάν κατά τη διάρκεια του γάμου αυξηθεί η περιουσία του ενός συζύγου παρέχεται στον άλλο σύζυγο το δικαίωμα να απαιτήσει την απόδοση του μέρους εκείνου της αύξησης το οποίο δημιουργήθηκε από δική του συμβολή. 25 Αξίζει να σημειωθεί ότι για την προστασία του οικονομικά ασθενέστερου συζύγου κρίθηκε καταλληλότερη η εισαγωγή ενός νέου θεσμού, μιας αυτοτελούς αξίωσης, που δεν είναι άλλη από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Μεταξύ των λόγων που οδήγησαν στην νομοθετική κατοχύρωσή του ήταν και η διαπίστωση ότι οι ήδη υπάρχουσες (τότε) μορφές προστασίας και ειδικότερα οι διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ.) ήταν ανεπαρκείς για να προστατεύσουν το σύζυγο εκείνο ο οποίος με τη λήξη του γάμου αναζητά την ανταμοιβή της, κατά τη διάρκειά του, συμβολής του στο σχηματισμό της περιουσίας του άλλου συζύγου. Η ανεπάρκεια των διατάξεων αυτών εντοπίζεται κυρίως στις δυσχέρειες που θα δημιουργούσε στο δικαιούχο σύζυγο ως προς την απόδειξη των προϋποθέσεων για τη γέννηση της αξίωσης (του αδικαιολόγητου πλουτισμού) αλλά και στο γεγονός ότι θα επέτρεπε στον οφειλέτη σύζυγο να επικαλείται προς όφελός του ενστάσεις που προβλέπει ο νόμος για τις κοινές αξιώσεις αδικαιολογήτου πλουτισμού. Βλ. Δεληγιάννη, Παρατηρήσεις στο σχέδιο νόμου της «Επιτροπής Γαζή» για την ισονομία ανδρών και γυναικών στο αστικό δίκαιο, Αρμ 34/1980, σελ.175, Εισηγητική Έκθεση Ν. 1329/1983, ό.π., σελ. 285, Σπυριδάκη, ό.π., σελ. 115, Κουτσουράδη, ό.π., σελ., 187, Δεληγιάννη Κουτσουράδη, ό.π., σελ.105, Δασκαρόλη, Παραδόσεις οικογενειακού δικαίου, τόμος Ι (1992), σελ. 272, Σταθόπουλο σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρα 1400-1402, αριθ. 3. 26 Υποστηρίζεται επίσης ότι η επιλογή της ενεργοποίησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα μετά τη λήξη της έγγαμης συμβίωσης απηχεί την πρόθεση του νομοθέτη να αποτρέψει περιουσιακές διεκδικήσεις και αψιμαχίες κατά τη διάρκειά της. Βλ. Σταθόπουλο, σε ΑΚ, άρθρα 1400-1402, αριθ. 32, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογ. Δ., σελ. 246-247. 16
Επίσης, με τον όρο «αποκτήματα» αποδίδεται το σύνολο της περιουσιακής αύξησης του υποχρέου συζύγου η οποία επήλθε κατά τη διάρκεια του γάμου και επί της οποίας ο δικαιούχος έχει το δικαίωμα να αναζητήσει το τμήμα εκείνο που οφείλεται στη δική του συνεισφορά 27. Δικαιολογητική βάση της καθιέρωσης του θεσμού ήταν ακριβώς η, με τη λήξη της έγγαμης συμβίωσης, αποφυγή των αδικιών και των ανισοτήτων που περιγράφηκαν πιο πάνω ως αποτελέσματα της αμιγούς εφαρμογής του συστήματος χωρισμού των περιουσιών στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Σκοπός και αποστολή των ρυθμίσεων περί αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα είναι η ανταμοιβή της συμβολής των συζύγων για ό,τι πραγματικά συνεισφέρουν κατά τη διάρκεια του γάμου και η μέσα από αυτήν προστασία του οικονομικά ασθενέστερου συζύγου. Έτσι, υλοποιείται και προστατεύεται επίσης τόσο η συντροφικότητα που πρέπει να διαπνέει μια έγγαμη συμβίωση, αφού εξασφαλίζεται η αναγνώριση της συμβολής του ενός συντρόφου στην προώθηση των συμφερόντων του άλλου, όσο και η ουσιαστική ισότητα. Η 27 Ψυχομάνης, ό.π., σελ. 957, Λαδάς, Η αναμόρφωση των κληρονομικών σχέσεων των συζύγων στα πλαίσια της μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου (1984), σελ. 55, Σκουλούδης, ό.π., σελ. 170-171, Λιβάνης, Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα και κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συζύγου, ΝοΒ 34/1986, 1028, Δεληγιάννης Κουτσουράδης, ό.π., σελ. 108, Κουμάντος, Οικογ.Δ., σελ. 198, Σταθέας, ό.π., σελ. 53, 63, Σταθόπουλος σε ΑΚ άρθρα 1400-1402, αριθ. 5 σημ. 6, Παπαδημητρίου, Αποκτήματα, ενοχική, όχι όμως πάντα χρηματική αξίωση. Τρόπος υπολογισμού του αποκτήματος (αυξήσεως), χρόνος αναγωγής σε χρήμα. Δικονομική θέση των διαδίκων σε περίπτωση αγωγής υπερβαινούσης το τεκμήριο, περιοριζόμενης στο τεκμήριο (1/3), ή υπολειπόμενης του τεκμηρίου. Αφορμή από την 12478/95 απόφαση ΠολΠρΑθ, ΕλλΔνη 39/1998, 505, Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 376. Βλ. όμως και Σπυριδάκη, ό.π., σελ. 121, ο οποίος δέχεται ότι με τον όρο αποκτήματα εννοεί ο νόμος την αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου στην οποία συνέβαλε ο άλλος. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι η χρήση του όρου «αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα» στον παράτιτλο της διάταξης ΑΚ 1400 σε συνδυασμό με την χρησιμοποίηση του όρου «συμμετοχή στην περιουσιακή επαύξηση» στο κείμενο αυτής δημιούργησε σύγχυση σε ορισμένους οι οποίοι υποστήριξαν ότι πρόκειται περί ορολογικής ανακρίβειας και ατυχούς διατύπωσης και τάσσονται υπέρ της επικράτησης του ορθότερου κατ αυτούς όρου «αξίωση συμμετοχής στην αύξηση της περιουσίας». Βλ. Γαζή, ΝοΒ, σελ. 1094, Τον ίδιο, Το νέο οικογ.δ., σελ. 42, Αλεξανδροπούλου, ό.π., σελ. 93, Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 573 σημ. 2, Δασκαρόλη, ό.π., σελ. 272, Βαθρακοκοίλη, Το νέο οικογ.δ., σελ. 318. Ωστόσο, σε θεωρία και νομολογία έχει επικρατήσει (και ορθά) ο όρος αποκτήματα η ταύτιση της έννοιας αυτής με την περιουσιακή αύξηση του υποχρέου που σημειώνεται στη διάρκεια του γάμου. Βλ. ακόμη ενδεικτικά: ΑΠ 1090/2000, ΕλλΔνη 42/2001, 391, ΑΠ 1640/2001, ΕλλΔνη 43/2002, 714, ΕφΑθ 2548/1991, ΑρχΝ 1993, 218, ΕφΑθ 5513/1995, Αρμ 50/1996, 37, ΕφΑθ 195/1999, ΕλλΔνη 40/1999, 1110, ΠολΠρΑθ 9687/1984, ΝοΒ 32/1984, 1392, ΠολΠρΘεσ 597/1986, Αρμ 1986, 623. 17
πρόβλεψη για μια γενική, αφηρημένη και εκ των προτέρων καθορισμένη κατανομή των περιουσιακών στοιχείων (που υπόσχεται το σύστημα κοινοκτημοσύνης) μπορεί να υπηρετεί την τυπική ισότητα αυτό όμως δεν είναι τελικά αρκετό στο πεδίο των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και ειδικότερα στη διαμόρφωσή τους μετά του πέρας της έγγαμης συμβίωσης. Κανένας γάμος δεν είναι όμοιος με άλλον και εδώ προβάλλει επιτακτική η ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη ένα ουσιώδες στοιχείο που είναι η διαφορετικότητα των συνθηκών που επικρατούν σε κάθε γάμο και η οποία επιτάσσει και ανάλογη κατά περίπτωση αντιμετώπιση 28. Αυτό ακριβώς το αίτημα της ουσιαστικής ισότητας σκοπεί να καλύψει ο συνδυασμός του συστήματος περιουσιακής αυτοτέλειας με την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα 29. Τέλος, σημαντική είναι η διαπίστωση ότι η με οικονομικό αντίκρυσμα αναγνώριση της συμβολής του ενός συζύγου στο σχηματισμό της περιουσίας του άλλου προωθεί αλλά και εμφανώς στηρίζει την ιδέα της δικαιοσύνης στο πεδίο των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων 30. 28 Βλ. Σταθόπουλο σε ΑΚ, άρθρα 1400-1402, αριθ.1. 29 Οι στόχοι που κλήθηκε να υλοποιήσει η ΑΚ 1400 επισημαίνονται ομόφωνα από τη θεωρία, τονίζονται όμως ενίοτε και από τη νομολογία: ΑΠ 76/1997, ΝοΒ 46/1998, 780 με σημ. Δωρή, ΕφΑθ 3747/1989, ΑρχΝ 1990, 549, ΕφΛαρ 1168/1989, Αρμ 46/1992, 1018, ΕφΑθ 9290/1990, ΕλλΔνη 33/1992, 163, ΕφΑθ 192/1991, ΝοΒ 39/1991, 1216, ΕφΑθ 4489/1992, ΑρχΝ 1993, 327, ΕφΑθ192/1991, ΝοΒ 49/1991, 1216, ΕφΑθ 3431/1995, ΕλλΔνη 37/1996, 1110, ΠολΠρΑθ 14416/1984, ΕλλΔνη 26/1985, 559, με Ενημ. σημ. Κατρά, ΠολΠρΗρακ Πράξη 41/1986, ΑρχΝ 37/1986, 291, ΠολΠρΑθ 802/1990, ΕλλΔνη 32/1991, 1102 με σημ. Λυμπερόπουλου, ΠολΠρΘεσ 906/1991, Αρμ 45/1991, 244. 30 Η ανάγκη για ισότητα των φύλων και κοινωνική δικαιοσύνη ήταν άλλωστε επιτακτική την περίοδο που εισήχθησαν οι σχετικές ρυθμίσεις (ΑΚ 1400-1402). Η επίτευξη των στόχων αυτών δεν αφέθηκε μόνο στην εισαγωγή των ΑΚ 1400 επ. αλλά αποτελούσε το βασικό περιεχόμενο του ν. 1329/1983, γεγονός εμφανές και από το κείμενο της Εισηγητικής Έκθεσης, ό.π., σελ. 274, 277. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Μάνεσης, ό.π., σελ.9-10, 14: «ο συντακτικός νομοθέτης (του 1975) επιβάλλοντας ο ίδιος απευθείας, ρητά και κατηγορηματικά την ισονομία των δύο φύλων (άρθρο 4 παρ.2 Σ) δεν άφησε παρά ελάχιστα χρονικά περιθώρια προσαρμογής στον κοινό νομοθέτη». Την άποψη αυτή ασπάζεται το σύνολο της θεωρίας με εξαίρεση το Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 574, ο οποίος θεωρεί αμφίβολης ορθότητας το επιχείρημα ότι η καθιέρωση των ΑΚ 1400 επ. ήταν συνταγματικώς επιβεβλημένη λόγω της υποχρέωσης προσαρμογής της νομοθεσίας στην αρχή της ισονομίας ανδρών και γυναικών. Αντιθέτως δικαιολογεί την εισαγωγή του θεσμού αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα επικαλούμενος την εξυπηρέτηση της ιδέας της δικαιοσύνης και τονίζοντας ότι είναι απλώς δικαιότερο, η λύση του γάμου να επιφέρει κατανομή των αποκτηθέντων κατά τη διάρκεια του γάμου περιουσιακών στοιχείων ανάλογη με τη συμβολή 18
Η λύση που δόθηκε μέσα από τη νομοθετική κατοχύρωση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα χαρακτηρίστηκε ως ευφυής 31, σταθμός για τις περιουσιακές σχέσεις 32 και διεθνής πρωτοτυπία 33 και όχι άδικα καθώς καταφέρνει να συγκεράσει δύο αντιφατικά αιτήματα που δεν μπορούν να συνδυαστούν με την αμιγή εφαρμογή των δύο βασικών συστημάτων: της ελευθερίας καθενός από τους συζύγους ως προς τη διαχείριση και διάθεση των περιουσιακών του αντικειμένων και αφετέρου της ασφάλειας που προσφέρει η κατοχύρωση της, με τη λύση του γάμου, συμμετοχής του (ανάλογης βέβαια της συμβολής του) στην περιουσία που αποκτήθηκε από κοινού 34. Η επιλογή και καθιέρωση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα ως θεσμού ενισχυτικού συμπληρωματικού του νομίμου συστήματος χωρισμού των περιουσιών οπωσδήποτε δεν ήταν τυχαία. Η διαμόρφωση ενός συστήματος ρυθμιστικού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων έπρεπε εκτός των άλλων να ανταποκρίνεται στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και να συμβαδίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί της έννοιας του γάμου 35. Λαμβανομένων υπόψη των σύγχρονων αυτών αντιλήψεων και εκάστου συζύγου στην απόκτησή τους. Βλ. επίσης και ΕφΑθ 9274/1996, Αρμ 51/1997, 356 = ΕλλΔνη 38/1997, 655, ΕφΑθ 9826/1996, Αρμ 51/1997, 1461. 31 Βαθρακοκοίλης, Το νέο οικογενειακό δίκαιο, Κατ άρθρο ερμηνεία Νομολογία Βιβλιογραφία Νομοθεσία (2000), σελ. 318, αριθ.1. 32 Μακρής, ό.π., σελ.350, Σταθόπουλος σε ΑΚ, άρθρα 1400-1402, αριθ.1. 33 Σταθέας, ό.π., σελ. 44-45, Σταθόπουλος σε ΑΚ, άρθρα 1400-1402, αριθ.1. Οι διατάξεις 1400-1402 ΑΚ αποτέλεσαν πράγματι σημαντική καινοτομία στο πεδίο των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων σε σχέση με τα ξένα δίκαια ιδίως διότι ανατίθεται στο δικαστή, έναν τρίτο, αμερόληπτο κριτή, το έργο της συνεπούς κατανομής των αποκτημάτων ανάλογα με τη συμβολή του κάθε συζύγου. Τα 1400 ΑΚ επ. διαθέτουν επομένως το πολύ σημαντικό πλεονέκτημα της ελαστικότητας και προσαρμογής στις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περίπτωσης. Έτσι: Fenge, Η συμμετοχή στα αποκτήματα μεταξύ αμφισβήτησης και βεβαιότητας, ΕλλΔνη 32/1991, σελ. 473, 34 Βλ. Fenge, ό.π., σελ. 471. 35 Η καθιέρωση του συστήματος της περιουσιακής αυτοτέλειας εμπλουτισμένου με την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πέρα από το γεγονός ότι έγινε στα πλαίσια μιας γενικότερης μεταρρύθμισης και προσανατολισμού του (οικογενειακού) δικαίου στις επιταγές όχι μόνο της ισότητας των δύο φύλων αλλά και της χειραφέτησης και οικονομικής ανεξαρτησίας της γυναίκας είχε ως στόχο να ανταποκριθεί στη σύγχρονη έννοια του γάμου, σύμφωνα με την οποία τα δύο φύλα συμβιώνουν αρμονικά σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας και ανεμπόδιστης έκφρασης της προσωπικότητας, χωρίς, από την άλλη πλευρά να παραγνωρίζονται οι παραδόσεις και τα κοινωνικά ήθη (ιδίως αυτά που επικρατούν στο χώρο του οικογενειακού δικαίου). Εντός των πλαισίων αυτών κινείται και το εν λόγω σύστημα, το οποίο κατάφερε εν τέλει αφενός να διατηρήσει το από αιώνες επιλεγμένο με βάση τις επιταγές της ελληνικής 19
συνθηκών, ως γάμος (ανεξάρτητα αν θεωρείται θεσμός ή ιδιόρρυθμη αστική σύμβαση) περιγράφεται η ελεύθερη συναπόφαση δύο ίσων και ανεξάρτητων προσώπων διαφορετικού φύλου για αόριστης χρονικής διάρκειας συμβίωση 36. Ο γάμος γίνεται αντιληπτός σήμερα ως μια συντροφική σχέση ανάμεσα στους συζύγους που βασίζεται στην ισότητα και στην αυτοτέλειά τους. Επίσης η διατήρηση ενός γάμου προϋποθέτει ομαλές συνθήκες, διαφορετικά, όταν η έγγαμη συμβίωση πάψει να είναι εποικοδομητική και εξελιχθεί σε προβληματική και ταραχώδη η λύση του θεωρείται επιβεβλημένη. Το σύστημα περιουσιακής αυτοτέλειας σε συνδυασμό με το θεσμό της συμμετοχής στα αποκτήματα κρίθηκε ως το καταλληλότερο για να στηρίξει τη συντροφικότητα και να εξασφαλίσει την αυτοτέλεια των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου αλλά και να οδηγήσει στην ομαλή και εύκολη λύση του όταν η έγγαμη συμβίωση καταστεί πλέον αφόρητη για τους δύο συζύγους. Ταυτόχρονα, όπως ήδη ειπώθηκε, αναγνωρίζει την εντός του γάμου συμβολή του ενός στην προώθηση των συμφερόντων του άλλου και μεριμνά για τη διανομή των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων εφαρμόζοντας το κριτήριο της κατανομής τους ανάλογα με το μέγεθος και τη διάρκεια της προσφοράς των υπηρεσιών στην απόκτηση της περιουσίας 37. 38 πραγματικότητας σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας και αφετέρου να προσαρμόσει τις ρυθμίσεις του στα σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα χωρίς να αναιρεί την παραδοσιακή ενότητα του θεσμού του γάμου. Βλ. σχετικά Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, Προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις των συζύγων στην προτεινόμενη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, ΕΕΝ 47/1980, σελ.540-541, Εισηγητική Έκθεση ν.1329/1983, ό.π., σελ. 273-274, Κουτσουράδης, ό.π., σελ. 179-180, Μάνεσης, ό.π., σελ. 30 επ., Δεληγιάννης Κουτσουράδης, ό.π., 75 επ., Αλεξανδροπούλου, Η περιουσιακή επαύξηση ως προϋπόθεση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, (Συμβολή στην ερμηνεία της ΑΚ 1400), ΕπΕπΔΣΘ 10/1989, σελ. 93, Μπουραντάς, Έννοια και προσδιορισμός του αποκτήματος επί υποτιμήσεως του νομίσματος ως και επί δωρεών του υποχρέου συζύγου προς τρίτους και (ή) τον άλλον σύζυγον, σε: Αφιέρωμα εις τον Κωνσταντίνον Βαβούσκον, τόμος Β (1990) σελ., 365, Παπαζήση, ό.π., άρθρο 1397, αριθ. 5 και ΕφΑθ 6767/1986 σε Παπαδημητρίου, Συμπλήρωμα Α & Β τόμων οικογενειακού δικαίου (1988), σελ. 130. 36 Για τον ορισμό του γάμου βλ. Αυδή-Καλκάνη, ό.π., σελ. 1334 αλλά και Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη, Οικογ. Δ., σελ. 23-24. 37 Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, ΕΕΝ, σελ. 540-541, Αυδή-Καλκάνη, ό.π., σελ. 1334, Κουτσουράδης, ό.π., σελ. 181, Σταθέας, ό.π., σελ. 32 επ., 40-41. 38 Εξαιτίας του αναδιανεμητικού, της αύξησης της περιουσίας των δύο συζύγων που συντελέσθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, χαρακτήρα της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα υποστηρίχθηκε από ορισμένους ότι το σύστημα αυτό αποτελεί στην 20
Συμπερασματικά, η διευθέτηση του ζητήματος της μεταξύ των συζύγων κατανομής των αποκτηθέντων εντός του γάμου περιουσιακών στοιχείων έγινε με λίγες, απλές και γενικές διατάξεις (ΑΚ 1400-1402). Η λύση αυτή διατηρεί το πλεονέκτημα της ελαστικότητας προσαρμογής της σε ένα ευρύ σύνολο ρυθμιστέων περιπτώσεων 39. Δεν έλειψαν όμως και οι φωνές που άσκησαν κριτική στις εν λόγω διατάξεις χαρακτηρίζοντάς τις ως ατελείς και ελλιπείς 40 προσθέτοντας πως εξαιτίας της γενικότητάς τους και της χρήσης αόριστων νομικών εννοιών παρουσίασαν ερμηνευτικά προβλήματα με αποτέλεσμα να παρατηρείται συχνά διάσταση στις απόψεις που εκφράζονται από τη θεωρία αλλά και έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί του ίδιου ζητήματος από τη νομολογία που καταλήγει στη δημιουργία σύγχυσης ως προς την ορθή εφαρμογή του νόμου. Η κριτική αυτή, αν και εντοπίζει τις ελλείψεις των νομοθετικών αυτών ρυθμίσεων, ενέχει, ωστόσο, και μια δόση υπερβολής. Κανένα νομοθέτημα δεν μπορεί να περιέχει σε τέτοιο βαθμό αψεγάδιαστες πραγματικότητα μια μορφή εκ του νόμου κοινοκτημοσύνης ή αλλιώς κοινοκτημοσύνης των αποκτημάτων από επαχθή αιτία, η οποία μπορεί εν τέλει να καταλήξει σε ακριβώς όμοια αποτελέσματα με αυτά που επιφέρει η εφαρμογή του συστήματος κοινοκτημοσύνης καθαυτού όταν ο δικαιούχος φθάσει να διεκδικεί και να λαμβάνει το ½ των αποκτημάτων. Βλ. Μακρή, ό.π., σελ. 351, Μάνεση, ό.π., σελ. 28-29, Νικολόπουλο, ό.π., σελ. 13 όπου και παραπομπές σε αντίστοιχη νομολογία. Η θέση ωστόσο αυτή δεν διεκδικεί το τεκμήριο της ορθότητας και δεν μπορεί να γίνει δεκτή αναντίρρητα. Ακόμα και όταν καθένας από τους συζύγους λάβει τελικά ίσο ποσοστό αποκτημάτων δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι πρόκειται εδώ για μια περίπτωση κοινοκτημοσύνης εκ του νόμου διότι δεν προϋπάρχει κοινή περιουσία των συζύγων αλλά οι περιουσίες τους, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του γάμου παραμένουν χωριστές όπως και τα χρέη τους. Αυτό ενισχύει και η διαπίστωση ότι στην περίπτωση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα τα περιουσιακά στοιχεία που διανέμονται μεταξύ των συζύγων προέρχονται μόνο από την αύξηση της περιουσίας που επήλθε κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν αποτελούν το σύνολο (ή μέρος) των περιουσιακών στοιχείων που υπάρχουν κατά τη σύναψη του γάμου αλλά και όσων αποκτώνται (ως αύξηση) στη διάρκειά του όπως προβλέπει το σύστημα κοινοκτημοσύνης. Αυτό που γεννιέται στο πρόσωπο του ενός συζύγου (ή και των δύο) μετά τη λήξη της έγγαμης συμβίωσης είναι μια αξίωση για απόδοση του μέρους της αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου που προήλθε από τη συμβολή του πρώτου. Το στοιχείο αυτό της συμβολής που δεν εντοπίζεται πουθενά στην εφαρμογή του συστήματος κοινοκτημοσύνης είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο συστημάτων και ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτή η παραπάνω θέση. Βλ. Αντωνοπούλου, ό.π., σελ. 1513-1514. 39 Κουτσουράδης, ό.π., σελ.184, Δεληγιάννης Κουτσουράδης, ό.π., σελ. 76, Σταθόπουλος σε ΑΚ, άρθρα 1400-1402, αριθ. 4. 40 Γαζής, ΝοΒ, ό.π., σελ.1093, Ο ίδιος, Το νέο οικογενειακό δίκαιο, Τα προβλήματα (1985), σελ. 41 και σημ. 3, Αλεξανδροπούλου, Η περιουσιακή επαύξηση, σελ.93, Σταθέας, ό.π., στον πρόλογο και σελ. 57. 21
ρυθμίσεις ώστε να είναι σε θέση να εγγυηθεί εκ των προτέρων ότι θα ανταποκριθεί άψογα και χωρίς να δημιουργήσει προβλήματα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του, σε όλες τις περιπτώσεις που θα διεκδικήσουν, σε πρακτικό πάντα επίπεδο, την υπαγωγή τους στο ρυθμιστικό του πεδίο. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ΑΚ 1400-1402. Η ανάδυση προβλημάτων επομένως ήταν αναμενόμενη και γι αυτόν ακριβώς το λόγο καλείται ο ερμηνευτής ή ο εφαρμοστής του δικαίου να φέρει εις πέρας το, όχι πάντα εύκολο, έργο της επίλυσης των ερμηνευτικών δυσχερειών και των πρακτικών προβλημάτων. 41 ΙΙ. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ Για τη γέννηση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα είναι απαραίτητη η διαπίστωση της ύπαρξης τριών θετικών προϋποθέσεων οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων (η οποία καλείται διαφορετικά 42 : επέλευση του κρίσιμου χρονικού σημείου γέννησης της αξίωσης) 43, β) η επαύξηση κατά τη διάρκεια του γάμου της περιουσίας του ενός συζύγου (υποχρέου), γ) η συμβολή του άλλου συζύγου σε αυτή την περιουσιακή 41 Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση των διατάξεων 1400-1402 ΑΚ τα παρουσιαζόμενα προβλήματα δεν είναι πάντα δυνατό να λυθούν με αναγωγή στις αντίστοιχες ρυθμίσεις και εμπειρίες των ξένων νομοθεσιών καθώς η ελληνική ρύθμιση καινοτομεί σε αρκετά σημεία σε σχέση με τα ξένα δίκαια. Βλ. και Γαζή, ΝοΒ, ό.π., σελ. 1093, Κουτσουράδη, ό.π., σελ. 184, Δεληγιάννη Κουτσουράδη, ό.π., σελ.76, Αλεξανδροπούλου, Η περιουσιακή επαύξηση, σελ.93, Σταθέα, ό.π., στον πρόλογο και σελ. 57, Σταθόπουλο σε ΑΚ, άρθρα 1400-1402, αριθ. 4. 42 Βλ. Δεληγιάννη Κουτσουράδη, ό.π., σελ. 107, Βαθρακοκοίλη, Το νέο οικογ. Δ., σελ. 323. 43 Βλ. όμως και Σαμαρτζή, Οι σχέσεις των συζύγων εκ του γάμου (κατά τον Ν.1329/1983), ΕΕΝ 50/1983, σελ. 672 ο οποίος υποστηρίζει ότι το δικαίωμα των συζύγων για συμμετοχή στα αποκτήματα γεννιέται ήδη από την τέλεση του γάμου και μόνο ασκείται μετά τη λύση ή ακύρωση αυτού. 22
επαύξηση. Πέραν τούτων όμως απαιτείται και η συνδρομή μιας αρνητικής προϋπόθεσης και συγκεκριμένα: δ) η μη επιλογή από τους συζύγους του συμβατικού συστήματος της κοινοκτημοσύνης. 44 Α. Λύση ή ακύρωση του γάμου ή συμπλήρωση τριετούς διάστασης Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση που απαιτείται για τη συνδρομή της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα ο νόμος αρχικά αναφέρεται σε «λύση» του γάμου. Στον όρο αυτό συμπεριλαμβάνεται τόσο η λύση που επέρχεται με το θάνατο του ενός εκ των δύο συζύγων όσο και η λύση που επέρχεται με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση περί διαζυγίου (ΑΚ 1438 επ.). Αναλυτικότερα, αν ο γάμος λυθεί με θάνατο, η αξίωση γεννιέται από τη χρονολογία του θανάτου και μόνο στο πρόσωπο του συζύγου που επιζεί και όχι 44 Ορισμένοι θέτουν ως προϋπόθεση και την ύπαρξη έγκυρου γάμου κατά το Ελληνικό δίκαιο, ανεξάρτητα αν ο γάμος αυτός είναι πολιτικός ή θρησκευτικός. Βλ. Σκουλούδη, Συζυγικαί σχέσεις και οικονομικαί συνέπειαι, Μετά την έκδοση του Ν. 1329/1983 (1984) σελ.171, Διαμαντόπουλο, Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του υποχρέου ως προϋπόθεση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, Επ.Επ.Δ.Σ.Θ., 10/1989, σελ. 103-104 και σημ. 11 (ο οποίος δέχεται συνολικά έξι προϋποθέσεις), Σταθέα, ό.π., σελ. 62 ενώ ο Σταθόπουλος, σε ΑΚ, άρθρα 1400-1402, αριθ.12, 31, δέχεται ότι για τη συνδρομή της αξίωσης απαιτούνται συνολικά πέντε προϋποθέσεις, τρεις ουσιαστικές: απόκτημα, συμβολή και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ τους (την τελευταία μάλιστα τη θεωρεί ως αυτονόητη και σαφώς συναγόμενη από την ΑΚ 1400 παρ.1) και δύο ειδικές πρόσθετες προϋποθέσεις, μια αρνητική, η μη επιλογή από τους συζύγους ενός συστήματος κοινοκτημοσύνης και μία σχετική με το χρόνο γέννησης της αξίωσης, η λύση ή ακύρωση του γάμου η συμπλήρωση τριετούς διάστασης. Η προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου ενίοτε γίνεται δεκτή και από τη νομολογία: ΕφΘεσ 958/1993, ΕλλΔνη 35/1994, 668, ΕφΑθ 9826/1996, Αρμ 51/1997, 1462 όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία, ΕφΑθ 195/1999, ΕλλΔνη 40/1999, 1110, ΕφΑθ 5138/1999, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ = ΑρχΝ 2001, 96, ΠολΠρΡοδ 36/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 88/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΛαρ 203/2004, Αρμ 59/2005, 1388. Η νομολογία κατά το μεγαλύτερο μέρος της και ιδίως τα τελευταία χρόνια δέχεται ότι για τη γέννηση της αξίωσης απαιτούνται μόνο οι τρεις πρώτες προϋποθέσεις. Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1021/1998, ΕλλΔνη 39/1998, 1554, ΑΠ 1749/1999, ΕλλΔνη 41/2000, 982, ΑΠ 926/2000, ΕλλΔνη 42/2001, 91, ΑΠ 430/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1652/2003, ΧρΙΔ 2004, 334, ΑΠ 814/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4489/1992, ΑρχΝ 1993, 327, ΕφΛαρ 101/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2192/2004, ΕλλΔνη 46/2005, 190, ΠολΠρΘεσ 20930/1997, Αρμ 51/1997, 436. Άλλοτε πάλι γίνονται δεκτές μόνο δύο από τις προϋποθέσεις: ενδεικτικά, ΕφΑθ 2614.2000, ΕλλΔνη 42/2001, 182, ΠολΠρΚαβ 101/1995, Αρμ 50/1996, 464, ΠολΠρΘεσ 11019/1993, Αρμ 48/1994, 283. 23