ACADEMIA ISSN, 2241-1402 http://hepnet.upatras.gr Number 8, 2017 BOOK REVIEW Τίτλος: Vers une laïcité d intelligence? L enseignement des faits religieux comme politique publique d éducation depuis les années 1980? (Πρoς µία νοήµονα εκκοσµίκευση; Η διδασκαλία των θρησκευτικών φαινοµένων ως δηµόσια εκπαίδευτική πολιτική από το 1980 και µετά) Συγγραφέας: Philippe Gaudin Έτος Έκδοσης: 2014 Εκδόσεις: Presses Universitaires d Aix Marseille. http://academia.lis.upatras.gr/
Παρουσίαση της Έλενας Καραχοντζίτη To παρόν πόνηµα εντάσσεται στον υπό εξέλιξη επιστηµονικό τοµέα εκπαιδευτικής πολιτικής που ειδικεύεται στην επανεξέταση των µηχανισµών θρησκευτικής εκπαίδευσης και στο ρόλο των τελευταίων στην κατασκευή της ευρωπαϊκής πολιτειότητας. Eντάσσοντας την προβληµατική του σε µια ευρωπαϊκή προοπτική ο συγγραφέας εστιάζει στη γαλλική περίπτωση η οποία είναι πρωτότυπη και µοναδική σ ευρωπαϊκό επίπεδο. Το γαλλικό δηµόσιο εκπαιδευτικό σύστηµα δεν διέθετε διδασκαλία για τη θρησκεία για περισσότερο από έναν αιώνα. Πιο συγκεκριµένα, η αποµάκρυνση των εκκλησιαστικών φορεών από την κρατική εξουσία την επόµενη της Γαλλικής Επανάστασης, το 1789, έχει ως αποτέλεσµα την εκκοσµίκευση του κράτους και των θεσµών του, η οποία σηµατοδοτεί τη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους. Έτσι λοιπόν, σταδιακά, η θρησκεία αποδυναµώνεται στη δηµόσια εκπαίδευση, µε χρονικó σταθµó το 1882, όπου ο Jules Ferry καταργεί τη θρησκευική εκπαίδευση στο Δηµοτικό σχολείο. Ωστόσο, ο οριστικός χωρισµός Εκκλησίας-Κράτους γίνεται µε νόµο του 1905. Από τότε και µέχρι σχετικά πρόσφατα το γαλλικό δηµόσιο σχολείο δεν διαθέτει κανενός είδους θρησκευτική εκπαίδευση και το εκπαιδευτικό κοινό (εκπαιδευτικοί, µαθητές, διοικητικοί υπάλληλοι) δεν έχει δικαίωµα να κάνει φανερή τη θρησκευτική του ταυτότητα και τις πεποιθήσεις που απορρέουν από αυτή. Η παρούσα έρευνα πραγµατεύεται τις προσπάθειες του γαλλικού κράτους από τη δεκαετία του 1980 να επικαιροποιήσει την αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας που διέπει τη δηµόσια 132
εκπαίδευση και να εντάξει σταδιακά έναν νέο εκπαιδευτικό µηχανισµό, τη διδασκαλία του θρησκευτικού φαινοµένου. Αυτή η χρονική στιγµή συµπίπτει µε την παγκόσµια συγκυρία, όπου «o θρησκευτικός παράγοντας» φαίνεται να παίρνει νέο ρόλο στα κοινωνικο-πολιτικά δρώµενα (ισλαµοποίηση του Ιρανικού κράτους από τον Χοµεϊνί, εκλογή του προέδρου Ρήγκαν στις ΗΠΑ µε τη στήριξη της Χριστιανικής Δεξιάς, αναζοπύρωση της ορθοδοξίας στα Βαλκάνια, συµµετοχή των θρησκευτικών κοµµάτων στην πολιτική του Ισραήλ, έξαρση του θρησκευτικού φονταµενταλισµού, κτλ.). Το βιβλίο αποτελείται από τρία αλληλοσυµπληρούµενα µέρη. Καλύπτουν τρεις χρονικές περιόδους, δικαιολογώντας την ιστορική διάσταση της έρευνας. Το πρώτο φέρει τον τίτλο «Η περίοδος 1980-1990, συνειδητοποιήση και προτάσεις γύρω από τη διδασκαλία των «θρησκευτικών φαινοµένων». Ξεκινάει µε την ανάλυση του γενικότερου ιστορικού πλαισίου µέσα από το οποίο αναδύεται το ζήτηµα της διδασκαλίας των θρησκευτικών φαινοµένων στη Γαλλία. Στη συνέχεια, το ζήτηµα αυτό γίνεται κοµβικό στο βαθµό που συσχετίζεται µε το µέλλον του σχολείου και τις αντίστοιχες πολιτικές. Αυτό το γενικό ιστορικό πλαίσιο συγκροτείται από την εξέλιξη του εκπαιδευτικού συστήµατος και τις πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις µε τις οποίες έρχεται αντιµέτωπο, αλλά και τον τρόπο µε τον οποίο αντιλαµβάνεται κανείς το «θρησκευτικό παράγοντα» σε µια κοινωνία όπως η γαλλική που έχει αφήσει τη θρησκεία πίσω της. Αναφέρoνται oι πρώτες ενέργειες των γαλλικών κυβερνήσεων να κάνουν έναν απόλογισµό της κατάστασης των σχολικών τάξεων, oι οποίες γίνονταν ολοένα και πιο πολυπολιτισµικές µε αποτέλεσµα να τίθενται σε αµφισβήτηση τα θεµέλια του ουδετερόθρησκου σχολείου. Αναλύονται λοιπόν η έκθεση του Philippe Joutard, η αναφορά του Jean Lambert (η οποία δεν γνώρισε σηµαντική δηµοσιότητα) και τα σεµινάρια στο Λύκειο Buffon, όπως και οι δυο πρωτοβουλίες που ακολούθησαν 133
(το συνέδριο της Besançon και τα καλοκαιρινά πανεπιστηµιακά τµήµατα πάνω στο «θρησκευτικό φαινόµενο») ώστε να µπορέσει κανείς να επεξεργαστεί µια λύση για να ξεπεραστεί η αδυναµία προσαρµογής του σχολείου στη διαχείριση τόσο του θρησκευτικού στοιχείου όσο και των ευρύτερων εξελίξεων της γαλλικής κοινωνίας. Στο δεύτερο µέρος «1996-2004. Η συγκρότηση ενός περίπλοκου θεσµικού µηχανισµού», µελετούνται οι προσπάθειες για συγκρότηση µιας εκπαιδευτικής πολιτικής σχετικής µε τη διδασκαλία του θρησκευτικού φαινοµένoυ. Εδώ µελετούνται κυρίως το πως φτάσαµε στην Έκθεση Debray, η οποία και εδραίωνει την ορολογία «θρησκευτικό φαινόµενο» και το αντίστοιχο εκπαιδευτικό πρόγραµµα «διδασκαλία των θρησκευτικών φαινοµένων». Στη συνέχεια, εξετάζεται «η διδασκαλία των θρησκευτικών φαινοµένων» µέσα από τις διάφορες θεµατικές, καθώς πρόκειται για ένα µηχανισµό του οποίου η πρωτοτυπία βασίζεται στη διαθεµατικότητα. Eξετάζονται επίσης οι αντιδράσεις, τόσα από τα ουδετερόθρησκα δίκτυα όσο κι από τα θρησκευτικά, για να µπορέσει κανείς να κατανοήσει το βάθος των όσων διακυβεύονται. Καθώς η θεσµότηση αυτής της διδασκαλίας δικαιoλογείται όχι µόνο µε όρους πολιτισµικής µετάδοσης και πρόσβασης στην πολιτισµική κληρονοµιά, αλλά και µε όρους ανησυχίας για τη συλλογική ζωή, το ερώτηµα σχετικά µε τον εκπαιδευτικό ρόλο του σχολείου και της θρησκευτικής ουδετερότητάς του τίθεται σε νέες βάσεις. Έτσι, επιχειρείται µέσα από τη µελέτη αυτής της νέας ιστορικής προοπτικής, µία συζήτηση γύρω από τη σχέση που µπορεί να υπάρξει σήµερα µεταξύ εκπαίδευσης, ηθικής, θρησκειών και θρησκευτικής ουδετερότητας. Στο τρίτο µέρος «Από το 2002 και µετά. «Το ρίζωµα και οι δυσκολίες µιας ουδετερόθρησκης εκπαιδευτικής πολιτικής», η διδασκαλία του θρησκευτικού φαινοµένου αντιµετωπίζεται ως αντικείµενο εκπαιδευτικής πολιτικής. To ζήτηµα γύρω 134
από το σχολείο και το ουδετερόθρησκο κράτος είναι στην καρδιά της γαλλικής δηµοκρατίας και υπό αυτό το πρίσµα αναλύονται οι προεδρικοί λόγοι του Jacques Chirac και του Nicolas Sarkozy, oι οποίοι αφορούν έµµεσα ή άµεσα το ερώτηµα γύρω από τη διδασκαλία του θρησκευτικού φαινοµένου στο δηµόσιο σχολείο. Αντιπαραβάλλοντας τον προεδρικό λόγο του Βarack Obama στο Κάιρο το 2009 (όπου η θρησκεία χρησιµοποιείται σαν παράγοντας πολιτικής συνεργασίας), ο συγγραφέας αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα της γαλλικής πολιτικής σχετικά µε τη θρησκεία και το θρησκευτικό φαινόµενο. Αυτή δεν είναι άλλη από την ευηµερία της συλλογικής ζωής. Ποιές είναι λοιπόν οι δυσκολίες αλλά και η επιτυχία αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής; Μέσα από µια ευρωπαϊκή προοπτική του συγκεκριµένου ζητήµατος, η Γαλλία παρουσιάζεται τελικά ως διαφορετική ή έχοντας καθυστέρηση σε σχέση µε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Αυτή η ερώτηση τίθεται, καθώς η Ε.E ακολουθεί µια ενιαία πολιτική και υπάρχει µια κοινή τάση για ευρωπαϊκή εκκοσµίκευση, αλλά και κοινές προκλήσεις που πρέπει ν αντιµετωπίσουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες και τα εκπαιδευτικά συστήµατα. Οι οµοιότητες δεν αποκλείουν τις διαφορές και η µοναδικότητα της γαλλικής επιλογής σχετικά µε τη διδασκαλία των θρησκευτικών φαινοµένων γίνεται καλύτερα κατανοητή µέσα από τη µελέτη του ευρωπαϊκού πλαισίου. Ωστόσο, αναφέρονται οι δυσκολίες στην οργάνωση της κατάρτισης των εκπαιδευτικών στη Γαλλία είτε αυτό αφορά στην αρχική είτε στη δια βίου εκπαίδευση. Η διαχείριση του θρησκευτικού παράγοντα στο σχολικό χώρο είναι λοιπόν, ένας σχετικά νέος τοµέας, που γνωρίζει άνθιση στον ευρωπαϊκό χώρο λόγω της αυξανόµενης πολυπολιτισµικότητας των σχολικών τάξεων και της επιστροφής της θρησκείας στη «δηµόσια σφαίρα». Ωστόσο, η µελέτη της αντίστοιχης θεµατικής στο χώρο του Πανεπιστηµίου µοιάζει να είναι ακόµα αδύναµη. Η έξαρση του θρησκευτικού 135
φανατισµού στη Γαλλία, και στον ευρωπαϊκό χώρο γενικότερα, και η ολοένα αυξανόµενη πολιτισµική ετερότητα λόγω της άφιξης των προσφυγικών ρευµάτων από τις χώρες της Μέσης Ανατολής δηµιουργούν την ανάγκη αλλά και τις συνθήκες για την εξέταση της διαχείρισης των θρησκευτικών ταυτοτήτων και φαινοµένων και στο χώρο του πανεπιστηµίου. Η µελέτη λοιπόν της υπό παρουσίαση έρευνας, δίνει προοπτικές και απαντήσεις σχετικά µε τη διαχείριση του συγκεκριµένου ερευνητικoύ ενδιαφέροντος. Παρουσιάζοντας το πώς το γαλλικό κράτος κατάφερε να προσαρµόσει την κοινωνική αναγκαιότητα στη νοµοθετική του βάση και στο εκπαιδευτικό του σύστηµα, οι σχεδιαστές εκπαιδευτικής πολιτικής µπορούν να εµπνευστούν για την ανάλυση αντίστοιχων φαινοµένων και την επεξεργασία πολιτικών. Καραχοντζίτη Έλενα Διδάκτορας Πανεπιστηµίου Πατρών /Université deparis8 136