Κογκίδου. (Επιµ.) (2005). Εισαγωγή. Στο:. Κογκίδου, (Επιµ.) Νεολαία και Πολιτική - Συνθήκες ζωής και συστήµατα προσανατολισµού των νέων στην Ευρώπη, σσ 7-16. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. Εισαγωγή Οραµατίζονται µια νεολαία χωρίς οράµατα ισόβια εκπαιδεύσιµη σε µια κοινωνία απασχολήσιµων, προσαρµοσµένη στο πνεύµα της αγοράς και στην αγορά του πνεύµατος. (Βασίλης Αλεξίου: Κάθε χρόνο Μήνα Μάη -Όταν κλείνουν τα σχολειά Ουτοπία, 50, 2002) Στην κυρίαρχη ρητορεία η ενασχόληση µε τους νέους ανθρώπους ταυτίζεται µε την ευαισθησία, τη διορατικότητα και το σοβαρό σχεδιασµό του µέλλοντος και γι αυτό οι έρευνες για την κατάσταση και τις απόψεις των νέων ανθρώπων απολαµβάνουν ιδιαίτερη δηµοσιότητα. Όµως οι έρευνες αυτές κατά κανόνα περιορίζονται στην καταγραφή της ταύτισης ή της απόκλισης των νέων από τα αυτονόητα της προηγούµενης γενιάς. Αυτό αφορά σε πολλά και διάφορα θέµατα, όπως είναι η σχέση τους µε την πολιτική, η στάση τους απέναντι στην οικογένεια, την εκκλησία, την αστυνοµία και άλλους θεσµούς, η εµπλοκή τους σε βίαια γεγονότα, οι καταναλωτικές τους συνήθειες, οι τρόποι ψυχαγωγίας τους και άλλα παρόµοια. Η συχνή δηµοσιοποίηση των αποτελεσµάτων τέτοιων ερευνών δηµιουργεί την εντύπωση ότι είναι πλούσια 1
η γνώση µας στον τοµέα αυτό. Όµως η αλήθεια είναι διαφορετική. Τη νεότητα περιβάλλει ένα νέφος παρεξηγήσεων, προκαταλήψεων και άγνοιας, που δεν περιορίζεται µόνο στο χώρο της καθηµερινότητας, αλλά επεκτείνεται επίσης στο πεδίο των κοινωνικών επιστηµών. Είναι πολλά τα ερωτήµατα που ζητούν απάντηση: τι ακριβώς είναι η νεότητα και ποιες επιστήµες εξουσιοδοτούνται να την περιγράψουν; Που οφείλονται οι οµοιότητες και που οι διαφορές ανάµεσα σε οµάδες νέων; Υπάρχουν ιδιαίτερες στρατηγικές αντιµετώπισης κοινωνικών και πολιτικών προβληµάτων από την πλευρά των νέων και πώς επηρεάζουν αυτές την εξέλιξη της κοινωνίας; Μπορούν οι επιστήµονες να σχεδιάσουν έρευνες από τη σκοπιά και µε τη συµµετοχή των ίδιων των νέων, ώστε να υπερβούν το πρόβληµα του αποξενωµένου παρατηρητή; Σε ερωτήµατα του παραπάνω τύπου δίνονται απαντήσεις στον τόµο αυτό µε την παρουσίαση χαρακτηριστικών εργασιών της οµάδας Internationales Lernen, που, µε συντονιστή το Πανεπιστήµιο του Tübingen, περιλαµβάνει ερευνητές και ερευνήτριες από διάφορες χώρες της Ευρώπης. Η συστηµατική συνεργασία ξεκίνησε το 1990 µετά τις αλλαγές στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που δεν άφησαν ανεπηρέαστες ούτε τις κοινωνίες της υτικής Ευρώπης. Με διεθνή ερευνητικά προγράµµατα, ετήσια επιστηµονικά συνέδρια, διεθνείς και πολυεθνείς συναντήσεις νέων και πολλές δηµοσιεύσεις η οµάδα κατέχει σήµερα µια σηµαντική θέση στο χώρο της έρευνας γύρω από τα ζητήµατα των νέων στην Ευρώπη. Οι εργασίες σ αυτόν τον τόµο προέρχονται από τις παρουσιάσεις σε συνέδριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη σε συνεργασία µε την Εταιρεία Πολιτικού Προβληµατισµού «Νίκος Πουλαντζάς» το Σεπτέµβριο του 1998. Ο χρόνος που πέρασε από τότε µέχρι τη σηµερινή δηµοσίευση τους, έτσι έδειξε η εξέλιξη, δεν αλλάζει τίποτε στη σηµασία των εργασιών. 2
Θεωρητικά προλεγόµενα Αφετηρία αποτελούν δυο εργασίες που έχουν στο επίκεντρό τους το ερώτηµα «τι είναι η νεολαία ή πώς κατασκευάζεται η έννοια της νεότητας στην κοινωνία και στην επιστήµη». Στο πλαίσιο αυτό η ήµητρα Κογκίδου και ο Γιώργος Τσιάκαλος περιγράφουν τις προσπάθειες ορισµού της νεότητας και ερµηνεύουν τις σχετικές δυσκολίες µε το γεγονός ότι η παράσταση και η αποδοχή στην καθηµερινή κοινωνική πράξη της έννοιας «νεότητα» είναι απόρροια του τρόπου οργάνωσης µιας κοινωνίας, και, σε προσωπικό επίπεδο, συναρτάται µε την υλική βάση της κοινωνικής οµάδας στην οποία ανήκει ένας άνθρωπος. Όµοια είναι η προσέγγιση του Θανάση Μαρβάκη, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο δηµόσιος και ο επιστηµονικός λόγος για τους νέους κινείται κυρίως γύρω από έναν άξονα «χρησιµότητας για την κοινωνία» που έχει ως πόλους τον κίνδυνο και την ελπίδα. Στο πλαίσιο αυτό η πρόσβαση στο κοινωνικό αγαθό της «νεότητας» αποτελεί αντικείµενο διαµάχης, γεγονός που έχει ως συνέπεια τη δηµιουργία «υπό-νεολαιών» (ανάλογα µε το βαθµό πρόσβασης). Γι αυτό οι αναφορές «στην» νεολαία θα πρέπει να εµπεριέχουν κάθε φορά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως είναι το φύλο, η εθνική καταγωγή και η ταξική προέλευση. Ο Μαρβάκης υπογραµµίζει ότι δεν µπορούµε να θεωρούµε «ουδέτερη» την συγκεκριµένη δόµηση της ατοµικής πορείας ζωής στοιχείο που δεν απασχολεί τις κυρίαρχες θεωρίες για τη νεότητα ή τις θεωρίες εξέλιξης γενικότερα- και αναδεικνύει την ανάγκη διερεύνησης των σύγχρονων κοινωνικών εξελίξεων και των συνεπειών τους στο κοινωνικό αγαθό της «νεότητας», καθώς κοινωνικές εξελίξεις, όπως είναι η «παγκοσµιοποίηση» και οι Νέες Τεχνολογίες, θέτουν σε 3
αµφισβήτηση τον τρόπο διευθέτησης των κοινωνικών σχέσεων µεταξύ οµάδων και ειδικότερα των διαγενεακών σχέσεων. Νεολαία σε κοινωνίες µετάβασης Τα παραπάνω θεωρητικά ερωτήµατα αποκτούν εκρηκτικό χαρακτήρα στην έρευνα που γίνεται σήµερα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Οι ριζικές αλλαγές στις χώρες αυτές δηµιούργησαν ένα τεράστιο πεδίο µελέτης στα θέµατα της νεολαίας, καθώς τίποτε δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ακόµη και τίποτε δεν µπορεί να θεωρηθεί κυρίαρχο και δεδοµένο Γεγονός, που αντικατοπτρίζεται εµφανώς στους προβληµατισµούς και στις προσεγγίσεις των επιστηµόνων. Ο Vjeran Katunaric συνοψίζοντας τους προσανατολισµούς της νεολαίας σκιαγραφεί ένα χάρτη τάσεων, που δεν ταιριάζει µε αυτόν του κυρίαρχου ρεύµατος της εποχής, και στη συνέχεια επιχειρεί να απαντήσει στο εύλογο ερώτηµα αν κατευθυνόµαστε σε νέες µορφές ατοµικής και συλλογικής ζωής. Σύµφωνα µε την αισιόδοξη εκδοχή του, το κεφάλαιο θα προκαλέσει σταδιακά αλλαγές στους κυρίαρχους τοµείς της κοινωνίας αναθεωρώντας και επανεκτιµώντας τον καταµερισµό της εργασίας και των κοινωνικών ρόλων, και έτσι θα στρέψει τους ανθρώπους σε περισσότερο εναρµονισµένες µεταξύ τους µορφές ατοµικής και συλλογικής ζωής. Την αισιοδοξία του για το µέλλον την αντλεί από τη διαπίστωση ότι οι νέοι συµβιβάζονται λιγότερο και εκφράζουν τη διαφωνία τους εντονότερα από όσο η παλαιότερη γενιά, είναι περισσότερο ειλικρινής στον ατοµικισµό τους, επηρεάζονται περισσότερο από τις νέες τεχνολογίες και τις διαρθρωτικές αλλαγές στους τοµείς της επικοινωνίας και της εργασίας και µπορούν να 4
χειριστούν καλύτερα τις νέες προκλήσεις και τους κινδύνους χάρη στην εκπαίδευση και στην κατάρτισή τους. Γι αυτούς τους λόγους το ηθικό και διανοητικό κεφάλαιο της νεολαίας θα γίνεται όλο και περισσότερο ασύµβατο µε τον προσανατολισµό στη δύναµη, στην εξουσία και στις στρατηγικές του κέρδους που προβάλλουν κράτη και πολυεθνικές εταιρείες. Ο Ognjen Caldarovic περιγράφει την εµφάνιση νέων χαρακτηριστικών κοινωνικού διαχωρισµού στις µετασοσιαλιστικές κοινωνίες, που δεν αφήνουν περιθώρια για σταδιακή προσαρµογή, επηρεάζουν τις σχέσεις µεταξύ των κοινωνικών οµάδων και έχουν σηµαντικό αντίκτυπο στη νέα γενιά. Αναρωτιέται για τους τρόπους επίτευξης κοινωνικής ένταξης σε µια «κοινωνία σε µετάβαση», δηλαδή σε µια κοινωνία που µε συνεχώς αυξανόµενο ρυθµό διαχωρίζεται σε οµάδες, κατακερµατίζεται και αποδιαρθρώνεται, και συµπεραίνει καταληκτικά ότι πρωταρχικό καθήκον των «κοινωνιών σε µεταβατικό στάδιο» θα πρέπει να είναι η συγκρότηση ενός αποτελεσµατικού θεσµικού πλαισίου που δίνει τη δυνατότητα στις νεότερες γενιές να αντιλαµβάνονται τον κόσµο ως µια σύνθεση διαφορών και να σκέπτονται υπερβαίνοντας παραδοσιακές οριοθετήσεις χωρίς να λησµονούν την καταγωγή τους και τις πολιτισµικές ιδιαιτερότητές τους. Όλοι οι παραπάνω προβληµατισµοί έρχονται στην επιφάνεια στις έρευνες των περιπτώσεων της Ντούµπραβα (µιας συνοικίας του Ζάγκρεµπ µε µεγάλο ποσοστό νεανικού πληθυσµού και επίσης µεγάλη εθνοτική και κοινωνική διαφοροποίηση) που έκαναν οι Svob, Podgorelec & Brcic, και της Λετονίας, που έκανε η Ilse Plaude. Στο επίκεντρο της προσοχής των ερευνητών/ριών βρίσκονται οι τρόποι πρόσληψης και διαχείρισης των προβληµάτων ένταξης και αποκλεισµού. Οι εργασίες αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή, χάρη στην τεχνική συλλογής δεδοµένων (ποιοτικές µέθοδοι), 5
προσφέρουν πολλές δυνατότητες ενόρασης στον τρόπο µε τον οποίο οικοδοµούν τη σκέψη και τις παραστάσεις τους οι διάφορες οµάδες των νέων. Νεότητα: ρατσισµός και εθνικισµός στην Ευρώπη Στα φαινόµενα του ρατσισµού και του εθνικισµού, και του τρόπου µε τον οποίον βιώνονται από τη νεολαία, αναφέρονται οι επόµενες εργασίες. Ο Josef Held αναλύει το φαινόµενο της βίας που αναπτύσσεται µεταξύ εθνοτικών οµάδων και διερευνά τα αίτια των βιαιοπραγιών εναντίον «αλλοδαπών». Με αφετηρία τις προσεγγίσεις της Κριτικής Ψυχολογίας, αποδεικνύει ότι τα κυρίαρχα µοντέλα ερµηνείας δεν υποστηρίζονται από τα δεδοµένα των ερευνών. Χαρακτηριστικά, στην έρευνα για θέµατα νεότητας στη Γερµανία πολλές φορές φαίνεται να αναδεικνύεται σε αιτία για την ανάπτυξη του ακροδεξιού κινήµατος και της αντίστοιχης διάθεσης για επιθετικότητα η απώλεια της κοινωνικής συνοχής. Αντίθετα, οι έρευνες σε θέµατα της νεότητας που έκανε ο Held και οι συνεργάτες του σε διεθνή κλίµακα τεκµηριώνουν µε σαφήνεια ότι οι προϋποθέσεις για τις πράξεις βίας των νέων διαµορφώνονται από τους κοινωνικούς όρους, αλλά η διάπραξη βιαιοτήτων δεν προκαθορίζεται από αυτούς Ο Rudolf Leiprecht διερευνά τον τρόπο µε τον οποίο η νεολαία στη Γερµανία και στην Ολλανδία αξιοποιεί και χειρίζεται τα ερµηνευτικά µοντέλα για το φαινόµενο του ρατσισµού που έχουν γενική απήχηση στην κοινωνία. Η ανάλυση των οµαδικών συζητήσεων και συνεντεύξεων µε νέους/ες, που πραγµατοποίησε ο Leiprecht στη Γερµανία έδειξε µε σαφήνεια ότι οι νέοι/ες χρησιµοποιούσαν µοντέλα από κάθε άποψη όµοια µεταξύ τους, αλλά µε έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο, για να εξηγήσουν ρατσιστικά φαινόµενα ή για να αιτιολογήσουν την αρνητική τους στάση απέναντι σε µετανάστες. 6
Μεταγενέστερες έρευνές του στις Κάτω Χώρες έδειξαν ότι και εκεί κυριαρχούσαν σχεδόν όµοια ερµηνευτικά µοντέλα. Αυτό, πάντως, που φαίνεται καθαρά από τις συνεντεύξεις και τις οµαδικές συζητήσεις είναι ότι παρά το γεγονός ότι δύο άτοµα µπορεί να χρησιµοποιούν σχεδόν όµοια ερµηνευτικά µοντέλα για τον ρατσισµό δεν είναι δυνατόν να βγουν συµπεράσµατα σχετικά µε τη στάση και τη συµπεριφορά του καθενός απέναντι στους πρόσφυγες και στους µετανάστες καθώς µπορεί να στραφούν σε τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Η ανάλυση των οµαδικών συζητήσεων και των συνεντεύξεων κατέδειξε ότι πολλές φορές οι ερµηνείες διατυπώνονται σαν να αφορούν τρίτους, αν και σε ορισµένες περιπτώσεις, υπάρχει και µια ρητή αυτοαναφορά γεγονός που µας δίνει κάποια στοιχεία για τον τρόπο της µελλοντικής δράσης του υποκειµένου. Οι Leiprecht, Inowlocki, Μαρβάκης και Novak απαντούν στο ερώτηµα εάν ο ρατσισµός είναι ένα πρόβληµα κατεξοχήν της νεολαίας, καθώς επικρατεί η άποψη ότι η ρατσιστική δράση προέρχεται κυρίως από άνεργους νέους µε χαµηλό µορφωτικό επίπεδο και χαµηλή αυτοεκτίµηση. Υιοθετούν την άποψη που υποστηρίζει την καθιέρωση µοντέλων που δεν χρησιµοποιούν την έννοια του «ξένου», αλλά θέτουν στο επίκεντρο του ζητήµατος περίπλοκες διαδικασίες που λαµβάνουν χώρα στην κοινωνία υποδοχής. Γι αυτό καταλήγουν στο συµπέρασµα ότι εκστρατείες καταπολέµησης του ρατσισµού πρέπει να είναι πολυδιάστατες και διαφορετικές για διαφορετικές οµάδεςστόχο και για διαφορετικούς τοµείς. Η αποποίηση της καταγωγής τους από τα παιδιά των µεταναστών ως µια στρατηγική αντιµετώπισης του κοινωνικού αποκλεισµού και του ρατσισµού, που αντιµετωπίζουν, αποτελεί το θέµα της εργασίας της Christine Riegel. Το στοιχείο που προκαλεί ενδιαφέρον είναι, ότι εκείνοι οι οποίοι αντικειµενικά βρίσκονται σε µειονεκτική θέση δεν αναφέρουν ότι βιώνουν εντονότερα τις 7
συνέπειες του αποκλεισµού και δεν θεωρούν την εθνική τους καταγωγή σηµαντικό ζήτηµα. Κατά την ερευνήτρια η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στην αποφυγή του στιγµατισµού που συνεπάγεται ένας «ρατσισµός της συµπόνιας», ιδιαίτερα µάλιστα όταν θεωρούν τις µελλοντικές προοπτικές τους στη Γερµανία θετικές. Νεότητα: ζητήµατα που απασχολούν τη νεολαία στην Ελλάδα ύο έρευνες από την Ελλάδα αναδεικνύουν τόσο τα ζητήµατα που απασχολούν τους νέους και τις νέες στη χώρα αυτή όσο και την οπτική γωνία των ερευνητών/τριών. Η Αφροδίτη Τεπέρογλου επικεντρώνεται στην ταυτότητα, στα χαρακτηριστικά, στις αξίες και στις ανάγκες των νέων, όπως προκύπτουν από τις σχετικές µεγάλες εµπειρικές έρευνες, µε δεδοµένα που δίνουν τη δυνατότητα σύγκρισης µε όσα ισχύουν στις άλλες χώρες. Το τελευταίο ισχύει ιδιαίτερα για τον τρόπο που αντιλαµβάνονται την παρουσία των µεταναστών, τις απόψεις τους για την πολιτική και την αξιολόγηση βασικών θεσµών της κοινωνίας, όπως π.χ. είναι η οικογένεια. Ο Νίκος Σερντεδάκις εστιάζεται στις διαδικασίες µετάβασης των νέων της Κρήτης από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας και επεξεργάζεται τα αντιληπτικά σχήµατα των νέων της Κρήτης για την κοινωνία και τους κοινωνικούς θεσµούς και επιχειρεί µια ερµηνεία για τη σχέση που αναπτύσσεται ανάµεσα στα ατοµικά βιώµατα και στις συλλογικές κοινωνικές αναπαραστάσεις. Το ερώτηµα που διαπερνά την έρευνά του είναι εάν οι νέοι µέσα από τις ανασφάλειες, που αισθάνονται, οδηγούνται σε µια στάση παθητικής αποδοχής των κοινωνικών δεδοµένων, σε µια αναδίπλωση στην ιδιώτευση και στην αναζήτηση µιας επιστροφής σ ένα ειδυλλιακό παρελθόν 8
(όπου συλλογικά η κοινωνία θα ξαναβρεί κάποιες χαµένες αξίες), ή εάν, αντίθετα, υπάρχει η τάση προς µια θετικότερη αξιολόγηση εκείνων των προτάσεων που έχουν ένα µετα-υλιστικό περιεχόµενο (παρά το γεγονός ότι τα προβλήµατα που αναδεικνύουν έχουν µια υλιστική διάσταση και µια διάσταση ανασφάλειας σε σχέση µε τη φυσική επιβίωση). Η γενική εντύπωση που προκύπτει από τη µελέτη των κειµένων είναι ότι η νεολαία στις διάφορες χώρες έρχεται αντιµέτωπη µε ίδια ή παρόµοια προβλήµατα, χρησιµοποιεί όµως για την επίλυσή τους πολλές και διαφορετικές στρατηγικές. Γεγονός, που µπορεί να θεωρηθεί πηγή αισιοδοξίας για την κοινωνία. ήµητρα Κογκίδου Θεσσαλονίκη, Σεπτέµβριος 2004 9