Αισχίνης αισχύνη αγονία = στειρότητα, ακαρπία, αφορία αγωνία αγνεία: βλ. άγνοια άγνοια αγνεία = αγνότητα αγωνία: βλ. αγονία αθλητίατρος ( = γιατρός των αθλητών) και όχι αθλίατρος (= γιατρός των άθλων!) ακατονόμαστος και όχι ακατανόμαστος αλιτήριος = πονηρός, κατεργάρης αλίτης, ο = το ορυκτό αλάτι αλήτης αλυτάρχης αλείφω αλοιφή αλήτης: βλ. αλιτήριος αλοιφή: βλ. αλείφω αλυτάρχης: βλ. αλιτήριος αμείβω αμοιβή αμοιβή: βλ. αμείβω ανακηρύσσω = κάνω κάτι γνωστό, αναγγέλω επίσημα αναγορεύω = αποπονέμω δημόσιο αξίωμα ή τίτλο αναστηλώνω = αποκαθιστώ ερείπιο, αναζωογονώ αναστυλώνω = στηρίζω με στύλους, αποκαθιστώ ερείπιο, ανασηκώνω, ζωογονώ αναστήλωση = αποκατάσταση μνημείου, επαναφορά λατρείας ιερών εικόνων αναστύλωση= στήριξη με στύλους, αποκατασταση μνημείου ανεξαρτητοποίηση (ανεξαρτητοποιώ) και όχι ανεξαρτοποίηση (ανεξαρτοποιώ) άνθηση: βλ. άνθιση άνθιση (<ανθίζω, π.χ. η άνθιση της τριανταφυλλιάς ) άνθηση (<ανθώ, π.χ. η άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών) ανία: βλ. άνοια άνοια ανία αντεπεξέρχομαι και όχι ανταπεξέρχομαι ή αντιπεξέρχομαι απαθανατίζω και όχι αποθανατίζω απεμπόληση = ιδιοτελής απάρνηση, προδοσία πώληση απαυδώ (= δεν αντέχω άλλο, εξαντλείται η υπομονή μου) χρήσιμος ο αόριστος του ρήματος,απηύδησα [απηύδησα να σε συμβουλεύω] και ο παρακείμενος, έχω απαυδήσει [έχωαπαυδήσει με τη συμπεριφορά σου]. αποδίδομαι: βλ. αποδύομαι αποδύομαι = καταπιάνομαι με δύσκολο έργο αποδίδομαι αποποιούμαι τις ευθύνες μου και όχι των ευθυνών μου απορημένος (<απορώ) απορριμμένος (<απορρίπτω) απορία: βλ. απόρροια απορριμμένος: βλ. απορημένος απόρροια απορία απόσειση απόσυρση απόσυρση: βλ. απόσειση αποτείνω: βλ. αποτίνω αποτάθηκα (όχι αποτάνθηκα): αόριστος παθητικής φωνής του
ρήματος αποτείνομαι = στρέφομαι, απευθύνομαι σε κάποιον ή κάπου. αποτίνω [ή αποτίω] (φόρο τιμής) αποτείνω [= απευθύνω] (το λόγο) αποφάσισα να... και όχι αποφάσισα ότι... απόφοιτος = αυτός που έχει τελειώσει μια βαθμίδα εκπαίδευσης τελειόφοιτος = αυτός που βρίσκεται στην τελευταία τάξη μιας βαθμίδας εκπαίδευσης πτυχιούχος = ο απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διπλωματούχος = ο πτυχιούχος και ταυτόχρονα κάτοχος ειδικών ικανοτήτων ή προνομίων άριος = αυτός που ανήκει στην Αρία χώρα, ο της ινδοευρωπαϊκής ομοεθνίας άρειος = αυτός που ανήκει στον Άρη, Άρειος Πάγος αρματολός αμαρτωλός αστυφιλία αστυφύλακας αυξομείωση εξομοίωση αχιβάδα αμοιβάδα αψίθυμος βαρύθυμος βαρήκοος βαρύτονος βίδρα (ζώο) Ύδρα βιοτικός βιώσιμος, αντιβίωση βλίτο (το χορταρικό) βλήμα [πυροβόλου όπλου] βοριάς βορράς βρυγμός [οδόντων] τριγμός Βύβλος (όνομα πόλης) Βίβλος γαβριάς = έξυπνο και εύθυμο αλητάκι γαύρος γειρτός γυριστός γένεση γέννηση γενετικός = ο σχετικός με τη γένεση (π.χ., η επιστήμη της Γενετικής) γεννητικός = ο αναφερόμενος στη γέννηση (π.χ., γεννητικά όργανα) γένια γενειάδα γιαλός γυαλί γλείφω, γλείφτης = γλοιώδης κόλακας γλύπτης γλυφός γρυ [δεν ξέρει γρυ, δεν έβγαλε γρυ] γριγρί δανεικός δανικός = ο σχετιζόμενος με τη Δανία δήγμα = δάγκωμα δείγμα δηκτικός = αυτός που δαγκώνει δεικτικός = αυτός που δείχνει διάλειμμα διάλυμα διαπίδυση πήδημα διαχείριση επιχείρηση δίκαννο δικανικός διόδια, τα διωδία, η = μελωδία από δύο φωνές, ντουέτο δίστυλος = ο με δύο στύλους δίστηλος = ο με δύο στήλες (π.χ. άρθρο εντύπου) δύστυχος [άνθρωπος] δίστοιχος = ο διατεταγμένος σε δύο σειρές δίστιχο [ποίημα] δυστυχία [ανθρώπινη] διστοιχία [πυραύλων]
εγκλιματίζω εγκληματώ έγκλιση (<κλίνω, π.χ. οι εγκλίσεις του ρήματος... ) έγκληση = κατηγορία, καταγγελία (< εγκαλώ) αντέγκληση = ανταλλαγή κατηγοριών (<αντεγκαλώ, π.χ. κατηγορίες και αντεγκλήσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης) έγκυος [γυναίκα] έγγειος [ιδιοκτησία] εγχείρηση [καρδιάς] εγχείριση = η παράδοση αντικειμένου στα χέρια κάποιου ειλεός = το κάτω τμήμα του λεπτού εντέρου ίλεως έκκληση = κάλεσμα για βοήθεια έκλυση = απελευθέρωση, χαλάρωση (π.χ., η έκλυση των ηθών) παρέκκλιση = λοξοδρόμημα (π.χ. δόθηκε άδεια κατά παρέκκλιση) έλεος έλαιο έλκηθρο ελκύω ελλιπής έλλειψη εγκύπτω = επιδίδομαι με ιδιαίτερο ζήλο ενσκήπτω = παρουσιάζομαι ξαφνικά εμπίπτω = βρίσκομαι εντός καθορισμένων ορίων ενδύματα υποδήματα υποδύομαι ενδοιασμός συνδυασμός εναίσιμος = κατάλληλος, που αρμόζει αινέσιμος = ο άξιος επαίνου (π.χ., αινέσιμη διατριβή) ενέσιμος (<ένεση, π.χ., ενέσιμο φάρμακο) έξαλα [πλοίου] έξαλλος εξάρτυση = τα ατομικά είδη του στρατιώτη εξάρτιση = ο εφοδιασμός πλοίου με ξάρτια εξάρτηση = υποταγή, εθισμός επήρεια, επηρεάζω επιρροή Επιφάνια, τα επιφάνεια, η ερειστικός (<έρεισμα) εριστικός (<έριδα) ετερόκλητος, ο = ο ανομοιογενής ετερόκλιτος = αυτός που κλίνεται σε δυο διαφορετικές κλίσεις ετοιμόλογος ετυμολογία έτοιμος έτυμο, το = η πρώτη ρίζα από την οποία παράγεται μια λέξη ήττα = αποτυχία ήτα, το = το γράμμα θήρα = κυνήγι θύρα ιδροκοπώ ιδρώνω ίλη [ιππικού, τεθωρακισμένων κτλ.] ύλη ίμερος= πόθος, λαχτάρα ήμερος ινομύωμα ομοίωμα ιός [της γρίπης] υιός ιωνικός (<Ιωνία) ιονικός (<Ιόνιο) κάλιο, το = το αντίστοιχο μέταλλο κάλλιο (επίρρημα) κάλος, ο = ο ρόζος του δέρματος κάλλος, το = η ομορφιά κάλως, ο = το παλαμάρι καμαρότος καμαρωτός κάππαρη καπάρο
καριοφίλι (το όπλο) καρυοφύλλι (το μπαχαρικό γαρίφαλο, το μοσχοκάρφι) καρότο καρωτίδα κατατρύχω = βασανίζω, καταπονώ τρίχα κατατρύχω = υποβάλλω κάποιον σε ταλαιπωρίες και βάσανα, κάνω κάποιον να υποφέρει, βασανίζω, ταλαιπωρώ κατατρέχω = καταδιώκω, προσπαθώ να βλάψω κάποιον κατάφωρος παράφορος κενός καινός = καινούργιος κεραμική Κεραμεικός κήλη κοίλος κίστη = κιβώτιο κύστη κλίμα [εύκρατο] κλήμα [με σταφύλια] κλύσμα κλίνω = γέρνω κτλ. κλείνω κλίση (πήρε κλίση = έγειρε} κλήση (πήρε κλήση = τον έγραψε τροχονόμος} κλήδονας κλύδωνας = μεγάλη θαλασσοταραχή κλειδωνιά κλωνισμός (τρόπος αναπαραγωγής χωρίς σπέρμα) κλονισμός = ταλάντευση, καταστρεπτική διατάραξη κόλλα κόλα (το φυτό) κολάρο κολόνα, κολονάκι Κολωνός, Κολωνάκι κομμός = θρήνος, κοπετός κομό, το = έπιπλο με πολλά συρτάρια κορόνα Κορώνη, κορωνίδα κορύνα, κορύνη Κόριννα (λυρική ποιήτρια του 5ου αι. π.χ.) κριτικός κρητικός κύρωση κίρρωση (ιατρ., πάθηση του συκωτιού) κύτος = αμπάρι κήτος = μεγάλο υδρόβιο θηλαστικό κώλυμα = εμπόδιο κόλλημα = συγκόλληση, επικόλληση κώμα = βαθύς παθολογικός ύπνος κόμμα κώμη, η = μεγάλο χωριό κόμμι, το = κολλώδης ουσία κόμη, η = τα μαλλιά λάβρα = η μεγάλη ζέστη λαύρα = μοναστήρι λαγός λαγωχειλία, λαγώχειλος ληνός = πατητήρι λινός λιβάδι Λιβαδειά λιγούρα λυγαριά λίμα, η = 1. η μεγάλη πείνα 2. εργαλείο λείανσης λύμα, το = ρευστή ακαθαρσία βόθρων, υπονόμων κτλ. λήμμα [λεξικού] λίρα = το νόμισμα λύρα = το μουσικό όργανο λιτός = απλός λυτός = λυμένος λιχνίζω λύχνος λοιμός = θανατηφόρα ασθένεια λιμός = μεγάλη πείνα από έλλειψη τροφίμων μάννα, το [μάννα εξ ουρανού] μάνα, η
μειξοβάρβαρος μυξοκλαίω μέλλει = πρόκειται (όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει) μέλει = ενδιαφέρει (δεν με μέλει τι θα γίνει) μεταχείριση επιχείρηση μετόπη μέτωπο μισερός = ατελής, ανάπηρος, σακάτης μυσαρός = σιχαμερός μίτρα [επισκόπου] μήτρα μονοιάζω = συμφιλιώνω μονιάζω = (για αγρίμια) φωλιάζω μύλος Μήλος νεβρός = το ελαφάκι νεύρο νιφάδα [χιονιού] νύφη, συννυφάδα νιώθω νοιάζομαι νοσηλεία, η νοσήλια, τα νώτα, τα νότα, η ξηλώνω, αποξηλώνω ξυλιάζω, ξύλο οράριο = άμφιο ωράριο οσμή ώσμωση ότι (ειδικός σύνδεσμος) = ότι, πως ό,τι (αναφορική αντωνυμία)= οτιδήποτε όφελος ωφέλεια πανόδετος πανωσέντονο παραλείφθηκε (<παραλείπω) παραλήφθηκε (<παραλαμβάνω) Περδίκκας (στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου) πέρδικα περιτειχίζω εντοιχίζω περηφάνια υπερηφάνεια πετραχήλι χείλι, χείλος πηλήκιο πηλίκο πήρα = σάκος, ταγάρι πείρα πύρα, η = η θερμότητα από τη φωτιά πιλοτή πύλη πίνα, η (θαλασσινό μαλάκιο) πείνα πλόιμος = ο κατάλληλος για πλου πλωτός ποικιλία ποικίλλω πρηνηδόν πρύμνη πυρρόξανθος πυρά, η πώληση: βλ. απεμπόληση πώρωση (ηθική πώρωση) οστεοπόρωση ριζότο ρύζι ρίμα, η = η ομοιοκαταληξία ρήμα ρύπος = βρομιά, ακαθαρσία ρίπος = η ψάθα ριπή ρύση = εκροή, χύσιμο ρήση = λόγος, ομιλία, απόφθεγμα, ρητό
ρυτό = είδος αγγείου ρητό = απόφθεγμα, γνωμικό ρώγα [σταφυλιού, μαστού] ρόγα = μισθός σάτιρα σάτυρος Σείριος (το αστέρι) Σύριος = ο από τη Συρία σεραφικός = αγγελικός σεραφείμ σήραγγα σύριγγα σήτα = λεπτό κόσκινο σίτος σιμίτι = το κουλουράκι Σημίτης σινάφι συναφής σιντριβάνι συντρίβω σκεβρώνω σκευωρία σκήνος, το = το σκήνωμα σκίνος = (είδος θάμνου) το μαστιχόδεντρο σκοίνος = είδος άγριου βούρλου σκιλλοκρεμμύδα σκυλοκαβγάς σκόρος σκωρία, η = η σκουριά σμήγμα μείγμα σορός, η = ο νεκρός, το λείψανο σωρός, ο σπηλιά σπιλιάδα = ριπή ανέμου σπιθούρι = το μικρό σπυρί σπυρί σπιράλ σπείρα σπυρί στήλη στύλος στίβος στοίβα στιφάδο στυφός στίχος, ο = η αράδα έντυπου κειμένου στοίχος, ο = η παράταξη, η αράδα στοίβα στίβος στοίχος, ο = η παράταξη, η αράδα στίχος, ο = η αράδα έντυπου κειμένου στρυφνός ή στριφνός = δύστροπος, τραχύς στριφτός στυλώνω αναστηλώνω στυφός ή στιφός (π.χ., στυφό φρούτο) στίφος, το = πυκνό πλήθος ανθρώπων ή ζώων σύγκλιση, η = το αποτέλεσμα του συγκλίνω (π.χ., σύγκλιση απόψεων) σύγκληση, η = η συγκάλεση (π.χ. η σύγκληση της Βουλής) σύγκλυση, η = ο κατακλυσμός, η πλημμύρα σύγκλειση, η = η συνένωση δύο πραγμάτων, ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο κενό (π.χ. η σύγκλειση των λιθοσφαιρικών πλακών) σύγχυση = μπέρδεμα, ανακάτεμα, νοητική διαταραχή (οι αντιφάσεις του δημιούργησαν σύγχυση στο ακροατήριο) σύγχιση = ψυχική αναστάτωση, εκνευρισμός, ταραχή ( αποφύγετε τις συγχίσεις) σύμπηξη = 1. στέρεη σύνδεση 2. συγκρότηση, ίδρυση σύμπτυξη συνιστώ: βλ. συστήνω συστήνω = παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον για να γνωριστούν συνιστώ = δίνω συμβουλή, υπόδειξη ιδρύω, συγκροτώ, σχηματίζω, συναποτελώ υποδεικνύω
ως κατάλληλο σφήκα Σφίγγα (το μυθικό τέρας) σύριος, ο = ο καταγόμενος από το νησί Σύρος, ο συριανός σύρος, ο = ο καταγόμενος από την Συρία τανύζω ταλανίζω τελώνιο τελωνείο τηγανητός τηγανίτα Τίρανα τύραννος Τιφλίδα τυφλός τοίχος, ο τείχος, το τρίμμα, το = μικρό κομμάτι, θρύμμα τρήμα, το = η οπή, η τρύπα τριφύλλι Τριφυλία ύβος, ο = η καμπούρα ήβη υποκλυσμός υπόκλιση υποδόριος = ο κάτω από το δέρμα υποδώριος (μουσικός όρος) φάσσα, η (το πουλί) φάσα, η = λουρίδα υφάσματος φορείο φωριαμός φρεάτιο Φρεαττύδα χαοτικός χαώδης χείρα [βοηθείας] χήρα χερουβικός χερουβείμ Χιλή χηλή (η οπλή του αλόγου) Χιμάρα χείμαρρος χιμάω χύμα Χρίστος χρηστός χύλωμα = η μετατροπή σε χυλό χείλωμα = χείλος που προεξέχει γύρω από επιφάνεια χοίρος χήρος χορικός = ο του χορού χωρικός ψιλή [κυριότητα] υψηλή [ποιότητα] ψίχα [του ψωμιού, του καρυδιού κτλ.] ψυχή ωδίνες [τοκετού] οδύνη ώσμωση οσμή ωφελώ οφείλω