ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΝΟΜΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑ:Κωνσταντίνα Βαφειάδη Α.Μ.: 1340200200909 ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΗΛΕΦΩΝΟΥ:210 8679738, 693 4918224 ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος ΕΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ:2007 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α/Οι περιορισµοί των θεµελιωδών δικαιωµάτων γενικά...σελ.3 Β/Οι νοµοθετικοί και συνταγµατικοί περιορισµοί των ατοµικών δικαιωµάτων...σελ.4 Γ/Η επιφύλαξη του νόµου- ιστορική αναδροµή...σελ.5 /Η επιφύλαξη του νόµου- ορισµός...σελ.6 Ε/Όρια περιορισµών...σελ.7 ΣΤ/Λόγοι της καθ εαυτήν επιφύλαξης του νόµου...σελ.8 Ζ/Οι διακρίσεις της επιφύλαξης του νόµου...σελ.9 Η/Οι έµµεσες επιφυλάξεις του νόµου...σελ.11 Θ/Τα ανεπιφύλακτα ατοµικά δικαιώµατα...σελ.12 Ι/Η επιφύλαξη υπέρ τυπικού ή ουσιαστικού νόµου...σελ.14 ΙΑ/Η επιφύλαξη υπέρ διοικητικών ή δικαστικών αρχών...σελ.16 ΙΒ/Η επιφύλαξη του διεθνούς δικαίου...σελ.17 ΙΓ/Συµπέρασµα...σελ.18 2
Α/ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ ΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΑ Το ζήτηµα των περιορισµών των θεµελιωδών δικαιωµάτων τίθεται κυρίως µόνο προκειµένου για τα ατοµικά δικαιώµατα, γιατί η έκταση της κατοχυρώσεως των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωµάτων καθορίζεται από τη φύση τους. Εν πρώτοις, τα πολιτικά δικαιώµατα πρέπει να κατοχυρώνονται και κατοχυρώνονται πράγµατι συνταγµατικά ευρύτατα ενόψει της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Εξάλλου, η φύση των κοινωνικών δικαιωµάτων επιτρέπει µόνο µια περιορισµένη συνταγµατική κατοχύρωσή τους. Συγκεκριµένα, οι συνταγµατικές διατάξεις, οι οποίες τα προστατεύουν, καθιερώνουν µόνο κατ αρχήν την υποχρέωση του νοµοθέτη για ορισµένες παροχές προς τα άτοµα, το είδος και η έκταση των οποίων καθορίζονται κάθε φορά απ αυτόν ανάλογα µε τις οικονοµικές δυνατότητες του κράτους. Συνεπώς, η συνταγµατική προστασία των πολιτικών δικαιωµάτων είναι υπό τον προαναφερθέντα αυτονόητο περιορισµό τους απόλυτη, ενώ η συνταγµατική προστασία των κοινωνικών δικαιωµάτων είναι σχετική και µάλιστα πολύ περιορισµένη. Η προστασία των ατοµικών δικαιωµάτων µπορεί να είναι µόνο σχετική. Τη σχετικότητα της προστασίας των ατοµικών δικαιωµάτων επιβάλλουν από το ένα µέρος το γενικό συµφέρον και κυρίως η εξασφάλιση της υπάρξεως του Κράτους και από το άλλο µέρος η ανάγκη της ασκήσεως αυτών από όλα τα άτοµα 1.Για τους λόγους αυτούς απεριόριστα ατοµικά δικαιώµατα δεν µπορούν να υπάρξουν. Η απεριόριστη συνταγµατική κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων θα κατέληγε αναγκαίως στην απόλυτη αδυναµία ασκήσεως αυτών, δηλαδή στην κατάλυση τους. Τον αυτονόητο περιορισµό των ατοµικών δικαιωµάτων από τα ατοµικά δικαιώµατα των άλλων διακήρυξε ρητά ήδη το άρθρο 4 της της γαλλικής ιακηρύξεως των Ανθρώπινων ικαιωµάτων του 1789: «Η ελευθερία συνίσταται στην εξουσία να κάνει κανείς κάθε τι που δε βλάπτει τον άλλο: έτσι, η άσκηση των φυσικών δικαιωµάτων κάθε ανθρώπου δεν έχει άλλα όρια από εκείνα, που εξασφαλίζουν στα άλλα µέρη της κοινωνίας την απόλαυση των ίδιων δικαιωµάτων». 1.Μάνεσης Α.,Συνταγµατικα ικαιώµατα, Ατοµικές Ελευθερίες, τ.α, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1982,σελ.57 επ. του ιδίου,το πρόβληµα της ασφάλειας του Κράτους και η ελευθερία, στη συλλογή των µελετών του υπό τον τίτλο «Συνταγµατική θεωρία και πράξη»,1980, σελ.390 επ. 3
Τον ίδιο περιορισµό επανέλαβε και το άρθρο 2 της ιακηρύξεως, η οποία περιλήφθηκε στο γαλλικό Σύνταγµα του 1795. Τον περιορισµό περιέλαβαν επίσης το άρθρο 2 1 του Θεµελιώδους Νόµου της υτικής Γερµανίας και το άρθρο 5 1 του ισχύοντος ελληνικού Συντάγµατος, τα οποία κατοχυρώνουν την ελευθερία αναπτύξεως της προσωπικότητας υπό τη ρητή επιφύλαξη «των δικαιωµάτων των άλλων». Η έκταση της καταχυρώσεως των επιµέρους ατοµικών δικαιωµάτων προκύπτει από τις σχετικές συνταγµατικές διατάξεις. Ειδικότερα, οι περιορισµοί των δικαιωµάτων αυτών πρέπει κατ αρχήν να θεσπίζονται είτε απ ευθείας από το Σύνταγµα (συνταγµατικοί περιορισµοί) είτε από το νόµο µετά από σχετική εξουσιοδότηση αυτού (νοµοθετικοί περιορισµοί). Συνεπώς, τα ατοµικά δικαιώµατα, που δεν περιορίζονται από το Σύνταγµα ή από το νόµο, κατοχυρώνονται κατ αρχήν απόλυτα. Έτσι τα ατοµικά δικαιώµατα διακρίνονται από την άποψη της εκτάσεως της προστασίας τους, σε τρεις κατηγορίες: στα κατοχυρούµενα υ π ό τ η ν ε π ι φ ύ λ α ξ η τ ο υ Σ υ ν τ ά γ µ α τ ο ς («Verfassungsvorbehalt»), υ π ό τ η ν ε π ι φ ύ λ α ξ η τ ο υ ν ό µ ο υ («Gesetzesvorbehalt») και χ ω ρ ί ς κ α µ ί α ε π ι φ ύ λ α ξ η. Τα δικαιώµατα της τρίτης κατηγορίας χαρακτηρίζονται στη Γερµανία ως «α ν ε π ι φ ύ λ α κ τ α ατοµικά δικαιώµατα» (vorbehaltlose Grundrechte ή Freiheitsrechte»), είναι δε εκεί πολύ αµφίβολο το ζήτηµα της δυνατότητας του περιορισµού αυτών. Πρέπει επίσης να σηµειωθεί, ότι οι συνταγµατικές ή νοµοθετικές διατάξεις, που περιορίζουν τα ατοµικά δικαιώµατα, είναι ε ξ α ι ρ ε τ ι κ έ ς και σαν τέτοιες πρέπει να ερµηνεύονται και εφαρµόζονται σ τ ε ν ά. Σε περίπτωση αµφιβολίας ως προς το αν ένα ατοµικό δικαίωµα περιορίζεται ή ως προς την έκταση του περιορισµού του, το τεκµήριο οµιλεί κατά του περιορισµού ή κατά του µεγαλύτερου περιορισµού. Με άλλες λέξεις, το τεκµήριο οµιλεί εν προκειµένω υ π έ ρ τ η ς ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς ή τ η ς µ ε γ α λ ύ τ ε ρ η ς (τ η ς λ ι γ ό τ ε ρ ο π ε ρ ι ο ρ ι σ µ έ ν η ς ) ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς («I n d u b i o p r o l i b e r t a t e») 2. Β/ΟΙ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Το Σύνταγµά µας περιορίζει τα ατοµικά δικαιώµατα µε τους εξής τρόπους: α. καθιερώνει ε ι δ ι κ ο ύ ς π ε ρ ι ο ρ ι σ µ ο ύ ς ορισµένων 2.Ράικος A., Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου,αντ.ν.σάκκουλας, Αθήνα, 1989, σελ.159 επ. 4
ατοµικών δικαιωµάτων, οι οποίοι αναφέρονται στους φορείς, το περιεχόµενο και την άσκηση των σχετικών ατοµικών δικαιωµάτων, β.απαγορεύει την κ α τ α χ ρ η σ τ ι κ ή ά σ κ η σ η οποιουδήποτε θεµελιώδους δικαιώµατος και γ. επιτρέπει την α ν α σ τ ο λ ή ορισµένων ατοµικών δικαιωµάτων σε ορισµένες περιπτώσεις 3. Παράλληλα, νοµοθετικοί περιορισµοί των ατοµικών δικαιωµάτων επιτρέπονται µόνο, εφόσον α. στηρίζονται σε σχετική συνταγµατική εξουσιοδότηση (η ε π ι φ ύ λ α ξ η τ ο υ ν ό µ ο υ ), β. είναι ανάλογοι προς τον επιδιωκόµενο σκοπό (η α ρ χ ή τ η ς α ν α λ ο γ ί α ς) και γ.δεν προσβάλλουν την ουσία του ατοµικού δικαιώµατος ( α ρ χ ή τ η ς π ρ ο σ τ α σ ί α ς τ ο υ π υ ρ ή ν α τ ο υ δ ι κ α ι ώ µ α τ ο ς ) 4. Στη συνέχεια θα ασχοληθούµε αναλυτικά µε την επιφύλαξη του νόµου ως προυπόθεση του επιτρεπτού του νοµοθετικού περιορισµού των ατοµικών δικαιωµάτων, ενώ σε χωριστό κεφάλαιο θα αναλύσουµε τα λεγόµενα ανεπιφύλακτα δικαιώµατα. Γ/Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ Η επιφύλαξη του νόµου ως ειδικός νοµοθετικός περιορισµός διαµορφώθηκε από την επιστήµη και τη νοµολογία στη Γερµανία (Vorbahalt des Gesetzes) και υιοθετήθηκε κατόπιν από τη Γαλλία (reserve de la loi) 5.Ανάγεται στις απαρχές του κράτους δικαίου και πρωτοπαρουσιάζεται στην Ευρώπη τον δέκατο ένατο αιώνα όχι µε τη µορφή του περιορισµού, αλλά ως εγγύηση θεµελιωδών δικαιωµάτων της αστικής τάξης απέναντι στην αυθαιρεσία του µονάρχη. Η µετάβαση όµως από την ατοµοκεντρική φιλελεύθερη αντίληψη των θεµελιωδών δικαιωµάτων στην κοινωνική τους διάσταση µεταβάλλει και τη λειτουργία του υπό εξέταση θεσµού.η επιφύλαξη του νόµου δεν λειτουργεί πλέον µόνο ως εγγύηση ενώπιον της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά κυρίως ως δυνατότητα θέσπισης περιορισµών αναγκαίων για το γενικό κοινωνικό συµφέρον και για την προάσπιση δικαιωµάτων τρίτων 6 Ας µην ξεχνάµε εξάλλου ότι και το ελληνικό Σύνταγµα προστατεύει τα ατοµικά δικαιώµατα όχι µόνο έναντι της διοικήσεως και της δικαιοσύνης ( αν και ιστορικά αυτές αφορούσε κυρίως), αλλά και έναντι του ίδιου του νοµοθέτη. 3,4.Ράικος Α., Παραδόσεις Συνταγµατικου ικαίου, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 1989, σελ.161 και 182 αντίστοιχα. 5.Τσάτσος.,Συνταγµατικό ίκαιο,αντ.ν.σάκκουλας,αθήνα-κοµοτηνή, 1988. σελ.240. 6.Τσάτσος.,Συνταγµατικο ίκαιο,αντ.ν.σάκκουλας,αθήνα-κοµοτηνή, 1988, σελ.240,242. 5
/Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ-ΟΡΙΣΜΟΣ Η επιφύλαξη του νόµου ως µέσο περιορισµού των ατοµικών δικαιωµάτων θεσπίζεται απ ευθείας από το Σύνταγµα και ειδικότερα από το άρθρο 25 1, όπως αυτό τροποποιήθηκε µετά την τελευταία αναθεώρηση του έτους 2001 και έχει ως εξής: «Τα δικαιώµατα του ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικου κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεµπόδιστη και αποτελεσµατικη άσκηση τους. Τα δικαιώµατα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν.ο ι κ ά θ ε ε ί δ ο υ ς π ε ρ ι ο ρ ι σ µ ο ί π ο υ µ π ο- ρ ο ύ ν κ α τ ά τ ο Σ ύ ν τ α γ µ α ν α ε π ι β λ η θ ο ύ ν σ τ α δ ι κ α ι- ώ µ α τ α α υ τ ά π ρ έ π ε ι ν α π ρ ο β λ έ π ο ν τ α ι ε ί τ ε α π ε υ - θ ε ί α ς α π ό τ ο Σ ύ ν τ α γ µ α ε ί τ ε α π ό τ ο ν ό µ ο, ε φ ό σ ο ν υ π ά ρ χ ε ι ε π ι φ ύ λ α ξ η υ π έ ρ α υ τ ο ύ και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Όπως δε έχει ορθά γραφεί: Η νέα διάταξη του άρθρου 25 από µόνη της θα αρκούσε για να δικαιώσει το αναθεωρητικό διάβηµα καθώς θεσπίζει τις αρχές ερµηνείας και εφαρµογής όλων των συνταγµατικών διατάξεων 7. Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 εδ.δ, οι κάθε είδους περιορισµοί, που µπορούν να επιβληθούν στα συνταγµατικά δικαιώµατα, µπορεί να προβλέπονται από το νόµο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού. Επιφύλαξη νόµου υπάρχει, όταν ο συντακτικός νοµοθέτης αναθέτει στον κοινό νοµοθέτη τη διαµόρφωση περιορισµών των συνταγµατικών δικαιωµάτων. Αλλά και στις περιπτώσεις αυτές ο κοινός νοµοθέτης οφείλει να ενεργήσει σύµφωνα µε το περιεχόµενο όλων των συνταγµατικών διατάξεων, οφείλει να εφαρµόσει το περιεχόµενο τους και δεν µπορεί ούτως ή άλλως να περιορίσει τα θεµελιώδη δικαιώµατα πέρα από το συνταγµατικά επιτρεπόµενο όριο.με την επιφύλαξη υπέρ του νόµου ο νοµοθέτης δεν εφοδιάζεται µε κάποια «έκτακτη περιοριστική εξουσία». Η επιφύλαξη υπέρ του νόµου είναι επιφύλαξη υπέρ του συνταγµατικού νόµου, εµπίπτει στα συνήθη πλαίσια της εξειδίκευσης των συνταγµατικών διατάξεων µε διατάξεις του κοινού δικαίου. Η λειτουργία του νοµοθέτη στο πεδίο των συνταγµατικών δικαιωµάτων δεν διαφέρει απο τη λειτουργία του σε όλους τους άλλους τοµείς.ο κοινός νοµοθέτης µπορεί σε κάθε περίπτωση να επέµβει νοµοθετικά βάσει της γενικής του νοµοθετικής αρµοδιότητας, τηρώντας πάντοτε τις συνταγµατικές διατάξεις. 7.Βενιζέλος Ε., Το Σύνταγµα του 1975/1986/2001, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2001, σελ.6. 6
Η δυνατότητα εισαγωγής και η έκταση περιορισµού των συνταγµατικών δικαιωµάτων εξαρτάται πάντοτε από την αιτιώδη συνάφεια δικαιώµατος και θεσµού. Συνεπώς, µε τον όρο επιφύλαξη νόµου έχει επικρατήσει να αποδίδεται η σύµπραξη συντακτικού και κοινού νοµοθέτη στο πεδίο των συνταγµατικών δικαιωµάτων και ακόµη ειδικότερα, εφόσον πρόκειται για εξουσιοδότηση προς τον κοινό νοµοθέτη να εισάγει περιορισµούς στο θεµελιώδες δικαίωµα. Ο συντακτικός νοµοθέτης απευθυνόµενος στον κοινό νοµοθέτη, επιτάσσει ή τον προτρέπει να προβεί στη ρύθµιση συγκεκριµένου θέµατος ή προϋποθέτει τη ρύθµισή του.η σπουδαιότερη µορφή επιφύλαξης είναι εκείνη, µε την οποία ο κοινός νοµοθέτης εξουσιοδοτείται να εισάγει περιορισµούς, συρρίκνωση δηλαδή του γενικού περιεχοµένου του δικαιώµατος 8. Ε/ΟΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ Βέβαια, ο περιορισµός των συνταγµατικών δικαιωµάτων προσκρούει σε ορισµένα όρια. Με τον όρο «όρια» (ή περιορισµοί) περιορισµών,(schranken-schranken) νοούνται οι περιορισµοί, που δεσµεύουν τον κοινό νοµοθέτη κατά την εισαγωγή περιορισµών των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Η προς τον κοινό νοµοθέτη εξουσιοδότηση δεν είναι κατά κανόνα εξουσιοδότηση «εν λευκώ». Αντίθετα ο συντακτικός νοµοθέτης ορίζει ρητά περιορισµούς της ρυθµιστικής σύµπραξης του κοινού νοµοθέτη. Πέρα όµως από τους ρητούς αυτούς περιορισµούς, γίνονται δεκτά γενικά όρια της περιοριστικής δράσης του κοινού νοµοθέτη. Στα όρια αυτά ανήκουν κυρίως τα εξής: α.η αρχή της αναλογικότητας, β.ο πυρήνας του δικαιώµατος, γ.η απαγόρευση νοµοθετικού περιορισµού συγκεκριµένης περίπτωσης, δ.η απαγόρευση καταχρηστικής επιβολής περιορισµών και ε.η συµφωνία προς την ελεύθερη δηµοκρατική τάξη. Η νοµοθετική δραστηριότητα υπόκειται στο Σύνταγµα, δηλαδή σε διάφορους κανόνες, όπως το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, οι γενικές συνταγµατικές ρήτρες κ.λπ., οι οποίοι ναι µεν καθορίζουν το περιεχόµενο του νοµοθετικού έργου, δεν αποτελούν όµως ιδιαίτερα όρια στην εισαγωγή περιορισµών. 8. ηµητρόπουλος Α.,Συνταγµατικά ικαιώµατα,τ.γ, ηµίτοµος 1, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σελ.221 επ. 7
Τα όρια των περιορισµών, τόσο ως προς την εισαγωγή (αν δηλαδή περιορίζεται συγκεκριµένο συνταγµατικό δικαίωµα) όσο και ως προς την έκταση του περιορισµού τους, θέτει η αρχή του αιτιώδους των περιορισµών. Η απαγόρευση εισαγωγής περιορισµών στη γενική σχέση λόγω της αντίθεσής τους µε την ελεύθερη δηµοκρατική τάξη αποτελεί «γενικό όριο» στην επιβολή περιορισµών. Στους θεσµούς και τις ειδικότερες έννοµες σχέσεις το επιτρεπτό του περιορισµού εξαρτάται από την αιτιώδη συνάφεια δικαιώµατος και θεσµού. Όταν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, η έκταση του περιορισµού καθορίζεται και πάλι από την αιτιώδη σχέση 9. ΣΤ/ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΚΑΘ ΕΑΥΤΗΝ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Όπως οι λεπτοµέρειες του τρόπου ασκήσεως, έτσι και οι περισσότεροι περιορισµοί των ατοµικών δικαιωµάτων δεν προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγµα, αλλά βάσει συνταγµατικής εξουσιοδοτήσεως από το νόµο : το Σύνταγµα συνήθως κατοχυρώνει τα ατοµικά δικαιώµατα υπό την επιφύλαξη νοµοθετικών περιορισµών ( επιφύλαξη του νόµου). Ο συντακτικός νοµοθέτης σύχνα δεν θέλει ή δεν µπορεί να προβλέψει όλες τις περιπτώσεις στις οποίες, για ποικίλλους λόγους, πρέπει να επιτραπεί ( και σε ποιό βαθµό) ο περιορισµός του εκάστοτε ατοµικού δικαιώµατος. Συχνά µάλιστα, ο συντακτικός νοµοθέτης δεν είναι καν εν πλήρει γνώσει των πολυάριθµων παρεκκλίσεων και εξαιρέσεων που προβλέπει η διοικητική προπάντων (και τεράστια σε έκταση και πολυπλοκότατη ) νοµοθεσία και δεν επιθυµεί κατ ανάγκην αυτόµατες και ριζικές αλλάγες της νοµοθεσίας αυτής και της σχετικής διοικητικής πρακτικής. Επιπλέον, το Σύνταγµα δε µπορεί να ρυθµίσει το ίδιο όλα τα πολυάριθµα ζητήµατα συγκρούσεως ή επικαλύψεως µεταξύ των ατοµικών δικαιωµάτων και των άλλων εννόµων αγαθών που προστατεύει µε τις διατάξεις του. Ο επιµέρους συντονισµός που είναι εδώ αναγκαίος (και που σηµαίνει βέβαια αλληλοπεριορισµό των ατοµικών δικαιωµάτων) ανατίθεται σε µεγάλο βαθµό στο νοµοθέτη. Τέλος, η λεπτοµερής απαρίθµηση και ρύθµιση στο ίδιο το Σύνταγµα των επιτρεπόµενων παρεκκλίσεων από τον κανόνα κατοχυρώσεως του ατοµικού δικαιώµατος θα επιµήκυνε ακόµη περισσοτερο τις συχνά σχοινοτενείς διατάξεις του Συντάγµατος, που έγιναν ακόµη µακροσκελέστερες µε την αναθεώρηση του 2001, και θα προσέδιδε στις 9. ηµητρόπουλος Α.,Συνταγµατικά ικαιώµατα,τ.γ, ηµίτοµος 1, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σελ.224 επ. 8
λεπτοµέρειες αυτές τον δυσµετάβλητο χαρακτήρα που όµως ταιριάζει στον «κορµό» µόνο του ατοµικού δικαιώµατος. Ετσι, το Σύνταγµά µας, όπως και τα Συντάγµατα των άλλων χωρών, αναθέτει στον απλό νοµοθέτη τον περιορισµό ( ή και τη ρύθµιση ειδικών περιπτώσεων ) του ατοµικού δικαιώµατος µια περιοριστική εξουσία που υπόκειται βέβαια και αυτή, όπως ήδη είδαµε, σε περιορισµούς 10. Ζ/ΟΙ ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Οι επιφυλάξεις του νόµου διακρίνονται σε γ ε ν ι κ έ ς (allgemeine Gesetzesvorbehalte ) και ε ι δ ι κ έ ς (spezielle Geswtzesvorbehalte). Το Σύνταγµα περιέχει µια γενική επιφύλαξη του νόµου, όπου κατοχυρώνει την άσκηση ατοµικού δικαιώµατος υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των νόµων ή εντός των ορίων των νόµων. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν πρόκειται ακριβώς για περιορισµό των εν λόγω δικαιωµάτων, αλλά για (αποθετικό) προσδιορισµό του περιεχοµένου τους, µε την έννοια ότι µια ατοµική ελευθερία δεν είναι ελευθερία από το νόµο εν γένει, δηλαδή γενική απαλλαγή από τις νοµοθετικές δεσµεύσεις 11. Οι γενικές επιφυλάξεις επιτρέπουν την καθιέρωση ευρύτερων περιορισµών των δικαιωµάτων από τις ειδικές. Συγκεκριµένα, οι γενικές επιφυλάξεις επιτρέπουν κατ αρχήν τον περιορισµό των ατοµικών δικαιωµάτων για την πραγµατοποίηση οποιουδήποτε δηµόσιου σκοπού, η επιλογή του οποίου καταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια του νοµοθέτη. Αντίθετα, οι ειδικές επιφυλάξεις καθορίζουν ρητά τους δηµόσιους σκοπούς, για την πραγµατοποίηση των οποίων επιτρέπουν τον περιορισµό των δικαιωµάτων. Με άλλες λέξεις, οι γενικές επιφυλάξεις είναι γενικές συνταγµατικές εξουσιοδοτήσεις προς τον νοµοθέτη για τον περιορισµό των ατοµικών δικαιωµάτων προς επίτευξη οποιουδήποτε οπωσδήποτε συνταγµατικά επιτρεπτού δηµόσιου σκοπού, ενώ οι ειδικές είναι ειδικές συνταγµατικές εξουσιοδοτήσεις προς τον ίδιο για τον περιορισµό των ατοµικών δικαιωµάτων προς πραγµατοποίηση µόνο των σε αυτές ρητά καθοριζόµενων δηµόσιων σκοπών 12. 10, 11. αγτόγλου Π., Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα α, Αντ..Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2005, σελ.186 και 184 αντίστοιχα. 12.Ράϊκος Α., Παραδόσεις Συνταγµατικου ικαίου, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 1989, σελ. 182-3. 9
Οι ειδικές επιφυλάξεις του νόµου µπορούν να διαχωριστούν περαιτέρω σε π ε ρ ι ο ρ ι σ µ έ ν ε ς,όταν το Σύνταγµα επισυνάπτει ειδικούς όρους ή όρια στην εκάστοτε περιοριστική εξουσία του νοµοθέτη και α π λ έ ς, όταν δεν αναφέρονται ρητώς τέτοιοι περιορισµοί. Εξάλλου, εκτός από αυτή την ά µ ε σ η επιφύλαξη του νόµου, οι συνταγµατικά επιβαλλόµενες υποχρεώσεις του κράτους, περιέχουν έ µ µ ε σ η επιφύλαξη υπέρ του νοµοθέτη να περιορίσει ατοµικά δικαιώµατα χωρίς όµως να θίξει τον πυρήνα τους προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, ζήτηµα στο οποίο θα επανέλθουµε 13. Έτσι, µε τη γενική επιφύλαξη νόµου τίθενται εξαιρέσεις από γενικότερη συνταγµατική αρχή π.χ. «καµία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά µόνο όταν και όπως ορίζει ο νόµος» (αρθρ.9 παρ.1 Σ). Ο συντακτικός νοµοθέτης θέτει τη γενική αρχή, κατά την οποία καµία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία. Παράλληλα εξουσιοδοτεί τον κοινό νοµοθέτη να θεσπίσει τις εξαιρέσεις αυτής της αρχής.στις περιπτώσεις των ειδικών επιφυλάξεων του νόµου οι εξαιρέσεις καθορίζονται από τον ίδιο τον συντακτικό νοµοθέτη και καλείται ο κοινός νοµοθέτης να ρυθµίσει ειδικότερα θέµατα. Π.χ.οι υπαίθριες συναθροίσεις µπορούν να απαγορευτούν όπως ορίζει ο νόµος( αρθρ.11 2 Σ). Άλλοτε ο κοινός νοµοθέτης εξουσιοδοτείται από τον συντακτικό να ορίσει τις κυρώσεις της παράβασης συνταγµατικής επιταγής ή ειδικότερα θέµατα των κυρώσεων ( µε την ευρύτερη έννοια του όρου). Π.χ.οι παραβάτες του οικιακού ασύλου υποχρεούνται σε πλήρη αποζηµίωση του παθόντος «όπως νόµος ορίζει» (αρθρ. 9 2 Σ). Η επίκληση του κοινού νοµοθέτη µπορεί να αναφέρεται στον καθορισµό των προϋποθέσεων και γενικότερα της συµπεριφοράς του κράτους. Π.χ.η αρµόδια αρχή υποχρεούται να απαντά σε αίτηση πληροφοριών, εφόσον αυτό προβλέπεται από το νόµο (αρθρ. 10 3 Σ). Η επιφύλαξη νόµου µπορεί να αναφέρεται στον καθορισµό της δραστηριότητας των φορέων των συνταγµατικών δικαιωµάτων. Π.χ. καθένας ή πολλοί µαζί έχουν το δικαίωµα, τηρώντας τους νόµους του κράτους, να αναφέρονται έγγραφα στις αρχές ( αρθρ. 10 1 Σ). Άλλοτε η ρύθµιση του κοινού νοµοθέτη αποτελεί τη βασική «φυσική» προϋπόθεση της άσκησης του θεµελιώδους δικαιώµατος. Στις περιπτώσεις αυτές η συνταγµατική ρύθµιση προϋποθέτει την προηγούµενη νοµοθετική ρύθµιση. Π.χ. κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέληση του τον δικαστή που του έχει ορίσει ο νόµος ( αρθρ. 8 εδ.α Σ) 14. 13. αγτόγλου Π., Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα α, Αντ..Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2005, σελ.184. 14. ηµητρόπουλος Α.,Συνταγµατικά ικαιώµατα,τ.γ, ηµίτοµος 1, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σελ.221-2. 10
Η/ΟΙ ΕΜΜΕΣΕΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Εκτός από τις ανωτέρω άµεσες επιφυλάξεις νόµου, το Σύνταγµα, επιβάλλοντας στο κράτος διάφορες ειδικές υποχρεώσεις, θεσπίζει έ µ µ ε- σ ε ς ε π ι φ υ λ ά ξ ε ι ς ν ό µ ο υ. Πράγµατι το Σύνταγµα προβλέπει σε διάφορες διατάξεις του ειδικές υποχρεώσεις του κράτους προς προστασία του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του. Έτσι ορίζει π.χ. το άρθρο 21, ότι η οικογένεια, ο γάµος, η µητρότητα και η παιδική ηλικία «τελούν υπό την προστασία του κράτους» ότι οι πολύτεκνες οικογένειες και άλλες κατηγορίες οικονοµικά και κοινωνικά αδύναµων ατόµων «δικαιούνται της ειδικής φροντίδας του κράτους ότι το κράτος µεριµνά για την υγεία των πολιτών ότι η στέγαση των αστέγων «αποτελεί αντικείµενο ειδικής φροντίδας του κράτους». Το αρθρο 22 ορίζει ότι το κράτος «µεριµνά» για την απασχόληση και «ηθική και υλική εξύψωση» του πληθυσµού και την κοινωνική του ασφάλιση. Το άρθρο 24 παρ. 1, όπως αναθεωρήθηκε το 2001, προβλέπει ότι «η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους και δικαίωµα του καθενός». Το άρθρο 24 παρ. 6 ορίζει ότι τα µνηµεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα στοιχεία «προστατεύονται από το κράτος». Επιπλέον ορίζει το Σύνταγµα ότι η σπουδαία για την προστασία της ακίνητης ιδιοκτησίας και του περιβάλλοντος σύνταξη δασολογίου και εθνικού κτηµατολογίου συνιστά υποχρέωση του κράτους (αρθρ. 24 1 εδ.3 και 2 υποπαρ.2 εδ.2 Σ ). Στην υποχρέωση αυτή του κράτους δεν αντιστοιχεί όµως αξίωση του ιδιώτη. Ανεξάρτητα αν στις υποχρεώσεις αυτές αντιστοιχούν ή όχι αξιώσεις των ενδιαφεροµένων, οι υποχρεώσεις αυτές δεν έχουν πάντως κατευθυντήριο ή προγραµµατικό µόνο χαρακτήρα οι διατάξεις του Συντάγµατος δεν είναι ποτέ απλές πολιτικές ευχές. Οι υποχρεώσεις που επιβάλλουν στο κράτος δεν είναι απλώς ηθικές ή πολιτικές αλλά νοµικές. Όπου η εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών που επιβάλλει το Σύνταγµα προσκρούει σε ατοµικά δικαιώµατα που κατοχυρώνει το ίδιο Σύνταγµα, δηµιουργείται ένα αδιέξοδο. Το Σύνταγµα αποφεύγει το αδιέξοδο αυτό, όπου εκτός από την υποχρέωση του κράτους, περιέχει ρητή επιφύλαξη νόµου, όπως π.χ. στο άρθρο 22 παρ.4 για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζοµένων ή στο 24 παρ. 6 για την προστασία των µνηµείων και παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων. Στις άλλες περιπτώσεις, το αδιέξοδο µπορεί να λυθεί µόνο µε την αποδοχή της έννοιας µιας έ µ µ ε - σ η ς ε π ι φ υ λ ά ξ ε ω ς ν ό µ ο υ, τ η ν ο π ο ί α κ α τ α ν ά γ κ η π ε ρ ι έ χ ε ι κ ά θ ε υ π ο χ ρ έ ω σ η τ ο υ κ ρ ά τ ο υ ς π ο υ π ρ ο- β λ έ π ε ι τ ο Σ ύ ν τ α γ µ α. Έτσι π.χ. σε εκπλήρωση της υποχρεώσεως δηµιουργίας συνθηκών απασχολήσεως όλων των πολιτών, το κράτος 11
µπορεί να λάβει µέτρα προς την κατεύθυνση της πλήρους απασχολήσεως, έστω κατ αρχήν και αν αυτά περιορίζουν (χωρίς να καταργούν) την επαγγελµατική ή άλλη ελευθερία (π.χ. την ελευθερία συµβάσεων). Είναι ακόµη προφανέστερο, ότι έµµεση επιφύλαξη νόµου περιέχει η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 που δεν αρκείται στη θέσπιση υποχρεώσεως του κράτους να προστατεύει το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, αλλά προσθέτει, ότι «το κράτος υποχρεούται να λαµβάνει προληπτικά ή κατασταλτικά µέτρα». Η αναθεώρηση του 2001 πρόσθεσε πάντως στο άρθρο 24 παρ. 1 ότι η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί όχι µόνο υποχρέωση του κράτους, αλλά και δικαίωµα του καθενός 15. Θ/ΤΑ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Το Σύνταγµα µας κατοχυρώνει ορισµένα ατοµικά δικαιώµατα χωρίς την επιφύλαξη του νόµου. Τέτοια ατοµικά δικαιώµατα είναι π.χ. η ελευθερία αναπτύξεως της προσωπικότητας ( άρθρ. 5 1 Σ ), το δικαίωµα ασύλου ( άρθρ. 5 2 υποπ.2 Σ ), το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής ( άρθρ.9 1 εδ.β Σ ), το δικαίωµα συναθροίσεως σε κλειστό χώρο ( άρθρ. 9 1 Σ ) και η ελευθερία τέχνης, επιστήµης, έρευνας και διδασκαλίας (άρθρ. 16 1 Σ ). Έχει τεθεί το ζήτηµα, αν είναι επιτρεπτοί νοµοθετικοί περιορισµοί των δικαιωµάτων αυτών, ζήτηµα στο οποίο η θεωρία έχει διχαστεί. Αφενός υποστηρίζεται ότι ο κοινός νοµοθέτης µπορεί να περιορίζει ένα ατοµικό δικαίωµα µόνο, εφόσον και καθόσον η προστατεύουσα αυτό διάταξη περιλαµβάνει ρητά την επιφύλαξη του νόµου. Από τη µη αναγραφή της επιφυλάξεως του νόµου στην προστατεύουσα το ατοµικό δικαίωµα διάταξη πρέπει κατ αρχήν να συναχθεί, ότι αυτό κατοχυρώνεται απόλυτα απέναντι του κοινού νοµοθέτη. Υπέρ της απόψεως αυτής συνάγεται προδήλως και επιχείρηµα εξ αντιδιαστολής από τις άλλες διατάξεις, οι οποίες περιέχουν την επιφύλαξη του νόµου. Ο συνταγµατικός νοµοθέτης µε τη µη αναγραφή της επιφυλάξεως του νόµου θέλησε προφανώς να προστατεύσει τα σχετικά δικαιώµατα περισσότερο σε σύγκριση µε τα άλλα, που κατοχυρώνονται υπό την επιφύλαξη του νόµου. Η επιφύλαξη του νόµου ούτε είναι αυτονόητη ούτε και µπορεί να συναχθεί ή να αντικατασταθεί από τον ερµηνευτή µε οποιοδήποτε τρόπο. Εν πρώτοις, η επιφύλαξη του νόµου δεν µπορεί να συναχθεί µε µία ευρεία ερµηνεία ή 15. αγτόγλου Π., Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα α, Αντ..Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2005, σελ.192. 12
ανάλογη εφαρµογή των συνταγµατικών διατάξεων, οι οποίες περιλαµβάνουν την επιφύλαξη του νόµου. Μια τέτοια ερµηνεία ή εφαρµογή των συνταγµατικών αυτών διατάξεων αποκλείεται ήδη λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους 16. Οµοειδή αντιµετώπιση του ζητήµατος έχουµε και εδώ : ο νοµοθέτης µπορεί να περιορίσει ένα ατοµικό δικαίωµα µόνο αν και στο µέτρο που το Σύνταγµα του επιφυλάσσει την εξουσία αυτή. Όπου το Σύνταγµα απευθύνει απόλυτες και ανεξαίρετες απαγορεύσεις στα κρατικά όργανα ( π.χ. την απαγόρευση των βασανιστηρίων, της γενικής δηµεύσεως ή της θανατικής ποινής επί εγκληµάτων που δεν τελούνται σε καιρό πολέµου ούτε σχετίζονται µε αυτόν- άρθρο 7 2 και 3 Σ ) νοµοθετικές εξαιρέσεις και περιορισµοί δεν είναι δυνατοί. Ούτε µπορεί να συναχθεί επιφύλαξη του νόµου κατ αναλογία άλλων διατάξεων, που κατοχυρώνουν άλλα δικαιώµατα. Όπου το Σύνταγµα δεν εξουσιοδοτεί το νοµοθέτη να προβεί σε περιορισµούς, το ατοµικό δικαίωµα υπόκειται µόνο στους εγγενείς ή γνήσιους περιορισµούς που προκύτουν από το ίδιο το Σύνταγµα ( στη διάταξη που κατοχυρώνει το συγκεκριµένο δικαίωµα ή σε άλλες γενικές διατάξεις ). Ο νοµοθέτης µπορεί όµως σε εκτέλεση των συνταγµατικών αυτών περιορισµών ή σε συµµόρφωση προς συγγενείς «συνταγµατικές εντολές» ( σχετικές µε «υποχρεώσεις του κράτους» ) να εκδώσει νόµους που περιορίζουν τα ατοµικά δικαιώµατα 17. Αφετέρου υπάρχει η άποψη ότι σε περιορισµούς εξιδικευόµενους µέσω του κοινού νοµοθέτη υπόκεινται όχι µόνο τα δικαιώµατα στα οποία προβλέπεται ρητά επιφύλαξη υπέρ του νόµου, αλλά και τα «ανεπιφύλακτα δικαιώµατα» (vorbehaltlose Grundrechte ). Αν η περιέχουσα την επιφύλαξη διάταξη περιγράφει περιορισµό συνταγµατικού δικαιώµατος, ο κοινός νοµοθέτης θα εξειδικεύσει τον ρητά προβλεπόµενο περιορισµό. Αν πάλι µε την επιφύλαξη υπέρ του νόµου ο συντακτικός νοµοθέτης δεν περιγράφει ρητά περιορισµό δικαιώµατος, ο κοινός νοµοθέτης δεν εξουσιοδοτείται εν λευκώ να εισάγει κατά την κρίση του περιορισµούς (η αντίθετη άποψη σχετικοποιεί επικίνδυνα τη συνταγµατική προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων ), αλλά µπορεί να διαµορφώσει νοµοθετικά µη ρητούς 16.Ράϊκος Α., Παραδόσεις Συνταγµατικου ικαίου, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 1989, σελ. 199-200. 17. αγτόγλου Π., Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα α, Αντ..Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2005, σελ.191-2. 13
περιορισµούς, εφόσον και στο µέτρο, που προκύπτουν από όλες τις άλλες συνεφαρµοζόµενες συνταγµατικές διατάξεις. Η επιφύλαξη υπέρ του νόµου, που απαιτεί το άρθρο 25 1 του Συντάγµατος,είναι αφενος µεν ρητή, αφετέρου µη ρητή, όταν προκύπτει από το περιεχόµενο άλλων συνταγµατικών διατάξεων, που επιβάλλουν µη ρητούς περιορισµούς 18. Ι/Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΥΠΕΡ ΤΥΠΙΚΟΥ Ή ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ Η ανάθεση του περιορισµού των ατοµικών δικαιωµάτων στον νοµοθέτη έγινε ιστορικά για την προστασία των δικαιωµάτων αυτών που ο περιορισµός τους, όπου είναι θεµιτός, επαφίεται στην κρίση της λαϊκής αντιπροσωπείας και όχι της εκτελεστικής εξουσίας, από την οποία κυρίως τα ατοµικά δικαιώµατα προστατεύουν τον ιδιώτη. Ιστορικά δηλαδή η «επιφύλαξη του νόµου» είχε τη διπλή σηµασία, ότι µόνο ο νοµοθέτης, δηλαδή η Βουλή και όχι η διοίκηση ή τα δικαστήρια, και µόνο στο επιτρεπόµενο από το Σύνταγµα µέτρο είχε την εξουσία περιορισµού των ατοµικών δικαιωµάτων. Ο κανόνας αυτός ανατράπηκε στη χώρα µας, όπου παρά τις επανειληµµένες αντιδράσεις, επικράτησε τόσο στη θεωρία, όσο και τη νοµολογία η άποψη ότι ο νοµοθέτης µπορεί να µεταβιβάσει στη διοίκηση την περιοριστική ορισµένου ατοµικού δικαιώµατος εξουσία του, χωρίς ανάγκη ειδικής συνταγµατικής εξουσιοδοτήσεως. Όταν δηλαδή το Σύνταγµα κατοχυρώνει ένα ατοµικό δικαίωµα µε την επιφύλαξη «όταν και όπως ο νόµος ορίζει» (ή µε παρόµοιες επιφυλάξεις), εννοεί, κατα την κρατούσα άποψη, όχι µόνο τον τυπικό, αλλά και τον απλώς ουσιαστικό νόµο, την οποιαδήποτε δηλαδή κανονιστική πράξη της διοικήσεως, το προεδρικό διάταγµα, την απόφαση του Υπουργικού Συµβουλίου, την υπουργική απόφαση, την απόφαση του νοµάρχη, την αστυνοµική διαταγή κ.ο.κ. Η εξέλιξη αυτή δεν έχει πάντως µόνο αρνητικές πλευρές. Το γεγονός ότι ο δικαστικός έλεγχος των ουσιαστικών απλώς νόµων (δηλαδή των κανονιστικών πράξεων της διοικήσεως ) είναι πιο εκτεταµένος από τον έλεγχο των τυπικών νόµων ( κατά των οποίων δεν είναι παραδεκτή αίτηση ακυρώσεως ή άλλη δικαστική προσφυγή) ενισχύει την κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων 19. 18. ηµητρόπουλος Α.,Συνταγµατικά ικαιώµατα,τ.γ, ηµίτοµος 1, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σελ.222. 19. αγτόγλου Π., Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα α, Αντ..Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 2005, σελ.187 επ. 14
Συνεπώς, για τον περιορισµό των ατοµικών δικαιωµάτων δεν απαιτείται τυπικός νόµος. Η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του Συντάγµατος απαιτεί βέβαια για την «άσκηση και προστασία» των ατοµικών δικαιωµάτων και, κατά µείζονα λόγο, για τον περιορισµό τους τυπικό νόµο, που πρέπει µάλιστα να ψηφίζεται από την Ολοµέλεια της Βουλής. Εντούτοις, η συνταγµατική αυτή διάταξη δεν αποκλείει την παροχή νοµοθετικής εξουσιοδοτήσεως σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγµατος. Αυτό προκύπτει κατ αντιδιαστολή και από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 43, που αποκλείει την παροχή νοµοθετικής εξουσιοδοτήσεως προκειµένου για τα θέµατα της αρµοδιότητας της Ολο- µέλειας της Βουλής µόνο µε νόµους πλαίσια. Κατ ακολουθία, τα ατοµικά δικαιώµατα µπορούν να περιορίζονται από τυπικούς νόµους ψηφιζόµενους από την Ολοµέλεια της Βουλής και από κανονιστικές πράξεις της ιοικήσεως ( ουσιαστικός νόµος ), οι οπoίες εκδίδονται στα πλαίσια νοµοθετικών εξουσιοδοτήσεων παρεχόµενων µε τέτοιους σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 43 2 του Συντάγµατος. Με άλλες λέξεις, τα ατοµικά δικαιώµατα µπορούν να περιορίζονται µε τυπικούς νόµους ψηφιζόµενους από την Ολοµέλεια της Βουλής ή επί τη βάσει τέτοιων νόµων 20. Στην αντίθετη όχθη βρίσκεται µερίδα της θεωρίας. Έχει υποστηριχθεί από εκπρόσωπο αυτής ότι η ως άνω τεθείσα άποψη σχετικοποιεί επικίνδυνα τη συνταγµατική προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων και δεν έχει στέρεο έρεισµα ούτε στο γράµµα (αρθρ. 72 1 Σ ), ούτε στο πνεύµα του Συντάγµατος 21. Στο ίδιο µήκος κύµατος βρίσκεται και η εξής άποψη : Η επιφύλαξη νοµου είναι επιφύλαξη υπέρ της Βουλής, δηλαδη υπέρ του λεγόµενου τυπικού νόµου. Οι περιορισµοί των θεµελιωδών δικαιωµάτων είναι θέµατα µε πολύ µεγάλη κοινωνική σηµασία αλλά και ένταση. Η µεσολάβηση του κοινοβουλίου αποτελεί εγγύηση για την όσο το δυνατον καλύτερη ρύθµιση τους. εν αρκεί κανονιστική, αλλά απαιτείται νοµοθετική ρύθµιση. εν µπορεί εποµένως από τις συνταγµατικές «επιφυλακτικές» διατάξεις να συναχθεί άµεση εξουσιοδότηση του συντακτικού νοµοθέτη προς τη διοίκηση, εκτός αν ρητά ορίζεται διαφορετικά 22. 20.Ράϊκος Α., Παραδόσεις Συνταγµατικου ικαίου, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 1989, σελ. 184-5. 21.Βλάχος, Το Σύνταγµα της Ελλάδας, 1979, σελ.78 επ. 22. ηµητρόπουλος Α.,Συνταγµατικά ικαιώµατα,τ.γ, ηµίτοµος 1, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σελ.223. 15
ΙΑ/Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΥΠΕΡ ΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ Ή ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ Η ραγδαία διόγκωση των κρατικών λειτουργιών, η παρέµβαση του κράτους σε όλους τους τοµείς της οικονοµικής και κοινωνικής ζωής, που πρέπει να γίνεται έγκαιρα και αποτελεσµατικά, ο τεχνικός χαρακτήρας πολλών θεµάτων που πρέπει να ρυθµιστούν µε κανόνες δικαίου οδήγησαν σε µία συνεχή ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και στην ανάλογη µείωση των αρµοδιοτήτων της Βουλής 23. Σε ορισµένες διατάξεις το Σύνταγµα εξουσιοδοτεί απ ευθείας διοικητικά ή δικαστικά όργανα να παρέµβουν περιοριστικά στο πεδίο προστασίας ενός θεµελιώδους δικαιώµατος. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί το αρθρο 11 2 του Συντάγµατος το οποίο ορίζει:«μόνο στις δηµόσιες υπαίθριες συναθροίσεις µ π ο ρ ε ί ν α π α ρ ί σ τ α τ α ι η α- σ τ υ ν ο µ ί α. Οι υπαίθριες συναθροίσεις µ π ο ρ ο ύ ν ν α α π α γ ο- ρ ε υ τ ο ύ ν µ ε α ι τ ι ο λ ο γ η µ έ ν η α π ό φ α σ η τ η ς α σ τ υ ν ο- µ ι κ ή ς α ρ χ ή ς, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δηµόσια ασφάλεια, σε ορισµένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονοµικής ζωής, ό π ω ς ν ό µ ο ς ο ρ ί ζ ε ι». Όπως µπορούµε εύκολα να δούµε και στην παραπάνω διάταξη του Συντάγµατος περιέχεται η φράση «όπως νόµος ορίζει», αλλά όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί «η παραποµπή στο νόµο είναι δευτερεύουσα και δεν έχει να προσθέσει στον ορισµό του Συντάγµατος παρά επουσιώδεις διατυπώσεις, που δεν µπορούν να θίξουν τη διακριτική εξουσία της αστυνοµικής αρχής ούτε για την εκτίµηση της ανάγκης της απαγορεύσεως, ούτε για την εκλογή του µέσου» 24. Εδώ βλέπουµε τη Βουλή, ως κατεξοχήν αρµόδιο κατά το Σύνταγµα όργανο, να µεταβιβάζει στη ιοίκηση την προερχόµενη από την επιφύλαξη νόµου αρµοδιότητα της. Στην περίπτωση αυτή, η µεσολάβηση νόµου, εφόσον επιτρέπεται, καθιστά δυνατή τη ρύθµιση του θέµατος όχι µε τυπικό νόµο, αλλά µε κανονιστική πράξη της διοίκησης, διότι εδώ η επιφύλαξη νόµου απαιτεί όχι µόνο τυπικό, αλλά και ουσιαστικό νόµο. Αυτό σηµαίνει ότι αυτόνοµη, χωρίς εξουσιοδότηση νόµου, αρµοδιότητα θέσπισης περιορισµών δεν έχουν τα διοικητικά ούτε βέβαια τα δικαστικά - όργανα του κράτους 25. 23.Βενιζέλος Ε., Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ.115. 24.Βεγλερής Φ., Οι περιορισµοί των δικαιωµάτων του ανθρώπου, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1982, σελ.25. 25.Μάνεσης Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα, Ατοµικές Ελευθερίες α, Παναπιστηµιακές Παραδόσεις, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ.74. 16
Η επιφύλαξη υπέρ των διοικητικών ή δικαστικών αρχών είναι σπανιότερη από την επιφύλαξη νόµου. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον πρόκειται για απλό εκτελεστικό νόµο, η έκδοση του οποίου ούτε υποχρεωτική είναι ούτε απαραίτητη για να εφαρµοστεί το σχετικό ατοµικό δικαίωµα, καθιερώνεται απλώς ευχέρεια της νοµοθετικής εξουσίας για περιορισµό του δικαιώµατος. Εάν ο κοινός νοµοθέτης δεν κάνει χρήση της ευχέρειας του αυτής, τότε «αργούν» οι σχετικές δικαστικές ή διοικητικές αρµοδιότητες και η άσκηση τους είναι ανεπίτρεπτη 26. Οι επιφυλάξεις υπέρ της διοικητικής ή της δικαστικής αρχής θεωρούνται ιδιαίτερη περίπτωση περιορισµού των θεµελιωδών δικαιωµάτων και διαφέρουν ριζικά από την επιφύλαξη νόµου. Η επιφύλαξη του νόµου έχει χαρακτήρα γενικό και κανονιστικό, περιορίζοντας το ίδιο το πεδίο προστασίας του δικαιώµατος. Αντίθετα, η παρέµβαση εδώ του διοικητικού ή του δικαστικού οργάνου είναι παρέµβαση ad hoc, που ισχύει για τη συγκεκριµένη µόνο περίπτωση. Σε τελική ανάλυση, όπως παρατηρεί ο Μάνεσης, η πρακτική αξία της κατοχύρωσης ενός ατοµικού δικαιώµατος δεν εξαρτάται τόσο από τη συνταγµατική εξαγγελία του, όσο από τη νοµοθετική και διοικητική ρύθµιση του 27. ΙΒ/ Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΙΕΘΝΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ Το αρθρ. 5 2 του Συντάγµατος ορίζει ότι : «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαµβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Ε ξ α ι ρ έ σ ε ι ς ε π ι τ ρ έ π ον τ α ι σ τ ι ς π ε ρ ι π τ ώ σ ε ι ς π ο υ π ρ ο β λ έ π ε ι τ ο δ ι ε θ ν έ ς δ ί κ α ι ο». Παράλληλα στο άρθρο 28 1 ορίζεται ότι : «Οι γενικά παραδεδεγµένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συµβάσεις, από την επικύρωση τους µε νόµο και τη θέση τους σε ισχύ σύµφωνα µε τους όρους καθεµιάς, αποτελούν αναπόσπαστο µέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόµου. Η εφαρµογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συµβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αµοιβαιότητας». 26.Χρυσόγονος Κ., Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2002, σελ.76. 27.Μάνεσης Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα, Ατοµικές Ελευθερίες α, Παναπιστηµιακές Παραδόσεις, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ.71. 17
Το άρθρ. 5 2 του Συντάγµατος µε την φράση «εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο» καθιερώνει µια ε π ι - φ ύ λ α ξ η τ ο υ δ ι ε θ ν ο ύ ς δ ι κ α ί ο υ. Συνεπώς µπορούµε εύκολα να συµπεράνουµε ότι οι ως άνω εξαιρέσεις, που µπορεί να είναι διατάξεις τόσο του εθιµικού όσο και του συµβατικού διεθνούς δικαίου, αποτελούν αναπόσπαστο µέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόµου, δεδοµένου ότι µε το άρθρο 28 1 του Συντάγµατος το διεθνές δίκαιο καθίσταται µέρος του ελληνικού δικαίου και µάλιστα συνίσταται σε κανόνες δικαίου αυξηµένης τυπικής ισχύος. ΙΓ/ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Όπως έχει ειπωθεί : Το Σύνταγµα, µέσω του θεσµού της επιφύλαξης, λειτουργεί εξισορροπητικά στην οριοθέτηση της δράσης του κοινωνικού κράτους που βρίσκεται ανάµεσα στο status quo και την κοινωνικοπολιτική δυναµική 28, ενώ αντίστοιχη αντιµετώπιση του ζητήµατος µπορούµε να εντοπίσουµε και στην εξής παρατήρηση : Με τη ρήτρα αυτή, επιδιώκεται η καθυπόταξη των κοινωνικών συγκρούσεων, συµβιβάζοντας είτε τα αντιτιθέµενα κοινωνικά συµφέροντα, είτε τη διάσταση ανάµεσα στα ατοµικά συµφέροντα και τα συµφέροντα της πολιτείας 29. Συµπερασµατικά µπορούµε να πούµε ότι ο συντακτικός νοµοθέτης δεν θέλησε µε το θεσµό της επιφύλαξης του νόµου να εισαγάγει περιορισµούς στην άσκηση σηµαντικών ατοµικών δικαιωµάτων, αλλά να εξειδικεύσει ορισµένες συνταγµατικές διατάξεις. Έτσι ο νοµοθέτης εξουσιοδοτείται από το Σύνταγµα να ρυθµίσει τα συνταγµατικά δικαιώµατα µε ασφαλιστική δικλείδα το µη περιορισµό τους. 28,29.Τσάτσος.,Συνταγµατικο ίκαιο,αντ.ν.σάκκουλας, Αθήνα- Κοµοτηνή, 1988, σελ.235-6 και 253 αντίστοιχα. 18
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην παρούσα µελέτη αναπτύχθηκε το ζήτηµα της επιφύλαξης του νόµου. Επιφύλαξη νόµου υπάρχει, όπως αυτή ορίζεται στο αρθρο 25 1 του Συντάγµατος, στις περιπτώσεις που ο συντακτικός νοµοθέτης αναθέτει στον κοινό νοµοθέτη την εξειδίκευση συνταγµατικών διατάξεων που αφορούν ατοµικά δικαιώµατα. Η εξειδίκευση αυτή έχει συνήθως τη µορφη του περιορισµού. Παρουσιάστηκαν οι γενικοί περιορισµοί των ατοµικών δικαιωµάτων, τα όρια τους, το ιστορικό πλαίσιο και οι διακρίσεις της επιφύλαξης νόµου. Επίσης εξετάστηκαν τα «ανεπιφύλακτα δικαιώµατα» και το ζήτηµα αν απαιτείται τυπικός ή ουσιαστικός νόµος για τον περιορισµό των ατόµικων δικαιωµάτων. SUMMARY In this paper there was examined the subject of the reservation of law. Reservation of law exists, according to article 25 1 of the Constitution, in cases when the constitutional legislator assign to the common legislator the specialization of constitutional clauses that have to do with personal rights. This specialization has often the form of a restriction. There were presented the general restrictions of the personal rights, their limits, the history and the distinctions of the reservation of law. In addition there were examined the «unreserved rights» and the issue of whether a typical or a substantial law is demanded for the restriction of personal rights. 19
ΛΗΜΜΑΤΑ ανεπιφύλακτα δικαιώµατα επιφύλαξη νόµου γενική/ ειδική (επιφύλαξη) επιφύλαξη υπέρ των διοικητικών/ δικαστικών αρχών επιφύλαξη διεθνούς δικαίου εξειδίκευση συνταγµατικής διάταξης κοινός νοµοθέτης ουσιαστικός νόµος οριοθετήσεις όρια περιορισµών περιορισµοί Σύνταγµα συνταγµατικά δικαιώµατα συντακτικός νοµοθέτης συνταγµατική διάταξη σύµπραξη συντακτικού/ κοινού νοµοθέτη ENTRIES unreserved rights the reservation of law general/ specific (reservation) reservation in favor of the administrative authorities and the Judiciary reservation of international law specialization of constitutional clause common legislator fundamental law limitations limit of restrictions restrictions Constitution constitutional rights constitutional legislator constitutional clause cooperation of constitutional and common legislator 20
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 1. Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών, 5208/2000, «Στο πλαίσιο του άρθρου 14 επιτρέπονται γενικοί και ειδικοί περιορισµοί της ελευθερίας του τύπου στο βαθµό και στο µέτρο προστασίας άλλων έννοµων αγαθών χωρίς όµως να θίγεται ο πυρήνας της προστασίας του τύπου. Όσον αφορά τον περιορισµό που απορρέει από την επιφύλαξη νόµου, ο συνταγµατικός νοµοθέτης εννοεί προφανώς νόµο µε τον οποίο κατά τρόπο γενικό, αντικειµενικό και απρόσωπο µε βάση την αρχή της αναλογικότητας και χωρίς να θίγεται ο απαραβίαστος πυρήνας της ελευθερίας του τύπου, προστατεύονται ή κατοχυρώνονται άλλα συνταγµατικώς προστατευόµενα αγαθά, όπως λόγου χάριν εκφάνσεις ή εκδηλώσεις της προσωπικότητας του ατόµου, ο ιδιωτικός βίος, η εικόνα, η φήµη κ.ο.κ.». 2. Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών, 2834/88. «Μία από τις προϋποθέσεις που θέτει ο Ν.1264/1982 για την νοµιµότητα της απεργίας είναι και η υποχρέωση προειδοποίησης ( άρθρο 19 περ.1 εδ.γ) του εργοδότη 24 τουλάχιστον ώρες πριν από την πραγµατοποίηση της, πράγµα που καλύπτεται συνταγµατικά από την επιφύλαξη νόµου του άρθρου 22 περ.2 του Συντάγµατος». 3. Γνωµοδότηση Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών Αγρινίου, 2/1987. «Σύµφωνα µε το άρθρο 9 του Συντάγµατος Η κατοικία είναι άσυλον...ουδεµία κατ οίκον έρευνα ενεργείται, ει µη όταν και όπως ο νόµος ορίζει, πάντοτε δε παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας, κατ άρθρο δε 253 ΚΠ Έρευνα τότε µόνον γίνεται όταν, διεξαγοµένης ανακρίσεως επί κακουργήµατι ή πληµµελήµατι, µετά λόγου δίναται να υποτεθεί, ότι η βεβαίωσις του εγκλήµατος, η ανακάλυψις ή η σύλληψης των δραστών ή τέλος η βεβαίωσις ή η αποκατάστασης της προξενηθείσης ζηµίας µόνον δι αυτού του µέσου δύναται να κατορθωθεί ή ευκολυνθεί. Εκ του συνδιασµού των προπαρατεθεισών διατάξεων προκύπτει, αφ ενός µεν, η σχετικότητα της Συνταγµατικής προστασίας του ασύλου της κατοικίας, αφού συνδέεται µε την επιφύλαξη νόµου αφ ετέρου δε, η ανάθεση, από τον συντακτικό στον κοινό νοµοθέτη, του καθορισµού των περιπτώσεων και των διατυπώσεων της κατ οίκον ερεύνης». 4. ιοικητικό Εφετείο Αθηνών, 3027/2002.«Επειδή, ειδικότερα, µε την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του Συντάγµατος προστατεύεται µεν το δικαίωµα της ιδιοκτησίας, εισάγεται όµως και ο αλληλένδετος κοινωνικός περιορισµός της, γιατί ορίζεται στην παράγραφο αυτήν ότι τα δικαιώµατα που απορρέουν από την ιδιοκτησία δεν µπορούν να ασκούνται σε βάρος του εθνικού συµφέροντος. Απόρροια τούτων είναι ότι η συνταγµατική διάταξη θέτει το ατοµικό δικαίωµα της ιδιοκτησίας υπό επιφύλαξη νόµου, θέτοντας περιορισµούς του, µε την 21
προϋπόθεση ότι δικαιολογούνται από το δηµόσιο συµφέρον και ταυτόχρονα δεν αναιρούν τον πυρήνα του δικαιώµατος, σύµφωνα και µε την αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 3565/1996 )». 5. ιοικητικό Ακυρωτικό Εφετείο Αθηνών, Τµήµα β, 859/2004 (βλ. αποφ. υπ αρ.4 ). 6. ιοικητικο Ακυρωτικό Εφετείο Αθηνών, Τµήµα β, 1824/2004. «Επειδή, ειδικότερα, µε την παράγραφο 1 του άρθρου 17 και την παράγραφο 5 του άρθρου 18 του Συντάγµατος προστατεύεται µεν το δικαίωµα της ιδιοκτησίας, εισάγεται όµως και ο αλληλένδετος κοινωνικός περιορισµός της, γιατί ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 17 ότι τα δικαιώµατα που απορρέουν από την ιδιοκτησία δεν µπορούν να ασκούνται σε βάρος του εθνικού συµφέροντος. Απόρροια τούτων είναι ότι το Σύνταγµα θέτει το ατοµικό δικαίωµα της ιδιοκτησίας υπό επιφύλαξη νόµου, θέτοντας περιορισµούς του, µε την προϋπόθεση ότι δικαιολογούνται από το δηµόσιο συµφέρον και ταυτόχρονα δεν αναιρούν τον πυρήνα του δικαιώµατος, σύµφωνα και µε την αρχή της αναλογικότητας». 7. ιοικητικο Ακυρωτικό Εφετείο Αθηνών, Τµήµα β, 2713/2004, (βλ.αποφ. υπ αρ.6 ). 22
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βεγλερής Θ. Φαίδωνας, Οι περιορισµοί των δικαιωµάτων του ανθρώπου, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1982. Βενιζέλος Β. Ευάγγελος, Το Σύνταγµα του 1975/1986/2001, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2001. Του ιδίου, Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1991. Βλάχος Κ. Γεώργιος, Το Σύνταγµα της Ελλάδος ( επίµετρο στο Σύνταγµα της Ελλάδος των Αλ. Σβώλου/ Γ.Κ.Βλάχου), 1979. αγτόγλου.παναγιώτης, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα α, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2005. ηµητρόπουλος Γ.Ανδρέας, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Γενικό Μέρος, σύστηµα Συνταγµατικού ικαίου, τοµ. γ, ηµιτόµ.1, Σάκκουλας Α.Ε., Θεσσαλονίκη, 2005. Μάνεσης Ι.Αριστόβουλος, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικές Ελευθερίες τοµ.α, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1982. Του ιδίου, Συνταγµατική θεωρία και πράξη, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1980. Ράϊκος Γ.Αθανάσιος, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 1989. Τσάτσος Θ. ηµήτριος, Συνταγµατικό ίκαιο γ, Θεµελιώδη ικαιώµατα 1, Γενικό Μέρος, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα- Κοµοτηνή, 1988. Χρυσόγονος Χ.Κωνσταντίνος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2004. 23
24