1 6. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 448/2010



Σχετικά έγγραφα
Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

1 6. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 222/2011

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :.90./2012 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου»

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης

Σελίδα 2 από 13 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενεργείας και Κλιματικής Αλλαγής, που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 365/2012 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΑΡΙΘΜΟΣ 218/2011 Αριθμός κατάθεσης αίτησης - προσφυγής /ΕΜ /2011 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή

ΣτΕ 1414/2016 [Υπόχρεος ειδικής αποζημίωσης για αυθαίρετο σε αναδασωτέα έκταση]

ΣΤΕ 376/2019 [ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ-ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ]

ΘΕΜΑ 8 {Συζήτηση και λήψη απόφασης σχετικά με το σχέδιο Νόμου [ Δασικά οικοσυστήματα, ορισμοί, μέτρα προστασίας, ανάπτυξη και διαχείριση}.

ΕΘΝΙΚΌ ΚΤΗΜΑΤΟΛΌΓΙΟ & ΧΑΡΤΟΓΡΆΦΗΣΗ A.E.

Θεσσαλονίκη Αρ.Πρωτ.643. Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης

Εγκύκλιος για την εφαρμογή του άρθρου 18 1 περ. β, υποπερ.αα του ν. 2664/1998 για το Εθνικό Κτηματολόγιο.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... VII Συντομογραφίες...

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Φυσικά με αυτό τον τρόπο δεν δίνονται πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του ακινήτου παρά μόνο έμμεσα, στο κείμενο των συμβολαίων όπου περιγράφονται

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ. Συγκροτήθηκε από τον Κτηματολογικό Δικαστή Ιωάννη Ευαγγελάτο,

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

Αριθμός απόφασης : 153/2019

ΣτΕ 701/2016 [Παράνομη άρνηση διόρθωσης απόφασης με την οποία κυρώθηκε πράξη εφαρμογής]

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ «Επίλυση ιδιοκτησιακών διαφορών µεταξύ ηµοσίου και ιδιωτών»

Σας αποστέλλουμε το με αριθμ.πρωτ.γδ481/22.01/ / έγγραφο της Κτηματολόγιο ΑΕ, για να λάβετε γνώση. Με συναδελφικούς χαιρετισμούς

ΣτΕ 1727/2012 [Παράνομη ανοικοδόμηση άρτιου εντός σχεδίου ακινήτου στο Χαϊδάρι χωρίς πρόσωπο σε οδό]

ΣτΕ 273/2016 [Χαρακτηρισμός οδού από όργανα Ο.Τ.Α]

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

ΝΟΜΟΣ 2664/1998 (ΦΕΚ 275Α/ ) Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Γενικές διατάξεις

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Καλλιθέα 24/1/2017

Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Τακτική Διαδικασία Αριθμός απόφασης 27519/2008

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΣΗ ΥΠΟΘΗΚΩΝ & ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ τ. ΟΕΚ (ΟΑΕΔ)

Καλλιθέα 03/04/2017 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 2252 ΑΠΟΦΑΣΗ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Αριθμός Απόφασης 1499/2015 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ 1 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ. ΘΕΜΑ: «Περί κατάληψης εγκαταλελειμμένου ακινήτου (άρθρο 34 ΑΝ 1539/38 ΦΕΚ 488 Α)» Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 67/2004 Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΙΑΡΚΕΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΗΛΩΣΕΩΝ ΤΟΥ Ν.2308/ Ο.Τ.Π.Μ.Κ_ΚΕΦ4_5_V1_

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης

ΣτΕ 931/2017 [Κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών εντός δάσους]

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Απόφαση 137 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 137/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Άρθρο. Τροποποιήσεις προσθήκες στο ν.998/1979 (Α 289) 1. Στην παρ. 4 του άρθρου 45 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

Θέμα: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ» Σχετ. το υπ αρ. πρωτ. Οικ / έγγραφό μας.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 851/2016 [ Υπολογισμός αξίας ακινήτου για επιβολή εισφοράς σε χρήμα]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

«Η σύνταξη του Εθνικού Κτηματολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους» ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Άρθρο 24 παρ. 2

και άλλες ρυθµίσεις»

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2323/2012 [Μη αόριστη προσφυγή κατά σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ομόρων, όπως και το σύνολο των υπαρχόντων στοιχείων, κάποια εκ των οποίων μπορεί να μην είναι σε γνώση του άμεσα ενδιαφερομένου

Δηλώσεις Κτηματολογίου: 15 πιθανά προβλήματα και εφικτές λύσεις

ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ: Κτηματολογική διαδικασία για ακίνητα φέροντα τον χαρακτηρισμό «ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΟΥ»

Απόφαση Αναστολής Πλειστηριασμού Κατοικίας σε Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Κ Τ Η Μ Α Τ Ο Λ Ο Γ Ι Ο

Αριθμός Απόφασης 333 /2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ. Καλλιθέα, ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 2243

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α2. Καλλιθέα: Αριθμό απόφασης: 2571

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΚΩΔΙΚΟΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΧΕΤΕ ΥΠΟΒΑΛΕΙ ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ Ν.2308/95

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΣτΕ 2309/2016 [Μεταβίβαση δημόσιας έκτασης]

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3749/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 79/2015

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης. Σας αποστέλλουμε προς γνώση σας, τα άνω σχετικά έγγραφα της Κτηματολόγιο Α.Ε.

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ Αριθμός απόφασης 91/2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο ΗΓΙΕΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Page 1 of 8

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 2490 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ. 2.Την ΠΟΛ 1069/ Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σύσταση / κατάργηση χώρων αποκλειστικής χρήσης καθέτων ιδιοκτησιών

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

~\J\~~ Λ::*-E~~~YXOMρrός,27.1I.20Ι5

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 23/06/2017 Αριθμός απόφασης: 3512 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Transcript:

791 1 6. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 448/2010 (Πρόεδρος: Νικόλαος Τρούσας, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Ανδρέας Κακολύρης-Εισηγητής, Εφέτες). (Δικηγόροι: Δικαστικός Αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. Αικατερίνη Καραγιάννη, Ελένη Ράπτη). Κτηματολόγιο. Πρώτη εγγραφή εσφαλμένη- Χωρεί αγωγή διόρθωσης, αναγνωριστική ή διεκδικητική από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, εντός 5 ετών από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος ή των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, στον Προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου. Αν η πρώτη εγγραφή αναφέρεται σε «αγνώστου ιδιοκτήτη», αυτής της αγωγής η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου, που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Μέσα σε 20 ημέρες από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Αν έχουν εγγραφεί πολλές αιτήσεις, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται και στους προηγουμένους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Αν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 2 του ίδιου νόμου (2664/1998) δικαιούμενος να επικαλεστεί κτήση εμπράγματου δικαιώματος. Διαδικασία. Αγωγή για διόρθωση πρώτης κτηματολογικής εγγραφής ενώπιον του Πρωτοδικείου. Είναι απορριπτέα γιατί έπρεπε να εισαχθεί κατά την εκουσία δικαιοδοσία και μόνον αν απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη να εισαχθεί κατά την τακτική διαδικασία με αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Περιστατικά. Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 1, 2 και 3 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τους ν. 3127/2003 και 3481/2006: «... 1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες, που καταχωρούνται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την 2 περίπτωση β του άρθρου 3.Οι πρώτες εγγραφές επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. 2. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών. Η αποκλειστική προθεσμία αυτής της παραγράφου αρχίζει

792 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος, στον οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, στον Προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου.3α) Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της 1 του άρθρου 9 αντί της προβλεπόμενης στην 2 του παρόντος άρθρου της αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου, που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κύριας παρέμβασης. Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρηθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω προθεσμίας στους προηγουμένους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αιτήσεως στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της 2 του άρθρου αυτού β) Με την αίτηση της προηγουμένης παραγράφου μπορεί να ζητηθεί η διόρθωση της εγγραφής και στην περίπτωση που ο αιτών επικαλείται ως τίτλο κτήσης πράξη μεταγραπτέα κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 ΑΚ, η οποία δεν έχει μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο. Στην περίπτωση αυτή, με την αίτηση ζητείται η διόρθωση της πρώτης εγγραφής και η καταχώρηση του δικαιώματος στο φερόμενο στο μη μεταγεγραμμένο τίτλο ως αποκτώντα εφόσον συντρέχουν όλες οι κατά ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεις για την κτήση του δικαιώματος». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για το ακίνητο, το οποίο φέρεται στα κτηματολογικά βιβλία και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», αυτός που επικαλείται ότι είναι κύριος δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος ή όποιος έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να υποβάλει αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και να ζητήσει τη διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου ώστε, αντί για άγνωστος ιδιοκτήτης, να αναγράφεται πλέον ο πραγματικός κύριος. Η αίτηση δικάζεται με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και δε χρειάζεται να στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Επίσης από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το αίτημα αυτής είναι η διόρθωση του κτηματολογικού φύλλου και δεν μπορεί να ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας του αιτούντος επί του επιδίκου ακινήτου, με την ειδική διαδικασία (εκούσια), διότι το αίτημα αυτό μπορεί να ζητηθεί μόνον με την άσκηση τακτικής αγωγής (βλ. Κ. Παπαδόπουλο, Αγωγές Εμπρ. Δικαίου, έκδοση 1989, τόμο Α, σ. 304, 117, αρ. 1). Βέβαια το Δικαστήριο για να διατά-

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ξει τη διόρθωση του κτηματολογικού φύλλου θα ερευνήσει παρεμπιπτόντως και την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του αιτούντος επί του επιδίκου ακινήτου. Άλλωστε και στην πιο πάνω διάταξη (άρθρο 6 3, όπως ισχύει σήμερα) προβλέπεται ότι, αν απορριφθεί η αίτηση ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει την αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία δικάζεται με την τακτική διαδικασία. Επίσης, η ως άνω διατύπωση της διάταξης «αντί της προβλεπόμενης στην παρ.2 του άρθρου 6 αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία προβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού δικαστή που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας» δεν έχει την έννοια της δυνατότητας του αξιώνοντος δικαίωμα κυριότητα, επί ακινήτου που φέρεται ως «αγνώστου» να επιλέξει αν θα ασκήσει την αγωγή του άρθρου 6 παρ.2 κατά την τακτική διαδικασία ή την αίτηση του άρθρου 6 παρ.3 κατά την εκουσία δικαιοδοσία αλλά εάν θα επιλέξει μεταξύ: α) της εξωδικαστικής διόρθωσης της ανακριβούς εγγραφής κατά τη διαδικασία την προβλεπόμενη από την παρ.4 του ιδίου άρθρου και εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις και β) της διόρθωσης με δικαστική απόφαση, εκδιδόμενη επί της αίτησης του άρθρου 6 παρ.3. Μόνο σε περίπτωση που απορριφθεί ως αβάσιμη η τελευταία, μπορεί ο αξιώνων εμπράγματα δικαίωμα επί του ακινήτου «αγνώστου ιδιοκτήτη» να εγείρει την αγωγή του άρθρου 6 παρ.2, στρεφόμενος πλέον κατά του Ελληνικού Δημοσίου (Εφ.Αθ 4502/2007 ΝοΒ 56.86). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή τους επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν 793 ότι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας είναι συγκύριοι κατά ¼ εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός ακινήτου 6.771,84 τ.μ. στη θέση Άγιος Αθανάσιος Σφακιωτών Λευκάδας, όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Δεκέμβριο 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Θ.Β.. Ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής κατά τις πρώτες εγγραφές το ακίνητό τους αυτό αποτυπώθηκε με διακεκριμένο ΚΑΕΚ 340361404225 και καταχωρήθηκαν τα προαναφερόμενα δικαιώματά τους συγκυριότητας στα βιβλία του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου Καρυάς Λευκάδας, κατά τρόπο όμως που το ακίνητο τους αυτό να αποτυπώνεται εσφαλμένα ως προς την έκταση και την επιφάνειά του, ώστε τα περιγραφόμενα εδαφικά τμήματα αυτού να φέρονται ως ιδιοκτησίες των λοιπών εναγομένων που έχουν καταχωρηθεί με τα αναφερόμενα διαφορετικά ΚΑΕΚ και δεν ενδιαφέρουν στην υπό κρίση περίπτωση, αφού οι εναγόμενοι αυτοί δεν έχουν ασκήσει έφεση. Ειδικά δε ως προς το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι τμήμα της ως άνω ενιαίας ιδιοκτησίας τους με το στοιχείο Ε3 εμβαδού 88,18 τ.μ. εσφαλμένα κατά την κτηματογράφηση καταχωρίσθηκε ως τμήμα γειτονικού ακινήτου 2.046 τ.μ. που έλαβε ΚΑΕΚ 340361404215 και αναφέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ώστε του εν λόγω ακινήτου και του ως άνω τμήματος του ακινήτου των εναγόντων, που εσφαλμένα περιλήφθηκε σε αυτό, να θεωρείται ως υπό αίρεση δικαιούχος (άρθρ.9 ν. 2664/1998) το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Επιδίωκαν κατόπιν αυτών οι ενάγοντες την αναγνώριση της συγκυριότητάς τους επί του προαναφερόμενου εδαφικού τμήματος και τη διόρθωση των πρώτων εγ-

794 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ γραφών στο αρμόδιο ως άνω κτηματολογικό Γραφείο κατά τρόπο ώστε το εδαφικό αυτό τμήμα να συμπεριληφθεί και καταχωρηθεί ως τμήμα της ενιαίας ως άνω ιδιοκτησίας τους, εμβαδού 6.771,84 τ.μ. με το ίδιο προαναφερόμενο ΚΑΕΚ 340361404225. Με την εκκαλουμένη απόφαση η αγωγή έγινε δεκτή και κατά το μέρος που αφορά το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο με την έφεσή του παραπονείται κατά της απόφασης αυτής για τους αναφερόμενους λόγους. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα όμως η υπό κρίση αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη για έλλειψη δικαιοδοσίας γιατί σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, η υπό κρίση διαφορά, δεδομένου ότι αφορά τη διόρθωση της πρώτης κτηματολογικής εγγραφής ακινήτου που έχει καταχωρηθεί ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», έπρεπε να εισαχθεί κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή και μόνο σε περίπτωση που απορρίπτονταν ως νόμω ή ουσία αβάσιμη η αίτηση, μπορούσε να εισαχθεί κατά την τακτική διαδικασία με αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως η αγωγή κατά το μέρος που αφορά το εναγόμενο εκκαλούν έπρεπε να απορριφθεί. Οπότε το Δικαστήριο αυτό ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης που κατά τις διατάξεις των άρθρων 522 και 525 ΚΠολΔ μεταβιβάζεται σε αυτό η υπόθεση κατά τα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, έχει την ίδια εξουσία, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμενο να εξετάσει και χωρίς προβολή ειδικού παραπόνου το παραδεκτό και τη νομιμότητα της αγωγής και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο, αρκεί που το εκκαλούν ζητεί την απόρριψή της για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1216/1997 Ελ.Δνη 39.573, ΑΠ 1169/1995 Ελ.Δνη 38.831). Κατ ακολουθία, αφού το πρωτόδικό Δικαστήριο οδηγήθηκε σε διαφορετική κρίση και με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε την αγωγή παραδεκτή και στη συνέχεια δέχθηκε αυτή ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν και για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξή της που αφορά το εναγόμενο εκκαλούν Ελληνικό δημόσιο και αφού κρατηθεί η υπόθεση, δικαζόμενη η από 14.12.2007 αγωγή των εναγόντων κατά το μέρος που στρέφεται κατά του εναγομένου εκκαλούντος να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος μεταξύ των διαδίκων, δεδομένου ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος, όπως στο διατακτικό(άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ). 449/2010 (Πρόεδρος: Νικόλαος Τρούσας, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Ανδρέας Κακολύρης- Εισηγητής, Εφέτες). (Δικηγόροι: Δικαστικός Αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. Αναστασία Παπαθανασοπούλου, Ανδρέας Κότσιφας).

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 795 Κτηματολόγιο. Δήλωση και πρώτη εγγραφή. Ενώ το ακίνητο είναι ενιαίο, στην πρώτη εγγραφή εμφανίζεται ως δύο διακεκριμένα ακίνητα. Ισχυρισμός του ελληνικού δημοσίου ότι ένα τμήμα από το δεύτερο ακίνητο είναι δάσος και ανήκει σε αυτό. Συνομολόγηση του δικαιώματος του δημοσίου από τον ιδιοκτήτη. Διατάσσεται η διόρθωση της εγγραφής. Περιστατικά. Με την από 9-2-2006 αγωγή της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητα αυτής επί του περιγραφόμενου ακινήτου της στην περιοχή Απόλπαινας Λευκάδας που απέκτησε με έκτακτη χρησικτησία και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Λευκάδας αναφορικά με το ακίνητό της, του οποίου ακινήτου της εσφαλμένα ως υπό αίρεση δικαιούχος φέρεται το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και ήδη εκκαλούν. Η αγωγή αυτή, η οποία, σύμφωνα με το 53/23-3-2006 πιστοποιητικό καταχώρησης εγγραπτέας πράξης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Λευκάδας καταχωρήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του ΟΚΧΕ (Γραφείο Λευκάδας) είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70 ΚΠολΔ, 1045, 1051 ΑΚ και 6 του ν. 2664/1998, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του από το νόμο 3481/2006. Πρέπει επομένως η αγωγή αυτή να εξετασθεί περαιτέρω κατ ουσία. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα και τις ομολογίες των διαδίκων αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η ενάγουσα προβάλλει δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας επί ακινήτου 5.339,86 τ.μ. στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Λευκάδας (πρώην κοινότητα Απόλπαινας Λευκάδας) που απέκτησε με έκτακτη χρησικτησία, το οποίο ακίνητο συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία υπό ΚΑΕΚ 340060805033, νότια με ιδιοκτησία υπό ΚΑΕΚ 340060804027, δυτικά με ιδιοκτησία Γ.Λ. και Β.Λ. υπό ΚΑΕΚ 340060805044 και ανατολικά με ιδιοκτησία υπό ΚΑΕΚ 340060804006. Κατά την κτηματογράφηση της περιοχής από τον Οργανισμό Κτηματολογίου και Χαρτογράφησης Ελλάδος (ΟΚΧΕ) Κτηματολογικό Γραφείο Λευκάδας, ενώ η ενάγουσα δήλωσε εμπρόθεσμα το ως άνω ιδιοκτησιακό δικαίωμα, από προφανή παραδρομή στο σχετικό κτηματολογικό διάγραμμα που συντάχθηκε, η ιδιοκτησία αυτή της ενάγουσας δεν αποτυπώθηκε ως ενιαίο ακίνητο, αλλά ως δύο διακεκριμένα ακίνητα. Έτσι με βάση την εσφαλμένη αυτή κτηματογράφηση μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρησης των πρώτων εγγράφων του Κτηματολογικού Γραφείου Λευκάδος, όσον αφορά την περιοχή Απόλπαινας, το ως άνω ακίνητο δεν καταχωρήθηκε στα βιβλία ως ενιαία ιδιοκτησία της ενάγουσας αλλά ως δύο αυτοτελή και διακεκριμένα γεωτεμάχια. Συγκεκριμένα το ένα (ανατολικό μέρος του ενιαίου ακινήτου), επιφάνειας 3.249 τ.μ., το οποίο φέρει Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) 340060804038 καταχωρήθηκε ως ιδιοκτησία της ενάγουσας και δεν αποτελεί επίδικο της παρούσας διαφοράς. Το δε άλλο (δυτικό γεωτεμάχιο του ενιαίου ακι-

796 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ νήτου) επιφάνειας 2.091 τ.μ., το οποίο φέρει Κωδικό Αριθμό Ενιαίου Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) 340060804218 καταχωρήθηκε ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Η ανακριβής αυτή πρώτη εγγραφή προσβάλλει το εγγραπτέο δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας επί του ως άνω ενιαίου ακινήτου και υφίσταται επομένως έννομο συμφέρον αυτής να ζητεί την αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας και τη διόρθωση της ως άνω πρώτης εγγραφής. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει με την έφεσή του ότι από το ως άνω γεωτεμάχιο ΚΑΕΚ 340060804218 επιφάνειας 2.091 τ.μ., μέρος αυτού από 185 τ.μ. στο νότιο μέρος του, όπως αυτό εμφανίζεται γραμμοσκιασμένο με τα στοιχεία 1,2,15 στο από Οκτώβριο 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ι.Λ. αποτελεί δημόσια δασική έκταση καλυπτόμενη από αείφυλλα, πλατύφυλλα (πουρνάρια) μεγάλης ηλικίας, τα οποία ανέκαθεν διαχειριζόταν ως δασική έκταση και ανήκει στην κυριότητά του. Στην υπόλοιπη έκταση (βόρειο τμήμα) του ιδίου επιδίκου επιφάνειας (2.091-185= ) 1906 τ.μ. το εναγόμενο δεν αμφισβητεί την αποκλειστική κυριότητα της ενάγουσας, αντίθετα συνομολογεί αυτή (αρθρ. 352 ΚΠολΔ). Η ενάγουσα με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου συνομολογεί την κυριότητα του εναγόμενου στο εδαφικό τμήμα των 185 τ.μ. του επίδικου με ΚΑΕΚ 340060804218, όπως ακριβώς το δικαίωμα αυτό προβάλλεται από το εναγόμενο Δημόσιο (ως δημόσια δασική έκταση). Κατ ακολουθία η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωρισθεί η αποκλειστική κυριότητα της ενάγουσας επί του ως άνω τμήματος 1.906 τ.μ. του με ΚΑΕΚ 340060804218 ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της ως άνω πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Λευκάδας ώστε να καταχωρηθεί η ενάγουσα αποκλειστική κυρία του ιδίου ως άνω τμήματος, με την επισήμανση ότι αυτό και το προαναφερόμενο ακίνητο υπό ΚΑΕΚ 340060804038 αποτελεί ενιαίο ακίνητο, επιφάνειας (3.249 + 1.906=) 5.155 τ.μ. της ενάγουσας, ταυτοποιούμενο υπό ένα ΚΑΕΚ. 510/2010 (Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος, Ελένη Κατσούλη-Εισηγητής, Εφέτες). (Δικηγόροι: Δικαστικός Αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. Ευτυχία Ζήση, Μιχαήλ Μοσχονάς). Κτηματολόγιο- Αποδοχή κληρονομιάς με δημόσιο έγγραφο που δεν έχει μεταγραφεί- Προβλήματα στο Κτηματολόγιο- Δάσος- Δεν καθιερώνεται τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου πλην των δασών που υπήρχαν πριν το Β.Δ 16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών». Δάση του τουρκικού κράτους. Τρόπος περιελεύσεως τούτων στο ελληνικό δημόσιο. Διάφορο καθεστώς στα Ιόνια νησιά (Επτάνησος), όπου το ελληνικό Δημόσιο δεν έλαβε κάτι από τα δάση-αδέσποτα ακίνητα-έννοια- Μη μεταγραφή της αποδοχής-αναπληρώνεται με την καταχώριση της αίτησης του άρθρου 6 παρ. 2 ν. 2664/1998 στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Περιστατικά.

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 797 Κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 περ. ζ του νόμου 2664/1998, στα κτηματολογικά φύλλα καταχωρίζονται: Η κατά το άρθρο 1193 του Αστικού Κώδικα αποδοχή κληρονομιάς, εφόσον με αυτήν περιέχεται στον κληρονόμο ή τον κληροδόχο η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο της κληρονομιάς ή εμπράγματο δικαίωμα σε ξένο ακίνητο, καθώς επίσης το αναφερόμενο στο άρθρο 1195 του Αστικού Κώδικα κληρονομητήριο. Από τις συνδυασμένες ως άνω διατάξεις και κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 7α παρ. 1 περ. α ν. 2664/1998 συνάγεται ότι σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, που ζητείται με αγωγή η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με αυτήν (ανακριβή πρώτη εγγραφή) και η διόρθωσή της, αν η αποδοχή της κληρονομιάς στην οποία (κληρονομιά) θεμελιώνει ο ενάγων την κυριότητά του στο επίδικο έγινε μεν, αλλά δεν μεταγράφηκε μέχρι την έναρξη του κτηματολογίου και την αντικατάσταση από αυτό του συστήματος των μεταγραφών, τη μεταγραφή αυτής αναπληρώνει η εκ μέρους του κληρονόμου άσκηση και η με επιμέλειά του καταχώριση της αίτησης του άρθρου 6 παρ. 2 στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Απαραίτητο όμως στοιχείο της αίτησης είναι η αποδοχή με δημόσιο έγγραφο. Περαιτέρω, επειδή δεν καθιερώνεται τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου επί παντός γενικώς δάσους, κατά την περί τούτου έννοια του δασικού κώδικα, πλην της περιπτώσεως εκείνης κατά την οποία το δάσος υφίστατο πριν την έναρξη του επέχοντος θέση νόμου Β.Δ από 16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών εις τα απελευθερωθέντα από τους Τούρκους εδάφη» και δεν υποβλήθηκαν εντός της δια του διατάγματος αυτού ταχθείσας ανατρεπτικής προθεσμίας στην επί των Οικονομικών Γραμματεία οι σχετικοί τίτλοι της ιδιοκτησίας, ήτοι έγγραφη απόδειξη της Τουρκικής Αρχής ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες ή ότι ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία (άρθρα 1, 2 και 3) του διατάγματος δε οι εν λόγω διατάξεις προνοούν μόνον περί των υφισταμένων τότε δασών και όχι περί των αργότερα με ενέργειες των ιδιωτών ή των Κοινοτήτων καθισταμένων τέτοιων εντός των ιδιοκτήτων κτημάτων τους. Εξάλλου, από τα άρθρα 3, 9, 19, 30, 68, 71 και 92 του Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» της 7ης Ραμαζάν 1274, σε συνδυασμό και προς τα άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 23 Μουχαρέμ 1293 «περί εξελέγξεως τίτλων δασών», οι οποίες διατάξεις περί γαιών διατηρήθηκαν σε ισχύ στις νέες χώρες με το άρθρο 3 του ν. 147/1914, όπως συμπληρώθηκε με τον νόμο 26271914, που ίσχυσε στις περιοχές της άλλοτε Τουρκοκρατούμενης Ηπειρωτικής Ελλάδος και Πελοποννήσου προκύπτει ότι κατά το Οθωμανικό Δίκαιο τα δάση ανήκουν κατά τεκμήριο στο Τουρκικό Δημόσιο και ότι μόνον με ταπί, στο οποίο αναφερόταν ότι το παραχωρούμενο ήταν δάσος, συντελεί η εκ μέρους του Δημοσίου παραχώρηση σε ιδιώτες διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) και η από αυτούς περαιτέρω μεταβίβαση αυτής (βλ. ΑΠ 611/976 ΝοΒ 25,4). Τα ανήκοντα δε κατ αυτόν τον τρόπο στο Τουρκικό Δημόσιο δάση (δημόσια) περιήλθαν, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 4/16.6.1830 συνθήκης του Λονδίνου στο νεοσυσταθέν Ελληνικό Κράτος (Ελληνικό Δημόσιο), ως διάδοχο του Οθωμανικού Δημοσίου, στο οποίο είχαν περιέλθει επίσης ως αδέσποτα και όσα εκ των ιδιωτών εγκατέλειψαν σι Μουσουλμάνοι. Σε αρμονία δε προς αυτά εκδόθηκε το παραπάνω Β.Δ από 16.11.1836

798 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ «περί ιδιωτικών δασών» κατά το άρθρο 1 του οποίου, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 8 αυτού, αναγνωρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, η κυριότητα του Δημοσίου με την προεκτεθείσα εξαίρεση. Στην Επτάνησο όμως ίσχυε διαφορετικό καθεστώς, δοθέντος ότι η συσταθείσα με την συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως του 1800 «Επτάνησος Πολιτεία», η οποία διαδέχθηκε την Ενετική ήταν κράτος αυτόνομο και ομοσπονδιακό, αποτελούμενο από τις επτά νήσους του Ιονίου, καθεμία από τις οποίες αποτελούσε ιδία επαρχία, έχουσα ιδία ανεξάρτητη τοπική (εγχώρια) Κυβέρνηση ίδιο ταμείο και ίδια δημοσιονομική υπόσταση. Το δημοσιονομικό αυτό καθεστώς της Επτανήσου Πολιτείας, κατά το οποίο η διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας των νήσων ανήκε στις τοπικές αρχές καθεμίας απ αυτές, διατηρήθηκε και με την συνθήκη των Παρισίων του 1815, με την οποία ανακηρύχθηκε και αναγνωρίσθηκε υπό την προστασία της Αγγλίας το ανεξάρτητο Ιόνιο Κράτος υπό το όνομα «Ηνωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων», διεπόμενο από το Σύνταγμα ή χάρτη του 1817 (Σύνταγμα Μαίτλανδ), κατά το οποίο κάθε νήσος είχε ίδια εγχώρια τοπική Κυβέρνηση, αποτελούμενη από τον Έπαρχο και το Επαρχιακό Συμβούλιο, η οποία (εγχώρια Κυβέρνηση κάθε νήσου) υπό την επίβλεψη του Άγγλου τοποτηρητή κάθε νήσου ασκούσε διοίκηση εν γένει στην νήσο και είχε την δημόσια Οικονομία και διαχείριση. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι τα δημόσια κτήματα και κατά συνέπεια δημόσια δάση ως ιδιοκτησία του Κράτους δεν υπήρχαν αλλά μόνον περιουσία καθεμίας νήσου, ανήκουσα στην εγχώρια (τοπική) Κυβέρνηση αυτής και καλούμενη επιχώριος ή εγχώριος περιουσία. Για τούτο και ουδεμία μνεία γίνεται περί περιουσίας του Κράτους στις παραπάνω συνθήκες της Επτανήσου Πολιτείας και μετέπειτα Ιονίου Κράτους, ώστε αυτή, μετά την δια της συνθήκης του Λονδίνου ένωση της Επτανήσου με το Ελληνικό Κράτος το έτος 1864 να περιέλθει κατά διαδοχή στο Ελληνικό Δημόσιο ενώ αντιθέτως στην συνθήκη της 4/16.6.1830 περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος γίνεται ειδική μνεία περί εκκλησιαστικών ή δημοσίων υπό το Οθωμανικό σύστημα ιδιοκτησιών οι οποίες θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος. Τέλος μετά την εισαγωγή από 1.7.1866 στις Ιόνιες νήσους της Ελληνικής Νομοθεσίας με τον ν. ΡΝ της 30.1.1866 (άρθρο 1 και 211 αυτού), από την οποία (ημερομηνία) έπαυσε η ισχύς της νομοθεσίας του Ιονίου Κράτους, η διοίκηση της περιουσίας καθεμίας νήσου (εγχωρίου) ανατέθηκε σε Επιτροπή, των εισοδημάτων από την περιουσία καθεμίας νήσου διανεμομένων στους Δήμους της αναλόγως του πληθυσμού καθεμίας (άρθρ. 10, 11, 13, 14 ν. ΡΝ 71866). Για την διανομή δε της εγχώριας περιουσίας στην Κεφαλληνία μερίμνησε ακολούθως ο ν. Ψ1/1878. Υπό τα προαναφερόμενα, το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα επί των δασών της Επτανήσου, διότι δεν έλαβε τίποτα από την επιχώριο περιουσία μετά την ένωση αυτής και επομένως και εκ του λόγου αυτού δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω το από 16.11.1836 Β.Δ/γμα «περί ιδιωτικών δασών» και το εξ αυτού, κατά τα εκτεθέντα στην αρχή τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών (βλ. και ΑΠ 340/1985 ΝοΒ 34,76). Σημειωτέον ότι η ως άνω εκτεθείσα ερμηνευτική άποψη περί μη ισχύος του τεκμηρίου κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των κειμένων στις Ιονίους νήσους δασών και εν γένει δασικών διατάξεων καθιερώθηκε και νομοθετικώς με το άρθρο 62 1 εδ. β του ν. 998 της

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 28/29.12.1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας», στο οποίο ορίζεται ότι το κατά την παράγραφο 1 εδαφ. α του εν λόγω άρθρου τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών και εν γένει δασικών εκτάσεων «δεν ισχύει στις Περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων της Κρήτης και των νομών Λέσβου, Σάμου, Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων». Συνεπώς, προκειμένου περί δασών κειμένων στα Επτάνησα μόνη η επίκληση και απόδειξη από το Δημόσιο της δασικής μορφής της διεκδικούμενης εκτάσεως δεν αρκεί να θεμελιώσει το δικαίωμα κυριότητάς του επ αυτής, αλλά πρέπει αυτό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να επικαλείται και σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδεικνύει ότι κατέστη κύριο με έναν από τους τρόπους κτήσεως κυριότητας που προβλέπεται από τον Ιόνιο Κώδικα ή τον Αστικό Κώδικα ή από ειδικούς νόμους (βλ. ΑΠ 340/1985 ό.π). Περαιτέρω κατά το άρθρο 2063 του Ιόνιου Πολιτικού Κώδικα για την απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται διακατοχή συνεχής, αδιάκοπη, ειρηνική, δημόσια, αναμφίβολη και επί λόγω κυριότητος. Από τα παραπάνω στοιχεία ο όρος «αναμφίβολη διακατοχή» ανταποκρίνεται προς τον χρησιμοποιούμενο σήμερα όρο της καλόπιστης νομής. Κατά τα άρθρα 2, 13, 14 και 16 του περί διακρίσεως κτημάτων νόμου της 21.6.1837 ισχύοντος στις Ιονίους νήσους μετά την έκδοση του νόμου ΡΝ/1866 με το άρθρο 2 του οποίου καταργήθηκαν τα έχοντα το ίδιο αντικείμενο άρθρα 402-409 του Ιονίου Πολιτικού Κώδικα, δημόσια κτήματα είναι όσα ανήκουν στην Επικράτεια, όλα τα παρ ιδιωτών ή κοινοτήτων, μη δεσποζόμενα, 799 δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα κτήματα των αποθανόντων ακλήρων ή εγκαταλελειμμένα από τους κληρονόμους, επί των οποίων δεν υπάρχουν αποδεδειγμένες απαιτήσεις άλλων και συνεπώς και τα αδέσποτα δάση και εν γένει δασικές εκτάσεις ανήκουν στο Δημόσιο. Εκ των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι τα κατά την εισαγωγή του νόμου αυτού υπάρχοντα αδέσποτα περιήλθαν στο Δημόσιο, στο οποίο περιέρχονται και τα εκάστοτε καθιστάμενα αδέσποτα ακίνητα (εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες), καθώς εκείνα όσων οι ιδιοκτήτες αποβιώνουν χωρίς διαθήκη και κληρονόμους. Με το άρθρο 44 ΕισΝΑΚ ο εν λόγω νόμος «περί διακρίσεως κτημάτων» καταργήθηκε, αντ αυτού δε από της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα, ισχύει η αποδίδουσα όμοιο δίκαιο διάταξη του άρθρου 972 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι τα «αδέσποτα ακίνητα καθώς και οι περιουσίες όσων αποβιώνουν χωρίς κληρονόμους ανήκουν στο δημόσιο». Τέλος, κατά το σύστημα του προεκτεθέντος νόμου περί διακρίσεως κτημάτων και το σύστημα του Αστικού Κώδικα, τα αδέσποτα ακίνητα διακρίνονται: α) σε εκείνα τα οποία ουδέποτε υπήρξαν στην κυριότητα οποιουδήποτε δηλαδή τα εξ υπαρχής αδέσποτα και β) σε εκείνα τα οποία κατέστησαν μεταγενεστέρως αδέσποτα με εγκατάλειψη του προηγούμενου κυρίου, οπότε, για το νομότυπο της τέτοιας εγκαταλείψεως (derelictio) απαιτείται μονομερής δήλωση του κυρίου με συμβολαιογραφικό έγγραφο, ότι παραιτείται της επί ορισμένου ακινήτου κυριότητας και μεταγραφή αυτής, δοθέντος ότι πρόκειται για δικαιοπραξία περιέχουσα κατάργηση της κυριότητας (άρθρ. 1192 ΑΚ βλ. Γ. Μπαλή: Εμπράγματο Δίκαιο παράγραφοι 86 και 90, Α. Τούση: Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση Γ, παραγρ. 118).

800 Αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αιτούντες είναι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ο πρώτος από αυτούς, 25% εξ αδιαιρέτου η δεύτερη, 6,25% εξ αδιαιρέτου ο τρίτος και 18,75% εξ αδιαιρέτου η τέταρτη εξ αυτών, δυνάμει του υπ αριθ. 11454/27-3-2007 συμβολαίου αποδοχής κληρονομιάς της συμ/φου Αργοστολίου Ά.Κ., η μεταγραφή του οποίου αναπληρώνεται με την εκ μέρους των αιτούντων κληρονόμων άσκηση και τη με επιμέλειά τους καταχώριση της παρούσας αίτησης του άρθρου 6 παρ. 2 ν. 2664/1998 στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, των παρακάτω ακίνητων : 1) Ενός αγροτεμαχίου στη θέση «Λιμιόνη» Δ.Δ Φαρσών Δήμου Αργοστολίου Νομού Κεφαλληνίας με ΚΑΕΚ 2507 20312113,κ.λ.π. Τα παραπάνω ακίνητα περιήλθαν στους αιτούντες ως εξής: Στους δύο πρώτους εξ αυτών ήτοι στον Χ.Α.Τ. και Ε. συζ. Ν.Β. το γένος Τ., κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου σε καθένα και ειδικότερα, κατά ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου στον καθένα, από την κληρονομιά του πατέρα τους Δ.Τ. του Ι., ο οποίος απεβίωσε στα Φάρσα Κεφαλληνίας στις 19 Απριλίου 1943, αδιάθετος και κληρονομήθηκε από τους μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του και. ειδικότερα από τη σύζυγό του Ε.Τ κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου και τα τέκνα του Ε.(δεύτερη αιτούσα), Χ.Α (πρώτο των αιτούντων), Ε. και Ό. κατά ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου το καθένα. Την ανωτέρω κληρονομιά του αποβιώσαντος πατέρα τους αποδέχθηκαν με την υπ αριθ. 11454/27-3-2007 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμ/ φου Αργοστολίου Ά.Γ.Κ., η οποία όμως (πράξη αποδοχής) δεν έχει καταχωρισθεί ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ στα οικεία κτηματολογικά βιβλία και κατά το υπόλοιπο ποσοστό 6,25% εξ αδιαιρέτου το καθένα από την κληρονομιά της μητέρας τους Ε. χήρας Δ.Τ. η οποία απεβίωσε στις 7-2-1976 και κληρονομήθηκε κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, από τα τέκνα της Ε., Χ.Α. (ήτοι από τους δύο πρώτους των αιτούντων), Ε. και Ο. κατά το προαναφερόμενο ποσοστό. Την ανωτέρω κληρονομιά της μητέρας τους αποδέχθηκαν οι δύο πρώτοι των αιτούντων με την ανωτέρω αναφερόμενη υπ αριθ. 11454/27-3-2007 πράξη αποδοχής κληρονομιάς. Στην Ε.Τ., τα ως άνω ακίνητα είχαν περιέλθει κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου από την εξ αδιαθέτου κληρονομιά του συζύγου της, Δ.Τ., την οποία (κληρονομιά) οι αιτούντες αποδέχθηκαν για λογαριασμό της μητέρας τους με την υπ αριθ. 11454/27-3-2007 πράξη αποδοχής κληρονομιάς. Στον τρίτο των αιτούντων, Ν.Χ. του Γ. και στην τέταρτη των αιτούντων Ά.Χ., τα παραπάνω ακίνητα περιήλθαν κατά ποσοστό 6,25% και 18,75% εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα από την κληρονομιά της συζύγου του τρίτου και μητέρας της τέταρτης των αιτούντων, Ε.Χ. το γένος Δ.Τ., η οποία απεβίωσε αδιάθετη στις 2 Ιουνίου 2005 στον Πειραιά και κατέλιπε μοναδικούς της κληρονόμους επί των ανωτέρω ακινήτων τους προαναφερόμενους (σύζυγο και τέκνο). Την κληρονομιά της Ε.Χ., αποδέχθηκαν ο τρίτος και η τέταρτη των αιτούντων με την υπ αριθ. 11454/27-3-2007 πράξη αποδοχής κληρονομιάς. Στην Ε.Χ. τα πιο πάνω ακίνητα είχαν περιέλθει, όπως προαναφέρθηκε κατά 25% εξ αδιαιρέτου, από μεν την εξ αδιαθέτου κληρονομιά του πατέρα της Δ.Τ., σε ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου και από την εξ αδιαθέτου κληρονομιά της μητέρας της, Ε.Τ., σε ποσοστό 6,25% αδιαίρετα.

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Την κληρονομιά αυτή αποδέχθηκαν οι προαναφερόμενοι για λογαριασμό της Ε.Χ. με την υπ αριθ. 11454/2007 πράξη αποδοχής κληρονομιάς. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στον απώτερο δικαιοπάροχο των αιτούντων, Δ.Τ. μεταβιβάστηκε η νομή των προαναφερόμενων ακινήτων από τον πατέρα του, Τ.Ι., με άτυπη δωρεά το έτος 1900. Έκτοτε (από το 1900) και μέχρι το θάνατό του, ο Δ.Τ., ασκούσε στα ακίνητα αυτά σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Ιονίου Αστικού Κώδικα - συνεχή, αδιάκοπη, ειρηνική, δημόσια, αναμφίβολη και με σκοπό την προσπόριση κυριότητας, διακατοχή, μετά δε το θάνατο αρχικά ασκούσαν διακατοχή μέχρι και την θέση σε ισχύ του Αστικού Κώδικα, οι κληρονόμοι του, μετά δε την ισχύ του Αστικού Κώδικα οι τελευταίοι συνέχισαν να ασκούν με διάνοια συγκυρίων τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό των ακινήτων αυτών πράξεις νομής. Ειδικότερα, στα ακίνητα που βρίσκονται στις θέσεις «Λιμιόνι» και «Λυγιά», ο Δ.Τ. καλλιεργούσε ελαιόδεντρα και συνέλεγε τον καρπό αυτών, ενώ στα μικρότερης έκτασης ακίνητα στη θέση «Αγία Παρασκευή» και «Λαγγαδάκι» έσπερνε όσπρια και δημητριακά. Εντός του ακινήτου στη θέση «Παλιό Χωριό», ήταν χτισμένη η οικία όπου διέμενε ο Δ.Τ. μαζί με τη σύζυγο και τα τέκνα του. Μετά το θάνατό του, οι κληρονόμοι του συνέχισαν να ασκούν τις προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό των ακινήτων αυτών πράξεις νομής με διάνοια συγκυρίων, όπως αυτές της επιτήρησης και του καθαρισμού όλων των ακινήτων, αλλά και της καλλιέργειας των ελαιοδέντρων στα ακίνητα στη θέση «Λυγιά» και «Λιμιόνη», όπως προκύπτει από την υπ αριθ. 12046/12-10-2007 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζουν οι αιτούντες, αλλά και από τα όσα κατέθεσε ο μαρτυράς τους 801 στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, Ά.Μ.(βλ. πρακτικά συνεδριάσεως) για την αξιοπιστία των οποίων το Δικαστήριο δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει. Τις πιο πάνω πράξεις νομής, συνεχίζει να ενεργεί έως σήμερα για λογαριασμό και στο όνομα όλων των αιτούντων ο πρώτος εξ αυτών, Χ.Α.Τ., ο οποίος διαμένει μόνιμα στην περιοχή των Φαρσών, στον οποίο όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα κτηματολογικά φύλλα έχει μεταβιβαστεί, από το έτος 2007, το μεγαλύτερο μέρος των επίδικων ακινήτων (μεταβιβάσεις που τελούν υπό την αναβλητική αίρεση της αμετάκλητης αποδοχής της αίτησης διόρθωσης των ανακριβώς καταχωρηθέντων ακινήτων). Κατ ακολουθίαν των παραπάνω, οι αιτούντες έχουν καταστεί συγκύριοι κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά ο καθένας των επίδικων ακινήτων με παράγωγο τρόπο ήτοι με κληρονομική διαδοχή, αλλά και με πρωτότυπο, με έκτακτη χρησικτησία. Από το υπ αριθμό πρωτοκόλλου 3824/8-6-2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Κεφαλληνίας, το οποίο επικαλείται το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, προκύπτει ότι τρία εκ των πέντε επίδικων ακινήτων και ειδικότερα το ακίνητο με ΚΑΕΚ 256720305021 στη θέση «Λυγιά», καθώς και τα ακίνητα με αριθμούς ΚΑΕΚ 250720309053 και 250720305069, που βρίσκονται στις θέσεις «Λαγκαδάκι» και «Αγία Παρασκευή» αντίστοιχα, κατά τους ισχυρισμούς του Δημοσίου αποτελούν δασικές εκτάσεις, οι οποίες, επειδή δεν έχουν αναγνωριστεί ως ιδιωτική έκταση με ένα από τους νόμιμους τρόπους θεωρούνται, ότι ανήκουν στην κυριότητά του. Ο δασικός χάρτης της παραπάνω περιοχής δεν έχει θεωρηθεί ακόμη από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων, ούτε έχει κυρωθεί και αναρτηθεί, όπως προβλέπεται από

802 το άρθρο 27 του ν. 2664/1998 (προβλέπει τη διαδικασία της κύρωσης και της προβολής αντιρρήσεων κατά του δασικού χάρτη). Ούτε έχει επακολουθήσει η διαδικασία έκδοσης πράξης χαρακτηρισμού της ως άνω έκτασης ως δασικής, κατά το άρθρο 14 του ν. 998/1979. Επομένως, δεν αποδεικνύεται ο δασικός χαρακτήρας της παραπάνω εδαφικής έκτασης, καθώς κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 27 του ν. 2664/1998, μόνο από την ανάρτηση και την κύρωση των ως άνω δασικών χαρτών, δημιουργείται αμάχητο τεκμήριο για το χαρακτήρα μίας έκτασης ως δασικής. Εξάλλου, το γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο, υπέβαλε ένσταση προς το Εθνικό Κτηματολόγιο (βλ. την υπ αριθ. πρωτ. 1316/13-3-2003 ένσταση της Διεύθυνσης Δασών Κεφαλληνίας), για το λόγο ότι η ανωτέρω έκταση είναι δασική, δεν δύναται να προσδώσει σ αυτή το χαρακτήρα της δασικής, δεδομένου ότι οι οριστικές πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο, δεν παράγουν τεκμήριο ακρίβειας ως προς το ότι το ακίνητο έχει ή δεν έχει δασική βλάστηση (βλ. Λ. Κιτσαράς, «Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο», έκδ. 2001, σελ. 229 επ.). Επιπλέον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, προκειμένου περί δασών κειμένων στα Επτάνησα, τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών και εν γένει των δασικών εκτάσεων δεν ισχύει και το Δημόσιο πρέπει σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδεικνύει ότι κατέστη κύριος με οποιονδήποτε από τους νόμιμους τρόπους κτήσεως κυριότητας του Ιόνιου ή Αστικού Κώδικα, ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ πράγμα που δεν αποδείχθηκε. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι τα επίδικα ακίνητα κατά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, σε ουδενός την κυριότητα ανήκαν ως εξ υπαρχής αδέσποτα. Κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, όπου βρίσκονται τα επίδικα ακίνητα, το δικαίωμα συγκυριότητας των αιτούντων εκ παραδρομής δεν καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολίου, με αποτέλεσμα κατά τις αρχικές εγγραφές τα ανωτέρω ποσοστά συγκυριότητας των αιτούντων να φέρονται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Όμως, οι παραπάνω αρχικές εγγραφές είναι ανακριβείς καθώς οι αιτούντες, όπως αποδείχτηκε έχουν καταστεί συγκύριοι των ακινήτων αυτών με παράγωγο με τις προαναφερόμενες κληρονομικές διαδοχές, άλλως με πρωτότυπο τρόπο, αφού για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 ετών ασκούσαν τις προσιδιάζουσες στην φύση τους διακατοχικές πράξεις, διάνοια συγκυρίων. Επομένως, πρέπει να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής, με την καταχώριση των αιτούντων ως συγκυρίων των περιγραφόμενων στο σκεπτικό επίδικων ακινήτων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχτηκε την κρινόμενη αίτηση ως βάσιμη και κατ ουσίαν και διέταξε τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολίου, που αφορούν στα παραπάνω πέντε ακίνητα, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 803 518/2010 (Πρόεδρος: Νικόλαος Τρούσας, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος, Ελένη Κοτσομύτη- Εισηγήτρια, Εφέτες). (Δικηγόροι: Δικαστικός Αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. Αναστασία Παπαθανασοπούλου, Κωνσταντίνος Φίλος, Αριστείδης Τζωρτζόπουλος, Γρηγόριος Κακαβάς). Δάση σε περιοχές που δεν υφίσταται κτηματολόγιο ή δεν έχει ενεργηθεί κτηματογράφηση των δημοσίων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων. Το Δημόσιο προβαίνει στον αποτερματισμό και οροθέτηση των δημοσίων δασών ή δασικών εκτάσεων σε σχέση με άλλα ιδιωτικά ακίνητα ή κινητά που ανήκουν στο Δημόσιο με απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 73 ν. 998/1979. Οι ενδιαφερόμενοι ασκούν ένσταση κατά του αποτελέσματος της απόφασης. Αμφισβητήσεις για τα όρια δημοσίου δάσους ή δασικής εκτάσεως υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου με σχετική αγωγή που ασκείται εντός έτους από τον οριστικό αποτερματισμό. Η αγωγή προϋποθέτει την άσκηση της αίτησης ενώπιον της επιτροπής και μετά την περάτωση της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της επιτροπής, αν υπάρχουν αμφισβητήσεις ως προς το αποτέλεσμα, ασκείται η αγωγή. Η απόφαση που θα εκδοθεί προσβάλλεται μόνο με έφεση. Με την από 31-7-2008 αίτηση -κλήση του εκκαλούντος νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η από 12-7-2000 έφεση και οι από 7-7-2003 πρόσθετοι λόγοι αυτής προς έκδοση οριστικής αποφάσεως μετά την διενέργεια της διαταχθείσης με την 954/2003 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, πραγματογνωμοσύνης. Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ αριθμ. 398/1 997 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ).Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την διαδικασία που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 73 του ν. 998/1979 ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.). Με την έφεση πρέπει να συνεκδικασθούν (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ) και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, που ασκήθηκαν παραδεκτά με το από 7-7-2003 ιδιαίτερο δικόγραφο κατ άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ και προσβάλλεται με αυτό κεφάλαιο που συνέχεται αναγκαστικά με κεφάλαιο που προσβλήθηκε με την ανωτέρω έφεση καθώς και η πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε υπέρ του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, η κοινότητα Α.Β., με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά. Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 10-8-1993 αγωγή τους κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, απευθυνόμενη ενώπιον του ως άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίστηκαν ότι κατέστησαν συγκύριοι επί του δασοκτήματος (ιδιωτικού δάσους) που περιγράφουν στην αγωγή, με παράγωγο τρόπο και ότι το εναγόμενο κατά τον μήνα Απρίλιο 1988 αμφισβήτησε για πρώτη φορά τα προς δυσμάς όριά του. Ότι κατόπιν αυτού και την μετά από αίτησή τους στο Δασαρχείο Βάλτου οριστική οριοθέτηση και αποτερματισμό των ορίων του δημοσίου δάσους εν σχέ-

804 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ σει προς το ανωτέρω δασόκτημά τους, αμφισβητούν τα όρια του δημοσίου δάσους εν σχέσει με το δυτικό όριο του δασοκτήματός τους και γι αυτό ζήτησαν με την ως άνω αγωγή τους να καθοριστεί με απόφαση του Δικαστηρίου ο αποτερματισμός και η οριοθέτηση του δημοσίου δάσους στην περιοχή της κοινότητας Α.Β. σε σχέση με την δυτική πλευρά του δασοκτήματός τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Η κοινότητα Α.Β. με την από 30-3-1994 πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, ζήτησε την απόρριψη της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τα ως άνω δικόγραφα (αγωγή και πρόσθετη παρέμβαση) έκρινε νόμιμη την αγωγή και στην συνέχεια δέχθηκε αυτή εν μέρει ως και κατ ουσίαν βάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εναγόμενο με την κρινόμενη έφεσή του και ζητεί, για τους λόγους που διαλαμβάνονται σ αυτή και αναφέρονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της και περαιτέρω την απόρριψη της αγωγής. Το άρθρο 73 του νόμου 998/1979 περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας ορίζει τα ακόλουθα: 1. Εφόσον εις περιοχήν τινά δεν υφίσταται κτηματολόγιον ή δεν έχει ενεργηθεί κτηματογράφησις των δημοσίων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων, επιτρέπεται, όπως το Δημόσιον προβαίνη εις τον αποτερματισμόν και οροθέτησιν των δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων, εν σχέσει προς ιδιωτικά δάση ή δασικός εκτάσεις ή άλλα ιδιωτικά ακίνητα (εξωτερικός αποτερματισμός) ή προς ακίνητα ανήκοντα εις το Δημόσιον και μη έχοντα τον χαρακτήρα του δάσους ή δασικής εκτάσεως (εσωτερικός αποτερματισμός). Ο αποτερματισμός και η οροθέτησις ενεργούνται παρ επιτροπής, αποτελούμενης εκ του δασάρχου, ενός εκπροσώπου του οικείου δήμου ή κοινότητος, οριζομένου υπό του δημάρχου ή του προέδρου και ενός τεχνικού υπαλλήλου της νομαρχίας, οριζομένου μετά του αναπληρωτού του υπό του νομάρχου, επί παρουσία και των ιδιοκτητών ή συνιδιοκτητών των ομόρων δασών ή άλλων ακινήτων, ως και παντός άλλου ενδιαφερομένου, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου αποτερματισμού και οροθετήσεως. Ομοίως επιτρέπεται η προσωρινή οροθέτησις των δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων εν σχέσει προς τα διαχειριζόμενα ως διακατεχόμενα δάση και δασικός εκτάσεις, συντασσομένου παρά της επιτροπής πρωτοκόλλου προσωρινής οροθετήσεως. Η τοιαύτη οροθέτησις ουδαμώς επηρεάζει τα επί των τοιούτων εκτάσεων δικαιώματα κυριότητος του δημοσίου. 2. Το πρωτόκολλον κοινοποιείται παρά του δασάρχου επί αποδείξει εις τους ενδιαφερομένους, οι οποίοι δικαιούνται εντός μηνός από της κοινοποιήσεως να υποβάλουν ενστάσεις κατά του γενομένου αποτερματισμού και οροθετήσεως. Αι ενστάσεις αύται εκδικάζονται υπό της επιτροπής του άρθρου 10 παρ. 3, αποφαινομένης οριστικώς περί του αποτερματισμού και τοποθετήσεως των ορόσημων. Τυχόν αμφισβήτησις περί των ορίων δημοσίου δάσους ή δασικής εκτάσεως αποτερματισθέντος και οροθετηθέντος κατά τα ανωτέρω υπάγεται εις την αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αποφαινομένου επί της αγωγής τινός των ενδιαφερομένων, ασκούμενης εντός έτους από του οριστικού αποτερματιμού. Το Πρωτοδικείο δικάζει εκ των ενόντων, επί τη βάσει πα-

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 805 ντός αποδεικτικού στοιχείου, της αποφάσεως του υποκείμενης μόνον εις έφεσιν. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ο εξωτερικός αποτερματισμός και η οροθέτηση δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων σε σχέση με ιδιωτικά δάση ή ιδιωτικές δασικές εκτάσεις ή άλλα ιδιωτικά ακίνητα προϋποθέτει κρίση της επιτροπής του άρθρου 73 παρ. 1 του Ν. 998/1979 ως προς τα όρια των δασών και δασικών εκτάσεων και κατά συνέπεια κρίση της ίδιας επιτροπής ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία ιδιωτικών δικαιωμάτων επί εκτάσεων που βρίσκονται μέσα στα οροθετούμενα δάση ή τις δασικές εκτάσεις. Μετά την περάτωση της διοικητικής αυτής διαδικασίας, εάν υπάρχουν τυχόν αμφισβητήσεις ως προς τα όρια δημοσίου δάσους ή δημοσίας δασικής εκτάσεως σε σχέση με όμορα ιδιωτικά δάση και ιδιωτικές δασικές εκτάσεις, επιλαμβάνεται ύστερα από άσκηση αγωγής οιουδήποτε ενδιαφερομένου το Μονομελές Πρωτοδικείο, του οποίου η απόφαση υπόκειται μόνο στο ένδικο μέσο της εφέσεως και όχι επομένως της αναιρέσεως (ΑΠ 1241/1996 Δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ). 542/2010 (Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Παρασκευή Τσούμαρη-Εισηγήτρια, Εφέτες). (Δικηγόροι: Σπυρίδων Μπουρμπούλης). Κτηματολόγιο. Αίτηση κυρίων ακινήτων να διορθωθούν από τον προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου πρόδηλα σφάλματα (αρθρ. 18 παρ. 1 του ν. 2664/1998). Έννοια προδήλων σφαλμάτων και περιπτώσεις. Απόρριψη της αίτησης. Δικαίωμα του αιτούντος σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης να προσφύγει στον κτηματολογικό δικαστή μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες. Περιστατικά. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 2664/1998, για τη διόρθωση προδήλων σφαλμάτων, που έχουν εμφιλοχωρήσει στο κτηματολόγιο, προβλέπεται ότι: α) ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου, μπορεί, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, να προβαίνει στη διόρθωση προδήλων σφαλμάτων των κτηματολογικών εγγραφών, ιδίως σε περίπτωση λανθασμένης αναγραφής στα κτηματολογικά φύλλα, στοιχείων του δικαιούχου, τα οποία προκύπτουν από την αστυνομική ταυτότητα ή άλλα δημόσια έγγραφα, με αποδεικτική ως προς τα στοιχεία αυτά ισχύ, καθώς επίσης στοιχείων σχετικών με το καταχωρισθέν δικαίωμα, τον τίτλο αυτού και το ιδιοκτησιακό αντικείμενο, εφόσον το σφάλμα στην καταχώρηση, προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο από την καταχωρισθείσα πράξη και τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα. Η αίτηση για τη διόρθωση καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, β) στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών, το πρόδηλο σφάλμα, μπορεί να αφορά σε οποιοδήποτε στοιχείο της εγγραφής και ιδίως στον δικαιούχο, στο δικαίωμα, στον τίτλο κτήσης και στο ιδιοκτησιακό αντικείμενο. Ενδεικτικά, πρόδηλο είναι το σφάλμα, όταν η ανακρίβεια στα στοιχεία της εγγραφής: αα) προκύπτει από δημόσιο έγγραφο που καταχωρήθηκε στα βι-

806 βλία του υποθηκοφυλακείου, πριν από την ανάρτηση των στοιχείων της κτηματογράφησης, η οποία προηγείται της έκδοσης της διαπιστωτικής πράξης του άρθρου 11 του ν. 2308/1995 ή και μετά απ αυτήν, εφόσον στηρίζεται σε προηγούμενη πράξη, καταχωρισθείσα στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου, πριν από την εν λόγω ανάρτηση, υπό την προϋπόθεση ότι μέσω της διορθώσεως δεν αντικαθίσταται (εκτοπίζεται) δικαίωμα τρίτου, εκτός αν ο τρίτος συναινεί στη διόρθωση, συνυπογράφοντας την αίτηση, η συναίνεση δε αυτή, δεν υποκρύπτει άτυπη μεταβίβαση τίτλου του ακινήτου, ββ) προκύπτει από τη συσχέτιση της αρχικής εγγραφής προς τα στοιχεία της που προηγείται της έκδοσης της διαπιστωτικής πράξης του άρθρου 11 του ν. 2308/1995 ή του τελικού αναμορφωμένου πίνακα της κτηματογράφησης, από τα οποία αποκλίνει άνευ νομίμου λόγου, γγ) προκύπτει από τη συσχέτιση της αρχικής εγγραφής προς τα στοιχεία διοικητικής πράξης ή δικαστικής απόφασης, που συνιστούν πρωτότυπο τρόπο κτήσης δικαιώματος, ο οποίος κατισχύει, οπωσδήποτε, του καταχωρισθέντος στην αρχική εγγραφή δικαιώματος, εφόσον η διόρθωση στην περίπτωση αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με απόφαση επιτροπής ενστάσεων, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, δδ) αφορά στην ολική ή μερική έλλειψη ή στην ανακρίβεια στοιχείων οριζοντίων ή κάθετων ιδιοκτησιών, η οποία μπορεί να θεραπευτεί με αναδρομή στην πράξη σύστασης, στον κανονισμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας και στα συνοδευτικά αυτών η επ αυτών ερειδόμενα δημόσια έγγραφα, που συνυποβάλλονται με την αίτηση. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου ως άνω άρθρου, αν ο προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου, δεν αποφανθεί, μέσα σε δεκαπέντε (15) εργάσιμες ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ημέρες από την υποβολή της αίτησης ή αν απορρίψει αυτή, ο αιτών δικαιούται να προσφύγει στον Κτηματολογικό Δικαστή, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την λήξη της προθεσμίας αυτής ή αφότου έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησης. Η αίτηση προς τον Κτηματολογικό Δικαστή καταχωρίζεται στα κτηματολογικά φύλλα, στη θέση που καταχωρίζεται και η κατά την παρ. 2 του άρθρου 13 αγωγή. Αποδεικνύονται τα ακόλουθα: ο πρώτος αιτών και ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη, Σ.Α.-Κ. του Γ., είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/3 η 280/840 εξ αδιαιρέτου έκαστος, ενός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στην τοποθεσία «Μέγας Λάκκος» και στην ειδικότερη θέση «Λίβανα», της κτηματικής Περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος «Σουλλάρων» του Δήμου Παλικής Νομού Κεφαλληνίας, συνολικής επιφανείας - σύμφωνα με το οικείο απόσπασμα κτηματογραφικού διαγράμματος, 4.301 τ.μ., μετά της εντός αυτού διώροφης οικοδομής, συνολικής επιφανείας 180 τ.μ. Συγκύριες στο ανωτέρω ακίνητο, το οποίο φέρει αριθμό ΚΑΕΚ 250650410108/0/0, είναι και η δεύτερη και η τρίτη των αιτούντων, κατά ποσοστό 140/840 εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Δυνάμει της με αρ. 8922/2001 πράξης διανομής ακινήτων, του συμβ/φου Ληξουρίου Ν.Ξ., καθένας από τους αιτούντες, καθώς και ο έτερος μη διάδικος συγκύριος, έλαβε στην αποκλειστική του κυριότητα, τις λεπτομερώς στην παραπάνω πράξη αναφερόμενες αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι οποίες είχαν προηγουμένως συσταθεί πάνω στο επίκοινο, δυνάμει της με αρ. 8847/2000 πράξης του ιδίου παραπάνω συμβ/φου. Το ανωτέρω ενιαίο ακίνητο των διαδίκων, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται στην αίτηση τους, δεν εφάπτεται, ούτε έχει

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ πρόσοψη σε κοινόχρηστο χώρο ή οδό και για το λόγο αυτό εξυπηρετείται, από υφιστάμενη υπέρ αυτού και σε βάρος του με αρ. ΚΑΕΚ 250650410115/0/0 ομόρου ακινήτου δίοδο, η οποία έχει συσταθεί με έκτακτη χρησικτησία. Κατά την διαδικασία της κτηματογράφησης της ως άνω περιοχής, οι αιτούντες, όπως οι ίδιοι συνομολογούν στην αίτηση τους, δεν δήλωσαν το επίδικο δικαίωμα πραγματικής δουλείας διόδου, ενώ στη δήλωση αυτή προέβη ο ανωτέρω συγκύριος τους και μη διάδικος στην παρούσα δίκη, Σ.Α.Κ. Έτσι στο ως άνω δουλεύον ακίνητο, φέρεται μεν στα κτηματολογικά βιβλία, στο αντίστοιχο κτηματολογικό φύλλο, να βαρύνεται αυτό με πραγματική δουλεία διόδου υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου της συγκυριότητας των αιτούντων, ως δουλειούχος όμως, έχει καταχωρηθεί μόνο ο εκ των συγκυρίων δεύτερος, μη διάδικος στην παρούσα δίκη. Για το λόγο αυτό οι αιτούντες υπέβαλαν προς την προϊσταμένη του Κτηματογραφικού Γραφείου Ληξουρίου, την με αρ. πρωτ. 529/2008 αίτηση τους, με την οποία ζητούσαν την διόρθωση, με την διαδικασία του προδήλου σφάλματος, της ως άνω εγγραφής, ώστε να φέρονται και οι ίδιοι δουλειούχοι. Η ως άνω προϊσταμένη με την προσβαλλόμενη απόφασή της, απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι από τα προσκομισθέντα από τους αιτούντες συμβόλαια δεν προκύπτει το ως άνω δικαίωμά τους. Η παραπάνω παράλειψη καταχώρισης του δικαιώματος των αιτούντων, την δήλωση του οποίου παρέλειψαν αυτοί, όπως προαναφέρθηκε, δεν εμπίπτει 807 όμως στην έννοια του προδήλου σφάλματος, όπως αυτή καθορίζεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 18 του ν. 2664/1998, αφού το ως άνω δικαίωμα των αιτούντων δεν προκύπτει από κάποιο δημόσιο έγγραφο, αλλά από έκτακτη χρησικτησία, όπως οι ίδιοι συνομολογούν. Επομένως η καταχώρησή του απαιτεί προηγουμένως σχετική αναγνωριστική αγωγή. Ούτε άλλωστε μπορεί κατ εφαρμογή της αρχής του αδιαιρέτου της δουλείας να θεωρηθεί ότι αυτό εμπίπτει στην έννοια του προδήλου σφάλματος, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι αιτούντες, καθόσον στην περίπτωση της απόκτησης δουλείας με έκτακτη χρησικτησία, όπως εν προκειμένου, η αρχή του αδιαιρέτου των δουλειών υποχωρεί μπροστά στις πραγματικές συνθήκες της έκτακτης χρησικτησίας, η οποία μπορεί να μην έχει συμπληρωθεί στο πρόσωπο ενός των συγκυρίων και για το λόγο αυτό, ο κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου, μπορεί να εγείρει αρνητική αγωγή, κατά ενός ή ορισμένων εκ των συγκυρίων, στα πρόσωπα των οποίων δεν συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας (Γεωργιάδης - Σταθόπουλος Εμπράγματο δίκαιο, άρθρο, 1122, αρ. 11, 12 Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 1122, ΑΠ 634/1974, ΕΕΝ 42,289). Κατά συνέπεια ορθά η προϊσταμένη του ως άνω Κτηματολογικού Γραφείου, αρνήθηκε την αιτούμενη διόρθωση και για τον λόγο αυτό, η κρινόμενη αίτηση-αντιρρήσεις, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ ουσίαν αβάσιμες.