1 Άκλιτα μέρη Μόρια Λέγονται οι άκλιτες λέξεις, οι περισσότερες μονοσύλλαβες, που δεν ανήκουν κανονικά σ ένα ορισμένο μέρος του λόγου. Αυτά έχουν κυρίως επιρρηματική σημασία και χρησιμοποιούνται στο λόγο βοηθητικά. 1. ἐγκλιτικά: τοί, γέ, πέρ, πώ, νύν. 2. εὐχετικό: εἴθε. 3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει. 4. αὀριστολογικό: ἄν, ποὺ εἶναι παραλλαγὴ τοῦ δυνητικοῦ ἄν καὶ σημαίνει τυχὸν ἤ ἴσως. 5. αιτιολογικά: ἅτε, οἷον ἤ οἶον δή, οἷα ἤ οἷα δή, ποὺ συνάπτονται μὲ μτχ. καὶ σημαίνουν αἰτία πραγματική. 6. ἀχώριστα δεικτικὰ μόρια: -δε καὶ -ί, ποὺ βρίσκονται προσκολλημένα στὸ τέλος ὁρισμένων λέξεων καὶ σημαίνουν δείξιμο: (ὁ, ἡ, τό) ὅδε, ἥδε, τόδε κτλ. 7. ἀχώριστα προτακτικὰ μόρια: ἀ-, νη-, δυσ-, ἀρι-, ζα-, κτλ. ποὺ ποτὲ δὲ λέγονται μόνα τους, παρὰ συνηθίζονται μόνο στὴ σύνθεση ὡς πρῶτα συνθετικὰ σύνθετων λέξεων.
2 Άκλιτα μέρη Σύνδεσμοι λέγονται οι άκλιτες λέξεις που χρησιμεύουν για να συνδέουν με ορισμένους τρόπους λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους Οι σύνδεσμοι χωρίζονται στις παρακάτω κατηγορίες: ΠΑΡΑΤΑΚΤΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ 1. συμπλεκτικοί 2. διαζευκτικοί ή διαχωριστικοί 3. αντιθετικοί ή εναντιωματικοί 4. αιτιολογικοί 5. συμπερασματικοί 6. παραχωρητικοί ή ενδοτικοί 7. χρονικοί 8. τελικοί 9. ειδικοί 10. υποθετικοί 11. ενδοιαστικοί ή διστακτικοί αιτιολογικοί συμπερασματικοί ΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΑ Οι σύνδεσμοι Κατηγορία ἀλλὰ (= αλλά) ἀλλὰ μὴν (= αλλὰ όμως) (ως μεταβατικός = επιπλέον) ἄν (= αν εάν) Υποθετικός ἄν καὶ (= αν
3 Άκλιτα μέρη και, ακόμη κι ἄντε (ἄν + τε) (= είτε) ἄρα (= άρα, πράγματι) ἀτὰρ (= αλλά, όμως) ἄχρι (= έως ότου, μέχρι) γὰρ (γε + ἄρα) (= γιατί, βέβαια, δηλαδή) δὲ δὴ (= λοιπόν) δῆτα (= άρα, συνεπώς, λοιπόν) διότι (= διότι) ἐάν (= αν, εάν) εἰ (= αν, εάν) εἰ καὶ (= έστω και) ἐάντε (ἐὰν + τε) (= είτε) ἐπάν (επεὶ + ἄν) (= όταν, άμα, αφού) ἐπεί (= όταν, άμα, αφού) ἐπεὶ (= επειδή) ἐπειδὰν(ἐπειδὴ + ἄν) (= ότ ἐπειδὴ (= επειδή) ἐπειδή (= όταν, αφού, αφότου) Υποθετικός Υποθετικός
4 Άκλιτα μέρη ἔστε (= έως ότου, μέχρι) εἴτε = είτε (εἰ + τε) ἕως (= έως, έως ότου) ἤ = ή ἤν (= αν, εάν) ἡνίκα (= ότ ἤντε (ἤν + τε) (= ή, είτε ἤτοι (= είτε) ἵνα (= για να) καὶ (= και) καὶ ἄν (= και αν, κι αν ακόμη, έστω κι καὶ εἰ (= και αν, κι αν ακόμη, έστω κι καὶ μὴν (= και όμως, και μάλιστα) κἄν (= και αν ακόμη) καίπερ (= αν και, και αν ακόμη, έστω κι καίτοι (= και όμως, παρόλο) (καὶ + τοι) μὲν μὴ (= μήπως) μηδὲ (μὴ + δὲ) (= μήτε) μέντοι (μὲν + Υποθετικός Τελικός Ενδοιαστικός
5 Άκλιτα μέρη τοι) (= όμως) μέχρι (= μέχρι) μηδ ἐὰν (= ούτε και μὴν (= όμως) μὴ οὐ (= μήπως δεν) μήτε = μήτε (μὴ + τε) ὅμως (= όμως) ὁπηνίκα (= όταν, την ώρα που, τη στιγμή που) ὁποσάκις (= όσες φορές) ὀπόταν(ὁπότε + ἄν) (ότ ὁπότε(ὁ(π)πότε) (= γιατί) ὁπότε(ὁ(π)πότε) (= όποτε) ὅπως (= για να) ὁσάκις (= όσες φορές) ὅταν (= ότ ὅτε (ὅ + τε) (= ότ ὅτι (ὅ + τι) (= ότι) ὅτι (ὅ + τι) (= διότι) (με ρ. ψυχικού πάθους) οὐδὲ = ούτε (οὐ + δὲ) οὐδ ἐὰν (= ούτε Ενδοιαστικός Τελικός Ειδικός
6 Άκλιτα μέρη οὐδ εἰ (= ούτε οὐκοῦν (οὐ + οὖν) (= λοιπόν) οὔκουν (οὐ + οὖν) (επομένως, συνεπώς, άρα) οὐ μὴν ἀλλὰ (= αλλὰ όμως) οὖν (= λοιπόν) οὔτε = ούτε (οὐ + τε) πρὶν (= πριν, προτού) τε (= και) τοιγαροῦν(τοι + γὰρ + οὖν) (= γι' αυτό λοιπόν) τοιγάρτοι (= ώστε λοιπόν) τοίνυν (τοι + νῦν/νυν) (= λοιπόν) ὡς (= επειδή) ὡς (= ότ ὡς (= ότι, πως) ὡς (= ώστε, με αποτέλεσμα) ὡς (=για να, να) ὥστε (ὡς + τε) (= ώστε, άρα, συνεπώς) Ειδικός Τελικός Και τα παραθετικά επιρρημάτων (-ως)