Τα τοστ της Αλεξάνδρας Της Αντιγόνης Κατσαδήµα



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Β - Γ Δημοτικού

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ και τη Δράση Saferinternet.gr

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Γυµνάσιο Σιταγρών Θεατρικοί διάλογοι από τους µαθητές της Α Γυµνασίου. 1 η µέρα. Χιουµορίστας: Καληµέρα παιδιά, πρώτη µέρα στο Γυµνάσιο.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

Λένα Μαντά: «Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να νιώσει τίποτα αρνητικό»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Το παραμύθι της αγάπης

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΣΗ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Από τους μαθητές/τριές Μπεγκέγιαγ γ Χριστιάνα Παπαδάκης Χριστόφορος Παπαδάκης Π Κωνσταντίνος Ροδουσάκης Μάνος Ραφτοπούλου Πόπη

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Η Αλφαβητοχώρα. Γιώργος Αμπατζίδης. Ελλάδα. A sea of words 5 th year

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Περιεχόμενα Κεφάλαιο 1: Κεφάλαιο 2: Κεφάλαιο 3: Κεφάλαιο 4:

T: Έλενα Περικλέους

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΩΛΗΣΗ

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Modern Greek Beginners

: 20cmX15cm ( ), 40cmX15 (ANOIKTO) 01 E. Μια γκρίζα εκδροµή

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Transcript:

Τα τοστ της Αλεξάνδρας Της Αντιγόνης Κατσαδήµα Του έριξε το τοστ µε το αλουµινόχαρτο, σηµάδεψε µες στα µάτια του αντί να πει καληµέρα και έφυγε. Αυτό ήταν όλο. Το έκανε, επειδή µπορούσε. Αυτή είναι η απάντηση. Ο ορίζοντας µιλούσε. Μια οµπρέλα όλων των χρωµάτων που άνοιγε, φέρνοντας πάνω της αέρα και σταγόνες, αυτό ήταν. Ο ξένος έµεινε ακάλυπτος εκεί, και εκείνο το πρωί. Εδώ και δυο χρόνια περίπου, από τη µέρα που τον πρόσεξε και τον τοποθέτησε για πρώτη φορά στη ζωή της, δεν είχε λείψει από το ίδιο σηµείο. Επειδή δεν µπορούσε, είναι η απάντηση. Είχε µάτια γλαρά όταν την έβλεπε να τον πλησιάζει στο αποκούµπι του, στην άκρη του δρόµου. Τότε, ο άνθρωπος έβγαινε από τα κουρέλια και ο ανθρώπινος αέρας έδιωχνε το ρόλο µακριά από τη θέση του έδιωχνε και τον κόκκινο κουβά της ανάγκης από το κέντρο της Αθήνας. Φτάνοντας στο γραφείο, ο γαλλικός καφές την καληµέρισε σκέτα. Είπε την επίσηµη αλήθεια. Πάλι δεν ήταν από τους πρώτους που τίµησαν µε το πόδι τους την εταιρεία στο Νέο Ηράκλειο. Τουλάχιστον το κουστούµι, άθικτο από την κιτρινόφυλλη βροχή, ήταν καινούριο µια ένδειξη ότι υπήρχε και κάτι διαφορετικό για ξεκίνηµα της εβδοµάδας. Και όµως, η ένδειξη ήταν ψευδαίσθηση. Οι υποθέσεις ήταν οι ίδιες, τα τηλεφωνήµατα συνεχή, οι φωνές στην άλλη άκρη της γραµµής άγνωστες και κρύες. Ώσπου άλλη µια καθαρή µέρα από θέση γραφείου έληξε, αλλά το µέλι δεν είχε διόλου φαγωθεί. Οι ευχές της έµεναν αδούλευτες και άθικτες. Σκέτα καινούρια κουστούµια προς επίδειξη, πόσο µάλλον τα απογεύµατα της ευτέρας. 1

Φυσικά και πρέπει να πάµε στην Αγία Πετρούπολη, µια τυχάρπαστη φωνή έσερνε από το βάθος το µεγάλο όνειρο του ταξιδιού στην αίθουσα µε τους συναδέλφους. Κάθε ευτέρα, οι εργαζόµενοι ανέβαλλαν τα ψώνια στο σούπερ µάρκετ που προορίζονταν για τις σπιτικές ζωές τους, ώστε να µην τους ρίξουν στο καλάθι της απόλυσης. Φρόντιζαν και κατάπιναν το κοκτέηλ της εταιρείας, µια φτηνή καρµική σύνθεση αισιοδοξίας µε ελάχιστο αλκοόλ, εµποτισµένη κατά τα άλλα µε πολλή συναδελφική οικειότητα και συνοδεία ποπ µουσικής. Αυτή ήταν η συλλογική εταιρική πράξη της εβδοµάδας όπου όλοι συµµετείχαν ευλαβικά, µε ένα µπουκέτο µπαλόνια πάνω από τα κεφάλια τους, κάνοντας πως αναπολούν στιγµές γαλόνια της επαγγελµατικής σταδιοδροµίας τους, παρόλο που υπήρχαν κάµερες, για λόγους ασφαλείας, να καταγράφουν κουµπωµένα πρόσωπα και παράξενες αντιδράσεις. Όλοι µπορούσαν να κρύβουν έναν ξένο µέσα τους, ικανό να βλάψει το προφίλ της εταιρείας. Όλοι µπορούσαν να είναι εχθροί. Αφού, λοιπόν, η εταιρεία είχε κάνει την αρχή και είχε αγκαλιάσει την παγκοσµιοποίηση, στέλνοντας µερικούς φωτεινούς εκπροσώπους σε Παρίσι και Στοκχόλµη, αρκετοί είχαν βάσιµες ελπίδες ότι µια µέρα θα πατούσαν το πόδι τους και στην Αγία Πετρούπολη. Η φωνή της µακρόπνοης ελπίδας, σαφώς και δεν ήταν µια οποιαδήποτε, τυχάρπαστη. Κήρυττε πως στην πόλη που είχε παραπάνω από 300 γέφυρες, έπρεπε οπωσδήποτε να δουν τις πιο «περιζήτητες» από αυτές να σπάνε στα δύο, µετά τα µεσάνυχτα, κατεβάζοντας την τουριστική σαµπάνια. Μεταξύ άλλων, έπρεπε να ανεβάσουν στο facebook τα µουστάκια του Μεγάλου Πέτρου. Ήταν «µαστ», έτσι έλεγε η πολυτάξιδη φωνή. Θα έπιναν βότκα «µπελούγκα», θα πήγαιναν κρουαζιέρα στο Νέβα και, βέβαια, δεν θα παρέλειπαν να µπουν στο µουσείο Ερµιτάζ, για να θαυµάσουν τα νυν πολυτελή κειµήλια της ιστορίας και κάποτε αποκλειστικά προνόµια των τσάρων της αριστοκρατικής µεγάλης Ρωσίας. Η πολυτάξιδη φωνή ήταν γνωστή στους κύκλους της εταιρείας ως Μις Βαρυµπόµπη. Και τούτο, διότι έλεγε σε συναδέλφους και µη, ότι οι πορείες δεν µπορεί να γίνονται στο κέντρο της Αθήνας. Άγνωσται αι βουλαί της φωνής. Ενδέχεται πάντως, η παλιά αθηναϊκή οικογένεια Βαρυµπόµπη, από την οποία η οµώνυµη περιοχή πήρε το όνοµά της, να προσέλκυε το φιλόδοξο ενδιαφέρον της, επειδή αυτοί ήταν και µεγαλοκτηµατίες και Αρβανίτικα κεφάλια, άνθρωποι σωστοί και οικογενειάρχες, από την τάξη των Αρβανιτών στρατιωτών που εποίκισαν στις παρυφές του λεκανοπεδίου της Αθήνας τον 14 ο αιώνα. εν ήταν, οπότε, απλό το θέµα. Και έτσι η φωνή έδινε τις σωστικές πληροφορίες µε τέτοιο πάθος που αναρωτιόσουν για ποιον χτυπούσε η καµπάνα της καλής προπαγάνδας. Σίγουρα δε χτυπούσε για αυτήν που κοίταζε τον ουρανό και σκεφτόταν ότι αυτό βλέπουν όλοι, σε κάθε χώρα, σε κάθε γωνιά της 2

γης. Η φωνή δεν έδειχνε ροµαντική. Ακόµη και η αναφορά της στο µουσείο ήταν επιφανειακή και σκόπιµη, ένας θυρωρός στο όνειρο της συναδελφικής κοινωνικοποίησης. Στη φωνή, άρεσε να εµπνέει αισιοδοξία στους συναδέλφους της. Τουλάχιστον αυτό νόµιζε, ότι έκανε. Τα ανώτερα στελέχη την είχαν µάθει να µεταφέρει αυτά τα µαθήµατα ταξιδιωτικής παρόρµησης, συντονίζοντας το ρόλο της, ώστε να εποπτεύουν το µαζικό και ετερογενές πλήθος των υπαλλήλων τους. Στην πραγµατικότητα, δεν ήταν µια φωνή αλλά το φερέφωνο: το µικρόφωνο των µεγάλων. Βέβαια, όταν οι µεγάλοι της συνέστησαν να είναι αισιόδοξη, της έκρυψαν την αιτία του σχεδίου τους. Την ήθελαν αισιόδοξη για να καταναλώνει επειδή, κοντά σε αυτήν, θα κατανάλωναν και οι άλλοι. Αλλά ευθέως, δόκιµο δεν ήταν να της πουν προστακτικά «κατανάλωσε», για αυτό την κουκούλωσαν µε την πετσέτα της ελπίδας και της απορροφητικής αισιοδοξίας. Αυτή η ενοχλητικά ισχυρή πίστη στην αισιοδοξία, µε αφορµή το πιθανό ταξίδι στην απολαυστική κατανάλωση, επισκίαζε κάθε άλλον ιδιαίτερο λόγο, για τον οποίο θα άξιζε να ταξιδέψεις και να προτιµήσεις µια πόλη ή ένα µουσείο, επενδύοντας στην ταυτότητα του τοπίου και του τόπου. Τρίτη και βροχή, δεν κάνω αποχή. Τραγουδούσε µόνη της, ελαττώνοντας ταχύτητα, τώρα που έφτανε στο ίδιο σηµείο. Την έπιασε κόκκινο. Ήρεµα, άνοιξε το τζάµι, χαµογέλασε και του έδωσε το τοστ του. Ντα σβιντάνια, Γιούρι, του φώναξε κλείνοντας το τζάµι και φεύγοντας για τη δουλειά της. Αντίο Αλεξάντρα, πρόλαβε να της πει, κουνώντας το χέρι του. Χίλιες και µία σταγόνες δεν φέρνουν πίσω το ίδιο νερό, δεν φέρνουν το ανεπίστροφο. Ένας άγνωστος σταθερός στο δρόµο, όµως, σου δείχνει τον εαυτό σου, όταν επαναλαµβάνεις ίδια πράγµατα. Σε γυρίζει εκεί, στις στιγµές τρίµµατα που έζησες. Βιαστικά πρωινά µε κρύο και υγρασία, ή άλλα χαοτικά µε καύσωνα. Και γίνεσαι εσύ αυτός ο ξένος που περιµένει στο φανάρι. Γλαρώνεις από την κούραση να βλέπεις διαρκώς το ίδιο πράγµα, αυτοκίνητα στη σειρά. Τζάµια, τζάµια, τζάµια. Στίγµατα, στίγµατα, στίγµατα. Φωνές, φωνές, φωνές. Ώσπου µένεις να κοιτάς το τίποτα. Η επανάληψη έσβησε τα ίχνη, δεν άφησε ένα, ενώ το βλέπεις πλέον, ότι ο χρόνος σβήνει τη µηχανή σου. Είναι εξοντωτικό, ώρες ώρες, να θυµάσαι. Η Αλεξάνδρα θυµόταν το Γιούρι κάθε µέρα. Προτού ετοιµάσει το δικό της, το δικό του τοστ ήταν έτοιµο επάνω στο γρανίτη της κουζίνας. Τα έβαζε στην τσάντα της και έφευγε. εν υπήρχε καµία διαφορά µεταξύ τους. Και ο λόγος που το ξεκίνησε όλο αυτό, ήταν µια σύµπτωση. Επειδή όµως δεν πίστευε στις συµπτώσεις αλλά σε µια δύναµη πράξης που οδηγούσε στη δεύτερη πράξη και πάει λέγοντας, το αντιµετώπιζε πολύ σοβαρά. εν είναι ξεκάθαρο, αν το έκανε και από την ανάγκη για µίµηση. Ίσως να είχε την ανάγκη να φροντίζει συστηµατικά κάποιον, 3

καθηµερινά. Ίσως αυτή η πράξη να µην ήταν µόνο η έγνοια για έναν άνθρωπο που περνούσε τις ώρες του στο δρόµο, στο φανάρι της Αλεξάνδρας. Αν, βέβαια, έτσι έφερνε στο µυαλό της τη φροντίδα της µητέρας της, όταν η ίδια ήταν παιδί, αυτό θα ήταν µια ψυχολογική και απλοϊκή ερµηνεία για την πράξη της. Πράγµατι, η µίµηση δίνει δύναµη. ηµιουργεί οµογενοποίηση. Συντηρεί την οµαλότητα καθώς και τη διάρκεια του συστήµατος. Και όµως, η Αλεξάνδρα είχε κάνει µια πολιτική επιλογή. Ήταν κοινοτικό το ζήτηµα. Αυτό που η Αλεξάνδρα έχανε καθηµερινά από τη δουλειά της και τις ώρες γραφείου, το παρείχε στον Γιούρι. Χάρη στον Γιούρι ανακτούσε τη χαµένη της φυσικότητα, που τα κουστούµια, τα κοκτέηλ, οι κάµερες και οι καθωσπρεπισµοί δεν της επέτρεπαν να έχει. Περνούσε την περισσότερη µέρα της µε ανθρώπους που συναντούσε στο γραφείο καθηµερινά, χωρίς να γνωρίζει τίποτε ενδιαφέρον για αυτούς. Έντοµα να ήταν, τουλάχιστον θα έκαναν κάποιο θόρυβο... Η φυσικότητα κατέληξε να είναι το βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης. Η παραγωγή, για την κατανάλωση, έχει µετατρέψει τους ανθρώπους σε ροµπότ πράκτορες, να αναπνέουν τεχνητά. Και όµως, η αλληλεγγύη ή ο έρωτας δεν πρακτορεύεται. Ένας πολιτικός έρωτας δεν είναι και η αλληλεγγύη; υο χρόνια πριν, η Αλεξάνδρα γνώρισε τον Γιούρι µια µέρα µε καύσωνα, όταν της είχε χαλάσει ο κλιµατισµός στο αυτοκίνητο και είχε τα νεύρα της. Τα ανοικτά τζάµια δεν έσωζαν την κατάσταση. Στο φανάρι στην Αλεξάνδρας, ο Γιούρι σήκωσε το κοντάρι µε τις σαπουνάδες, πλησιάζοντας το αυτοκίνητό της. Όχι, όχι, όχι. Σταµάτα, σταµάτα, σταµάτα. Φύγε, φύγε, φύγε. Του φώναξε δυνατά και µε άσχηµο τρόπο. Την ίδια ώρα, από τα νεύρα της, γύρισε δεξιά το βλέµµα και είδε µια άλλη οδηγό να απορεί ρωτώντας: «πέθανε;»... Το φανάρι ήταν πράσινο ήδη. Φεύγοντας είχε µετανιώσει που αντέδρασε έτσι άσχηµα στον ξένο άνθρωπο. Ντράπηκε για λογαριασµό της, αλλά δεν µπορούσε να πάρει πίσω την οργή που εκτόξευσε στον άτυχο άγνωστο. Αργότερα, στο γραφείο, έµεινε σκεφτική τις πρώτες ώρες. Απαντούσε µηχανικά τα συνηθισµένα, στο τηλέφωνο, όµως το µυαλό της είχε κολλήσει στο φανάρι της Αλεξάνδρας. Και σε εκείνο το «πέθανε;»...έπρεπε να κάνει κάτι για να επανορθώσει. Τουλάχιστον ο ξένος ζούσε. Ας το εκµεταλλευόταν. Για να πεις µια ιστορία µε τρόπο που ο άλλος θα θέλει να τη διαβάσει, είναι να φανταστείς τον εαυτό σου να τη λέει σε κάποιον που αγαπάς. Αυτό είναι το µυστικό, αν υπάρχει να επαναφέρεις τον αγαπηµένο σου µπροστά σου, να έχεις τον καθρέφτη σου στο χρόνο. Πώς όµως η Αλεξάνδρα να έγραφε το σηµείωµα της συγνώµης σε έναν ξένο που δεν ήταν αγαπηµένος της; Και από την άλλη, δεν ήταν 4

καθόλου σίγουρη ότι ο ξένος θα µπορούσε να διαβάσει ελληνικά. Φυσικά και θα µπορούσε η ίδια να του διαβάσει το σηµείωµα. Όµως, τότε, δεν υπήρχε λόγος να το γράψει. Θα του έλεγε απευθείας όσα είχε να του πει, πιστεύοντας ότι το βάρος θα έφευγε από µέσα της. Για εκείνη είχε σηµασία να ζητήσει συγνώµη. Λογικά, εκείνος θα είχε αντιµετωπίσει και άλλα παρόµοια περιστατικά, στο παρελθόν. ύο χρόνια πριν ο Γιούρι χωρούσε σε ένα τετράγωνο του µικρού πεζοδροµίου, εκεί στο φανάρι του. Και την επόµενη ηµέρα, ήταν όρθιος µε το πολύτιµο αλλά αχρησιµοποίητο εργαλείο του. Τον βρήκε στην ίδια θέση. Τα τζάµια της ήταν και πάλι ανοικτά. Την αναγνώρισε και έκανε πως την αγνόησε. Τότε η Αλεξάνδρα, δειλά χαµογέλασε. Ξέρεις, µε συγχωρείς για χτες, του είπε. Αλεξάνδρα, µε λένε. Αλεξάνδρα, επανέλαβε. Του έδωσε το χέρι της. Γιούρι, απάντησε εκείνος, δίνοντας το χέρι του διστακτικά µε χαµηλό βλέµµα. Και από πού είσαι; Και ο Γιούρι την κοίταξε λέγοντας: Ρωσία. Ντηλαδή, Ουζµπεκιστάν αλλά Ρωσία µεγκάλωσα εγκώ. Ωραία η Ρωσία, σχολίασε η Αλεξάνδρα, και δεν παρέλειψε να του πει ότι είχε πάει και στα δύο. Στο Ουζµπεκιστάν, λάτρεψε τη Χίβα. Χίβα, ξέρεις Χίβα; Πώς; Τη ρώτησε και τα µάτια του έλαµπαν, επειδή από τη Χίβα ήταν η γιαγιά του. Ε, έτυχε να πάω ταξίδι µια φορά µε έναν πολιτιστικό σύλλογο. «Χαρασό»!, καλά πέρασα, φίλε µου, «µόι ντρουκ», Γιούρι. «Γκαβαρίς παρούσκι;», µιλάς ρωσικά; Τη ρώτησε και έλαµψε ολόκληρος. «Νιµνόγκα», λίγο, του απάντησε και έβαλε µπρος τη µηχανή. «Ιζβινί», συγνώµη, και πάλι, του ζήτησε. Ο Γιούρι τη χαιρέτισε και µετά από αυτό, και οι δύο έγιναν άλλοι. Ο δρόµος είχε αρχίσει και είχε τη δική του ιστορία. Κάποιοι τον έντυσαν τον ήχο µε µαγιά... Χωρίς πολλές σκέψεις, αυθόρµητα και ακριβώς όπως τα όµορφα πράγµατα γίνονται στις πόλεις και εκεί όπου οι άνθρωποι ξεχωρίζουν, ο ένας τον άλλο, η Αλεξάνδρα άρχισε µια µέρα να ετοιµάζει τα διπλά τοστ, ένα για τον εαυτό της και ένα για τον Γιούρι. Ώσπου, στο µυαλό της είχε βάλει πρώτο, για να ψήσει, το τοστ του Γιούρι και δεύτερο ερχόταν το δικό της. Την πρώτη φορά που το είχε τυλίξει σε αλουµινόχαρτο και του το έδωσε, έµεινε να την κοιτάζει µε απορία. Τη δεύτερη, τα ρώσικα ευχαριστώ, «σπασίµπα» και «σπασίµπα» την συγκίνησαν τόσο, που του ζήτησε να µην της ξαναπεί ευχαριστώ. Θα το έκανε από συνήθεια, του είπε. Επειδή µπορώ. Για αυτό το κάνω, και δε θέλω άλλα ευχαριστώ. Αυτή ήταν η απάντηση. «Μαγιά κρόσκα», -«ψίχουλό µου» και επί της ουσίας, χαϊδευτικά, «αγάπη µου»-, έβαζε µε το νου της ότι θα σκεφτόταν ο Γιούρι... Πόσο χαιρόταν που έδινε χαρά σε έναν άνθρωπο και η σχέση τους άρχιζε και τερµάτιζε εκεί: στο πολυσύχναστο φανάρι της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Τόσο απλά. Τόσο φυσικά. Αυτή ήταν η µικρή πράξη του ιδιαίτερου στη ζωή της. 5

Είναι παράξενα συναρπαστικό, πώς η µνήµη παίζει παιχνίδια µαζί µας. Προτού η Αλεξάνδρα φύγει από την Αγία Πετρούπολη, ήθελε να ακουµπήσει τα τελευταία ρούβλια κάπου. Ακόµη, δεν ήξερε ρωσικά. Μπήκε σε ένα µικρό βιβλιοπωλείο. εν έδειχνε σπουδαίο. Παρόλα αυτά, το λεξικό, αγγλικά-ρωσικά και ρωσικά-αγγλικά, που ζήτησε, υπήρχε. Τότε, ένα µικρό βιβλίο ποίησης διπλάρωσε το µάτι της. Ήταν της Άννας Αχµάταβα. Ενθουσιασµένη και µε το πείσµα της στιγµής, έστω λίγοι από τους στίχους, µε το λεξικό παραµάσχαλα, να της φανερωθούν, αποφάσισε να πάρει και τα δύο. Ήξερε πως τα ρούβλια δεν έφταναν. Ενώ η βιβλιοπώλης δεν δεχόταν δέκα ευρώ σε χαρτονόµισµα, και να καλυφθεί η διαφορά και να επωφεληθεί, µέχρι την ώρα της έκπτωσης, ο χρόνος εξέταζε επιθυµίες και συµφέροντα στο ζύγι. Τελικά νίκησε το διαφέρον, η επιθυµία, το ενδιαφέρον. Μαζί µε τα βιβλία και το δεκάευρω χαρτονόµισµα πήγε στην τσάντα... Αυτήν την πράξη της Ρωσίδας, η Αλεξάνδρα όχι µόνο θα τη θυµόταν, αλλά θα µάθαινε και ρωσικά, µερικά χρόνια αργότερα, στην Αθήνα. Η φετινή χρονιά ήταν δύσκολη αλλά θα µπορούσε να είναι και δυσκολότερη. Στο γραφείο, η Αλεξάνδρα έµενε πολλές ώρες, εννιά ήταν οι σίγουρες, όµως το σηµαντικό ήταν ότι είχε δουλειά. Είχαν δουλειά, γενικότερα, καθώς η εταιρεία δεν είχε κάνει µεγάλες περικοπές προσωπικού, µόνο µισθών και επιδοµάτων. Περισσότερο την ενοχλούσε η συζήτηση για την κρίση. Όλη αυτή η ιστορία για την κρίση, η οποία ήρθε στην Ελλάδα από το παράθυρο της Ευρώπης, θα έπρεπε να έχει και ένα ιστορικό. Κρίση, κρίση, κρίση. Η επανάληψη της ίδιας λέξης δεν βοηθάει να γίνει κατανοητό το πρόβληµα στη βάση του. Σύµφωνα µε τις τέσσερις φάσεις του επιχειρηµατικού κύκλου, όπως όλοι γνώριζαν στην εταιρεία, πρώτα υπάρχει η άνοδος, µετά σηµειώνεται η κρίση, εν συνεχεία διαπιστώνεται η κάθοδος και κάποτε φτάνουµε στην ανάρρωση. Για να αρχίσει ξανά η ίδια πορεία: άνοδος, κρίση, κάθοδος, ανάρρωση. εν είναι δυνατόν, λοιπόν, να είµαστε ακόµη σε αυτήν την κρίση. Στην κάθοδο είµαστε και είναι κοινό µυστικό, αλλά κανείς δεν λέει τίποτε, η Αλεξάνδρα σκεφτόταν. Στην κάθοδο της Αλεξάνδρας προς την Πατησίων, στο γνωστό φανάρι, η Αλεξάνδρα ρίχνει το τοστ µε το αλουµινόχαρτο στον Γιούρι και φεύγει. Εκείνος τη χαιρετά, αλλά τραβιέται απότοµα, κοιτώντας προς τα πίσω. Ένιωσε ένα τσίµπηµα από φλας. Τη µέρα της τιµιότητας, την Τετάρτη, η Αλεξάνδρα είναι από τους πρώτους που παίρνουν τη θέση τους στο γραφείο και ρίχνονται µάχιµοι στις πωλήσεις. Παίρνει τον καφέ δίπλα της. Η µυρωδιά και µόνο, την πείθει ότι δεν είναι µόνη της στον κόσµο και αυτός ο κόσµος δεν είναι από χαρτί... Οι ώρες περνούν. Κάποια στιγµή, πιάνει από το βάθος ένα βλέµµα καρφωµένο επάνω της. εν ξέρει γιατί. Το βλέµµα σηκώνεται και την πλησιάζει. Φοράει κουστούµι, όπως όλοι, τίποτε το ιδιαίτερο. Έχει, 6

όµως, ένα ενοχλητικά ύποπτο χρώµα, ένα ύφος που απαιτεί υποταγή. Σκέφτηκε να αντιµετωπίσει την αµηχανία της, µιλώντας πρώτη. -Αλεξάνδρα. Του δίνει το χέρι της. Εκείνος την κοιτάζει. -Θέλεις κάτι; Τον ρωτάει, ενοχληµένη που δεν της έδωσε το χέρι του. Είναι η σειρά της να τον κοιτάξει επίµονα. Αυτός σκύβει κοντά της. Τον νιώθει να µυρίζει το άρωµα στο λαιµό της και εκνευρίζεται περισσότερο. Περιµένει να δει τι θα της πει. -Σε είδα. -Παρακαλώ; -Αυτό που άκουσες. - εν καταλαβαίνω. -Ήµουν εκεί. Σε είδα να το δίνεις. -Τι να δίνω; -Εσύ θα µου πεις. Αν θέλεις. Γιατί αν δε θέλεις, εγώ µπορώ. Εννοούσε ότι µπορούσε να µάθει. -Συγνώµη αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνω. Και έχω και δουλειά. -Πολλές δουλειές έχεις,...από ό,τι φαίνεται. -Ορίστε; Ποιος είστε; Και γιατί αυτός ο τόνος; -Συνεχίζεις... Ξέρεις γιατί είµαι εδώ. -Γιατί, αλήθεια; -Έχεις ένα λεπτό να µου πεις για ποιον το κάνεις. -Στην ίδια εταιρεία δεν κάνουµε αυτό που κάνουµε; -Κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις, έξυπνη και όµορφη συναδέλφισσα. -Και λέω αυτά που θέλω, όταν θέλω. Τώρα, έχω δουλειά. -Και ξεροκέφαλη. -Και µε γόβα στιλέτο, αν σε ερεθίζει. Του έκλεισε το αριστερό µάτι, προσπαθώντας να του δείξει ότι το ύφος του δεν τη φοβίζει. Αυτός, απτόητος, εξακολούθησε το σκοπό του. - ε µας ακούει κανείς άλλος. Η φωνή του γινόταν πιο χαµηλή. Αντίθετα, η Αλεξάνδρα µιλούσε ήρεµα, αλλά καθόλου χαµηλόφωνα. 7

-Ποιος είσαι; Πες µου το επίθετό σου. Τώρα, γιατί µε ενοχλείς. -Εσύ πρέπει να µου πεις αυτό που θέλω. Η εταιρεία είναι σοβαρή και οι άνθρωποι εδώ έχουµε µια τιµή. ε µπορείς εσύ να την προσβάλλεις. - ε σου επιτρέπω. -Κάτι θα ξέρω. Και σύντοµα θα ξέρουν και άλλοι. - εν έχω ιδέα για τι µιλάς. Αυτό ήταν, ως εδώ. Άσε µε, σε παρακαλώ, να δουλέψω. Να είσαι βέβαιος ότι θα µάθω το επώνυµό σου και το σηµερινό δεν θα µείνει έτσι. Στο υπογράφω ότι δεν θα το αφήσω έτσι. -Ο σεβασµός έχει χαθεί στις µέρες µας. εν έχεις ιδέα για τι πράγµα µιλάω, έτσι; -Έτσι. -Εγώ έχω καθαρό το µέτωπο και δε θα καλύψω τις ανοµίες σου. Έφυγε µε γοργό βήµα, όπως την είχε πλησιάσει, απειλητικά και παράξενα. Σκόπιµα δε θέλησε να του απαντήσει κάτι. Τι µπορούσε να είχε δει; εν είχε κάνει τίποτε για να φοβάται. Η Αλεξάνδρα δε µπορούσε να αντιληφθεί ότι όλος αυτός ο απειλητικός τόνος, που αφορούσε στο τοστ του Γιούρι στο φανάρι της Αλεξάνδρας, θα έπαιρνε άλλη τροπή. Η ζωή θα κυλούσε όπως ήταν να κυλήσει, σκεφτόταν. Σύντοµα, θα µάθαινε το ονοµατεπώνυµο του εισβολέα στο γραφείο της και η υπόθεση θα έµενε εκεί. εν ήταν υποχρεωµένη να του αποκαλύψει το προφανές, ότι µέσα στο αλουµινόχαρτο, υπήρχε ένα τοστ µε µία φέτα ζαµπόν, µία φέτα τρικαλινό όχι το ελαφρύ- και µία λεπτή φέτα ντοµάτα, µε δυο ή τρία σπόρια. Για ποιο λόγο; Ήταν φυσικό να θέλει να δίνει ένα τοστ σε έναν άνθρωπο που επίσης ήθελε να τρώει. εν υπήρχε κανένας λόγος, το φυσικό να πρέπει να αποδειχτεί για φυσιολογικό. Στην πραγµατικότητα, βέβαια, το συµβάν είχε λάβει µεγαλύτερες διαστάσεις. Η συναδελφική ζωή έδειχνε να έχει τους δικούς της κανόνες πραγµατικότητας. Την επόµενη µέρα, σε κάθε πίνακα ανακοινώσεων της εταιρείας, υπήρχαν ασπρόµαυρες φωτογραφίες µε ένα χέρι να παραδίδει ένα τετράγωνου σχήµατος άγνωστο τυλιγµένο περιεχόµενο σε κάποιον αλλοδαπό, µπροστά σε ένα φανάρι. Κάτω από τη φωτογραφία, µε ένα µεγάλο αγγλικό ερωτηµατικό, υπήρχε η ερώτηση: ποια γνωστή και µη εξαιρετέα από εµάς συνδέεται µε υπάνθρωπα στοιχεία στη χώρα µας; Να το πει τώρα. Τα ψέµατα τελείωσαν. Ζήτω εµείς. Της ήρθε ζαλάδα. Ένας βαρύς πονοκέφαλος έκανε την Αλεξάνδρα να νιώσει δέκα χρόνια µεγαλύτερη, µε την απίστευτη τρέλα αυτού του ανθρώπου, τον οποίο η κοινωνία επισήµως αποκαλεί συνάδελφο, να αναρριχάται επάνω στην πλάτη της για να την καταστρέψει. Ένας κισσός µε πόδι πάπιας σκαρφάλωνε ήδη επάνω της και την έπνιγε, φτάνοντας στο λαιµό της, πιέζοντας τους αδένες, τραβώντας και πρασινίζοντας τα µαλλιά της. Γιατί, λοιπόν, τόση άπειρη κακία; 8

Αυτός, ο µάρτυρας της ιστορίας, ήταν πεπεισµένος ότι έκανε το σωστό. Ο σκοπός αγιάζει τα µέσα, είχε µάθει. Οι ξένοι δεν είχαν δουλειά στην Ελλάδα. Πορνεία, εµπόριο ναρκωτικών, εγκληµατικότητα, όλα ήταν µια κοινή απόρροια της εγκατάστασής τους. Έπρεπε να τιµωρηθούν. Αυτό πίστευε και όπλιζε το µάτι του µε µίσος, κάθε φορά που τους συναντούσε στο δρόµο του. Ποτέ, όµως, δεν φανταζόταν ότι µια συνάδελφός του, µία σαν αυτόν, ένας άνθρωπος της ίδιας εταιρείας θα είχε σχέσεις µε κάποιον από αυτούς που προκαλούσαν τα προβλήµατα και τις ταραχές. Αυτό δεν µπορούσε να το δεχτεί. Ήταν αδύνατον να είναι η αλήθεια. Ό,τι και να περιείχε το αλουµινόχαρτο, το συµβάν µετρούσε. Και αυτό, που είχε δει µε τα µάτια του, ήταν βασικό για να χάσει την εµπιστοσύνη του και σε αυτή αλλά και στην εταιρεία. Τι σόι εταιρεία ήταν αυτή που δε µπορούσε να ελέγχει τους εργαζοµένους της; Και συν τοις άλλοις, τώρα, ήταν ιδιαίτερα καχύποπτος για τον τρόπο µε τον οποίο η συνάδελφός του έκανε πωλήσεις και αύξαινε το ρεκόρ της, στην εταιρεία. Ποια ήταν η στρατηγική της και για ποιο λόγο έπρεπε πάλι αυτός να είναι ο ένας που θα αποκαταστήσει τα πράγµατα αντί οι «µεγάλοι» να κάνουν τη δουλειά τους σωστά; Συνέβη η πατρίδα να αποτελέσει το διακύβευµα. Καθόλου τυχαία ή ξαφνικά. Το σύνθηµα «ζήτω η πατρίς» ήταν πίσω από το «ζήτω εµείς». Εµείς οι τέλειοι, οι σωστοί, οι φιλόπατρεις. Εµείς των επιθέτων. Με αυτόν τον τρόπο της επιθετικής γαλούχησης, ο µάρτυρας είχε µεγαλώσει από παιδί. Να είσαι σωστός, δυνατός, σκληρός. Μην κλαις. Μπορείς και άλλο, µπορείς καλύτερα. Μπορείς περισσότερο. Και µε το περισσότερο και το καλύτερα, το µυαλό ταύτισε το καλό µε το πολύ και το πολύ µε το καλό. εν έβλεπε διαφορά ανάµεσα στα δύο, όσο οι µεγαλύτεροι τον τιµωρούσαν µε αξιώσεις και, στον αγώνα του να ανταποκριθεί, εξαρτιόταν ολοένα και περισσότερο από αυτούς. Ενώ η κατανάλωση των επιθέτων στο οικογενειακό περιβάλλον επισκίαζε τα πάντα, µαζί και τις σχέσεις, ενώ οι εξαρτήσεις τον τρέλαιναν, ήταν αδύνατο για το µάρτυρα να αποδεχτεί µια πράξη σκέτη και φυσική, χωρίς επίθετα. Οι άνθρωποι χωρίς επίθετα τον φόβιζαν. Έπρεπε όλοι να έχουν το επίθετό τους. Έπρεπε να έχουν κάτι. Η ουσία χωρίς όνοµα ήταν ακατανόητη, επί των πραγµάτων ήταν αταξινόµητη. Και για αυτό, τώρα, η ακατανόητη πράξη της συναδέλφου ήταν η σπίθα στο φόβο, που έκρυβε µέσα του, όταν οι άλλοι ήταν αυτοί που δεν είχε προβλέψει. Οι απρόβλεπτοι άλλοι, ωστόσο, δεν διέφεραν από τον εαυτό του, εξαιτίας της αυθορµησίας και της παρορµητικότητάς του, γνωρίσµατα του χαρακτήρα του που τον ταξινοµούσαν στους κατεξοχήν απρόβλεπτους ανθρώπους. Παρόλα αυτά, δεν µπορούσε να διαχειριστεί τη σχέση οµοιότητας µε τους αυθόρµητους και απρόβλεπτους, ιδίως όταν είχε να κάνει µε γυναίκες. Επεδίωκε να τις µειώσει για να νιώσει ότι 9

επιβάλλεται. Η εκµηδένιση σήµαινε δύναµη, ισχυρή ταυτότητα, οργάνωση. Ζήτω εµείς. Ζήτω ο έλεγχος. Η Αλεξάνδρα δεν είχε απάντηση στο ερώτηµα «πού πάµε;». Πουθενά δεν πάµε προς το παρόν. Όλοι κάθονταν σαν λαγοί µπροστά στις φωτοτυπίες µε το χέρι και το τοστ της. Απορούσαν. Τίνος ήταν το χέρι; Το τοστ είναι του χεριού, άρα άµα βρεθεί το χέρι, βρέθηκε και το τοστ! Ποιος ήταν ο ξένος, δεν ενδιέφερε το προσωπικό της εταιρείας, διότι ήταν, αυτό που λέµε, ο εξωτερικός παράγοντας. Εδώ, προείχε να βρεθεί αυτή που βρισκόταν ανάµεσά τους. Αυτή που ήταν η διαφορετική. Αυτή ήταν η απειλή. Μέσα σε δυο ώρες ο αρπακτικός εαυτός είχε ξυπνήσει από µέσα τους και όλοι κοιτούσαν όλους, µε κοφτές και διαγώνιες µατιές. Τα καρφάκια φύτρωναν παντού. Ενώ, στη διοίκηση, που είχαν πληροφορηθεί την είδηση, έκαναν σύσκεψη. Τα τρωκτικά µέσα τους άρπαξαν το δόλωµα, και µε την ύποπτη φωτογραφία στα χέρια, είχαν σχεθόν ναρκωθεί από τον καπνό των τσιγάρων στην κλειστή αίθουσα. Απέναντι από ένα πρωινάδικο, που έπαιζε σε µια οθόνη τηλεόρασης,-σαν αυτές που έχουν οι καφετέριες υπερπαραγωγές της πόλης-, οι υψηλά ιστάµενοι αναζητούσαν τη λύση στο ζήτηµα. Βεβαίως, δεν παρέλειπαν να υποψιάζονται και τις δύο κυρίες που συµµετείχαν στη σύσκεψη των επτά. Με τη στάση τους, έδειχναν πως, σε αυτή τη ζωή, όλοι µπορούσαν να έχουν τα µούτρα ενός διαφορετικού που τολµούσε να απειλήσει την ενότητα, την αρχή της κατανάλωσης και το ποίµνιο του συστήµατος. Αυτοί, τώρα, συνεδρίαζαν για τη σκέπη του λόγου. Τι νόηµα θα είχαν τα επίσηµα λόγια τους, αν δεν βρισκόταν αυτή που ήταν άνθρωπος της πράξης και δρούσε φυσικά αντί εταιρικά; Η εταιρική κοινωνική ευθύνη είχε πληγεί θανάσιµα ύστερα από τη δηµοσιοποίηση αυτής της φωτογραφίας. Και αν η εχθρός δρούσε για λογαριασµό µιας άλλης εταιρείας; Πώς ήταν δυνατόν, ήδη, η ίδια φωτογραφία να είχε αναρτηθεί και στο διαδίκτυο; Τίποτε δεν ήταν τυχαίο. Η διοίκηση εκτιµούσε πως αυτή, από καιρό, είχε ορκιστεί να πολεµήσει το κόλπο γκρόσο του συστήµατος. Ήταν δαιµονική. Το χέρι µε το αόρατο πρόσωπο έπρεπε να διαλευκανθεί. Θα όριζαν ακόµη και έλεγχο χεριού. Γιατί δυστυχώς το µυαλό δε φυλακίζεται, φυλακίζεται όµως το χέρι. Και αυτοί θα εφάρµοζαν τη χειρότερη στρατηγική. Θα τιµωρούσαν την ένοχη που µοίραζε ύποπτα πακέτα. Στο πλαίσιο αυτών των αστυνοµικών καταστάσεων, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε αρχικά τουλάχιστον- να µάθει ποιος έβγαλε και κόλλησε τη φωτογραφία... Ο µάρτυρας ένιωθε προδοµένος και απογοητευµένος. Όλοι στους διαδρόµους αναζητούσαν την ένοχη και κανείς δεν επιβράβευε αυτόν. Όλοι µιλούσαν για το περιεχόµενο του αλουµινόχαρτου, υποθέτοντας χόρτο, άσπρη σκόνη, ή προκηρύξεις. Μέχρι και κλεµµένα κινητά σκέφτηκαν, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε το τοστ. 10

Από την άλλη, η Αλεξάνδρα ήταν µπερδεµένη. ηλαδή, αν ένας φωτογραφίσει παιδάκια µε αλουµινόχαρτα, στο προαύλιο ενός σχολείου, αυτοί που θα δουν τη φωτογραφία, δεν θα σκεφτούν το τοστ; Αυτή ήταν η απορία της. Αναλογιζόταν πώς η µοναδικότητα του συµβάντος συνιστά απειλή, για τη σκέψη, και συγχέει τα συµπεράσµατα. Αντίθετα, η επανάληψη διευκολύνει και εναρµονίζει τα πράγµατα. Φαινόταν από τον τρόπο, µε τον οποίο οι συνάδελφοί της αντιδρούσαν, ότι ο ένας-πόσο µάλλον αν είναι ξένος- δεν έχει δικαίωµα σε αυτό που οι πολλοί έχουν. Τότε, ποια ήταν, αλήθεια, τα περίφηµα ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα; Όµως, η Αλεξάνδρα ήταν αυτή που ήταν. εν της άρεσαν ούτε οι ηρωισµοί ούτε οι επιδείξεις. Αν χτυπούσε την πόρτα της διοίκησης, λέγοντας ότι το χέρι ήταν δικό της, εκτός του ότι θα έπρεπε να το αποδείξει, πείθοντας για ένα χέρι-τεκµήριο αντί για ένα όργανο της φύσης του ανθρώπινου οργανισµού, θα αφαιρούσε και το δικαίωµα κάθε πολίτη να δρα φυσικά και στο όνοµα της επιλογής του. Γιατί να πάει και να αποκαλυφθεί; Ήταν ειλικρινής. Η οµολογία δεν χρειαζόταν. Επί της ουσίας, αυτός, που προκάλεσε το θόρυβο, τη γνώριζε για να δώσει το όνοµά της στους «µεγάλους». εν υπήρχε κανένας λόγος, για την Αλεξάνδρα, να δηµοσιοποιήσει την ιδιωτική και συγχρόνως δηµόσια ζωή της, από το φόβο να χάσει τη δουλειά της. εν ήθελε να στερήσει από τον εαυτό της τον τρόπο να είναι φυσική. Επιθυµούσε να παραµείνει χωρίς λόγια, µε χίλια και ένα τοστ για τον Γιούρι. Ενώ, λοιπόν, η Αλεξάνδρα όριζε τη σκέψη σε σχέση µε την ανυπακοή και τη διαφορά απέναντι στην κοινοτοπία του συστήµατος, της οποίας µία παράµετρος ήταν και η τάση για υπεράσπιση-άρα, η έµφαση στην απονοµή δικαιοσύνης-, απέφευγε να έρθει σε διάλογο µε αυτούς, µε τους οποίους δεν είχε και τίποτε να πει. Στην εταιρεία, η σύσκεψη της διοίκησης είχε διαρκέσει για ώρες. Το αποτέλεσµα ήταν η ασυµφωνία απόψεων. Οι δύο κυρίες έλεγαν να κάνουν ανακοίνωση, ότι η ένοχη θα έπρεπε να φανερωθεί, χωρίς να φοβηθεί, καθώς θα υπήρχε απόλυτη εχεµύθεια. ηλαδή, θα έχανε τη δουλειά της, µε συνοπτικές διαδικασίες. Από την άλλη, τρεις κύριοι εκτιµούσαν ότι η ένοχη θα έπρεπε να µείνει στην εταιρεία, παρά την οµολογία της, ως παράδειγµα διαφάνειας και εύρυθµης λειτουργίας του συστήµατος. Τέλος, οι υπόλοιποι δύο κύριοι πρότειναν να οργανώσουν ένα µεγάλο φαγοπότι, ώστε να έχουν την ευκαιρία να περιεργαστούν τα χέρια όλων των γυναικών, που εργάζονταν στην εταιρεία. Στόχος ήταν η ίδια η διοίκηση να βρει την ένοχη, καλλιεργώντας τη δοξασία ότι η εξουσία είναι πάντα ανώτερη και το σύστηµα εξυπνότερο από αυτούς που τολµούν να το αµφισβητήσουν, προσπαθώντας να το γελοιοποιήσουν. Στην πραγµατικότητα, δεν γελοιοποιούν παρά µόνο τους εαυτούς τους. Και όµως, αυτή η τελευταία ιδέα κρίθηκε ανεπαρκής, διότι αυτοί οι δύο 11

ήταν τα φαβορί της διοίκησης, µε βραβεία στο ενεργητικό τους, ώστε εκ των προτέρων ήταν δεδοµένο ότι κανείς δεν θα συναινούσε στην εφαρµογή της πρότασής τους. Τελικά, οι ώρες έφευγαν χωρίς συµφωνία, παρόλο που και οι επτά θεωρούσαν ότι εργάζονταν σκληρά και εκτός ωραρίου, για το καλό όλων και, κυρίως, για το ανθηρό µέλλον της εταιρείας. Ενώ, λοιπόν, προσπαθούσαν να σώσουν την εταιρεία, άκουσαν έναν κτύπο στην πόρτα. Ήταν η πολυτάξιδη Μις Βαρυµπόµπη. Αυτή τη φορά, όχι ως φερέφωνο. Μπαίνοντας, σήκωσε το χέρι της και παίρνοντας την άδεια των «µεγάλων» άρχισε να µιλά: Χαίρεται. Είµαι εδώ για να παραιτηθώ. Εγώ το έκανα, επειδή και εγώ µπορούσα να το κάνω. ικό µου είναι το χέρι, να. Κόψτε το. Επειδή έδωσα τι, ένα τοστ, σε έναν άνθρωπο που τρώει, όπως όλοι; εν καταλαβαίνω. Για ποιο λόγο πρέπει να δικαιολογούµε τα πάντα, επιτέλους, σε αυτή τη ζωή, όταν άλλοι δεν µας δικαιολογούν τίποτα; Γιατί κάνατε περικοπές σε µισθούς και επιδόµατα; εν είχατε κέρδος πέρυσι; Γιατί; Τι µε κοιτάτε, απαντήστε. Φυσικά. Η σιωπή είναι φυσική. Οι πράξεις ποινικοποιούνται. Ευτυχώς πάντα κάποιος υπάρχει, ευτυχώς πάντα δεν είναι όλα πολτός. Και εγώ την είδα. Εδώ και καιρό, χαίροµαι που µία από εµάς βοηθάει χωρίς λόγο, επειδή είναι άνθρωπος, έναν άλλο άνθρωπο. Εδώ και καιρό, εγώ θα ήθελα να ήµουν σαν αυτή. Γιατί, δεν το είχα σκεφτεί... Όλοι γινόµαστε χαρούµενοι µε απλά πράγµατα. Μια αγκαλιά, ένα χαµόγελο, µια καλή κουβέντα, αυτά αρκούν. εν χρειάζονται θαύµατα. Απλά πράγµατα. Της χαράς και της τύχης... Έτυχε να τη δω, την πρώτη φορά, να δίνει το αλουµινόχαρτο από την τσάντα της στον αλλοδαπό. Απόρησα. Μετά παρέµεινα λίγο παραπέρα και είδα τον άνθρωπο να ξετυλίγει και να τρώει ένα...τοστ. Αισθάνθηκα ηλίθια. Μα τι άλλο θα µπορούσε να είναι; Χειροβοµβίδα; Και όµως, αυτή η κοπέλα, που έως πρότινος δεν την είχα προσέξει παρά ελάχιστα στην εταιρεία, µου κίνησε το ενδιαφέρον. Συγκράτησα την ώρα, στο περίπου, και τις επόµενες µέρες παραφύλαγα, κοντά στο σηµείο, πίσω από κάτι λεωφορεία. Και πάλι, ερχόταν, του έδινε το τοστ και έφευγε. ε συνέβαινε τίποτε άλλο και τις είκοσι ηµέρες που την παρακολούθησα. Σε εµένα συνέβαινε. Η αλλαγή ήταν µέσα µου. Ντρεπόµουν που την είχα υποπτευθεί. Ντρεπόµουν που τόλµησα να σκεφτώ ότι αν έβρισκα το µυστικό της, θα ήµουν η ευνοούµενή σας, η πιο πιστή υπάλληλος, η πιο καλή, η πιο άξια... και όταν το εικοστό βράδυ ξύπνησα από έναν εφιάλτη και έκανα εµετό, σταµάτησα. εν υπήρχε λόγος. εν υπήρχε λόγος να υποκρίνοµαι την πιστή. ε µου άρεσε καιρό, τώρα, που µε ορίσατε να κάνω τη συντονίστρια της ευτέρας και να οµαδοποιώ τους υπαλλήλους σας. Γιατί δεν λειτουργούµε σαν οµάδα, 12

παρόλο που αυτό δεν σας απασχολεί. Και γιατί δεν ήταν στα σχέδιά µου να γίνω υπάλληλος στη ζωή µου και µάλιστα κακοπληρωµένη και χωρίς γνώµη. Ξέρω πως σας αιφνιδιάζω αλλά τι θα ήταν ένας πωλητής χωρίς τη δύναµη να αιφνιδιάζει; Είµαι εδώ, επειδή υπήρξα φιλόδοξη και οφείλω στη φιλοδοξία µου. Ήρθα να υπερασπιστώ την παραίτησή µου. εν µε ενδιαφέρει άλλο η εταιρεία σας µε τα ψηλά τακούνια και τις χλιαρές χειραψίες. εν θέλω άλλο να έχουµε σύσκεψη και να σας περιµένουµε είκοσι λεπτά, επειδή οι υπάλληλοι πρέπει να µαθαίνουν να περιµένουν. Βαρέθηκα να περιµένω µια άλλη ζωή. Η ζωή είναι εδώ. Αυτή είναι, να. Το χέρι µου, το ζωηρό µου χέρι. Και το όνειρο έλεγε αυτό ακριβώς. Ήµουν ανάµεσα από µπλε τρένα που έρχονταν γρήγορα, αλλά σταµατούσαν. Παρόλο που τα τρένα είναι δύσκολο έως αδύνατο να σταµατήσουν, εγώ πίστευα ότι θα σταµατήσουν και αυτά σταµατούσαν. Τόσο απλά. Και ξυπνώντας κατάλαβα, δηλαδή, θυµήθηκα. Κατάλαβα επειδή θυµήθηκα ότι ήµουν αισιόδοξος άνθρωπος. Με βούληση και όχι της κατανάλωσης. Με κάνατε να πιστέψω ότι δεν ήµουν τίποτα. Επαναλάµβανα τα ίδια και τα ίδια. Μου σβήσατε την αµφιβολία, η αµφιβολία έγινε µια έννοια αρνητική, µια σκέτη καχυποψία, µέχρι που έτυχε να τη δω, να δίνει το τοστ, και όλα σταδιακά άλλαζαν. Έπαψα να ενοχλούµαι από τα τακούνια σας, τους καθωσπρέπει τρόπους σας, τις απαραίτητες καθυστερήσεις, τις φωνές σας. Έπαψα να σας έχω για καθρέφτες. Γιατί πώς µπορείς να κάνεις καθρέφτες τους ρόλους; εν µπορείς. Καθρέφτης µου έγινε αυτή που ξέρω και δεν σας λέω, γιατί αξίζει να µείνει εδώ, για να µείνετε µε την αµφιβολία, ποια µπορεί να είναι, και µε τη βεβαιότητα ότι αυτή είναι καλύτερή σας. Ναι, αυτή, αλλά ποια αυτή; Όλοι και µία, µία και όλοι είναι καλύτεροί σας εδώ µέσα. Είναι αυτοί που είναι και δεν σας ζητούν και τα ρέστα. Αντίο σας, λοιπόν. Καλή συνέχεια στο έργο σας. Οι επτά µασκοφόροι του συστήµατος έµειναν µε το να κοιτάζουν, ο ένας τον άλλο, απορώντας πώς η µις Βαρυµπόµπη, αυτή η δεδοµένη για δική τους, είχε κάνει την ανατροπή. Μέχρι να το χωνέψουν, αυτή περπατούσε µε το κεφάλι ψηλά στο σκοτεινό διάδροµο προς την έξοδο. Η κόκκινη καµπαρντίνα της κυµάτιζε σαν ουράνιο τόξο στο σκοτάδι. Ανυποµονούσε να µπει στο αυτοκίνητο και να φύγει για µια παραλία, να κάνει ένα τσιγάρο µόνη της, σκαλίζοντας στην άµµο ένα µεγάλο αλλοδαπό ερωτηµατικό, µια µισή καρδιά να ψάχνει κάτω από τα σύννεφα το άλλο της µισό, προτού τα κύµατα ή οι βροχές της αλλάξουν τα σχέδια... Η Αλεξάνδρα την είδε να φεύγει και κατάλαβε και αυτή. Η οδηγός που ήταν κρυµµένη πίσω από τα λεωφορεία, τελικά δεν ήταν ιδέα της ότι την παρακολουθούσε. Όµως, την εµπιστεύτηκε, βασίστηκε στην καλοσύνη των ξένων... 13

Ενώ η κόκκινη καµπαρντίνα είχε ξεµακρύνει, η ελεύθερη γυναίκα αναπολούσε ένα απόσπασµα από τη «Φυγή»: «έχανα τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα, σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική µου φωνή»... Ατυχές περιστατικό, αλλά και ο άντρας, µάρτυρας της εταιρείας, επέλεξε το δικό του τρόπο για να είναι ελεύθερος. Προδοµένος από όλους, µε το παράπονο ότι κανείς δεν τον κατάλαβε, προτίµησε να δώσει τέλος στη ζωή του, θύµα της κρίσης και θύτης του εαυτού του σε κρίση. Η σύµπτωση είναι ότι λάτρευε και αυτός τον Καρυωτάκη. Προτού φύγει, σκέφτηκε «Την ώρα αυτή», τους δύο τελευταίους στίχους που λένε: «θ ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά,/κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας, ήρεµα θα γελάσεις»... Ο Γιούρι είναι ακόµη στην Αλεξάνδρας αλλά δε θέλει να τον ψάξουν. Αγαπάει την Αθήνα, γιατί την ονειρεύεται σαν ένα µεγάλο, λαχταριστό τοστ της Αλεξάνδρας. Και του δρόµου και της φίλης του. Κάθε άνθρωπος είναι και ένας δρόµος, είναι πολλοί άνθρωποι µαζί, ώστε να µπορείς να του αφιερώσεις παραπάνω από 6.000 λέξεις και ένα µπισκότο µε γέµιση σοκολάτας, παχύ. Κάθε άνθρωπος είναι και ένας ακροβάτης, να παλεύει στην άκρη του, για να κάνει και τους άλλους να κατανοήσουν ότι η άκρη δεν είναι παρά η προοπτική του ορίζοντα. 14

15