ΜΑΙΟΣ 2011 Επιμέλεια : Mάρκου, Καρ. Μαρία, Δικηγόρος, Μs Ποινικού Δικαίου
Απάντηση σκέλους Ποινικού Δικαίου Ποινικής Δικονομίας Α) Η εγκληματική ομάδα της παρ. 1 του άρθρου 187 Π.Κ. διαστέλλεται από αυτή της παρ. 3 με βάση τρία κριτήρια ένα ποιοτικό (δομημένη ομάδα), ένα ποσοτικό (τρία ή περισσότερα πρόσωπα) και ένα χρονικό (διάρκεια δράσης). Συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης είναι η καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της. Μέλος της οργάνωσης αυτής είναι εκείνος, που υποτάσσει τη βούλησή του στην οργάνωση χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του στις κατ` ιδίαν πράξεις της οργάνωσης. Δομημένη ομάδα είναι εκείνη που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για τη διάπραξη ενός εγκλήματος αλλά συγκροτείται για να έχει διαρκή δράση, ενώ υποκειμενικώς απαιτείται δόλος κάθε μέλους να θέλει την ένταξη του στην εγκληματική οργάνωση, ήτοι απαιτείται κάθε μέλος να έχει ως σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων από ένα κακουργημάτων, που αναφέρονται στη διάταξη της παρ. 1 (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο ειδικός δε αυτός δόλος νοείται συνολικός (ενιαίος) δηλ. τα μέλη να έχουν προαποφασίσει ήδη κατά την ίδρυση της οργάνωσης ότι η δράση τους θα εκδηλωθεί σε βάθος χρόνου με την τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων και χωρίς να έχουν καταστρωθεί οι λεπτομέρειες κλπ των εγκλημάτων τούτων. Το καρτέλ της κοκαΐνης του Μπιλμπάο (μεγαλέμποροι ναρκωτικών που παρέμειναν άγνωστοι και ασύλληπτοι) έχει τελέσει τις πράξεις της κατοχής, μεταφοράς και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, της οργάνωσης, κατεύθυνσης και εποπτείας της τέλεσης των πράξεων αυτών, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ` επάγγελμα τέλεσης και από ιδιαίτερα επικίνδυνο δράστη, κατά συναυτουργία και της συγκρότησης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Οι πράξεις αυτές τελέστηκαν κατ` επάγγελμα, αφού από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει οι δράστες με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης (σύσταση εγκληματικής οργανώσεως, ίδρυση εταιρείας, εκμίσθωση πλοίου, μακρόχρονη προετοιμασία, κατάλληλα πληρώματα, προκαθορισμένες αρμοδιότητες μελών κ.λ.π.), προκύπτει σκοπός τους 2
για πορισμό εισοδήματος, ενώ εξάλλου, από την ασυνήθιστα μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών που μετέφεραν και επιχείρησαν να θέσουν σε κυκλοφορία, χωρίς να σταθμίσουν την τεράστια ζημιά που θα προκαλούσαν σε ανθρώπους, από τα ταπεινά αίτια (επίτευξη εύκολου κέρδους) που κινήθηκαν για την τέλεση των πράξεων αυτών και από τον εν γένει τρόπο και τις συνθήκες τελέσεως αυτών προκύπτει ότι οι δράστες είναι άτομα ιδιαίτερα επικίνδυνα με έντονη αντικοινωνικότητα και σταθερή ροπή στη διάπραξη εγκλημάτων. Υπήρχε κοινός δόλος,φυσικής εξουσίασης της ποσότητας των πέντε τόνων κοκαΐνης (δια μέσου του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος), αφού την ποσότητα αυτή μετέφεραν με το αναφερόμενο σκάφος, το οποίο είχαν εκμισθώσει για την επίτευξη των σκοπών τους. Β) Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, οι πράξεις του Κωνσταντίνου Παρασκευόπουλου συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων εγκλημάτων της κατοχής, μεταφοράς και παραλαβής ναρκωτικών ουσιών, της οργάνωσης, κατεύθυνσης και εποπτείας της τέλεσης των πράξεων αυτών, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ` επάγγελμα τέλεσης και από ιδιαίτερα επικίνδυνο δράστη, κατά συναυτουργία και της συγκρότησης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Γ) Οι μηχανικοί που αύξησαν την ιπποδύναμη του πλοίου τέλεσαν το αδίκημα του άρθρου 187 παρ. 2 Π.Κ., καθώς διευκόλυναν και υποβοήθησαν με τα υλικά μέσα που παρείχαν την εν λόγω εγκληματική οργάνωση για τη διάπραξη των επιδιωκόμενων από αυτή κακουργημάτων. Δ) Κατά τα ανωτέρω, οι πράξεις του πληρώματος πληρούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων εγκλημάτων της κατοχής, μεταφοράς και παραλαβής ναρκωτικών ουσιών και της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Ι διαίτερα πρέπει να επισημανθεί ότι η φυσική εξουσίαση των πέντε τόνων κοκαΐνης συντελείται δια μέσου του πλοιάρχου και του πληρώματος. Ε) Επειδή, κατά τη διάταξη του αρθ. 8 στοιχ. θ` ΠοινΚ, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους της τέλεσης και για την περίπτωση παράνομου εμπορίου ναρκωτικών φαρμάκων με αυτό συ 3
ντελείται ή διευκολύνεται η πραγματοποίηση τής κυκλοφορίας, με οποιαδήποτε αιτίας, απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών από ατόμου σε άτομο. Ετσι, στα πλαίσια αυτά, υπάγονται η αγορά, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών που δεν προορίζονται αποκλειστικά προς ιδία χρήση.αντίθετα, η απλή αγορά ναρκωτικής ουσίας δεν χαρακτηρίζεται ώς εμπορία και, συνεπώς, η καταδικαστική απόφαση πρέπει ν` αναφέρει, αν η πράξη είναι αξιόποινη στον τόπο τελέσεως, διότι στην περίπτωση αυτή η ελληνική ποινική δικαιοδοσία δεν εκτείνεται σ` αυτή βάσει τής παραπάνω διατάξεων. Συνεπώς, στη προκειμένη περίπτωση τα Ελληνικά Δικαστήρια είναι αρμόδια να δικάσουν εκ νέου το πλήρωμα του εν λόγω σκάφους. ΣΤ) Κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν δοθεί σʹ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 και 526 του ίδιου Κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αποκλειστικά στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου και αφορούν αποφάσεις ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων. Δεν εμποδίζεται, αντίθετα, ποινική δίωξη στην ημεδαπή από απόφαση αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου. Εναπόκειται περαιτέρω στο νομοθέτη να θεσπίσει περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη αναγνώριση των αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων. ʹΕτσι ορίζεται με το άρθρο 9 παρ. 1 του Π.Κ., ότι η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται αν ο υπαίτιος δικάστηκε για την πράξη αυτή στην αλλοδαπή και αθωώθηκε ή αν, σε περίπτωση που καταδικάστηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. Κατά την παράγραφο όμως 2 του ίδιου άρθρου, η διάταξη αυτή δεν ε φαρμόζεται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8 Π.Κ. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου με την οποία ο κατηγορούμενος αθωώθηκε αμετάκλητα ή καταδικάστηκε και εξέτισε την ποινή του εμποδίζει νέα δίωξη στην ημεδαπή. Εξαίρεση ισχύει επί καταδικαστικής αλλοδαπής απόφασης αν δεν έχει αποτιθεί ολόκληρη η ποινή, καθώς και για τα εγκλήματα που ορίζει το άρθρο 8 του Π.Κ., στα οποία περιλαμβάνεται (υπό στοιχείο θʹ) και το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων (ουσιών). Για τις περιπτώσεις αυτές δεν εμποδίζεται νέα 4
δίωξη, πλην όμως προβλέπεται από το άρθρο 10 του ίδιου Κώδικα, η αφαίρεση της ποινής που έχει εκτιθεί στην αλλοδαπή από την ποινή που επιβλήθηκε τυχόν ακολούθως στην ημεδαπή. Αυτά ισχύουν, βεβαίως, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική με άλλα κράτη συμβατική ρύθμιση, η οποία είναι δεσμευτική για τα συμβληθέντα μέρη. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ που προαναφέρθηκε επιβάλλει την υ ποχρέωση στα Συμβαλλόμενα Κράτη να δημιουργήσουν, σύμφωνα με τις συνταγματικές τους διαδικασίες και τις διατάξεις του Συμφώνου, τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν τη λήψη μέτρων νομοθετικού ή άλλου χαρακτήρα, καταλλήλων για την προστασία των δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται στο Δ.Σ. στις περιπτώσεις όπου τέτοιες διατάξεις ή μέτρα δεν έχουν ήδη προβλεφθεί. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 14 του Δ.Σ. καθιερώνεται η αρχή ότι ʺκανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικαστεί με οριστική απόφαση, που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο στην ποινική δικονομία κάθε χώραςʺ. Η διατύπωση αυτή σημαίνει αλλά και η πρόδηλη έννοια της διάταξης αυτής δεν μπορεί να είναι παρά ότι κανένας δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται και πάλι από τα δικαστήρια κάθε επιμέρους συμβαλλόμενης χώρας, ήτοι ʺτου ίδιου Κράτουςʺ. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο Σύμφωνο που παρέχει οδηγίες προς τα συμβαλλόμενα Κράτη Μέλη για την προσαρμογή της νομοθεσίας τους. Συνεπώς οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασμένο ή ανάλογη δέσμευση με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Δ.Σ. διότι αυτή αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλόμενου Κράτους. Όμως η αρχή αυτή (ne bis in idem) είχε προβλεφθεί ήδη από τον ημεδαπό νομοθέτη, με τη διάταξη του άρθρου 57 ΚΠοινΔ, που προαναφέρθηκε, επαναλήφθηκε δε και με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) το οποίο κυρώθηκε με το ν. 1705/1987, σύμφωνα με την οποία ʺκανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτούʺ. Στην προκείμενη περίπτωση, εάν προβληθεί ένσταση δεδικασμένου στα Ελληνικά Δικαστήρια, η εν λόγω θα απορριφθεί ως αβά 5
σιμη, αφού τα Ελληνικά Δικαστήρια θα δεχτούν ότι η διάταξη του άρθρου 57 του ΚΠΔ δεν έχει εφαρμογή, όσον αφορά τις εγκληματικές πράξεις που έχει τελέσει το ως άνω πλήρωμα. Ζ) Το άρθρο 9 Π.Κ καθιερώνει την αρχή της διευθετήσεως και απαριθμεί τις περιπτώσεις στις οποίες αποκλείεται η ποινική δίωξη για πράξεις που τελέστηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό ή αλλοδαπό και για τις οποίες υπάρχει ποινική εξουσία με βάση τα άρθρα 6 και 7 Π.Κ. Με το άρθρο αυτό εισάγεται δικονομικό κώλυμα προκειμένου να αποφευχτεί η διπλή τιμώρηση του υπαιτίου (ne bis in idem ή άλλως double jeopardy) και σε περίπτωση συνδρομής του η δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη. Σε περίπτωση καταδίκης το άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνο αν ο υπαίτιος εξέτισε ολόκληρη την ποινή του. Αν εκτίθηκε μερικά εφαρμόζεται το άρθρο 10 Π.Κ που εισάγει την αρχή του συνυπολογισμού ή συμψηφισμού των ποινών. Δεν θεωρείται ότι εκτίθηκε ολόκληρη η ποινή αν ο καταδικασθείς απολύθηκε με όρο ή να του χορηγήθηκε αναστολή εκτελέσεως. Άρα, τα Ελληνικά Δικαστήρια προτού επιβάλλουν κάποια ποινή θα λάβουν υ πόψη τους την επιβληθείσα και εκτιθείσα ποινή των αλλοδαπών δικαστηρίων. 6