ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 1.Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου βασίζονται στη μνήμη και στην παρατήρηση. Ανήκουν στο κλίμα της σχολής της Θεσσαλονίκης και του εσωτερικού μονολόγου. Ο Ιωάννου χρησιμοποιεί ως βασικό υλικό τα βιώματά του και συνθέτει με τα κείμενά του μια τοιχογραφία-μωσαϊκό της Θεσσαλονίκης και των ανθρώπων της βασισμένος στην παρατήρηση και την ενατένιση του μέσα χώρου. Στα περισσότερα πεζογραφήματά του ο κεντρικός πυρήνας είναι μια νύξη, όχι περιστατικό, γύρω από το οποίο πλέκει μετά όλο το πεζογράφημα, αλλά πάντα με βάση βιωμένα στοιχεία. Το βίωμα ξεχωρίζει από τα στοιχεία της εμπειρίας. Οι εμπειρίες του αφορούν τα μέρη όπου έζησε και το κοινωνικό του περιβάλλον που εντάσσεται στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής, του Εμφυλίου, της ανοικοδόμησης, και αργότερα στην Αθήνα. Όλες αυτές οι εμπειρίες μεταστοιχειώνονται στη συνείδησή του και αποτελούν το λογοτεχνικό υλικό. Τα πεζογραφήματά του ως «βιωματικά» περιέχουν μια μεταπλασμένη ζωή, κάτι μεταξύ αυτοβιογραφικού και φανταστικού. «Τα πράγματα αποτυπώνονται με μέσο την εξομολόγηση, ο χαρακτήρας συνήθως περνά σε δεύτερη μοίρα, ενώ η αφήγηση, που είναι συνήθως πρωτοπρόσωπη, έχει χαρακτήρα καταγραφικό ή και χρονογραφικό. Η συμβολή του βρίσκεται στον τρόπο που απομονώνει το κάθε περιστατικό, στην έντονη συγκινησιακή φόρτιση και την ακρίβεια και καθαρότητα της γλώσσας του». (Α. Βιστωνίτης) 2. Στο κείμενο κυριαρχούν οι κύριες προτάσεις, που δίνουν μικρές περιόδους ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται λεξιλόγιο καθημερινής γλώσσας εντελώς ανεπιτήδευτο.
Χαρακτηριστικά μικροπερίοδου λόγου: Από την πρώτη παράγραφο παρατηρούμε ότι οι περίοδοι είναι περισσότερες από τις αράδες του κειμένου ( 9 περίοδοι σε 7 αράδες ). «Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο σε λίγο θα σχολάσουν και θ αρχίσουν να καταφτάνουν οι μεγάλοι.» Χαρακτηριστικά καθημερινής γλώσσας: «κουρασμένοι απ τη δουλειά, έρχονται πιο καστανοί, παντάξενος, πονηρά πράγματα». 3. Ο συγγραφέας, παιδί προσφύγων, παρουσιάζεται αλλοτριωμένος μέσα στο πλήθος των ανθρώπων της μεγαλούπολης ενώ παράλληλα άρρηκτα δεμένος με τους προγόνους και τις ρίζες του. Γι αυτόν ο όρος πατρίδα δε σημαίνει τον τόπο γέννησης αλλά τον τόπο καταγωγής των γονέων του, έστω κι αν δε γεννήθηκε εκεί ή δεν τον έχει καν γνωρίσει. Σε όλο το πεζογράφημα μάς μεταδίδεται με μεγάλη συγκίνηση αυτός ο ακοίμητος καημός για την χαμένη και αλησμόνητη πατρίδα της Ανατολικής Θράκης. Το αίμα κουβαλάει μια μνήμη, είναι η εσωτερική φωνή των προγόνων μας, της ράτσας μας, της πατρίδας. Μέσα σε αυτό το αίμα φέρουμε όλη την κληρονομιά μας, τους αγαπημένους και την ιστορία τους, τις κακοπάθειες και τη ζωή τους. Ο συγγραφέας, περιπλανώμενος ανάμεσα στους πρόσφυγες, ανακαλύπτει την αγάπη της ράτσας και έχει την αίσθηση της συντροφικότητας που τον δένει με το παλιό, με τις ρίζες του. Λαχταράει την επικοινωνία με τους όμαιμούς του, οι συναντήσεις τους φορτίζονται συναισθηματικά, επειδή θυμίζουν την κοινή πατρίδα και καταγωγή - το αίμα - καθώς επίσης και την κοινή ιδιότητα, αυτή του πρόσφυγα που παλεύει να στεριώσει μέσα στη νέα πατρίδα που, εν τέλει, αντί για μάνα, αποδεικνύεται μητριά. Νιώθει αυτή την άυλη, εσωτερική λαχτάρα του αίματος, της αόρατης έλξης εκφράζοντας έτσι την άποψή του για το δισυπόστατο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Όλα αυτά, βέβαια, τα συναισθήματα δικαιολογούνται, αν σκεφθούμε ότι τα παιδιά προσφύγων συχνά ακούνε από τους γονείς ή τους παππούδες ιστορίες, συζητήσεις, περιγραφές για τη χαμένη πατρίδα, τα σπίτια, τους φίλους, τις παραδόσεις και όλα αυτά δοσμένα με μια νοσταλγική ωραιοποίηση του παρελθόντος. Πέραν τούτου, όμως, όπως προείπαμε, οι άνθρωποι, ως πνευματικά και, κυρίως, ψυχικά όντα είμαστε η κιβωτός των προγόνων μας, το αίμα της ράτσας μας θυμάται τις ρίζες και βαρύνεται με τα όνειρα και τις προσδοκίες όχι μόνο αυτών που πέρασαν αλλά και εκείνων που θα έρθουν. 4. Ένα άλλο σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο που θίγεται είναι η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου των μεγαλουπόλεων. Ο συγγραφέας βιώνει μια άλλη μορφή προσφυγιάς, νιώθει αλλοτριωμένος, χωρίς ρίζες και δεσμούς, χωρίς ταυτότητα, ξένος ανάμεσα στο αδιάφορο πλήθος. Δύο εντελώς αντιθετικές εικόνες - η πρώτη, της συνοχής των προσφύγων μέσα στους συνοικισμούς και η δεύτερη, της απομόνωσης των αστών - υπογραμμίζουν ακόμη πιο γλαφυρά τον πόνο και την πικρία του συγγραφέα. Μας δίνονται κάποιες χαρακτηριστικές λέξεις και φράσεις που περιγράφουν το σύγχρονο τρόπο ζωής, όπως: μεγάλες αρτηρίες, ανάβει το κόκκινο, αυτοκίνητα, το πλήθος, οι μηχανές, πλακόστρωτο και χρησιμοποιείται μια ευφυής συνειρμική παρομοίωση με την οποία συσχετίζονται οι μεγάλες οδικές αρτηρίες με εκείνες του κυκλοφορικού συστήματος και το πολυάριθμο πλήθος με τα απειράριθμα αιμοσφαίρια, που κυκλοφορούν ταχύτατα. Ο συγγραφέας μας λέει ότι, όταν καμιά φορά σταματά να περπατά, νιώθει τους βιαστικούς περαστικούς να σκοντάφτουν και να περιφέρονται γύρω του, όπως το νερό που περνά γύρω από το κούτσουρο. Είναι τόσο αδιάφοροι όλοι που ο συγγραφέας νιώθει πως, «αν καμπυλώσει τη ράχη του», θα περάσουν από πάνω του. Αυτό του φέρνει στο μυαλό το έθιμο της Γονατιστής, όπου ο αφηγητής σκύβει βαθιά στο χώμα για να μην
ενοχλήσει το πέρασμα των ψυχών. Ακόμη και μέσα στην ανωνυμία του πολύβουου πλήθους, νιώθει να επιβιώνουν μέσα του όλοι οι πρόγονοι με τα πολιτισμικά στοιχεία της ράτσας και της πατρίδας του. Παρόντα εδώ όλα τα λαογραφικά στοιχεία με τις χριστιανικές και αρχαιοελληνικές δοξασίες. 5. Και τα δύο κείμενα έχουν ως κοινό θεματικό άξονα το θέμα της προσφυγιάς γενικότερα. Πιο συγκεκριμένα, ο Ιωάννου στο πεζογράφημά του αναφέρεται με μεγάλη συγκίνηση στην οδύνη του πρόσφυγα που ζει μακριά από την πατρίδα και στη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου που ζει αλλοτριωμένος μέσα στο πλήθος, μόνος μακριά από τη ζεστασιά των ανθρώπινων σχέσεων, μακριά από τη ράτσα και τις παραδόσεις των όμαιμών του. Αυτόν τον καημό του πρόσφυγα ο συγγραφέας κατορθώνει να μας τον μεταδώσει με ιδιαίτερη θέρμη καθώς ο ίδιος είναι παιδί προσφύγων της Ανατολικής Θράκης. Στον Ιωάννου, βρισκόμαστε σε ένα καφενείο σε έναν προσφυγικό συνοικισμό ο τόπος δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα αλλά λειτουργεί γενικευτικά - στη Θεσσαλονίκη, βραδάκι, στα μεταπολεμικά χρόνια γύρω στο 1960. Ο συγγραφέας ταυτίζεται με τους πρόσφυγες που αποτελούν τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις και προσπαθεί να μεταλάβει κάτι από τη ράτσα. Ο ίδιος ζει στην πόλη, ξένος και μόνος, δέσμιος των ψευτοϊδανικών του αστικού πολιτισμού. Η επαφή λοιπόν με τους πρόσφυγες ικανοποιεί τη λαχτάρα του για τη ράτσα και του δίνει την αίσθηση της συντροφικότητας. Νιώθει πως γυρίζει επιτέλους στην πατρίδα που δε γνώρισε ποτέ κι όμως «το αίμα του από εκεί μονάχα τραβάει». Έλκεται προς τα εκεί, η ψυχή του έλκεται από την αλήθεια και την καθαρότητα των προσφύγων, το αίμα του κουβαλάει τη μνήμη των προγόνων του που, σιωπηλοί και αόρατοι, επιβιώνουν μέσα του. Στο κείμενο αναφέρεται η αντιμετώπιση των προσφύγων από τις κρατικές υπηρεσίες και από τους ντόπιους. Τους ενέσπειραν τη
διχόνοια, τους εκμεταλλεύθηκαν, τους ενέπλεξαν σε εμφύλιο σπαραγμό και, όταν οι πρόσφυγες έδειξαν τη δύναμή τους, οι γραφειοκράτες τους ώθησαν σε μετανάστευση (υπαινίσσεται το μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων εργατών κυρίως προς τη Δ. Γερμανία το 1950-1960). Οι πρόσφυγες υπέστησαν, επίσης, την εχθρότητα, το μίσος, την αντιπάθεια, τη δυσπιστία, την επιφύλαξη και, γενικότερα, τον κοινωνικό ρατσισμό των γηγενών. Στο κείμενο του Καλούτσα ο αφηγητής είναι ο κύριος Μ., αστυνομικός διευθυντής των ΜΑΤ, ο οποίος βρισκόμενος μέσα σε ένα λεωφορείο με πρόσφυγες που προέρχονταν από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, κάνει κάποιες σκέψεις για την τύχη αυτών των ανθρώπων, την υποδοχή τους από το κράτος και τους Έλληνες, την καινούρια τους ζωή, τις προσδοκίες, τα όνειρα και ίσως, τελικά τη διάψευση των ελπίδων. Ο χώρος είναι η Θεσσαλονίκη, αναφορά γίνεται και στην Χαλκιδική και τοποθετούμαστε χρονικά στη δεκαετία του 1990. Σε αντίθεση με τους «προσφυγικούς» ο αφηγητής δεν έχει καμιά φυλετική συγγένεια με τους πρόσφυγες που προέρχονται από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και δεν ταυτίζεται με αυτούς κοινωνικά ωστόσο, αξιοπρόσεχτο είναι πως συμμερίζεται με βαθιά ανθρωπιά όλα τα προβλήματα, τη μοίρα και την τύχη αυτών των ανθρώπων που εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους προσδοκώντας μια καλύτερη ζωή στο νέο τόπο. Το κράτος αποδείχθηκε ανέτοιμο να βρει μια ριζική λύση στην έλευση αυτού του τεράστιου προσφυγικού κύματος με συνέπεια τώρα οι άνθρωποι αυτοί να αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας και τις συνέπειες της αποτυχίας, τα ναρκωτικά και την πορνεία. Οι συνθήκες διαβίωσής τους είναι άθλιες (ερειπωμένα σπίτια με υγρασία και μούχλα), αποτελούν τη νέα φτωχολογιά αλλά, παρόλη τη νοσταλγία για την πατρίδα τους, συνεχίζουν να διατηρούν το χαμόγελο, τη χαρά για τη ζωή και την καθαρότητα στο βλέμμα. Αποτελούν «υπέροχο ανθρώπινο υλικό» και γι αυτούς η μόνη επιλογή είναι η επιβίωση.
Προς το τέλος του κειμένου μάς δίνεται η ιστορία ενός γέροντα πρόσφυγα που, με αφορμή το δέντρο-μιμόζα του κυρίου Μ., αναθυμάται και νοσταλγεί «ρημαγμένος» την πατρίδα που άφησε. Ωστόσο, υπερήφανος, παρόλη τη θλίψη, συνεχίζει το δρόμο του αφού στο τέλος-τέλος η ζωή δε μας επιτρέπει πισωγυρίσματα, οι απώλειες του καθενός ανήκουν στο παρελθόν, με αυτές πρέπει να ζήσει αφού η μόνη επιλογή είναι το τώρα. Ορμώμενος από τον πρόσφυγα-παππού ο κύριος Μ. θυμάται έναν άλλον Γεωργιανό γέροντα από μια φωτογραφία στην εφημερίδα που, στο τέλος της ζωής του, ξεριζωνόταν, κουβαλώντας στην πλάτη του, διπλωμένος, όλα τα υπάρχοντά του, ένα στρώμα και μια βαλίτσα. Και τα δύο κείμενα πραγματεύονται την οδύνη, τη νοσταλγία και τον καημό του ξεριζωμού γενικότερα καθώς και τον αγώνα των ανθρώπων να τα καταφέρουν, παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας και τον κοινωνικό ρατσισμό των γηγενών. Στο κείμενο του Ιωάννου δε μας δίνονται λεπτομέρειες για τη διαβίωση και τον καθημερινό τους αγώνα, ωστόσο μεταδίδεται με ιδιαίτερη συγκίνηση όλη η λαχτάρα του αφηγητή για την πατρίδα και ο σεβασμός στους προγόνους και την παράδοση. Η οδύνη για τον ξεριζωμό είναι ένα συναίσθημα που αφορά όλους τους ανθρώπους, υπερβαίνει τα εθνικά όρια, τις φυλές και τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Ο άνθρωπος είναι το κέντρο των πάντων, αυτός προτάσσεται και προκαλεί τη συγκίνησή μας αυτό το κοινό μήνυμα μεταδίδουν και τα δύο κείμενα. ΟΡΟΣΗΜΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΑΝΝΑ ΑΜΑΝΑΤΙΔΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ