ημήτρης Καρακούσης Μελιπεριπέτειες ενός Μελισσοκόμου ΙΗΓΗΜΑΤΑ AKAKIA 2013
Copyright Dimitris Karakousis 2013 Published in England by AKAKIA Publications, 2013 AKAKIA Publications St Peters Vicarage Wightman Road London N8 0LY, UK 0044 203 28 66 550 0044 7411 40 65 62 www.akakia.net publications@akakia.net ημήτρης Καρακούσης Μελιπεριπέτειες ενός Μελισσοκόμου Editing / Φιλολογική Επιμέλεια: Στεφανή Ευαγγελία, Γιώτη Ελένη Cover Images: Photo captured by Dimitris Karakousis All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the AKAKIA Publications, at the address above. ISBN: 978-1-909550-65-0 Copyright Dimitris Karakousis 2013 London, UK
Αφιερώνω αυτό το βιβλίο στα παιδιά μου, Ραλία και Θάνο, και στην Πάτμο που αποτέλεσε για εμένα πηγή έμπνευσης.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος Η μύηση Το πάθημα Τα βατραχοπέδιλα Το ζωντανό Ο μασκαράς Αχ! έρωτα Το παιχνιδιάρικο μελίσσι Το θαύμα Περί νοικοκυροσύνης Φοβού τους κλέφτες Τα κεράκια Βοήθεια Κόλλησα Φροντίζω, άρα αγαπώ Το τσιμπηματάκι Μέλι από έλατο ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Πρόλογος Η ενασχόλησή μου με τη μελισσοκομία είχε ως αποτέλεσμα να βιώσω διάφορες καταστάσεις. Ειδικά τα πρώτα χρόνια που ασχολήθηκα με αυτή ως νέος μελισσοκόμος έζησα διάφορα ευτράπελα αλλά και στιγμές που με συγκίνησαν και έμειναν χαραγμένες στη μνήμη μου. Αποφάσισα, λοιπόν, κάποιες από αυτές να τις μεταφέρω στους αναγνώστες. Επιπλέον, μέσα από αυτές τις αυτοτελείς ιστορίες που περιέχει το βιβλίο θα παρακολουθήσετε την κοπιαστική εργασία που πρέπει να καταβάλει ένας μελισσοκόμος, ώστε να έχει μια καλή παραγωγή μελιού μα και τα τυχόν ρίσκα που καλείται κατά καιρούς να πάρει. Τέλος, γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιάσω τον όμορφο κόσμο της μέλισσας και πως μέσω αυτής έζησα μοναδικές στιγμές. ημήτρης Καρακούσης
Η μύηση Το κουδούνι ακούστηκε και παιδιά ξεχύθηκαν έξω από τις τάξεις για να δροσιστούν. Η ζέστη που επικρατούσε μέσα σε αυτές, ήταν αφόρητη. Σεπτέμβριος μήνας και δεν έλεγε να δροσίσει ακόμη. Ζαλισμένος από την παράδοση του μαθήματος, κινήθηκα προς το γραφείο των εκπαιδευτικών. Μπαίνοντας μέσα, είδα ένα βιβλίο στο πάτωμα. Έσκυψα και το πήρα στα χέρια μου. «Κάποιου συνάδερφου θα του παράπεσε» σκέφτηκα. Θα το είχα αφήσει ευθύς αμέσως, εάν η εικόνα στο εξώφυλλο δεν τραβούσε σαν μαγνήτης το βλέμμα μου. Μια μέλισσα καθόταν σε μια κηρήθρα που ήταν γεμάτη από μέλι. Κάθισα στην καρέκλα του γραφείου μου με το βιβλίο στα χέρια. εν το ξεφύλλισα αλλά εξακολουθούσα να κοιτάζω το εξώφυλλο. Τι μπορεί τελικά να σου κάνει μια εικόνα! Παιδικές αναμνήσεις ξεπήδησαν από τη μνήμη μου που με έκαναν να αρχίσω να αναπολώ το παρελθόν. Ήμουν δεν ήμουν δέκα ετών, όταν οικογενειακώς μετακομίσαμε σε ένα χωριό λόγω της δουλειάς του πατέρα μου. Παράδεισος για μένα που, μετά τα τείχη της πόλης, βρέθηκα στη φύση. Μόλις τέλειωσε το σχολείο αρχές καλοκαιριού και ξεκίνησαν οι διακοπές, ξαμολήθηκα στη γύρω περιοχή. Λόφοι, ποταμάκια, χωράφια με καλλιέργειες, όλα περίμεναν να εξερευνηθούν από εμένα. Μια μέρα, λοιπόν, βρέθηκα σε ένα ποταμάκι και βάλθηκα ξυπόλητος μέσα στο νερό να κυνηγώ βατράχια, όταν ένα παράξενο βουητό ακούστηκε κοντά μου. Μου κίνησε την περιέργεια και άρχισα να ερευνώ τριγύρω για να δω τι είναι. Στις όχθες του ποταμού υπήρχαν πλατάνια, οπότε ξαφνικά σε μια κουφάλα ενός τεράστιου πλατανιού, είδα να μπαινοβγαίνουν έντομα. «Τι κάνουν αυτά εκεί;» αναρωτήθηκα και με την περιέργεια του μικρού εξερευνητή κινήθηκα για να δω. Πλησίασα λοιπόν, και τότε ένιωσα ένα τσίμπημα στο μέτωπό μου. Αμέσως αντέδρασα, φέρνοντας το ένα χέρι μου στο μέτωπο, και άρπαξα το έντομο. Ο πόνος που ένιωθα με έκανε να το κρατάω στη χούφτα μου με δύναμη. Απομακρύνθηκα αμέσως και κίνησα για το χωριό. Στη διαδρομή ο πόνος υποχώρησε, αλλά εγώ συνέχισα να κρατώ σφιχτά το έντομο στο χέρι μου.
Περνώντας από το εκκλησάκι του Αϊ Γιώργη με τις αιωνόβιες βελανιδιές, συνάντησα τον παπα-γιώργη που εκείνη την ώρα ασβέστωνε τον περίγυρο από το εκκλησάκι. Αμέσως έτρεξα να ασπαστώ το χέρι του. Ηλικιωμένος και ευγενική φυσιογνωμία ο παπα-γιώργης. Αγαπητός σε όλους τους συγχωριανούς του και πάντα ενέπνεε σεβασμό. «Για πού βιαστικός παιδί μου;» με ρώτησε με μια καλοσυνάτη φωνή. εν του απάντησα. Βλέπεις ήμουν ντροπαλό και συνεσταλμένο παιδί. «Μα! για να δω. Τί είναι αυτό στο μέτωπό σου;» μου είπε, και έσκυψε για να δει καλύτερα. Αποφάσισα να σπάσω τη σιωπή μου και να μιλήσω. «Κάτι με τσίμπησε παππούλη και μάλιστα το κρατάω στο χέρι μου» του είπα και άνοιξα τη μικρή μου χούφτα. «Α! μια μελισσούλα» έκανε ο παπα-γιώργης μόλις την είδε. «Έλα παιδί μου στο εκκλησάκι να περιποιηθούμε το τσιμπηματάκι και να μου πεις τι έγινε» μου είπε με μια γλυκιά φωνή. Αφού μου αφαίρεσε το κεντρί και έβαλε μια αλοιφή επάνω στο σημείο που είχα τσιμπηθεί του εξιστόρησα τι είχε συμβεί. «Πάμε να μου δείξεις που είναι», είπε, αφού με άκουσε με προσοχή. Τον οδήγησα, λοιπόν, στον πλάτανο με τη φωλιά του μελισσιού και έμεινε λίγη ώρα να την κοιτάει. Ξαφνικά, γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «Αυτά τα έντομα που βλέπεις, είναι μέλισσες και μας δίνουν ένα πολύτιμο αγαθό. Το μέλι». «Ναι, αλλά γιατί με τσίμπησε μια από αυτές; Εγώ δεν τους έκανα τίποτα κακό» τον ρώτησα με παιδική αφέλεια. «Γιατί πλησίασες τη φωλιά τους και σε νόμισαν για εχθρό. Πάμε όμως τώρα στην αποθήκη μου να πάρω κάποια πράγματα» μου είπε, και κίνησε για εκεί. εν καλοκατάλαβα. Σε λίγο έμπαινα σε μια αποθήκη από ξύλινα σανίδια που μύριζε έντονα κερί. Έβγαλε τα ράσα και φόρεσε μια λευκή στολή. «Τί στολή είναι αυτή παππούλη;» «Ασχολούμαι πολλά χρόνια με τις μελισσούλες παιδί μου και τώρα θα πάμε να πάρουμε λίγο μέλι από αυτό που βρήκες», μου απάντησε με ένα αχνό χαμόγελο. Πήρε στο μεταξύ κάποια πράγματα μαζί του που σ εμένα φαίνονταν περίεργα. Σ ένα μάλιστα, το άνοιξε και έβαλε ξερά φρύγανα μέσα.
«Τί είναι αυτό παππούλη;» τον ρώτησα μιας και μου κίνησε την περιέργεια. «Αυτό λέγεται καπνηστήρι και θα με βοηθήσει να ρίξω καπνό στις μελισσούλες για να ζαλιστούν, έτσι ώστε να δουλέψω ήσυχα», μου είπε. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, και σε λίγο φτάσαμε στο μελίσσι. Έβαλε φωτιά στο καπνηστήρι και εγώ από μακριά τον είδα φορώντας αυτή την αλλόκοτη στολή, να ρίχνει καπνό στην κουφάλα του δέντρου. Η όλη διαδικασία με είχε συνεπάρει. Φαινόταν στα μάτια μου σαν ένα μυστήριο τελετουργικό. Στο μεταξύ ο παπα-γιώργης, έβγαλε μερικά κομμάτια από μέσα, που δεν ήξερα όμως τι είναι, και τα έβαλε σε ένα δοχείο που είχε φέρει μαζί του. Σαν τελείωσε, επιστρέψαμε στην αποθήκη και εκεί άνοιξε το δοχείο. «Έχεις φάει ποτέ κηρήθρα με μέλι;» με ρώτησε χαμογελώντας κάτω από την άσπρη του γενειάδα. «Κηρήθρα; ε νομίζω παππούλη». Αυτός τότε έβγαλε ένα κομμάτι και μου το έδωσε. «ικό σου παιδί μου. Να το φας να μου πεις εάν σου αρέσει», μου είπε. ε θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εκπληκτική γεύση στον ουρανίσκο μου που με έκανε να χαραχτεί για πάντα στο μυαλό μου. Στο μεταξύ ο παπα-γιώργης συνέθλιψε τις κηρήθρες και τις στράγγιξε. Το μέλι μαζεύτηκε σε δυο ντενεκέδες. «Άντε καλοφάγωτο. Πάρε να το γευτείς με τους δικούς σου» μου είπε, και μου το έδωσε. Το πήρα, και όλο χαρά έφυγα για το σπίτι μου. Σαν έφτασα σπίτι, βρήκα τη μάνα μου να ξεφουρνίζει ψωμί εκείνη την ώρα. «Μάνα, κοίτα τι έφερα» είπα όλο χαρά και με κάποια δόση βέβαια περηφάνιας. Γύρισε και με είδε που κουβαλούσα τους ντενεκέδες και θα αναρωτήθηκε με το δίκιο της, τι έφερνα πάλι σπίτι, μιας και από τις εξερευνήσεις μου πάντα κάτι κουβαλούσα. Χελώνες, βατράχια μέχρι και σκαντζόχοιροι είχαν παρελάσει από το σπίτι. «Τί έφερες πάλι;» μου είπε η μάνα μου χαμογελώντας. Άνοιξα τα καπάκια από τους ντενεκέδες και της έδειξα το μέλι. «Πού το βρήκες το μέλι;» με ρώτησε, κοιτώντας με περίεργα. Κάθισα, λοιπόν, και της εξιστόρησα τι είχε συμβεί. Η μητέρα μου, αφού με άκουσε, πήρε φρεσκοψημένο ψωμί, έκοψε δυο φέτες και άπλωσε μέλι. Καθίσαμε και φάγαμε χωρίς να μιλάμε απολαμβάνοντας τούτο το δώρο της φύσης.
υο μέρες μετά, την Κυριακή, αφού αμόλησε η εκκλησιά, ο παπα- Γιώργης με είδε και με φώναξε κοντά του. «Θέλεις αργότερα να με βοηθήσεις με τα μελίσσια;», με ρώτησε. «Ναι παππούλη», είπα χωρίς να το σκεφτώ καθόλου. Λίγο αργότερα συναντηθήκαμε στην αποθήκη. Μου έδωσε να φορέσω μια στολή. Στολή, τρόπος του λέγειν. Ένα άσπρο παντελόνι μαζί με ένα άσπρο πουκάμισο και μια μάσκα ταλαιπωρημένη, αποτελούσαν τη στολή. Τον ακολούθησα στα μελίσσια. ιατηρούσε λίγα μελίσσια πλέον, γιατί λόγω ηλικίας δεν μπορούσε να τα φέρει βόλτα. Εκεί, λοιπόν, για πρώτη φορά, μυήθηκα στα μυστικά της μελισσοκομίας. Ο παπα-γιώργης με ηρεμία και καλοσύνη, σαν ένας δάσκαλος πεπειραμένος, μου εξηγούσε ό, τι εγώ έβρισκα περίεργο. Σαν τελειώσαμε μου έκανε δώρο ένα παλιό εγχειρίδιο πολλών ετών, που έγραφε για την κοινωνία των μελισσών. «Πάρε το δώρο να με θυμάσαι παιδί μου. Το αγόρασα, όταν πρωτοξεκίνησα να ασχολούμαι με την μέλισσα» μου είπε και έγραψε και μια αφιέρωση. «ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΝΕΟ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟ ΚΑΙ ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΕΙ ΤΙΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ ΟΠΩΣ ΤΙΣ ΑΓΑΠΗΣΑ ΚΙ ΕΓΩ». Ενθουσιάστηκα από το δώρο του παπα-γιώργη και ξεκίνησα να το ξεκοκαλίζω, όταν αναπάντεχα οι γονείς μου ανακοίνωσαν ότι επιστρέφουμε και πάλι στην πόλη διακόπτοντας, βίαια θα έλεγα, τη δραστηριότητα μου με τα μελίσσια. Πήγα να χαιρετήσω τον παπα-γιώργη βουρκωμένος. Με είδε αυτός έτσι, και για να με ηρεμήσει, μου είπε: «Μην ανησυχείς και θα ξαναβρεθούμε». Και πλησιάζοντας στο αυτί μου, σιγανά πρόσθεσε, «θα σου μάθω όλα τα μυστικά για τη μέλισσα, όταν σε ξαναδώ». Τον χαιρέτησα και έφυγα. υστυχώς δεν έτυχε να ξαναβρεθώ με τον παπα-γιώργη, αλλά εκείνη η στερνή φορά με τα μελίσσια έμεινε για πάντα στην ψυχή μου. Βλέποντας εκείνη την μέρα λοιπόν, αυτό το βιβλίο, ήταν θαρρώ η σπίθα για να ξυπνήσουν όλες αυτές οι αναμνήσεις μέσα μου. «Σκεπτικό σε βλέπω», μου είπε ένας συνάδερφος που κοντοστάθηκε μπροστά από το γραφείο μου. «Ναι, σκέφτομαι. Σκέφτομαι ότι από αύριο κιόλας θα ξεκινήσω να ασχολούμαι με τον όμορφο κόσμο της μέλισσας. Θαρρώ ότι ήρθε ο καιρός να εκπληρώσω ένα παιδικό μου όνειρο», του είπα χωρίς να έχω αφήσει τα μάτια μου από το βιβλίο.