ΤΟ ΙΑΒΗΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ BION Ι. Βαρτζόπουλος Σ ένα πρόσφατο διάλογο τους δύο συνάδελφοι µας αναφέρθηκαν στη σχέση πίστης και πραγµατικότητας. Ο ένας από αυτούς αναφέρθηκε στην πίστη στο ασυνείδητο ως συστατικού στοιχείου της ψυχαναλυτικής θεραπείας. Στη συνέχεια αναφέρθηκε µε ανάλογο τρόπο στην πίστη στη µεταβίβαση και µε την έννοια αυτή και στην αντιµεταβίβαση. Το ασυνείδητο είναι µια θεωρητική έννοια µε την οποία ερµηνεύει κανείς ένα σύνολο φαινοµένων. Η µεταβίβαση όµως είναι και ένα συναίσθηµα, κάτι το oποίο βιώνει ο αναλυόµενος, και αντιστοίχως η αντιµεταβίβαση. Είναι ένα ενδιαφέρον θέµα όταν ένα συναίσθηµα τοποθετείται στο χώρο της πίστης. εν πρόκειται στην περίπτωση αυτή για µια έννοια αλλά για κάτι που βιώνεται. Ο αντίλογος ήρθε από µια συνάδελφο, η οποία διερωτήθηκε εάν το ασυνείδητο- και ακόµα περισσότερο η µεταβίβαση- δεν είναι µια πραγµατικότητα στην οποία στηρίζουµε τη θεωρία και την κλινική µας. Το ερώτηµα που τίθεται είναι η σχέση πίστης και επιστήµης, πίστης και πραγµατικότητας. Εάν η σχέση τους είναι συνεργατική συναιρετική ή αντιθέτως αντιθετική - αναιρετική. Εάν συναντώνται, σε ποιό σηµείο συναντώνται, εάν αποκλίνουν ή εαν διατηρούν µια παράλληλη πορεία σε όλη τη διαδροµή τους. Η επίκληση της πραγµατικότητας αντιρροπεί την έννοια της πίστης. Η πίστη θα αποσπούσε ενδεχοµένως την ψυχανάλυση από τη θέση της στο χώρο της επιστήµης. Βεβαίως είναι ένα αντικείµενο έρευνας κατά πόσο η έννοια της πραγµατικότητας προσφέρει ένα σταθερό υπόβαθρο για την ψυχανάλυση. Ο Freud, µέρος ο ίδιος της παράδοσης ενός φυσιοκρατικού εµπειρισµού, συνέδεσε την έννοια του ασυνείδητου µε τις εµπράγµατες εκδηλώσεις των ονείρων, των ολισθηµάτων της γλώσσας, των παραπραξιών. Με τον τρόπο αυτό το ασυνείδητο αποκτούσε µια υλική πραγµατικότητα, ικανή να αντισταθεί σε κάθε αµφισβήτηση. Συγχρόνως όµως το ασυνείδητο οδήγησε, τώρα πια εντός του χώρου της ψυχαναλυτικής θεωρίας, στη δηµιουργία δύο ειδών πραγµατικότητας, της ενδοψυχικής και της εξωτερικής, που ακολουθούν διαφορετικούς νόµους, π.χ η συνύπαρξη των αντιθέτων είναι αποδεκτή στο ασυνείδητο, όχι όµως στην εξωτερική πραγµατικότητα. Στη συνέχεια η ψυχανάλυση εκτέθηκε στα ρεύµατα σκέψης που εµφανίστηκαν στον 20 ο αιώνα και δέχθηκε την αναπόφευκτη επίδραση τους. Η πραγµατικότητα του λογικού θετικισµού των Frege και B. Russel δεν είναι ταυτόσηµη µε την ερµηνευτική πραγµατικότητα του Gadamer, η πραγµατικότητα των λογικών παιγνίων του Wittgenstein δεν είναι ταυτόσιµη µε την διαψευσιµότητα, ως όρου πραγµατικότητας, του Popper. Ιδιαίτερη σηµασία για την ψυχανάλυση έχει η εµφάνιση της Intention ως όρου της πραγµατικότητας στη δεκαετία του 60. Το ερώτηµα που τίθεται έκτοτε, είναι εάν ανακαλύπτουµε την πραγµατικότητα ή εάν τη δηµιουργούµε. Ακόµα πιο σύνθετα, σε ποιό βαθµό την ανακαλύπτουµε και σε ποιό βαθµό τη δηµιουργούµε.
Είναι η εξέλιξη του παλαιότερου ερωτήµατος, εάν ο παρατηρητής συµµετέχει ή όχι στο παρατηρούµενο φαινόµενο. Όχι πια εάν η παρατήρηση και κατανόηση του φαινοµένου επηρεάζεται από τη σχετική θέση του παρατηρητή, αλλά από το βαθµό που η πρόθεση του παρατηρητή συνδιαµορφώνει το παρατηρούµενο φαινόµενο. Σήµερα το ίδιο ερώτηµα τίθεται αναφορικά µε τη σχέση αλήθειας- αξίας, πραγµατικότητας-ηθικής, µε ποιο τρόπο και σε ποιο βαθµό η έννοια της πραγµατικότητας καθορίζεται από την περιβάλλουσα ηθική ατµόσφαιρα καθώς και την αισθητική στάση του παρατηρητή. Η συνοπτική αυτή σκιαγράφηση, παραβλέπει σηµαντικά ρεύµατα της Ευρωπαϊκής σκέψης, δίνει όµως µε σαφήνεια την εικόνα ότι δεν έχουµε µια ενιαία άποψη για την πραγµατικότητα. Η πιο ευσταθής εικόνα της πραγµατικότητας αναπτύσσεται εντός ενός συστήµατος σκέψης και εντός της περιβάλλουσας ατµόσφαιρας που το υποστηρίζει και το δηµιουργεί. Αυτό όµως, όπως εύστοχα επισηµαίνει ο Bion, δεν προσφέρει την όλη εικόνα. ιότι δεν έχουµε δώσει ακόµη µια επιτυχή απάντηση, π.χ. στο ερώτηµα της σχέσης των µυστικιστικών αναζητήσεων του Νεύτωνα και των φυσικών νόµων που πρότεινε π.χ. εάν οι µυστικιστικές αναζητήσεις συµµετείχαν στην έµπνευση των φυσικών νόµων. εν διαθέτουµε µια άποψη της πραγµατικότητας τέτοια στην οποία να στηρίξουµε την πραγµατικότητα του ασυνειδήτου. Βέβαια θα ήταν δυνατόν να σκεφθεί κανείς µια ψυχαναλυτική πραγµατικότητα. Αυτό όµως διαφοροποιείται από την οπτική του Freud στη θεµελίωση του ασυνειδήτου, µε την άµεση αναφορά του σε φαινόµενα αντιληπτά από πολλούς- παραπραξίες, ολισθήµατα κ.τ.λ, φαινόµενα µε µια αντικειµενική υπόσταση. Και αφετέρου θα οδηγείτο σε µια ταυτολογία : η πραγµατικότητα της ψυχανάλυσης οδηγεί στην πραγµατικότητα του ασυνειδήτου. Θα ήταν δυνατόν να σκεφθεί κανείς ότι ακριβώς αυτή η αίσθηση ρευστότητας του ορισµού της πραγµατικότητας, οδηγεί στην υιοθέτηση µιας στάσης πίστης. Η έννοια του ασυνείδητου προσφέρει µια ερµηνεία των φαινοµένων που προαναφέρθηκαν και το γεγονός ότι η ερµηνεία αυτή δεν ερείδεται επαρκώς σε µια πραγµατικότητα κοινά αποδεκτή οδηγεί στην πίστη στο ασυνείδητο και στην πίστη στη µεταβίβαση. Η σκέψη αυτή αδικεί την έννοια της πίστης, η οποία πάντα ήταν συνοδοιπόρος κάθε έννοιας της πραγµατικότητας, οποιανδήποτε προσέγγιση και αν υιοθετούσε κανείς για την πραγµατικότητα. Η πίστη είναι ένα διαχρονικό φαινόµενο. Οι προβληµατισµοί αυτοί δείχνουν το πολύπλευρο της σχέσης πίστηςπραγµατικότητας και τη σηµασία της υιοθέτησης αυτού του όρου από τον Bion, µε όλες τις συνηχήσεις που δηµιουργεί. Στο σηµείο αυτό, έχει ίσως σηµασία, να αναφερθεί το σχόλιο του Freud στο µέλλον µιας αυταπάτης. Θεωρούσε την επιστήµη µια αυταπάτη, όπως και τη θρησκεία, µια αυταπάτη όµως για την οποία ήταν σε θέση, τότε, να δεί ένα καλύτερο µέλλον. Ο Freud αναγνώριζε ένα κοινό πυρήνα, ένα σηµείο σύγκλισης θρησκείας και επιστήµης, αποδίδοντας στην επιστήµη τη νότα της επιστηµονικής αισιοδοξίας που διακατείχε τον ίδιο και την εποχή του. Η Julia Kristeva µας προσφέρει επίσης ενδιαφέρουσες απόψεις για την πίστη: Σύµφωνα µε την Kristeva «η πίστη και η θρησκεία παρουσιάζουν ένα κατασκεύασµα που έχει λίγη σχέση µε την πραγµατικότητα, µα που εκφράζει µε ορθότητα την πραγµατικότητα της επιθυµίας των υποκειµένων της» (σελ 47), όπως επίσης «η πίστη είναι µια πρωτογενής ταύτιση µε µια υπερκείµενη αρχή που αγαπά και προστατεύει» (σελ 63-63).
Θα έλεγε κανείς ότι η πίστη αποστασιοποιείται από την πραγµατικότητα, προσεγγίζει όµως την πραγµατικότητα της επιθυµίας. Πίστη και πραγµατικότητα µε τον τρόπο αυτόν αποκτούν µια συναιρετική, όχι διαζευκτική, σχέση, όπως αρχικά εµφανίζεται. Έχει ιδιαίτερη σηµασία η φύση αυτής της συναίρεσης. Η πίστη θεωρείται απόρροια της επιθυµίας προς ένα αντικείµενο που προσφέρει αγάπη και προστασία. Η πρωτογενής ταύτιση µε αυτό το αντικείµενο της επιθυµίας δηµιουργεί την πραγµατικότητα της πίστης. Όσο η ταύτιση µε αυτό το πρωτογενές αντικείµενο αγάπης είναι ενεργός και λειτουργική, η πίστη στην πραγµατικότητα αυτού του αντικειµένου της επιθυµίας ταυτίζεται µε την πραγµατικότητα αυτού του αντικειµένου. Τότε ο Θεός µε την όποια εκδοχή του υπάρχει. Επανερχόµεθα στην Kristeva. Η Kristeva µας υπενθυµίζει ότι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, µαρτυρούν έναν πολιτισµικό τύπο όπου το άτοµο δοκιµάζεται δραµατικά από την κατάσταση του αποχωρισµού του από το σύµπαν και από τον άλλον. Ο ινδοευρωπαϊκός άνθρωπος ερχόµενος στη γη συµµετέχει στις κοσµικές και ανθρώπινες νοµοτέλειες που κυριαρχούνται από αυτόν τον χωρισµό και στο χάσµα που δηµιουργείται αναφύεται η πίστη. Αυτός ο χωρισµός και το βάρος του πόνου που προϋποθέτει, µπορούν να αντισταθµισθούν µε την προσφορά και την προσµονή ανταµοιβών (σελ 72). «Την αρχέγονη αυτή αλληλεγγύη (εννοεί: ανάµεσα στον πρωτογενή αποχωρισµό και τη συγκάλυψη του µε την πραγµατικότητα της πίστης) ίσως να έχει κατασκευάσει µια ανθρωπότητα σε κατάσταση παιδικότητας που, αφού αποχωρίσθηκε από τη µητέρα δεν µπορεί να επιβιώσει παρά µόνο υπολογίζοντας στον Άλλον: τον πατέρα, το βασιλιά, τον πρίγκιπα. Όσο παραµένουµε παιδιά θα έχουµε ανάγκη τη µεταβίβαση που είναι συνώνυµη µε την αγάπη και την πίστη» (σελ 99). Η µεταβίβαση λοιπόν στην Kristeva είναι η έκφραση της πίστης ότι αυτός ο πρωταρχικός αποχωρισµός µπορεί να καλυφθεί, η µεταβίβαση στηρίζει αυτήν την κίνηση, είναι η realization αυτής της πίστης. Συνεχίζουµε µε την Kristeva: «Η ανάλυση είναι µια εκµάθηση του αποχωρισµού µε την έννοια του διπλασιασµού και ταυτόχρονα της απώλειας... ο αναλυτικός Λόγος µιλάει για µια ανθρωπότητα που δέχεται να χάνει για να αναγνωρισθεί στην κατάσταση της καθαρής απώλειας και να ξεπληρώσει κατ αυτόν τον τρόπο τα χρέη της στον Παντοδύναµο, µε σκοπό να συνάψει έρωτες, δεσµούς, εφήµερες και ελαφρές εγγυήσεις» (σ. 100). Και θα συνέχιζα τη φράση αυτή της Kristeva αναφερόµενος σε µια ανθρωπότητα η οποία µέσω της πίστης της στη µεταβίβαση προς τον άλλον, γεµίζει την έννοια του ασυνειδήτου µε το εµπράγµατο νόηµα της, ώστε να αποκτά η ψυχαναλυτική διαδικασία, µορφή και περιεχόµενο. Και ίσως για το λόγο αυτό διερωτάται για τη φύση της ψυχανάλυσης: «Μήπως είναι ένας ισχυρός θρίαµβος της επιθυµίας σαν ύψιστο σηµάδι της υποκειµενικότητας; Είναι επίσης µια υποταγή στο άλλο-είναι για έναν ηθικό δεσµό, αναγκαίο και εφήµερο» (σ.109-110). Η Kristeva διαπιστώνει τη σύγκλιση ενός θρησκευτικού µε ένα οικονοµικό νόηµα : είναι σαν να πρόκειται, από οικονοµική και θρησκευτική άποψη, για «µια πράξη εµπιστοσύνης που περικλείει την έννοια της ανταπόδοσης...εµπιστεύοµαι κάτι µε την έννοια ότι θα µου επιστραφεί... η αντιστοιχία πίστης και πίστωσης αναδεικνύεται µε τον τρόπο αυτόν ως µια από τις αρχαιότερες αντιστοιχίες του ινδοευρωπαϊκού λεξιλογίου» και θα πρόσθετα ως µια από τις βασικές αξίες και θεµέλιους λίθους του πολιτισµού µας, στον οποίο ανήκει και η ψυχανάλυση.
Οι απόψεις της Kristeva µας προσφέρουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουµε τις θέσεις του Bion. Όχι τόσο την ιδιαιτερότητα των απόψεων του. Ο Bion χρησιµοποιεί την πίστη σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Αλλά µας επιτρέπει να σκεφθούµε, γιατί ο Bion επέλεξε την έννοια της πίστης. Έχει σηµασία το γεγονός ότι ενώ ο Bion αναφέρεται µε µεγάλη συχνότητα στη βιβλιογραφία,η έννοια της πίστης όπως και η έννοια του ψεύδους, αναφέρονται ιδιαίτερα σπάνια. Η πρωτογενής ταύτιση µε το αντικείµενο αγάπης και δοτικότητας είναι θεµελιώδες στοιχείο της πίστης στη Kristeva. Ο Bion αντιστοίχως, χρησιµοποιεί το -Ο-. Ως -Οαντιλαµβάνεται την έσχατη πραγµατικότητα, την απόλυτη αλήθεια, το άπειρο, το πράγµα καθ εαυτό, το σηµείο αφετηρίας. εν ανήκει στον τοµέα της γνώσης και της µάθησης. Είµαστε αυτό αλλά δεν είναι δυνατόν να το γνωρίσουµε. Ο ψυχαναλυτικός άξονας είναι το -Ο-. Τα συµβάντα εντός της ανάλυσης έχουν αξία όταν συµβάλλουν σε µετασχηµατισµούς στην κατεύθυνση Ο- και έχουν µικρότερη, όταν συµβάλλουν στην κατεύθυνση Κ- (σ.26). Το Ο- γίνεται γνωστό όταν εξελίσσεται στο χώρο της γνώσης και λαµβάνει µορφή αντιληπτή µέσω της αισθητηριακής εµπειρίας. Ο αναλυτής γίνεται το Ο- το οποίο είναι κοινό στον εαυτό του και τον αναλυόµενο. Είναι δυνατόν να γνωρίζουµε περί αυτού, αλλά όχι αυτό. Το ότι υπάρχει είναι µια βασική θέση της επιστήµης αλλά δεν είναι δυνατόν να ανακαλυφθεί επιστηµονικά. εν είναι δυνατή οιαδήποτε επιστηµονική ανακάλυψη χωρίς αναγνώριση της ύπαρξης του, όντας ένα µε αυτό- at-one-ment- και εξέλιξη. Ο θρησκευτικός µυστικισµός έχει προσεγγίσει κατά Bion, πιο κοντά στην έκφραση αυτής της εµπειρίας. Είναι ουσιαστική τόσο για την επιστήµη όσο και για τη θρησκεία. Ο αναλυτής γνωρίζει τον αναλυόµενο, µέσω της γνώσης Κ- η οποία για να είναι αναλυτικά αξιοποιήσιµη, οφείλει να είναι εξέλιξη της Ο-. Η µνήµη είναι ένα µέρος της Κ. Οι µνήµες είναι απατηλές και έχουν το µειονέκτηµα της καταγωγής τους σε λειτουργίες κατοχής και εκκένωσης. Για το λόγο αυτό, ο αναλυτής οφείλει να επιβάλει στον εαυτό του, µια θετική πειθαρχία, ώστε να διαφύγει της µνήµης και της επιθυµίας. Η λήθη, η αµνησία δεν είναι επαρκής. Χρειάζεται µια ενεργητική πράξη αποφυγής της µνήµης και της επιθυµίας. Ό όρος που εκφράζει καλύτερα αυτήν την κίνηση είναι η πίστη, πίστη ότι υπάρχει µια έσχατη πραγµατικότητα και αλήθεια. Η έσχατη αλήθεια εξελίσσεται σε αντικείµενα των οποίων το υποκείµενο έχει επίγνωση µέσω της ψυχικής επεξεργασίας των αισθητηρίων δεδοµένων. Για τη γνώση αυτών των αντικειµένων δεν χρειάζεται πίστη. Χρειάζεται όµως για την έσχατη αλήθεια.(σ30) Στην Kristeva ο αναλυτής εγκαταλείπει τη ζωογόνο πίστη της ταύτισης µε το πρωταρχικό αντικείµενο αγάπης οδεύοντας προς την αναλυτική γνώση, ώστε να προσεγγίσει τα υπονοµευµένα θεµέλια της ανθρώπινης φύσης. Στην προσπάθεια αυτή, κάνει χρήση µιας γνώσης όχι θετικής, αλλά αποκλειστικά ιδιωτικής, επισφαλούς, αλληλοπροσδιοριζόµενης µε τη µη-γνώση(σ66). Στον Bion η πράξη της πίστης, το διάβηµα, το ενέργηµα της πίστης µας φέρνει στην κατάσταση Ο της έσχατης πραγµατικότητας, του χωρίς µορφή απείρου, από τις δυνατές εξελίξεις της οποίας προκύπτει η γνώση. Ο αναλυτής µέσω του διαβήµατος της πίστης γίνεται Ο, χωρίς µνήµη και επιθυµία, για να λειτουργήσει αναλυτικά και να προσεγγίσει τη γνώση της µνήµης και της επιθυµίας. Πορείες εσχατολογικές που συναντώνται στην υιοθέτηση του όρου της
πίστης για να δείξουν τη µυθική αρχή της ανθρώπινης περιπέτειας και της αναλυτικής εµπειρίας. Η γνώση της µνήµης και της επιθυµίας στον Bion και η κατάκτηση µιάς υπονοµευµένης γνώσης στην Kristeva είναι η κατάληξη αυτής της πορείας. Ο Bion αναφέρεται στη συνέχεια στην act of Faith ως επιστηµονική state of mind και τη διαφοροποιεί από τη θρησκευτική χρήση του όρου. Θεωρεί,το διάβηµα της πίστης του αναλυτή ανάλογο µε εκείνο του καλλιτέχνη. Γίνεται αντιληπτό στον καλλιτέχνη, όταν µετασχηµατίζεται σε ένα έργο τέχνης, και στον ψυχαναλυτή, σε µια σκέψη. ιανύει όµως µια µακρά πορεία µέχρι την τελική µορφοποίηση του. Η σκέψη στον Bion, έχει ως realization ένα no-thing, παραδειγµατικά την έλλειψη στήθους. Η act of Faith δεν αναφέρεται στην έλλειψη στήθους από την οποίαν θα κινητοποιηθεί η σκέψη. Έχει ως υπόβαθρο της κάτι άγνωστο, κάτι που δεν έχει συµβεί. Ο αναλυτής γίνεται άπειρος- θα έλεγε κανείς και άυλος- µέσω της ενεργητικής πειθαρχηµένης άρνησης κάθε µνήµης και επιθυµίας του χώρου της Knowledge, ώστε να διευρύνει την διαθεσιµότητα του στο χώρο της F. Κατά τον Bion, ο αναλυτής ο οποίος στην έναρξη της συνεδρίας θυµάται ότι ο αναλυόµενος είναι παντρεµένος, δεν είναι σε θέση να λειτουργήσει αναλυτικά. Στο δρόµο προς το διάβηµα της πίστης κάθε µνήµη και επιθυµία, αλλά και κατανόηση, αισθητηριακή εµπειρία, προσχηµατισµένη θεωρητική σύλληψη, λειτουργούν ως στοιχεία του ψεύδους, που παρακωλύουν την εξέλιξη στην F. Όταν αυτό δεν συµβαίνει, η κατάσταση F είναι κορεσµένη, και υπό την έννοια αυτή δεν ευοδώνει την αναλυτική στάση. Η πειθαρχηµένη προσχώρηση στην πίστη είναι, για τους λόγους αυτούς, µια σοβαρή επίθεση στο Εγώ του αναλυτή. Στις πεποιθήσεις του, τις βεβαιότητες του, τις θεωρίες του. Ο Bion αναφερόµενος σε αυτήν την ιδιαίτερη κατάσταση συνολικής αποστέρησης µας λέει ότι ο αναλυτής βιώνει ένα ιδιαίτερο φορτίου σωµατικού και ψυχικού πόνου. Είναι το τίµηµα ενός σώµατος που επιθυµεί και θυµάται τους δρόµους της επιθυµίας για να αρθεί υπεράνω της επιθυµίας. Με τον τρόπο αυτό ο αναλυτής διεκδικεί µια θέση πλησίον της F, µε µια µη-κορεσµένη διαθεσιµότητα, παρακολουθώντας τις εξελίξεις αυτής της διαθεσιµότητας προς τις realizations που οδηγούνται από τη µνήµη, την επιθυµία, την κατανόηση και τις αισθητηριακές εντυπώσεις, µε στόχο να αποφύγει ένα πρόωρο κορεσµό τους, που τότε λειτουργεί ως ψεύδος. Στη µυθολογική προσέγγιση της Kristeva, έχουµε µια ασκητική προσέγγιση του Bion. Είναι ένα ερώτηµα γιατί επιλέγουν τον όρο της πίστης µε το φορτίο που έχει και τις συνηχήσεις που δηµιουργεί. Είναι η ψυχανάλυση µια υπόθεση πίστης ή µια υπόθεση επιστήµης; Πιστεύουµε στο περιεχόµενο και τις δυνατότητες της ψυχαναλυτικής θεωρίας ή οι ψυχαναλυτικές έννοιες είναι αξιόπιστες γενικεύσεις του αντικειµένου της ψυχανάλυσης, που µεταφράζονται µε ένα αξιόπιστο επιστηµονικό τρόπο, στην κλινική πράξη. Η υιοθέτηση του όρου της πίστης, είτε ως µυθική αφετηρία, είτε ως ασκητική αφετηρία, µας υποδεικνύει ότι η διαδικασία αυτή δεν είναι τόσο αυτονόητη. Είναι δυνατόν να φανταστούµε ένα σώµα που δεν θυµάται και δεν επιθυµεί; Ο Bion µας λέει, µόνο µέσω ενός ισχυρού σωµατικού και ψυχικού πόνου. Αλλά και πάλι, είναι δυνατόν; Ολισθαίνουµε σε µεταφυσικές αναζητήσεις και ποιο είναι το φυσικό αντίκρισµα αυτών των µεταφυσικών αναζητήσεων. Ο µύθος και η θρησκευτική πίστη, οδηγούν σ ένα κορεσµό των µεταφυσικών ανησυχιών, οι οποίες είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Ο Bion µας καλεί σε µια µη-κορεσµένη (unsaturated) πίστη, σε µια διαθεσιµότητα, χωρίς µνήµη, επιθυµία, κατανόηση. Σ αυτή τη θέση που δεν προσεγγίζεται µέσω της γνώσης, το ασυνείδητο είναι πίστη που οδηγεί σε µια πραγµατικότητα, η µεταβίβαση είναι πίστη που οδηγεί σε µια πραγµατικότητα.
Θα έλεγα ότι ο Bion εφιστά µε τον τρόπο αυτό την προσοχή στα όρια και τις δυνατότητες των εννοιών και των θεωριών, ώστε να αποτελούν άξονες αναλυτικής έρευνας και όχι στοιχεία του ψεύδους, να διατηρούν ένα µέρος του δυναµικού τους ακόρεστο και να µην οδηγούνται σε ένα πρόωρο κορεσµό. Τότε, όταν οδηγούνται σ έναν πρόωρο κορεσµό, η δυσκίνητη πραγµατικότητα τους απαιτεί τη θρησκευτική πίστη, για να τους προσδώσει λειτουργία και δυναµισµό. Η επιστηµονική πίστη, το διάβηµα της πίστης είναι η διατήρηση του µη-κορεσµένου χαρακτήρα, της µη-κορεσµένης διαθεσιµότητας, ώστε η πραγµατικότητα του αναλυτικού εγχειρήµατος, να παραµείνει ανοικτή και στις πλευρές της ανθρώπινης φύσης, που δεν είναι προσεγγίσιµες µέσω µιας φυσικής αναλυτικής µεθόδου. Η πίστη στο ασυνείδητο και στη µεταβίβαση είναι η ασκητική, ηθική στάση που δίνει στις έννοιες αυτές τη δυνατότητα να αποφύγουν τον πρόωρο κορεσµό τους σε µια εκδοχή της πραγµατικότητας ή σε ένα περιγεγραµµένο θεωρητικό σχήµα, έτσι ώστε η όποια πραγµατικότητα τους να διατηρεί ανοικτό τον εν δυνάµει χαρακτήρα της ανθρώπινης συνθήκης. Θα έλεγα ότι η realization της πίστης στον Bion, είναι περισσότερο µια συνθήκη στέρησης, παρά πληρότητας, µαταίωσης παρά ικανοποίησης. Η realization αυτής της πίστης αποδίδει στην ψυχανάλυση την πραγµατικότητα της. Η υιοθέτηση του όρου της πίστης από τον Bion, είναι εκδήλωση µιας συνεπούς επιστηµονικής τόλµης. Η ψυχανάλυση µε τον τρόπο αυτό ανοίγεται προς αυτό που οι έννοιες δεν µπορούν να εκφράσουν, ώστε να φανεί αυτό που είναι σε θέση να εκφράσουν. Ορισµένοι αποδίδουν το διάβηµα αυτό του Bion σε µεταφυσικές αναζητήσεις και το αγνοούν ή το αποσπούν από το σύνολο του έργου το. Το έργο ενός συγγραφέως έχει µια βαθύτερη εσωτερική συνοχή. Όπως το Project και οι κατασκευές του Freud, ανήκουν εξίσου στο έργο του, παρά την επιστηµολογική τους απόσταση. Θα έλεγα ότι η εισαγωγή της έννοιας της πίστης στον Bion µας δίνει µια εικόνα των δυνατοτήτων, των ορίων ενός θεωρητικού και κλινικού συστήµατος σκέψης να ολοκληρωθεί και συγχρόνως µας προτείνει ένα τρόπο να συνδιαλεγόµεθα µε τις πλευρές εκείνες του συστήµατος που δεν προσφέρονται σε ολοκλήρωση ή οφείλουν να παραµένουν ακόρεστεςunsaturated. Julia Kristeva: Ψυχανάλυση και πίστη. Εκδόσεις Άγρα N.Bion: Attention and Interpretation. In Seven Servants S.Freud: Die Zukunft einer Illusion. Studienausgabe.