Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ Ιχνογράφηση µιας εποχής. Μια ανθολογία του Ζ.. Αϊναλή για τις ανάγκες της Λέσχης Ανάγνωσης και Βιβλίου Λέσβου

Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

T: Έλενα Περικλέους

«Η νίκη... πλησιάζει»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου,

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης


Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.


VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Το παραμύθι της αγάπης

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Τη μέρα που έχω πεθάνει. Μέσα από την Αγάπη

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Transcript:

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ Ιχνογράφηση µιας εποχής Μια ανθολογία του Ζ.. Αϊναλή για τις ανάγκες της Λέσχης Ανάγνωσης και Βιβλίου Λέσβου

2

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925-2005) Ο ΣΤΟΧΟΣ 1 Το θέµα είναι τώρα τί λες Καλά φάγαµε καλά ήπιαµε Καλά τη φέραµε τη ζωή µας ώς εδώ Μικροζηµιές και µικροκέρδη συµψηφίζοντας Το θέµα είναι τώρα τί λες. 1 Ποιητική Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα µου πεις, Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου Τη χρησιµοποιείτε πάλι ως µέσον, υποζύγιον Των σκοτεινών επιδιώξεών σας Εν πλήρη γνώσει της ζηµιάς που προκαλείτε Με το παράδειγµά σας στους νεωτέρους. Το τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να µου πεις Εσύ κι οι όµοιοί σου, χρόνια και χρόνια, Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας 1 Πρώτη δηµοσίευση: εκαοκτώ κείµενα, Κέδρος, Αθήνα, 1970. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει µια ανακολουθία στην αρίθµηση. εν πρόκειται περί λάθους, απλώς ο Αναγνωστάκης δηλώνει έτσι ότι ανάµεσα στα ποιήµατα της ενότητας «Στόχος» που δηµοσιεύονται στα εκαοχτώ κείµενα, παρεµβάλλονται και άλλα ποιήµατα τα οποία δεν θέλησε να δηµοσιεύσει. Τα ποιήµατα που απουσιάζουν είναι τα ποιήµατα «Απολογία νοµοταγούς» και «Προσχέδιο δοκιµίου πολιτικής αγωγής». 3

Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια Και µείνατε χωρίς µάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά Ν ακούτε, µε σφραγισµένα στόµατα και δε µιλάτε. Για ποιά ανθρώπινα ιερά µάς εγκαλείτε; Ξέρω: κηρύγµατα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Ε ναι λοιπόν! Κηρύγµατα και ρητορείες. Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Να µην τις παίρνει ο άνεµος. 2 Στο αιδί µου Στο παιδί µου δεν άρεσαν ποτέ τα παραµύθια Και του µιλούσανε για ράκους και για το πιστό σκυλί Για τα ταξίδια της Πεντάµορφης και για τον άγριο λύκο Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραµύθια Τώρα, τα βράδυα, κάθοµαι και του µιλώ Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι, Του δείχνω µε το χέρι τους κακούς, του µαθαίνω Ονόµατα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς µας. Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέµε την αλήθεια στα παιδιά. 4

3 Ο ουρανός Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου Να ψηλαφίσω το σφυγµό σου Ύστερα να πάµε µαζί στο δάσος Ν αγκαλιάσουµε τα µεγάλα δέντρα Που στον κάθε κορµό έχουµε χαράξει Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόµατα Να τα συλλαβίσουµε µαζί Να τα µετρήσουµε ένα-ένα Με τα µάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή. Το δικό µας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός. εν περνούν αποδώ ξυλοκόποι. 4 Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 µ. Χ. Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά- Τώρα υψώνεται το µέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία µεταναστεύσεως Και τα παιδάκια δεν µπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε Άλλωστε τα παιδιά µεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν µυστικά, δεν εµπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε 5

Πληµµύρες, καταποντισµοί, σεισµοί, θωρακισµένοι στρατιώτες Θυµούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες µέρες εν έχει σηµασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το µάθηµα οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταµατήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόµο που λέγαµε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών -εγώ συναλλάσσοµαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται- Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία µεταναστεύσεως -εµείς µεταναστεύουµε, εσείς µεταναστεύετε, αυτοί µεταναστεύουν- Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα µε πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα µε τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές Η Ελλάς των Ελλήνων. 5 Ε ιτύµβιον Πέθανες κι έγινες και συ: ο καλός, Ο λαµπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων, Εφτά ψηφίσµατα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες. Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που µόνο το ξερα τί κάθαρµα ήσουν, Τί κάλπικος παράς, µια ολόκληρη ζωή µέσα στο ψέµα Κοιµού εν ειρήνη, δεν θα ρθω την ησυχία σου να ταράξω. (Εγώ, µια ολόκληρη ζωή µες στη σιωπή θα την εξαγοράσω 6

Πολύ ακριβά κι όχι µε τίµηµα το θλιβερό σου το σαρκίο). Κοιµού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός, Ο λαµπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. ε θα σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος. 6 Η α όφαση Είστε υπέρ ή κατά; Έστω, απαντήστε µ ένα ναι ή µ ένα όχι. Το έχετε το πρόβληµα σκεφτεί Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή Παιδιά, γυναίκες, έντοµα, Βλαβερά φυτά, χαµένες ώρες ύσκολα πάθη, χαλασµένα δόντια, Μέτρια φιλµς. Κι αυτό σας βασάνισε ασφαλώς. Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω µε ναι ή όχι. Σε σας ανήκει η απόφαση. ε σας ζητούµε φυσικά να πάψετε Τις ασχολίες σας, να διακόψετε τη ζωή σας, Τις προσφιλείς εφηµερίδες σας, τις συζητήσεις Στο κουρείο, τις Κυριακές σας στα γήπεδα. Μια λέξη µόνο. Εµπρός λοιπόν: Είστε υπέρ ή κατά; Σκεφτείτε το καλά. Θα περιµένω. 7

8 Προσευχή Κυριακή. Θέ µου σ ευχαριστούµε έξου µας σαν πρόβατα στην αγκαλιά σου απολωλότα Πολύ αµαρτήσαµε Κύριε, πολύ αδικήσαµε Σαν άπιστοι θρηνούµε για τα επίγεια αγαθά µας Λησµονήσαµε την αιωνίαν Άνοιξη του Παραδείσου Στον Οίκο σου δεόµεθα συγχωρηθήναι ηµάς Σήµερα Κυριακή τας εντολάς σου ενθυµούµενοι Μη µας εγκαταλείψεις Θε µου, εις το σκότος της αβύσσου. (Άλλωστε, λίαν προσφάτως, προσεφέραµεν Εις αρµοδίων εντολάς υπείκοντες, Τον οβολόν µας διά την αναστήλωσιν του Ιερού Ναού Σου). 9 Νέοι της Σιδώνος, 1970 Κανονικά δεν πρέπει να χουµε παράπονο Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα, Κορίτσια δροσερά αρτιµελή αγόρια Γεµάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση. Καλά, µε νόηµα και ζουµί και τα τραγούδια σας Τόσο, µα τόσο ανθρώπινα, συγκινηµένα, Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ άλλην Ήπειρο Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ άλλα χρόνια, 8

Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς, Για τον καηµό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου. Ιδιαιτέρως σας τιµά τούτη η συµµετοχή Στην προβληµατική και στους αγώνες του καιρού µας ίνετε ένα άµεσο παρόν και δραστικό κατόπιν τούτου Νοµίζω δικαιούσθε µε το παραπάνω υο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε, Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, µετά από τόση κούραση. (Μας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;). 11 If Αν λέω αν Αν όλα δε συνέβαιναν τόσο νωρίς Η αποβολή σου απ το Γυµνάσιο στην Ε τάξη, Μετά Χαϊδάρι, Αϊ-Στράτης, Μακρονήσι, Ιτζεδίν, Αν στα 42 σου δεν ήσουν µε σπονδυλαρθρίτιδα Ύστερα από τα είκοσι χρόνια της φυλακής Με δύο διαγραφές στην πλάτη σου, µια δήλωση Αποκηρύξεως όταν σ αποµονώσαν στο Ψυχιατρείο Αν -σήµερα λογιστής σ ένα κατάστηµα εδωδίµων- Άχρηστος πια για όλους, στυµµένο λεµόνι, Ξοφληµένη περίπτωση, µε ιδέες από καιρό ξεπερασµένες, Αν λέω αν Με λίγη καλή θέληση ερχόνταν όλα κάπως διαφορετικά Ή από µια τυχαία σύµπτωση, όπως σε τόσους και τόσους 9

Συµµαθητές, φίλους, συντρόφους δε λέω αβρόχοις ποσί Αλλά αν (Φτάνει. Μ αυτά δε γράφονται τα ποιήµατα. Μην επιµένεις. Άλλον αέρα θέλουν για ν αρέσουν, άλλη «µετουσίωση». Το παραρίξαµε στη θεµατογραφία). 12 Αισθηµατικό διήγηµα Στον Κώστα Κουλουφάκο Ο πατέρας του του λεγε: «Βρε δε θα φτιάξεις εσύ το ρωµαίικο» Προς στιγµήν πίστεψε κι αυτός, σχεδόν παιδί, πως θα το φτιάξει (Τριάντα χρόνια τώρα, παλιά χρόνια, ποιός τα θυµάται ) Αλλά το πρακτικό παράδειγµα το δωσε ο µεγάλος αδερφός Επίδοξος σωτήρας κι αυτός κάποτε, πολύ νωρίς ανανήψας Ή µάλλον προώρως λογικευθείς, υπουργικός κατόπιν ιδιαίτερος Σε παραγωγικό υπουργείο µε ευρύ κύκλο ιδιωτικών εργασιών. Κι αυτός, πιστός υιός και αδερφός σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, Είδε τα λάθη, διέγνωσε προδοσίες, ζύγισε τα υπέρ και τα κατά Μίλησε τέλος για εγκλήµατα και για ξένους δακτύλους -Είχαν αρχίσει άλλωστε λίγο πολύ τα πράγµατα να σφίγγουν- Πάντα ξυπνό µυαλό δεν ήθελε πολύ για να διαλέξει. Όχι βέβαια πως ο Μάκης θα σωζε τότε το ρωµαίικο Εδώ δεν το σωσε ο ή ο µη λέµε τώρα ονόµατα, Αλλά, βρε αδελφέ, πώς να το κάνουµε, κάποτε ήπιαµε µαζί κρασί, Χωθήκαµε στην οδό Αρριανού κυνηγηµένοι από τους πεταλάδες, 10

Φιλήσαµε τα ίδια κορίτσια, αλλάξαµε σύνθηµα και παρασύνθηµα (Πολύ ροµάντζο όλα αυτά, συναισθηµατικά, λες και δεν το ξέρω, Κι η ζωή θέλει σκληρότητα -µένα µου λες- και «ρεαλισµό» κυρίως) Και τ ώ ρ α Εσύ πάλι από µέσα κι ο Μάκης πάλι απόξω (Έτσι χοντρά-χοντρά) παράγων πια τρανός της καταστάσεως όπως, εδώ που τα λέµε, της κάθε µέχρι τώρα καταστάσεως Να γίνεις, λέει, Έλλην, να βάλεις µυαλό, να γίνεις χρήσιµος Κι εσύ µια φορά στην κοινωνία, να δουλέψεις γι αυτή τη δόλια την πατρίδα Και να σου δίνει συµβουλές εν ονόµατι της παλιάς παλιάς φιλίας και του «γιά θυµήσου». (Επιµένω να διηγούµαι και µάλιστα πολύ ωµά, πράγµατα που τα ξέρετε όλοι Που τα πα και τα ξανάπαν κι άλλοι πιο πριν πολύ καλύτερα από µένα Πράγµατα ανιαρά, που δεν κινούν πια διόλου το ενδιαφέρον σας Όπως η δολοφονία της Σάρον Τέιτ π.χ.ή οι γάµοι της Τζάκυ ή το ψυγείο «Κελβινέιτορ»). 13 Κριτική Και βασικά, λείπουν οι προεκτάσεις Αυτή η γοητευτική ασάφεια που υποβάλλει εύτερα πλάνα και απρόσµενες προοπτικές Που θέτει θέµατα ερµηνείας, συζητήσεων, Υποδηλώνει δοµές και αποκαλύπτει ουσίες 11

Λείπει η παρθενικότητα στην έκφραση, το ά λ λ ο Εντέλει η πρισµατικότης των πραγµάτων λες Κι έχετε στο χέρι ένα σφυρί και σαν τους γύφτους Σφυροκοπάτε αδιάκοπα στο ίδιο αµόνι. Σαν τους γύφτους σφυροκοπάµε αδιάκοπα στο ίδιο αµόνι. 14 Ε ίλογος (α όσ ασµα) Κι όχι αυταπάτες προπαντός. Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαµπούς προβολείς µες στην οµίχλη Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν µε τη µοναδική λέξη: ζω. «Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος µου ο Τίτος, «Κανένας στίχος σήµερα δεν κινητοποιεί τις µάζες Κανένας στίχος σήµερα δεν ανατρέπει καθεστώτα». Έστω. Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς. 12

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΛΛΑΣ (1924-) Από τη συλλογή ΑΝΑΤΟΜΙΑ (1971) 1 Καιρός να παραδώσω την κατάθεση µου Όπως όταν ακούγεται από µακριά βροντή ή πυροβολισµός εφόδου και διαλύεται η παρέλαση σαν φίδι µε φολιδωτήν ουρά στο ρίγος του µεσηµεριού άδειασε τότε η πολιτεία κ έµεινε η κεντρική πλατεία µε τα δέντρα της δεκατισµένα µε τις σηµαίες πατηµένες τις κραυγές της στον αγέρα ασπρόρουχα του πανικού κ έγινε η νύχτα ποταµός απ όπου στης αυγής τα ξέφτια αναδυόµενα τα τανκς µε βήµατα βαριά τεντώνοντας την προβοσκίδα τους Σαν ιπποπόταµος της λεωφόρου 13

5 Γύρισε το κλειδί και καθηλώθηκε στο φως του διαδρόµου εν έλπιζε να βρει το σπίτι του σε τέτοια παραµόρφωση εν αναγνώριζε τα πρόσωπα που αγάπησε καθώς η φωτεινή λωρίδα του δειχνε κάθετα δάχτυλα σ όλα τα χείλη Ίσως και να ξεχώρισε το βλέµµα τους που καταβρόχθιζε την ύλη του αστυνοµικού δελτίου Κάποιος αποχωρούσε αθόρυβα και την αναµηρύκαζε σε µια στροφή του διαδρόµου Καθένας µε µιαν είδηση στο χέρι του έφευγε σαν τον εφηµεριδοπώλη που τον είδε χθες το βράδυ να βουλιάζει µες τα παραρτήµατα Προχώρησε κι αντίκρισε τα κάδρα του ως την οροφή αλλοιωµένα Είδε το φως ν ανάβει πυρκαγιές τη θάλασσα να χύνεται στο πάτωµα δρόµους να γίνονται αδιέξοδα Και στα τελάρα πρόσωπα που αγάπησε κι αργότερα µε υποµονή πολλή συνήθισε Είναι κι αυτή µια παρωδία σκέφτηκε και γύρισε τον διακόπτη του ραδιοφώνου Μα η φωτεινή εκποµπή δεν έσβησε σαν να παθε εµπλοκή ο καθηµερινός του χρόνος Κ έµεινε ο µόνος αναλλοίωτος µες στις ειδήσεις του Μεσονυκτίου 9 Εκείνος πήγαινε σφυρίζοντας κάτω απ την κάννη των πολυβόλων οι χθεσινοί φίλοι σπορά που ποδοπατήθηκε στα ρείθρα του δρόµου στο βάθος η σκιά µιας γυναίκας καµινάδα που ακόµη καπνίζει Σφυρίζοντας χρεοκοπηµένα συνθήµατα πήγαινε προς τ ακραία 14

νησιά Στα νησιά των µακάρων που το φως αγκυλώνει σαν συρµατόπλεγµα έξω απ το ρεύµα του καιρού µε τ αλάτι ως τη µνήµη µετέωρος αποκηρυγµένος απ όλους σαν έκλειψη στα σαγόνια δυο βράχων περιµένει ένα θαύµα να ξαναχυθεί µες τους δρόµους ακάθεκτος σαν ένας βράχος στην αγκαλιά του σεισµού Και πίσω του ο εµετός της θάλασσας 12 Κατάσταση Πολιορκίας Έξω γυναίκες µελαγχολικές σαν άλογα της κούρσας Κλείσε τις γρίλιες γιατί πέφτει οµίχλη σιγανή σαν το δίχτυ όταν σηµαίνει έπαρση σηµαίας Περνάει φρουρά επιβητόρων ο γαλατάς που παίρνει τη στροφή σαν γάτα µια µπετονιέρα εκσφενδονίζει λάσπη στη θολή µορφή της µέρας Μονάχα εσύ κ εγώ κυκλοφορούµε ελεύθεροι στα λίγα τετραγωνικά της κάµαρας Έρχονται τα ηµερήσια φύλλα αδιαπέραστα κ εµείς τα ρίχνοµε αποπάνω σαν επίδεσµους λεκιάζοντας το πάτωµα Κι όταν σφυρίξει ο επιστάτης για παράταξη κυκλοφορείς ανάµεσα από µένα και τη µισοφαγωµένη πόρτα Τώρα στη θέση σου είναι µια θαλάσσια χελώνα που κολύµπησε στα δάκρυα της και µε βλέπει µε κεφάλι κρεµασµένου πίσω απ τις χαραµατιές της µέρας Σφυρίζει και ξανασφυρίζει ο επιστάτης 15

ο εισπράκτορας µοιράζει τούτα τα φτηνά εξιτήρια για λίγες ώρες πάλι αδέσποτοι µες τα προαύλια της πολιτείας Θάµπωσε το γυαλί της µέρας απ τα ανήσυχα ρουθούνια πίσω λαχανιάζοντας των γυναικών µας Κι απ τις αναπνοές των καπνοδόχων ακροβολισµένες στις πλατείες και τις αγορές σαν λόγχες Απ όλα τα παράθυρα η πρωινή εκποµπή στεντόρεια και κάτω η λίµνη σαν προβιά παγιδευµένου ζώου µες τα βούρλα της Έτσι προχώρησε µες την παράταξη κι όταν ανέβηκε στην έδρα απόµεινε µε λέξεις στοιβαγµένες χειµαρρώδης κι άναρθρος Φταίει η πολιορκία φταίει η καταχνιά; 26 Επειδή η νεότητα µας ήταν κάποτε ευαγγελισµός της ζούγκλας Και τώρα το αύριο πάντα το αύριο είναι το κλουβί µας µ ανοιχτές τις πόρτες Επειδή είµαι ο Γιάννης ο τυφλός οιωνοσκόπος και µου δείχνει ένα παιδί πως στρίβει το κλειδί Βγαίνει ο Μιχάλης που τζακίστη πρώτος νεύοντας αντισταθείτε µε φτερά άλµπατρος Η Ελένη η Νίκη πόσες νίκες σαν αυγά αντιλόπης κι αποκάτω ο Μαξ ονείρων φαροφύλακας Επειδή σαι εσύ ο Μανόλης σ εποχή λιµού κι έµεινε ο Μίλτος µατωµένος και κυνηγός Επειδή ναι ο Άρης σε διπλά πριονιστήρια επειδή το δάσος δεν απανθρακώθηκε επειδή Πετάγοµαι µεσ απ την πάχνη του ύπνου και φωνάζω στο παιδί «Φυλάξου Κωνσταντίνε µου Εσύ σαι κληρονόµος των κλουβιών µη µας κοιτάς µε φρίκη τώρα που ένας ένας 16

ηµερέψαµε Να πάρε το ραβδί και φύτεψε το µες στην άνυδρη αγορά µπορεί και να πετάξει ένα κλαδί Μπορεί πριν να σφυρίξει η σφαίρα ν ακουστεί µια τελευταία φωνή που δεν εξαγοράζεται» Μπορεί 17

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ (1920-2010) Από τη συλλογή ΙΗΓΗΣΗ (1974) Ρήγµα στον κρόταφο Με τι ακόµα να µετρούσα της γενιάς µου το εµβαδόν; Με τι άλλο. Ο πλανήτης έτριζε από αιµοφιλία απ της γενιάς µου όλα τα έναστρα τις εννιά στοίβες όνειρα που έδωσα όλα σπάνιες πέτρες να φύγει ο κόµπος στο λαιµό. Ο πλανήτης έτριζε µε τις περήφανες σιωπές µου τα συνοµήλικα µου σχήµατα τις φωταψίες τα µανάλια που ακόµα φέγγουνε όλα σ εκκλησιές κρυφές. Όµως το ρήγµα στον κρόταφο απ τη ριπή σου πίκρα εννιά µίλια ρήγµα η διάψευση στον κρόταφο. 18

Φωνή µου ράτσα υψικαµίνου Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς κ ύστερα καλή µ αυτούς φιλεναδίτσα τρυφερή υποσχετική οι αχρείοι. Φωνή µου ράτσα υψικαµίνου από πλευρό ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας απ τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα κι ο ήλιος φίδι µες στο σύρµα. Μην ξεχάσεις φτυσ τους. Ας περιµένουν να σε σβήσω µε νερό ἢ κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων Ἑλληνοσύρων ας περιµένουν οι αχρείοι. Χάθηκες µέσα σε κάτι άσ ρο Η φλόγα κόρωσε µόλις αγγίξανε δυο σύµφωνα ο δρόµος στένευε µε λέξεις ψόφιες που µυρίζανε. Χάθηκες µέσα σε κάτι άσπρο. Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του µονόπρακτου: ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ Σκεφτόµουνα πλάι σε ρουµπινέτα 19

το πρόβληµα του Αίγισθου: διαβήτες, Κλυταιµνήστρες, τρίγωνα τα τσιγάρα µου που τελείωσαν το πρόβληµα της αποχέτευσης σε διαµερίσµατα Ερινύων το δυσκίνητο λεωφορείο ΑΝΩ ΛΙΟΣΑ ΠΑΡΑ ΕΙΣΟΣ το κοφτερό τσεκούρι η µόνη λύση σε Μυκήνες. Κόφ το λοιπόν να τελειώνουµε. Η φυλή µου εµένα µε το ανέφικτο Ο στόµφος εκούρασε σύµφωνοι. Το θάµπος δυνάστεψε, του λόγου, ως την παραµόρφωση και πάλι σύµφωνοι. Άσχετο που µε του αστούς µακάρια πια παρακµάζει σωστά. Λένε σε τόνο χαµηλό εξοµολόγησης συγγνώµη ποιος τάχα δεν πρέπει ν ακούει τώρα; Μη διακόπτεις λοιπόν είπαµε σε τόνο χαµηλό για τη βαθιά πληγή να λέµε, αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην, κι ας είναι άβυσσο κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη. Χα 20

Μα η φυλή µου εµένα που νύχτα µονοµαχεί και µέρα µε το ανέφικτο; και που ανηφορίζει; Κι ακόµα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόµα; Σε τόνο χαµηλό τι θ ακουστεί; Ποιος τάχα δεν πρέπει ν ακούει τώρα; Αφήνω που, αυτό µας έλλειπε, θ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ στον εξοχότατο κανάγια. Λέγοντας έτρες Αλλιώς δε γίνονταν ως φαίνεται. Αρχή αρχή ακέραιος και βόνασος ύστερα χίλια κοµµάτια µε την άρνηση κλασµατικός ακόµα υπήρχες συνεχίστηκες σηµάδι από πουλιά ή τρία δάχτυλα σµιχτά του µόσχου χαράζοντας γητειές κ ευθείες κάθετες, ώσπου χαµήλωνες τσακίδια και µαδάρες καταµεσί των αριθµών ώσπου µετριόσουνα µετριόσουνα που δεν έλεε να σωπάσεις χαρτογραφούσες τον πηλό αυτόν το δαίµονα τη φτερούγα µέσα σου που έτρεµε κ εµίλειε λέγοντας πέτρα περπατώντας θάµατα φωνάζοντας: σώστε το παράλογο το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί 21

και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία Όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι κόκκινο το πρωί σε βρήκανε µες στ αποτσίγαρα. Τροχιά Τώρα µεσ απ το στήθος µου περνάς µε ανοίγµατα ερηµιάς αφήνοντας χρυσά νοµίσµατα σαν ήλιος µεσ από κοφίνια που τα ξεπάτωσε η σιωπή, αµνηµόνευτη αλλιώς σ αυτούς τους τόπους. Για κείνο το άσπρο ανάµεσα του τρία και του τέσσερα χρεώθηκα βροχές το αίµα δυο ασβών πίσω από σκοίνα και µια γονυκλισία µέρες του Ακαθίστου, να µην είναι θάνατος ούτε ενωµοτία του Σεπτέµβρη ούτε η µπόλια του µεσηµεριού απλωµένη ανάµεσα του ύπνου των αλόγων. Έτσι θα περιµένεις Μάη Ιούλιο ίσως και Αύγουστο κάνε δυο δεκαετίες µε κολεόπτερα και βάλε µπορεί και αιώνα µήγαρις βγω από νερά αλλοιωµένος 22

και γίνει φως και γίνει σκότος ηµέρα πρώτη της δηµιουργίας. ικός µας άνθρω ος Απ έξω τίποτα το ιδιαίτερο, όπως όλοι µας. υο κάτω άκρα δυο άνω. Είκοσι δάχτυλα που εξηµέρωναν τον ύπνο. Ο δείχτης ο µέσος ο αντίχειρας στερεά γωνία σαν έσµιγε η ψυχή µε ίσκιους. Κρανίο έγχορδο όπως όλοι µας. Τα ζυγωµατικά σε ασταθή ισορροπία δείγµα ευαίσθητου µουσικολόγου. Βάδιση κανονική. Επάγγελµα δικτυωµένος µεταρσιωτής νοµικών προσώπων. Φρονήµατα ελαφρώς σπογγώδη ποδοσφαιρικά σου λέω τέλειος καθόλα σύµφωνος µε τις προδιαγραφές του τεταρτογενούς, της αποστολικής µας διακονίας, δικός µας άνθρωπος Μόνο που -ώρα φεγγαράδας- βρε παιδί µου εκείνη η διαφάνεια στο δέρµα του φέγγιζε όλος από µέσα του αλλιώτικος µε τη χοάνη προς τα πάνω παραβολικός το κεφάλι κάτω τα πόδια δ ι ε σ τ ώ τ α τον ανήφορο 23

κέντρο συµµετρίας το δωδεκαδάχτυλο σηµείο πως κάποτε ήτανε πηγάδι το χέρι του χωµένο ως τον ώµο στο λάρυγγα του φεγγαριού έπαιρνε µηνύµατα. Ύστερα πόρτα πόρτα πουλούσε σπέρµα πρωινό και προσωπεία. 24

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑ ΙΤΗΣ (1922-1988) Από τη συλλογή ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ (1972) Έρηµος σταθµός Μόλις πέθανα, βγήκα απ το µεγάλο καθρέφτη του πατρικού σπιτιού, το σούρουπο είχε µια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλεγε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρµένων σταθµών που ακολουθούσαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού να πάω κι αποκοιµήθηκα στα χερια των τυφλών, που εντούτοις ανάβαν τη λάµπα, ήταν σκοτεινή εποχή, δράµατα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις γέφυρες, τραυµατιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν µεγάλοι στεναγµοί από παλιές εξεγέρσεις, όταν τέλος έφτασα στο σταθµό, είχαν όλοι φύγει, ήµουν τόσο φοβισµένος που αν µ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο Θεός, στο απάνω πάτωµα έµεναν οι Φ. κι εµείς έπρεπε να κάνουµε ησυχία, γιατί η µεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η µητέρα που την υπηρετούσε είχε µάθει να πετάει, για να µην της λερώνει το χαλί, φέρανε, µάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχανε καµιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο µακριά κι απ τους νεκρούς κι ο αµαξάς των παιδικών καιρών έξω απ την πόρτα µάταια χτυπούσε απελπισµένα τα τέσσερα µαρµαρωµένα άλογα. 25

Αλκοολισµός Κρατούσα µια λάµπα και κατέβαινα τη σκάλα, έπρεπε ν ανακαλύψω ποιος είµαι, τι είχα κάνει στο παρελθόν, και το σπίτι πώς έστεκε ακόµα, αφού εµείς είχαµε κάποτε γκρεµίσει όλους τους τοίχους, για να χωρέσουν εκείνοι που έφευγαν, στο βάθος, σακάτηδες χωρίς χέρια παίζαν την τύχη µου στα χαρτιά, ο Ιησούς των µεθυσµένων περνούσε το βράδυ µες στα θαµπά φανάρια, κι έπαιρνα από πίσω το φονιά σκουπίζοντας τα ίχνη του πάνω στο χιόνι, γιατί τώρα ήξερα, κι η γυναίκα, όταν πήγα να την αγκαλιάσω, έκανε µια µικρή κίνηση και µπήκε σε µια δική της πόρτα, κλειστή, αφήνοντας µε έξω. ώσε µου, Κύριε, να µαι νεκρός και µεθυσµένος. Άσε µου µόνο τ άστρα, που ήταν το ίδιο φιλικά ακόµα και στους δρόµους που πυροβολούσαν. Περι έτεια Απ τον πατέρα µου κληρονόµησα αυτό το δυστυχισµένο χέρι κι απ τη µητέρα µου ένα µεγάλο φτερό, από κείνα που έβγαζε απ την ψυχή της και τα κάρφωνε στο αστείο καπέλο της - είναι από τότε που τις νύχτες η παλιά ντουλάπα ανοίγει µόνη της και βγαίνει η λαιµητόµος, εγώ παλεύω µαζί της παίρνω τον µπαλντά και την κάνω κοµµάτια, ύστερα καταπίνω τις σανίδες για να µην τις βρουν, πολλοί ναυαγοί σώθηκαν έτσι. Χρόνια έζησα τρέµοντας τις πόρτες, ώσπου µάζεψα τα χαρτιά µου, τις τύψεις µου κι έφυγα. Μα στον πρώτο σταθµό είδα πάλι εκείνο το παιδικό φτερό και κατέβηκα. Από τότε έµεινα για πάντα στην Κόλαση. 26

ολοφονία «Ποιος είναι;», «ησύχασε κανείς» είπε, οι µύγες πνίγονταν µέσα στ αποµεινάρια του κρασιού, σκεπάζοντας µε µαύρες κηλίδες τη λάµψη του φθινοπώρου, «που πάµε;» ρώτησα, «σ έπαιξα, είπε, κι έχασα» τ αγάλµατα µου γνέφαν, µα ήταν κάτι το ανεξήγητο, που το ξέρουν αλήθεια, αναρωτιόµουν, και τις νύχτες έσκυβα, «είσαστε καλά;» ρώταγα, γιατί εγώ δεν είχα θάψει τους νεκρούς µου, η αµαρτία µου ήταν ότι προσπάθησα να ξεφύγω το πεπρωµένο, γέµισα ξανά τα ποτήρια, «πιες, κάθαρµα» είπα, παλέψαµε µε λύσσα πάνω στο χαλί, όταν µε πέταξε απ το παράθυρο, µια µακρινή γυναίκα άνοιξε το φεγγίτη και µε σκέπασε µε τα βλέφαρα της, τότε φάνηκε το φεγγάρι, έπρεπε να βιαστώ, έπρεπε να κρύψω όλα αυτά τα πτώµατα που πληµµύριζαν το υπόγειο Θεέ µου, πόσες φορές µε είχαν σκοτώσει, κι όπως άνοιξε την πόρτα, είδα πάνω στο τραπέζι σαν χυµένο κρασί το µακρινό µας ταξίδι, «αν ξανάρθω, θα συναντηθούµε, άραγε;» είπε, «ναι, του λέω, γιατί εγώ θα βρίσκοµαι πάντα στην άκρη». Ο εφηµέριος Την άλλη νύχτα ξανάρθε, κι όπως ανέβαινε, σκέφτηκα τα ραπίσµατα στο πρόσωπο του Ιησού, που αναλήπτονταν τώρα κι αυτά µαζί του, «επιτέλους, ποιος είσαι:» ρώτησα, «πάντα ήµουν αλλού» είπε, κι οι τοίχοι ράγισαν απ το θανάσιµο αµάρτηµα, εγώ, γονατισµένος κάτω στο πάτωµα, έγλειφα αυτήν την κηλίδα από µια παλιά παιδική γιορτή, δυνατός αγέρας φυσούσε στο διάδροµο, ο φωταγωγός είχε γεµίσει φωνές, µατωµένα πανιά, δούλες βογκούσαν στο υπόγειο, 27

κάποιο έγκληµα γινόταν χρόνια στο σπίτι, κι όταν το αίµα έτρεξε κι έφτασε µέχρι κάτω τα σκαλοπάτια, είδα τις µέρες µου σαν τις νεκρές ψείρες στο φτωχό φέρετρο των απόρων, και τις νύχτες ταξίδευα µε τον παλιό καναπέ, ήταν βέβαια κι οι ανταύγειες του κεριού που ανοίγαν τους τοίχους, µα πιο πολύ βοηθούσαν οι ταπεινώσεις, κι όταν έφεξε η αυγή, ο εφηµέριος δίπλωσε σε µια εφηµερίδα το κοµµένο κεφάλι µου, σαν δανεισµένη εικόνα. Μεταµόρφωση «Όχι, δεν τον είδαµε» είπε η γυναίκα του θυρωρού, κι η σελήνη βγήκε κάτωχρη πάνω στο λόφο, ήξερα πως κρυβόταν, µα εγώ θα τον αναγνώριζα απ το µεγάλο του σάβανο που άγγιζε τις άκρες της πόλης κι από το κούφωµα του βιολιού που είχε κυλήσει η ψυχή του τη νύχτα που τον ποδοπατούσαν, και ξαφνικά τον είδα µέσα στην κάµαρα, ανέβαινε αργά αργά στο ικρίωµα, ενώ το φανάρι του νυχτοφύλακα του λόγχιζε το πλευρό, τον είδα, σας λέω, ήρεµο και γαλήνιο σαν τους νεκρούς που απέρριψαν πλέον την οδύνη να σπαταλάνε το Θεό, «ανοίχτε, φώναξα, κάποιον σκοτώνουν εκεί µέσα», η γριά άνοιξε κι εκείνος γονατισµένος έγλειφε τα παπούτσια τους, µέσα στα επουράνια, «µείναµε οι δυο µας µόνοι» είπε, ένας ψίθυρος ήρθε τότε από µακριά, µια παράφορη νοσταλγία να ξαναδώ τον πατέρα, µα είχαν περάσει τα χρόνια, κι η αθωότητα τρίκλιζε τώρα σαν ένας άγγελος που απ τα φτερά του υποφέρει, «µη µε µαρτυρήσεις» είπε, κι όπως άνοιξε το σακάκι του είδα το δαίµονα που του χε φάει όλο το σώµα, και το κεφάλι του στηριζόταν τώρα πάνω στο χέρι του αναχωρητή που προσευχόταν στην έρηµο. 28

Αναχώρηση Πολλές φορές ένιωσα την ανάγκη να µιλήσω, µα πώς να γίνει πιστευτό, περιπλανιόµουν, λοιπόν, σιωπηλός, κι αν δεν πέθαινα, είναι για να κρατήσω αυτή την έσχατη θέση και να µην υποφέρει ένας άλλος τελευταίος, όµως, συχνά µ έπιανε πανικός, ιδιαίτερα όταν ανέβαινα απ το υπόγειο, γιατί είχα δει πόσο ανησυχητικά το σπίτι άγγιζε πάνω στο σκοτάδι, κι όταν εκείνο το βράδυ ετοιµάσαµε τις αποσκευές, σκέφτηκα πως θα ταξίδευαν, αλλά όταν έγινε εκείνη η µεγάλη ησυχία κι αντίκρισα τα πρόσωπά τους χλωµά, κατάλαβα, και την ίδια στιγµή την είδα, στεκόταν όρθια στο βάθος, κι αν δεν κρατούσαµε το παιδί θα τρεχε καταπάνω της, αγκαλιάζοντας το απαγορευµένο. Γιορτή Καµιά φορά αναρωτιέµαι γιατί τα γράφω όλα αυτά, κι αν θα παρηγορήσουν ποτέ κανέναν, προτιµούσα, λοιπόν, να µένω γονατιστός ( ήταν το δικό µου σπίτι), όµως, γρήγορα, έχανα τον ειρµό µε τον ίσκιο εκείνων των µεγάλων φτερών πάνω στον τοίχο, ενώ ήµουν ολοµόναχος στην κάµαρα, έτρεχα τότε στο απάνω πάτωµα, ψάχνοντας; κι ύστερα πιο πάνω, ως πέρα τους εξώστες. Ώσπου όταν ξανακατέβαινα είχε τελειώσει η γιορτή. Άνοιγα τότε την πόρτα και κοίταζα ήρεµος τη νύχτα, επειδή τίποτα δεν άλλαζε, κι ο καθένας ζει µε τον τρόπο του την αιώνια παραπλάνηση. 29

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ (1932-2014) Από τη συλλογή ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ (1972) Ιωσήφ, βουλευτής Αριµαθαίας I Συµφόρηση κυκλοφορίας Στους διαδρόµους της Αθήνας µες στη βροχή δαιµονισµένα όλα µαζί κορνάρουν τα φορεία Σταµάτα τους καθαριστήρες Ψάχνεις για τύψεις ή για ίχνη; Τίποτα δεν ξεκαθαρίζει όλοι είµαστε θαµποί από µέσα εν έχω ακόµα συνηθίσει µε τις καινούριες κατευθύνσεις Απ τα παλιά τηλέφωνα πηδάνε ξένες φωνές και µε δαγκώνουν Τώρα στη Νικοδήµου parking γραφεία για το µέγαρο Λινάρδου Ιωσήφ, βουλευτής Αριµαθαίας Παρακαλώ, τον κύριο Πιλάτο 30

II Πέρασα µε κόκκινο τη διάβαση Τα πάντα ούρλιαζαν : παράβαση, παράβαση Έλεγξαν το αίµα µου και τα χαρτιά µου Ήµουνα πράγµατι εγώ ο ίδιος το έγκληµά µου Με βάραιναν κατηγορίες συντριπτικές Κατέθεσαν εις βάρος µου σπασµένες εποχές Ρούφηξα το αίµα των αθώων γονιών µου Έκανα αιµοµιξίες στο όνειρό µου Κάθε αυγή µια σκάλα θεοσκότεινη Ανέβαινα και γύρω µου σφαγµένοι ετεινοί Αγνόησα τις σηµατοδοτήσεις Του Εγκεφάλου της Τροχαίας και της Ποίησης εν συµ ληρώνω το δελτίο του ρο- ό εν δέχθηκα οτέ µου να φορέσω ρόσω ο Έλαβα µέρος στην εξέγερση του Μάη Ακόµα η µαντάµ Ρουβιέ µε βλαστηµάει Κάνω ξενύχτια µε µια τρά ουλα tarot Έ αιξα τάβλι στο Θησείο µε τον Μινώταυρο 31

«Στο εριγιάλι το κρυφό» κτλ. η ψυχή µου Είναι αλίµψηστη ολόκληρη η ζωή µου Χρωστάω τα χαµένα µου στοιχήµατα Πάει καιρός ου ια δεν γράφω ωραία οιήµατα Έκαµα την αγά η µου κοµµάτια Την κρέµασα ύστερα σε κάδρα στα δωµάτια εν αναφέρω τα στοιχεία ταυτότητος Προβάλλω ε ίµονα την ένσταση ακυρότητος Του εαυτού µου και της ε οχής µου εν ξέρω ούτε την τελευταία θέλησή µου - Α, να τελειώνουν, να τελειώνουν όλα αυτά Αηδόνια και τηλέφωνα και περιπολικά Πίσω από µάτια από σφυγµούς και πόρτες Πυροβολούν επάνω µου οι σηµατοδότες III Φίλε µου, έρχεσαι σαν «ώρα δίχως όνοµα» Ο χρόνος δεν σε µίσησε φαίνεται ούτε εσύ τον πείραξες, αντίθετα µε µένα που τον ζόρισα να γίνει ιστορία. Κράτησες την πολυτέλεια της τέχνης σου, την πίστη σου σ απροσδιόριστα οράµατα και απρόσιτες επαγγελίες, πάντα κοµψός µέσα στην ιδεολογία σου Όσο για την δική µου τέχνη, πανάρχαια όσο κι η δική σου, έγινε 32

σκέτη τεχνική. Σήµερα δεν υπάρχουν τα παλιά ταλέντα µε τις γοργόνες και τους δαίµονες στα µπράτσα, φυλαχτά στον κόρφο, γονυκλισίες και καντήλια Κι όµως αυτοί ίσως να ξεραν. Υπάρχει κρίση χώρου στην ψυχή, γέµισε µηχανές, δεν παίρνει θύµησες και τύψεις. Μονάχα όταν καµιά φορά χαλάει το ασανσέρ, στις σκάλες πνίγοµαι ο ωκεανός που τόσο επόθησα παιδί και τα χαλκά µαλλιά µιας γυναίκας που µε µίσησε θανάσιµα Κι όµως αυτοί ίσως να ξεραν Γιατί ν αντέχει το κορµί, να υποµένει το µαρτύριο; Γιατί αποδέχεται αυτή την αναµέτρηση και δεν χυµάει αµέσως στο λαιµό του δήµιου να τον ξεσκίσει ή ν αφανιστεί µια και καλή, γιατί αποδέχεται αυτή τη σκοτεινή αβυσσαλέα σχέση; Γιατί η φύση να γίνεται ιστορία; ώσε µου λοιπόν εσύ µια εξήγηση. Ή µήπως µε την ποίηση δεν κάνεις κι εσύ την ίδια δουλειά µε µένα δεν µακελεύεις σωθικά, δήµιε ψυχών; Ας είναι. Κάθισε τώρα να πιούµε ακόµα ένα ποτήρι, να δεις τη δισκοθήκη µου και τα βιβλία. Κι ύστερα πες µου τι ζητάς αν ξέρεις κι εσύ ο ίδιος κι αν έχει πια καµία σηµασία Αλήθεια Άδεια ταφής ή ανάστασης γυρεύεις; IV Τόσα φιλιά µα δίχως χείλη τόσες αφές µα δίχως χέρια τόσοι φρουροί µα δίχως πύλη τόσες ειδήσεις δίχως περιστέρια Τόσοι αγώνες δίχως µάχη τόσες µαγείες δίχως θάµα Κρυφά θα φύγει δίχως να χει αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά µας 33

Άλισον, Τζέφρυ, Ουίλλιαµ, Σάντυ Τους ήξερες ποτέ; Άγνωστά µας ονόµατα στην αλισάχνη τώρα που βούλιαξαν πια τα δικά µας Έρωτας δίχως ν αγαπάµε Ζωή χωρίς ποτέ να ζούµε Έλα λοιπόν κι απόψε, ας πάµε να χορέψουµε ή να σκοτωθούµε Τι µπέρδεµα η ζωή µας, τι ιστορία -Σάµπως να υπάρχει πια Ιστορία δική σου ή άλλη - Τι σκαλίζεις τα σπλάχνα του ραδιοφώνου; Ήµασταν θάλασσα κι έχουµε γίνει σάπια βροχή και τιποτένια Ξύσε το λούστρο των νυχιών σου, το ρίµελ, το make up και µίλησέ µου Είµαστε µεσοπόλεµος, σου λέω, ανίατα µεσοπόλεµος Ας πάµε λοιπόν κι απόψε, ας πάµε πάλι κάπου να χορέψουµε ή να σκοτωθούµε 34

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ (1935-) Από τη συλλογή ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟ ΡΟΜΟ (1973) Όταν είµαστε λυ ηµένοι γράφουµε οιήµατα Φανταστικό οίηµα Μια παρέα πλάτος ένα πεζοδρόµιο παλιά προβατίνα η γλώσσα µου λόγια παλιά θα πω. Τα καλύτερα τραγούδια είναι τα χαράµατα ένα µέτρο η κάµαρη κι ο δρόµος µια φτερούγα. Και το νερό. Που είναι το νερό; Για τελευταία φορά αναφέροµαι στο φεγγάρι στερνός γανωτής που τρίβει καλάϊ µε τα πόδια. Ένα πτώµα ο ύπνος. Αχ! Σατέν φορούσε η λεύκα θροΐζοντας ο καιρός ο καιρός να περνάει κι ο τελευταίος καπνός στην ταµπακέρα. Που να κινήσω πάλι; Πρωί βράδυ η λαιµητόµος του ασανσέρ, πρωί βράδυ η µαταιότητα των παιδιών µε τα φρένα χυµένα στο χώµα εκεί που τα πουλιά ονειρεύονται τύµπανα στον ύπνο: ιψασµένο βράδυ Καθώς µοσχάρι πίνει το νερό στη ρεµατιά κι ο λαιµός παντοκράτορας 35

καθώς χτένι του ήλιου δειλινό, φίλος το παλιό πεύκο κι η θάλασσα βλέπει. Η θάλασσα βλέπει κι ο µονόχειρας στους λόφους δακρυσµένος χειροκροτεί. Στους δρόµους Στους δρόµους οι νεκροί δε µε γνωρίζουν αδιάφορα προσπερνούν σηµειώνοντας τη χλωµάδα στο πρόσωπο και το άνυδρο τοπίο µε τις µαύρες µύγες στα νερά της πηγής. Εκεί στις πέτρινες χαράδρες η µισή ζωή και το κατεστραµµένο τανκ πρόσχηµα της πλαγιάς παίζοντας όλη µέρα. Τιµόνι και κράνος γνωστά όπως η τράπεζα µε τους νυχτερινούς υπαλλήλους από µια τρύπα βγαίνοντας στο φως κάθε πρωί. Εσύ πρέπει να σαι ωραία. Χριστίνα Θλιβερό η φωνή να γυρίζει πίσω χωρίς απόκριση ο στίχος της Ασκληπιού και το φεγγάρι ευτυχώς χαµηλά και ο ψηλός µονόχειρας στο επιτάφιο αεράκι κάθε απόγευµα γύρω τριγύρω του Λυκαβηττού. Ένας άνθρωπος της ηλικίας µου λοιπόν που βαδίζει 36

στους δρόµους µε την ωραία ψευδαίσθηση τι ωραία τι ωραία όλα χαρούµενα όλα φωτεινά και καταπώς βαθιά τα επιθυµεί η ψυχούλα που µες τη φυλακή γεννιέται. Πίσω από τα φύλλα πίσω απ τα πουλιά πάλι φοβάµαι. Ο αγώνας Μέσα στο σπίτι ξένα πρόσωπα. Τη νύχτα σκότωσα τον έναν στη σκάλα κι έβγαλα από το στόµα µου σκατά. Ας είναι καλά το νερό απ τη φωνή του µικρού που είχαµε πάντα µαζί µας. Μας φώναξε στο ταβερνάκι πάνω απ το ποτάµι. Κι ενώ παράγγελνα καβγαδίζοντας τους µεζέδες είδα στα χαµηλά τραπέζια ελιές και ρακί και τέσσερις πληβείους να µε κοιτούν στα µάτια. Όχι δεν ήταν ξένα τα πρόσωπα στο σπίτι. Το σ ίτι Είχεν ορόφους πέντε το σπίτι βρήκα την εξώπορτα ανοιχτή και ψηλαφούσα στα σκοτεινά. ύσκολα ανέβαινα τα σκαλιά λοξά γλιστρούσαν κι όλο έλεγα να δω 37

το σηµάδι-φυτό που φωσφορίζει τη νύχτα στη θύρα του γείτονα. Τίποτα. Λίγο ακόµη να πιστέψω πως σακάτεψα τη µνήµη και η γέφυρα που ενώνει το παρελθόν γκρεµίστηκε. Τότε πέτυχα τις γυναίκες που φρόντιζαν την µετακόµιση σιωπηλά: Εδώ το χαλί εκεί το βάζο εκεί το πιάνο τον καλόγερο στη γωνιά. Και καθώς ευγενικές η µια µε τα βαµµένα κόκκινα χείλη µου χαµογελούσε εξηγώντας την πλάνη µου γκαστρωµένη η άλλη µου λεγε να θαυµάσω τη µεγάλη σάλα για τα µελλοντικά πάρτι µε τη µουσική στα πολύφωτα πάλι λάθος είπα µέσα µου, πάλι λάθος, ευχαρίστησα τις κυρίες και καθώς το ρολόι χτυπούσε κάποιαν ώρα της νυχτός και η δούλα ανέβαζε πάνω τον σκύλο από τον βραδινό του περίπατο, σκαλί το σκαλί βγήκα απ το χτίριο. Πιο πέρα δυο τρεις ψιθύριζαν ο ένας στο αυτί του άλλου κάτω από να µικρό µα όχι τυχαίο δεντράκι. Κυριολεξία Όπα λοιπόν να ο ήλιος! Τρέχω κι ονοµατίζω: Πράσινα δέντρα το δάσος σύντριµµα το κύµα η θάλασσα νερό το νερό κρύσταλλο και φωνή δεν πνίγεται στον ασβεστόλιθο του γκρεµού. Το πουλί στο κλουβί (ανοιγµένη η θύρα) τα όνειρα στην πέτρα χρώµατα της µέρας το σοκάκι σοκάκι το σκυλί σκυλί του γυρισµού. 38

Χαϊδεύω τα µαλλιά σου σε φιλώ τώρα όλα θάνατος και παραλογές. Προαίσθηµα Από τη στέγη περνούσαν πράγµατα πολλά καπνός πνοές ανέµου φύλλα φθινοπωρινά ο ίσκιος του ήλιου στο γύρισµα του χελιδονιού η γλώσσα στο ζενίθ τα ξυπόλητα πόδια των πουλιών δειλινές ώρες κόκκινη κλώσα η στέγη µα εκείνο αποµένει: η µαύρη κάργα στην καταχνιά µε το φοβερό ράµφος τοκ τοκ, τοκ τοκ έµβολο θανάτου στο κρανίο. Και η σιωπή του κρεµασµένου µέσα. 39

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ (1928-) Από τη συλλογή ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ (1975) ιαδήλωση Σαν δώσαµε τα χέρια νύχτωνε πια πλήθη ξεχύνονταν απ τους ανάστατους δρόµους. Μέσα στους δρόµους σκορπίστηκε η ζωή µας µέσα στο πλήθος ξαναφτιάχνεται η ζωή µας. Μάης 68 Ιακώβ καλλιεργητής ούλεψε εφτά χρόνια τη χέρσα γη του Λάβαν κι εκείνος αντί για τη Ραχήλ του έδωσε τη Λεία. ούλεψε άλλα εφτά για τη Ραχήλ. Όταν την πήρε την αγαπούσε πάντα όµως κι η άσκηµη αδελφή της είχε αποκτήσει πια µια θέση στην καρδιά του. εκατέσσερα χρόνια, µια ζωή για δυο γυναίκες που δεν γνώρισε ποτέ. Κοίταξε µακριά τα στάχυα το µοναδικό καρπό του 40

κι είπε πως τελικά είχε κερδίσει. Σεπτέµβρης 69 Αίθουσα αναµονής Πώς άλλο πια να ζήσεις ανάµεσα σ ανθρώπους που πέθαναν πριν την ώρα τους; Πώς άλλο πια να περιµένεις µε νεκρούς που αρνιούνται ότι κάποτε είχαν ζήσει; Γενάρης 70 Τα στεγανά Μου δόθηκες ολόκληρη κι όµως χωρίς να µαρτυρήσεις την τελευταία λέξη που ήθελα να αποσπάσω. Όπως εκείνος στην Ασφάλεια τους έδωσε όλους εκτός από τον πρώτο, τον άνθρωπο που τον οργάνωσε. Γενάρης 70 Αλληγορία Σαν έπεσε η βαλανιδιά άλλοι κόψανε ένα κλαδί, το µπήξανε στο χώµα καλώντας για προσκύνηµα στο ίδιο δέντρο, άλλοι θρηνούσαν σ ελεγεία το χαµένος δάσος τη χαµένη τους ζωή, άλλοι φτιάχνανε συλλογές από ξεραµένα φύλλα 41

τις δείχνανε στα πανηγύρια βγάζανε το ψωµί τους, άλλοι διαβεβαιώναν τη βλαπτικότητα των φυλλοβόλων διαφωνώντας όµως στο είδος ή και στην ανάγκη αναδάσωσης, άλλοι, µαζί κι εγώ, υποστήριζαν πως όσο υπάρχουν γη και σπόροι υπάρχει δυνατότητα βαλανιδιάς. Το πρόβληµα του νερού παραµένει ανοιχτό. Ιούνιος 73 42

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ (1919-2005) Από τη συλλογή ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ (1971) Χρονικό Ο ήλιος χτυπάει ρυθµικά και παγωµένος αέρας βγαίνει απ το φεγγάρι το χέρι του τ αριστερό τσακίζει ο δαίµονας σπάζει το µαύρο σπάζει και το κόκκινο ξάφνου ανθίζουν µυγδαλιές ρίχνει τα ζάρια κλαίγοντας ο γέροντας κι αναστενάζει η Παναγιά κι όσους ξεγέλασε ο καιρός κι όσους ξεχώρισε η σκιά τώρα είναι καρφωµένοι σαν πεινασµένοι έλικες γυρίζουνε οι δείχτες των ωρολογιών ατάραχος ο Θάνατος κάθεται στην καρέκλα του µενεξεδένια συνάρτηση ο κόσµος 43

Το οντίκι Ο ένας να µιλάει για ένα Μάρτυρα κι ο άλλος ν απαντάει για έναν ποντικό Ο ένας να µιλάει για έναν Άγιο κι ο άλλος ν απαντάει για ένα σκύλο και είναι τότε που µέσα στη µαυρίλα είδα τον Ποιητή ο λ ο µ ό ν α χ ο και γύρω του ν α λ ά µ π ε ι το κ ε ν ό Ο συλλέκτης Μαζεύω πέτρες γραµµατόσηµα πώµατα από φάρµακα σπασµένα γυαλικά πτώµατα από τον ουρανό λουλούδια κι ό,τι το καλό σ αυτό τον άγριο κόσµο κινδυνεύει ψηλά κοιτάζω σα χαρταετός ο Σταυραϊτός να φεύγει αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρµατα αυτά δε µε αγγίζουν ο ήλιος µαζεύει τις ηµέρες µου γελώντας 44

µονάχα η ψυχή στ αυτί µου ψιθυρίζει λέγοντας: σκοτείνιασε σκοτείνιασες γιατί; δεν είσαι τροµαγµένος; εν είναι τύχη ότι ζω ιο έρα εν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα Σκοτείνιασε από την άλλη τη µεριά καθώς κοιτάζω τ άσπρα σπίτια και τα µαύρα σπίτια ποιο χέρι σηµαδιακό τώρα θα µ αγγίξει; δαιµονικές κόκκινες ρόδες όλο και κυλάνε αυτό το σµάρι παιδιών φωλιάζει κι από ένας θάνατος µες στο κορµί τους τον κάνανε χαρούµενο στεφάνι και το χτυπούν µε το µικρό το ξύλο κυλάει κυλάει το τσέρκι, το κυλάνε κυλάει η ζωή τους ήλιος που τα περονιάζει καθώς χτυπάνε µε το ξύλο τον παγωµένο θάνατο που τρέχει το πένθος άφωνο κοκάλωσε τριγύρω δεν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα 45

Σ ουργίτια Ευτυχισµένες οι στιγµές όταν µες στο µυαλό περνούν ζεστά σπουργίτια όταν τα χείλια µεγαλώνουνε ζεστά στο αίµα κερδίζουνε ιδανικά λαχεία και τα τσιγάρα βγάζουν κόκκινους καπνούς και τα µαλλιά µεγαλώνουν σαν το παραµύθι τί σπάνιο θέαµα στους στυγερούς καιρούς που και οι κούκλες των µικρών παιδιών µαυρίζουν από τρόµο Το κεφάλι του οιητή Έκοψα το κεφάλι µου το βαλα σ ένα πιάτο και το πήγα στο γιατρό µου εν έχει τίποτε, µου είπε, είναι απλώς πυρακτωµένο ρίξε το µέσα στο ποτάµι και θα ιδούµε το ριξα στο ποτάµι µαζί µε τους βατράχους τότε είναι που χάλασε τον κόσµο άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει 46

το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιµό µου γύριζα έξαλλος τους δρόµους µε πράσινο εξαγωνοµετρικό κεφάλι ποιητή Το καφενείο Καθόµουνα στο καφενείο και κοίταζα από τη βιτρίνα µια γυναίκα δίχως χέρια προσπαθούσε να κρύψει ένα τηλέφωνο µέσα στο στόµα της το χοντρό κόκκινο πουλί που πάντοτε µε καταδιώκει πέταξε γύρω-γύρω µου τρεις φορές ύστερα στάθηκε στην πόρτα του καφενείου και µου φώναξε: Είσαι αφελής, δεν ξέρεις τίποτε, θα σε σκοτώσω! εγώ τότε βάλθηκα να τραγουδάω για την άσπρη ζαχαρένια γυναίκα που πέθανε µε τις καλογριές ήταν όλα τόσο άσχηµα, φριχτά που άρχισα να γελάω να γελάω να γελάω είδα και τον εαυτό µου να περνάει 47

έξω από τη βιτρίνα ήταν απέραντα θλιµµένος και σκεφτικός Κύριε Κύριε, είναι µεσηµέρι κι ακόµα δεν ξυπνήσατε Κύριε, δεν πήρατε το πρωινό σας Κύριε, ήπιατε πολλούς καφέδες Κύριε, ο ήλιος λάµπει, αστράφτει βρέχει και χιονίζει Κύριε, ένα κόκκινο πουλί έχει κολλήσει στο παράθυρο σας Κύριε, µια µαύρη πεταλούδα φάνηκε πάνω στο στήθος σας Κύριε, πώς τρέχετε µετο ποδήλατο! Κύριε, είστε παγωµένος Κύριε, έχετε πυρετό Κύριε, είσαστε νεκρός; 48

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (1917-1981) ΝΥΧΤΕΣ 2 Ι Εκδροµή στην οδό Πατησίων, είταν τότε οι φτηνές πιπεριές. Και τα βήµατα που ακούγονται πέρα απ τη µνήµη. Ένα φως απ τον άλλον αιώνα ξενυχτάει στα φανάρια των δρόµων. Όταν όνειρα τάγµατα, παρελθόν και παρόν εντοιχίζουν τη σκόρπια ζωή. ε θα µείνω εδώ, σου το είπα. Ένα µάτι κοιτάζει καρφωµένο συνέχεια πίσω απ τον τοίχο. Τα πουλιά συνοδεύουν, σηµαδεύουν τη νύχτα. Το µικρό καροτσάκι. Το µικρό κοριτσάκι που το φώναζαν Παύλα. Το µικρό ξυλαράκι που λεγόταν Ιξέλ. Η µικρή µηχανή των οδόντων. Και το χέρι σπασµένο. Και το πόδι το µαύρο περπατώντας στο άδειο παπούτσι. Άκουσε, µου λέει ο Κωνσταντίνος. Υπάρχει εκείνος ο κοντακιανός που πιάσαµε προχτές. Τον έχω δέσει πάνω στο κρεβάτι. Ήταν ο καταδότης µε τη µάσκα στο στρατόπεδο. Ρίχ του λίγο νερό στο µελανοδοχείο να πιει και µην τονε χτυπήσεις. Αργότερα τον τουφεκίζουµε χαµηλά στα χορτάρια. 2 Οι «Νύχτες» αποτελούν τµήµα της σύνθεσης Χρονικό, που δηµοσιεύτηκε το 1975. Προηγουµένως όµως, τα πέντε ποιήµατα που αποτελούν την ενότητα αυτή είχαν δηµοσιευθεί το 1970 στα εκαοχτώ κείµενα. Εδώ ακολουθείται η εκδοχή του 1970 που παρουσιάζει µερικές µικρές, αλλά σηµαντικές διαφορές σε σχέση µε την έκδοση του 1975. 49

Υπήρχαν τ αποσπάσµατα. Στον Παρµενίδη τον Εµπεδοκλή και τον Ηράκλειτο. Μάχεσθαι χρή τὸν δῆµον. Τα όπλα, µου είπες, η σκιά τους, ο φόβος. Ένα στόµα ραµένο στη σιωπή, όχι εκείνη η τρύπα που µιλούσες κι έµπαζε αέρα. Οι ασβέστες εξέφτιζαν από µέσα απ το πρόσωπο. Κι οι σπασµένες εικόνες καθεµία, αλυσσίδα πίσω απ την άλλη. Και χιλιάδες πακέτα, σκατωµένες αλήθειες, σε κατάλληλα δέµατα σχήµατα και µε ρίµες ποιήµατα. Συνελήφθη ο Πέτρος. Είχαν πάρει τον Πέτρο, ως τα νύχια µε τ άσπρο σεντόνι. Και σου είπα το αίµα. Και µου είπες δοµές συστηµάτων. Αν µιλήσεις κανείς δεν θ ακούσει. ΙΙ Κυκλοτερὲς περὶ γαῖαν ἑλίσσεται ἀλλότριον φῶς. Ένα φως από πέτρες, περιστέρια πολλά στην απάνεµη στέγη. Τότε έβγαλε τη διάτα ο Κρούταγος να σκοτωθούνε πεντακόσοι στο στρατόπεδο. Χαράµατα τους πήραν και τους πήγανε. Γλίτωσε µόνο ο σκύλος 50

µου, θα τον ακούστε πολλές φορές ν αλυχτάει µέσα σε τούτο το σακατεµένο ποίηµα. Συνεργεία σιωπής, φιµωµένη καµπάνα, όταν οι µέρες κι οι νύχτες στον τόπο µας ξεχωρίζουν µε λιγοστά σηµάδια. Γι αυτό λοιπόν κατεβαίνοντας απ το σπίτι σου στην άσφαλτο µην τραγουδάς πως είχες κατεβεί στην κόλαση. Γιατί η άβυσσο εργάζεται µονάχη της, δίχως εσένα. Ύστερα σου είπα µην τραβάς το σεντόνι. Θα φανεί από κάτου ένα µαύρο στη θέση που είταν το πόδι. Νύχτα µε τα καρφώµατα της νύχτας. Λόγια που έµειναν µετέωρα, αλυσσίδα κοµµένη στον τοίχο. Κι απ τη µια κάµαρα ως την άλλη, ο Μπίλιας ο Πολύκαρπος κι ο Κατιρτζόγλου. Και κάποιος Πορετσάνος. Όπως ο δρόµος κατεβαίνοντας. Στροφή στον άλλο κόσµο η Λάρισα στο φοβερό µισόφωτο κι αριστερά που δεν υπήρχαν κυπαρίσσια στη χαράδρα. Εκείνος είχε κιόλας κυρωθεί. Μα τι θα πει κεκυρωµένος; Όταν, ο αέρας ασταµάτητος απ το πρωί. Σε συλλαβαίνουν και σου χώνουν ένα καρφί στον ορίζοντα. Ο ήλιος είταν στο µπαλκόνι. Πράγµατα ακίνητα τώρα τροµαχτικά κι ακίνητα. Η σκέψη φωτισµένη από λοξές χαραµατιές να ξεχαστούν τα ονόµατα. Κι οι συναντήσεις κι οι κρυφές φωνές κι εκείνο το χαρτί που µου δωκες, όταν ηόταν η νύχτα µεθυσµένη από την ίδια της τη δύναµη. 51

Όταν ο Μπίλιας ο Πολύκαρπος και κάποιος Πορετσάνος. Και τ αυτοκίνητο στην στην κατηφόρα, στη µεριά που δεν υπήρχανε σκουπίδια. Εκεί πετάξανε τα σκοτωµένα πτώµατα. Κάτω ακουγότανε το κύµα, η θάλασσα. Γωνία µε φως ερχόταν απ τη θάλασσα. Ή ας πούµε ένα προσκύνηµα στη φοβερή ιστορία. ΙΙΙ Όπου κοιτάξεις είναι το κακό κι ακόµη µάρτης, παγερό, φαρµακωµένο φως. Όπου κοιτάξεις είναι το κακό. Κι εκείνο τ άλλο συνεχώς επινοείται. Για να µην ανασαίνεις. Μονάχα ψέµµατα. Κι οι σάκοι σε σωρούς βουνά. Βαγόνια αµπαρωµένα όλη τη νύχτα. Κι εκείνο τ άλλο συνεχώς επινοείται. Για να µην ανασαίνεις. ιατεταγµένοι θάλαµοι και σίδερα, συρµατοπλέγµατα και πασαλοι. Για να µην ανασαίνεις. Ο ένας χρόνος, ο άλλος χρόνος. Γυµνές καταραµένες εποχές. Και τι µπορείς να µαρτυρήσεις; Τί απόκριση να πάρεις από τούτο το ασβεστωµένο πρόσωπο που σε κοιτάζει απέναντι, ασάλευτος εφιάλτης. Λέγε λοιπόν και λέγε γρήγορα. Θυµήσου ονόµατα και σπίτια. Πότε βρεθήκατε σε κείνο το πηγάδι; Εγώ δεν ξέρω τίποτα, δεν είµαι τίποτα, είπε ο Νικήτας. Πάντοτε κοιµόµουν σε κείνη την τρύπα που είδατε, γιοµάτη µε αίµα, τρακόσα χρόνια. 52

Θα δώκω ό,τι γυρεύετε, είπε ο Νικήτας. Εκτός απ τον κατήφορο και τους αµµόλοφους. Είναι η στερνή µου εικόνα. Και µη µε. Οψόµεθα. Προσέχτε τα παιδιά σας στέγνωξαν µε τον ανάποδο καιρό, µας φώναξε ο πατέρας. Νόµισµα δεν υπήρχε. Φυσικά, τους είπα, είναι παράλογο να περπατάς µε τα χέρια. Επίσης παράλογο να σκοτώνεις µε τα χέρια. Λίγο-λίγο το φως αποσύρεται µέσα απ τα κυπαρίσσια. Το µαχαίρι σκοτεινιάζει. Στο ράφι κοιµάται η προπέρσινη σφαίρα. Απόψε που σκόνταψα πάλι πάνω στο πτώµα του Κίµωνα. IV Απ την άλλη µεριά του απογεύµατος ακουγόταν πάντοτε η θάλασσα. εν υπάρχει απόγευµα, θάλασσα. Η κυρία Ιακώβου. Η Σοφία όπως ξέρετε. ιαµέρισµα τέσσερα. Βγαίνει ψηλά στο παράθυρο, κατεβάζει το καπάκι, τραβάει τις κουρτίνες, έχει σβήσει το φως. Το παράθυρο σβήνει. Εκείνα τα µάτια θα είταν αγάπης, µονοπάτια µοναχών ανθρώπων. 53

Προεξοχές σκοταδιού. Η τυφλή κηλίδα όπου κουνιέται µια κινηµατογραφική διαφήµιση. Πιο πολύ ασχολίες για σένα πιο πολύ για χτες υπόλοιπα, κατάλοιπα πιο πολύ για ποτέ απουσία. Προχωρείς σα χαµένος. Η ζωή σου µε την πλάτη στον τοίχο και το χέρι του άλλου σε ψάχνει. Η ζωή σου ξαναρχίζει αργότερα σε άλλη συνοικία και µου έλεγες. Νυχτερινά πρακτορεία, θα µπορέσεις να φύγεις. Θα ξανάρθεις γυµνός, προδοµένος όπως είσουν. Απόψε τα δόντια σου σκάβουν το λίγο πικρό ψωµί όπου κρύβεται η λευτεριά σου. Απόψε οι πέτρες ανοίχουν τα παράθυρά τους. Ένα σκούρο χαµόγελο γλιστράει πάνω σ αυτό που κάποτε είταν το στόµα, το πρόσωπό σου. Καταποντισµένος σ ένα αρχαίο κρεββάτι θα κοιµηθείς ανώνυµε φίλε. Αν µπορούσες να ξέρεις πως άρχισαν όλα τούτα. Γέρικες γυναίκες που πάνε κι έρχονται κουβαλώντας πεθαµένα παιδιά. Το καρφί που κοιτάζεις στον τοίχο, κρεµασµένο σακάκι, τα παπούτσια στο πάτωµα. Στον εξώστη φεγγάρι. 54

Ένα σπίτι και άπειρα σπίτια. Και σου λένε θα φύγεις, υπόγραψε αυτό. υο άντρες για ένα φορείο. υο γυναίκες για ένα φιλί. Τέσσερα µαχαίρια για τον καταδότη. Και για σένα η νύχτα. Και η γλώσσα ξερή. ίχως όνοµα ένας. Σε κρατάνε στον τοίχο. υο άντρες κατόπιν που πλένουν τα χέρια µε νερό και σαπούνι. V Σαράντα τέσσερα τρακτέρ. Σαράντα πέντε φορτηγά. Έξη ντουφέκια + οχτώ. Τραίνο στις δώδεκα τους είπαµε. Τραίνο στις δύο και στις εφτάµισυ. Τρίτη τετάρτη και τετάρτη απόγευµα. Σκοτάδι. Και Κυριακή. Πάλι σκοτάδι. 55

Χαίρετε κύριε Ιάκωβε, χαίρετε. Αυτός που ανακατεύει τα χαρτιά στο τραπέζι απέναντι µε την ασήκωτη µάσκα, τ αστραφτερά του χέρια, τα δόντια, χαµόγελο, χαµόγελο, φίλος. Αυτός που µιλάει και τον ξέρεις, δεν ξέρεις ποιος είναι. Το µαύρο µονοπάτι προκυµαία στη µνήµη. Το σπασµένο φανάρι δεν έχει φανάρι και τούτη η µάντρα πρόχειρος συνοικισµός να προστατέψουµε τα καινούργια πτώµατα. Ξερές αναφορές, ξερά υστερόγραφα. Παγίδες, δόκανα, καταπαχτές που δεν τις ήξερες, δέντρα και µισοσκότεινα αποσπάσµατα, η τελευταία ζητωκραυγή. Κι όπως µιλούσαµε, ξαφνικά σηκώνεται ο Νικήτας στη µέση της κάµαρας, αρπάζει το κεφάλι του σαν τρελός, το κεφάλι του έχει πάρει φωτιά, τινάζονται πέτρες και σίδερα. Και στάχτη κατόπιν. Που ησυχάζει και ξανακάθεται αµίλητος. Ύστερα οι νέοι επίδαµνοι, οι αγκυλωτοί βασανιστές και η σιγουριά γονατισµένη, σακατεµένη, µη µόναν όψιν. Ύστερα εκείνο το σύντοµο γέλιο, όπως ένα ποτήρι που σπάζει. Ύστερα ο ξεφτισµένος τοίχος, οι χαλκάδες στον τοίχο, το µυαλό µαλακό, µουλιασµένο, µατωµένο σφουγγάρι. Η ενοχή των ενόχων, η ενοχή των αθώων. Η σφαγή των αθώων και το ψέµα, ύστερα πάλι το ψέµα, η αλήθεια το ψέµα, ύστερα η νύχτα κοιµήσου, κοιµήσου. 56

Θα τα ξεχάσεις, όλα θα τα ξεχάσεις. Θα σε σαρώσουν κι εσένα τα χρόνια, σκουπίδι. Όπως πάντα στην Ιστορία φυσάει διαβολεµένος αέρας. Μνηµεία σιωπηλά που ο κόσµος δεν έχει στάλα νερό. Τα µεγάλα δράµατα των ανθρώπων. ρόµοι και χωµατόδροµοι, πρόχειρα παραπήγµατα, πιο πίσω οι σκοτεινές, ακίνητες τράπεζες. Πιο πίσω το µαχαίρι καλά τροχισµένο. Χτυπήστε τον φίλο σας στο κρυφό µονοπάτι. Η πλάτη του φίλου σας, ξαφνιασµένος σωριάζεται ανάποδα. Φρικιαστικές ανταποκρίσεις, φρικιαστικές σηµασίες. Τα σιδερένια συνθήµατα, το κατακάθι του σκοταδιού στο σκυλίσιο κεφάλι σου. Το κατακάθι του έρωτα, καθώς οι λέξεις, Όπως οι λέξεις, Σ αυτό το πικρό ποίηµα που γυρίζει ξαφνικά και δαγκώνει την ουρά του. 57

ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ (1926-2016) Από τη συλλογή ΤΑ ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ (1971) Γη του Πυρός Εδώ θα πεθάνουµε, σκάβοντας για νερό κάτω απ αυτό το σκληρό φως, σε τούτη την άνυδρη γη που φλέγεται. Μας τριγυρίζουν ίσκιοι από γεράκια, όρνια αρπακτικά, δηλητηριώδεις σαύρες, ο κόσµος των ερπετών. Σωθήκαµε προσωρινά σε καλύβια και τσαντήρια. Χρόνια τώρα σωνόµαστε προσωρινά, σέρνοντας τον καιρό, ζώντας µε φτηνά δολώµατα. Πέρα, τα µακρινά νησιά, πετούν µεσούρανες φωτιές από τη µνήµη. (Πως τα ξερε, πόσο καλά τα ξέρει όλα αυτά η ψυχή µας!) 58

Θα πεθάνουµε εδώ, αγναντεύοντας το πέλαγος, γατζωµένοι σε τούτα τα βράχια. Ανάµεσα στους ανθρω οφάγους Τους είδα που άναβαν την πυρά, κι η σιωπή τους βάρυνε απάνω µου σαν απόφαση. Τα τροχισµένα δόντια, τ αρπαχτικά νύχια. Μα εκείνοι σώπαιναν πάντα ανέκφραστοι κάτω απ τα µασκαρεµένα τους πρόσωπα, φορτωµένα στολίδια ψεύτικα και λοφία. Πίσω απ τις λόχµες, σάλευαν κρυµµένα πλήθος δόρατα, αόρατα µάτια και φτερά ενώ, βαθιά απ το δάσος, έφταναν κιόλας ήχοι από σκοτεινά τύµπανα, απόµακρα ουρλιαχτά, βραχνά µουγκρίσµατα, µαζί µε βρυχηθµούς άλλων θηρίων. Κι εγώ να περιµένω δεµένος στο στύλο πιστάγκωνα, 59

ελπίζοντας και µη ελπίζοντας, µόνος ανάµεσα στους ανθρωποφάγους. Ξαναγυρίζουµε Ξαναγυρίζουµε στην εποχή του χαλκού και του λίθου. Κυκλοφορούµε ανάµεσα στα τελευταία µαµούθ, µε ξύλινα ρόπαλα και δέρµατα ζώων, κυνηγώντας το ρένο και τον τάρανδο, ανάβοντας δαδιά και λυχνάρια, για να φωτίσουµε τις τρώγλες µας, πασχίζοντας πάνω σε κέρατα και κόκαλα να ιστορήσουµε τη ζωή µας. Ξαναγυρίζουµε στην εποχή των παγετώνων, στη µεγάλη αδράνεια. Ο ήλιος δεν µπορεί να λιώσει τους πάγους µας, δεν µπαίνει απ τα παράθυρα µας. Ξάφνου φουντώνει σα σβηστή φωτιά µας καίει τα βλέφαρα, κι ώσπου να λάµψει, βυθίζεται ξανά στο υπερπόντιο χάος. Αποτραβιόµαστε στα σκοτεινά µας σπήλαια Βουλιάζουµε στην προϊστορική νύχτα. 60

Ζώα θηριόµορφα, που µόλις σέρνονται στη γη βγαίνοντας απ το τέλµα τους, ιπτάµενα ερπετά, υδρόβια σαρκοφάγα, πτεροδάκτυλα µαρτυρούνε το πέρασµα µας. Ξαναγυρίζουµε στην εποχή των θαλάσσιων τεράτων. Με τα δόντια Σκοποί τελευταίο νούµερο, ανάµεσα στους απογόνους των δεινοσαύρων. Να κρατήσουµε πρέπει µ έναν κόκκο σινάπεως. Ολιγόπιστοι, µα όχι άπιστοι. Με τα δόντια πρέπει να κρατήσουµε, δεκατιζόµενοι. Ο κόσµος µας ετοιµοθάνατος, κι ο καιρός µας ένας µεθυσµένος, που προσπαθούµε να τον στηρίξουµε, τρεκλίζοντας κι εµείς µαζί του. Κνίσες και τελετουργικές θυσίες στο Μαµµωνά. Μικροαστός στο τιµόνι κι η συντροφιά όλο χαµόγελα, καταβροχθίζοντας εκεί τα σφάγια. Σφίγγες ωραίες, µε µυστικά και δίχως µυστικά, «ποπ» και «οπ», 61

και τα πόδια τους γδύνουν τον αέρα. Αυτή τη λίγη πίστη µε πόσο πείσµα την κρατώ. Γιατί χανόµαστε αλλιώς, το καράβι κάνει νερά και κατεβαίνουµε όλοι στον πάτο. Τα κοιµητήρια Τόποι χλοεροί, µε µάρµαρα και κυπαρίσσια, µε χώµα µουσκεµένο από πολλά δάκρυα, που εµείς τους λέµε νεκροταφεία ή κοιµητήρια. Εκεί δεν κατοικεί κανείς. Λησµονηµένοι τόποι, που θαρρούµε πως κοιµίζουν τους αγαπηµένους µας. Κάποτε µόνο ο άνεµος διαβαίνοντας βγάνει φωνή, κάποτε µόνο αφήνει λυπηµένη τη φωνή του το πουλί. Εκεί κανείς δεν κατοικεί. Ήλιος και βροχή, παιχνίδια του αττικού χειµώνα. 62

Τα κοιµητήρια είναι για τους ζωντανούς. Οι νεκροί έχουν πεθάνει. Φως κτιστό Φως κτιστό, βγήκες ανάγλυφες να δείξεις των βουνών τις ράχες, άσπρους τους τοίχους κι άσπρα τα λιθάρια κι άσπρο το µάκρος της µατιάς, και το σπουργίτι παγωµένο που πηδάει στα γείσα. Κρυστάλλινα ηλιόλουστη µέρα µε παγωνιά, που λες θα θρυµµατίσει τους κύβους των σπιτιών, κάτω απ το γαλανό ουράνιο χάος. Άσπρο φως, τώρα σε ξέρω πιο καλά. Τρυπάς τα µάτια ως το σκοτάδι της καρδιάς, µπαίνεις κι αστράφτεις ως τους πάγους µας και στη λευκή µας ερηµιά, για να ζεστάνεις τη λίγη αυτή χαρά που µας ανήκει. Φως κτιστό, δεν ανατέλλεις στα βλέφαρα των πεθαµένων. Άκτιστο φως στα µάτια των αγγέλων. 63