Καρπώσεις, διαχείριση και προστασία δασικών πόρων και βιοποικιλότητας: η φύση του προβλήµατος και τα προβλήµατα της φύσης



Σχετικά έγγραφα
Αειφόρος διαχείριση δασών ως κρίσιμος παράγοντας του εγχώριου κλάδου αξιοποίησης βιομάζας

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ( )

ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΔΑΣΩΝ

Εθνική Στρατηγική για τα Δάση/ Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας

Αειφορία και σύγχρονες τάσεις (αειφορικής) διαχείρισης των δασών

Εθνική Στρατηγική για τα Δάση/ Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας

Ταδάσηκαλύπτουντοένατρίτοτουεδάφους της γης. Σχηµατίστηκαν πριν από 350 εκατοµµύρια χρόνια ως διαρκής µορφή βλάστησης µε πλούσια παραγωγή βιοµάζας

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΠΟΧΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΔΑΣΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Α Εκπαιδευτική Περίοδος, 60 διδακτικές ώρες. Ώρες ΘΕΜΑ Εισηγητής

Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο. Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006

Η έννοια της Αειφορικής Ανάπτυξης. Ν.Σ.Ευσταθιάδης

ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΣΟΠΟΝΙΑΣ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΑΣΩΝ: ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΞΙΑΣ ΤΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΓΗΣ

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα. Εισαγωγή ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου

Χρηματοδοτήσεις Δασικής Υπηρεσίας

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

Το δάσος είναι ένα πολύπλοκο οικοσύστη μα η λειτουργία του οποίου επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα του εδάφους, του νερού και του αέρα.

ΓΣΕΕ-GREENPEACE-ATTAC Ελλάς

Ενεργειακή αξιοποίηση ξυλώδους βιομάζας. Ιωάννης Ελευθεριάδης Δασολόγος Τμήμα Βιομάζας, ΚΑΠΕ

Δάση & Πυρκαγιές: αναζητείται ελπίδα

Πλαίσιο Δράσεων και Μέτρων Προσαρμογής της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα

Καθηγητής Χάρης Κοκκώσης

Καταρχήν, σε παγκόσμιο επίπεδο έχει εκπονηθεί το Στρατηγικό Σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών για τα Δάση το οποίο θέτει έξι βασικούς στόχους:

Τα Ελληνικά δάση και η Κλιματική Αλλαγή

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή

Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον. Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη

Ελληνικά δάση και κλιματική αλλαγή Πέτρος Κακούρος, Δρ. Δασολόγος, ΕΚΒΥ

Λιβαδικά Οικοσυστήματα και Κλιματική Αλλαγή

Το περιβάλλον και ο άνθρωπος, πέρα από τη Δασολογία, στο έργο του αείμνηστου Καθηγητή Νίκου Στάμου

ιαχείριση και προστασία γενετικών πόρων

D5.6.6 ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΣΕ ΕΘΝΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ Προτάσεις για Υπεύθυνους Λήψης Αποφάσεων. Φεβρουάριος 2016 Ορεστιάδα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΓΕΩΤ.Ε.Ε. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ & ΔΥΤΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1

ΠΕΠ ΑΝ. ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Προστατεύει το. περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

Φορείς ιαχείρισης: Βασικό εργαλείο ιακυβέρνησης στην εφαρµογή πολιτικών προστασίας Ι.. Παντής & Τογρίδου Σ. Α.

ΥΛΗ Προστασία και Διαχείριση Περιβάλλοντος Ευριπίδου 18, Αθήνα

ΕΝΤΑΤΙΚΕΣ ΦΥΤΕΙΕΣ ΒΙΟΜΑΖΑΣ/ΒΙΟΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΞΥΛΩ ΩΝ ΕΙ ΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΠΕΡΙΤΡΟΠΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α: ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΦΤΑΣΟΥΜΕ

Μέθοδος των περιοδικών ξυλωδών λημμάτων

Διατήρηση της βιοποικιλότητας: Η ανάγκη προστασίας & βασικές θεσμικές προβλέψεις

ΕΝΑΡΧΗ ΗΝ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ. Παναγιώτης Α. Σίσκος Καθηγητής Χηµείας Περιβάλλοντος Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών

74, ,4 EΕ 25 = 63,1 % (2004) 10,5 EΕ-25 = 9,2 % (2004) 2,9 17,5 % (1999/2000) 0,13 SI) = 0,18 5 (2003) 82,0 EΕ- 25 = 100

ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Δρ. Βασιλική Καζάνα. Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας

Παρακολούθηση (monitoring) των Δασικών Οικοσυστημάτων και διαχειριστικά μέτρα προσαρμογής

Δημιουργία εποπτικού χάρτη διαχείρισης δασών

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ WWF ΕΛΛΑΣ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ 5 (ΘΟΣΣ 5) ΔΑΣΟΚΟΜΙΑ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

ασογεωργικά συστήµατα: Παράδοση και νέες προοπτικές ανάπτυξης και διαχείρισης της γεωργικής γης

Τα επαγγελματικά δικαιώματα των Τεχνολόγων Δασοπονίας απορρέουν από τα ΠΔ 1102/80 και ΠΔ 109/89.

Παγκόσµια εικόνα του περιβάλλοντος Θεοδότα Νάντσου WWF Ελλάς

Ένωση Εργοληπτών Δασοτεχνικών Έργων & Πρασίνου

«Συµβολή της Εξοικονόµησης Ενέργειας στους διάφορους τοµείς της Οικονοµίας. Εµπειρίες του ΚΑΠΕ»

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΑΣΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ. Ηλίας Ζαλαβράς

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Καλαμπάκας

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

14/11/2011. Οικογένεια Felidae Υποοικογένεια Acinonychidea Acinonyx jubatus

Ελλάδα Επιχειρησιακό πρόγραµµα : Περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη

Σχεδιασμός Διαχείρισης Ξυλοπαραγωγικών Δασών

Μέτρα, δράσεις του ΠΑΑ με προτεραιότητα στις Προστατευόμενες Περιοχές

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΡΟΦΙΛ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΠΑ Πρακτική Άσκηση ΤΕΙ Λάρισας

Λιβάδια - Θαµνότοποι

Κοινή Αγροτική Πολιτική και Υδατικοί Πόροι

Δείκτες Ενεργειακής Έντασης

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

Βιολόγος- Μεταδιδάκτορας, Τομέας Οικολογίας & Ταξινομικής, Τμήμα Βιολογίας ΕΚΠΑ. 2

Ο ρόλος της βιομάζας για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας

Πρόγραμμα LIFE PINDOS/ GREVENA Δράσεις διαχείρισης του Οικότοπου προτεραιότητας 9530* (Δάση μαύρης πεύκης - Pinus nigra) περιοχής Γρεβενών (Β.

Δράση Για Το Κλίμα. Πάνος Κακονίτης Εμπειρογνώμονας σε Θέματα Κλιματικής Αλλαγής

ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΩ ΡΟΥ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

3 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο Καρπενήσι 4-6 Σεπτεµβρίου 2002 Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών

Κ ι λ µα µ τι τ κές έ Α λλ λ α λ γές Επι π πτ π ώ τ σει ε ς στη τ β ιοπο π ικιλό λ τη τ τα τ κ αι τ η τ ν ν ά γρια ζ ωή

Αρχές Οικολογίας και Περιβαλλοντικής Χηµείας

Γενικά στοιχεία Φυτείες Δασικών Ειδών Μικρού Περίτροπου Χρόνου για παραγωγή βιομάζας & θερμικές χρήσεις

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Questionnaire for past flood incidents data acquisition in Greece

Ενεργειακές καλλιέργειες δασικών ειδών

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΛΤΙΟ ΜΕΤΡΟΥ 2.2: «ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΥΛΟΤΟΜΗΣΗΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ Α. ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΕΤΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕ ΙΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟ Ο ( ) ΑΘΗΝΑ 14 ΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2006

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 22/01/2013. ΠΡΟΣ: Αποδέκτες Πίνακα Διανομής

Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα

Κατευθύνσεις για την προσαρμογή. δασών στην κλιματική αλλαγή. της διαχείρισης των ελληνικών

ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό (σε ΕΥΡΩ)

4636/2019,ΦΕΚ-2834/Β/

Προοπτικές ανάπτυξης ενεργειακών καλλιεργειών στην Ελλάδα και ΕΕ. Επιπτώσεις στο περιβάλλον Φάνης Γέμτος, Εργαστήριο Γεωργικής Μηχανολογίας,

Εφαρμογές Γραμμικού Προγραμματισμού

Κοινωνικά και Οικονομικά οφέλη των προστατευόμενων περιοχών του Δικτύου NATURA Γεωργία Πιλιγκότση MSc Οικονομολόγος Περιβάλλοντος

ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ. Κωνσταντίνος Λιαρίκος. Κωνσταντίνος Λιαρίκος, Κατανοώντας το ζήτημα των αλλαγών χρήσεων γης

CLLD /LEADER NOMOY ΛΑΡΙΣΑΣ

ΣΥΓΚΟΜΙ ΗΣ ΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Transcript:

Καρπώσεις, διαχείριση και προστασία δασικών πόρων και βιοποικιλότητας: η φύση του προβλήµατος και τα προβλήµατα της φύσης Φ.Α. Αραβανόπουλος Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Γεωπονίας, ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Τµήµα ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Περίληψη Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται η κατάσταση των δασικών πόρων της χώρας, όσον αφορά την πρωτογενή παραγωγή, τις καρπώσεις και την προστασία τους. Όπου είναι εφικτό παρουσιάζονται σε αντιδιαστολή στοιχεία πενταετίας και τα πλέον πρόσφατα διαθέσιµα στοιχεία σε µια προσπάθεια να ανιχνευθεί το αποτύπωµα της οικονοµικής και κοινωνικής κρίσης στον τοµέα αυτό. Παρουσιάζεται επίσης η συµβολή της κρατικής δασικής πολιτικής δεκαετιών στη σηµερινή κατάσταση. Γίνεται φανερό ότι η έλλειψη/περικοπή επενδύσεων και προσωπικού έχει σηµαντικές αρνητικές συνέπειες στην προστασία και ορθολογική εκµετάλλευση των δασικών πόρων, µε οικονοµικές απώλειες, πολλαπλάσιες της όποιας «εξοικονόµησης» ακόµη και βραχυπρόθεσµα. Είναι επίσης προφανές ότι η ενίσχυση του δασικού τοµέα και µια σειρά από βασικά διαθρωτικά µέτρα (προτάσεις παρουσιάζονται στη συζήτηση) µπορούν να τον καταστήσουν πυλώνα της πρωτογενούς παραγωγής. Abstract The status of forest resources in Greece is presented, regarding primary production, use and protection. When possible 5-year old data and the most up-to-date available data are presented, in order to detect the imprint of the economic and social crisis in this sector. The contribution of the long-term state forest policy in the current forest resource status is also addressed. It is evident that the cuts and/or lack in investment and personnel have resulted in significant adverse consequences regarding the protection and sustainable use of forest resources in Greece, and that the economic loss (event in the short-term) is disproportionate to any savings made. It is also apparent that support towards the forest sector and a series of structural measures (relevant proposals are included in the Discussion), can transform the forest sector into a pillar of primary production. 1

Εισαγωγή Οι δασικοί πόροι αποτελούν ένα πλήρως ανανεώσιµο και, υπό προϋποθέσεις ορθής διαχείρισης, αειφόρο φυσικό πόρο. Το σύνολο των δασικών πόρων πηγάζει από το δασικό οικοσύστηµα, που υφίσταται όταν δένδρα και θάµνοι φύονται σε στενή γειτονο-κοινωνική σχέση, µε ταυτόχρονη παρουσία και άλλων φυτικών και ζωικών ειδών (δασοβιοκοινότητα) και η αλληλεπίδραση των οποίων µε τις τοπικές κλιµατεδαφικές συνθήκες δηµιουργεί ένα ξεχωριστό περιβάλλον (δασογενές). Η δασοβιοκοινότητα και το δασογενές περιβάλλον απαρτίζουν το δασικό οικοσύστηµα (Ντάφης 2011). Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις διαχειρίζονται µε βάση ειδικά δεκαετή ασικά ιαχειριστικά Σχέδια. Στα Σχέδια αυτά αναλύεται ο κύριος σκοπός της διαχείρισης, οι φυσικές, οικονοµικές και κοινωνικές συνθήκες της περιοχής, το υφιστάµενο ξυλαπόθεµα και η ετήσια προσαύξηση, η κατά χώρο και χρόνο τάξη της διαχείρισης, οι ετήσιες καρπώσεις (λήµµα), οι απαιτούµενες επενδύσεις κτλ. Η δασική βιοποικιλότητα στην Ελλάδα Τα δάση αποτελούν συστήµατα υψηλής βιολογικής ποικιλοµορφίας και θεωρούνται από τις πλέον πλούσιες βιολογικά περιοχές του πλανήτη. Η Mεσογειακή λεκάνη αποτελεί ένα από τα περίπου 30 «θερµά σηµεία» βιοποικιλότητας του πλανήτη. Η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλή δασική βιοποικιλότητα, καθώς ένα σηµαντικό µέρος των κύριων ειδών που συνθέτουν τα δασικά και άλλα χερσαία φυσικά οικοσυστήµατα στον ευρωπαϊκό χώρο βρίσκεται στην Ελλάδα. Η σηµαντικότητα της βιοποικιλότητας του ελληνικού χώρου επεκτείνεται και στο επίπεδο της γενετικής ποικιλότητας. Mάλιστα, οι ελληνικοί δασικοί πληθυσµοί παρουσιάζουν πολύ υψηλή γενετική ποικιλότητα και πολύ υψηλή γενετική διαφοροποίηση σε σχέση µε τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς πληθυσµούς (Μαλλιαρού και Αραβανόπουλος 2012, Petit κ.α. 2003). Για παράδειγµα περίπου το ½ του εύρους της γενετικής ποικιλότητας της καστανιάς στην Ευρώπη βρίσκεται στον ελληνικό χώρο. εδοµένου ότι η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλή βιιοποικιλότητα σε σχέση µε την έκταση της συγκρινόµενη µε άλλες Ευρωπαϊκέςχώρες (Αραβανόπουλος 2010), οι ορθές πρακτικές, η αειφορική διαχείριση και η προστασία των ελληνικών δασικών οικοσυστηµάτων είναι αδήριτη ανάγκη όχι µόνο για το µέλλον της χώρας, αλλά και για το µέλλον της Ευρώπης, κυρίως σήµερα που εξαιτίας της διαφαινόµενης κλιµατικής µεταβολής οι δασικοί πληθυσµοί του νοτίου ορίου φυσικής εξάπλωσης των ειδών, έχουν αποκτήσει ιδιαίτερα µεγάλη σηµασία για την ευρωπαϊκή δασοπονία (Aravanopoulos 2013). Η αρχή της αειφορίας Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις στην Ελλάδα διαχειρίζονται σύµφωνα µε την αρχή της αειφορίας. Στην αρχή αυτή εδράζεται η φιλοσοφία και η επιστήµη της δασολογίας, για την εφαρµογή της οποίας είναι απαραίτητη η υλοποίηση δύο άλλων αρχών, της αρχής της διατήρησης του δάσους και της αρχής της διατήρησης και βελτίωσης της παραγωγικής 2

ικανότητας του εδάφους (Ντάφης 2011). Η βασική απαίτηση της αρχής της αειφορίας για τη διατήρηση του δάσους, ως πηγή πρώτης ύλης, έχει σήµερα διευρυνθεί υπό τον όρο «αειφόρος ανάπτυξη» για να περιγράψει έναν τρόπο ανάπτυξης που «καλύπτει τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύει τη δυνατότητα των µελλοντικών γενεών να καλύπτουν τις δικές τους ανάγκες» (WCED 1987). Ως αειφορική διαχείριση, ορίζεται η εποπτεία και χρήση των δασών και δασικών εκτάσεων µε τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο ποσοστό, ώστε να διατηρούν τη βιοποικιλότητα, την παραγωγικότητα, την ικανότητα αναπαραγωγής, τη ζωτικότητα και το δυναµικό τους, για να εκπληρώνουν τώρα και στο µέλλον σχετικές οικολογικές, οικονοµικές και κοινωνικές λειτουργίες, σε τοπικό, εθνικό και παγκόσµιο επίπεδο. Η εφαρµογή της αρχής της αειφορίας στα ελληνικά δάση εν είναι ίσως ιδιαίτερα γνωστό ότι η αρχή της αειφορίας εφαρµόζεται στην Ελλάδα σχεδόν από συστάσεως του ελληνικού κράτους, ενώ και η παρουσία της στην ελληνική νοµοθεσία υπάρχει εδώ και 85 έτη. Με τη σύσταση της ασικής Υπηρεσίας στην Ελλάδα και τη στελέχωση της αρχικά µε Βαυαρούς δασικούς υπαλλήλους (1833) και στη συνέχεια µε Έλληνες δασολόγους που είχαν σπουδάσει στη Γερµανία (1847) αρχίζει να εφαρµόζεται στα δάση της χώρας η αρχή της αειφορίας κατά Carlovitz (1713). Η αρχή της αειφορίας εµφανίζεται στην ελληνική νοµοθεσία το 1928 στο Προεδρικό ιάταγµα 9/30-11-1928, «Περί διαχειρίσεως ασών, κανονισµού και τρόπου υλοτοµίας, δασικής φορολογίας και µισθώµατος, διαθέσεως δασικών προϊόντων, ενοικιάσεως φόρου ρητίνης κλπ.», το οποίο ενσωµατώνεται στον ασικό Κώδικα, όπου αναφέρεται ότι «Αειφόρος νοείται η εκµετάλλευσις των δασών, όταν καθ' έκαστον έτος του περιτροπικού χρόνου, ενεργούνται καρπώσεις, προσδιοριζόµενοι επί τη βάσει της κανονικής επιφανείας υλοτοµίας, ή, επί υψηλών ανοµηλίκων δασών, επί τη βάσει της συνολικής του δάσους προσαυξήσεως, ίσοι ή περίπου ίσοι καθ' εκάστην διαχειριστικήν περίοδον, τροποποιουµένης, αναλόγως του υπάρχοντος εν τω δάσει ωρίµου υλικού.» Η αρχή της αειφορίας εισάγεται για πρώτη φορά στο ελληνικό Σύνταγµα το 2001. Στο περίφηµο Άρθρο 24 αναφέρεται: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωµα του καθενός. Για την διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά, ή κατασταλτικά µέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας». Το Συµβούλιο της Επικρατείας και ιδιαίτερα το Ε Τµήµα αναγνωρίζει και χρησιµοποιεί την αρχή της αειφορίας πολύ πριν την ένταξη της στο Σύνταγµα. Ήδη το ΣτΕ προσδίδει ακριβές περιεχόµενο στην αρχή της αειφορίας από την υπόθεση της εκτροπής του Αχελώου (ΣτΕ2670/94). Κατάσταση των δασών, των δασικών πόρων και της δασοπονίας στην Ελλάδα Σύνθεση δασών - δασικών εκτάσεων και ιδιοκτησιακό καθεστώς Παρά τις συνήθως δραµατικές αιτιάσεις των µέσων µαζικής ενηµέρωσης, κυρίως την θερινή περίοδο, για τη µείωση της δασοκάλυψης στην Ελλάδα, η κατάσταση δεν είναι και 3

τόσο άσχηµη (παρόλο που η δασοπονία της χώρας έχει τεράστια προβλήµατα που θα παρουσιαστούν στη συνέχεια). Σε συνολική έκταση της χώρας 13,196 m ha, τα δάση και οι δασικές εκτάσεις καταλαµβάνουν 6,513 m ha (49,3%). Τα αντίστοιχα ποσοστά για την ΕΕ27 είναι 42% και παγκοσµίως 31% (EUROSTAT 2009, FAO 2012). Στη χώρα υπάρχουν 3,359 m ha (25,5%) υψηλά (παραγωγικά) δάση, από τα οποία 65,5% είναι δηµόσια και 3,154 m ha (23,9%) δασικές εκτάσεις (λιγότερο ή και καθόλου παραγωγικές), από τις οποίες 83,3% είναι δηµόσιες (Αµοργιανιώτης 2011). Εποµένως, στην Ελλάδα, η δηµόσια δασοπονία (δηλαδή ο δηµόσιος δασικός πλούτος) της χώρας βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα (74,1%) όπως και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, σε αντίθεση µε την κεντρο-βορειοευρωπαϊκή δασοπονία που είναι ως επί το πλείστον ιδιωτική (π.χ. στη Γερµανία τα δηµόσια δάση είναι το 33% του συνόλου των δασών). Το γεγονός ότι στην Ελλάδα η δηµόσια δασοπονία ελέγχει περίπου τα ¾ των δασών, ενώ στη Μεσευρώπη και στη βόρεια Ευρώπη, περίπου το ⅓, έχει ποικίλες προεκτάσεις. Κατ αρχήν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηρίζει πολλαπλώς και µε σηµαντικά χρηµατοδοτικά εργαλεία την ιδιωτική δασοπονία, κάτι από το οποίο η χώρα µας δεν δύναται να αποκοµίσει σηµαντικά οφέλη. Επιπλέον ένας τόσο σηµαντικός δηµόσιος πλούτος δεν έχει περάσει απαρατήρητος από τους δανειστές µιας χώρας που βρίσκεται στη δίνη µιας σοβαρότατης οικονοµικής κρίσης. Ουσιαστικά το 36,5% περίπου της χερσαίας επιφάνειας της χώρας καταλαµβάνεται από δηµόσια δάση και δασικές εκτάσεις. Προωθούµενες νοµοθετικές πρωτοβουλίες σε σχέση µε τα δάση και εικαζόµενες αλλαγές στο Άρθρο 24 του Συντάγµατος κατά την προσεχή συνταγµατική αναθεώρηση, ίσως να µην είναι ασύνδετες µε το µέγεθος του δασικού πλούτου της χώρας και προφανώς θα καθορίσουν σε µεγάλο βαθµό το µέλλον αυτού. Τάσεις δασοκάλυψης - παραγωγικότητα Από το σύνολο των δασών της χώρας, το 29,4% είναι υψηλά δάση πλατυφύλλων, το 22,2% είναι υψηλά δάση κωνοφόρων και το 48,4% είναι δάση αειφύλλων πλατυφύλλων. Παρά τις εκτεταµένες καταστροφές από δασικές πυρκαγιές, η δασοκάλυψη της χώρας δεν έχει µειωθεί (αν και έχουν γενικά µειωθεί τα παραγωγικά δάση). Για την 15ετία 1990-2005, για την οποία υπάρχουν πλήρως επεξεργασµένα στοιχεία, τα δάση στην Ελλάδα παρουσίασαν ετήσια αυξητική µεταβολή της τάξεως του 0,9% κατά µ.ο. Αντίστοιχη αύξηση παρουσιάζει η δασοκάλυψη στην ΕΕ27, ενώ, αντιθέτως, η παγκόσµια δασοκάλυψη βαίνει συνεχώς µειούµενη (EUROSTAT 2009, FAO 2012). Η µείωση της ανθρωπογενούς επίδρασης στα ορεινά και ιδιαίτερα της ανεξέλεγκτης βόσκησης έχει οδηγήσει στην επέκταση των δασών, (φυσική εξάπλωση ακόµη και σε εγκαταλελειµµένες αγροτικές εκτάσεις), στην οποία συµβάλει επίσης η διαφαινόµενη αύξηση των δασοορίων. Τα φαινόµενα αυτά, έχουν γενικά εξισορροπήσει µέχρι στιγµής τις απώλειες από εκχερσώσεις και κυρίως από τις πυρκαγιές. Η παραγωγικότητα των ελληνικών δασών είναι γενικά χαµηλή. Ένα µικρό ποσοστό δασών χαρακτηρίζονται ως πολύξυλα (µε ετήσια προσαύξηση 3-5 m 3 /ha), ενώ τα περισσότερα είναι µικρής παραγωγικότητας, αλλά σηµαντικού βιολογικού δυναµικού (µε 4

ετήσια προσαύξηση 1-3 m 3 /ha). Τα δάση των αειφύλλων πλατυφύλλων παρουσιάζουν πολύ χαµηλή ετήσια προσαύξηση (<1 m 3 /ha). Το συνολικό ξυλώδες κεφάλαιο της χώρας ανέρχεται σε περίπου 158.000.000 m 3. Από αυτά, το ξυλώδες κεφάλαιο των κωνοφόρων είναι περίπου 77.000.000 m 3 (112 m 3 /ha) µε ετήσια προσαύξηση 1.940.000 m 3 (2,82 m 3 /ha). Αντιστοίχως το ξυλώδες κεφάλαιο των πλατυφύλλων δασικών ειδών είναι περίπου 60.000.000 m 3 (69 m 3 /ha) µε ετήσια προσαύξηση 1.900.000 m 3 (2,12 m 3 /ha). Το ξυλώδες κεφάλαιο των αειφύλλων πλατυφύλλων είναι κατά πολύ χαµηλότερο και ανέρχεται σε περίπου 21.000.000 m 3 (6,7 m 3 /ha) µε ετήσια προσαύξηση 1.420.000 m 3 (0,45 m 3 /ha) (Αµοργιανιώτης 2011, FAO 2012). Το ιστάµενο ξυλώδες κεφάλαιο των ελληνικών δασών και η ετήσια προσαύξηση τους βρίσκονται εποµένως σε χαµηλά επίπεδα. Κατ αντιδιαστολή, το ξυλώδες κεφάλαιο των δασών της Γερµανίας ανέρχεται κατά µ.ο. σε 320 m 3 /ha µε µέση ετήσια προσαύξηση 9,5 m 3 /ha, είναι δηλαδή κατά τάξη µεγέθους υψηλότερο από το ξυλώδες κεφάλαιο της χώρας µας. Παρόλο που περιβαλλοντικοί και ιστορικοί παράγοντες έχουν συνεισφέρει σηµαντικά στη µείωση του ξυλώδους κεφαλαίου των ελληνικών δασών (διάβρωση και υποβάθµιση εδαφών, καταπόνηση λόγω κλιµατικών συνθηκών, µακροχρόνια υπερ-εκµετάλλευση), η σηµερινή κατάσταση είναι περισσότερο προϊόν άστοχων πολιτικών, έλλειψης επενδύσεων και προσωπικού και λιγότερο αποτέλεσµα των άλλων παραγόντων. Μια σηµαντική προσπάθεια ενίσχυσης της πρωτογενούς αειφορικής δασικής παραγωγής θα είχε πολλαπλά οικολογικά και οικονοµικά οφέλη, όπως θα αναπτυχθεί παρακάτω. Η προσπάθεια αυτή προφανώς θα πρέπει να προέρχεται πρωτίστως από τον δηµόσιο τοµέα, καθώς η δασοπονία της χώρας είναι κυρίως δηµόσια. Αναµενόµενες επιδράσεις της κλιµατικής µεταβολής στα ελληνικά δάση Η κλιµατική µεταβολή αναµένεται να οδηγήσει σε αλλαγές στη φυσική εξάπλωση των δασικών ειδών της χώρας και στη χλωριδική σύνθεση των δασικών οικοσυστηµάτων µέχρι το 2100, εάν δεν υπάρξουν τροποποιήσεις στους δασοκοµικούς χειρισµούς και στην διαχείριση του δάσους και δεν ληφθούν ειδικά µέτρα βιοπαρακολούθησης και προστασίας. Τα δάση των παραµεσογειακών κωνοφόρων και των αείφυλλων πλατύφυλλων αναµένεται να επεκταθούν κατά 2-3%, µε υποχώρηση ωστόσο του ύστερου ορίου φυσικής εξάπλωσης και κίνδυνο ερηµοποίησης του 1-2% των παράκτιων δασικών οικοσυστηµάτων (Aravanopoulos 2013, Νάστης κ.α. 2011). Τα δάση ερυθρελάτης, ελάτης, οξυάς και µαύρης πεύκης αναµένεται να συρρικνωθούν κατά 4-8% (Νάστης κ.α. 2011). Η αυξητική περίοδος αναµένεται να επιµηκυνθεί κατά 10-15 ηµέρες, γεγονός που θα έχει θετική συµβολή στη δασική και λιβαδική παραγωγή, µόνο εφόσον κατά την περίοδο αυτή διατηρηθεί η επάρκεια εδαφικής υγρασίας (Kramer κ.α. 2001). Συνολικά αναµένεται µείωση της παραγωγής ξυλείας κατά 27-35% και µείωση της λιβαδικής παραγωγής κατά 10-25%. Σε απόλυτους αριθµούς, η µείωση της παραγωγής προϊόντων ξύλου αναµένεται να φτάσει µέχρι 680000 m 3 ως το 2100 και αντιστοίχως η µείωση της λιβαδικής παραγωγής να φτάσει ως και τους 780000 tn βοσκήσιµης ύλης (Νάστης κ.α. 2011). 5

Η µεταβολή των ορίων φυσικής εξάπλωσης και χλωριδικής σύνθεσης των δασών αναµένεται να οδηγήσει σε µείωση του ρυθµού δέσµευσης του άνθρακα από τα δάση κατά 25-35% ως το έτος 2050 και κατά 10-15% επιπλέον ως το 2100 (Νάστης κ.α. 2011). Επίσης αναµένεται αύξηση του χρόνου υψηλού κινδύνου ως και 15 ηµέρες, αύξηση του αριθµού των πυρκαγιών κατά τη θερινή περίοδο και της συνολικής καµένης έκτασης κατά 10-20% (και αύξηση του κόστους κατάσβεσης κατά 40-80 εκατ. ως το 2100), αύξηση της συχνότητας εµφάνισης πυρκαγιών στην ίδια θέση κατά 10-25%, αύξηση της επιφανειακής απορροής και της διάβρωσης κατά 16-30%, µείωση της ποσότητας διαθέσιµων χρησιµοποιήσιµων υδάτων κατά 25-40% και µείωση της αξίας των άυλων αγαθών και των περιβαλλοντικών υπηρεσιών των δασών και των δασικών οικοσυστηµάτων κατά 5-10% (Βουλγαρίδης 2013, Giannacopoulos κ.α. 2009). Η άνοδος της στάθµης της θάλασσας αναµένεται να συνεχιστεί (Nicholls και Klein 2005), χωρίς να επηρεάσει σηµαντικά την δασική παραγωγή, ωστόσο η λιβαδική παραγωγή αναµένεται να µειωθεί (Νάστης κ.α. 2011). Το κόστος προσαρµογής της διαχείρισης για την αντιστάθµιση των δυσµενών επιπτώσεων των κλιµατικών αλλαγών σε σχέση µε το σηµερινό (δασοκοµικές επεµβάσεις, αντιδιαβρωτικά και αντιπληµµυρικά έργα, φράγµατα και αναχώµατα διαχείρισης υδάτων, προστασία και σταθεροποίηση ευαίσθητων οικοσυστηµάτων κ.α.) αναµένεται να είναι αυξηµένο κατά 25-40%. Σύµφωνα µε τους Νάστη κ.α. (2011), το συνολικό κόστος των υλικών επιπτώσεων εξαιτίας της κλιµατικής µεταβολής ως το 2100 αναµένεται να ανέλθει µέχρι και 9,5 δισεκ., ενώ το συνολικό κόστος προσαρµογής αναµένεται να ανέλθει σε 70-130 εκατ. /έτος και εφάπαξ από 2,35-4,70 δισεκ.. Καρπώσεις και απασχόληση στον δασικό τοµέα Πρωτεύουσες καρπώσεις Οι πρωτεύουσες καρπώσεις των ελληνικών δασών αφορούν κυρίως τεχνική ξυλεία και καυσόξυλα. Η ετήσια παραγωγή τεχνικής ξυλείας ανέρχεται σε περίπου 445.000 m 3 (35%) και των καυσόξυλων σε 812.000 m 3 (65%) (µ.ο. 1999-2008). Το 2008 υλοτοµήθηκαν 1.261.000 m 3 όταν το µέσο ετήσιο λήµµα της 10ετίας ήταν 1.257.000 m 3. Το λήµµα σήµερα είναι περίπου 1.500.000 m 3 (EUROSTAT 2009, FAO 2012), αλλά οι καρπώσεις είναι µικρότερες. Για το 2011, οι καρπώσεις ήταν 338.141 m 3 τεχνική ξυλεία (29%), 813.040 m 3 καυσόξυλα (71%) και συνολικά 1.151.181 m 3 (ΥΠΕΚΑ 2014). Από την έναρξη της κρίσης τα υφιστάµενα στοιχεία δείχνουν ότι δεν λαµβάνεται επισήµως ολόκληρο το ετήσιο λήµµα, ένα σηµαντικό µέρος των δασών είναι εκτός διαχείρισης και η καθαρή αξία της προσαύξησης, η οποία παραµένει τελικά ως ιστάµενη, ανέρχεται σε 27-54 /ha (τιµές 2011, Παπασπυρόπουλος 2011). Ενδεχοµένως ωστόσο να υπάρχουν κατά θέση και υπερκαρπώσεις, εξαιτίας των εκτεταµένων παράνοµων υλοτοµιών, όπου αδιακρίτως υλοτοµείται, µε σκοπό την καύση, κάθε είδος ιστάµενης ξυλείας. Το ετήσιο λήµµα τεχνικής ξυλείας της χώρας, δεν επαρκεί ούτε κατά προσέγγιση για την εσωτερική αγορά (καλύπτει περίπου το ⅓ των αναγκών). Για το λόγο αυτό η εγχώρια ζήτηση καλύπτεται µε εισαγωγές που έχουν ως αποτέλεσµα το εµπορικό ισοζύγιο στον τοµέα της 6

ξυλείας να είναι αρνητικό κατά περίπου 3.000.000 m 3 ισοδύναµης στρογγύλης ξυλείας το 2008 και 2.000.000 m 3 το 2012 (Βουλγαρίδης 2013, FAO 2012), το τελευταίο ως αποτέλεσµα της κάθετης πτώσης της οικοδοµικής δραστηριότητας και της µείωσης της κατανάλωσης. Οι εισαγωγές έχουν κόστος περίπου 1,5 δισεκ. /έτος, µε το 90% του ποσού να οφείλεται σε εισαγωγές τεχνικής ξυλείας (FAO 2012, Χριστοδούλου 2012). Τα στοιχεία δείχνουν επίσης, αύξηση των εισαγωγών καυσόξυλων, µε την Ελλάδα να είναι η 5 η χώρα παγκοσµίως σε εισαγωγές µε 320.000 m 3 (FAO 2012). Έτσι η χώρα προχωρά σε σηµαντικές εισαγωγές ξυλείας και καυσοξύλων τη στιγµή που ένα σηµαντικό µέρος της ετήσιας προσαύξησης δεν υλοτοµείται. ευτερεύουσες καρπώσεις Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της χώρας διαχειρίζονται διαχρονικά µε βάση την αρχή της αειφορίας και της εφαρµογής της δασοπονίας πολλαπλών σκοπών. Οι δύο αυτοί λόγοι έχουν οδηγήσει στην ανάπτυξη αξιόλογων δευτερευουσών καρπώσεων. Οι σηµαντικότερες δευτερεύουσες καρπώσεις αφορούν τους βοσκοτόπους. Σηµειώνεται εδώ ότι οι βοσκότοποι αποτελούν χρήση και όχι ιδιότητα των δασικών οικοσυστηµάτων. Το σηµείο αυτό είναι εξαιρετικά σηµαντικό καθώς διαχρονικά η έννοια των βοσκοτόπων (και η αντιδιαστολή χρήσης/ιδιότητας) έχει επιχειρηθεί να αποτελέσει δούρειο ίππο κατά της δηµόσιας δασικής περιουσίας. Οι βοσκότοποι της χώρας καταλαµβάνουν µια έκταση περίπου 7 m ha και διακρίνονται σε ποολίβαδα, φρυγανολίβαδα, θαµνολίβαδα, µερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις και βοσκούµενα δάση. Στις εκτάσεις αυτές βόσκει κατά µέσο όρο το 80% των αιγοπροβάτων και το 20% των βοοειδών της χώρας, σε εφαρµογή της κτηνοτροφίας εκτατικού τύπου, η οποία συνεισφέρει το διόλου ευκαταφρόνητο 3% του ΑΕΠ (Παπασπυρόπουλος 2011). Σηµαντικές επίσης δευτερεύουσες καρπώσεις προκύπτουν από την θήρα. Στη χώρα υπάρχουν 553 καταφύγια άγριας ζωής σε µια έκταση 850.000 ha και 7 κυνηγητικές περιοχές µε έκταση 100.000 ha. Η ασική Υπηρεσία εκδίδει ετησίως 300.000 άδειες κυνηγιού και το κράτος εισπράττει 5,5 εκατ. από τέλη αδειών, ενώ ο συνολικός κύκλος εργασιών της θήρας είναι περίπου 1,5 δισεκ. (ΚΣΕ 2014) Από τις λοιπές πηγές δευτερευουσών καρπώσεων, σηµαντικότερες είναι η ρητίνη, το δασόµελο, τα αρωµατικά, φαρµακευτικά και µελισσοτροφικά φυτά, τα µανιτάρια, η τρούφα, το φυλλόχωµα και η δασική αναψυχή. Στη χώρα ρητινεύονται 150.000 ha δασών χαλεπίου πεύκης και παράγονται 4.000 t ρητίνης, αξίας 2800000 (συνυπολογιζόµενης και της επιδότησης). Τα µανιτάρια αποτελούν µια σηµαντική πηγή δευτερευουσών καρπώσεων, καθώς η εγχώρια παραγωγή υπολείπεται της κατανάλωσης κατά περίπου 9000 t, ενώ ο κύκλος εργασιών από τη συλλογή αυτοφυών µανιταριών ανέρχεται σε περίπου 10 εκατ. ( ιαµαντής 2014, προσωπική επικοινωνία). Η παραγωγή δασόµελου παρουσιάζει ένα οικονοµικό µέγεθος της τάξης των 9.5 /ha περίπου, ενώ το οικονοµικό µέγεθος της συλλογής αρωµατικών και φαρµακευτικών φυτών ανέρχεται σε 5-50 /ha περίπου. Σήµερα, η συλλογή φυτών και 7

µανιταριών γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις χωρίς άδεια και οι ασικές Υπηρεσίες συχνά προβαίνουν σε πλειοδοτικές δηµοπρασίες ποσοτήτων που έχουν κατασχεθεί. Η δασική αναψυχή και ο οικοτουρισµός αποτελούν επίσης µια σηµαντική πηγή δευτερευουσών καρπώσεων. Στις χώρες της δυτικής Μεσογείου, για παράδειγµα, έχει εκτιµηθεί ότι ανέρχεται σε 27-154 /ha (Παπασπυρόπουλος 2011). Μια άλλη πηγή δευτερευουσών καρπώσεων είναι τα φυσικά χριστουγεννιάτικα δένδρα. Οι δυνατότητες παραγωγής της χώρας είναι περίπου 1.000.000 φυτά, ωστόσο η τρέχουσα παραγωγή ανέρχεται σε περίπου 60.000 φυτά µε σαφή τάση περαιτέρω µείωσης. Η άφρονη τιµολογιακή πολιτική των παραγωγών που είχε ως αποτέλεσµα συνεχείς αυξήσεις της τιµής των χριστουγεννιάτικων δένδρων, πριν την οικονοµική κρίση, έχει οδηγήσει σήµερα στην κατάρρευση της ζήτησης. Ωστόσο, καθώς η παραγωγή στην ΕΕ27 είναι περίπου 30.000.000 φυτά, ενώ η ζήτηση εκτιµάται σε 33.000.000 φυτά, υπάρχει η ευκαιρία ανάπτυξης της εγχώριας παραγωγής για εξαγωγικούς σκοπούς. Σήµερα οι απώλειες του κύκλου εργασιών µεταξύ της δυνητικής και της πραγµατικής παραγωγής ανέρχονται σε περίπου 30.000.000 ετησίως (Παπασπυρόπουλος 2011). Στον κύκλο εργασιών των πρωτευουσών και δευτερευουσών καρπώσεων δραστηριοποιείται ένα σηµαντικού µεγέθους εργατικό δυναµικό. Συνολικά, υπάρχουν περισσότεροι από 800 ασικοί Συνεταιρισµοί που αριθµούν περίπου 22.000 µέλη. Ωστόσο σήµερα τα ενεργά µέλη είναι λιγότερα από 9.000. Στη χώρα, µε στοιχεία του 2011, εµφανίζουν δραστηριότητα περισσότερες από 500 δασικές βιοµηχανικές επιχειρήσεις, κυρίως µικρές µονάδες πρωτογενούς κατεργασίας ξύλου, οι οποίες απασχολούν περίπου 10.000 εργαζόµενους (Αµοργιανιώτης 2011). Έµµεσες ωφέλειες από τα δασικά οικοσυστήµατα Οι δασικές εκτάσεις της χώρας παρέχουν επίσης σηµαντικές έµµεσες ωφέλειες µε αξία που αρκετές φορές δεν είναι εύκολο να αποτιµηθεί µε οικονοµικούς όρους. Μια πολύ σηµαντική έµµεση ωφέλεια είναι η δέσµευση CO 2. Σύµφωνα µε τη διαδικασία LULUCF των Ηνωµένων Εθνών, τα µέτρα προσαρµογής της δασικής διαχείρισης µπορεί να αυξήσουν έως και 24% την παγκόσµια απορρόφηση CO 2 (IPCC 2007). Στο παγκόσµιο χρηµατιστήριο CO 2, η δέσµευση από τα δάση, η οποία υπερβαίνει τους 400 x 10 6 tn ετησίως, έχει ένα οικονοµικό αντίκρισµα µεγαλύτερο των 5,15 δισεκ., ενώ στην Ελλάδα εκτιµάται ότι ο αποθηκευµένος άνθρακας στα δάση ανέρχεται σε περίπου 60 x 10 6 tn και η ετήσια προσαύξηση από τη δέσµευση CO 2 είναι περίπου 4 tn/ha, δηλαδή έχει ένα οικονοµικό αντίκρισµα περίπου 500.000.000 /έτος (Παπασπυρόπουλος 2011). Άλλες έµµεσες ωφέλειες είναι, για παράδειγµα, η παραγωγή νερού µε οικονοµικό όφελος των δασών 47-125 /ha για την χειµερινή και θερινή περίοδο αντίστοιχα, η µείωση των πληµυρών και η αποτροπή των διαβρώσεων (τη στιγµή που το κόστος της διάβρωσης των δασικών εδαφών για την Ελλάδα ανέρχεται σε 117 /ha, Croitoru 2007), η παραγωγή οξυγόνου, η κατακράτηση αιωρούµενων σωµατιδίων και σκόνης, η µείωση του θορύβου κ.α. 8

Ενέργεια από δασική βιοµάζα Η Ελλάδα βασίζεται κυρίως σε εισαγωγές για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες κατά 73%, ενώ αντιστοίχως ο µ.ο. της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 50%. Η εσωτερική παραγωγή ενέργειας βασίζεται κυρίως σε στερεά καύσιµα (85%) µε υψηλή ένταση παραγωγής CO 2. Οι ανανεώσιµες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) συνεισφέρουν το υπόλοιπο 15%, τα ⅔ των οποίων είναι υδροηλεκτρική ενέργεια (Aravanopoulos 2010). Η Οδηγία 2001/77/EC της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ορίζει ότι η Ελλάδα έπρεπε να καλύπτει ως το 2010 τουλάχιστον το 5.75% των καυσίµων µεταφορών και το 1.2% της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγει από βιοµάζα, ένας στόχος που δεν έχει επιτευχθεί (Aravanopoulos 2010). Ωστόσο, έχει δειχθεί ότι η Ελλάδα θα µπορούσε να καλύψει τον στόχο αυτό αν αναπτύξει περίπου 370.000 Ha ενεργειακών φυτειών (INASO 2009). Οι εκτάσεις αυτές µπορούν να διασφαλιστούν (κυρίως εγκαταλελειµµένες ή περιοδικώς καλλιεργούµενες οριακές αγροτικές εκτάσεις και εκτάσεις υπό αλλαγή καλλιέργειας λόγω κατάργησης του καθεστώτος εκτεταµένων επιδοτήσεων). Στις µέχρι σήµερα καλλιεργούµενες εκτάσεις χρησιµοποιούνται γεωργικά ενεργειακά φυτά, αλλά το µέλλον ανήκει στα δεύτερης γενιάς βιοκαύσιµα που προέρχονται από τη χρήση ταχυαυξών δασικών ειδών µικρού περιτρόπου χρόνου (λεύκη, πλατάνι, ιτιά, ευκάλυπτος, ψευδακακία). Στην Ελλάδα, η µέση παραγωγή πειραµατικών φυτειών βιοµάζας ανέρχεται σε 16.5 t ha -1 y 1 ξηρό βάρος για τη λεύκη και 10 t ha -1 y -1 για το πλατάνι (Aravanopoulos 2010). Η ανάπτυξη ταχυαυξών φυτειών δασικών ειδών µπορεί να έχει διττό ρόλο, καθώς µια φυτεία, µε βάση τον συγκερασµό ειδικών παραγόντων, µπορεί είτε να υλοτοµηθεί για την παραγωγή βιοενέργειας, είτε να παραµείνει µε σκοπό τη δέσµευση CO 2 για την κάλυψη των υποχρεώσεων της χώρας. Ωστόσο η απόληψη δασικής βιοµάζας κατευθείαν από το δάσος, αν και έχει αναφερθεί εκτενώς και για πολλά χρόνια ως λύση, είναι µια απρόσφορη πρακτική, καθώς οδηγεί (εκτός εξειδικευµένων περιπτώσεων που χρήζουν ειδικής µελέτης) στην αποµάκρυνση θρεπτικών στοιχείων που δεν πρόκειται σχεδόν ποτέ να αναπληρωθούν µε φυσικές διεργασίες, ενώ στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι και ενεργειακά ασύµφορη (η παραγωγή µιας θερµίδας ενέργειας µε τον τρόπο αυτό, απαιτεί τη χρήση πολλαπλάσιων θερµίδων). Σήµερα, βέβαια, εµφανίζεται σε πολύ µεγάλο βαθµό η εγκληµατική πρακτική των παράνοµων υλοτοµιών, όπου ξυλώδης δασική βιοµάζα κάθε είδους, µορφής και διαστάσεων υλοτοµείται για την παραγωγή καυσοξύλων. Η έξαρση του φαινοµένου τα τελευταία δύο χρόνια έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις και έχει συνεισφέρει στο σηµαντικό πρόβληµα της πέραν κάθε ορίου αέριας ρύπανσης που βιώνουµε στα αστικά κέντρα τον χειµώνα 2013-2014. Σηµειώνεται ότι το 2012 κατασχέθηκαν περίπου 13.100 tn λαθραία υλοτοµηµένων ξύλων, 426 εργαλεία και 425 οχήµατα που χρησιµοποιήθηκαν για αυτόν τον σκοπό, ενώ οι σχετικές µηνύσεις της ασικής Υπηρεσίας παρουσιάζουν αύξηση κατά 100%. Λαµβάνοντας υπόψη τα προβλήµατα της ασικής Υπηρεσίας που πραγµατοποιεί τους ελέγχους σε προσωπικό, καύσιµα κίνησης, οδοιπορικές δαπάνες κ.α., εκτιµάται ότι µόνο το 20% περίπου των παράνοµων υλοτοµιών εντοπίζεται εγκαίρως. Το Εργαστήριο ασικής Γενετικής και Βελτίωσης ασοπονικών Ειδών 9

του ΑΠΘ, έχει αναπτύξει τεχνολογία ανίχνευσης και εντοπισµού των παράνοµων υλοτοµιών µε ανάλυση DNA υλοτοµηµένου ξύλου και πρέµνων και την έχει θέσει στη διάθεση της Πολιτείας. Στο µεταξύ και παρόλη την µεγάλη έξαρση των δασικών πυρκαγιών (Τσαγκάρη κ.α. 2011), τα µέτρα πρόληψης εξακολουθούν να είναι ελλιπή ως ανύπαρκτα. εν γίνεται συστηµατική καλλιέργεια και λελογισµένοι καθαρισµοί στα δάση (π.χ. εκατέρωθεν του οδικού δικτύου), δεν αποµακρύνεται η εύφλεκτη ξηρή βιοµάζα και δεν καθαρίζονται οι αντιπυρικές ζώνες, εργασίες που δεν απαιτούν ιδιαίτερα εξειδικευµένο προσωπικό και θα µπορούσαν να συνδυαστούν µε προγράµµατα κατάρτισης και απασχόλησης ανέργων. Έτσι δεν αυξάνεται η νόµιµη παραγωγή καύσιµης ύλης που θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί για την παραγωγή βιοενέργειας, ή και να διατεθεί άµεσα στους παραδασόβιους πληθυσµούς, όπου η πολύ χαµηλή πυκνότητα του πληθυσµού, το ανάγλυφο και οι τοπικές κλιµατικές συνθήκες δεν ευνοούν την εµφάνιση φαινοµένων ρύπανσης. Πρόκειται ουσιαστικά για την κατάρρευση της ενεργειακής πολιτικής της χώρας, η οποία δεν ανέπτυξε τις αειφορικές ΑΠΕ που παρέχουν φτηνή ενέργεια όταν είχε τη δυνατότητα, δεν εγκατέστησε συστήµατα ελέγχου της παραγωγής και διάθεσης καυσόξυλων και σήµερα δεν δύναται ούτε να θερµάνει τον πληθυσµό της ούτε να τον προστατεύσει από τη ρύπανση, αλλά ούτε και να προστατεύσει την δηµόσια και ιδιωτική περιουσία από τις λαθροϋλοτοµίες και τις δασικές πυρκαγιές. Είναι προφανές ότι µια άλλη πολιτική συνδυασµένων δράσεων στο δασικό χώρο και στις οριακές αγροτικές εκτάσεις µπορεί, ακόµη και σήµερα, να µειώσει την έκταση και την ένταση των αρνητικών φαινοµένων που βιώνουµε και να ωφελήσει σηµαντικά τόσο το ενεργειακό ισοζύγιο, όσο και την εθνική οικονοµία της χώρας. Συµβολή των δασών στο ΑΕΠ της χώρας Η άµεση συµβολή των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας στο ΑΕΠ είναι χαµηλή και ανέρχεται σε 1,32%. Ωστόσο πρέπει να σηµειωθεί ότι οι αντίστοιχες επενδύσεις είναι µηδαµινές και ανέρχονται µόνο στο 0,35% του ΑΕΠ. Η έλλειψη επενδύσεων στα δάση σηµαίνει και την εγκατάλειψη της υπαίθρου. Ουσιαστικά, για το 49,7% της έκτασης της χώρας αντιστοιχεί το 0,35% των επενδύσεων. Ωστόσο, παρ' όλες τις αντιξοότητες, η άµεση συµβολή των δασών της χώρας στο ΑΕΠ είναι 4 φορές µεγαλύτερη από τις επενδύσεις. Γίνονται εποµένως εύκολα αντιληπτά τα οφέλη για το ΑΕΠ που θα προκύψουν από την αύξηση των επενδύσεων στα δάση. Πέραν του ΑΕΠ, σηµαντικά οφέλη αναµένονται και στον τοµέα της απασχόλησης. Οι επενδύσεις για την καλλιέργεια, προστασία, δηµιουργία υποδοµής και αξιοποίηση των δασών στην Ελλάδα µπορούν να δηµιουργήσουν ως και 52.000 θέσεις εργασίας (Χριστοδούλου 2012). Προβλήµατα του παρόντος για την ελληνική δασοπονία 10

Η ελληνική δασοπονία αντιµετωπίζει σοβαρότατα προβλήµατα. Τα σηµαντικότερα είναι: (1) οι ελάχιστες επενδύσεις και πιστώσεις, (2) ο κατακερµατισµός αρµοδιοτήτων στην κρατική διοίκηση (ΥΠΕΚΑ-Γενική /ση ασών, Γεν. /ση Φυσικού Περιβάλλοντος, Φορείς ιαχείρισης Προστατευόµενων Περιοχών, ΥΠΑΑΤ-Κτηνοτροφία, ΕΛΓΟ- ΗΜΗΤΡΑ, ΥΠΠΠ- ασοπυρόσβεση, ΥΠΕΣ-Αποκεντρωµένες ιοικήσεις ασών Περιφερειών, ιευθύνσεις ασών, ασαρχεία, ΟΤΑ), (3) η υπο-στελέχωση και υπο-χρηµατοδότηση της ασικής Υπηρεσίας, (4) η χαµηλή παραγωγικότητα των υψηλών δασών και το προβληµατικό και ανεπαρκές σύστηµα εκµετάλλευσης, (5) οι µεγάλες αδυναµίες στη λειτουργία των δασικών συνεταιρισµών, (6) η ανεπαρκής βιοπαρακολούθηση των δασών, (7) η έλλειψη ασολογίου, (8) οι σχεδόν ανύπαρκτες πιστώσεις για τη δασική έρευνα, (9) οι παρωχηµένες και ανεπαρκείς προδιαγραφές για τα ασικά ιαχειριστικά Σχέδια, (10) η έλλειψη σύγχρονων συστηµάτων πιστοποίησης της ποιότητας του ξύλου και της ορθής δασο-διαχειριστικής πρακτικής, (11) η έλλειψη προώθησης των ελληνικών προϊόντων ξύλου, της δασικής αναψυχής και του οικοτουρισµού, (12) τα προσκόµµατα στην παραγωγή και εµπορία σύγχρονων προϊόντων, κ.α. Οι δασικοί πόροι απαξιώνονται και µειώνονται. Κατά µ.ο. µια µείωση των δασικών πόρων κατά 1 προκαλεί µείωση του οικονοµικού αποτελέσµατος της εθνικής οικονοµίας κατά 2,7 (1,1 µείωση του οικονοµικού αποτελέσµατος στο δασικό τοµέα, 1,6 επίπτωση στην εθνική οικονοµία) (Παπασπυρόπουλος 2011). Ένα µεγάλο µέρος των σηµερινών προβληµάτων έχει την αφετηρία του στην κατάργηση των Κρατικών ασικών Εκµεταλλεύσεων (ΚΕ ) (Π 126/86) υπέρ των δασικών συνεταιρισµών. Ουσιαστικά, µε το Π αυτό ανειδίκευτοι δασεργάτες ανέλαβαν το ρόλο εµπόρων δασικών προϊόντων µε αρνητικές συνέπειες για τη µακροπρόθεσµη προοπτική της ελληνικής δασοπονίας. Οι δυσθεώρητου ύψους επενδύσεις που έγιναν από το κράτος στους δασικούς συνεταιρισµούς, οι επιδοτήσεις, διευκολύνσεις κτλ, εκ του αποτελέσµατος δεν είχαν ούτε σχεδιαστεί σωστά, ούτε διασφαλιστεί, ούτε απέδωσαν έστω και σε ένα µέρος τα αναµενόµενα στην εθνική οικονοµία. Παράλληλα, την κατάργηση των ΚΕ, µοιραία ακολούθησε η συρρίκνωση της ασικής Υπηρεσίας σε ανθρώπινο δυναµικό και µέσα. Η αποτελεσµατική διοικητική δοµή ( ασονοµείο, ασαρχείο, ιεύθυνση ασών, Επιθεώρηση ασών, Κεντρική Υπηρεσία-Γενική Γραµµατεία) µε την εκτενή και καλά σχεδιασµένη χωροταξική κατανοµή κατέρρευσε, µε επακόλουθο σήµερα η χώρα να µην είναι σε θέση ούτε να εκµεταλλευτεί, όπως αρµόζει, τον δασικό πλούτο προς όφελος της εθνικής οικονοµίας, αλλά ούτε να τον προστατέψει αποτελεσµατικά έναντι καταπατήσεων, λαθροϋλοτοµιών, λαθρεπεµβάσεων κάθε είδους κτλ. Το πρόβληµα των φυσικών διεργασιών στα δασικά οικοσυστήµατα είναι η λειτουργία και ανάπτυξη τους σε βάθος χρόνου και σε κύκλους που υπερβαίνουν τους συνήθεις κύκλους της οικονοµικής δραστηριότητας. Η φύση του προβλήµατος έγκειται στην ανάγκη ύπαρξης πολιτικής µακράς πνοής και επενδύσεων για τα δάση και στην µακρόχρονη αναµονή για την απόδοση τους σε βάθος χρόνου. Έτσι, η ιδιωτική οικονοµία που εδράζεται στη δηµιουργία 11

άµεσου κέδρους, αλλά και οι εκάστοτε κοµµατικές πολιτικές που εδράζονται στη δηµιουργία άµεσου ή βραχυπρόθεσµου κοµµατικού οφέλους, δεν είναι εύκολα συµβατές µε την προστασία των δασών και την µακροπρόθεσµη ανάπτυξη της δασοπονίας. Σήµερα, σχεδόν 30 χρόνια µετά, γίνεται όλο και πλέον σαφές ότι η κατάργηση των ΚΕ και η εν συνεχεία αποδυνάµωση της κρατικής δασοπονίας χειροτέρεψε παρά βελτίωσε την κατάσταση των ελληνικών δασών, παρ' όλες τις ελπίδες της εποχής για αναµενόµενες θετικές προοπτικές από αυτές τις αλλαγές (µεταξύ άλλων και του υπογράφοντος). Συµπεράσµατα και προτάσεις Η δασοπονία, η οποία εδράζεται σε µακροχρόνιες βιολογικές διεργασίες, µπορεί να συνεισφέρει τα µέγιστα στην εθνική οικονοµία, εφόσον βέβαια υπάρχει µακροπρόθεσµη και σταθερή δασική πολιτική και µακροπρόθεσµες επενδύσεις. Πολιτική και επενδύσεις βαρύνουν κυρίως την πολιτεία, καθώς τα ¾ των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας είναι δηµόσια. Ακόµη και στη δύσκολη συγκυρία που βρίσκεται σήµερα η χώρα, η εφαρµογή συγκεκριµένων µέτρων περιορισµένου οικονοµικού κόστους αναµένεται να έχει πολλαπλάσια κοινωνικοοικονοµικά οφέλη, τόσο άµεσα, όσο και σε βάθος χρόνου. Η Ελλάδα της επόµενης µέρας πρέπει να εφαρµόσει άµεσα µέτρα για τα δασικά οικοσυστήµατα, όπως (1) προστασία δασών και δασικών εδαφών (προστασία από δασικές πυρκαγιές, προστασία της υγείας των δασών), (2) προστασία της βιοποικιλότητας και των δασογενετικών πόρων, διαρκής βιοπαρακολούθηση, δηµιουργία δικτύου επιτόπιων (in situ) µονάδων προστασίας και Τράπεζας Γενετικού Υλικού, (3) επιλογή ανθεκτικών ειδών, προελεύσεων, και κλώνων ως προς τις καταπονήσεις της κλιµατικής µεταβολής, δηµιουργία αντίστοιχου γενετικά βελτιωµένου υλικού, χρήση πιστοποιηµένου φυτευτικού υλικού, επαναλειτουργία των κρατικών φυτωρίων, (4) βελτίωση του υδατικού ισοζυγίου, αποφυγή πληµµυρών και έλεγχος της υπεδάφιας στάθµης του νερού, (5) αύξηση περίτροπου χρόνου (εφικτή σε υψηλά δάση κωνοφόρων, καστανιάς και δρυός), (6) αλλαγή της διαχειριστικής µορφής (αναγωγή των πρεµνοφυών δασών σε σπερµοφυή), (7) δηµιουργία ταχυαυξών φυτειών βιοµάζας εντατικής καλλιέργειας και µικρού περιτρόπου χρόνου για παραγωγή βιοκαυσίµων 2 ης γενιάς, ή δέσµευση CO 2, ή παραγωγή ξυλείας-χαρτοπολτού (λεύκη, πλατάνι, ψευδακακία, ευκάλυπτος, ιτιά), (8) αύξηση της δεσµευτικής ικανότητας άνθρακα των ελληνικών δασών και των δασικών εδαφών µε διαχειριστικά και δασοκοµικά µέτρα και µε την επιλογή κατάλληλου ταχυαυξούς γενετικού υλικού, (9) εφαρµογή ευρέως εθνικού προγράµµατος δασώσεων, αναδασώσεων µε χρήση πολύτιµων πολυλειτουργικών και ξυλοπονικών ειδών (αγριοκερασιά, καστανιά, καρυδιά, σφενδάµι, πλατάνι), (10) αποκατάσταση πληγέντων περιοχών και υδροχαρών δασών, (11) βελτίωση και ανόρθωση ορεινών βοσκοτόπων και (12) δηµιουργία προϋποθέσεων καταρχήν για την τοπική προσαρµογή και, όπου αυτό δεν είναι εφικτό, για την ασφαλή µετανάστευση ευαίσθητων ειδών. Η Ελλάδα της επόµενης µέρας πρέπει επίσης να εφαρµόσει µέτρα ανάπτυξης υποδοµών για τη ασοπονία, όπως: (1) αύξηση δηµόσιων επενδύσεων, (2) θέσπιση µακροπρόθεσµης κρατικής δασικής πολιτικής µε κριτήριο τις επιταγές της επιστήµης, 12

(3) επαναλειτουργία των ΚΕ στα παραγωγικά δασικά συµπλέγµατα, στελέχωση της ασικής Υπηρεσίας και εκτέλεση του κύριου επιστηµονικού (δασολογικού) έργου της κρατικής δασοπονίας µε αυτεπιστασία, (4) άµεση κατάρτιση ασολογίου, όπως ορίζει το Σύνταγµα, ενίσχυση του νοµικού πλαισίου προστασίας των δασών και της βιοποικιλότητας των δασικών οικοσυστηµάτων (µύκητες, πανίδα, φαρµακευτικά - αρωµατικά φυτά κ.α.), επίλυση ιδιοκτησιακών προβληµάτων (διακατεχόµενα δάση κτλ.), (5) ενίσχυση της δασικής έρευνας σε επίπεδο χρηµατοδοτήσεων και προσωπικού, (6) πιστοποίηση αειφορίας, πιστοποίηση καλών δασοπονικών πρακτικών, πιστοποίηση ξυλείας και προέλευσης ξυλείας, (7) ενηµέρωση καταναλωτών για τα δασικά προϊόντα και ευαισθητοποίηση του κοινού για τον κοινωνικοοικονοµικό ρόλο του δάσους, (8) εκσυγχρονισµό των µέσων και µεθόδων της πρόληψης (πρωτίστως) και της αντιµετώπισης δασικών πυρκαγιών, (9) οικονοµική αποτίµηση της βιοποικιλότητας και των µη ξυλωδών και άυλων προϊόντων του δάσους και εκτίµηση της συνολικής οικονοµικής αξίας των φυσικών πόρων στα οικονοµικά δεδοµένα των δασικών οικοσυστηµάτων και (10) µακροπρόθεσµος σχεδιασµός αντιµετώπισης των επιπτώσεων της κλιµατικής µεταβολής. Ευχαριστίες Ευχαριστώ τους συναδέλφους Χ. Βλάχο, Σ. ιαµαντή και Κ. Παπασπυρόπουλο για τη χρήσιµη ανταλλαγή απόψεων σε θέµατα της παρούσας εργασίας. Βιβλιογραφία Αµοργιανιώτης, Γ., 2011. Οικονοµία και δασοπονία. Ηµερίδα WWF-ΙΜ Ο & Τ Π, Αθήνα. Aravanopoulos FA 2013. Genomic monitoring of perennial plant populations: early warning system and conservation value. In: Proc. 7 th EPSO Conference, Porto Heli, Greece, 1-4 September 2013 (invited presentation), p. 51. Aravanopoulos FA, 2010. Breeding of fast growing forest tree species for biomass production in Greece. Biomass Bioen. 34: 1531-1537. Αραβανόπουλος ΦΑ 2010. Η σηµασία της βιοποικιλότητας των ελληνικών δασών και των χερσαίων φυσικών οικοσυστηµάτων για τον ευρωπαϊκό και µεσογειακό χώρο. Ανανιάδου-Τζηµοπούλου Μ. (Εκδ. Επιµ.) Πρακτικά Ηµερίδας Συµβουλίου Περιβάλλοντος ΑΠΘ 2010, σελ. 1-11. Βουλγαρίδης, Η., 2013. Η δασική επιστήµη µπροστά στα σύγχρονα περιβαλλοντικά προβλήµατα. Τµήµα ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη. Carlowitz, H.C. von 1713. Sylvicultura oeconomica Oder Haußwirtliche Nachricht und Naturmäßige Anweisung zur Wilden Baum- Zucht. J. F. Braun, Leibzig. Croitoru, L., 2007. How much are Mediterranean forests worth? Forest Policy Econ. 9: 536-545. Giannacopoulos, C., Le Sager P., Bindi M., Moriondo M., Kostopoulou E. and C.M. Goodes 2009. Climatic changes and associated impacts in the Mediterranean resulting from a 2 C global warming. Global Plan. Change 68: 209-224. EUROSTAT 2009. Forestry Statistics. Publ. Office of the European Union, Luxembourg. FAO 2012. Forest Products 2010. FAO Forestry Series No. 45 and FAO Statistics Series No. 201, FAO Publ., Rome. INASO, 2009. Institute for Rural Development and Cooperative Economy Study (http://www.paseges.gr/portal/cl/tn/inaso/co/). IPCC 2007. Climate Change 2007: The Physical Science Basis. Contribution of WGI to the 4 th Assessment Rep., IPCC, Cambridge University Press, Cambridge. Kramer, K., Leinonen I. and D. Loustau 2000. The importance of phenology for the evaluation of impact of climate change on growth of boreal, temperate and Mediterranean forest ecosystems: an overview. Intern. J. Biomet. 44: 67-75. Κυνηγητική Συνοµοσπονδία Ελλάδος (ΚΣΕ) 2014 (http://www.ksellas.gr/index.php?lang=el). 13

Μαλλιαρού, Ε. & Φ.Α. Αραβανόπουλος 2012. Συγκριτική ανάλυση γενετικής ποικιλότητας δασικών ειδών στην Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό χώρο. Πρακτικά 14 ο Συνέδριο Ελληνικής Επιστηµονικής Εταιρίας Γενετικής Βελτίωσης Φυτών, Θεσσαλονίκη, σελ. 413-418. Νάστης, Α., Καρµίρης Η., Σαρτζετάκης Ε. και Σ. Νάστης 2011. Οικονοµικές και φυσικές επιπτώσεις της κλιµατικής µεταβολής στα δάση και τα δασικά οικοσυστήµατα της Ελλάδας. Τράπεζα της Ελλάδος, Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιµατικής Αλλαγής, Εκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα. Nicholls, R.J. and R.J.T. Klein 2005. Climate change and coastal management on Europe s coast. In: Vermaat, J.E., Bouwer L., Turner K. and W. Salomons (eds.) Managing European Coasts: Past, Present and Future. Springer-Verlag, Berlin. Ντάφης, Σ. 2011. Οικολογική διαχείριση και καλλιέργεια του δάσους. Αµφίβιο 30: 6-8. Παπασπυρόπουλος, Κ.Γ., 2011. Τα δασικά οικοσυστήµατα ως παράγοντας άµβλυνσης της οικονοµικής κρίσης. Σκορδάς, Κ.Ε. και Π.Κ. Μπίρτσας (Εκδ. Επιµ.) ΠΑΝ-ΘΗΡΑΣ 2011-Τα Πάντα περί Θήρας. Κυνηγετική Οµοσπονδία Μακεδονίας-Θράκης, Θεσσαλονίκη, σελ 128-141. Petit, R.J., Aguinagalde I., De Beaulieu J.L., et al. 2003. Glacial refugia: hotspots but not melting pots of genetic diversity. Science 300: 1563 1565. Τσαγκάρη Κ., Γ. Καρέτσος και Ν. Προύτσος, 2011. ασικές Πυρκαγιές Ελλάδας 1983-2008. Έκδ. WWF Ελλάς και ΕΘΙΑΓΕ-ΙΜ Ο & Τ Π. Χριστοδούλου, Α., 2012. άσος και περιβάλλον στη σηµερινή συγκυρία. Σχολή ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη. ΥΠΕΚΑ 2014. Παραγωγή πρωτογενών προϊόντων δασών 2011. Γενική ιεύθυνση ασών, ΥΠΕΚΑ (http://www.ypeka.gr/default.aspx?tabid=813&language=el-gr). WCED, 1987. Our common future. Oxford Univ. Press, Oxford. 14