ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ Διηγήματα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Copyright Γιώργος Μπράμος Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017 Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με ο- ποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιον δήποτε τρόπο αναπα ραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειο - θεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6150-6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Το πουλί και το κλουβί... 13 Αφωνία... 31 Όνομα;... 49 Οικογενειακή υπόθεση... 57 Στην παραλία... 63 Οι στάχτες της μάνας... 75 Μόσκβιτς... 101 Το βήμα της χορεύτριας... 109 Άσωτος... 123 Οι τέσσερις εποχές... 137 Άδικος κόπος... 153 Το πρώτο θύμα... 169 Ανάμεσα στους τοίχους... 179 7
μνήμη Ανταίου Χρυσοστομίδη
... συγχώρεση γι αυτούς που πέθαναν μες στην απόγνωση ελπίδα γι αυτούς που πέθαναν δίχως να ελπίζουν καλά μαντάτα γι αυτούς που πέθαναν πνιγμένοι απ τις αδιάκοπες συμφορές. ΧΕΡΜΑΝ ΜΕΛΒΙΛ «Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς»
Το πουλί και το κλουβί ΟΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ήταν ένα παιδαρέλι. Δεν τον διάλεξα εγώ, μου τον επέβαλαν. «Το παν είναι να αποφύγουμε τα ι- σόβια», μου είπε. Ούτε που τον άκουγα. Αλλά αυτός επέμενε. «Το δικαστήριο θα λάβει σοβαρά υπόψη του τον πρότερο έντιμο βίο, τη σεξουαλική πρόκληση, την ηλικία και την κοινωνική σας θέση», συνέχισε απτόητος. Δεν είχα όρεξη να μου κάνει ενέσεις αισιοδοξίας. «Κύριε», του απάντησα, χωρίς να κρύψω την ενόχλησή μου, «δεν επιζητώ την επιείκεια κανενός». Ο ανακριτής κι ο εισαγγελέας δεν είχανε πολλή δουλειά. Ομολογία, υπογραφή, απόφαση για προφυλάκιση. Ο μόνος μπελάς ήταν οι τοπικοί δημοσιογράφοι, ιδίως εκείνη η ξανθιά με την τσιριχτή φωνή. «Την οικογένειά σου δεν την λυπήθηκες;» Ήθελα να γυρίσω και να της πετάξω στη μούρη, «Ξέρεις τι είναι το αστροπελέκι του έρωτα; Το νιωσες ποτέ σου;» Με έσπρωξαν όμως οι φρουροί μου στην κλούβα κι έμεινε αναπάντητη η ξανθιά. Δεν ήρθε κανένας δικός μου στο δικαστικό μέγαρο σύζυγος, κόρη, αδελφός, κουνιάδος, νύφη, φίλοι, άπαντες από- 13
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ ντες. Μόνο άκουσα μια γνώριμη φωνή από απέναντι. Ο διευθυντής της τράπεζας μου φώναζε, «Θα μας πάρεις όλους στον λαιμό σου, παλιάνθρωπε!» Κανέναν δεν πήρα στον λαιμό μου κανέναν. Ανέλαβα όλη την ευθύνη και καταδικάστηκα σε δεκαέξι χρόνια κάθειρξη. Μάταια κοίταζα στην αίθουσα του δικαστηρίου μήπως κάποιος συγγενής, η κόρη μου, η σύζυγος, ή ακόμα κι εκείνη, είχε αποφασίσει να σπάσει τον τοίχο της απαξίωσης και έστω από μακριά να μου απευθύνει έναν διακριτικό χαιρετισμό, σε ένδειξη συμπαράστασης. Κανείς και καμιά. Ε- κείνη προφανώς ήθελε να ξεπεράσει γρήγορα την περιπέτεια, προτίμησε να επιστρέψει στην κανονική της ζωή. Οι δικοί μου, άμαθοι από πάθη και παρεκτροπές, δεν διέθεταν κανένα περιθώριο κατανόησης. Είχα πάει να παραγγείλω την τούρτα για τα γενέθλια της κόρης μου, που έκλεινε τα είκοσι. Το εργαστήριο ζαχαροπλαστικής ήταν κοντά στο σπίτι, στην ίδια γειτονιά. Παλαιότερα ήμουν τακτικός θαμώνας, αλλά όταν το σάκχαρο πήρε με τα χρόνια τον ανήφορο, τα έκοψα όλα. Με τον ιδιοκτήτη είχαμε μια καλημέρα, όλοι γνωριζόμαστε σ αυτή την πόλη. Τα κανόνισα μαζί του, τόσο μέγεθος, σοκολά - τα και φράουλες, να ζήσεις, Χρυσηίδα, και καλή πρόοδο. «Αύριο το απόγευμα θα είναι έτοιμη», μου είπε ο ζαχαροπλάστης. 14
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ Μέχρι τότε ήμουν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Τι θα πει φυσιολογικός άνθρωπος; Θα πει άνθρωπος χωρίς ερωτήματα και αναστατώσεις. Εξασφαλισμένη εργασία, οικογενειακή θαλπωρή και ρουτίνα, σταθερός κοινωνικός περίγυρος να μην προεξέχει καμιά ακίδα, όλα λειασμένα. Μέχρι εκείνο το απόγευμα που επέστρεψα στο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής για να παραλάβω την τούρτα γενεθλίων, δεν μου είχε συμβεί το παραμικρό, ούτε ένα τόσο δα, αδιόρατο τσίμπημα, από αυτά που υπαινίσσονται μια μικρή ή μεγάλη ιστορία έρωτα κι αγάπης. Μπήκα στο μαγαζί και το αφεντικό τής είπε, «Ανθή, εξυπηρέτησε, σε παρακαλώ, τον κύριο Γιάννη». Ήταν μάλλον κοντούλα, μάλλον παχουλή, με μαύρα μάτια και κατσαρά μαλλιά. Ένας άντρας με παρελθόν και ε- μπειρίες δεν θα την κοίταζε καν, δεν θα τον συντάραζε κανένας πόθος γι αυτήν. Εγώ, παρ όλη την απειρία μου, πρόσεξα κάτι πάνω της, που ακόμα και οι πιο μυημένοι στα γυναικεία μυστικά μπορεί να προσπερνούσαν. Χαμογελούσε. Και όσοι θεωρούν ασήμαντο το χαμόγελο μιας υπαλλήλου σε ζαχαροπλαστείο δεν ξέρουν τίποτα από ομορφιά είναι α- γράμματοι και αστοιχείωτοι. Το κορίτσι του ζαχαροπλαστείου χαμογελούσε κι εμένα άνοιξε η ψυχή μου. «Ορίστε», είπε και μου έδωσε την τούρτα. «Να σας ζήσει. Η κόρη σας έχει ωραίο όνομα. Χρυσηίδα. Και σπάνιο. Άνοιξα λεξικό να δω πώς γράφεται. Να την χαίρεστε». 15