Η Εποχή των Επαναστάσεων 1789-1848



Σχετικά έγγραφα
α. Προς αναζήτηση νέων δρόμων της τουρκικής κατάκτησης που είχε διακόψει την επικοινωνία Ευρώπης Ασίας της έλλειψης πολύτιμων μετάλλων στην Ευρώπη

Μεταφορά - μεταφορικά μέσα

ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ Θ.Ε.: ΕΠΟ 11 Κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ευρώπης

Οι Ευρωπαίοι και οι γλώσσες τους

Μιχάλης Κοκοντίνης. 1 Πειραματικό δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης Ε'1 τάξη Οι Ρωμαίοι κυβερνούν τους Έλληνες

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

Παγκόσμια οικονομία. Διεθνές περιβάλλον 1

Πίνακας αποτελεσμάτων της Ένωσης για την Καινοτομία το Σύνοψη Γλωσσική έκδοση ΕL

Βιομηχανική Επανάσταση. 6η διάλεξη

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

1ο ΣΧΕ ΙΟ. Η βιοµηχανική επανάσταση

«ΑΠΟ ΣΗΝ ΑΓΡΟΣΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΗΝ ΑΣΙΚΟΠΟΙΗΗ (19 ος - 20 ος αιώνας)»

Η ΓΑΛΛΙΑ ERASMUS + ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

a. Οι βαθιές θάλασσες της Ευρώπης δημιουργήθηκαν όταν έλιωσαν οι παγετώνες. β. Η Νορβηγική Θάλασσα βρέχει τις βορειοανατολικές ακτές

ERASMUS Δημοτικό Σχολείο Αγίων Τριμιθιάς Χρίστος Τομάζος Στ 2

Ενότητα 13 - Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της βιομηχανικής επανάστασης

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι 13 βρετανικές αποικίες Η Αγγλία ήταν η θαλασσοκράτειρα δύναμη από τον 17 ο αιώνα ίδρυσε 13 αποικίες στη βόρεια Αμερική. Ήταν ο προορ

2 ο φροντιστήριο στη Γενική Οικονομική Ιστορία. Άννα Κομποθέκρα, 2013.

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΤΑ ΠΙΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η ΚΡΙΣΗ ΞΕΠΕΡΑΣΤΗΚΕ ΚΑΘΩΣ ΛΕΝΕ;

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

Καρλ Πολάνυι. Επιμέλεια Παρουσίασης: Άννα Κουμανταράκη

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΟ 17 ο ΚΑΙ 18 ο ΑΙΩΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

Αναρτήθηκε από τον/την Βασιλειάδη Γεώργιο Κυριακή, 20 Μάιος :06 - Τελευταία Ενημέρωση Δευτέρα, 21 Μάιος :08

Δημοκρατία της νότιας Ευρώπης. Επιφάνεια: τ.χμ Πληθυσμός: κατ. Πρωτεύουσα: Ρώμη. Γλώσσα: επίσημη η ιταλική.

Η κοινωνική οργάνωση της αρχαϊκής εποχής

PROJECT 2017 ΟΜΑΔΑ: ΑΝΕΣΤΗΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΝΤΙΝΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΦΙΔΗΣ

Ανατολικο ζητημα κριμαϊκοσ πολεμοσ. Μάθημα 4ο

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει;

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη Εξωτερικό εμπόριο Ισπανίας για το Γενικά χαρακτηριστικά

ΜΑΘΗΜΑ 16 ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

3. Να αναφέρεις να μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε μια σχολική μονάδα πριν, κατά την διάρκεια και μετά από ένα σεισμό.

ΤΑΞΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ-Βουλευτές:

ελιές, παστά ψάρια, και σπάνια από κρέας, κυρίως στην Αθήνα.

Για την Οικονομική Γεωγραφία

PROJECT Β 1 ΓΕΛ. Θέμα: Μετανάστευση Καθηγήτρια: Στέλλα Τσιακμάκη

Η Γαλλική επανάσταση ( )

Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη.

Ο επιφανέστερος δημοσιογράφος σε ζητήματα συγκοινωνιών Κρίστιαν Γουόλμαρ γράφει την καταπληκτική ιστορία του πιο σημαντικού τραίνου στον κόσμο

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

Σύντοµα σηµειώµατα για θέµατα εξαγωγικού ενδιαφέροντος. Η πορεία των εξαγωγών κατά το έτος 2007 Πρωταγωνιστές τα δώδεκα νέα κράτη-µέλη

Η εποχή του Διαφωτισμού

Η εποχή του Ναπολέοντα ( ) και το Συνέδριο της Βιέννης (1815)

Η ΟΡΕΙΝΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΚΑΜΤΣΑΤΚΑ

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

Πορτογαλία Θρησκείες

Ε.Ε. Αποκλειστικό Πώς, πόσο και γιατί Χαµένοι από την ΚΑΠ του 2013;

Το παιχνίδι όπου έχει σημασία να είστε κοντά

Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα. Π. Γιαννακοπούλου Μαθήτριες: Ασσάτωφ Άννα, Μιχαλιού Μαντώ, Αργύρη Μαρία, Τσαουσίδου - Πετρίτση Σοφία Τμήμα: Α3

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

Χρονολογία ταξιδιού:στις 8 Ιουλίου του 1497 άρχισε και τελείωσε το 1503

Βοηθητική εργασία 1.α. Εξερευνώ την Ευρώπη ανακρίνοντας τους χάρτες

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

ο ΡΗΓΑΧ Φ^ΑΙ Χ ο ΡΗΓΑΧ Φ^ΑΙ Σ Η Χάρτα Διασυνδέσεις ΒιΒλιογραφία

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

Ενότητα 12 - Η ωρίμανση της βιομηχανικής επανάστασης

% Μεταβολή 08/ ,13% 9,67% ,21% 6,08% ,31% 3,39% ,88% 7,45%

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον

Η Σπιναλόγκα του Σαρωνικού. Γιώργος Πρίμπας

Συντάχθηκε απο τον/την Άννα Φραγκουδάκη - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 26 Σεπτέμβριος :28

Άννα Κατερίνα Μαρία Μ.

Στατιστικά απασχόλησης στην ΕΕ

Διάστημα. Βάλε στη σωστή απάντηση (μία κάθε φορά). Για να κάνει η Γη μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον Ήλιο, χρειάζεται:

Οι Έλληνες της Τανζανίας

«Η ευρωπαϊκή ταυτότητα του μέλλοντος»

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (Στοιχεία εισαγωγών και κατανάλωσης)

σωβινιστικός: εθνικιστικός

Γεωλογία - Γεωγραφία Β Γυμνασίου ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ. Τ μαθητ : Σχολικό Έτος:

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Το Πρότυπο Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου 5-1

ΦΕ1. Περιεχόμενα. Η φυσική. Υπόθεση και φυσικό μέγεθος

Ποιός πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα ανά Περιφέρεια και ανά αγορά, 2017.

Ανάγλυφα σε βράχους και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως οικισμοί που χρονολογούνται από το π.χ., υπάρχουν στα παραδοσιακά εδάφη των Σάμι.

Διαφωτισμός και Επανάσταση. 2 ο μάθημα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒ ΟΜΟ: Η Ευρώπη και οι εξωευρωπαϊκοί λαοί. Ερωτήσεις ανάπτυξης

Η Δανία είναι μια χώρα που βρίσκεται στη Σκανδιναβία, στη βόρεια Ευρώπη. Συνορεύει από ξηρά μόνο με τη Γερμανία, ενώ από θάλασσα γειτνιάζει με τη

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας (Οικονομία 19 ος -20 ος αιώνας)

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού ανά Περιφέρεια και ανά Αγορά

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

33 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΣΥΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Ε

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ, ΑΛΙΕΙΑ ΚΑΙ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ


Ειδικό Φροντιστήριο Στην Ελληνική Γλώσσα Απαντήσεις

Transcript:

Eric John Hobsbawm Η Εποχή των Επαναστάσεων 1789-1848 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΡΙΕΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ δ' ανατύπωση ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΑΘΗΝΑ 2002

Τίτλος του πρωτοτύπου: The Age of Revolution 1789-1848 A Meritor Book New American Library ΗΠΑ και Καναδάς 1962 Το κείμενο της μετάφρασης στη β' έκδοση θεωρήθηκε από την Αγλαΐα Κάσδαγλη Copyright για την ελληνική γλώσσα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992

ΤΑ ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ανάμεσα στο 1789, όταν ακόμα βασίλευε ο Λουδοβίκος ΙΣΤ', και το 1848, όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς δημοσίευσαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, υπήρξαν για την Ευρώπη η εποχή μιας διττής επανάστασης, η οποία προκάλεσε τον μεγαλύτερο κοινωνικό μετασχηματισμό που υπέστη ο κόσμος μετά τους αρχαίους χρόνους. Το βιβλίο αυτό αναλύει και ερμηνεύει τις εκπληκτικές αλλαγές που προκάλεσαν η πολιτική Γαλλική Επανάσταση και η αγγλική Βιομηχανική Επανάσταση: τα «παλαιά καθεστώτα» καταρρέουν μπροστά στη δύναμη των νέων καπιταλιστικών χωρών. Νέοι δρόμοι ανοίγονται στην επιστήμη, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, την τέχνη. Νέες μέθοδοι εφαρμόζονται στον πόλεμο και στη διπλωματία, στη βιομηχανία, το εμπόριο και τη διακυβέρνηση των κρατών. Νέες λέξεις δημιουργούνται για να εκφράσουν τις νέες ιδέες. Η ιστορία της διττής επανάστασης, ωστόσο, δεν είναι απλώς η ιστορία του θριάμβου της νέας αστικής κοινωνίας είναι και η ιστορία της εμφάνισης των δυνάμεων που, μέσα σ' έναν αιώνα από το 1848, έμελλε να μετατρέψουν την επέκταση σε συρρίκνωση. Ο EPIK ΧΟΜΠΣΜΠΩΜ γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1917 και σπούδασε στη Βιέννη, το Βερολίνο, το Λονδίνο και το Κέμπριτζ. Είναι μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας και επίτιμο μέλος του King's College του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Δίδασκε στο Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου έως τη συνταξιοδότησή του. Εκτός από την Εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848, κυκλοφορούν στις εκδόσεις του ΜΙΕΤ και τα έργα του Η εποχή τον κεφαλαίου, 1848-1875 και Η εποχή των αυτοκρατοριών, 1875-1914.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται η επισκόπηση του μετασχηματισμού που υπέστη ο κόσμος ανάμεσα στο 1789 και το 1848, στο βαθμό που αυτός οφειλόταν στη «διττή επανάσταση» δηλαδή τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και τη σύγχρονή της (βρετανική) Βιομηχανική Επανάσταση. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για καθαρά ευρωπαϊκή ιστορία, αλλ' ούτε για παγκόσμια. Προσπάθησα να αναφερθώ, συχνά επιτροχάδην, στις χώρες που αισθάνθηκαν τις συνέπειες της διττής επανάστασης, ενώ παρέλειψα εκείνες στις οποίες ήταν αμελητέος ο αντίκτυπός της. Ο αναγνώστης, συνεπώς, θα βρει εδώ κάτι για την Αίγυπτο, αλλ' όχι για την Ιαπωνία, περισσότερες μνείες για την Ιρλανδία παρά για τη Βουλγαρία, περισσότερες για τη Λατινική Αμερική παρά για την Αφρική. Τούτο δεν σημαίνει ασφαλώς ότι η ιστορία των χωρών και των λαών που δεν περιλαμβάνει ο τόμος αυτός είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα ή λιγότερο σημαντική από των άλλων. Αν η οπτική γωνία του βιβλίου είναι κυρίως ευρωπαϊκή, ή, πιο συγκεκριμένα, γαλλοβρετανική, είναι διότι, κατά την περίοδο αύτη, ο μετασχηματισμός που υπέστη ο κόσμος ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος του είχε ευρωπαϊκή, ή μάλλον γαλλοβρετανική αφετηρία. Εντούτοις, ορισμένα θέματα που ίσως θα άξιζαν λεπτομερέστερη ανάλυση παραλείφθηκαν επίσης, όχι μόνο για λόγους χώρου αλλά και διότι εξετάζονται διεξοδικά σε άλλους τόμους της σειράς αυτής (όπως η ιστορία των ΗΠΑ). Στόχος του βιβλίου δεν είναι η λεπτομερής αφήγηση αλλά η ερμηνεία και αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν haute vulgarisation. Ο ιδανικός του αναγνώστης είναι ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, ο ευφυής δηλαδή και πεπαιδευμένος πολίτης που δεν είναι απλώς περίεργος για το παρελθόν αλλά επιθυμεί να καταλάβει πώς και γιατί ο κόσμος πήρε τη σημερινή του μορφή και προς τα που κατευθύνεται. Έτσι, θα 'ταν υπερβολικά σχολαστικό και αναίτιο να φορτώσουμε το κείμενο με όλα εκείνα τα στοιχεία που θα έπρεπε να έχει αν απευθυνόταν σε πιο ειδικό κοινό. Οι σημειώσεις μου, επομένως, αναφέρονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις πηγές των παραθεμάτων και των αριθμητικών στοιχείων ή, κάποτε, στην τεκμηρίωση ορισμένων αμφισβητούμενων ή απροσδόκητων απόψεων. Θα έπρεπε ωστόσο κάτι να λεχθεί για το υλικό στο οποίο βασίζεται ένα βιβλίο με τόσο ευρύ θέμα. Όλοι οι ιστορικοί είναι πιο ειδικευμένοι (ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, περισσότερο αδαείς) σε ορισμένα θέματα απ' ό,τι σε άλλα. Έξω από το αρκετά στενό τους πεδίο, είναι υποχρεωμένοι να βασιστούν στο έργο άλλων ιστορικών. Η βιβλιογραφία για την περίοδο 1789-1848 είναι τόσο μεγάλη ώστε ξεπερνά τις δυνατότητες γνώσης οποιουδήποτε ατόμου, ακόμη κι εκείνου που μπορεί να διαβάζει όλες τις γλώσσες στις οποίες είναι γραμμένη. (Στην πραγματικότητα, φυσικά, όλοι οι ιστορικοί περιορίζονται σε τρεις τέσσερις γλώσσες το πολύ.) Μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι, συνεπώς, από δεύτερο ή και τρίτο χέρι, και αναπόφευκτα περιέχει σφάλματα, καθώς και τις αναπότρεπτες συντομεύσεις για τις οποίες ο ειδικός θα λυπηθεί όσο και ο συγγραφέας του τόμου αυτού. Η βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος ίσως να χρησιμεύσει ως οδηγός για περαιτέρω μελέτη. Μολονότι δεν μπορεί κανείς να χωρίσει τον ιστορικό ιστό σε επιμέρους κλωστές χωρίς να τον καταστρέψει, πρακτικοί λόγοι υπαγορεύουν μια κάποια υποδιαίρεση του θέματος: Προσπάθησα χονδρικά να χωρίσω το βιβλίο σε δύο μέρη. Το πρώτο πραγματεύεται τις κύριες εξελίξεις της περιόδου σε γενικές γραμμές, ενώ το δεύτερο περιγράφει τον τύπο της κοινωνίας που προέκυψε από τη διττή επανάσταση. Υπάρχουν ωστόσο εσκεμμένες επικαλύψεις, και η διαίρεση υπακούει σε πρακτικά μάλλον παρά σε θεωρητικά κριτήρια. Οφείλω ευχαριστίες σε διάφορους ανθρώπους με τους οποίους συζήτησα κάποια επιμέρους θέματα του βιβλίου, καθώς και σε όσους διάβασαν ορισμένα κεφάλαια στο χειρόγραφο ή το δακτυλόγραφο. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ευθύνονται ασφαλώς για τα δικά μου σφάλματα. Ευχαριστώ ιδίως τους J. D. Bernal, Douglas Dakin, Ernst Fischer, Francis Haskell, H. G. Koenigsberger και R. F. Leslie. Το κεφάλαιο

ΙΔ' οφείλει πολλές από τις ιδέες του στον Ernst Fischer. Η P. Ralph βοήθησε σημαντικά ως γραμματέας και ερευνητική βοηθός, ενώ η Ε. Mason συνέταξε το ευρετήριο. Λονδίνο, Δεκέμβριος 1961 E.J.H.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι λέξεις είναι μάρτυρες που συχνά μιλούν πιο καθαρά από τα ντοκουμέντα ας εξετάσουμε μερικές που ουσιαστικά πλάστηκαν ή απέκτησαν τη σύγχρονη έννοιά τους στην περίοδο των εξήντα χρόνων την οποία πραγματεύεται το βιβλίο αυτό. Πρόκειται για λέξεις όπως «βιομηχανία», «βιομήχανος», «εργοστάσιο», «μεσαία τάξη», «εργατική τάξη», «καπιταλισμός» και «σοσιαλισμός», «αριστοκρατία», «σιδηρόδρομος», «φιλελεύθερος» και «συντηρητικός» ως πολιτικοί όροι, «εθνικότητα», «επιστήμονας» και «μηχανικός», «προλεταριάτο» και (οικονομική) «κρίση», «ωφελιμιστικός», «στατιστική», «κοινωνιολογία» και άλλα ονόματα σύγχρονων επιστημών, «δημοσιογραφία» και «ιδεολογία»: όλες τους αποτελούν επινοήσεις ή προσαρμογές αυτής της περιόδου. i Το ίδιο ισχύει για την «απεργία» και την «απαθλίωση». Αν μπορούσε κανείς να φανταστεί τον σύγχρονο κόσμο δίχως αυτές τις λέξεις (δίχως δηλαδή τα πράγματα και τις έννοιες που εκφράζονται μ' αυτές), θα διαπίστωνε το μέγεθος και το βάθος της επανάστασης που ξέσπασε ανάμεσα στο 1789 και το 1848, επανάστασης που προκάλεσε τον μεγαλύτερο μετασχηματισμό στην ιστορία της ανθρωπότητας από την μακρινή εποχή που ο άνθρωπος εφεύρε τη γεωργία και τη μεταλλουργία, τη γραφή, την πόλη και το κράτος. Η επανάσταση αυτή μεταμόρφωσε και εξακολουθεί να μεταμορφώνει ολόκληρο τον κόσμο. Μελετώντας την, ωστόσο, πρέπει να κάνουμε προσεκτική διάκριση ανάμεσα στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματά της, που δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, πολιτική οργάνωση ή καταμερισμό της εξουσίας και των πόρων σε παγκόσμιο επίπεδο, και στην πρώτη αποφασιστική της φάση, που ήταν στενά συνδεδεμένη με μια συγκεκριμένη κοινωνική και διεθνή κατάσταση. Η μεγάλη επανάσταση του 1789-1848 ήταν ο θρίαμβος όχι απλώς της «βιομηχανίας», αλλά της καπιταλιστικής βιομηχανίας όχι της ελευθερίας και της ισότητας γενικά, αλλά της αστικής φιλελεύθερης κοινωνίας όχι της «σύγχρονης οικονομίας» ή του «σύγχρονου κράτους», αλλά της οικονομίας και των κρατών σε μια συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου (μέρος της Ευρώπης και τμήματα της Βόρειας Αμερικής), με επίκεντρο τα γειτονικά και ανταγωνιζόμενα κράτη της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Ο μετασχηματισμός του 1789-1848 είναι ουσιαστικά η διπλή επαναστατική έκρηξη που σημειώθηκε στις δύο αυτές χώρες, και από εκεί απλώθηκε σ' ολόκληρο τον κόσμο. Θα ήταν όμως ορθότερο να θεωρήσουμε τη διττή αυτή επανάσταση περισσότερο πολιτική στη Γαλλία και βιομηχανική στην Αγγλία όχι τόσο ως γεγονός που ανήκει στην ιστορία των δύο χωρών οι οποίες αποτέλεσαν τους κύριους φορείς της και τα κύρια σύμβολά της, αλλά σαν διπλό κρατήρα ενός μεγαλύτερου ηφαιστείου στην ευρύτερη περιοχή. Το ότι οι ταυτόχρονες εκρήξεις του σημειώθηκαν στη Γαλλία και στην Αγγλία και εμφανίζουν κάπως διαφορετικό χαρακτήρα δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αδιάφορο. Αλλά από την άποψη λ.χ. του ιστορικού του 3000 μ.χ., όπως και από την άποψη του Κινέζου ή του Αφρικανού παρατηρητή, έχει περισσότερη σημασία να επισημανθεί ότι οι εκρήξεις αυτές σημειώθηκαν κάπου στη βορειοδυτική Ευρώπη και στις υπερπόντιες προεκτάσεις της, και ότι την εποχή εκείνη δεν θα μπορούσε για κανένα λόγο να συμβούν σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Εξίσου σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι, εκείνη την εποχή, τέτοιες εκρήξεις είναι σχεδόν αδιανόητες με οποιαδήποτε άλλη μορφή παρά μόνον ως θρίαμβος ενός αστικοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Είναι προφανές ότι ένας τόσο ριζικός μετασχηματισμός δεν μπορεί να γίνει κατανοητός χωρίς ιστορική αναδρομή πολύ προ του 1789, ακόμη και πριν από τις δεκαετίες που προηγήθηκαν, οι i Οι περισσότερες από τις λέξεις αυτές είτε είναι διεθνείς είτε μεταφράστηκαν κατά γράμμα στις διάφορες γλώσσες. Έτσι ο «σοσιαλισμός» ή η «δημοσιογραφία» είναι λέξεις σχεδόν διεθνείς, ενώ ο «σιδηρόδρομος» παράγεται από τις λέξεις «σιδηρούς δρόμος» παντού εκτός από τη χώρα της καταγωγής του (στα αγγλικά railway).

οποίες απεικονίζουν σαφώς (τουλάχιστον εκ των υστέρων) την κρίση των παλαιών καθεστώτων (anciens régimes) του βορειοδυτικού κόσμου, που θα τα σάρωνε η διττή επανάσταση. Η Αμερικανική Επανάσταση του 1776, ασχέτως αν τη δούμε ως έκρηξη ίσης σπουδαιότητας με τις αγγλογαλλικές ή ως τον σημαντικότερο άμεσο πρόδρομο και υποκινητή τους, καθώς και οι συνταγματικές κρίσεις και οι οικονομικές ανακατατάξεις και αναταραχές των ετών 1760-1789, όποια σημασία και αν τους αποδώσει κανείς, ερμηνεύουν μονάχα την αφορμή και, το πολύ πολύ, την επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής για τη μεγάλη επαναστατική αλλαγή, και όχι τα θεμελιώδη αίτιά της. Το πόσο πίσω θα πρέπει να ανατρέξει ο ιστορικός στην αγγλική επανάσταση των μέσων του 17ου αιώνα, στη Μεταρρύθμιση και στην απαρχή των ευρωπαϊκών κατακτήσεων και της αποικιοκρατίας στις αρχές του 16ου αιώνα, ή ακόμη πιο πίσω δεν μας ενδιαφέρει στο σημείο αυτό, γιατί μια τέτοια ανάλυση σε βάθος θα υπερέβαινε κατά πολύ τα χρονολογικά όρια του βιβλίου. Εδώ αρκεί απλώς να παρατηρήσουμε ότι οι κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις, τα πολιτικά και πνευματικά εργαλεία αυτού του μετασχηματισμού ήταν ήδη έτοιμα, τουλάχιστον σε ένα τμήμα της Ευρώπης αρκετά μεγάλο για να ξεσηκώσει το υπόλοιπο. Το πρόβλημά μας δεν είναι να περιγράψουμε την εμφάνιση μιας παγκόσμιας αγοράς, μιας αρκετά δραστήριας τάξης ιδιωτών επιχειρηματιών, ή ακόμη (στην Αγγλία) ενός κράτους προσκολλημένου στην άποψη ότι το μέγιστο δυνατό ιδιωτικό κέρδος αποτελεί το θεμέλιο της κυβερνητικής πολιτικής. Ούτε σκοπεύουμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της τεχνολογίας, της επιστημονικής γνώσης ή της ιδεολογίας μιας ατομιστικής, «κοσμικής», ορθολογικής πίστης στην πρόοδο. Ήδη στη δεκαετία του 1780 μπορούμε να θεωρήσουμε ως δεδομένα όλα αυτά τα στοιχεία, μολονότι δεν ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά ή διαδεδομένα. Αντίθετα, δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να παραβλέψουμε τον νεωτεριστικό χαρακτήρα της διττής επανάστασης εξαιτίας των εξωτερικών χαρακτηριστικών που μας φαίνονται οικεία. Γιατί, πράγματι, είναι γεγονός αναντίρρητο ότι τα ρούχα, οι τρόποι και οι εκφράσεις του Ροβεσπιέρου και του Saint-Just δεν θα ήταν εκτός τόπου σ' ένα σαλόνι του «παλαιού καθεστώτος», και ότι ο Jeremy Bentham, του οποίου οι αναμορφωτικές ιδέες εξέφραζαν την αστική Βρετανία της δεκαετίας του 1830, ήταν αυτός που είχε προτείνει τις ίδιες ιδέες στη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας και είναι επίσης αλήθεια ότι οι πιο ακραίες δηλώσεις για την αστική πολιτική οικονομία προέρχονταν από μέλη της βρετανικής Βουλής των Λόρδων του 18ου αιώνα. Το ζήτημα είναι, συνεπώς, να ερμηνεύσουμε όχι την ύπαρξη αυτών των στοιχείων μιας νέας οικονομίας και κοινωνίας αλλά το θρίαμβό τους να παρακολουθήσουμε όχι την πρόοδο της βαθμιαίας διάβρωσης και υπονόμευσης που προκάλεσαν στο σύστημα, στη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων, αλλά την οριστική κατάκτηση του οχυρού. Το ζήτημα επίσης είναι να παρακολουθήσουμε τις βαθιές αλλαγές που προκάλεσε ο αιφνίδιος αυτός θρίαμβος στις χώρες που επηρεάστηκαν αμεσότερα από αυτόν, καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο που ήταν έτοιμος να δεχτεί όλον τον εκρηκτικό αντίκτυπο των νέων δυνάμεων, των «αστών κατακτητών» (les bourgeois conquérants), για να παραθέσουμε τον τίτλο ενός πρόσφατου εγχειριδίου παγκόσμιας ιστορίας της περιόδου αυτής. Αναπόφευκτα, εφόσον η διττή επανάσταση σημειώθηκε σε ένα τμήμα της Ευρώπης, και οι εμφανέστερες και αμεσότερες συνέπειές της έγιναν εκεί περισσότερο αισθητές, η ιστορία που πραγματεύεται το βιβλίο αυτό είναι κατά κύριο λόγο τοπική. Επίσης αναπόφευκτα, η παγκόσμια επανάσταση, εφόσον ξεχύθηκε από τον διπλό κρατήρα της Αγγλίας και της Γαλλίας, πήρε αρχικά τη μορφή ευρωπαϊκής επέκτασης και κατάκτησης του υπόλοιπου κόσμου. Πράγματι, η πιο εντυπωσιακή της συνέπεια για την παγκόσμια ιστορία ήταν ότι κυριάρχησαν στη γη μερικά δυτικά καθεστώτα (και ιδίως το βρετανικό), γεγονός που δεν έχει παράλληλο στην ιστορία. Μπροστά στους εμπόρους, τις ατμομηχανές, τα πλοία και τα κανόνια της Δύσης και μπροστά στις ιδέες της οι πανάρχαιοι πολιτισμοί και οι αυτοκρατορίες του κόσμου υποχώρησαν και κατέρρευσαν. Η Ινδία μεταβλήθηκε σε επαρχία με Βρετανούς διοικητές, τα ισλαμικά κράτη κλονίστηκαν από την κρίση, η Αφρική έγινε πρόσφορο έδαφος για άμεση κατάκτηση. Ακόμη και η μεγάλη Κινεζική Αυτοκρατορία

αναγκάστηκε το 1839-42 να ανοίξει τα σύνορά της στη δυτική εκμετάλλευση. Το 1848 τίποτε πια δεν στεκόταν εμπόδιο στην κατάκτηση οποιουδήποτε εδάφους αν οι δυτικές κυβερνήσεις ή οι επιχειρηματίες θεωρούσαν συμφέρον τους να το καταλάβουν, όπως ακριβώς τίποτε, εκτός από το χρόνο, δεν στεκόταν εμπόδιο στην πρόοδο του δυτικού καπιταλιστικού εγχειρήματος. Η ιστορία της διττής επανάστασης, ωστόσο, δεν είναι απλά και μόνο η ιστορία του θριάμβου της νέας αστικής κοινωνίας. Είναι επίσης η ιστορία της εμφάνισης των δυνάμεων που μέσα σ' έναν αιώνα από το 1848 επρόκειτο να μετατρέψουν την επέκταση σε συρρίκνωση. Κι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι, ήδη το 1848, αύτη η εκπληκτική μελλοντική αναστροφή είχε, ως ένα βαθμό, αρχίσει να διαφαίνεται. Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι ελάχιστα μπορούσε κανείς να διακρίνει την παγκόσμια αντίδραση που κυριαρχεί στα μέσα του 20ού αιώνα κατά της Δύσης. Μόνο στον ισλαμικό κόσμο μπορούμε να επισημάνουμε τα πρώτα στάδια της διαδικασίας με την οποία όσοι κατακτήθηκαν από τη Δύση υιοθέτησαν τις ιδέες και την τεχνική της για να ανακτήσουν την υπεροχή τους απέναντί της: στις απαρχές της εσωτερικής μεταρρύθμισης για τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκικής Αυτοκρατορίας στη δεκαετία του 1830, και κυρίως στη σημαντική αλλά παραγνωρισμένη σταδιοδρομία του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου. Αλλά και μέσα στην Ευρώπη οι δυνάμεις και οι ιδέες που απέβλεπαν στην ανατροπή της θριαμβεύτριας νέας κοινωνίας είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Το «φάσμα του κομουνισμού» στοίχειωνε ήδη την Ευρώπη το 1848. Την ίδια χρονιά το εξόρκισαν. Έκτοτε, και για μακρό διάστημα, παρέμεινε ανίσχυρο όπως όλα τα φαντάσματα, ιδίως στον δυτικό κόσμο, που είχε υποστεί τον αμεσότερο μετασχηματισμό από τη διττή επανάσταση. Εξετάζοντας όμως τον κόσμο της δεκαετίας του 1960, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε την ιστορική δύναμη της επαναστατικής σοσιαλιστικής και κομουνιστικής ιδεολογίας την οποία γέννησε η αντίδραση στη διττή επανάσταση και η οποία ως το 1848 είχε βρει την πρώτη κλασική της διατύπωση. Η ιστορική περίοδος που αρχίζει με την οικοδόμηση του πρώτου εργοστασιακού συγκροτήματος του σύγχρονου κόσμου στο Lancashire και με τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 τελειώνει με την κατασκευή του πρώτου σιδηροδρομικού δικτύου και με την έκδοση του Κομουνιστικού Μανιφέστου.

ΜΕΡΟΣ Α' ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1780 Le dix-huitième siècle doit être mis au Panthéon. SAINT-JUST 1 I Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς σχετικά με τον κόσμο στη δεκαετία του 1780 είναι ότι ήταν πολύ μικρότερος και συγχρόνως πολύ μεγαλύτερος από τον δικό μας. Ήταν μικρότερος από γεωγραφική άποψη, διότι ακόμη και οι πιο μορφωμένοι και ενήμεροι άνθρωποι της εποχής εκείνης ας πούμε κάποιος σαν τον επιστήμονα και περιηγητή Alexander von Humboldt (1769-1859) γνώριζαν μόνο ορισμένα τμήματα του κατοικημένου κόσμου. (Για τις κοινωνίες που ήταν λιγότερο προηγμένες επιστημονικά και λιγότερο επεκτατικές από της Δυτικής Ευρώπης, ο «γνωστός κόσμος» ήταν πολύ μικρότερος και περιοριζόταν στα μικρά εκείνα τμήματα της γης όπου ο αγράμματος Σικελός αγρότης ή ο γεωργός στις λοφώδεις περιοχές της Βιρμανίας περνούσαν τη ζωή τους γι' αυτούς ο υπόλοιπος κόσμος ήταν και θα παρέμενε άγνωστος για πάντα.) Μεγάλο μέρος της επιφάνειας των ωκεανών, αν και ασφαλώς όχι ολόκληρη, είχε ήδη εξερευνηθεί και χαρτογραφηθεί χάρη στις καταπληκτικές ικανότητες θαλασσοπόρων του 18ου αιώνα σαν τον James Cook, μολονότι οι γνώσεις των ανθρώπων σχετικά με τον θαλάσσιο βυθό θα παρέμεναν αμελητέες ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Τα βασικά περιγράμματα των ηπείρων και των περισσότερων νησιών ήταν γνωστά, όχι όμως με απόλυτη ακρίβεια, αν κρίνουμε με τα σύγχρονα μέτρα. Το μέγεθος και το ύψος των ευρωπαϊκών οροσειρών ήταν γνωστά με αρκετή ακρίβεια, ενώ των βουνών της Λατινικής Αμερικής πολύ λίγο, της Ασίας σχεδόν καθόλου, και της Αφρικής (με εξαίρεση τον Άτλαντα), ήταν στην ουσία εντελώς άγνωστα. Με εξαίρεση τους ποταμούς της Κίνας και των Ινδιών, ο ρους των μεγάλων ποταμών του κόσμου αποτελούσε μυστήριο για όλους, εκτός από λίγους κυνηγούς, εμπόρους ή coureurs-de-bois, που πράγματι γνώριζαν, ή είχαν τη δυνατότητα να γνωρίζουν, τα ποτάμια της περιοχής τους. Εκτός από ορισμένες περιοχές σε μερικές ηπείρους δεν ξεπερνούσαν τα λίγα μίλια από την ακτή προς την ενδοχώρα ο χάρτης του κόσμου αποτελούνταν από λευκά διαστήματα, με σημειωμένες μόνο τις διαδρομές εμπόρων ή εξερευνητών. Κι αν δεν υπήρχαν τα πρόχειρα, από δεύτερο και τρίτο χέρι στοιχεία, που συγκέντρωναν περιηγητές ή υπάλληλοι σε απομακρυσμένα σημεία, τα λευκά αυτά διαστήματα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερα. Όχι μόνο ο «γνωστός κόσμος», αλλά και ο πραγματικός κόσμος ήταν μικρότερος, τουλάχιστον από άποψη πληθυσμού. Εφόσον στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν απογραφές, όλες οι δημογραφικές εκτιμήσεις είναι απλώς εικασίες είναι ωστόσο προφανές ότι ο πληθυσμός της γης τότε ήταν πολύ μικρότερος από τον σημερινό, ίσως δεν ξεπερνούσε κατά πολύ το ένα τρίτο. Αν οι εικασίες που προβάλλονται συχνότερα δεν απέχουν υπερβολικά από την πραγματικότητα, τότε η Ασία και η Αφρική περιλάμβαναν κάπως μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού από ό,τι σήμερα, η Ευρώπη, με περίπου 187 εκατομμύρια κατοίκους το 1800 (έναντι 600 εκατομμυρίων σήμερα), ένα κάπως μικρότερο, ενώ η Αμερική προφανώς πολύ μικρότερο. Σε γενικές γραμμές, το 1800, δύο στα τρία άτομα θα ήταν από την Ασία, ένα στα πέντε από την Ευρώπη, ένα στα δέκα από την Αφρική, ένα στα τριάντα τρία από την Αμερική και την Ωκεανία. Είναι φανερό ότι αυτός ο πολύ μικρότερος πληθυσμός ήταν πολύ αραιότερα διασκορπισμένος στην υδρόγειο, εκτός ίσως από ορισμένες μικρές περιοχές εντατικής καλλιέργειας ή υψηλής αστικής συγκέντρωσης, όπως σε τμήματα της Κίνας, των Ινδιών και της δυτικής ή κεντρικής Ευρώπης, όπου μπορεί να υπήρχε πυκνότητα πληθυσμού ανάλογη με της σύγχρονης εποχής. Ο πληθυσμός ήταν μεν μικρότερος αλλά και η έκταση των κατοικημένων περιοχών ήταν και αυτή πιο περιορισμένη. Οι κλιματικές συνθήκες (ίσως κάπως ψυχρότερες ή πιο υγρές από τις σημερινές, μολονότι όχι πια τόσο ψυχρές ή υγρές όσο

στη χειρότερη περίοδο της «μικρής εποχής των παγετώνων» των ετών 1300-1700 περίπου) περιόριζαν την εγκατάσταση πληθυσμών στην αρκτική ζώνη. Επιδημίες όπως η ελονοσία δεν επέτρεπαν ακόμη την επέκταση σε πολλές περιοχές, όπως τη νότια Ιταλία, όπου τα παράκτια πεδινά, που ήταν για καιρό σχεδόν ακατοίκητα, εποικίστηκαν βαθμιαία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Πρωτόγονες μορφές της οικονομίας, κυρίως το κυνήγι και (στην Ευρώπη) η εποχική μεταφορά των ζώων από τα πεδινά στα ορεινά, πρακτική που άφηνε μεγάλο μέρος της γης ανεκμετάλλευτο, απέκλειαν την εξάπλωση μεγάλων οικισμών σε ολόκληρες περιφέρειες όπως τα πεδινά της Απουλίας: οι γκραβούρες των περιηγητών των αρχών του 19ου αιώνα, που απεικονίζουν την εξοχή της Ρώμης, ένα χώρο ελώδη και άδειο με μερικά ερείπια, λίγα ζωντανά και κανένα γραφικό ληστή, αποτελούν γνώριμες εικόνες τέτοιων τοπίων. Και, φυσικά, μεγάλες εκτάσεις της γης που έκτοτε καλλιεργήθηκαν, ήταν και στην Ευρώπη ακόμη χερσότοποι, έλη, άγρια βοσκοτόπια ή δάση. Η ανθρωπότητα ήταν μικρότερη και από μια τρίτη άποψη: οι Ευρωπαίοι ήταν κατά κανόνα αισθητά κοντύτεροι και ελαφρότεροι από σήμερα. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα από την πληθώρα των στατιστικών στοιχείων σχετικά με τη φυσική διάπλαση των στρατολογημένων αντρών στις οποίες βασίζεται η γενίκευση αυτή, αρκεί να πούμε ότι σ' ένα καντόνι των ακτών της Λιγουρίας 72% των νεοσυλλέκτων στα 1792-99 είχαν ύψος μικρότερο από 1,50 μέτρο. 2 Αυτό δεν σήμαινε ότι οι άντρες στο τέλος του 18ου αιώνα ήταν πιο λεπτεπίλεπτοι από εμάς. Οι λιπόσαρκοι, κοντοί κι αγύμναστοι στρατιώτες της Γαλλικής Επανάστασης είχαν τέτοια φυσική αντοχή, που σήμερα τη συναγωνίζονται μόνο οι μικροκάμωτοι αντάρτες στα βουνά των αποικιών. Μια συνεχής πορεία για μια εβδομάδα με πλήρη εξάρτυση και με ρυθμό 30 μίλια την ημέρα ήταν κάτι το συνηθισμένο. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η φυσική διάπλαση των ανθρώπων ήταν τότε πολύ αδύναμη με τα δικά μας μέτρα, κι αυτό αποδεικνύεται από την εξαιρετική αξία που πρόσδιναν οι βασιλείς και οι στρατηγοί στους «υψηλούς άνδρες», οι οποίοι και αποτελούν τις επίλεκτες ομάδες φρουρών, θωρακοφόρων ιππέων και τα παρόμοια. Ωστόσο, αν και ο κόσμος ήταν από πολλές απόψεις μικρότερος, οι δυσχέρειες ή η αβεβαιότητα στην επικοινωνία τον έκαναν στην πράξη πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι είναι σήμερα. Δεν θέλω να υπερτονίσω τις δυσκολίες αυτές. Τα τέλη του 18ου αιώνα, με τα μέτρα του Μεσαίωνα ή του 16ου αιώνα, ήταν εποχή άφθονων και γρήγορων μέσων επικοινωνίας και, ακόμη και πριν από την επανάσταση των σιδηροδρόμων, είναι εκπληκτικές οι βελτιώσεις που έγιναν στους δρόμους, στα ιππήλατα οχήματα και στις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Ανάμεσα στη δεκαετία του 1760 και στο τέλος του αιώνα η διάρκεια του ταξιδιού από το Λονδίνο στη Γλασκόβη μειώθηκε από τις δέκα ή δώδεκα ημέρες στις εξήντα δύο ώρες. Το σύστημα των ταχυδρομικών αμαξών, που δημιουργήθηκε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και διαδόθηκε ευρύτατα ανάμεσα στο τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και στην εμφάνιση του σιδηροδρόμου, πρόσφερε όχι μόνο σχετικά γρήγορη επικοινωνία το ταχυδρομείο από το Παρίσι στο Στρασβούργο έφτανε σε τριάντα έξι ώρες το 1833 αλλά και τακτικά δρομολόγια. Ελάχιστη όμως μέριμνα είχε ληφθεί για τις χερσαίες μεταφορές επιβατών, ενώ για τα εμπορεύματα τα μεταφορικά μέσα ήταν και αργά αλλά και απαγορευτικά πολυδάπανα. Οι έμποροι και όσοι εκτελούσαν κυβερνητική υπηρεσία δεν ήταν καθόλου αποκομμένοι μεταξύ τους υπολογίζεται ότι είκοσι εκατομμύρια επιστολές πέρασαν από τα βρετανικά ταχυδρομεία στην αρχή των πολέμων με τον Βοναπάρτη (στα τέλη της περιόδου μας ο αριθμός είχε δεκαπλασιαστεί). Για τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της γης πάντως τα γράμματα ήταν άχρηστα, γιατί λίγοι ήξεραν να διαβάσουν όσο για τα ταξίδια με εξαίρεση ίσως τις μετακινήσεις προς και από τις αγορές ήταν κάτι εντελώς ασυνήθιστο. Αν οι ίδιοι ή τα εμπορεύματά τους διακινούνταν διά ξηράς, αυτό γινόταν ως επί το πλείστον πεζή ή με τα αργά κάρα που ακόμη και στις αρχές του 19ου αιώνα μετέφεραν τα 5/6 των γαλλικών εμπορευμάτων με ταχύτητα μικρότερη από 20 μίλια την ημέρα. Αγγελιαφόροι μετέφεραν μηνύματα σε μεγάλες αποστάσεις αμαξάδες οδηγούσαν ταχυδρομικές άμαξες με δώδεκα

περίπου επιβάτες η καθεμιά, τραντάζοντάς τους ολόκληρους ή, εφόσον ήταν εφοδιασμένες με τη νέα δερμάτινη ανάρτηση, προκαλώντας τους φοβερή ναυτία. Οι ευγενείς έτρεχαν με τις ιδιωτικές τους άμαξες. Αλλά για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, στις χερσαίες μεταφορές επικρατούσε η ταχύτητα του καροτσέρη που βάδιζε πλάι στο άλογο ή το μουλάρι του. Με αυτές τις συνθήκες οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν συνεπώς όχι μόνο ευκολότερες και φτηνότερες αλλά και συχνά ταχύτερες (αν εξαιρέσει κανείς το ενδεχόμενο αέρα ή κακού καιρού). Ο Goethe, ταξιδεύοντας στην Ιταλία, χρειάστηκε τέσσερις ημέρες για να φτάσει από τη Νεάπολη στη Σικελία και τρεις για να επιστρέψει. Δεν τολμά να σκεφτεί κανείς πόσο χρόνο θα χρειαζόταν για το ίδιο ταξίδι διά ξηράς, με κάπως άνετο τρόπο. Το να έχει κανείς πρόσβαση σ' ένα λιμάνι σήμαινε πρόσβαση προς τον κόσμο. Στην πράξη, το Λονδίνο ήταν πιο κοντά στο Plymouth ή το Leith από ό,τι στα χωριά του Breckland, στο Norfolk. Ευκολότερα έφτανες στη Σεβίλλη από τη Veracruz παρά από τη Valladolid, ευκολότερα έφτανες στο Αμβούργο από τη Bahia παρά από τα μεσόγεια της Πομερανίας. Το κύριο μειονέκτημα των θαλάσσιων μεταφορών ήταν η περιοδικότητά τους. Ακόμη και το 1820 το ταχυδρομείο από το Λονδίνο για το Αμβούργο και την Ολλανδία μεταφερόταν μόνο δύο φορές την εβδομάδα, για τη Σουηδία και την Πορτογαλία μία φορά, ενώ για τη Βόρεια Αμερική μία φορά το μήνα. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι η Βοστόνη και η Νέα Υόρκη ήταν σε στενότερη επαφή με το Παρίσι από ό,τι, π.χ., η περιοχή Μαραμούρες των Καρπαθίων με τη Βουδαπέστη. Και όπως ήταν ευκολότερο να μεταφερθούν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και μεγάλος αριθμός επιβατών σε τεράστιες αποστάσεις ήταν λ.χ. ευκολότερο για 44.000 άτομα να σαλπάρουν για την Αμερική από βορειο-ιρλανδικά λιμάνια σε πέντε χρόνια (1769-74) απ' ό,τι να μεταφερθούν 5.000 στο Dundee σε διάστημα τριών γενεών ευκολότερο ήταν επίσης να συνδεθούν μακρινές πρωτεύουσες μεταξύ τους απ' ό,τι η πόλη με την ύπαιθρο. Η είδηση για την πτώση της Βαστίλλης έφτασε στη Μαδρίτη σε δεκατρείς ημέρες αλλά στην Péronne, 133 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, «τα νέα από το Παρίσι» έφτασαν την εικοστή όγδοη μέρα. Ο κόσμος του 1789 ήταν συνεπώς για τους περισσότερους κατοίκους του ανυπολόγιστα μεγάλος. Οι πιο πολλοί, αν δεν τους έβρισκε κάποια φριχτή τύχη, όπως η στρατολογία, ζούσαν και πέθαιναν στην επαρχία, και συχνά ακόμη και στην ενορία όπου είχαν γεννηθεί: ακόμη και το 1861, περισσότεροι από εννέα στους δέκα κατοίκους, στους εβδομήντα από τους ενενήντα νομούς της Γαλλίας, ζούσαν στο νομό που γεννήθηκαν. Ο υπόλοιπος κόσμος ήταν υπόθεση των κυβερνητικών υπαλλήλων και ανήκε στη σφαίρα της φημολογίας. Δεν υπήρχαν εφημερίδες, αν εξαιρέσει κανείς ελάχιστες για τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις (5.000 φύλλα ήταν η συνήθης κυκλοφορία μιας γαλλικής εφημερίδας το 1814), και άλλωστε πολύ λίγοι ήξεραν έτσι κι αλλιώς να διαβάσουν. Στους περισσότερους τα νέα έφταναν από τους ταξιδιώτες και από το μετακινούμενο τμήμα του πληθυσμού: από εμπόρους και γυρολόγους, περιοδεύοντες μεροκαματιάρηδες, πλανόδιους τεχνίτες και εποχικούς εργάτες, από τον μεγάλο και μεικτό πληθυσμό των περιπλανώμενων, που κινούνταν ελεύθερα και περιλάμβανε από μοναχούς ή προσκυνητές έως λαθρέμπορους, ληστές και πανηγυριώτες και, φυσικά, από τους στρατιώτες, που είτε έκαναν επιθέσεις στον πληθυσμό σε καιρό πολέμου είτε τον φρουρούσαν σε καιρό ειρήνης. Ασφαλώς τα νέα έφταναν και από τα επίσημα κανάλια από την Πολιτεία ή την Εκκλησία. Αλλά και η πλειονότητα των τοπικών υπαλλήλων τέτοιων κρατικών ή οικουμενικών οργανώσεων ήταν ντόπιοι ή άτομα που είχαν εγκατασταθεί στον τόπο για ισόβια υπηρεσία. Έξω από τις αποικίες, ο τύπος του υπαλλήλου που διόριζε η κεντρική κυβέρνηση και έστελνε σε διάφορες επαρχιακές θέσεις μόλις άρχιζε να κάνει την εμφάνισή του. Από όλους τους κατώτερους κρατικούς υπαλλήλους, ίσως μόνο ο αξιωματικός του στρατού μπορούσε να περιμένει ότι η ζωή του δεν θα είχε περιορισμένους ορίζοντες, με μόνη του παρηγοριά την ποικιλία του κρασιού, τις γυναίκες και τα άλογα του τόπου του.

II Ο κόσμος του 1789 ήταν κατεξοχήν αγροτικός, και όποιος δεν έχει αφομοιώσει το θεμελιώδες αυτό γεγονός δεν μπορεί να τον κατανοήσει. Σε χώρες όπως η Ρωσία, η Σκανδιναβία ή τα Βαλκάνια, όπου η πόλη ποτέ δεν είχε υπερβολική άνθηση, ο πληθυσμός ήταν αγροτικός κατά 90 με 97%. Ακόμη και σε περιοχές με ισχυρή αν και φθίνουσα αστική παράδοση, το αγροτικό ή γεωργικό ποσοστό ήταν εξαιρετικά υψηλό: 85% στη Λομβαρδία, 72-80% στη Βενετία, πάνω από 90% στην Καλαβρία και τη Λουκανία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που διαθέτουμε. 3 Έξω, μάλιστα, από λίγες ακμάζουσες βιομηχανικές ή εμπορικές περιοχές, θα δυσκολευόμαστε πολύ να βρούμε ένα αρκετά μεγάλο ευρωπαϊκό κράτος όπου τουλάχιστον τέσσερις στους πέντε κατοίκους να μην είναι άνθρωποι της υπαίθρου. Ακόμη και στην ίδια την Αγγλία, ο αστικός πληθυσμός ξεπέρασε τον αγροτικό για πρώτη φορά μόλις το 1851. Η λέξη «αστικός» είναι ασφαλώς αμφίσημη. Καλύπτει τις δύο ευρωπαϊκές πόλεις που το 1789 θα μπορούσαν να θεωρηθούν πραγματικά μεγάλες με τα δικά μας μέτρα, το Λονδίνο, με ένα εκατομμύριο, και το Παρίσι, με 500.000 περίπου, και καμιά εικοσαριά άλλες με πληθυσμό μεγαλύτερο από 100.000: δύο στη Γαλλία, δύο στη Γερμανία, κάπου τέσσερις στην Ισπανία, ίσως πέντε στην Ιταλία (η Μεσόγειος ήταν από παράδοση η εστία των πόλεων), δύο στη Ρωσία και από μία στην Πορτογαλία, Πολωνία, Ολλανδία, Αυστρία, Ιρλανδία, Σκοτία και Ευρωπαϊκή Τουρκία. Η λέξη «αστικός» καλύπτει επίσης την πληθώρα των μικρών επαρχιακών πόλεων στις οποίες ζούσε η πλειονότητα των «κατοίκων των άστεων» πόλεις όπου κανείς μπορούσε σε μερικά λεπτά να περπατήσει από τον καθεδρικό ναό, με γύρω του τα δημόσια κτίρια και τα σπίτια των προυχόντων, ως τα χωράφια. Από το 19% των Αυστριακών που ζούσαν σε πόλεις, ακόμη και στα τέλη της περιόδου μας (1834), πολύ πάνω από τα 3/4 ζούσαν σε πόλεις με πληθυσμό μικρότερο από 20.000 κατοίκους, οι μισοί σε πόλεις μεταξύ δύο και πέντε χιλιάδων κατοίκων. Αυτές ήταν οι πόλεις που περιδιάβαιναν οι Γάλλοι μεροκαματιάρηδες κάνοντας το «γύρο της Γαλλίας», οι πόλεις που τη φυσιογνωμία τους του 16ου αιώνα, διατηρημένη σαν απολίθωμα μέσα στο χρόνο από την τελμάτωση των επόμενων αιώνων, απεικόνιζαν οι Γερμανοί ρομαντικοί ποιητές στο φόντο των γαλήνιων τοπίων τους πόλεις, που πάνω τους δέσποζαν οι όγκοι των ισπανικών καθεδρικών ναών πόλεις, που στους λασπόδρομούς τους οι Ασιδαίοι Εβραίοι λάτρευαν τους θαυματουργούς ραβίνους τους και οι πιο ορθόδοξοι συζητούσαν τις λεπτές διακρίσεις του θείου νόμου πόλεις, όπου έφτανε ο γενικός επιθεωρητής του Γκόγκολ για να τρομοκρατήσει τους πλούσιους και ο Τσίτσικοφ για να εξετάσει το θέμα της αγοράς νεκρών ψυχών. Αλλά αυτές ήταν και οι πόλεις από τις οποίες ξεκινούσαν οι φλογεροί και φιλόδοξοι νέοι για να κηρύξουν επαναστάσεις ή να μαζέψουν το πρώτο τους εκατομμύριο, ή και τα δύο. Ο Ροβεσπιέρος από το Arras, ο Gracchus Babeuf από το Saint-Quentin, ο Ναπολέων από το Αιάκειο. Οι επαρχιακές αυτές πόλεις, αν και μικρές, ήταν ωστόσο «αστικές». Οι κάτοικοί τους περιφρονούσαν τη γύρω τους ύπαιθρο με την περιφρόνηση του εύστροφου και μορφωμένου για τον δυνατό, τον αργόστροφο, τον αδαή και τον ανόητο. (Με τα μέτρα όμως του αληθινού «ανθρώπου του κόσμου», οι νυσταλέοι δήμοι δεν είχαν λόγο να κομπορρημονούν: οι γερμανικές λαϊκές κωμωδίες κορόιδευαν την «Krähwinkel» τη μικρή πόλη τόσο σκληρά όσο και τους κατεξοχήν αγροίκους κατοίκους της υπαίθρου.) Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, ή μάλλον ανάμεσα στις ενασχολήσεις της πόλης και στις ενασχολήσεις της υπαίθρου ήταν ευδιάκριτη. Σε πολλές χώρες το φράγμα των δασμών, ή κάποτε ακόμη και η παλιά γραμμή του τείχους, χώριζε τους δύο κόσμους. Σε ακραίες περιπτώσεις, όπως στην Πρωσία, η κυβέρνηση, πασχίζοντας να κρατά υπό πλήρη έλεγχο τους φορολογούμενους πολίτες της, εξασφάλιζε τον ολοκληρωτικό διαχωρισμό αστικών και αγροτικών δραστηριοτήτων. Ακόμη και εκεί όπου δεν υπήρχε τόσο άκαμπτη διοικητική διαίρεση, οι άνθρωποι των πόλεων διακρίνονταν από τους αγρότες συχνά και λόγω εμφάνισης. Σε μια εκτενή περιοχή της ανατολικής Ευρώπης υπήρχαν γερμανικές, εβραϊκές ή

ιταλικές νησίδες στη μέση μιας σλαβικής, μαγιάρικης ή ρουμανικής λίμνης. Ακόμη και οι άνθρωποι των πόλεων που ανήκαν στην ίδια θρησκεία και στην ίδια εθνότητα με τους γύρω αγρότες είχαν διαφορετική εμφάνιση: φορούσαν διαφορετικά ρούχα, και τις πιο πολλές φορές μάλιστα (αν εξαιρέσουμε τον καταπονημένο εργατικό και βιομηχανικό πληθυσμό) ήταν ψηλότεροι, αν και ίσως πιο αδύνατοι. i Πιθανόν να διέθεταν και ασφαλώς ήταν καύχημά τους μεγαλύτερη ευστροφία και ήταν πιο εγγράμματοι. Ωστόσο, στην καθημερινή ζωή τους ήταν σχεδόν τόσο αδαείς για το τι συνέβαινε έξω από τον άμεσο κόσμο τους, σχεδόν τόσο αποκομμένοι, όσο και οι χωρικοί. Η επαρχιακή πόλη ανήκε ακόμη κατά βάση στην οικονομία και την κοινωνία της υπαίθρου. Ζούσε απομυζώντας την αγροτιά που την περιστοίχιζε και (με σχετικά λιγοστές εξαιρέσεις) δεν ασχολούνταν παρά με τις δικές της μικροδουλειές. Οι επαγγελματικές και οι μεσαίες τάξεις της ήταν οι έμποροι σιταριού και οι ζωέμποροι, όσοι καταγίνονταν με τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων, οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι που διαχειρίζονταν τις περιουσίες των ευγενών ή ασχολούνταν με τις ατέρμονες δικαστικές υποθέσεις, στοιχείο χαρακτηριστικό των κοινοτήτων που ζούνε από τη γη, οι έμποροι-επιχειρηματίες που ανέθεταν εργασίες και είχαν δοσοληψίες με τους κλώστες και τους υφαντουργούς της υπαίθρου, οι πιο ευυπόληπτοι εκπρόσωποι της κυβέρνησης, του άρχοντα ή της Εκκλησίας. Οι τεχνίτες και οι καταστηματάρχες της προμήθευαν αγαθά στους αγρότες της περιοχής ή στους ανθρώπους της πόλης που ζούσαν από την αγροτιά. Η επαρχιακή πόλη είχε παρακμάσει οικτρά από την εποχή της μεγάλης άνθησής της στα υστερομεσαιωνικά χρόνια. Σπάνια ήταν «ελεύθερη πόλη» ή «πόλη-κράτος» σπάνια μόνο αποτελούσε πια βιοτεχνικό κέντρο για μια ευρύτερη αγορά ή σταθμό στη διακίνηση του διεθνούς εμπορίου. Καθώς παράκμαζε, με όλο και μεγαλύτερο πείσμα έμενε προσκολλημένη σ' αυτό το τοπικό μονοπώλιο της αγοράς της, την οποία υπεράσπιζε ενάντια σε όλους τους επερχόμενους: μεγάλο μέρος του επαρχιωτισμού που κορόιδευαν οι νεαροί ριζοσπάστες και οι πρωτευουσιάνοι προερχόταν από αυτή την οικονομική αυτοάμυνα. Στη νότια Ευρώπη, οι εύποροι εισοδηματίες, και κάποτε και οι ευπατρίδες, ζούσαν στην πόλη από τα ενοίκια των κτημάτων τους. Στη Γερμανία, η γραφειοκρατία των αναρίθμητων μικρών πριγκιπάτων, που τα ίδια ήταν στην ουσία σαν μεγάλα κτήματα, εφάρμοζε τις επιθυμίες του τοπικού Serenissimus συγκεντρώνοντας τα εισοδήματα από μια υπάκουη και σιωπηλή αγροτική τάξη. Η επαρχιακή πόλη του τέλους του 18ου αιώνα μπορεί να ήταν μια ευημερούσα και αναπτυσσόμενη κοινότητα, όπως μαρτυρεί η αρχιτεκτονική ορισμένων πόλεων στη δυτική Ευρώπη, όπου κυριαρχούν τα πέτρινα κτίρια, χτισμένα σε απλοποιημένο κλασικό ή ροκοκό ρυθμό. Η ευημερία όμως αυτή προερχόταν από την ύπαιθρο. III Το αγροτικό συνεπώς πρόβλημα ήταν το πιο βασικό για τον κόσμο του 1789, και είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί η πρώτη σημαντική σχολή των οικονομολόγων της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι Γάλλοι Φυσιοκράτες, θεωρούσαν αυτονόητο ότι η γη και οι πρόσοδοι της γης αποτελούσαν τη μόνη πηγή καθαρού εισοδήματος. Ο πυρήνας του αγροτικού προβλήματος ήταν η σχέση ανάμεσα σε όσους καλλιεργούσαν τη γη και στους ιδιοκτήτες της, ανάμεσα στους παραγωγούς του πλούτου της και σε όσους συσσώρευαν τον πλούτο αυτόν. Από την άποψη των σχέσεων αγροτικής ιδιοκτησίας, η Ευρώπη ή μάλλον το οικονομικό συγκρότημα που είχε κέντρο τη δυτική Ευρώπη μπορεί να χωριστεί σε τρία μεγάλα i Στα 1823-24 οι κάτοικοι των Βρυξελλών ήταν κατά μέσο όρο 3 εκατοστά ψηλότεροι από τους κατοίκους των γύρω αγροτικών κοινοτήτων, ενώ οι πολίτες της Louvain 2 εκατοστά. Υπάρχουν αρκετές στρατιωτικές στατιστικές για το θέμα αυτό, αλλά όλες είναι από τον 19ο αιώνα. [Quêtelet, παρατίθεται από Manouvrier, «Sur la taille des Parisiens», Bulletin de la Société Anthropologique de Paris, 1888, σ. 171.]

τμήματα. Στα δυτικά της Ευρώπης βρίσκονταν οι υπερπόντιες αποικίες. Με την καταφανή εξαίρεση του βορείου τμήματος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και κάποιων λιγότερο σημαντικών τμημάτων, όπου υπήρχε ανεξάρτητη αγροκαλλιέργεια, ο τυπικός καλλιεργητής στις αποικίες αυτές ήταν ο Ινδιάνος, που εξαναγκαζόταν να δουλεύει ως αγρεργάτης, ή, στην ουσία, δουλοπάροικος, ή ο Νέγρος, που δούλευε ως σκλάβος σπανιότερα έβλεπε κανείς αγρότες ενοικιαστές, επίμορτους, ή κάτι παρόμοιο. (Στις αποικίες των Ανατολικών Ινδιών, όπου η προσωπική επίβλεψη από τους Ευρωπαίους γαιοκτήμονες ήταν σπανιότερη, η χαρακτηριστική μορφή εξαναγκασμού που ασκούσαν οι διαχειριστές της γης ήταν η αναγκαστική παράδοση μέρους της συγκομιδής, π.χ. μπαχαρικά ή καφέ στα ολλανδικά νησιά.) Με άλλα λόγια, ο τυπικός καλλιεργητής ήταν ανελεύθερος ή σε πολιτικό περιορισμό. Ο τυπικός γαιοκτήμονας ήταν ο ιδιοκτήτης του μεγάλου κτήματος φεουδαλικού, θα λέγαμε, τύπου (hacienda, finca, estancia) ή φυτείας την οποία καλλιεργούσαν δούλοι. Η χαρακτηριστική οικονομία του σχεδόν φεουδαλικού αγροκτήματος ήταν πρωτόγονη και αυτάρκης, ή, πάντως, προσανατολισμένη σε καθαρά περιφερειακές ανάγκες: η ισπανική Αμερική εξήγε μεταλλεύματα τα οποία εξόρυσσαν Ινδιάνοι (στην ουσία δουλοπάροικοι), αλλά δεν εξήγε πολλά γεωργικά προϊόντα. Η χαρακτηριστική οικονομία της ζώνης των φυτειών που τις καλλιεργούσαν σκλάβοι, ζώνης που το κέντρο της ήταν τα νησιά της Καραϊβικής, κατά μήκος των βόρειων ακτών των ΗΠΑ, ήταν η παραγωγή λίγων ζωτικής σημασίας εξαγωγικών προϊόντων, ζάχαρης, καπνού και καφέ σε μικρότερο βαθμό, χρωστικών ουσιών, και, μετά τη βιομηχανική επανάσταση, βαμβακιού κατά κύριο λόγο. Η οικονομία αυτή αποτελούσε, συνεπώς, αναπόσπαστο μέρος της ευρωπαϊκής και, μέσω του δουλεμπορίου, της αφρικανικής οικονομίας. Κατά βάση, η ιστορία της ζώνης αυτής στην περίοδο που μας απασχολεί μπορεί να γραφεί με επίκεντρο το σχήμα: «παρακμή της ζάχαρης ακμή του βαμβακιού». Στα ανατολικά της δυτικής Ευρώπης, και πιο συγκεκριμένα στα ανατολικά της ζώνης κατά μήκος του ποταμού Έλβα, στα δυτικά σύνορα της σημερινής Τσεχοσλοβακίας και ύστερα νότια, ως την Τεργέστη, διαχωρίζοντας την ανατολική από τη δυτική Αυστρία, ήταν η περιοχή της αγροτικής δουλοπαροικίας. Η Ιταλία στα νότια της Τοσκάνης και της Ουμβρίας, καθώς και η νότια Ισπανία ανήκαν στην περιοχή αυτή από κοινωνική άποψη, Όχι όμως και η Σκανδιναβία (με τη μερική εξαίρεση της Δανίας και της νότιας Σουηδίας). Η εκτεταμένη αυτή ζώνη περιλάμβανε τμήματα με αγρότες που στην πράξη ήταν ελεύθεροι: Γερμανούς αποίκους σκορπισμένους σ' ολόκληρη την έκτασή της από τη Σλοβενία ως τον ποταμό Βόλγα, ουσιαστικά ανεξάρτητες φυλετικές ομάδες στους άγριους βράχους της ιλλυρικής ενδοχώρας, σχεδόν το ίδιο άγριους αγρότες-πολεμιστές όπως οι Πανδούροι και οι Κοζάκοι (στο χώρο που μέχρι πρόσφατα ήταν το στρατιωτικό σύνορο ανάμεσα σε χριστιανούς και Τούρκους ή Τατάρους), ελεύθερους πρωτοπόρους αποίκους που δεν τους έλεγχε ο γαιοκτήμονας και το κράτος, ή αυτούς που ζούσαν στα τεράστια δάση, όπου η μεγάλης κλίμακας καλλιέργεια ήταν πράγμα αδύνατο. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, ο τυπικός καλλιεργητής δεν ήταν ελεύθερος, αντίθετα μάλιστα κινδύνευε να κατακλυστεί από την πλημμύρα της δουλοπαροικίας που βρισκόταν σε σχεδόν αδιάκοπη άνοδο από το τέλος του 15ου ή τις αρχές του 16ου αιώνα. Το ρεύμα αυτό ήταν λιγότερο εμφανές στα Βαλκάνια, που στο παρελθόν, ή ακόμη και τότε, ήταν υπό άμεση τουρκική διοίκηση. Μολονότι το αρχικό αγροτικό σύστημα του τουρκικού προφεουδαλισμού (που προέβλεπε διανομή της γης σε άνισες μονάδες που η καθεμιά συντηρούσε έναν Τούρκο πολεμιστή χωρίς κληρονομικά δικαιώματα) είχε από καιρό εκφυλιστεί σ' ένα σύστημα κληρονομικών αγροκτημάτων υπό μωαμεθανούς άρχοντες, οι άρχοντες αυτοί σπάνια ασχολούνταν με τη γεωργία. Απομυζούσαν, απλώς, ό,τι μπορούσαν από την αγροτιά. Αυτός είναι ο λόγος που τα Βαλκάνια, νοτίως του Δούναβη και του Σάβου, βγήκαν από την τουρκική κυριαρχία τον 19ο και τον 20ο αιώνα ως κατεξοχήν χώρες μικροαγροτών, εξαιρετικά φτωχές είναι αλήθεια, και όχι ως χώρες με μεγάλη συγκέντρωση γης. Ο Βαλκάνιος αγρότης ήταν νομικώς ανελεύθερος ως χριστιανός και de facto ανελεύθερος ως αγρότης, τουλάχιστον για όσον καιρό υπέκειτο στον έλεγχο του γαιοκτήμονα.

Στην υπόλοιπη περιοχή, εντούτοις, ο μέσος αγρότης ήταν δουλοπάροικος και αφιέρωνε μεγάλο μέρος της εβδομάδας σε αναγκαστική εργασία στη γη του γαιοκτήμονα, ή αντίστοιχο χρόνο σε άλλες υποχρεώσεις. Η έλλειψη ελευθερίας του μπορούσε να είναι τόσο μεγάλη ώστε να μη διακρίνεται σχεδόν από την πραγματική δουλεία, όπως συνέβαινε στη Ρωσία και σε ορισμένα τμήματα της Πολωνίας, όπου ο καλλιεργητής ήταν δυνατό να πουληθεί χωριστά από τη γη: μια αγγελία στην Gazette de Moscou το 1801 έγραφε: «Πωλούνται τρεις αμαξάδες, καλά εκπαιδευμένοι και πολύ εμφανίσιμοι, επίσης δύο κορίτσια 18 και 15 ετών με καλή εμφάνιση και ειδικευμένα σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες. Από το ίδιο σπίτι πωλούνται δύο κομμωτές: ο ένας, 21 ετών, ξέρει ανάγνωση και γραφή, παίζει μουσικό όργανο και εκτελεί χρέη αμαξηλάτη, ενώ ο άλλος είναι κατάλληλος για κομμωτής γυναικών και αντρών πωλούνται επίσης πιάνα και εκκλησιαστικά όργανα». (Μεγάλο ποσοστό δούλων εργάζονταν ως υπηρέτες, σχεδόν το 5% όλων των δούλων στη Ρωσία το 1851. 4 ) Στην ενδοχώρα της Βαλτικής την κύρια οδό εμπορικής επικοινωνίας με τη δυτική Ευρώπη η γεωργία από δουλοπάροικους εξασφάλιζε κυρίως την παραγωγή εξαγωγικών προϊόντων για τις χώρες της Δύσης που έκαναν εισαγωγές: σιτάρι, λινάρι, καννάβι και προϊόντα δασοκομίας που χρησιμοποιούνταν κυρίως στη ναυπηγική. Σε άλλες περιφέρειες η γεωργία βασιζόταν περισσότερο στην τοπική αγορά, που περιλάμβανε μία τουλάχιστον προσιτή περιοχή με αρκετά προηγμένη βιομηχανία και αστική ανάπτυξη, όπως η Σαξονία και η Βοημία και η μεγάλη πρωτεύουσα, η Βιέννη. Μεγάλο μέρος της, ωστόσο, παρέμενε καθυστερημένο. Το άνοιγμα της οδού της Μαύρης Θάλασσας και ο όλο και μεγαλύτερος εξαστισμός της δυτικής Ευρώπης, και κυρίως της Αγγλίας, είχε μόλις αρχίσει να επιφέρει τόνωση των εξαγωγών σιτηρών από τη ρωσική ζώνη της μαύρης γης, που επρόκειτο να παραμείνουν το βασικό προϊόν του ρωσικού εξωτερικού εμπορίου ως την εποχή της εκβιομηχάνισης της ΕΣΣΔ. Η υπό δουλοπαροικία ανατολική περιοχή μπορεί, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί κι αυτή ως «εξαρτώμενη οικονομία» της δυτικής Ευρώπης για την οποία παρήγε τρόφιμα και πρώτες ύλες, οικονομία ανάλογη με των υπερπόντιων αποικιών. Οι περιοχές της Ιταλίας και της Ισπανίας όπου επικρατούσε η δουλοπαροικία εμφάνιζαν παρόμοια οικονομικά χαρακτηριστικά, μολονότι οι νομικές λεπτομέρειες του καθεστώτος των αγροτών ήταν κάπως διαφορετικές. Σε γενικές γραμμές ήταν περιοχές με μεγάλα αγροκτήματα ευγενών. Δεν είναι απίθανο μερικά από αυτά, στη Σικελία και την Ανδαλουσία, να ήταν οι κατευθείαν απόγονοι των ρωμαϊκών λατιφουντίων, των οποίων οι σκλάβοι και οι coloni μεταμορφώθηκαν στους χαρακτηριστικούς ακτήμονες μεροκαματιάρηδες των περιοχών αυτών. Το εισόδημα των δουκών και βαρόνων ιδιοκτητών τους εξασφαλιζόταν από την κτηνοτροφία, τη σιτοπαραγωγή (η Σικελία είναι παμπάλαιος σιτοβολώνας) και την απομύζηση της απαθλιωμένης αγροτιάς. Ο χαρακτηριστικός άρχοντας στις περιοχές όπου επικρατούσε η δουλοπαροικία ήταν, συνεπώς, ο ευγενής γαιοκτήμονας και καλλιεργητής ή εκμεταλλευτής μεγάλων αγροκτημάτων. Η έκταση των αγροκτημάτων αυτών ξεπερνά κάθε φαντασία: η Μεγάλη Αικατερίνη έδωσε σαράντα ως πενήντα χιλιάδες δουλοπάροικους σε κατά καιρούς ευνοουμένους της οι Radziwill της Πολωνίας είχαν αγροκτήματα όσο η μισή Ιρλανδία ο Potocki ήταν ιδιοκτήτης δώδεκα εκατομμυρίων στρεμμάτων στην Ουκρανία οι Ούγγροι Esterhazy (οι πάτρωνες του Haydn) είχαν μια εποχή περί τα είκοσι οκτώ εκατομμύρια στρέμματα. Αγροκτήματα με έκταση μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα ήταν κάτι το i συνηθισμένο. Μολονότι οι εκτάσεις αυτές ήταν συχνά παραμελημένες, πρωτόγονες και ανεπικερδείς, εξασφάλιζαν ηγεμονικά εισοδήματα. Όπως παρατήρησε ένας Γάλλος επισκέπτης σχετικά με τα παραμελημένα αγροκτήματα του Medina Sidonia, οι Ισπανοί i Ογδόντα αγροκτήματα πάνω από 100.000 στρέμματα περίπου (10.000 εκτάρια) δημεύθηκαν στην Τσεχοσλοβακία μετά το 1918 μεταξύ αυτών 2.000.000 στρέμματα από τους Schönborn και άλλα τόσα από τους Schwarzenberg, 1.600.000 στρέμματα από τους Liechtenstein, 680.000 στρέμματα από τους Kinsky. [Th. Haebich, Deutsche Latifundien, 1947, σ. 27 κ.ε.]

ευγενείς μπορούσαν «να βασιλεύουν σαν το λιοντάρι των δασών, που ο βρυχηθμός του τρομάζει και απομακρύνει οτιδήποτε μπορεί να το πλησιάσει», 5 αλλά δεν τους έλειπαν τα μετρητά, ακόμη και με τα πλούσια μέτρα του Βρετανού μιλόρδου. Υπό τους μεγιστάνες υπήρχε μια τάξη ευγενών της υπαίθρου, ποικίλου μεγέθους και οικονομικών πόρων, που εκμεταλλευόταν την αγροτιά. Σε μερικές χώρες η τάξη αυτή ήταν υπερβολικά μεγάλη, και συνεπώς φτωχή και δυσαρεστημένη, διακρινόμενη από την τάξη των μη ευγενών κυρίως λόγω των πολιτικών και κοινωνικών προνομίων της αλλά και από την απροθυμία της να καταπιαστεί με ανάρμοστες για ευπατρίδες ενασχολήσεις, όπως η εργασία. Στην Ουγγαρία και την Πολωνία αντιστοιχούσε στο 1/10 περίπου του συνολικού πληθυσμού, στην Ισπανία, στα τέλη του 18ου αιώνα, σε μισό εκατομμύριο περίπου ή, το 1827, στο 10% του συνόλου των Ευρωπαίων ευγενών 6 σε άλλες χώρες ήταν πολύ μικρότερη. IV Στην υπόλοιπη Ευρώπη η αγροτική δομή δεν διέφερε και πολύ από κοινωνική άποψη. Δηλαδή, για τον αγρότη ή τον αγρεργάτη, όποιος είχε κτήματα ήταν «ευγενής» και μέλος της άρχουσας τάξης. Αντιστρόφως, η ιδιότητα του ευγενούς (που παρείχε κοινωνικά και πολιτικά προνόμια, ενώ τυπικά αποτελούσε ακόμη τον μόνο δρόμο προς τα υψηλότερα κρατικά αξιώματα) ήταν αδιανόητη χωρίς έγγεια ιδιοκτησία. Στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης η φεουδαλική τάξη των πραγμάτων, την οποία προϋπέθετε αυτός ο τρόπος του σκέπτεσθαι, ήταν ακόμη πολύ ζωντανή πολιτικά, μολονότι από οικονομική άποψη έφθινε ολοένα. Μάλιστα, αυτή η οικονομική της παρακμή, που έκανε τα εισοδήματα των ευγενών να υπολείπονται όλο και πιο πολύ από την αύξηση των τιμών και των εξόδων, ανάγκαζε και την αριστοκρατία να εκμεταλλεύεται με όλο και μεγαλύτερη ένταση το μόνο αναφαίρετο περιουσιακό της στοιχείο, τα προνόμια της ευγενούς καταγωγής και της κοινωνικής της τάξης. Σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη ο ευγενής παραγκώνιζε τους κοινωνικά κατώτερους αντιπάλους του και τους απομάκρυνε από τα επικερδή αξιώματα του στέμματος: από τη Σουηδία, όπου το ποσοστό των αξιωματούχων κοινών θνητών έπεσε από 66% το 1719 (42% το 1700) στο 23% το 1780, 7 ως τη Γαλλία, όπου αυτή η «φεουδαλική αντίδραση» επέσπευσε τη Γαλλική Επανάσταση (βλ. Κεφάλαιο Γ'). Αλλά και εκεί όπου η σχέση έγγειας ιδιοκτησίας και άρχουσας τάξης ήταν από ορισμένες απόψεις σαφώς χαλαρή όπως στη Γαλλία, όπου ήταν σχετικά εύκολο να μπει κανείς στην τάξη των ευγενών γαιοκτημόνων, ή ακόμη περισσότερο στη Βρετανία, όπου ο τίτλος γαιοκτησίας και ευγενείας αποτελούσε την ανταμοιβή για κάθε είδους πλούτο, με την προϋπόθεση να είναι αρκετά μεγάλος ακόμη και εκεί η σχέση διατηρούνταν, και μάλιστα τελευταία είχε γίνει κάπως στενότερη. Από οικονομική ωστόσο άποψη, η δυτική κοινωνία ήταν πολύ διαφορετική. Στα τέλη του Μεσαίωνα, ο μέσος αγρότης είχε χάσει πολλά από τα στοιχεία που συνέθεταν το καθεστώς του ως δουλοπάροικου, μολονότι συχνά διατηρούσε ακόμη πάμπολλα πικρά σημάδια νομικής εξάρτησης. Το μέσο αγρόκτημα είχε πάψει από καιρό να αποτελεί μονάδα οικονομικής επιχείρησης και είχε γίνει ένα σύστημα για την είσπραξη ενοικίων και άλλων προσόδων σε χρήμα. Καλλιεργητής του εδάφους ήταν συνηθέστατα ο λίγο πολύ ελεύθερος αγρότης με μεγαλύτερη ή μικρότερη ιδιοκτησία. Αν ήταν ενοικιαστής της γης, πλήρωνε ενοίκιο (ή, σε ορισμένες περιοχές, ένα μέρος της συγκομιδής) στον γαιοκτήμονα. Αν ήταν απόλυτος κύριος της γης του, είχε ίσως ακόμη διάφορες υποχρεώσεις προς τον τοπικό γαιοκτήμονα, υποχρεώσεις που μπορούσε ή δεν μπορούσε να τις μεταφράσει σε χρήμα (όπως η υποχρέωση να στέλνει το σιτάρι του στο μύλο του άρχοντα), καθώς και φόρους στον πρίγκιπα, τη δεκάτη στην Εκκλησία, και κάποιας μορφής υποχρεωτική εργασία. Όλα αυτά τον διέκριναν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, που ήταν σχετικά απαλλαγμένα από τέτοιου είδους υποχρεώσεις. Αλλά αν οι πολιτικές αυτές δεσμεύσεις εξαφανίζονταν, τότε μεγάλο μέρος της Ευρώπης θα διαμόρφωνε σύστημα μικροϊδιοκτητικής γεωργίας ελεύθερων

αγροτών: θα απέβαινε, δηλαδή, μια περιοχή όπου μια μειονότητα πλούσιων αγροτών θα καλλιεργούσαν τη γη για λόγους εμπορικούς, πουλώντας ένα μόνιμο πλεόνασμα της παραγωγής στην αγορά της πόλης, και μια πλειονότητα μικρών και μεσαίων καλλιεργητών που θα ζούσαν με κάποια αυτάρκεια από τα κτήματά τους, εκτός κι αν τα κτήματα αυτά ήταν τόσο μικρά ώστε να τους υποχρεώνουν να βρίσκουν μερική απασχόληση στη γεωργία ή τη βιομηχανία ως έμμισθοι εργάτες. Μόνο λίγες περιοχές είχαν προαγάγει ακόμη περισσότερο την αγροτική ανάπτυξη προς μια καθαρά καπιταλιστική γεωργία. Πρώτη μεταξύ αυτών ήταν η Αγγλία. Εκεί η έγγεια ιδιοκτησία ήταν εξαιρετικά συγκεντρωμένη, αλλά ο τυπικός καλλιεργητής ήταν ένας μέσου μεγέθους ενοικιαστής-γεωργός προσανατολισμένος στο εμπόριο, ο οποίος μίσθωνε τα εργατικά χέρια που του χρειάζονταν. Ένα σημαντικό υπόστρωμα μικροϊδιοκτητών αγροτών συσκότιζε ακόμη την εικόνα αυτή. Όταν όμως αυτό εξαλείφθηκε (χονδρικά μεταξύ του 1760 και του 1830), ό,τι προέκυψε δεν ήταν ένα σύστημα γεωργίας ελεύθερων αγροτών αλλά μια τάξη γεωργικών επιχειρηματιών, οι μεσαίοι ή μικροί κτηματίες, και ένα μεγάλο αγροτικό προλεταριάτο. Μερικές ευρωπαϊκές περιοχές όπου οι εμπορικές επενδύσεις διοχετεύονταν κατά παράδοση στη γεωργία, όπως σε τμήματα της βόρειας Ιταλίας και στην Ολλανδία, ή όπου υπήρχαν εμπορεύσιμες μονοκαλλιέργειες, παρουσίασαν επίσης ισχυρές καπιταλιστικές τάσεις, αλλά οι περιοχές αυτές ήταν εξαίρεση. Εξαίρεση επίσης αποτελούσε η Ιρλανδία, ένα άμοιρο νησί που συνδύαζε τα μειονεκτήματα των καθυστερημένων περιοχών της Ευρώπης με τα μειονεκτήματα της γειτνίασής του με την πιο προηγμένη οικονομία. Μια φούχτα μεγαλοϊδιοκτήτες, παρόμοιοι με της Ανδαλουσίας ή της Σικελίας, εκμεταλλεύονταν από απόσταση μια τεράστια μάζα ενοικιαστών, επιβάλλοντας υπέρογκα χρηματικά ποσά ως ενοίκιο. Από τεχνολογική άποψη, η ευρωπαϊκή γεωργία, με εξαίρεση ορισμένες ανεπτυγμένες περιοχές, ήταν ακόμη και παραδοσιακή και εκπληκτικά αναποτελεσματική. Τα προϊόντα της παρέμεναν ακόμη τα παραδοσιακά: σίκαλη, σιτάρι, κριθάρι, βρόμη, και στην ανατολική Ευρώπη φαγόπυρο, η βασική τροφή του λαού βόδια, πρόβατα, αίγες και τα γαλακτοκομικά τους προϊόντα, χοίροι και πουλερικά, κάποιες ποσότητες οπωροκηπευτικών, κρασί, και κάποιες βιομηχανικές πρώτες ύλες, όπως μαλλί, λινάρι, καννάβι για σχοινιά, κριθάρι για την μπίρα κ.ά. Η Ευρώπη εξακολουθούσε να τρέφεται με τα είδη που παρήγε η ίδια. Τα προϊόντα άλλων κλιμάτων σπάνιζαν και προσέγγιζαν τα όρια της πολυτέλειας, με εξαίρεση ίσως τη ζάχαρη, το πιο σημαντικό προϊόν που εισαγόταν από τις τροπικές χώρες, η γλυκύτητα του οποίου προκάλεσε την πιο μεγάλη ανθρώπινη πικρία από κάθε άλλο. Στην Αγγλία (ομολογουμένως την πιο προηγμένη χώρα) η μέση κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση στα 1790 ήταν περίπου 7 κιλά. Αλλά, ακόμη και στην Αγγλία, η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση τσαγιού τη χρονιά της Γαλλικής Επανάστασης ήταν μόλις 2 ουγγιές το μήνα. Τα νέα προϊόντα τα εισαγόμενα από την Αμερική ή από μέρη της τροπικής ζώνης είχαν σημειώσει κάποια ανάπτυξη. Στη νότια Ευρώπη και τα Βαλκάνια η καλλιέργεια του αραβοσίτου ήταν ήδη αρκετά διαδεδομένη είχε συμβάλει στο να παραμείνουν προσκολλημένοι στη γη τους αρκετοί διακινούμενοι αγρότες στα Βαλκάνια και στη βόρεια Ιταλία το ρύζι είχε κάνει κάποια πρόοδο. Καπνά καλλιεργούνταν σε διάφορες ηγεμονίες, κατά κανόνα ως κρατικό μονοπώλιο για εισοδηματικούς λόγους, μολονότι η χρήση του με τα σημερινά μέτρα ήταν αμελητέα: ο μέσος Άγγλος στα 1790 κάπνιζε, ρουφούσε ή μασούσε περίπου μία και ένα τρίτο ουγγιά το μήνα. Η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα ήταν διαδεδομένη σε τμήματα της νότιας Ευρώπης. Το κυριότερο από τα νέα προϊόντα, η πατάτα, μόλις άρχιζε να διαδίδεται, εκτός ίσως από την Ιρλανδία, όπου η δυνατότητα που πρόσφερε να τρέφει περισσότερα άτομα ανά στρέμμα σε επίπεδο απλής συντήρησης από οποιοδήποτε άλλο προϊόν την είχε ήδη κάνει το βασικό είδος καλλιέργειας. Έξω από την Αγγλία και τις Κάτω Χώρες, η συστηματική καλλιέργεια βολβών και ζωοτροφών (πλην σανού) ήταν ακόμη η

εξαίρεση, ενώ μόνο με τους ναπολεόντειους πολέμους άρχισε η μαζική παραγωγή ζαχαροτεύτλων. Ο 18ος αιώνας δεν ήταν φυσικά αιώνας γεωργικής στασιμότητας αντίθετα, μια μακρά εποχή δημογραφικής επέκτασης, αυξανόμενου εξαστισμού, εμπορίου και βιομηχανίας, ευνοούσε αλλά και απαιτούσε γεωργική βελτίωση. Στο δεύτερο μισό του αιώνα άρχισε η εκπληκτική και έκτοτε αδιάλειπτη πληθυσμιακή αύξηση που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο κόσμο: ανάμεσα στο 1755 και το 1784, π.χ., ο αγροτικός πληθυσμός της Βραβάντης (Βέλγιο) αυξήθηκε κατά 44%. 8 Αυτό όμως που εντυπωσίαζε τους πολυάριθμους υπέρμαχους της γεωργικής βελτίωσης, οι οποίοι πολλαπλασίασαν τις εταιρείες τους, τις κυβερνητικές εκθέσεις και τα προπαγανδιστικά έντυπα από την Ισπανία ως τη Ρωσία, ήταν μάλλον το μέγεθος των εμποδίων που αντιμετώπιζε η αγροτική ανάπτυξη παρά η πρόοδος της. V Ο κόσμος της γεωργίας ήταν νωθρός, εκτός ίσως από τον καπιταλιστικό του τομέα. Ο κόσμος του εμπορίου, της βιομηχανίας και των σχετικών τεχνολογικών και πνευματικών δραστηριοτήτων ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση, ζωηρότητα και τάση για ανάπτυξη, ενώ οι τάξεις που αντλούσαν οφέλη από τον κόσμο αυτόν ήταν δραστήριες, αποφασιστικές και αισιόδοξες. Τον σύγχρονο παρατηρητή θα εντυπωσίαζε αμέσως η ευρύτατη ανάπτυξη του εμπορίου, στενά συνδεδεμένη με την αποικιοκρατική εκμετάλλευση. Ένα σύστημα θαλάσσιου εμπορίου που γρήγορα αναπτυσσόταν σε όγκο και αποδοτικότητα περικύκλωνε τη γη και απέφερε τα κέρδη του στις εμπορικές κοινότητες της βορειοατλαντικής Ευρώπης. Χρησιμοποιούσαν την αποικιοκρατική δύναμη για να ληστεύουν τους κατοίκους των Ανατολικών Ινδιών i και να τους αποσπούν τα βασικά προϊόντα που θα εξάγονταν από εκεί προς την Ευρώπη και την Αφρική. Εκεί, τα προϊόντα αυτά και άλλα ευρωπαϊκά είδη χρησιμοποιούνταν για την αγορά δούλων για τα ταχύτατα αναπτυσσόμενα συστήματα φυτειών της Αμερικής. Οι αμερικανικές φυτείες, με τη σειρά τους, έκαναν εξαγωγές ζάχαρης, βαμβακιού κ.ά. σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες και με όλο και χαμηλότερο κόστος στα λιμάνια του Ατλαντικού και της Βόρειας θάλασσας, απ' όπου διοχετεύονταν ξανά προς τα ανατολικά, μαζί με τα παραδοσιακά βιομηχανικά και γεωργικά προϊόντα του ευρωπαϊκού εμπορίου Ανατολής-Δύσης: κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, αλάτι, κρασί κ.ά. Από τη Βαλτική ερχόταν το σιτάρι, η ξυλεία, το λινάρι. Από την ανατολική Ευρώπη ερχόταν το σιτάρι, η ξυλεία, το λινάρι και τα λινά (επικερδής εξαγωγή προς τις τροπικές χώρες), το καννάβι και ο σίδηρος της δεύτερης αυτής ζώνης αποικιών. Και ανάμεσα στις σχετικά ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης που περιλάμβαναν, από οικονομική άποψη, τις όλο και πιο δραστήριες κοινότητες των λευκών αποίκων στις βόρειες βρετανικές αποικίες της Αμερικής (μετά το 1783, τις βόρειες ΗΠΑ) ο ιστός του εμπορίου πύκνωνε συνεχώς. Ο επιχειρηματίας ή ο ιδιοκτήτης φυτειών γύριζε από τις αποικίες με πλούτη που ξεπερνούσαν τα όνειρα της επαρχιώτικης φιλαργυρίας. Ο έμπορος και ο μεγαλέμπορος ναυλωτής πλοίων που τα υπέροχα λιμάνια τους Bordeaux, Bristol, Liverpool χτίστηκαν ή ξαναχτίστηκαν μέσα στον αιώνα, φαίνονταν οι πραγματικοί οικονομικοί νικητές της εποχής: συγκρίνονταν μόνο με τους μεγάλους αξιωματούχους και τους κεφαλαιούχους που αντλούσαν τον πλούτο τους από την επικερδή κρατική υπηρεσία, γιατί ήταν ακόμη η εποχή που ο όρος «επικερδές αξίωμα υπό το στέμμα» είχε κυριολεκτική σημασία. Πλάι τους, η μεσαία τάξη των δικηγόρων, των διαχειριστών κτημάτων, των τοπικών ποτοποιών, των εμπορευομένων που συσσώρευαν από τον γεωργικό κόσμο κάποιο μικρότερο πλούτο, ζούσαν περιορισμένη και ήσυχη ζωή. Και i Μέχρις ένα βαθμό και της Άπω Ανατολής, απ' οπου έφερναν τσάι, μεταξωτά, πορσελάνες κ.α., προϊόντα για τα οποία υπήρχε αυξανόμενη ζήτηση στην Ευρώπη. Αλλά η πολιτική ανεξαρτησία της Κίνας και της Ιαπωνίας περιόριζε κάπως τον πειρατικό χαρακτήρα των συναλλαγών αυτών.