Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η έννοια της κριτικής και η κριτική της πολιτικής οικονομίας Jacques Ranciere

Σχετικά έγγραφα
Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αξίες και τιμές παραγωγής. Η σχέση μεταξύ του 1ου και του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» Γιώργος Σταμάτης

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Τι είναι η Φιλοσοφία της Ιστορίας: Εξέλιξη της συνείδησης της ελευθερίας. (Αυτή δεν είναι αυστηρή και ιστορικά συνεχής.)

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 9: Η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

1.3 Λειτουργίες της εργασίας και αντιλήψεις περί εργασίας

Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης

GEORGE BERKELEY ( )

Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η έννοια της κριτικής και η κριτική της πολιτικής οικονομίας Jacques Rändere

Περί της έννοιας της άρνησης στη διαλεκτική*

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο 1.2 Η Επιχείρηση

Σελίδα 1 από 5. Τ

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Αυτή ακριβώς η μεταλλαγή είναι το θέμα του παρόντος βιβλίου. Προκειμένου να την προσδιορίσουμε μέσα σε όλο αυτό το ομιχλώδες τοπίο της

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

1)Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε διάκριση των κοινωνικών επιστημών από τη φιλοσοφία. Σ Λ

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

ΧΡΟΝΟΣ ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ & ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΠΙΔΟΣΗ

Διαφωτισμός και διαμόρφωση των πολιτικών ιδεολογιών στην Ελλάδα

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 11: ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΝΟΜΙΑ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Μέθοδοι Έρευνας. Ενότητα 2.7: Τα συμπεράσματα. Βύρων Κοτζαμάνης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΩΝ του Παν. Λ. Θεοδωρόπουλου 0

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

Μέθοδοι Έρευνας. Ενότητα 2.1: : Η Διατύπωση του Κεντρικού Ερωτήματος-Προβλήματος. Βύρων Κοτζαμάνης

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

Το Έλλειμμα της Διεπιστημονικότητας της Σάσας Λαδά*

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Υπολογιστικά & Διακριτά Μαθηματικά

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η έννοια της κριτικής και η κριτική της πολιτικής οικονομίας Jacques Rändere

Σύµφωνα µε την Υ.Α /Γ2/ Εξισώσεις 2 ου Βαθµού. 3.2 Η Εξίσωση x = α. Κεφ.4 ο : Ανισώσεις 4.2 Ανισώσεις 2 ου Βαθµού

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Κοινωνικός µετασχηµατισµός:...

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ (E.F.P.P.A.)

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών στην Προσχολική Εκπαίδευση

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

ΚΥΚΛΟΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Ενότητα σώματος και ψυχής κατά τον Max Scheler

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ενότητα 12η (Α 2, 5-6) - Ο άνθρωπος είναι «ζ?ον πολιτικ?ν»

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΑΙΝΣΤΑΙΝ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. 4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Φυσικής Κβαντομηχανική ΙΙ

4. Η τέχνη στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Χέγκελ για την ιστορία

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

Η έννοια της αλλοτρίωσης στον Μαρξ: βάζοντας στο επίκεντρο τα Χειρόγραφα του

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 4: Ιατρική ηθική. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ONORA O' NEIL

Διαφωτισμός και διαμόρφωση των πολιτικών ιδεολογιών στην Ελλάδα

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

Τι είναι οι αξίες και ποια η σχέση τους με την εκπαίδευση; Σε τι διαφέρουν από τις στάσεις και τις πεποιθήσεις; Πώς ταξινομούνται οι αξίες;

Οικονομική Κοινωνιολογία

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΠΕΜΠΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

Θεωρία&Μεθοδολογία των Κοιν.Επιστημών. Εβδομάδα 1

Περιληπτικά, τα βήματα που ακολουθούμε γενικά είναι τα εξής:

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η έννοια της κριτικής και η κριτική της πολιτικής οικονομίας Jacques Rändere

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Διάταξη Θεματικής Ενότητας DEE 112 / Δίκαιο Εσωτερικής Αγοράς

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

Μουσική και Μαθηματικά!!!

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

Να ιεραρχήσετε τα παρακάτω στάδια από τις φάσεις της θείας οικονομίας

Αρχές Οικονομικής Θεωρίας. Γ Λυκείου

Transcript:

από τα "Χειρόγραφα του 1844" στο "Κεφάλαιο" (μέρος Α') 1 του Jacques Rändereμετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος και Βίκυ Παπαοικονόμου Η μελέτη αυτή νομιμοποιείται από τον υπότιτλο του Κεφαλαίου "Κριτική της πολιτικής οικονομίας", ο οποίος και μας καλεί να εξετάσουμε δύο σημεία: 1) Η έννοια της κριτικής είναι μια έννοια παρούσα σ' όλο το έργο του Μαρξ. Ο Μαρξ την χρησιμοποίησε σε κάθε φάση ανάπτυξης της σκέψης του για να υποδηλώσει την ιδιαίτερη δραστηριότητα του. Από την άλλη πλευρά, εάν αυτή η έννοια εμφανίζεται σ' όλο το έργο του Μαρξ, γνωρίζουμε ότι έχει αποτελέσει ρητώς κατονομασμένο αντικείμενο της θεματολογίας του σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας του, στο διάστημα από το 1842 έως το 1845. Σ' όλη αυτή την περίοδο, αποτέλεσε την κεντρική έννοια της σκέψης του. Από εδώ προκύπτει και το ερώτημα: ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στον υπότιτλο μας και στη συστηματοποίηση της έννοιας της κριτικής που βρίσκουμε στα νεανικά έργα του Μαρξ; 2) Ας συγκεκριμενοποιήσουμε το πρόβλημα. Το σχέδιο μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Μαρξ το 1844. Το ίδιο αυτό σχέδιο θα καθορίζει έκτοτε όλη την εργασία του Μαρξ έως το τέλος της ζωής του. Απ' αυτό το σχέδιο θα γεννηθούν διαδοχικά: - τα Χειρόγραφα του 1844, τα οποία ασχολούνται ρητώς και εν εκτάσει με την κριτική της πολιτικής οικονομίας, - η Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας του 1859, - το Κεφάλαιο. Από εδώ λοιπόν προκύπτει το πρόβλημα: ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο "Κεφάλαιο" και στο σχέδιο του Μαρξ το 1844; Φυσικά δεν θα ασχοληθούμε με όλη την ιστορία εξέλιξης αυτού του σχεδίου και με τις διαδοχικές επεξεργασίες που αυτό τροφοδότησε. Θα αρκεστούμε στο να προσεγγίσουμε δύο κείμενα: απ' τη μια Το Κεφάλαιο και απ' την άλλη τα Χειρόγραφα τον 1844, τα οποία αποτελούν την πρώτη κριτική της πολιτικής οικονομίας και διέπονται αυστηρά από την κριτική θεωρία του νεαρού Μαρξ. Στο πρώτο μέρος, θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τη συνολική μορφή αυτής της κριτικής θεωρίας όπως μορφοποιείται στα Χειρόγραφα. Στη συνέχεια θα ορίσουμε έναν ορισμένο αριθμό σημείων αναφοράς (π.χ. το πρόβλημα του οικονομικού υποκειμένου). Στο δεύτερο μέρος, όπου δεν μπορεί να γίνει λόγος για σκιαγράφηση μιας ανάλογης συνολικής μορφής, θα επιλέξουμε δύο ή τρία ζητήματα από το Κεφάλαιο, επιχειρώντας να μην παρεκκλίνουμε από τα σημεία εκκίνησης που προσδιορίστηκαν στο πρώτο μέρος και να καταδείξουμε τη μετατόπιση των εννοιών και των μεταξύ τους σχέσεων που συνιστά τη μετάβαση στη μαρξιστική επιστημονικότητα, τη μετάβαση από τον ιδεολογικό Λόγο του νεαρού Μαρξ στον επιστημονικό Λόγο του Κεφαλαίου. Σ' αυτή τη μελέτη, θα βασιστούμε στη σειρά θεωρητικών κεκτημένων που αποτελούν οι εργασίες του L. Althusser (βλ. Pour Marx, coll. Theorie, F. Maspero, Παρίσι 1965), και στις έννοιες τις οποίες προσδιόρισε και επεξεργάστηκε ο J.A. Miller, σε κάποιες (αδημοσίευτες) εργασίες που παρουσίασε το 1964 και είναι αφιερωμένες στη θεωρία του J. Lacan και την κριτική της ψυχολογίας του G. Politzer. Ο J.A. Miller έδειξε τον αποφασιστικό χαρακτήρα αυτών των εννοιών για την ανάγνωση του Κεφαλαίου στο κείμενο του: "Λειτουργία του θεωρητικού σχηματισμού" (Fonction de la formation theorique, Cahiers Marxistes leninistes, no 1). Σελίδα 1 / 18

L Η κριτική της πολιτικής οικονομίας στα "Χειρόγραφα του 1844" Προοίμιο Η κριτική που συναντάμε στα Χειρόγραφα αντιπροσωπεύει την πλέον συστηματική μορφή της ανθρωπολογικής κριτικής, που έγινε από τον Μαρξ στα κείμενα της περιόδου 18431844, στη βάση της ανθρωπολογίας του Feuerbach. (Είναι ευνόητο ότι σκοπός μας εδώ είναι μόνο να σκιαγραφήσουμε την ολοκληρωμένη μορφή αυτής της κριτικής, και ως εκ τούτου, το ζήτημα της σχέσης Μαρξ Feuerbach δεν εντάσσεται στην μελέτη μας.) Ας επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε αυτή την κριτική δίνοντας απάντηση σε τρία ερωτήματα: Ποιο είναι το αντικείμενο αυτής της κριτικής; Ποιο το υποκείμενο της, δηλ. ποιος κάνει την κριτική; Ποια η μέθοδος; Η απάντηση μας δίνεται από την τελευταία παράγραφο της επιστολής προς τον Rüge το Σεπτέμβριο του 1843: "Μπορούμε λοιπόν να συνοψίσουμε την τάση του φύλλου μας 2 σε μια λέξη: αυτοκατανόηση (κριτική φιλοσοφία) της εποχής μέσα από τους αγώνες και τις επιθυμίες της. Είναι μια εργασία για τον κόσμο και για μας. Μπορεί να είναι μόνο έργο ενωμένων δυνάμεων: πρόκειται για μια εξομολόγηση και τίποτε άλλο. Για να της συγχωρεθούν οι αμαρτίες της, η ανθρωπότητα δεν χρειάζεται πάρα να τις δηλώσει (erklären) όπως ακριβώς είναι" (MEW 1, σελ. 346). Όλη η κριτική βρίσκεται μέσα στον τρόπο με τον οποίο διαπλέκονται οι τρεις όροι - το υποκείμενο, το αντικείμενο και η μέθοδος - που υποδείξαμε εδώ. Ας μιλήσουμε πρώτα για το αντικείμενο: περί τίνος πρόκειται; Πρόκειται για μία εμπειρία της οποίας αντικείμενο είναι η ανθρωπότητα. Αυτή την εμπειρία, η ανθρωπότητα τη βιώνει τυφλά εδώ και πολύ καιρό. Βρισκόμαστε όμως στο σημείο όπου της είναι πλέον δυνατό να κατανοήσει τον εαυτό της. Το "εμείς" αντιπροσωπεύει την κριτική συνείδηση. Είναι αυτή που πρώτη συνειδητοποιεί ότι ήρθε η στιγμή όπου αυτή η εμπειρία φτάνει στο τέλος της, δηλ. στην αυτογνωσία της. Πρόκειται για την προνομιακή συνείδηση μέσα στην οποία η εμπειρία γίνεται κατανοητή στον εαυτό της, ή, ακριβέστερα, αποτελεί το Λόγο που χρησιμοποιεί η γλώσσα στην οποία αυτή η ανθρώπινη εμπειρία γνωρίζει τελικά την αλήθεια της. Το σύνολο της μεθόδου περιλαμβάνεται σ' αυτό το erklären, που σημαίνει ταυτόχρονα δηλώνω και επεξηγώ. Αυτό σημαίνει ότι η έκθεση των γεγονότων όπως ακριβώς είναι, η έκθεση της ανθρώπινης εμπειρίας όπως αυτή παρουσιάζεται, αποτελεί ήδη την εξήγηση τους. Αρκεί να συγκροτηθεί ο Λόγος που διατυπώνει αυτά τα γεγονότα (αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί αμαρτήματα της ανθρωπότητας). Η διατύπωση αυτών των γεγονότων συνιστά ήδη την γνώση τους και η γνώση αυτή τα καταργεί ως αμαρτήματα, διότι αυτό που τα καθιστούσε ως τέτοια ήταν ακριβώς το ότι δεν ήταν γνωστά, το ότι συνιστούσαν μια τυφλή εμπειρία. Το κεφαλαιώδες που δηλώνει αυτό το "erklären", είναι το ότι ουσιαστικά, η ερμηνεία δεν ανήκει σε μια άλλη τάξη από αυτή της διατύπωσης, ή της διαπίστωσης. Αυτό μπορούμε να το εκφράσουμε με μια άλλη μεταφορά: θα θεωρήσουμε ότι η κριτική είναι μια ανάγνωση. Το κείμενο στο οποίο αναφέρεται, είναι εκείνη η εμπειρία, της οποίας υποκείμενο είναι η ανθρωπότητα. Τι συγκροτεί αυτό το κείμενο, αυτή τη διατύπωση; Αυτή η διατύπωση συνυφαίνεται από αντιφάσεις. Η μορφή με την οποία η ανθρώπινη εμπειρία κάνει γνωστή την εξέλιξη της, είναι η μορφή της αντίφασης. Κάθε σφαίρα της Σελίδα 2 / 18

ανθρώπινης εμπειρίας (πολιτική, θρησκευτική, ηθική, οικονομική, κλπ.) παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό αντιφάσεων. Αυτές οι αντιφάσεις γίνονται αντιληπτές από τα άτομα σ' αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί "αγώνες και επιθυμίες της εποχής μας". Ο ρόλος της κριτικής - ανάλογα με την μεταφορά που επιλέγουμε - είναι να πει ή να διαβάσει την αντίφαση, να τη δηλώσει όπως αυτή έχει. Τι είναι αυτό που τη διαφοροποιεί από τη συνήθη διατύπωση, αυτό που της επιτρέπει να είναι κριτική; Είναι το ότι συλλαμβάνει, πίσω από αυτές τις αντιφάσεις, μία άλλη πολύ βαθύτερη αντίφαση, αυτή που εκφράζει η έννοια της αλλοτρίωσης. Είναι γνωστή η κοινότυπη περιγραφή: το υποκείμενο, ο άνθρωπος, εκφράζει τα κατηγορήματα που συνιστούν την υπόσταση του, σ' ένα εξωτερικό αντικείμενο. Στο στάδιο της αλλοτρίωσης, αυτό το αντικείμενο γίνεται ξένο προς αυτόν. Η υπόσταση του ανθρώπου έχει περάσει σ' ένα άγνωστο είναι. Με τη σειρά του, αυτό το άγνωστο είναι - το οποίο δεν αποτελεί παρά την αλλοτριωμένη υπόσταση του ανθρώπου - επιβάλλεται ως πραγματικό υποκείμενο και θέτει τον άνθρωπο στη θέση του αντικειμένου του. Στην κατάσταση αλλοτρίωσης, το πραγματικό είναι του ανθρώπου υφίσταται με τη μορφή του ξένου είναι του. Το ανθρώπινο υπάρχει με τη μορφή του μη ανθρώπινου, ο Λόγος με τη μορφή του μη λόγου. Αυτή ακριβώς η ταυτότητα της υπόστασης του ανθρώπου και του ξένου είναι του καθορίζει την αντιφατική κατάσταση. Η αντίφαση δηλαδή θεμελιώνεται στη διάσπαση ενός υποκειμένου από τον εαυτό του. Το ότι η αντίφαση είναι διάσπαση, αποτελεί το κεφαλαιώδες σημείο για την παρακολούθηση όλης της άρθρωσης του κριτικού Λόγου. Εντούτοις στην εμπειρία, η δομή της αντίφασης δεν παρουσιάζεται ως τέτοια. Εκφράζεται με μια ιδιαίτερη μορφή. Πράγματι, η διάσπαση του ανθρώπου με την υπόσταση του, συνεπάγεται μια διαίρεση. Οι διάφορες σφαίρες εκδήλωσης της ανθρώπινης εμπειρίας - σφαίρες που αντιστοιχούν στα διάφορα κατηγορήματα της ανθρώπινης υπόστασης - αποκτούν η καθεμία μια αυτόνομη πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό, η αντίφαση παρουσιάζεται πάντα ως αντίφαση στο εσωτερικό μιας συγκεκριμένης σφαίρας. Έτσι, κάθε διατύπωση της αντίφασης που περιορίζεται σ' αυτή την ιδιαίτερη μορφή, είναι μια μονόπλευρη, μερική διατύπωση. Έργο της κριτικής είναι να αναγάγει την αντίφαση στη γενική μορφή της., Διάφορες έννοιες εκφράζουν αυτή την αλλαγή επιπέδου. Ο Μαρξ μιλά για γενική μορφή, για υψος των αρχών, για αληθινή σημασία (MEW 1, σελ. 345). Αυτοί οι όροι συνοψίζονται στη γενική έννοια που προσδιορίζει το εγχείρημα, στη Vermenschlichung (κατά λέξη: εξανθρωπισμός). Το να αποδώσουμε στην αντίφαση τη γενική μορφή της, σημαίνει να της δώσουμε την ανθρώπινη σημασία της: το διαχωρισμό του ανθρώπου και της υπόστασης του. Αυτή την ανθρώπινη σημασία, η εκδήλωση της οποίας αποτελεί μια μερική αντίφαση, η κριτική τη βρίσκει συνάγοντας τη γενική μορφή της αντίφασης: τη σχέση δηλ. των δύο όρων, η διάσπαση των οποίων τίθεται μέσα στην αντίφαση. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Στο Εβραϊκό ζήτημα* ο Μαρξ ασκεί κριτική στον τρόπο με τον οποίο έθεσε ο Bauer το ζήτημα της χειραφέτησης των Εβραίων. Κατ' αυτόν, το πρόβλημα ανάγεται στη σχέση χριστιανικού κράτους και εβραϊκής θρησκείας. Μ' αυτόν τον τρόπο δεν εξετάζει το κράτος στη γενική μορφή του, αλλά παίρνει έναν ιδιαίτερο τύπο κράτους. Απ' την άλλη, αντιμετωπίζει τον ιουδαϊσμό αποκλειστικά με τη θρησκευτική του σημασία αντί να του αποδώσει την γενική ανθρώπινη σημασία του. Ο Μαρξ αντίθετα επιχειρεί αυτή τη μετάβαση στη γενική μορφή. Από την αντίφαση Κράτος ιδιαίτερη θρησκεία, περνά στην αντίθεση Κράτος προϋποθέσεις του κράτους, η οποία παραπέμπει στην αντίφαση Κράτος ατομική ιδιοκτησία. Στο επίπεδο αυτό, εμφανίζεται η βαθύτερη αντίφαση. Το γεγονός ότι η υπόσταση του ανθρώπου υπάρχει έξω από τον άνθρωπο, μέσα στο κράτος. Σελίδα 3 / 18

Σ'αυτό το παράδειγμα, ο κριτικός Λόγος είναι: - εξήγηση της βαθύτερης έννοιας της αντίφασης, - αποκάλυψη της πρωταρχικής ενότητας. Αυτή η πρωταρχική ενότητα είναι η ενότητα ενός υποκειμένου και της υπόστασης του. Αυτή ακριβώς η ενότητα του υποκειμένου άνθρωπος και της υπόστασης του καθορίζει, στην φοϋερμπαχιανή κριτική, την έννοια της αλήθειας. Αυτή η έννοια της αλήθειας μας επιτρέπει να εντοπίσουμε το Λόγο που αντιτίθεται στον κριτικό Λόγο, τον θεωρησιακό Λόγο. Ο τελευταίος χαρακτηρίζεται ως αφηρημένος Λόγος. Αυτή η έννοια της αφαίρεσης, στην ανθρωπολογική κριτική, αποτελεί τον τόπο μιας θεμελιώδους αμφισημίας: διαγράφει ταυτόχρονα μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα στην πραγματικότητα και το εγχείρημα που χαρακτηρίζει ένα ορισμένο τύπο Λόγου. Το αφηρημένο εκλαμβάνεται εδώ με την έννοια του διαχωρισμένου. Η αφαίρεση (ο διαχωρισμός) παράγεται απ' τη στιγμή που η ανθρώπινη υπόσταση διαχωρίζεται από τον άνθρωπο, τα κατηγορήματα του οποίου έχουν χαραχθεί σ' ένα ξένο είναι. Ο θεωρησιακός Λόγος ξεκινά απ' αυτή την αφαίρεση, τη διάσπαση της πρωταρχικής ενότητας. Σ' αυτή την κατάσταση, το κατηγόρημα υπάρχει διαχωρισμένο από το υποκείμενο. Αυτή όμως η διάσπαση της πρωταρχικής ενότητας αποτελεί συγχρόνως τη σύσταση μιας νέας ενότητας, προς όφελος αυτού του ξένου είναι, στο οποίο έχει αλλοτριωθεί η υπόσταση του υποκειμένου. Αυτό ακριβώς μας επιτρέπει να θέσουμε το κατηγόρημα στη θέση του πραγματικού υποκειμένου. Μ' αυτόν τον τρόπο οι θεολόγοι, με αφετηρία το διαχωρισμό ανάμεσα στον άνθρωπο και την αλλοτριωμένη σε θεό υπόσταση του, ανάγουν το θεό σε πραγματικό υποκείμενο. Με τον ίδιο τρόπο η θεωρησιακή φιλοσοφία - η χεγκελιανή φιλοσοφία - ξεκινά από τη σκέψη που έχει διαχωριστεί από το υποκείμενο της, τον άνθρωπο, για να κάνει την Αφηρημένη Ιδέα πραγματικό υποκείμενο της εμπειρίας. Έτσι διαβάζουμε στις θεμελιώδεις αρχές της Φιλοσοφίας τον Μέλλοντος του Feuerbach: "Η ουσία του θεού για τον Χέγκελ, δεν είναι τίποτε άλλο από την ουσία της σκέψης ή η σκέψη διαχωρισμένη μέσω αφαίρεσης από το σκεπτόμενο εγώ. Η φιλοσοφία του Χέγκελ ανήγαγε σε θείο και απόλυτο ον τη σκέψη, δηλ. το υποκειμενικό ον, το οποίο νοείται όμως χωρίς το υποκείμενο και θεωρείται ως ένα ον διακριτό από αυτό το ίδιο" (Manifestes philosophiques, σ. 161). Το σημαντικό εδώ, είναι ότι η αφαίρεση ως εργαλείο σκέψης, βρίσκεται υποβαθμισμένη. Κάθε σκέψη η οποία επιδιώκει να προχωρήσει με επιστημονικές αφαιρέσεις (με την έννοια που της δίνει ο Μαρξ στη γενική Εισαγωγή του 1857) κατηγορείται ότι συντηρεί το διαχωρισμό των αφηρημένων βαθμίδων της ανθρώπινης εμπειρίας. Έτσι, στις Προσωρινές θέσεις για τη μεταρρύθμιση της φιλοσοφίας, ο Feuerbach χαρακτηρίζει την αφαίρεση ως αλλοτρίωση: "Το να αφαιρείς σημαίνει να θέτεις την ουσία της φύσης εκτός φύσης, την ουσία της σκέψης εκτός της πράξης της σκέψης, θεμελιώνοντας εξ ολοκλήρου το σύστημα της πάνω σ' αυτές τις πράξεις αφαίρεσης, η φιλοσοφία του Hegel αλλοτρίωσε τον άνθρωπο από τον εαυτό του. Ταυτίζει ακριβώς αυτό που διαχωρίζει, με έναν τρόπο όμως που και ο ίδιος εμπεριέχει το διαχωρισμό και τη διαμεσολάβηση" (θέση αρ. 20). Μπορούμε προκαταβολικά να πούμε ότι σ' αυτή τη θεωρία της αφαίρεσης συγχέονται οι δύο διαδικασίες που ο Μαρξ, στη γενική Εισαγωγή του 1857, διέκρινε ως διαδικασία της σκέψης και πραγματική διαδικασία 4. Για να συνοψίσουμε αυτές τις προεισαγωγικές παρατηρήσεις ως προς την έννοια της κριτικής, θα Σελίδα 4 / 18

απομονώσουμε τους τρεις δυνατούς τύπους Λόγου που συνδέονται με την κριτική: - ένας Λόγος που περιορίζεται στο επίπεδο των φαινομένων, μονόπλευρος λόγος ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται παρά μόνο μια συγκεκριμένη όψη της αντίφασης, t - δύο Λόγοι που περιορίζονται στο επίπεδο της υπόστασης: ο κριτικός Λόγος ή ανάπτυξη της πραγματικής υπόστασης και ο θεωρησιακός Λόγος ή ανάπτυξη της κίβδηλης υπόστασης. Μπορούμε πλέον να προχωρήσουμε στη μελέτη της κριτικής στα Χειρόγραφα. 1. Το επίπεδο της πολιτικής οικονομίας Δεν θα εκθέσουμε όλη την προβληματική των Χειρογράφων, θα προτιμήσουμε να προσεγγίσουμε το κείμενο με μια παρέκβαση, θέτοντας το ερώτημα: ποια είναι η θέση της πολιτικής οικονομίας στα Χειρόγραφα; Ο πρόλογος του Μαρξ δεν ορίζει την έννοια της πολιτικής οικονομίας. Η πολιτική οικονομία εμφανίζεται εδώ ως στοιχείο ενός πίνακα περιεχομένων. Ο Μαρξ δηλώνει ότι θα παρουσιάσει την κριτική των διαφόρων θεμάτων (δίκαιο, ηθική, πολιτική κλπ.), ότι θα καταδείξει στην συνέχεια πώς αυτά διαπλέκονται, και τελικά, θα καταδείξει πώς η θεωρησιακή φιλοσοφία χρησιμοποίησε αυτά τα θέματα για τις κατασκευές της. Δεν υπάρχει εδώ κάποια οριοθέτηση της πολιτικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα δύο πράγματα πρέπει να οριοθετηθούν: η οικονομική πραγματικότητα και ο οικονομικός Λόγος. α) Απουσία οριοθέτησης της οικονομικής πραγματικότητας Η οικονομία δεν εμφανίζεται εδώ στη θέση ενός θεμελίου ή μιας έσχατης προσδιοριστικής βαθμίδας. Δεν πρόκειται εδώ για την οριοθέτηση μιας οικονομικής δομής της κοινωνίας, με την έννοια που την αντιλαμβάνεται ο Μαρξ από τη Γερμανική ιδεολογία και μετά. Ούτε εμφανίζεται ως η θεμελιώδης αλλοτρίωση που είναι αποτέλεσμα της αναγωγής των άλλων αλλοτριώσεων (αναφέρομαι εδώ στο σχήμα του Calvez). Οι αλλοτριώσεις εμφανίζονται κατ' αρχήν σαν να είναι όλες του ιδίου επιπέδου. Μπορούμε λοιπόν, κάνοντας μια πρώτη οριοθέτηση, να ορίσουμε την πολιτική οικονομία, το δίκαιο, την ηθική, την πολιτική ως διαφορετικές σφαίρες της ανθρώπινης εμπειρίας. (Ας τονίσουμε εδώ τη σημασία αυτής της κατ' εξοχήν χεγκελιανής έννοιας της εμπειρίας. Αυτή η έννοια η οποία δεν συστηματοποιήθηκε από τον Μαρξ, είναι αυτή ακριβώς που κάνει εφικτή τη συστηματοποίηση της. Στην κριτική ενασχόληση με τον Hegel στο 3ο χειρόγραφο, είναι αυτή που δεν υπόκειται σε κριτική. Η σιωπηρή παρουσία αυτής της μη αναγνωρισμένης, μη υποβαλλόμενης σε κριτική έννοιας, αποτελεί ακριβώς τη συνθήκη με την οποία καθίσταται εφικτός ο κριτικός Λόγος του νεαρού Μαρξ, ενώ αποδεικνύεται ανέφικτος ο επιστημονικός Λόγος). Η οικονομική πραγματικότητα εμφανίζεται λοιπόν μόνον ως μία από τις σφαίρες που εκφράζουν κάθε μια με τον τρόπο της, την εξέλιξη και την αλλοτρίωση της ανθρώπινης υπόστασης. Εντούτοις, αυτή η πρώτη οριοθέτηση αναιρείται από μια δεύτερη. Στο 3ο χειρόγραφο (MEW ΕΒ Ι, σελ. 537), ο Μαρξ δηλώνει ότι η οικονομική αλλοτρίωση αποτελεί την αλλοτρίωση της πραγματικής ζωής (εν αντιθέσει με την θρησκευτική αλλοτρίωση, η οποία λαμβάνει χώρα μόνο στη συνείδηση). Κατά συνέπεια, η κατάργηση της οικονομικής αλλοτρίωσης επιφέρει την κατάργηση όλων των άλλων αλλοτριώσεων. Πώς γίνεται δυνατή αυτή η ολίσθηση; Γίνεται δυνατή επειδή έχουμε μια τέτοια διεύρυνση της έννοιας της οικονομίας που καταλήγει να περικλείει κάθε σχέση του ανθρώπου με τη φύση (στις έννοιες της παραγωγής και της κατανάλωσης), όπως και κάθε σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους (στην έννοια της ανταλλαγής). Η οικονομία καλύπτει λοιπόν κάθε πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας, είναι απλώς η μορφή που έχει λάβει αυτή η Σελίδα 5 / 18

έννοια της εμπειρίας. Έτσι η οριοθέτηση της οικονομικής πραγματικότητας αποτυγχάνει, στη μια περίπτωση λόγω ελλείψεως, στην άλλη λόγω υπερβολής. Απ' όποια όμως πλευρά κι αν το προσεγγίσουμε, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: ο Μαρξ δεν συγκροτεί την περιοχή (τον τομέα αρμοδιότητας) της πολιτικής οικονομίας. β) Απουσία οριοθέτησης τον οικονομικού Λόγου Είναι αξιοσημείωτο ότι στα Χειρόγραφα δεν τίθεται πραγματικά το ζήτημα της πολιτικής οικονομίας ως Λόγου με επιστημονικές αξιώσεις. Βεβαίως ο Μαρξ μιλά, στο 2ο χειρόγραφο, για μια πρόοδο της πολιτικής οικονομίας. Αναφέρεται όμως σε μια πρόοδο στον κυνισμό: οι οικονομολόγοι ομολογούν όλο και ειλικρινέστερα τον απάνθρωπο χαρακτήρα της πολιτικής οικονομίας. Πράγματι, για τον Μαρξ, η διάταξη (ordre) του Λόγου γίνεται μια προνομιακή διάταξη μόνον από τη στιγμή που φτάνει στην ουσία (είτε ως θεωρησιακός Λόγος που αναπτύσσει την κίβδηλη υπόσταση, είτε ως κριτικός Λόγος που αναπτύσσει την πραγματική υπόσταση). Στο επίπεδο που βρισκόμαστε, ο Λόγος του οικονομολόγου θεωρείται απλά αντανάκλαση των γεγονότων. Δεν υπάρχει απόσταση μεταξύ οικονομικών γεγονότων και οικονομικής επιστήμης. Αυτή την έλλειψη απόστασης εκφράζει ο Μαρξ μιλώντας για το επίπεδο της πολιτικής οικονομίας. Η έκφραση αυτή ορίζει απ' τη μια ένα ορισμένο στάδιο εξέλιξης της ανθρωπότητας, στάδιο εξέλιξης που εκδηλώνεται με φαινόμενα όπως αυτά του ανταγωνισμού, της οικονομικής εξαθλίωσης, κλπ. Ορίζει όμως επίσης και το εννοιολογικό επίπεδο στο οποίο συγκροτείται ο Λόγος του οικονομολόγου. Σ' αυτή τη διάταξη φαινομένων αντιστοιχεί μια ιδιαίτερη αντανακλαστική συνείδηση. Μ' άλλα λόγια, επικυρώνεται εδώ αυτή η αντανακλαστική αντίληψη των φαινομένων, την οποία ο Μαρξ θα χαρακτηρίσει στο Κεφάλαιο ως απλή συνειδητή έκφραση της φαινόμενης κίνησης - και οι έννοιες της κλασικής οικονομίας φαίνονται να εκφράζουν ακριβώς αυτή την αντίληψη. Ας πάρουμε για παράδειγμα αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί στο 1ο χειρόγραφο νόμους της οικονομίας (MEW EB Ι, σελ. 510 επ.). Αυτοί αποτελούν έκφραση μιας κατάστασης πραγμάτων η οποία αντιστοιχεί στο στάδιο της πολιτικής οικονομίας 5, δηλ. σε κάποιο στάδιο εξέλιξης της ανθρωπότητας. Στο κείμενο του Umrisse zu einer Kritik der Nationalökonomie, γραμμένο λίγους μήνες νωρίτερα, ο Ένγκελς κάνει μια διαφορετική προσέγγιση: επιχειρεί μια κριτική των εννοιών της πολιτικής οικονομίας (π.χ. της έννοιας της αξίας). Ξεκινώντας απ' την εσωτερική αντίφαση αυτών των εννοιών, υπογραμμίζει μια βαθύτερη αντίφαση η οποία συνδέεται με την ατομική ιδιοκτησία. Στα Χειρόγραφα, αντίθετα, δεν γίνεται κριτική καμιάς οικονομικής έννοιας αυτής καθαυτής. Όλες αυτές οι έννοιες στο επίπεδο της πολιτικής οικονομίας είναι έγκυρες. Εκφράζουν με πρόσφορο τρόπο τα γεγονότα. Απλώς δεν τα κατανοούν. Μ' αυτόν τον τρόπο η πολιτική οικονομία εμφανίζεται ως ο καθρέπτης όπου αντανακλώνται τα οικονομικά γεγονότα. Αυτή η έννοια του καθρέπτη αναλύθηκε συστηματικά από τον Μαρξ στην Κριτική της φιλοσοφίας τον δικαίου τον Hegel: το κράτος είναι ο καθρέπτης όπου αντανακλώνται με την πραγματική σημασία τους οι αντιφάσεις της ιδιωτικήςαστικής κοινωνίας (bürgerliche Gesellschaft). Το θέμα αυτό συναντάται, σε λανθάνουσα κατάσταση, και στην επιστολή προς τον Rüge, όπου ο Μαρξ εξηγεί ότι εάν είναι αδιάφορο το σημείο εκκίνησης της κριτικής, υπάρχουν κάποιοι προνομιακοί τόποι όπου αντανακλώνται οι αντιφάσεις: το κράτος και η θρησκεία 6. Εδώ, το ρόλο του καθρέπτη παίζει η πολιτική οικονομία. Μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε αυτή την φράση του προοιμίου των Χειρογράφων: "Τα συμπεράσματα μου είναι προϊόν μιας ανάλυσης καθαρά εμπειρικής, η οποία βασίζεται σε μια ενδελεχή κριτική μελέτη της πολιτικής οικονομίας." (MEW ΕΒ Ι, σελ. 467). Ακριβώς επειδή ο Λόγος της πολιτικής οικονομίας είναι ένας καθρέπτης, μπορεί η ανάγνωση των Σελίδα 6 / 18

οικονομολόγων να θεωρηθεί ως εμπειρική ανάλυση, και μπορεί να αποτελέσει μια κριτική των αντιφάσεων της οικονομικής πραγματικότητας. 2. Κριτική επεξεργασία Η κριτική δεν τοποθετείται στο επίπεδο των όρων της πολιτικής οικονομίας. Και πράγματι, υιοθετεί, χωρίς να τις υποβάλει σε κριτική, όλες τις έννοιες της, και κυρίως αυτές του Adam Smith, για να ορίσει τα οικονομικά φαινόμενα. Αυτό οφείλεται στο ότι η κριτική είναι κατά βάθος κριτική του κειμένου στο σύνολο του. Η κριτική υπεισέρχεται μόνον απ' τη στιγμή που διατυπώνονται οι προτάσεις του οικονομικού Λόγου, θα αρθούμε πάνω από το επίπεδο της πολιτικής οικονομίας, θα αποδώσουμε την αντίφαση που διατυπώνεται από το Λόγο του οικονομολόγου στη γενική της μορφή. Αυτή η αλλαγή επιπέδου αποσαφηνίζεται από τον Μαρξ, στην αρχή του κειμένου για την αλλοτριωμένη εργασία (MEW ΕΒ Ι, σελ. 510). Σημειώνεται με την αντιδιαστολή δύο ρημάτων, fassen και begreifen. "Η πολιτική οικονομία ξεκινά από το γεγονός της ατομικής ιδιοκτησίας. Δεν μας την εξηγεί. Εκφράζει (fassen) την υλική διαδικασία, στην οποία υπόκειται στην πραγματικότητα η ατομική ιδιοκτησία, σε γενικές και αφηρημένες διατυπώσεις, οι οποίες εν συνεχεία ισχύουν γι' αυτή ως νόμοι. Δεν κατανοεί (begreifen) αυτούς τους νόμους, δηλ. δεν καταδεικνύει πώς αυτοί προκύπτουν από την ουσία της ατομικής ιδιοκτησίας." Η πολιτική οικονομία συλλαμβάνει τους νόμους οι οποίοι εκδηλώνουν την κίνηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Δεν κατανοεί την εσωτερική διαπλοκή αυτών των νόμων, δεν τους αντιλαμβάνεται ως έκφραση της κίνησης της ουσίας της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτή ακριβώς η κατανόηση αποτελεί το κατ' εξοχήν έργο της κριτικής. Πώς θα πραγματοποιηθεί; Εδώ τίθεται το πρόβλημα του σημείου αφετηρίας. Αυτό το σημείο δεν μπορεί να είναι μια αφαίρεση. Πρέπει να ανήκει στην τάξη των φαινομένων. Από την άλλη πλευρά, το φαινόμενο είναι εξ ορισμού αδιάφορο. Αυτό το σημείο αφετηρίας θα είναι αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί πολιτικοοικονομικό, σύγχρονο γεγονός. Ο Μαρξ θα εκθέσει αυτό το γεγονός, κατόπιν θα διατυπώσει την έννοια του: "Ξεκινούμε από ένα πολιτικοοικονομικό, σύγχρονο γεγονός. Ο εργάτης γίνεται τόσο περισσότερο πτωχός όσο περισσότερο πλούτο παράγει, όσο περισσότερο η παραγωγή του αυξάνεται σε δύναμη και ποσότητα. Ο εργάτης γίνεται τόσο περισσότερο ευτελές εμπόρευμα, όσο περισσότερα εμπορεύματα δημιουργεί. Η απαξίωση (Entwertung) του κόσμου των ανθρώπων αυξάνεται ευθέως ανάλογα προς την αξιοποίηση (Verwertung) του κόσμου των πραγμάτων. Η εργασία δεν παράγει μόνο προϊόντα. Παράγεται η ίδια και παράγει τον εργάτη ως εμπόρευμα, κι αυτό στον ίδιο βαθμό, στον οποίο παράγει γενικώς προϊόντα. Αυτό το γεγονός δεν εκφράζει τίποτα άλλο από το εξής: το αντικείμενο που παράγει η εργασία, το προϊόν της, εμφανίζεται απέναντι της ως ένα ξένο ον, ως μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό. Το προϊόν της εργασίας είναι η εργασία που παγιώνεται σ' ένα αντικείμενο, που γίνεται πράγμα, είναι η αντικειμενοποίηση της εργασίας. Η πραγματοποίηση της εργασίας είναι η αντικειμενοποίησή της. Στην κατάσταση της πολιτικής οικονομίας, αυτή η πραγματοποίηση (Verwirklichung) της εργασίας εμφανίζεται ως η αποπραγμοφοποίηση του εργάτη (Entwirklichung), η αντικειμενοποίηση ως απώλεια του αντικειμένου και η υποδούλωση σ' αυτό, η ιδιοποίηση ως αποξένωση (Entfremdung), ως αλλοτρίωση (Entäusserung)" (MEW EB I, σελ. 511512). Το οικονομικό γεγονός απ' το οποίο ξεκινά ο Μαρξ, είναι η οικονομική εξαθλίωση: όσο περισσότερο πλούτο παράγει ο εργάτης, τόσο περισσότερο πτωχαίνει. Με βάση αυτό το γεγονός, ο Μαρξ προχωρά σε μια ανάλυση της ουσίας. Αυτό το γεγονός εκφράζει κάτι, αυτό το φαινόμενο εκφράζει μια ουσία. Η οικονομική εξαθλίωση είναι εκδήλωση της διαδικασίας της οποίας η γενική και ανθρώπινη μορφή είναι η αλλοτρίωση. Σελίδα 7 / 18

Το οικονομικό γεγονός υφίσταται μ' αυτόν τον τρόπο μια επεξεργασία, η οποία του επιτρέπει να αποκαλύψει τη σημασία του. Ανάμεσα στις δύο παραγράφους έχουμε μετάθεση από τη μια δομή σε μια άλλη. Μέσω της διατύπωσης των οικονομικών γεγονότων, αφήσαμε να γλιστρήσει το κείμενο αναφοράς, κείμενο της ανθρωπολογικής κριτικής, που διατυπώνει τη διαδικασία της αλλοτρίωσης. Η - οικονομική - εξαθλίωση έγινε - ανθρωπολογική - αλλοτρίωση. Όλα διαδραματίζονται στο επίπεδο των δύο προτάσεων που δίνουμε παρακάτω σε απλοποιημένη μορφή: - ο άνθρωπος παράγει το θεό, - ο εργάτης παράγει ένα αντικείμενο. Ο άνθρωπος παράγει το θεό, αντικειμενοποιεί δηλ. σε θεό τα κατηγορήματα της υπόστασης του. Τώρα, όταν λέμε ότι ο εργάτης παράγει ένα αντικείμενο, ξεκινούμε από την τρέχουσα έννοια της παραγωγής. Η ολίσθηση όμως πραγματοποιείται χάρη σ' αυτή την έννοια η οποία μας επιτρέπει να στοχαστούμε τη σχέση μεταξύ του εργάτη και του προϊόντος του πάνω στο πρότυπο της σχέσης μεταξύ θεού και ανθρώπου που συναντάμε στη θρησκεία. Έτσι, η παραγωγική δραστηριότητα ταυτίζεται με τη δραστηριότητα του είδους (τη δραστηριότητα του ανθρώπου μέσω της οποίας αυτός επιβεβαιώνει την ίδια του την υπόσταση), και το παραγόμενο αντικείμενο με την αντικειμενοποίηση του ανθρώπινου είδους. Το γεγονός ότι αυτό το προϊόν μέλλει να αυξήσει τη δύναμη του κεφαλαίου εμφανίζεται λοιπόν ως η υπέρτατη στιγμή της αλλοτρίωσης, αυτή κατά την οποία ο άνθρωπος γίνεται το αντικείμενο του αντικειμένου του. Έτσι προβλήθηκε πάνω στη σχέση εργάτης προϊόν το σχήμα της θρησκευτικής αλλοτρίωσης. Πράγματι, στην θρησκευτική αλλοτρίωση υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στον άνθρωπο και το προϊόν του. Ο θεός έχει δημιουργηθεί αποκλειστικά και μόνο από τα κατηγορήματα του ανθρώπου. Είναι λοιπόν ένα αντικείμενο εντελώς διάφανο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του, και το τέλος της αλλοτρίωσης παρουσιάζεται λογικά ως η ανάκτηση από τον άνθρωπο αυτού που είχε αντικειμενοποιήσει σε θεό. Συνεπώς, η διαφάνεια της σχέσης υποκείμενο αντικείμενο, βασικό δεδομένο της κριτικής της θρησκείας, που δικαιολογείται από την ίδια τη φύση του αντικειμένου, εισάγεται εδώ από τον Μαρξ στη σχέση του εργάτη με το προϊόν του. Το προϊόν του εργάτη θεωρείται ότι είναι κάτι στο οποίο ο εργάτης θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Αυτή η μετάθεση κατέστη δυνατή χάρη σ' ένα λεκτικό παιχνίδι με την έννοια της παραγωγής, όπως και με την έννοια του αντικειμένου. Το να λέμε ότι ο εργάτης παράγει ένα αντικείμενο ακούγεται πολύ αθώο. Κάτω όμως απ' τη μη προσδιορισμένη έννοια του αντικειμένου, εισάγεται η φοϋερμπαχιανή έννοια του αντικειμένου, όπως αυτή εκφράζεται από τον Feuerbach στην Ουσία τον χριστιανισμού: "Το αντικείμενο του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια του την υπόσταση, νοούμενη ως αντικείμενο" (Manifestes philosophiques, σελ. 71). "Το αντικείμενο στο οποίο κατ' ουσίαν και ανάγκη αναφέρεται ένα υποκείμενο δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια την υπόσταση αυτού του υποκειμένου αλλά αντικειμενοποιημένη" (στο ίδιο, σελ. 61). Το παραγόμενο από τον εργάτη αντικείμενο εμφανίζεται έτσι ως ένα φοϋερμπαχιανό αντικείμενο, ως η αντικειμενοποίηση της ίδιας της υπόστασης του ανθρώπου. Αυτό που καθιστά εφικτό το κριτικό εγχείρημα, είναι η ολίσθηση που πραγματοποιείται στους όρους παραγωγή και αντικείμενο. Περνώντας από τη (μη προσδιορισμένη) οικονομική τους έννοια στην ανθρωπολογική τους έννοια, οι δύο αυτοί όροι μετατρέπουν το δεδομένο Λόγο σε Λόγο αναφοράς. Αυτή η διαδικασία που επιτρέπει στον οικονομικό νόμο να γίνει ανθρωπολογικός νόμος (γενική μορφή της Σελίδα 8 / 18

αντίφασης), θα την ονομάσουμε αμφιβολογία (amphibologie). 3. Η αμφιβολογία και η θεμελίωση της Ας θεωρήσουμε, απ' τη μια πλευρά, τη δομή αναφοράς της αλλοτρίωσης. Στην αλλοτρίωση πραγματοποιείται η ακόλουθη αντιστροφή: η ζωή του ανθρώπινου είδους γίνεται το μέσο της ατομικής του ζωής, η υπόσταση του γίνεται το μέσο της ύπαρξης του. Έτσι, στο Εβραϊκό ζήτημα, ο Μαρξ καταδείχνει πώς η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, καθιστά την πολιτική ζωή, η οποία αντιπροσωπεύει την ζωή του ανθρώπινου είδους, ένα απλό μέσο για να διατηρηθούν τα εγωιστικά συμφέροντα των μελών της ιδιωτικής αστικής κοινωνίας. Ας θεωρήσουμε, απ' την άλλη πλευρά, μια οικονομική έννοια, την έννοια των μέσων διαβίωσης. Γνωρίζουμε ότι, σύμφωνα με την κλασική οικονομική θεωρία, η αξία της εργασίας είναι ίση με την αξία των μέσων διαβίωσης που είναι απαραίτητα στον εργάτη. Γνωρίζουμε απ' την άλλη, ότι, στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ θα ασκήσει κριτική στην ίδια την έννοια της αξίας της εργασίας και θα δείξει ότι είναι μόνο μια ανορθολογική έκφραση της αξίας της εργασιακής δύναμης. Στο επίπεδο που βρισκόμαστε, δεν τίθεται ζήτημα μιας τέτοιας κριτικής. Αντιθέτως μπορούμε να γράψουμε την ακόλουθη εξίσωση:»εργασία του εργάτη = δραστηριότητα που εξασφαλίζει στον εργάτη τα απαραίτητα μέσα διαβίωσης Στην ανθρωπολογία του νεαρού Μαρξ, η εργασία είναι η εκδήλωση της ζωής του ανθρώπινου είδους. Έχουμε λοιπόν: εργασία του εργάτη = εκδήλωση της δραστηριότητας του είδους από τον εργάτη Άρα: Εκδήλωση της δραστηριότητας = δραστηριότητα που εξασφαλίζει του είδους από τον εργάτη στον εργάτη τα μέσα διαβίωσης του ή Εκδήλωση της ζωής του είδους = μέσο συντήρησης της ατομικής ύπαρξης Ξαναβρίσκουμε εδώ την αναστροφή μέσου σκοπού που χαρακτηρίζει την αλλοτρίωση. Η έννοια των μέσων διαβίωσης επέτρεψε την επικάλυψη του οικονομικού νόμου από την ανθρωπολογική δομή. Δώσαμε εδώ ένα παράδειγμα επέμβασης που δεν έχει αναπτυχθεί ρητά από τον Μαρξ, αποτελεί όμως τη συνθήκη με την οποία καθίσταται εφικτός ο Λόγος του. Μια ανάλογη αποδεικτική διαδικασία θα μπορούσε να ακολουθηθεί και για μια σειρά άλλων εννοιών των Χειρογράφων. Μπορούμε λοιπόν να συντάξουμε έναν πίνακα των αμφιβολογιών όπου θα δούμε πώς οι όροι και η διαπλοκή όρων (νόμοι) της κλασικής οικονομικής θεωρίας είναι άμεσα μεταθέσιμοι στον κριτικό (ανθρωπολογικό) Λόγο. Σελίδα 9 / 18

Σημειώσεις α) Η πρώτη αμφιβολογία είναι η αμφιβολογία εργάτης άνθρωπος. Αρχικά, το υποκείμενο της διαδικασίας είναι ο εργάτης, θα μπορούσαμε λοιπόν να σκεφθούμε ότι εδώ ξεκινάμε από μια οπτική γωνία που είναι αυτή της πάλης των τάξεων. Η πραγματικότητα δεν είναι καθόλου έτσι. Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου μας, αυτός ο εργάτης γίνεται παραγωγός. Αργότερα, αυτός ο παραγωγός γίνεται πολύ απλά άνθρωπος. Ας ξαναδιαβάσουμε την αρχή του κειμένου μας (MEW EB Ι, σελ. 511): "Ο εργάτης γίνεται τόσο περισσότερο πτωχός, όσο περισσότερο πλούτο παράγει, όσο περισσότερο η παραγωγή του αυξάνεται σε δύναμη και ποσότητα." Ας συγκρίνουμε τώρα αυτή τη φράση με το 3ο χειρόγραφο (MEW EB Ι, σελ. 547): "Ο άνθρωπος γίνεται όλο και πτωχότερος ως άνθρωπος, έχει όλο και περισσότερη ανάγκη χρήματος για να γίνει κύριος του εχθρικού είναι, και η δύναμη του χρήματος του μειώνεται ακριβώς αντιστρόφως ανάλογα προς τον όγκο της παραγωγής, δηλ. η ένδεια του αυξάνεται όσο αυξάνεται η δύναμη του χρήματος." Η αλλοτρίωση έγινε αλλοτρίωση του ανθρώπου εν γένει. β) Η αμφιβολογία της αξίας είναι αισθητή στο ζεύγος Verwertung Entwertung του κειμένου μας. Στην κλασική οικονομική έννοια της αξίας παρεισφρύει μια έννοια της αξίας, η οποία στην πραγματικότητα παραπέμπει στην (καντιανή) έννοια της αξιοπρέπειας. γ) Η αμφιβολογία της ανταλλαγής διατυπώνεται σαφώς κυρίως στα τετράδια ανάγνωσης όπου ο Μαρξ σχολιάζει τους οικονομολόγους που διάβασε πριν να συντάξει τα Χειρόγραφα. Η ανταλλαγή νοείται ανθρωπολογικά ως διυποκειμενικότητα. Στο στάδιο της πολιτικής οικονομίας, η ανταλλαγή εμφανίζεται ως μια αλλοτριωμένη μορφή της ανθρώπινης κοινότητας (Gemeinwesen). H έννοια του εμπορίου (Verkehr) λαμβάνεται επίσης με αυτό τον διυποκειμενικό απόηχο. (Ακόμη και στην Γερμανική ιδεολογία, η έννοια της Verkehrsform, η οποία τίθεται ως ισοδύναμη της έννοιας των σχέσεων παραγωγής, θα διατηρήσει ένα ανθρωπολογικό περιεχόμενο.) δ) Οι άλλες αμφιβολογίες έχουν ήδη εξηγηθεί, εκτός από αυτή του πλούτου, στην οποία θα επανέλθουμε. Μπορούμε τώρα να ορίσουμε τι είναι το begreifen, το οποίο χαρακτηρίζει την κριτική. Συνίσταται σε μια επίλυση των εξισώσεων με τις οποίες έχει τεθεί η αντίφαση μέσω αντικατάστασης των όρων. Τέτοιες εξισώσεις είναι για παράδειγμα: αξιοποίηση του κόσμου των πραγμάτων = απαξίωση του κόσμου των ανθρώπων ή, αξία εργασίας = αξία των μέσων διαβίωσης ι Η λύση προκύπτει απ' τη στιγμή που καταλήγουμε στη θεμελιώδη εξίσωση, στην ταυτότητα: ανθρώπινη υπόσταση = ξένο είναι. Πράγματι, αυτή η εξίσωση μας υποδεικνύει την αρχή της αντίφασης, το διαχωρισμό της ανθρώπινης ουσίας από το ανθρώπινο υποκείμενο. Αυτός ο διαχωρισμός εκφράζεται στα Χειρόγραφα με την έννοια της αλλοτριωμένης εργασίας. Η αλλοτριωμένη εργασία είναι επομένως η έννοια (Begriff) που εισάγεται στα Σελίδα 10 / 18

Χειρόγραφα ως λύση όλων των εξισώσεων. Πώς μπορούμε, ξεκινώντας απ' αυτό τον ορισμό της έννοιας, να συγκροτήσουμε τον κριτικό Λόγο της πολιτικής οικονομίας; Ο Μαρξ το υποδεικνύει στη σελίδα 521: "Όπως από την έννοια της αποξενωμένης, αλλοτριωμένης εργασίας βρήκαμε μέσω ανάλυσης την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας, με τον ίδιο τρόπο με τη βοήθεια των δύο αυτών παραγόντων, μπορούμε να εκθέσουμε όλες τις κατηγορίες της οικονομίας και σε κάθε κατηγορία, όπως για παράδειγμα η ανταλλαγή, ο ανταγωνισμός, το κεφάλαιο, το χρήμα, θα ξαναβρούμε απλώς την καθορισμένη και ανεπτυγμένη έκφραση αυτών των πρώτων θεμελίων". Θα ξαναβρούμε δηλαδή σ' όλες τις κατηγορίες της πολιτικής οικονομίας την ίδια δομή αναφοράς. Κάτι τέτοιο δεν θα μας εξέπληττε: η μελέτη της διαδικασίας της αμφιβολογίας μας έδειξε ότι όποια κατηγορία κι αν προσεγγίσουμε, θα ανακαλύψουμε μια έκφραση της θεμελιώδους αντίφασης: τη διάσπαση της ουσίας από το υποκείμενο. Μπορούμε να εκφράσουμε με άλλο τρόπο τι είναι το begreifen επιστρέφοντας στην αρχική μας γλωσσική μεταφορά: το begreifen συνίσταται στην αποκάλυψη της βαθύτερης γλώσσας, η οποία διατηρείται κάτω από την οικονομική διατύπωση. Η κίνηση του begreifen, το οποίο περιλαμβάνει τη διαπλοκή των γεγονότων, είναι η επεξεργασία της γλώσσας στην οποία εκφράζεται η ανθρώπινη εμπειρία. Ή, αν προτιμά κανείς, η κριτική είναι μετάφραση και ο πίνακας μας των αμφιβολογιών είναι ένα λεξικό. Αυτό όμως το τελευταίο είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο. Βρίσκουμε εδώ μια αντιστοιχία όρο προς όρο, και δεν είναι μόνο οι όροι, αλλά και οι ίδιες οι διατυπώσεις που αντιστοιχίζονται. Αυτό καθίσταται εφικτό μόνο χάρη σε μια προνομιακή συνάντηση: τη συνάντηση ενός ρητά εκφρασμένου ανθρωπολογικού Λόγου και του λανθάνοντος ανθρωπολογικού Λόγου της κλασικής οικονομικής θεωρίας. Πράγματι, η πολιτική οικονομία που εξετάζουμε εδώ, είναι η "προκριτική" οικονομική θεωρία, αυτή η οποία δεν έχει ακόμη υποβληθεί στην αποφασιστική κριτική που θα της γίνει από τον Μαρξ στο Κεφάλαιο. Είναι μια οικονομική θεωρία η οποία κάνει λόγο για την παραγωγή εν γένει, χωρίς να μπορεί να διατυπώσει την έννοια της ιδιαιτερότητας ενός τρόπου παραγωγής, μια οικονομική θεωρία η οποία αντιλαμβάνεται την οικονομική εξέλιξη με βάση τη δράση των οικονομικών υποκειμένων. Ας πάρουμε έναν από τους ορισμούς της κλασικής οικονομικής θεωρίας, αυτόν που προσδιορίζει το κεφάλαιο ως συσσωρευμένη εργασία. Βλέπουμε καθαρά το ανθρωπολογικό σχήμα που μπορεί να παρεισφρήσει εδώ, την αμφιβολογία που θα αναιρεθεί όταν ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο, θα ορίσει το κεφάλαιο ως σχέση παραγωγής, πραγματοποιώντας μ' αυτό τον τρόπο το ριζικό μετασχηματισμό, χάρη στον οποίο ο οικονομικός Λόγος θα περάσει από το πεδίο της ανθρωπολογίας σ' αυτό της επιστήμης. Αντίστοιχα, κείμενα όπως το περίφημο κείμενο του Boisguillebert για το χρήμα, που ενώ θα έπρεπε να είναι υπηρέτης του ανθρώπου, έγινε ο κύριος του, προσφέρονται αφ' εαυτών στην επεξεργασία της ανθρωπολογικής κριτικής. Μ' αυτό τον τρόπο, η πολιτική οικονομία με την οποία ασχολείται ο Μαρξ, μπολιάζεται από μια λανθάνουσα ανθρωπολογία, η οποία γενικά εμφανίζεται ανάλογα με την περίπτωση μ' έναν περισσότερο ή λιγότερο ρητό τρόπο, στο πλαίσιο μιας θεωρίας της κοινωνίας. Αυτή η θεωρία της κοινωνίας παραπέμπει σε μια θεωρία της ανθρώπινης υποκειμενικότητας (η οποία μπορεί να παρουσιαστεί ως θεωρία των αναγκών, θεωρία των συμφερόντων, θεωρία των παθών, κλπ.), σε μια θεωρία της διυποκειμενικότητας, των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπινων υποκειμένων, και σε μια θεωρία των σχέσεων μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης. Οι ίδιες οι έννοιες οι οποίες συγκροτούν τον τομέα αρμοδιότητας της, αυτές της ανταλλαγής, της βιομηχανίας κλπ., απέχουν πολύ απ' το να είναι απαλλαγμένες από κάθε ψυχολογικό ή ανθρωπολογικό υπονοούμενο. Έτσι λοιπόν, η ανθρωπολογική θεωρία του νεαρού Μαρξ εμφανίζεται ακριβώς ως μια γενική θεωρία των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση και με τον άνθρωπο. Αντίστοιχα, στην κλασική οικονομική θεωρία συναντάμε μία λιγότερο ή περισσότερο λανθάνουσα θεωρία για την φυσική τάξη και για τη διατάραξη της (ένα παράδειγμα μας δίνεται στο κείμενο του Boisguillbert που Σελίδα 11 / 18

προαναφέραμε). Η θεωρία της αλλοτρίωσης αποτελεί ακριβώς τη συστηματοποίηση αυτής της θεωρίας. Εξ αυτού, η ανθρωπολογική κριτική μπορεί να παρουσιαστεί ως η εξήγηση και η συστηματοποίηση του λανθάνοντος ανθρωπολογικού Λόγου της κλασικής οικονομικής θεωρίας. (Εδώ, περιοριζόμαστε να θίξουμε αυτό το πρόβλημα μ' ένα πολύ γενικό τρόπο. Φυσικά, πρέπει να το μελετήσουμε σε βάθος. Ίσως θα μπορούσαμε να το προσεγγίσουμε διαφορετικά, θέτοντας το ζήτημα μιας διπλής σχέσης: της σχέσης των εννοιών της εργασίας, της αλλοτρίωσης, κλπ., στα Χειρόγραφα, με τη θεωρητικοποίηση αυτών των εννοιών από τον Hegel, και της σχέσης του Hegel με την πολιτική οικονομία.) Ας προσπαθήσουμε τώρα να προσεγγίσουμε πιο συγκεκριμένα αυτό που επιτρέπει την επικάλυψη των δύο Λόγων. Ας εξετάσουμε προσεκτικά τον πίνακα των αμφιβολογιών. Αυτό που κάνει δυνατή τη μετάφραση, το πέρασμα απ' τη μια στήλη στην άλλη, είναι η ύπαρξη ενός κοινού υποστηρίγματος (support). Το υποστήριγμα της αμφιβολογίας είναι ένα υποκείμενο, το υποκείμενο άνθρωπος. Για να δούμε πώς λειτουργεί αυτό, ας μελετήσουμε την ακόλουθη φράση: "Ξεκινήσαμε από ένα οικονομικό γεγονός: την αλλοτρίωση του εργάτη και της παραγωγής του. Εκφράσαμε την έννοια αυτού του γεγονότος: η αποξενωμένη, αλλοτριωμένη εργασία" (MEW ΕΒ Ι, σελ. 518). Η συνθήκη της κριτικής μετάθεσης είναι το ότι μπορεί να πραγματοποιεί τη δομή υποκείμενο κατηγόρημα αντικείμενο. Αυτό έγινε εφικτό χάρη στην εισαγωγή του κτητικού: η παραγωγή του. Εάν το σκεφθούμε λίγο, αυτή η σχέση κτήσης είναι ελάχιστα προφανής και, προκειμένου για τον εργάτη της μεγάλης βιομηχανίας, δεν έχει και πολύ νόημα. Ωστόσο, η εισαγωγή της επιτρέπει στο πεδίο των οικονομικών φαινομένων να επικεντρωθεί γύρω από ένα υποκείμενο. Αυτό το υποκείμενο δεν προέρχεται από τον εργάτη. Βρίσκεται μέσα στην παραγωγή του. Μ' άλλα λόγια, αυτό που προσδιορίζει το υποκείμενο είναι η αφαίρεση του κατηγορήματος. Γιατί αυτό το "τον", αυτή η κτητική σχέση υποκειμένου κατηγορήματος μπορεί να εισαχθεί εδώ; Η εισαγωγή αυτή προκαλείται από την ίδια την έννοια της παραγωγής. Επειδή δεν έχει οριστεί με τον επιστημονικό τρόπο με τον οποίο θα οριστεί αργότερα στο Κεφάλαιο, δεν έχει δηλαδή ενταχθεί σε μια διαδικασία, η έννοια αυτή μπορεί να υποδείξει μόνο μια πράξη η οποία συμβαίνει στη σφαίρα της δραστηριότητας ενός υποκειμένου, σε μια σχέση υποκειμένου αντικειμένου. Γενικότερα, οι έννοιες της κλασικής οικονομικής θεωρίας (κοινωνία, προϊόν, πλούτος, εισόδημα, κλπ.) ορίζουν αυτή τη θέση ενός υποκειμένου διότι ακριβώς δεν έχουν υποβληθεί σε κριτική. Αν κάνουμε ένα άλμα και αντιπαραβάλουμε την έννοια της παραγωγής που εξετάζεται εδώ, με την έννοια της διαδικασίας παραγωγής στο Κεφάλαιο, βλέπουμε ότι στο Κεφάλαιο αυτό που επιτρέπει την άρση των αμφιβολογιών είναι η έννοια των σχέσεων παραγωγής που αποϋποκειμενοποιεί τις οικονομικές κατηγορίες. Εδώ, η απουσία της είναι αυτή που ορίζει το υποκείμενο άνθρωπος ως απαραίτητο υποστήριγμα αυτών των κατηγοριών. Βλέπουμε τώρα γιατί η μη κριτική των όρων της πολιτικής οικονομίας αποτελεί τη συνθήκη για την κριτική της πολιτικής οικονομίας. Βλέπουμε πώς ο μη προσδιορισμός μιας περιοχής (ενός τομέα αρμοδιότητας) της πολιτικής οικονομίας είναι η συνθήκη για τον προσδιορισμό των οικονομικών φαινομένων ως εκφράσεων μιας ανθρωπολογικής διαδικασίας. Από αυτή την άποψη, δεν στερείται ενδιαφέροντος το ερώτημα ποιος αντιπροσωπεύει την πολιτική οικονομία στα Χειρόγραφα. Εάν κοιτάξουμε τα κείμενα που παρατίθενται στο Ιο χειρόγραφο, βλέπουμε ότι ανήκουν σε δύο κατηγορίες: τα μεν (τα περισσότερα) είναι αποσπάσματα από τον Adam Smith, τα δε είναι από τον Buret και τον Sismondi (και αντιπροσωπεύουν την ανθρωπιστική κριτική του "κυνικού" Ricardo). Απ' αυτά ακριβώς τα κείμενα αντλεί ο Μαρξ τους νόμους της πολιτικής οικονομίας, τους οποίους μεταθέτει στην ανθρωπολογική θεωρία. Από την άλλη πλευρά, μπορούμε να διαπιστώσουμε στην ίδια συλλογή κειμένων του Ιου χειρογράφου, Σελίδα 12 / 18

μια οιονεί απουσία: αυτή του Ricardo. Αναμφίβολα ο Ricardo θα μνημονευθεί επανειλημμένα, κυρίως στο 2ο χειρόγραφο. Είναι αυτός που εκφράζει κυνικά όλες τις μη ανθρώπινες συνέπειες της πολιτικής οικονομίας. Ο Μαρξ όμως δεν στοχάζεται εδώ σε τι συνίσταται η πρωτοτυπία του Ricardo στα πλαίσια της κλασικής οικονομικής θεωρίας. Ο Ricardo είναι αυτός που εκφράζει στο εσωτερικό της πολιτικής οικονομίας, τη διαφορά ουσίας και φαινομένου. Ωστόσο, για το νεαρό Μαρξ, αυτή η διαφορά δεν εμπίπτει στον οικονομικό Λόγο. Είναι ακριβώς αυτή που ορίζει τη διαφορά του οικονομικού Λόγου από τον κριτικό Λόγο και εδώ βρίσκεται το νόημα του δεύτερου. Στο Κεφάλαιο ο Μαρξ θα συλλάβει αυτή την πρωτοτυπία του Ricardo και σ' αυτό το επίπεδο θα εντοπίσει τη διαφορά του με την ρικαρντιανή αντίληψη, στο βαθμό που αυτή αντιπροσωπεύει το βαθύτερο σημείο της κλασικής οικονομικής θεωρίας. Στο επίπεδο των Χειρογράφων, ο Ricardo εμφανίζεται ως ο άνθρωπος της αφαίρεσης, αυτός ο οποίος, ορίζοντας τον ανταγωνισμό ως κάτι το τυχαίο, αρνείται τα προφανή οικονομικά φαινόμενα για να επιβάλει τις αφαιρέσεις του (αυτό του προσάπτει ο Μαρξ στα τετράδια ανάγνωσης). Ακόμα, ο Ricardo είναι αυτός που μειώνει τη σημασία των υποκειμενικών παραγόντων στην οικονομία. Ο νεαρός Μαρξ αντιμετωπίζει αυτή την μείωση ως έκφραση του απάνθρωπου χαρακτήρα των νόμων της πολιτικής οικονομίας. Εάν ο Μαρξ δεν συλλαμβάνει τη σημασία του Ricardo στο πραγματικό της επίπεδο, αυτό συμβαίνει διότι στα Χειρόγραφα έχουμε να κάνουμε λιγότερο με μια κριτική των αρχών της πολιτικής οικονομίας και περισσότερο με μια πραγματική θεωρία του πλούτου (θα δούμε παρακάτω τι ακριβώς σημαίνει αυτό). Παρατήρηση Κάτω από τον πίνακα των αμφιβολογιών υπάρχει αυτό που αποκαλέσαμε πίνακας των πρόσφορων αντιθέσεων: πρόσωπο πράγμα και μέσο σκοπός. Αυτές οι αντιθέσεις αποδίδουν στον ανθρωπολογικό Λόγο τη σημασία του. Ταυτόχρονα, από εδώ παραπεμπόμεθα στο πεδίο όπου εντοπίζεται η ορθότητα αυτών των αντιθέσεων, σ' αυτό της ηθικής του Kant. Εδώ θέλουμε μόνο να επιστήσουμε την προσοχή στο εξής πρόβλημα: εάν η σχέση Μαρξ Hegel έχει αποτελέσει αντικείμενο μιας εκτεταμένης φιλολογίας, δεν έχει διερευνηθεί μια άλλη σχέση που ίσως να είναι αποφασιστική για την κατανόηση του ρήγματος ανάμεσα στην κριτική του νεαρού Μαρξ και αυτή του Μαρξ των ώριμων χρόνων, η σχέση Kant Μαρξ. Μπορούμε να αναρωτηθούμε εάν το πεδίο στο οποίο στηρίζεται ο Μαρξ δεν διατρέχεται από τις καντιανές αντιθέσεις (αυτονομία ετερονομία, πρόσωπο πράγμα, μέσο σκοπός), θα ήταν χρήσιμο λοιπόν να μελετήσουμε στο Κεφάλαιο τη μετάθεση αυτών των αντιθέσεων, π.χ. τη μετάθεση από την αντίθεση πρόσωπο πράγμα στις έννοιες υποστήριγμα και προσωποποίηση, θα έπρεπε επίσης να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό οι έννοιες των μέσων και των σκοπών στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής πραγματοποιούν αυτή την αποϋποκειμενοποίηση της αντίθεσης μέσων σκοπών. t Αυτές οι λίγες παρατηρήσεις μπορούν να επιτρέψουν να εξηγηθεί γιατί η υπέρβαση αναίρεση της προβληματικής του 1ου χειρογράφου, που επιχειρείται στο 3ο χειρόγραφο, είναι μια χεγκελιανή υπέρβαση αναίρεση. 4. Ανάπτυξη της αντίφασης: ιστορία και υποκειμενικότητα ή κίνητρα και κινητήριες δυνάμεις Η κριτική επεξεργασία επέτρεψε να προσδιορισθεί η θεμελιώδης αντίφαση: η εξαφάνιση του ανθρώπου μέσα στο αντικείμενο του, η διάσπαση του από τον εαυτό του, η αλλοτρίωση της ανθρώπινης υπόστασης μέσα στην κίνηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Γνωρίζουμε πώς αναπτύσσεται η συνέχεια της προβληματικής των Χειρογράφων: η αλλοτριωμένη εργασία Σελίδα 13 / 18

εμφανίζεται αρχικά ως μια συνέπεια της ατομικής ιδιοκτησίας, από την ανάλυση όμως προκύπτει ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι η ίδια μια συνέπεια της αλλοτριωμένης εργασίας. Τίθεται λοιπόν το πρόβλημα της προέλευσης της αλλοτριωμένης εργασίας: ή η αλλοτρίωση είναι ένα ατυχές γεγονός, οπότε παραπεμπόμεθα σε μια προβληματική της προέλευσης αυτής της δυσάρεστης ιστορίας, παρόμοιας με αυτή της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, ή η αλλοτρίωση είναι μια απαραίτητη διαδικασία, εμμενής στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Αυτή τη δεύτερη λύση θα επιλέξει ο Μαρξ στο 3ο χειρόγραφο, όπου η αλλοτρίωση της ανθρώπινης υπόστασης θα εμφανισθεί ως η συνθήκη για την υλοποίηση ενός ανθρώπινου κόσμου. Ούτε σ' αυτό το σημείο, θα τοποθετηθούμε στο κέντρο της ρητά διατυπωμένης προβληματικής του Μαρξ. Πρόθεση μας είναι να απαντήσουμε στο ακόλουθο ερώτημα: ποια είναι η σχέση ανάμεσα στη δραστηριότητα των οικονομικών υποκειμένων και την ιστορική εξέλιξη της ατομικής ιδιοκτησίας, εξέλιξη που επιτρέπει τη συγκρότηση της περιοχής της πολιτικής οικονομίας; Θα θέσουμε αυτό το πρόβλημα ακολουθώντας τις ατυχείς περιπέτειες ενός ιδιαίτερου προσώπου για το οποίο θα ξαναμιλήσουμε όταν θα έρθουμε στο Κεφάλαιο: του καπιταλιστή. Θα ξεκινήσουμε από μια φράση του Smith που παραθέτει ο Μαρξ (MEW ΕΒ Ι, σελ. 487): "Οι σημαντικότερες λειτουργίες της εργασίας ρυθμίζονται και διευθύνονται με βάση τα σχέδια και τις κερδοσκοπικές εκτιμήσεις εκείνων που χρησιμοποιούν τα κεφάλαια." Αυτό τον ορισμό της καπιταλιστικής υποκειμενικότητας ως κινητήριας δύναμης για την ανάπτυξη της οικονομίας, βλέπουμε ότι ο Μαρξ τον υιοθετεί για λογαριασμό του, σε πολλά σημεία, δηλώνοντας ότι η πορεία της οικονομίας καθορίζεται από την αυθαιρεσία του καπιταλιστή. Δύο έννοιες εκφράζουν αυτή τη λειτουργία της καπιταλιστικής υποκειμενικότητας, οι έννοιες της ψυχικής διάθεσης (Laune) και του υπολογισμού (Berechnung). Αυτή η θεωρία της υποκειμενικότητας και του υπολογισμού είναι ιδιαίτερα ευκρινής στο 3ο Χειρόγραφο με τίτλο: Έννοια των ανθρώπινων αναγκών στο καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας και στο σοσσιαλισμό 1. Η θεωρία αυτή εισάγει ένα νέο ορισμό της πολιτικής οικονομίας: η τελευταία εμφανίζεται ως επιστήμη του υπολογισμού. Για παράδειγμα, ο νόμος της αξίας της εργασίας υποδηλώνει το γεγονός ότι η πολιτική οικονομία υπολογίζει για τον εργάτη μια ζωή με την μεγαλύτερη δυνατή στενότητα. Η πολιτική οικονομία αντιμετωπίζεται εδώ - όπως και στο κείμενο του Ένγκελς - ως η κατ' ευθείαν έκφραση της καπιταλιστικής υποκειμενικότητας. Οι νόμοι της πολιτικής οικονομίας εμφανίζονται λοιπόν ως οι εντολές που εκφράζουν την επιθυμία του καπιταλιστή. Αυτοί οι νόμοι εκφράζουν τα οικονομικά φαινόμενα στο βαθμό που ακριβώς αυτοί καθορίζουν την εξέλιξη της ατομικής ιδιοκτησίας. Εξ ου και οι εκφράσεις αυτού του κειμένου όπως, υπακοή στους νόμους της οικονομίας, συμμόρφωση με τα διδάγματα της οικονομίας. Έτσι ο εργάτης υπακούει στους νόμους της οικονομίας υπακούοντας εντολές του καπιταλιστικού υπολογισμού, για λογαριασμό του οποίου μιλά ο οικονομολόγος. Αυτή όμως η καπιταλιστική υποκειμενικότητα - της οποίας μόλις είδαμε το ρόλο - πρέπει η ίδια να χαθεί μέσα στην κίνηση της ατομικής ιδιοκτησίας, κατά την ανάπτυξη του σταδίου της πολιτικής οικονομίας. Δεν είναι άσκοπο να δούμε πώς πραγματοποιείται αυτή η εξαφάνιση. Ένα πρώτο μοντέλο που προσφέρεται στον Μαρξ για να στοχαστεί αυτή την εξαφάνιση είναι το σμιθιανό μοντέλο του ανταγωνισμού, που εξισορροπεί τη δράση των υποκειμενικοτήτων και συγκροτεί την αρμονία της κοινωνίας ως συνισταμένη των εγωιστικών συμφερόντων. Αυτό το μοντέλο ανακαλεί ο Μαρξ (MEW ΕΒ Ι, σελ. 487 8). Στο ζήτημα αυτό μπορούμε να κάνουμε μια παρατήρηση: η σημασία που αποδίδουν τα Χειρόγραφα - και πολύ περισσότερο το κείμενο του Ένγκελς - στον ανταγωνισμό δηλώνει τον ιδεολογικό ακόμη χαρακτήρα της κριτικής τους στην πολιτική οικονομία, όπως και την σύγχυση μεταξύ αυτών που ο Μαρξ θα διακρίνει στο Σελίδα 14 / 18

Κεφάλαιο ως πραγματική κίνηση και φαινομενική κίνηση. Εντούτοις, εδώ ο Μαρξ δεν διατηρεί το μοντέλο του Smith, στον οποίο ασκεί κριτική για τη θέση του σχετικά με την πτώση του κέρδους από τον ανταγωνισμό. Έτσι λοιπόν ο Μαρξ θα χρησιμοποιήσει ένα μοντέλο, τη λειτουργία του οποίου μπορούμε να δούμε στο κείμενο για τη σημασία των ανθρώπινων αναγκών (MEW ΕΒ Ι, σελ. 546562). Ο Μαρξ αναπτύσσει σ' αυτό τη θεωρία της μετάβασης από το σπάταλο πλούτο στο βιομηχανικό πλούτο. Η πρώτη βαθμίδα αυτής της διαλεκτικής είναι αυτό του σπάταλου πλούτου, του καπιταλιστή της απόλαυσης. Αυτή η πρώτη βαθμίδα καλείται να εξαφανισθεί μέσα στη εύτερη, τη βαθμίδα του υπολογισμού. Ο καπιταλιστής του υπολογισμού είναι ο βιομηχανικός καπιταλιστής, ο οποίος υλοποιεί την υπαγωγή της απόλαυσης στον υπολογισμό, που θα ολοκληρωθεί με την υπαγωγή του υπολογισμού στον πλούτο. Η βαθμίδα του καπιταλιστή του υπολογισμού είναι η τελευταία στην εξέλιξη της ατομικής ιδιοκτησίας. "Η απόλαυση έχει λοιπόν υπαχθεί στο κεφάλαιο, το άτομο το οποίο απολαμβάνει υπάγεται σ' αυτό που κεφαλαιοποιεί, ενώ άλλοτε συνέβαινε το αντίθετο. Η πτώση των τόκων είναι λοιπόν σύμπτωμα της κατάργησης του κεφαλαίου, μόνο στο μέτρο που είναι σύμπτωμα της υπό ολοκλήρωση κυριαρχίας του, της αλλοτρίωσης που ολοκληρώνεται και συνεπώς σπεύδει προς την κατάργηση της" (MEW ΕΒ Ι, σελ. 556). Γιατί αυτή η βαθμίδα του καπιταλισμού του υπολογισμού είναι αυτή που προηγείται της κατάργησης του καπιταλιστή; Διότι η καπιταλιστική υποκειμενικότητα (ο υπολογισμός) δημιούργησε την αντικειμενικότητα στην οποία θα εξαφανιστεί, την αντικειμενικότητα που θα επιτρέψει το τέλος της αλλοτρίωσης: τον πλούτο. Ας διευκρινίσουμε εδώ την αμφιβολογία στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Ο πλούτος ο οποίος είναι το αποτέλεσμα του υπολογισμού, είναι ο πλούτος που ξεδιπλώθηκε από τις ανθρώπινες δυνάμεις. Αντιπροσωπεύει τον εξανθρωπισμό του αισθητού κόσμου που κατέστη δυνατός από την αλλοτρίωση, το πέρας της πορείας μέσω της οποίας τα φυσικά αντικείμενα του κόσμου κατέστησαν ανθρώπινα φυσικά αντικείμενα, συγκροτώντας έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος θα μπορεί να ξαναβρεί τον εαυτό του και να αναγνωρίσει την ίδια του την υπόσταση, αυτή την αλλοτριωμένη υπόσταση η οποία, υπό τη μορφή της αλλοτριωμένης εργασίας συγκρότησε τον πλούτο. Η αμφιβολογία συνίσταται στο εξής: αυτό που έχει τεθεί υπό την (οικονομική) έννοια του πλούτου, είναι η έννοια της Sinnlichkeit. H Sinnlichkeit είναι για τον Feuerbach η αισθητή εξωτερικότητα στην οποία ο άνθρωπος αναγνωρίζει τον εαυτό του. Για τον Μαρξ, αυτή η αναγνώριση, αυτή η ταυτότητα της Sinnlichkeit και του ανθρώπινου μπορεί να είναι μόνον ένα αποτέλεσμα. Είναι το αποτέλεσμα της αλλοτριωμένης εργασίας, δημιουργού του πλούτου. "Μόνον χάρη στον πλούτο της ανθρώπινης υπόστασης που ξεδιπλώθηκε στα αντικείμενα, ο πλούτος της υποκειμενικής ιδιότητας του ανθρώπου να αισθάνεται εν μέρει αυξήθηκε και εν μέρει παρήχθη, το μουσικό αυτί, το μάτι για την ομορφιά των μορφών, εν ολίγοις οι αισθήσεις που είναι ικανές για την ανθρώπινη απόλαυση, αισθήσεις που επιβεβαιώνονται ως δυνάμεις της ανθρώπινης υπόστασης" (MEW ΕΒ Ι, σελ. 541). Βλέπουμε εδώ τι σημαίνει αυτή η εξαφάνιση του οικονομικού υποκειμένου μέσα στην εξέλιξη της ατομικής ιδιοκτησίας. Μέσα στην εξαφάνιση του εμφανίζεται το πραγματικό υποκείμενο της εξέλιξης, η ανθρωπότητα. Δια μέσου των κινήτρων του καπιταλισμού, η εξέλιξη της ανθρώπινης υπόστασης είναι αυτή που χάραξε ένα δρόμο για την ίδια, είναι αυτή που έπαιξε το ρόλο της κινητήριας δύναμης. Εδώ ακριβώς βρίσκουμε το χεγκελιανό μοντέλο του προλόγου των Μαθημάτων για τη φιλοσοφία της ιστορίας. Το πραγματικό υποκείμενο της ιστορίας κάνει χρήση των απατηλών υποκειμενικοτήτων για να επιβάλει το νόμο του. Η πραγματική κινητήριος δύναμη της ιστορίας είναι η ανθρώπινη υπόσταση. Και η βαθμίδα του πλούτου είναι αυτή στην οποία η ανθρωπότητα θα μπ:ορέσει να ανακτήσει αυτή την υπόσταση αναγνωρίζοντας τον εαυτό της στον αισθητό κόσμο. Μπορούμε τώρα να συγκεκριμενοποιήσουμε τι είναι το επίπεδο της πολιτικής οικονομίας. Το στάδιο της Σελίδα 15 / 18