ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΓΕΔΔ_ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ_001_ΑδικηματαΠ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Α) Η θεωρητική και νοµολογιακή προσέγγιση πριν από το Ν 2408/1996 (Υπεράσπιση 1992, 357)... 9

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

της δίωξης ή στην αθώωση.

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Β ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΝΟΜΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΔΕΙΚΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΑΣΜΟΥ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Πρόληψη και καταπολέµηση της εµπορίας ανθρώπων και προστασία των θυµάτων αυτής»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες..

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΣυμβΕφΘεσ 250/2018. Απόρρητο επικοινωνίας. Ενδοοικογενειακή απειλή. Προς το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης. Αριθμ. 250/ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΦΩΝΗ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

Γενοκτονία και Εγκλήµατα κατά της Ανθρωπότητας 23 Μαΐου Μ. Βάγιας

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Ενώπιον του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (δια του ΑΤ Συντάγματος) ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ του

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ Α ΕΠΙΠΕΔΟΥ

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η διαδικασία στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Γιώργος ηµήτραινας, Λέκτορας

Fax: Φ.76210/36740/ , Φ.76210/73216/ , Φ.

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Ηλεκτρονική επιτήρηση υπόδικων, κατάδικων και κρατούµενων σε ά- δεια»

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 5: Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων

147(I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Γενικοί ορισμοί ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα... 11

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ. Ευαγγελία Ανδρουλάκη Χριστίνα Κατάκη Χρήστος Παπαδόπουλος. Επιστημονικά Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Χριστίνα Ζαραφωνίτου

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Νομοθεσία Δίκαιο

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ. (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου) ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η ΚΑΘ' ΥΛΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

Η ποινική νομοθεσία για τα ναρκωτικά και η εφαρμογή της στην δικαστηριακή πρακτική.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

κακουργηματική παράβαση του ΚΝΝ δηλ. για αγορά, κατοχή κ.λπ. ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

Η συμβολή των whistleblowers στην οικονομική ακεραιότητα. Μαρία Στυλιανίδου, Δ.Ν. Μέλος Δ.Σ. της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΚΟΥΦΑΚΗ ΛΥΔΙΑ(ΑΜ 600738) ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Λ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΘΕΜΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΛΟΓΩ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ Ι.ΠΡΟΛΟΓΟΣ i. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ σελ.7 ii. Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΒΑΣΗ σελ.8 ΙΙ. ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ I. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ i. ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ( ΑΡΘ.129 ΚΠΔ)- ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΗ Η ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ σελ.12 ii. «ΑΛΥΣΙΔΩΤΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑ»- «ΑΜΕΣΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ»: ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ; σελ.21 iii. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΠΕΡΙ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ σελ. 22 iv. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ σελ.24 ΙΙ. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ: ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΑΛΛΕΣ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΑ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΣΤΑ ΕΙΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ i. ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ- ΚΟΙΝΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ σελ.30 ii. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ- ΚΟΙΝΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ σελ. 35 iii. ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΡΘ.86 Σ.- ΚΟΙΝΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ 41 σελ. III.O ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΛΟΓΩ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ i.το ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ: ΑΡΜΟΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΡΥΤΕΡΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ(ΑΡΘ.128 ΠΑΡ. 1 Β ΚΠΔ) σελ.44 2

ii. ΚΑΜΨΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ- ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘ.128 ΠΑΡ.1 Β ΚΠΔ σελ.51 iii. Η ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΑΦΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ- «ΣΥΡΡΟΗ» ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ ΕΠΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ σελ.54 IV. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΤΑΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: ΠΟΙΟΣ ΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟ ΟΡΓΑΝΟ ΕΙΝΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟ ΝΑ ΑΠΟΦΑΝΘΕΙ ΕΠ ΑΥΤΗΣ σελ.61 V. Η ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ i. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΣΥΝΑΦΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ(ΑΡΘ.469 εδ. β ΚΠΔ) σελ.68 ii. ΕΦΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΣΥΝΑΦΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ (ΑΡΘ.493 ΚΠΔ) - H ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΡΡΟΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ (ΑΡΘ.491 ΚΠΔ) σελ.72 iii. ΕΝΔΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ- ΟΙΟΝΕΙ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ σελ.78 iv. H ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΚΑΙ O ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ σελ.82 VΙ. ΕΚΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ- ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΚΑΘ ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟ (ΑΡΘ.131 ΚΠΔ) σελ.83 III. ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ σελ.86 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ σελ.90 3

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ Αιτιολ. Έκθ. Αιτιολογική έκθεση AN Αναγκαστικός νόμος ΑΠ Άρειος Πάγος άρθ άρθρο Αρμ Αρμενόπουλος ΑρχΝ Αρχείο Νομολογίας Βλ βλέπε Γερμ ΚΠΔ Γερμανικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΓνωμΕισαγγ Γνωμοδότηση Εισαγγελέα ΔιατΕισΑναθΔικ Διάταξη Εισαγγελέα Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εδ. Εδάφιο εισηγ. Έκθ. Εισηγητική έκθεση εκδ. εκδόσεις επ. επόμενα ΕΔΔΑ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕφΑθ Εφετείο Αθηνών ΕφΘεσ Εφετείο Θεσσαλονίκης ΕφΘρακ Εφετείο Θράκης ΕφΛαρ Εφετείο Λάρισας Ιταλ ΚΠΔ Ιταλικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας κεφ. κεφάλαιο κλπ. και τα λοιπά μ.α. μεταξύ άλλων ΜΟΔ Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο 4

ΜΟΕφΠατρ Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών ΝοΒ Νομικό Βήμα Ν νόμος ΝΔ νομοθετικό διάταγμα ΚΠΔ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΟλΑΠ Ολομέλεια Αρείου Πάγου ό.π. όπως παραπάνω παρ. παράγραφος π.χ. παραδείγματος χάριν παρατ. παρατηρήσεις περ. περίπτωση Πλημ Θεσ Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης ΠλημΚοζ Πλημμελειοδικείο Κοζάνης ΠλημΚορ Πλημμελειοδικείο Κορίνθου ΠλημΝαυπλ Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου ΠλημΟρεστ Πλημμελειοδικείο Ορεστιάδας ΠλημΠειρ Πλημμελειοδικείο Πειραιά ΠλημΡεθ Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου ΠΔ/ΝΗ Ποινική δικαιοσύνη ΠΚ Ποινικός Κώδικας ΠΛογ Ποινικός λόγος ΠΧΡ Ποινικά χρονικά ΠΔ προεδρικό διάταγμα σελ. σελίδα στοιχ. Στοιχείο ΣΠΚ Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας ΣυμβΑΠ Συμβούλιο Αρείου Πάγου 5

ΣυμβΕφ Συμβούλιο Εφετών ΣυμβΠλημΛαρ Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας ΣυμβΠλημΞανθ Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ξάνθης Σ. Σύνταγμα ΣχΝΚΠΔ Σχέδιο νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τ. τόμος τευχ. Τεύχος ΤριμΕφΠειρ Τριμελές Εφετείο Πειραιά ΤρΣτρατΑθ Τριμελές Στρατοδικείο Αθηνών Υπερ Υπεράσπιση 6

I. ΠΡΟΛΟΓΟΣ i. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Σύμφωνα με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή λειτουργιών, η κρατική εξουσία διακρίνεται σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική(άρθ.26 Σ.). Η δικαστική εξουσία ασκείται από τα δικαστήρια, με την έννοια ότι αυτά αποτελούν τα θεσμοθετημένα όργανα απονομής της δικαιοσύνης(άρθ.87 παρ.1 Σ.), και διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά(άρθ.93 παρ.1 Σ.). Ως ποινική, δηλαδή, δικαιοδοσία νοείται η εξουσία των ποινικών δικαστηρίων για τον κολασμό των εγκλημάτων και τη λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι(άρθ.96 παρ.1 Σ.). Η ποινική δικαιοδοσία περαιτέρω διακρίνεται σε α)τακτική ή κοινή, η οποία συνίσταται στη δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων να εκδικάζουν όλα τα εγκλήματα ανεξάρτητα από τα πρόσωπα που τα τελούν και ασκείται από τα πταισματοδικεία, τα μονομελή ή τριμελή πλημμελειοδικεία, τα μικτά ορκωτά δικαστήρια, τα μικτά ορκωτά εφετεία και τα μονομελή, τριμελή ή πενταμελή εφετεία, β)ειδική, η οποία συνίσταται στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων που ειδικά προβλέπονται από το Σύνταγμα για να δικάζουν τα εγκλήματα συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων και ασκείται από τα δικαστήρια ανηλίκων, τα στρατιωτικά δικαστήρια και το Ειδικό Δικαστήριο του άρθ.86 Σ. και γ)εξαιρετική, η οποία συνίσταται στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων που μπορούν να συσταθούν από τη Βουλή ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης σε περιπτώσεις πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και σε περίπτωση εκδήλωσης ένοπλου κινήματος για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος(άρθ.48 παρ.1 α Σ.). Στην κορυφή της πυραμίδας των ποινικών δικαστηρίων βρίσκεται ο Άρειος Πάγος, ο οποίος δεν συνιστά τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, αλλά η αποστολή του συνίσταται στον έλεγχο της νομικής ορθότητας και ορθής αιτιολόγησης των ποινικών αποφάσεων. Ως αρμοδιότητα τώρα των ποινικών δικαστηρίων νοείται το τμήμα εκείνο της ποινικής δικαιοδοσίας που έχει ανατεθεί από το νόμο σε καθένα από τα ποινικά δικαστήρια. Πρόκειται, επομένως, για έννοια στενότερη της δικαιοδοσίας, που υπαγορεύεται και από την ίδια τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του φυσικού δικαστή(άρθ. 8 Σ.), ώστε να διασφαλίζεται η αμερόληπτη κρίση των δικαστικών οργάνων και ο σεβασμός των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. 7

Ειδικότερα, η αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων διακρίνεται α)στην καθ ύλην αρμοδιότητα, με κριτήριο τη βαρύτητα των διωκόμενων πράξεων, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται η ορθότερη εκτίμηση των υποθέσεων, β) στην κατά τόπο αρμοδιότητα ή δωσιδικία, με κριτήριο τη γεωγραφική περιφέρεια μέσα στην οποία το καθένα από τα αρμόδια δικαστήρια επιτρέπεται να ασκεί τη δικαιοδοσία του και γ) στην λειτουργική αρμοδιότητα, η οποία συνίσταται στην ειδικότερη εξουσία που ασκούν τα δικαστικά πρόσωπα(π.χ. εισαγγελέας, ανακριτικοί υπάλληλοι, τακτικοί ανακριτές, δικαστικά συμβούλια κλπ.) σε κάθε στάδιο της ποινικής δίκης 1. Το συνταγματικό,επομένως, έρεισμα των περί αρμοδιότητας διατάξεων(άρθ. 8 Σ.) και η, συνεπεία αυτού, αναγωγή τους σε κανόνες δημόσιας τάξης, επιβάλλουν την εξέταση της δικονομικής αυτής προϋπόθεσης από τις δικαστικές αρχές και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της δίκης. Παρέκκλιση, δε, από τους κανόνες αυτούς επιτρέπεται μόνο όπου ο νομοθέτης το προέβλεψε ρητά με ειδικές εξαιρετικές ρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι περιπτώσεις της αρμοδιότητας λόγω συμμετοχής ή συνάφειας, όπου η ανάγκη για ενιαία κρίση των εγκλημάτων ενός ή περισσοτέρων προσώπων δικαιολογεί την παρέκταση από το θεσπισμένο κανόνα. Η αρμοδιότητα λόγω συνάφειας, συνεπώς, την εφαρμογή της οποίας συναντάμε καθημερινά στη δικαστηριακή πρακτική, θα αποτελέσει το αντικείμενο της παρούσας εργασίας. ii. Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΒΑΣΗ Ο θεσμός της συνάφειας, με τον οποίο εισάγεται παρέκκλιση από τους γενικούς κανόνες της καθ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητας, ώστε το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για το βαρύτερο έγκλημα να είναι αρμόδιο και για όλα τα συναφή εγκλήματα, τα οποία αν ανακρίνονταν και εκδικάζονταν αυτοτελώς θα υπάγονταν σε άλλο ή άλλα δικαστήρια, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθ.128,129 και 131 ΚΠΔ στο τέταρτο κεφάλαιο του ΚΠΔ με τίτλο αρμοδιότητα σε περίπτωση συνάφειας και συναιτιότητας, ενώ ρυθμίσεις σχετικές με τη συνάφεια περιέχουν και πλείστες άλλες διατάξεις του ΚΠΔ όπως π.χ. τα άρθ. 132,250,343, 469 και 493 ΚΠΔ 2. 1 Βλ Α.Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, Σάκκουλα,ε έκδοση, 2011, σελ.33-38, 77-78 2 Ο ΚΠΔ, σε αντίθεση με ξένες έννομες τάξεις(βλ άρθ.3 και 12 του Γερμ και Ιταλ ΚΠΔ αντίστοιχα) που θεωρούν τη συμμετοχή ως μορφή συνάφειας, προβλέπει ξεχωριστή ρύθμιση για την αρμοδιότητα λόγω συμμετοχής(άρθ.130 ΚΠΔ). 8

Σύμφωνα,λοιπόν, με την παρ.1 του άρθ.128 ΚΠΔ «Τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη. Το δικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή αρμόδιο και για τα άλλα συναφή». Το άρθ.128 ΚΠΔ με τίτλο «εκδίκαση συναφών» έχει δεχτεί ελάχιστες τροποποιήσεις και συγκεκριμένα αυτές του άρθ.5 παρ.3 του Ν 1738/1987, που αντικατέστησε την παρ.3 του άρθ.128 ΚΠΔ, και του άρθ.38 παρ.1 περ. δ του Ν 2168/1993, με την οποία καταργήθηκε το εδ. β της παρ.3 του άρθ.128 ΚΠΔ, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθ.15 του ΝΔ 4090/1960 και σύμφωνα με το οποίο «η δευτέρα περίοδος της παρ.3 του άρθ.128 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: Τα πλημμελήματα της παρανόμου οπλοφορίας, της παρανόμου κατοχής όπλων, χειροβομβίδων και εκρηκτικών υλών και της φυγοδικίας, τα συναφή προς κακουργήματα, χωρίζονται και δικάζονται υπό του δικαστηρίου των συνέδρων αμέσως μετά την επί του κακουργήματος ετυμηγορίαν των ενόρκων». Η αρμοδιότητα λόγω συνάφειας διατηρούνταν και στο ΣχΝΚΠΔ υπό την επιτροπή Ι.Μανωλεδάκη στα άρθ.44 και 45 με κάποιες τροποποιήσεις, και συγκεκριμένα προβλέποντας πως «το ανώτερο δικαστήριο είναι αρμόδιο και για τα συναφή εγκλήματα που υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου, ενώ το μικτό ορκωτό δικαστήριο θεωρείται στην περίπτωση αυτή ανώτερο κατά βαθμό από τα άλλα», καθώς επίσης και ότι «τα κοινά ποινικά δικαστήρια δικάζουν όλα τα συρρέοντα εγκλήματα και όταν ορισμένα από αυτά υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα του δικαστηρίου ανηλίκων ή των στρατοδικείων»(άρθ.44 παρ. 2 και 3 αντίστοιχα). Η συνάφεια, όμως, ήταν ήδη γνωστή και από την προϊσχύσασα Ποινική Δικονομία του 1834, η οποία στο άρθ.34 όριζε τη συνάφεια «ως σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες εγκληματικές πράξεις που τελέστηκαν από πολλούς συγχρόνως ή από πολλούς σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, αλλά μετά από προηγούμενη συμφωνία, καθώς και σε πράξεις που διαπράχθηκαν προκειμένου να διευκολύνουν την τέλεση ή απόκρυψη άλλων εγκλημάτων», ενώ στο άρθ.33 προέβλεπε πως «Συναφή πλημμελήματα και κακουργήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται παρά του αυτού Δικαστηρίου, εάν τούτο δεν φέρη βλάβην. Το Δικαστήριον, όπερ δικάζει περί του βαρυτέρου κακουργήματος ή πλημμελήματος, είναι κατά την περίπτωσιν ταύτην αρμόδιον και δι όλα τα λοιπά πλημμελήματα και πταίσματα», αλλά και από την ποινική δικονομία αλλοδαπών εννόμων τάξεων 3. 3 Βλ σχετικά για την κατάφαση της συνάφειας τα άρθ. 3 StPO :όταν ένα πρόσωπο κατηγορείται για περισσότερες εγκληματικές πράξεις, ή όταν περισσότερα πρόσωπα κατηγορούνται ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι στην ίδια πράξη ή αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και υπόθαλψη εγκληματία, άρθ. 203 του Γαλλικού ΚΠΔ: συναφή εγκλήματα όσα τελούνται ταυτόχρονα από πολλούς ενωμένους, ή από πολλούς σε 9

Η δικαιολογητική βάση της συνανακρίσεως και συνεκδικάσεως των συναφών εγκλημάτων, καθώς η συνάφεια διαπερνά όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας, ήτοι από την κίνηση της ποινικής δίωξης και την προδικασία, την παραπομπή στο ακροατήριο και τη συζήτηση, μέχρι και την άσκηση ενδίκων μέσων και την εκτέλεση της ποινής, πρέπει να αναζητηθεί,κατά την κρατούσα θέση σε θεωρία 4 και νομολογία 5, στην ανάγκη ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας αλλά και οικονομίας του χρόνου. Μεταξύ άλλων, δηλαδή, έχει υποστηριχθεί πως με το θεσμό της συνάφειας επιτυγχάνεται η ευχερέστερη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ο ακριβέστερος έλεγχος της ενοχής και της προσωπικότητας του κατηγορούμενου, η οικονομία χρόνου και δαπανών με τη σύγχρονη εκδίκαση περισσοτέρων πράξεων και την οικονομία διαδικαστικών ενεργειών, ενώ αποτρέπεται και ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και ικανοποιούνται οι αξιώσεις για ορθή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, ορισμένες φορές η ενότητα της διαδικασίας που επιδιώκεται με τη συνάφεια μπορεί αντί να διευκολύνει να δυσχεραίνει την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων και δεν ωφελεί, οπότε γι αυτό το λόγο θα πρέπει να παραχωρεί τη θέση της στο χωρισμό των υποθέσεων, προκειμένου να μην δυσχεραίνεται η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Στον αντίποδα, λοιπόν, ως μειονεκτήματα της συνεκδίκασης θεωρήθηκαν οι περιπτώσεις όπου η μακρά διαδικασία ουσιαστικά οδηγεί σε κατάργηση της ταχείας εκδίκασης αλλά και σε βιολογική καταπόνηση των παραγόντων της δίκης λόγω του «γιγαντισμού» των υποθέσεων με τη συγκέντρωση πληθώρας αποδεικτικών εγγράφων και την εξέταση πλείστων μαρτύρων, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται και η αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, τα ελαφρά αδικήματα υποτάσσονται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα(έσω και έξω δικαστική) των βαρύτερων εγκλημάτων με αποτέλεσμα την τρώση της αρχής της αναλογικότητας, δημιουργώντας πολλές φορές ακόμη και στον ίδιο τον διαφορετικό τόπο και χρόνο εφόσον όμως συμφώνησαν προηγουμένως την πραγμάτωσή τους, για τον εφοδιασμό μέσων προκειμένου να τελεστούν άλλες ή να διευκολυνθεί η ολοκλήρωση άλλων αξιόποινων πράξεων, ή προκειμένου να εξασφαλισθεί η ατιμωρησία για άλλες εγκληματικές πράξεις ή για να αποκρυβούν προϊόντα άλλων αξιόποινων πράξεων, άρθ. 12 του Ιταλικού ΚΠΔ: όταν περισσότερα πρόσωπα συμπράττουν στη διάπραξη ενός εγκλήματος ή με ανεξάρτητες ενέργειες καθορίζουν το εγκληματικό αποτέλεσμα ή το ίδιο πρόσωπο κατηγορείται για περισσότερα εγκλήματα που τέλεσε με μία ή με περισσότερες πράξεις που είχαν ως αφετηρία το ίδιο εγκληματικό σχέδιο, ή κάποια εγκληματική πράξη διαπράττεται για να διευκολυνθεί ή καλυφθεί η τέλεση ενός άλλου εγκλήματος ή να εξασφαλισθεί στον υπαίτιο ή τρίτο πρόσωπο το προϊόν από άλλο ποινικό αδίκημα ή η ατιμωρησία του δράστη άλλου εγκλήματος 4 Βλ μ.α. Δέδε, Γάφο, Ζησιάδη, Κονταξή 5 Βλ ΑΠ 271/1978(ΠΧΡ 1978,502), ΜΟΔ Λιβαδειάς 97/1973(ΠΧΡ 1973, 581) και Πλημ Θεσ 414/1979(ΠΧΡ 1979,817-818) 10

κατηγορούμενο για πλημμέλημα αίσθημα δυσφορίας από την κοινωνική πίεση που υφίσταται από τη συνεκδίκαση με σοβαρά εγκλήματα και τη δημοσιότητα που μπορεί να λαμβάνει η δίκη, φαλκιδεύονται δικαιώματα του κατηγορουμένου αφού τα ελάχιστα όρια του εκκλητού για πλημμέλημα όταν ο κατηγορούμενος καταδικάζεται από το μικτό ορκωτό ή το μονομελές ή τριμελές εφετείο είναι κατά πολύ μεγαλύτερα από ότι αν καταδικαζόταν από το μονομελές ή τριμελές πλημμελειοδικείο(άρθ.489 ΚΠΔ), αλλά και γενικά ο,τιδήποτε μπορεί να οδηγήσει σε παραβίαση ή περιορισμό των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου 6. Επομένως, στο ερώτημα που τίθεται ανάμεσα στο χωρισμό των υποθέσεων και στην συνεκδίκαση ποια λύση θα προτιμήσουμε, η απάντηση είναι εκείνη που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπηρετεί καλύτερα την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Για το λόγο αυτό, ορθώς ο έλληνας νομοθέτης επιλέγει η συνανάκριση και συνεκδίκαση λόγω συνάφειας να αποτελεί τον αφηρημένο κανόνα, ενώ ο χωρισμός των υποθέσεων την εξαίρεση. Κρίνεται, δηλαδή, in concreto αν μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις περί συνάφειας προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, διαφορετικά αν η συνεκδίκαση μπορεί να προκαλέσει βλάβη, επιβάλλεται ο χωρισμός. Μάλιστα, στο ζήτημα που ανέκυψε σχετικά με το αν οι διατάξεις περί αρμοδιότητας λόγω συνάφειας(άρθ.128,129 ΚΠΔ) συνάδουν με το άρθ.8 εδ. α του Σ. που προβλέπει πως «κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος», δηλαδή με την αρχή του φυσικού ή νόμιμου δικαστή, ορθώς η θεωρία απάντησε καταφατικά, αφού ο νομοθέτης προέβλεψε ρητά και με σαφήνεια τις περιπτώσεις συνάφειας, όπως θα εκτεθούν στη συνέχεια της παρούσης εργασίας, αλλά και το αρμόδιο δικαστήριο που συνεκδικάζει τα συναφή εγκλήματα κατά παρέκκλιση των γενικών κανόνων αρμοδιότητας. Επιφυλάξεις διατυπώνονται μόνο ως προς την αοριστία των προϋποθέσεων της «μη πρόκλησης βλάβης» του άρθ.128 παρ.1 εδ. α και της «ασφαλέστερης διάγνωσης της αλήθειας» του άρθ.130 παρ.2 στο οποίο παραπέμπει το άρθ.128 παρ.3 ΚΠΔ για την κατάφαση της συνεκδίκασης, διότι βάσει του άρθ.8 εδ. α του Σ. ο κοινός νομοθέτης μπορεί να ρυθμίζει συγκεκριμένη αρμοδιότητα μόνο όμως με κανόνες γενικής ισχύος που έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια και εκ των προτέρων 7. 6 Βλ Ε. Κωνσταντινίδης, Η συνάφεια στην ποινική δίκη, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., 2003, σελ.136-146, Λ. Μαργαρίτης, Συναφή εγκλήματα & ποινικό δίκαιο(εννοιολογική οριοθέτηση-δικονομική μεταχείριση), Νομική Βιβλιοθήκη, 2005, σελ.1-2 7 Βλ Λ.Μαργαρίτης (ό.π.) 11

II. ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ- Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΛΟΓΩ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ I. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ i. ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ( ΑΡΘ.129 ΚΠΔ)- ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΗ Η ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ Οι περιπτώσεις συνάφειας απαριθμούνται στη διάταξη του άρθ.129 ΚΠΔ. Παρατηρείται πως μολονότι θα έπρεπε να προτάσσονται οι περιπτώσεις συνάφειας και να έπεται η έννομη συνέπεια της διαγνώσεως τους, ήτοι η συνανάκριση και συνεκδίκαση των συναφών εγκληματικών πράξεων(άρθ.128 ΚΠΔ), ο έλληνας νομοθέτης παραδόξως προτίμησε την ανάστροφη σειρά κατά τη σύνταξη του ΚΠΔ. Σκόπιμο, επομένως, κρίνεται στην παρούσα εργασία να προηγηθεί η καταγραφή και ανάλυση των μορφών συνάφειας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διάταξη του άρθ.129 ΚΠΔ Συναφή θεωρούνται μόνο τα εγκλήματα: α) όσα γίνονται από το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους ή από πολλούς όχι συναιτίους στον ίδιο τόπο και χρόνο β) όσα γίνονται από πολλούς εναντίον αλλήλων, είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους και γ) όσα γίνονται με σκοπό να διευκολύνουν ή να κάνουν πιο εύστοχη την εκτέλεση ή να αποκρύψουν ένα από αυτά. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης και συγκεκριμένα από την επιλογή του ρήματος «θεωρούνται» κι όχι «είναι» συνάγεται η σκόπιμη επιλογή του νομοθέτη που θέλησε τη συνάφεια, κατά πλάσμα του νόμου, με τη στενή κι όχι την ευρεία έννοια του όρου, ενώ από την παράθεση της λέξης «μόνο» προκύπτει αναμφίβολα η αποκλειστική- περιοριστική απαρίθμηση των περιπτώσεων συνάφειας στο νόμο 8. Αποκλείεται, δηλαδή, με οποιαδήποτε ερμηνευτική κατασκευή να θεωρηθούν ως συναφείς άλλες πράξεις πέρα από τις ανωτέρω περιοριστικά απαριθμούμενες. Ακόμη, ο νομοθέτης του ισχύοντος ΚΠΔ χρησιμοποιώντας τη λέξη «εγκλήματα» δεν περιορίζει τη 8 Κατ αυτό τον τρόπο λύθηκε η διαμάχη που επικρατούσε στη θεωρία υπό την προϊσχύσασα Ποινική Δικονομία, η οποία δεν περιείχε ρητή διατύπωση από την οποία να προκύπτει η περιοριστική απαρίθμηση των περιπτώσεων συνάφειας. Ωστόσο, κρατούσα στην ελληνική επιστήμη φαίνεται πως ήταν η άποψη περί περιοριστικής απαρίθμησης, η οποία υποστηρίχθηκε μ.α. από τους Κωνσταντόπουλο, Κωστή, Τσουκαλά. 12

δυνατότητα υπάρξεως συνάφειας μόνο μεταξύ κακουργημάτων και πλημμελημάτων, αλλά την επεκτείνει και στα πταίσματα. Στη συνέχεια, ακολουθεί επιμέρους ανάλυση των περιπτώσεων συνάφειας που προαναφέρθηκαν, οι οποίες ουσιαστικά διακρίνονται σε τέσσερις περιπτώσεις, μολονότι αρχικά από τη διατύπωση της διάταξης φαίνονται σαν τρεις 9. Σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση που τυποποιείται στο νόμο( άρθ. 129 περ. α ΚΠΔ), συναφή θεωρούνται τα εγκλήματα που γίνονται από το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Παρά την άστοχη έκφραση της νομοθετικής ρύθμισης, σε επιστήμη και νομολογία κρατεί η άποψη πως στην περίπτωση αυτή συνάφειας περιλαμβάνονται όλες οι εκφάνσεις της αληθινής κατ ιδέα και πραγματικής συρροής εγκλημάτων( άρθ. 94 παρ.1,2 ΠΚ) 10, όπως και του κατ εξακολούθηση εγκλήματος, για το οποίο γίνεται δεκτό πως αποτελεί ιδιάζουσα μορφή αληθινής ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων( άρθ. 98 ΠΚ) 11. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και η περίπτωση της πραγματικής φαινομενικής συρροής εγκλημάτων όταν για οποιοδήποτε λόγο συντρέξει αναβίωση της υπό απορρόφηση πράξης π.χ. αν για οποιοδήποτε λόγο δεν τιμωρείται ο κατηγορούμενος για την απορροφώσα πράξη ή παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής 12. Η αστοχία της διατύπωσης της διάταξης έγκειται στο ότι χρησιμοποιείται η έκφραση «είτε συγχρόνως» για να υποδηλώσει την αληθινή κατ ιδέα συρροή(άρθ.94 παρ.2 ΠΚ), ενώ με τη φράση «είτε σε διαφορετικούς τόπους 9 Βλ Ε. Κωνσταντινίδης, Η συνάφεια στην ποινική δίκη, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., 2003, σελ.148 επ., Λ. Μαργαρίτης, Συναφή εγκλήματα & ποινικό δίκαιο(εννοιολογική οριοθέτηση-δικονομική μεταχείριση), Νομική Βιβλιοθήκη, 2005, σελ.9-21, Χ. Σεβαστίδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεία κατ άρθρο, τ.ιι, Σάκκουλα, 2012, σελ. 1511 επ. 10 Θα πρέπει να σημειωθεί πως η προϊσχύουσα Ποινική Δικονομία δεν περιέγραφε μεταξύ των περιπτώσεων συνάφειας και τις περιπτώσεις της συρροής. Αντίθετα, ο Γερμανικός αλλά και ο Ιταλικός ΚΠΔ τις όριζαν ρητά ως μορφές συνάφειας. 11 Βλ Ολ ΑΠ 5/2002(ΠΔ/ΝΗ 2002,836) 12 Ορθότερη κρίνεται έτσι κι αλλιώς η άποψη που υποστηρίζει ότι η ποινική δίωξη κινείται και ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροατήριο και για την απορροφημένη πράξη, αφού αφορά το σύνολο της συμπεριφοράς. Βλ και την ΑΠ 930/2001(ΠΧΡ 2002,333) όπου κρίθηκε πως αν το δικαστικό συμβούλιο παραπέμψει τον κατηγορούμενο για την απορροφώσα μόνο πράξη ενώ για την απορροφώμενη αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία λόγω απορροφήσεως, ακολούθως δε το δικαστήριο κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο, δεν κωλύεται στη συνέχεια να κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο για την απορροφηθείσα πράξη, αφού αυτή δεν έχει ερευνηθεί και κριθεί κατ ουσίαν. 13

και χρόνους» υποδηλώνεται η αληθινή πραγματική συρροή(άρθ. 94 παρ.1 ΠΚ) 13. Αληθινή κατ ιδέα συρροή συνιστά η πραγμάτωση πολλών φυσικών και αντίστοιχα κοινωνικών αποτελεσμάτων, που τυποποιούνται ως εγκλήματα στο ποινικό δίκαιο, με μια μυϊκή κίνηση, ήτοι όπως λέγεται με μια πράξη να πραγματωθούν πολλά εγκλήματα, ενώ αληθινή πραγματική συρροή συνιστά η πραγμάτωση πολλών εγκλημάτων με πολλές πράξεις, ήτοι πολλές μυϊκές κινήσεις που πραγματώνουν πολλά φυσικά αποτελέσματα 14. Δεν είναι, δηλαδή, το «ταυτόχρονο» των μυϊκών κινήσεων που διαφοροποιεί την κατ ιδέα από την πραγματική αληθινή συρροή, αλλά σημασία έχει η διαπίστωση του αν ο δράστης τέλεσε τα περισσότερα εγκλήματα με μια μυϊκή κίνηση ή με περισσότερες. Εξάλλου, θα έχουμε αληθινή πραγματική κι όχι κατ ιδέα συρροή αν τα περισσότερα εγκλήματα τελέστηκαν με περισσότερες μυϊκές κινήσεις, ακόμη κι αν ήταν ταυτόχρονες, αποδεικνύοντας πως ενδιαφέρει αν η πραγμάτωση των εγκλημάτων έγινε με την ίδια μυϊκή κίνηση ή με περισσότερες κι όχι η ταυτότητα τόπου ή χρόνου. Σε περίπτωση, επομένως, νομοθετικής αλλαγής, ορθότερη κρίνεται η αναφορά σε εγκλήματα που τελούνται από το ίδιο πρόσωπο με μια ή περισσότερες πράξεις(μυϊκές κινήσεις ή ανασχέσεις κινήσεων). Το κατ εξακολούθηση έγκλημα συνιστά, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, περίπτωση αληθινής ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων και όχι ένα έγκλημα. Προϋποθέτει, δηλαδή,: i) οι επιμέρους πράξεις να προσβάλλουν έννομα αγαθά σε περισσότερες από μία μονάδες τους. Αν η προσβολή αφορά προσωπικό έννομο αγαθό, ο φορέας του πρέπει πάντα να είναι ο ίδιος, αν όμως η προσβολή αφορά περιουσιακά έννομα αγαθά, οι φορείς τους μπορεί να είναι διαφορετικά πρόσωπα, αλλά οι επιμέρους πράξεις πρέπει να παρουσιάζουν φυσική ομοιότητα, ii) οι επιμέρους πράξεις να απέχουν χρονικά μεταξύ τους τόσο, ώστε και η ιστορική τους συνέχεια να μην χάνεται και περισσότερες (όσες και οι πράξεις) μονάδες εννόμου αγαθού να προσβάλλονται, iii) να υπάρχει ενιαίος δόλος του δράστη για εξακολούθηση της αυτής συμπεριφοράς και iv) να συνεκδικαστούν οι επιμέρους πράξεις που παρουσιάζουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Ο δικονομικός λόγος, επομένως, της ύπαρξης του έγκειται στην ανάγκη συνεκδικάσεως των περισσότερων ομοειδών εγκλημάτων που συνιστούν ένα ενιαίο ιστορικό γεγονός και η απαλλαγή του δικαστηρίου από την οχληρή διαδικασία της επιμετρήσεως 13 Την ίδια άστοχη διατύπωση διατήρησε και η επιτροπή Ι.Μανωλεδάκη για τη σύνταξη του νέου ΚΠΔ στο άρθ.45 περ. α. 14 Βλ Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό δίκαιο, επιτομή γενικού μέρους, Σάκκουλα, ζ έκδοση, 2005, σελ. 280-285 14

χωριστής ποινής για κάθε επιμέρους πράξη και της συνθέσεως στη συνέχεια συνολικής ποινής 15. Στη νομολογία υπάρχει πλήθος παραδειγμάτων τα οποία υπήχθησαν στην μορφή αυτή συνάφειας. Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένα απ αυτά. Στη μορφή, λοιπόν, αυτή συνάφειας υπήχθησαν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες εκφάνσεις αληθινής κατ ιδέας συρροής: ανθρωποκτονίες από αμέλεια και σωματικές βλάβες από αμέλεια που έγιναν στα πλαίσια αυτοκινητιστικού ατυχήματος, ναυαγίου κλπ. 16, ψευδής καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση 17, ανθρωποκτονία από πρόθεση και οπλοχρησία 18, ανθρωποκτονία από αμέλεια και οπλοχρησία 19, σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη και οπλοχρησία 20, λαθρεμπορία και χρήση πλαστού εγγράφου 21 και βιασμός, αποπλάνηση και αιμομιξία 22. Επιπλέον, στη μορφή αυτή συνάφειας έχουν υπαχθεί, μεταξύ άλλων, και οι ακόλουθες εκφάνσεις αληθινής πραγματικής συρροής: ανθρωποκτονία από πρόθεση, παράνομη οπλοκατοχή, οπλοφορία και οπλοχρησία 23, επικίνδυνη σωματική βλάβη, οπλοφορία και οπλοχρησία 24, θανατηφόρα σωματική βλάβη και συμπλοκή 25, επικίνδυνη σωματική βλάβη και απόπειρα εκβίασης 26, πλαστογραφία και υπεξαίρεση 27, πλαστογραφία και απάτη 28, πλαστογραφία, απάτη και ηθική 15 Βλ Λ.Μαργαρίτης- Ν. Παρασκευόπουλος, Ποινολογία, Σάκκουλα, 2005, ζ έκδοση, σελ.386 επ. 16 Χαρακτηριστικά παραδείγματα συνιστούν το τροχαίο ατύχημα με σχολικό λεωφορείο στα Τέμπη αλλά και το ναυάγιο του «Εξπρές Σάμινα» βλ. ΣυμβΕφΑιγ 71/2002(ΠΔ/ΝΗ 2002,856), ΣυμβΕφΛαρ 179/2004(ΠΔ/ΝΗ 2004,793), ΣυμβΠλημΛαρ 130/2004(ΠΔ/ΝΗ 2004,642) αλλά και ΠλημΗρακλ 140/2005(ΠΧΡ 2007,171) 17 Βλ ΑΠ 136/2002(ΠΛογ 2002,81) 18 Βλ ΕφΘεσ 895/2001(ΠΔ/ΝΗ 2001,1231) 19 Βλ ΠλημΘεσ 1395/1999(Υπερ 2000,598) 20 Βλ ΑΠ 381/1993(ΠΧΡ 1993,178) 21 Βλ ΕφΑθ 897/1993(ΠΧΡ 1993,709) 22 Βλ ΠλημΚοζ 67/1985(Αρμ 1986,235) 23 Βλ ΑΠ 362/2006(ΠΔ/ΝΗ 2006,982) 24 Βλ ΣυμβΠλημΛαρ 72/2000( Υπερ 2000,610) 25 Βλ ΠλημΠειρ 572/1979(ΠΧΡ 1981,84) 26 Βλ ΠλημΚορ 342/1982(ΠΧΡ 1983,326) 27 Βλ ΑΠ 640/1976(ΠΧΡ 1977,124) 15

αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση 29, συμμορία, ανθρωποκτονία από πρόθεση, ηθική αυτουργία σε αγορά ναρκωτικών ουσιών και εμπρησμό, οπλοφορία και οπλοχρησία 30, απόπειρα ανθρωποκτονίας και ληστείας 31, ληστεία κατά συρροή 32, αρπαγή και βιασμός 33, οπλοφορία και οπλοχρησία 34, έκρηξη και ληστεία 35, βιασμός και οπλοφορία 36, καλλιέργεια και χρήση ναρκωτικών ουσιών 37, λαθρεμπορία με ιδιαίτερα τεχνάσματα και πλαστογραφία 38 και πλαστογραφία και υπόθαλψη εγκληματία 39. Με τη συνεκδίκαση, επομένως, των συναφών εγκλημάτων της πρώτης μορφής συνάφειας επιτυγχάνεται η άμεση επιβολή συνολικής ποινής(άρθ.94,98 ΠΚ), άλλως ο σχηματισμός της συνολικής ποινής καθίσταται εφικτός μόνο μεταγενέστερα βάσει των άρθ.97 ΠΚ ή 551 ΚΠΔ. Σύμφωνα με τη δεύτερη περίπτωση( άρθ.129 περ. α ΚΠΔ), συναφή θεωρούνται τα εγκλήματα που τελούνται από πολλούς όχι συναιτίους στον ίδιο τόπο και χρόνο. Κρατούσα σε επιστήμη 40 και νομολογία 41 είναι η άποψη πως με τον όρο «από πολλούς όχι συναιτίους» ο νομοθέτης υποδηλώνει περισσότερους δράστες μη συνδεόμενους μεταξύ τους με κάποια μορφή συμμετοχής(συναυτουργία- ηθική αυτουργία- άμεση ή απλή συνέργεια). Πράγματι, μολονότι υπό το καθεστώς της προϊσχύουσας Ποινικής Δικονομίας διατηρούνταν αμφιβολίες για την εννοιολογική ταύτιση των όρων «συναίτιοι» 28 Βλ ΑΠ 8/1963(ΠΧΡ 1963,162), ΑΠ 1577/2002(ΠΛογ 2002,1766) 29 Βλ ΑΠ 1863/2002(ΠΛογ 2002, 2266) 30 Βλ ΕφΑθ 273/2001(ΠΔ/ΝΗ 2002,376) 31 Βλ ΑΠ 1198/2000(ΝοΒ 2001,293) 32 Βλ ΕφΑθ 161/2000(ΠΔ/ΝΗ 2000,979) 33 Βλ ΠλημΡεθ 3/2000(Υπερ 2000,617) 34 Βλ ΜΟΕφΠατρ 87-88/1993(ΑρχΝ 1993,634) 35 Βλ ΑΠ 1294/1992(ΠΧΡ 1992,931), ΜΟΕφΑθ 671/1991(Υπερ 1992,856) 36 Βλ ΑΠ Ολ 387/1992(ΠΧΡ 1992,518) 37 Βλ ΕφΘεσ 469/1990(Υπερ 1991,422) 38 Βλ ΑΠ 809/2006(ΠΛογ 2006,750) 39 Βλ ΑΠ 1572/2003(ΠΛογ 2003,1709) 40 Βλ μ.α. Ζησιάδη, Μπουρόπουλο 41 Βλ ΑΠ 8/1963(ΠΧΡ 1963,163), ΑΠ 33/1976(ΠΧΡ 1976,531) 16

και «συμμέτοχοι» 42 οδηγώντας εσφαλμένα ένα μέρος της θεωρίας σε εννοιολογική εξομοίωση των όρων «πολλοί όχι συναίτιοι» και «τυχαία συναυτουργία» 43 και ένα άλλο μέρος της θεωρίας σε εννοιολογική ταύτιση των όρων «τυχαία συναυτουργία» και «παραυτουργία» 44, σήμερα πλέον υπό τον ισχύων ΚΠΔ οι δύο όροι ταυτίζονται, όπως προκύπτει αδιαμφισβήτητα από τον τίτλο του 4ου κεφ. «Αρμοδιότητα σε περίπτωση συνάφειας και συναιτιότητας» και το άρθ.130 με τίτλο «Αρμοδιότητα σε περίπτωση συμμετοχής» 45. Ως εκ τούτου, στην ερευνώμενη περίπτωση συνάφειας δεν χωρεί η τυχαία συναυτουργία, η οποία αποτελεί, έχουσα ως απαραίτητο υποκειμενικό στοιχείο τον κοινό δόλο, δηλαδή συναπόφαση για τη συμπραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, μορφή συμμετοχής στο έγκλημα κι όχι συνάφειας και εμπίπτει αποκλειστικά στο άρθ.130 ΚΠΔ. Στην ερευνώμενη, επομένως, περίπτωση συνάφειας περιλαμβάνεται η παραυτουργία, η οποία συνίσταται ως σύμπραξη περισσοτέρων προσώπων στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος μόνον αντικειμενικά, συμπτωματικά, χωρίς δηλαδή να επικαλύπτεται υποκειμενικά από τον κοινό δόλο σύμπραξης, ανεξαρτήτως του αν οι παραυτουργοί ενεργούν όλοι με δόλο ή από αμέλεια ή κάποιοι με δόλο ενώ κάποιοι από αμέλεια. Όταν, δηλαδή, δύο ή περισσότεροι δράστες, που ενεργούν ο καθένας για λογαριασμό του, χωρίς κοινό δόλο πραγματώνουν ολόκληρη ή σε στάδιο απόπειρας την αντικειμενική υπόσταση εγκλήματος προσβάλλοντας παράλληλα ή διαδοχικά την ίδια μονάδα εννόμου αγαθού, ανεξαρτήτως του αν ενεργούν με δόλο ή αμέλεια 46. Πρόκειται ουσιαστικά για παράλληλες φυσικές αυτουργίες(δηλαδή περισσότερες συμπίπτουσες μοναυτουργίες) πάνω στην ίδια μονάδα εννόμου αγαθού που θεωρητικά κατατάσσονται ανάμεσα στη φυσική αυτουργία του ενός δράστη και στη «συμμετοχή στο έγκλημα» με τη στενή-τεχνική έννοια του όρου 47. 42 Βλ άρθ.32 προϊσχύουσας Ποινικής Δικονομίας που έκανε λόγο όχι μόνο για συναίτιους αλλά και για συμμέτοχους, καθώς επίσης και την αβλεψία του συντάκτη της εισηγ. και αιτιολ. Έκθ. για τη διάταξη αυτή που κάνει λόγο για τυχαία συναυτουργία. 43 Βλ Κωνσταντάρας, Μπουρόπουλος, Σιφναίος, Στάικος 44 Βλ Δέδες, Ζησιάδης 45 Βλ ΠλημΘεσ 998/1997(ΠΧΡ 1997,1067) για την ορθή διάκριση των όρων, ενώ αντιθέτως την ΕφΛαρ 179/2004(ΠΔ/ΝΗ 2004,793) που εσφαλμένα αναφέρει τους όρους «τυχαία συναυτουργία» και παραυτουργία διαζευκτικά 46 Βλ μ.α. Ανδρουλάκης, Μαγκάκης, Μανωλεδάκης 47 Βλ Ι.Μανωλεδάκης- Α.Χαραλαμπάκης, Προβλήματα της συμμετοχής στο έγκλημα, Βιβλιοθήκη Υπεράσπισης τευχ. 12, Σάκκουλα, 1998, σελ.11 επ. Κατά τον 17

Όπως ορθά,όμως, γίνεται δεκτό, η μορφή αυτή συνάφειας δεν εξαντλείται στην παραυτουργία, η οποία συνιστά έννοια στενότερη, αλλά περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις τέλεσης περισσοτέρων εγκλημάτων από πολλούς όχι συναίτιους στον ίδιο τόπο και χρόνο, εφόσον καταφάσκεται η αναγκαιότητα δικονομικής διερευνήσεως με βάση τη δυνατότητα εντάξεως των εγκλημάτων αυτών στα πλαίσια ενός ενιαίου ιστορικού γεγονότος 48. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της θέσης αυτής συνιστούν τα ακόλουθα 49 : 1)Στα πλαίσια σχολικής εκδρομής σε παρακείμενα δωμάτια του ίδιου ξενοδοχείου ο Α βιάζει τη Β, ενώ ο Γ ληστεύει τη Δ. Ο βιασμός και η ληστεία είναι συναφή εγκλήματα στο παράδειγμα αυτό, ως εντασσόμενα στο ίδιο ενιαίο ιστορικό γεγονός, ήτοι τη σχολική εκδρομή. 2) Στα πλαίσια ογκώδους πολιτικής διαδήλωσης ο διαδηλωτής Α τελεί αντίσταση σε βάρος του αστυνομικού Β, ενώ ο αστυνομικός Γ εξυβρίζει τον διαδηλωτή Δ. Πάλι τα εγκλήματα του παραδείγματος είναι συναφή μεταξύ τους, καθώς ως εντασσόμενα στο ίδιο ενιαίο ιστορικό γεγονός, ήτοι την πολιτική διαδήλωση. Αν, όμως, παραλλάξουμε το παράδειγμα και στα πλαίσια της ίδιας πολιτικής διαδήλωσης ο διαδηλωτής Α τελεί αντίσταση σε βάρος του αστυνομικού Β, ενώ ο τυχαία διερχόμενος Γ(που δεν μετέχει στη διαδήλωση) κλέβει το πορτοφόλι του διαδηλωτή Δ, τότε τα εγκλήματα της αντίστασης και της κλοπής δεν είναι συναφή, ως μη δυνάμενα να ενταχθούν στο ίδιο ενιαίο Ανδρουλάκη η παραυτουργία αποτελεί μια ενδιάμεση μορφή μεταξύ της συμμετοχής στο έγκλημα και των απλώς «γειτονικών» εγκλημάτων περισσοτέρων που τελούνται «εις τον αυτόν τόπον και χρόνον»(άρθ.129 ΚΠΔ). 48 Την άποψη αυτή ασπάζονται μ.α. οι Ε. Κωνσταντινίδης, Τσουκαλάς που κάνει λόγο για ενότητα σκοπού, ενέργειας και αποτελέσματος, Λ. Μαργαρίτης, ενώ οι Κωνσταντάρας και Στάικος περιορίζονται στην απλή- συμπτωματική χρονική και τοπική ταύτιση ανάμεσα στις περισσότερες εγκληματικές πράξεις, θέση την οποία ακολουθεί και η νομολογία, όπου με την ΑΠ 33/1976(ΠΧΡ 1976,531) δέχτηκε πως «η επίμαχη διάταξη προσδίδει τον χαρακτήρα της συνάφειας εις πάντα τα υπό πολλών, μη συνδεόμενων διά δεσμού τινός συναιτιότητος των άρθ. 45-47 ΠΚ, πραττόμενα εκ δόλου ή εξ αμελείας εγκλήματα εκ μόνου του λόγου ότι ετελέσθησαν κατά τον αυτόν τόπον και χρόνον και επομένως δεν καλύπτει μόνον τας περιπτώσεις της τυχαίας συναυτουργίας ή παραυτουργίας, καθ ως πλείονα πρόσωπα ενεργούντα εκ δόλου μεν άνευ όμως του διαληφθέντος δεσμού συναιτιότητος ή και εξ αμελείας συνετέλεσαν εις την πραγμάτωσιν της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος». Σύμφωνα, λοιπόν, με τη σκέψη αυτή, θεώρησε, επειδή τελέστηκαν στον ίδιο τόπο και χρόνο, ως συναφή το έγκλημα της από αμέλεια σωματικής βλάβης που τέλεσε οδηγός λεωφορείου και το έγκλημα της οδηγήσεως δίκυκλου μοτοποδηλάτου χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής που διέπραξε άλλο πρόσωπο τυχαία διερχόμενο από τον ίδιο τόπο. Βλ, όμως, και τις αντίθετες παρατηρήσεις του Κατσαντώνη στην εν λόγω απόφαση, ο οποίος δέχεται πως «η ερμηνευόμενη διάταξη προϋποθέτει περιπτώσεις συμπράξεως περισσοτέρων δραστών, καλύπτει δηλαδή μόνο πράξεις συνδεομένας διά κοινής αιτιότητος, κατευθυνομένας προς εν εγκληματικόν αποτέλεσμα και εν ουδεμία περιπτώσει πράξεις, αι οποίαι απλώς συνέπεσε να τελεσθούν τυχαίως εις τον αυτόν τόπον και χρόνον». 49 Βλ Ε. Κωνσταντινίδης, Η συνάφεια στην ποινική δίκη, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., 2003, σελ.156-158 18

ιστορικό γεγονός. Δεν μπορεί, δηλαδή, να θεωρηθούν συναφή όλα τα εγκλήματα που τελέστηκαν στον ίδιο τόπο και χρόνο από πρόσωπα που δεν ήταν συμμέτοχοι, χωρίς να υπάρχει κανένα άλλο συνδετικό στοιχείο ανάμεσά τους. Τουναντίον, για να θεωρηθούν συναφή θα πρέπει να υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις επιμέρους εγκληματικές πράξεις, να ανήκουν σε ένα ενιαίο ιστορικό γεγονός που να επιτάσσει την ενιαία δικονομική τους αντιμετώπιση. Συνεπώς, μολονότι η προσήλωση στο γράμμα του νόμου οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα λόγω της κακότεχνης διατύπωσης της διάταξης, υπό το πρίσμα της τελολογικής ερμηνείας διαφαίνεται ορθώς πως στην ερευνώμενη μορφή συνάφειας περιλαμβάνονται, εκτός από τις περιπτώσεις παραυτουργίας, και εκείνες οι περιπτώσεις όπου υπάρχει χωροχρονική ταυτότητα, έλλειψη δεσμού συμμετοχής μεταξύ των περισσοτέρων προσώπων που τελούν τα εγκλήματα και υπαγωγή σε ένα ενιαίο ιστορικό συμβάν που επιτάσσει την ενιαία διερεύνησή για λόγους δικονομικής σκοπιμότητας. Σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση( άρθ.129 περ. β ΚΠΔ), συναφή θεωρούνται τα εγκλήματα που τελούνται από πολλούς εναντίον αλλήλων, είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Παρατηρείται μια διάκριση ουσιαστικά σε δύο υποπεριπτώσεις και συγκεκριμένα, α) εγκλήματα που τελούνται από πολλούς εναντίον αλλήλων συγχρόνως και β) εγκλήματα που τελούνται από πολλούς εναντίον αλλήλων σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Αναφορικά με την α υποπερίπτωση, υποστηρίζεται πως πέρα από τη χρονική υπονοείται και η τοπική ταυτότητα των επιμέρους εγκλημάτων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα από τη νομολογία που εντάσσονται στην εν λόγω περίπτωση είναι το έγκλημα της συμπλοκής αλλά και οι εξυβρίσεις στα πλαίσια του ίδιου επεισοδίου. Η εδώ, όμως, εντασσόμενη ύλη ουσιαστικά καλύπτεται ήδη από την δεύτερη περίπτωση συνάφειας, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, αφού προϋποθέτει τέλεση εγκλημάτων από πολλούς, όχι συμμέτοχους, εναντίον αλλήλων(=ενιαίο ιστορικό συμβάν) στον ίδιο τόπο και χρόνο(χωροχρονική ταυτότητα). Αναφορικά τώρα με την β υποπερίπτωση, μολονότι το γράμμα του νόμου επιτάσσει χρονική αλλά και τοπική ετερότητα των επιμέρους εγκληματικών πράξεων, στη θεωρία υποστηρίζεται πως αρκεί και μόνο η τοπική ή χρονική ετερότητα 50. Χαρακτηριστικά παραδείγματα συνιστούν τα ακόλουθα 51 : α)ο Α ξυλοφορτώνει τον Β στην πλατεία του χωριού, επειδή ο δεύτερος, πριν από ένα μήνα στη Θεσσαλονίκη, ισχυρίστηκε για τον πρώτο ψευδή γεγονότα δυνάμενα να βλάψουν την τιμή του. Άρα, ανάμεσα στη συκοφαντική δυσφήμιση και τη σωματική βλάβη υπάρχει σχέση 50 Βλ Ε. Κωνσταντινίδης(ό.π.) 51 Βλ Ε. Κωνσταντινίδης, Η συνάφεια στην ποινική δίκη, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., 2003, σελ.160 19

συνάφειας, β) Ο Α αφαιρεί κινητό αντικείμενο που ανήκει στον Β. Εντελώς συμπτωματικά την ίδια ώρα, σε διαφορετικό τόπο, ο Β προκαλεί με πρόθεση φθορές ευτελούς αξίας στο αυτοκίνητο του Α. Άρα, ανάμεσα στην κλοπή και την φθορά ευτελούς αξίας υπάρχει σχέση συνάφειας και γ) Ο Α βιάζει τη Β, που τον επισκέφθηκε στο σπίτι του. Μετά από ένα μήνα η Β πυροβολεί τον Α, στο σπίτι του και τον τραυματίζει στο πόδι. Άρα, ανάμεσα στον βιασμό και την επικίνδυνη σωματική βλάβη υπάρχει σχέση συνάφειας. Σύμφωνα με την τέταρτη περίπτωση( άρθ.129 περ. γ ΚΠΔ), συναφή θεωρούνται τα εγκλήματα που τελούνται με σκοπό να διευκολύνουν ή να κάνουν πιο εύστοχη την εκτέλεση ή να αποκρύψουν ένα από αυτά. Στη διάταξη παρατηρείται πλεονασμός αφού οι όροι «με σκοπό να διευκολύνουν» και «να κάνουν πιο εύστοχη» είναι εννοιολογικά ταυτόσημοι 52. Άρα, στην ουσία πρόκειται κι εδώ για δύο υποπεριπτώσεις, ήτοι α) εγκλήματα που τελούνται για να διευκολύνουν άλλα και β) εγκλήματα που τελούνται για να συγκαλύψουν άλλο έγκλημα. Αναφορικά με την α υποπερίπτωση, είναι αυτονόητο πως για την ενεργοποίηση της απαιτείται η τέλεση των εγκλημάτων από διαφορετικά πρόσωπα, καθώς αν τελούνται από το ίδιο πρόσωπο έχουμε συρροή και άρα συνάφεια της πρώτης περίπτωσης 53, όπως εκτέθηκε ανωτέρω. Χαρακτηριστικά παραδείγματα συνιστούν 54 : α) Εμπρησμός της οικίας του Α από τον Β, προκειμένου οι Γ και Δ να αφαιρέσουν ανενόχλητοι από την οικία του Α δικά του αντικείμενα, β) Θανάτωση του δεσμοφύλακα Α από τον Β, με στόχο να διευκολυνθούν στην απόδρασή τους οι κρατούμενοι Γ και Δ. Αναφορικά με την β υποπερίπτωση, και πάλι είναι αυτονόητο πως απαιτείται η διάπραξη των εγκλημάτων από διαφορετικά πρόσωπα 55, διότι αν τελούνται από το ίδιο πρόσωπο έχουμε συρροή που υπάγεται στην πρώτη περίπτωση συνάφειας, ενώ με μια ευρύτερη ερμηνεία του όρου «αποκρύπτουν» θα πρέπει να περιλάβουμε στην περίπτωση αυτή όλα εκείνα τα εγκλήματα που λειτουργούν συγκαλυπτικά κάποιου άλλου 56. Ακόμη, αδιάφορο είναι αν προηγείται ή έπεται το φέρον 52 Βλ το άρθ. 45 περ. γ στο σχέδιο του νέου ΚΠΔ, υπό την επιτροπή Μανωλεδάκη που χρησιμοποιεί μόνο τη φράση «με σκοπό να διευκολύνουν». 53 Βλ Ζησιάδης, Καίσαρης, Κονταξής, Σιφναίος, Στάικος που λανθασμένα εντάσσουν στην περίπτωση αυτή συνάφειας τα εγκλήματα που τελούνται από το ίδιο ή τα ίδια πρόσωπα. 54 Βλ Ε. Κωνσταντινίδης, Η συνάφεια στην ποινική δίκη, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., 2003, σελ. 162-163 55 Αντίθετη άποψη εκφράζει ο Ζησιάδης που θεωρεί αδιάφορο αν το δεύτερο έγκλημα ετελέσθη υπό του δράστη του πρώτου εγκλήματος, ούτινος ζητείται η απόκρυψις ή υπό οιουδήποτε ετέρου προσώπου. 56 Βλ το άρθ. 45 περ. γ στο σχέδιο του νέου ΚΠΔ, υπό την επιτροπή Ι.Μανωλεδάκη που αναφέρεται για «συγκαλυπτικά» άλλου εγκλήματα. 20

συγκαλυπτικό χαρακτήρα έγκλημα του έτερου εγκλήματος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα από τη νομολογία εφαρμογής της περίπτωσης αυτής συνάφειας συνιστούν: το έγκλημα της κλοπής ή ληστείας και της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος 57, η πλαστογραφία και η φοροδιαφυγή 58 και η υπόθαλψη εγκληματία και το ματαιούμενο κακούργημα ή πλημμέλημα 59. Εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται πως η διάταξη του άρθ.129 ΚΠΔ ουσιαστικά διακρίνει τέσσερις περιπτώσεις συνάφειας, οι οποίες απαριθμούνται περιοριστικά στο νόμο κι ως εκ τούτου θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά, ενώ οι όποιες ασάφειες ή νομοτεχνικές αστοχίες επισημάνθηκαν δεν μένει παρά να διορθωθούν με νομοθετική παρέμβαση. ii. «ΑΛΥΣΙΔΩΤΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑ»- «ΑΜΕΣΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ»: ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ; Μολονότι η απαρίθμηση των μορφών συνάφειας στο άρθ.129 ΚΠΔ είναι περιοριστική, όπως αναλυτικώς εκτέθηκε ανωτέρω, υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις εγκλημάτων που συναντώνται συχνά και στην πράξη, συγκεκριμένα αυτές της «αλυσιδωτής συνάφειας» και της «άμεσης συνύπαρξης συνάφειας και συμμετοχής», όπου η υπαγωγή τους στους κανόνες περί συνάφειας κρίνεται σκόπιμη. «Αλυσιδωτή συνάφεια» 60 έχουμε στην περίπτωση όπου δύο ή περισσότερα εγκλήματα, χωρίς να συνδέονται μεταξύ τους με κάποια μορφή συνάφειας, είναι όλα συναφή με μία ή περισσότερες άλλες εγκληματικές πράξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί εκείνο όπου ο Α διαπράττει δύο κλοπές. Κατά την τέλεση της πρώτης κλοπής καταδιώκεται από αστυνομικούς και ματαιώνεται η σύλληψη του επειδή ο Β τον μεταφέρει με το αυτοκίνητό του προκειμένου να αποφύγει την σύλληψη, ενώ μετά τη δεύτερη κλοπή ο Α παραδίδει τα κλοπιμαία στον Γ 61. «Άμεση συνύπαρξη συνάφειας και συμμετοχής» έχουμε στην περίπτωση που η εγκληματική δραστηριότητα συναπαρτίζεται από συναφή εγκλήματα και εγκλήματα που τελούνται με συμμετοχική δράση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί εκείνο όπου οι Α 57 Βλ ΑΠ 213/1989(ΠΧΡ 1989,816) 58 Βλ ΑΠ 992/1978(ΠΧΡ 1979,136) 59 Βλ ΑΠ 558/1972(ΠΧΡ 1972,691) 60 Κατ αντιστοιχία του όρου «αλυσιδωτή ηθική αυτουργία» 61 Παράδειγμα παρμένο από τον Ε.Κωνσταντινίδη(ό.π.), σελ.365 21

και Β τελούν κατά συναυτουργία βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη. Ο Α διαπράττει επιπρόσθετα και ληστεία, το προϊόν της οποίας αποδέχεται ο Γ 62. Στις περιπτώσεις,επομένως, της «αλυσιδωτής συνάφειας» και της «άμεσης συνύπαρξης συνάφειας και συμμετοχής» κρίνεται ορθότερη από τη θεωρία η υπαγωγή τους σε ένα διευρυμένο ρυθμιστικό πλαίσιο του άρθ.129 ΚΠΔ κι ως εκ τούτου η συνανάκριση και συνεκδίκαση βάσει των διατάξεων περί συνάφειας, εφόσον φυσικά αυτό δεν προκαλεί βλάβη. Εξάλλου, η προσήλωση στη γραμματική ερμηνεία του άρθ.129 ΚΠΔ θα οδηγούσε στον αποκλεισμό των περιπτώσεων αυτών από την εφαρμογή των κανόνων περί συνάφειας, αντιβαίνοντας στο πνεύμα και στο σκοπό των διατάξεων περί συνάφειας για ορθή απονομή της δικαιοσύνης και αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων με την κρίση του συνόλου της υπόθεσης. Ως εκ τούτου ορθώς κρίνεται ωφέλιμη η υπαγωγή των περιπτώσεων αυτών στην έννοια της συνάφειας, θέση την οποία θα πρέπει να ακολουθεί και η δικαστηριακή πρακτική. iii. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΠΕΡΙ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ Προκειμένου να εφαρμοστούν οι κανόνες περί συνάφειας, εφόσον φυσικά πρόκειται για εγκλήματα συναφή που υπάγονται σε κάποια από τις περιπτώσεις συνάφειας που αναλύθηκαν ανωτέρω, θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Αυτονόητη προϋπόθεση συνιστά η ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων εγκλημάτων, τα οποία τυποποιούνται στο νόμο ως αυτοτελείς αξιόποινες πράξεις(άρθ.14 ΠΚ), αφού η συνανάκριση και συνεκδίκαση προϋποθέτει περισσότερα του ενός εγκλήματα. Αν πρόκειται για την ίδια αξιόποινη πράξη για την οποία ασκήθηκαν δύο διαφορετικές διώξεις δεν μπορούμε φυσικά να κάνουμε λόγο για εφαρμογή των κανόνων περί συνάφειας, αφού ένα έγκλημα υφίσταται, και συνεπώς θα υφίσταται είτε δεδικασμένο, αν εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση για μία από τις ποινικές διώξεις(άρθ.57 ΚΠΔ) είτε εκκρεμοδικία, αν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου εκτός από το αμετάκλητο. Ομοίως, στην περίπτωση της φαινομενικής κατ ιδέα συρροής δεν τίθεται ζήτημα συνάφειας, αφού μία είναι η αξιόποινη πράξη απλώς εμπίπτει σε περισσότερες νομοθετικές διατάξεις όπου τελικά μία μόνο θα εφαρμοσθεί, όπως π.χ. η θανάτωση βρέφους που εμπίπτει τόσο στη 62 Παράδειγμα παρμένο από τον Ε.Κωνσταντινίδη(ό.π.), σελ.368 22

διάταξη του άρθ.299 ΠΚ(ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) όσο και στη διάταξη του άρθ.303 ΠΚ(παιδοκτονία) 63. β) Ακόμη, απαραίτητο είναι να εκκρεμεί η εκδίκαση των περισσοτέρων εγκλημάτων και μάλιστα ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, να έχει δηλαδή κινηθεί η ποινική δίωξη για όλα τα συναφή εγκλήματα και να εκκρεμεί η εκδίκασή τους. Μάλιστα, αν η ποινική δίωξη δεν κινήθηκε για όλες τις συναφείς πράξεις, η συνεκδίκασή τους μετέπειτα απαιτεί να εκκρεμούν ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου 64. Εάν ακόμη για το ένα από τα δύο εγκλήματα επιβληθεί αναστολή της ποινικής δίωξης ή αποχή από αυτήν, ανατρέπονται και δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι κανόνες περί συνάφειας 65. γ) Τέλος, όπως εκτέθηκε και σε προηγούμενο σημείο της παρούσας, απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των κανόνων περί συνάφειας είναι να μην προκαλείται βλάβη από τη συνανάκριση και συνεκδίκαση των συναφών εγκλημάτων(άρθ.128 παρ.1 εδ. α ΚΠΔ) 66. Το πότε η συνανάκριση ή συνεκδίκαση των συναφών εγκλημάτων προκαλεί βλάβη, οπότε και μπορεί να διαταχθεί ο χωρισμός των υποθέσεων, ανάγεται, κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθ.130 παρ.2 ΚΠΔ, σε ιδιαίτερους λόγους που αφορούν την ασφαλέστερη διάγνωση της αλήθειας ή την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης 67. Οι λόγοι αυτοί, στους οποίους μεταξύ άλλων νομολογιακά 63 Αναφορικά με το κατ εξακολούθηση έγκλημα και την φαινομενική πραγματική συρροή βλ κεφ II.I.i. της παρούσας για την υπαγωγή τους στην περίπτωση α του άρθ.129 ΚΠΔ. 64 Βλ Λ. Μαργαρίτης, ο οποίος δέχεται πως η διάταξη του άρθ.128 ΚΠΔ δεν χορηγεί στο κατώτερο δικαστήριο δικαίωμα παραπομπής της υπόθεσης που αρμοδίως εισήχθη ενώπιον του, με σκοπό τη συνεκδίκασή της με άλλη βαρύτερη πράξη που εκκρεμεί σε δικαστήριο ανώτερου βαθμού δικαιοδοσίας, αλλά και την αντίθετη άποψη, Μ. Μαργαρίτης και ΤρΣτρατΑθ 1794/1993(ΠΧΡ 1994,107) όπου υποστηρίζεται ότι η συνεκδίκαση είναι επιτρεπτή και όταν οι υποθέσεις εκκρεμούν σε διαφορετικά δικαστήρια, οπότε μπορεί να διαταχθεί η παραπομπή από το ένα δικαστήριο στο άλλο. 65 Βλ άρθ.44(=αναβολή και αναστολή της ποινικής δίωξης σε περίπτωση πλημμελήματος, αν η ποινή που πιθανολογείται ότι θα επιβληθεί είναι μηδαμινή συγκριτικά με την εκτιόμενη ήδη από άλλη πράξη ποινή), 45(=αποχή από την ποινική δίωξη για την πράξη της οποίας η αποκάλυψη απειλήθηκε με την εκβίαση για την οποία ήταν δυνατό να διωχθεί αυτός που εξαπατήθηκε) και 45 Α (=αποχή από την ποινική δίωξη ανηλίκου για πταίσμα ή πλημμέλημα, αν κριθεί ότι δεν είναι αναγκαία για τη συγκράτηση από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων) ΚΠΔ, όπου οι δυνητικές δικονομικές ρυθμίσεις αποκλεισμού της συνάφειας εισάγουν κάμψη της αρχής της νομιμότητας έναντι της αρχής της σκοπιμότητας. 66 Βλ μ.α. ΑΠ 177/2010(ΠΔ/ΝΗ 2010,1086), ΑΠ 809/2006(ΠΛογ 2006,750) 67 Βλ ΣυμβΕφΘεσ 990/2005(ΠΔ/ΝΗ 2005,1128), ΣυμβΠλημΑθ 1559/2010(ΝοΒ 59/2011) 23

αναγνωρίσθηκε ο κίνδυνος παραγραφής κάποιου από τα συναφή εγκλήματα 68, η προσωρινή κράτηση του κατηγορούμενου για ένα από τα περισσότερα συναφή εγκλήματα, αλλά και η ανάγκη διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης για κάποιο από τα συναφή εγκλήματα, κρίνονται από τον εισαγγελέα, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αναλόγως του δικονομικού σταδίου στο οποίο τίθεται το ζήτημα περί χωρισμού των υποθέσεων 69. Αν, επομένως, η συνεκδίκαση των συναφών εγκλημάτων, η οποία αποτελεί τον κανόνα, κρίνεται πως μπορεί να προκαλέσει βλάβη, τότε και μόνο επιβάλλεται ο χωρισμός των υποθέσεων. iv. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ Η παρέκταση της καθ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητας λόγω συνάφειας, ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις απαγορεύεται ρητά από το νόμο. Ενώ μπορεί δηλαδή να συντρέχει περίπτωση συναφών εγκλημάτων κατ άρθ.128,129 ΚΠΔ, ο νομοθέτης ρητώς προέβλεψε με ειδικές διατάξεις την απαγόρευση της συνανάκρισης και συνεκδίκασης λόγω συνάφειας. Τέτοιες περιπτώσεις νομοθετικού αποκλεισμού εφαρμογής των κανόνων περί συνάφειας προβλέπονταν για τα αδικήματα της λαθρεμπορίας αλλά και για τα εγκλήματα της παράνομης οπλοφορίας και οπλοκατοχής, όπου σήμερα όμως δεν συντρέχει λόγος αποκλεισμού της συνάφειας. Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθ.122 παρ.8 του προϊσχύσαντος Ν 1165/1918 «περί Τελωνειακού Κώδικος» προέβλεπε πως «συρρεόντων και άλλων εις βαθμόν κακουργήματος αδικημάτων, δεν εφαρμόζονται οι περί συνάφειας ορισμοί της Ποινικής δικονομίας, αλλά το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας χωρίζεται και εισάγεται κατά τα άρθ.122 και επ. του νόμου τούτου». Η διάταξη αυτή διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθ.592 παρ.1 περ. ε ΚΠΔ, αλλά καταργήθηκε με το άρθ.5 παρ.14 του Ν 1738/1987. Επαναφέρθηκε, ωστόσο, με το άρθ.172 παρ.6 του Ν 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» όπου προέβλεπε πως «εάν συρρέουν και άλλα αδικήματα σε βαθμό κακουργήματος, δεν εφαρμόζονται οι περί συνάφειας ορισμοί της Ποινικής δικονομία, αλλά το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας χωρίζεται και εισάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου», για να καταργηθεί μια για πάντα με το άρθ.45 παρ.19 του Ν 2992/2002, οπότε και έκτοτε δεν γεννάται αμφιβολία εφαρμογής των κανόνων περί συνάφειας σε αδικήματα λαθρεμπορίας όταν 68 Βλ ΑΠ 530/2010(ΝΟΜΟΣ) που διατάσσει το χωρισμό ως προς τις πλημμεληματικές πράξεις λόγω επικείμενης παραγραφής 69 Στη θεωρία υποστήριξη βρήκε και η άποψη πως «βλάβη» ως δικαιολογητικός λόγος χωρισμού των συναφών εγκλημάτων μπορεί να αποτελεί και η ενδεχόμενη συρρίκνωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου π.χ. περιορισμός ενδίκων μέσων. Ωστόσο, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν 3904/2010 η άποψη αυτή δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα. 24

συρρέουν με άλλα εγκλήματα. Σχετικά με τα αδικήματα της παράνομης οπλοφορίας και οπλοκατοχής, η διάταξη του άρθ.128 παρ.3 εδ. β ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ.15 του ΝΔ 4090/1960, προέβλεπε πως «τα πλημμελήματα της παράνομης οπλοφορίας, της παράνομης κατοχής όπλων, χειροβομβίδων και εκρηκτικών υλών και της φυγοδικίας, όταν είναι συναφή με κακουργήματα, χωρίζονται και δικάζονται από το δικαστήριο των συνέδρων αμέσως μετά την ετυμηγορία των ενόρκων για το κακούργημα». Τη συγκεκριμένη ρύθμιση κατήργησε το άρθ.38 παρ.1 περ. δ του Ν 2168/1993, οπότε και έκτοτε στα πλημμελήματα αυτά εφαρμόζονται οι κανόνες περί συνάφειας 70. Περιπτώσεις, οι οποίες θα εκτεθούν στη συνέχεια, όπου προβλέπεται νομοθετικά ο αποκλεισμός της συνάφειας και είναι σε ισχύ συναντάμε σε περίπτωση ύπαρξης προδικαστικού ζητήματος και ειδικότερα στο αδίκημα της δυσφήμησης αλλά και στην περίπτωση που κάποιος από τους δράστες είναι ανήλικος 71. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με το άρθ.59 ΚΠΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ.6 του Ν 3346/2005, «όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται έως ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη», κατά δε την παρ.2 του αυτού άρθρου, «στις περιπτώσεις των άρθ.224,229,362,363 του ΠΚ, αν για το γεγονός για το οποίο δόθηκε όρκος ή έγινε η καταμήνυση ή ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος ασκήθηκε ποινική δίωξη, ο Εισαγγελέας πλημμελειοδικών μετά την προκαταρκτική εξέταση αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια ως το τέλος της ποινικής δίωξης κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα εφετών» 72. Η προβλεπόμενη, δηλαδή, ως άνω 70 Βλ ΜΟΕφΠατρ 87-88/1993(ΠΧΡ 1994,396) όπου κρίθηκε πως η καταργητική αυτή διάταξη είχε, ούσα δικονομική, αναδρομική δύναμη, καταλαμβάνουσα και τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο μέρος τους. 71 Η προγενέστερη διάταξη του άρθ. 123 παρ. 4 ΠΚ, η οποία είχε θεσπιστεί με το άρθ. 18 παρ. 2 του Ν 1729/1987, καταργήθηκε όμως με το άρθ.1 παρ.4 του Ν 3189/2003, προέβλεπε πως «σε κάθε περίπτωση συμμετοχής ανηλίκου σε αξιόποινες πράξεις του νόμου αυτού(περί ναρκωτικών) ή σε κάθε περίπτωση συνάφειας οποιασδήποτε πράξης ανηλίκου σε αξιόποινες πράξεις του νόμου αυτού που τελέστηκαν από ενήλικους, η υπόθεση χωρίζεται πάντοτε ως προς τον ανήλικο». Αποκλείονταν, δηλαδή, η λειτουργία του θεσμού της συνάφειας για οποιαδήποτε πράξη ανηλίκου που ρυθμιζόταν από το Ν 1729/1987, η οποία ήταν συναφής με πράξη ενηλίκου που ρυθμιζόταν και αυτή από το Ν 1729/1987, και επομένως η υπόθεση χωριζόταν ως προς τον ανήλικο δράστη. Μετά την κατάργηση της διάταξης όμως αυτής ο ανήλικος δράστης υπάγεται στη γενική διάταξη του άρθ.130 παρ.3 ΚΠΔ, όπως αναλύεται στη συνέχεια της παρούσης. 72 Βλ ΤριμΕφΠειρ 268,270/2015(Αρμ 2015,1564), το οποίο έκρινε πως θα πρέπει να αναβληθεί η εκδίκαση των πλημμελημάτων της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ εξακολούθηση από κοινού και κατά μόνας, της συκοφαντικής δυσφήμησης ανωνύμου εταιρίας και της ψευδορκίας μάρτυρα μέχρι την έκδοση αμετάκλητης 25