ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Ε Υ Τ Ε Ρ Α 2 7 M AΪ Ο Υ 2 0 1 3 ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Δ Ι Δ Α Γ Μ Ε Ν Ο Κ Ε Ι Μ Ε Ν Ο Α1. Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη - κράτος είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συγκροτηθεί για την επίτευξη κάποιου αγαθού (γιατί όλοι κάνουν τα πάντα για να πετύχουν εκείνο που τους φαίνεται ότι είναι καλό) είναι φανερό ότι όλες (οι κοινότητες) έχουν για στόχο τους κάποιο αγαθό και μάλιστα αυτή που είναι ανώτερη από όλες και κλείνει μέσα της όλες τις άλλες (επιδιώκει) το ανώτερο από όλα τα αγαθά. Αυτή είναι η λεγόμενη πόλη, η πολιτική κοινωνία. Επειδή όμως η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που το καθένα τους είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρωτύτερα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης. Γιατί η πόλη είναι ένα σύνολο πολιτών. Ώστε ποιον πρέπει ν αποκαλούμε πολίτη και ποιος είναι ο πολίτης πρέπει να εξετάσουμε. Γιατί για τη λέξη πολίτης διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές γνώμες. Γιατί δεν υπάρχει μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης. Αυτός που είναι πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα συχνά δεν είναι πολίτης σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα. Β1. Ο Αριστοτέλης ξεκινά την έρευνά του με έναν παραγωγικό συλλογισμό για να αποδείξει ότι η πόλη είναι η τελειότερη μορφή κοινωνίας που αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά. Η δομή του συλλογισμού είναι: Πρώτη προκείμενη: Η πόλη κράτος είναι μία κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης «πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινά οὖσαν». Δεύτερη προκείμενη: Κάθε κοινωνία μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό. «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν». Συμπέρασμα: Η πόλη που είναι η ανώτερη μορφή κοινωνίας, αφού εμπεριέχει όλες τις άλλες, αποβλέπει στο κυριότερο από όλα τα αγαθά «μάλιστα δέ και τοῦ Χ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ 82 ΚΟΜΟΤΗΝΗ WWW.SXOLH-OMHROS.GR Σελίδα 1
κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καί πάσας περιέχουσας τάς ἄλλας». Στην πρώτη προκείμενη μπορούμε να διακρίνουμε το προσεχές γένος της έννοιας «πόλις» που είναι ο όρος «κοινωνία». Στη δεύτερη προκείμενη διαπιστώνουμε την τελεολογική σκέψη του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία κάθε κοινότητα έχει συγκροτηθεί για να εξυπηρετήσει κάποιο σκοπό («τέλος»). Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις άλλες μορφές συμβίωσης και στην πόλη είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει η πόλη, που είναι η ευδαιμονία των πολιτών, το ανώτερο από όλα τα αγαθά των άλλων κοινωνιών. Εμείς βέβαια γνωρίζουμε από τα Ηθικά Νικομάχεια ότι η ευδαιμονία είναι σκοπός ύπαρξης και στόχος και άλλων κοινωνιών. Παράδειγμα, αυτοί που πολεμούν μαζί επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη και την κατάκτηση αγαθών. Οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων (σχόλιο από το σχολικό βιβλίο). Με λίγα λόγια παρατηρούμε ότι ο στόχος της πόλης ταυτίζεται με το στόχο των άλλων κοινωνιών. Στην πραγματικότητα όμως ταυτίζονται μόνο φαινομενικά, γιατί υπάρχει μια διαφορά ανάμεσά τους. Ενώ οι υπόλοιπες κοινωνίες στοχεύουν στο ειδικό συμφέρον, η πόλη έχει ως στόχο της το γενικό συμφέρον που είναι η ευδαιμονία όλων των πολιτών. Β2. Ο Αριστοτέλης δηλώνει πως πριν διερευνήσει την έννοια της πόλης πρέπει να διερευνήσει την έννοια του πολίτη. Αυτό πρέπει να γίνει για δύο λόγους. Πρώτος λόγος: «ἡ γάρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθος ἔστιν». Επειδή η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων («τῶν συγκειμένων»), είναι δηλαδή ένα όλον που αποτελείται από μέρη («ἐκ πολλῶν μορίων»), ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι πρώτα πρέπει να εξετάσει τη φύση του πολίτη, για να κατανοήσουμε το μέρος και στη συνέχεια το όλον που είναι η πόλη. Δεύτερος λόγος: «καί γάρ ὁ πολίτης οὑκ ἔστιν πολίτης». Ο δεύτερος λόγος λοιπόν που πρέπει να διερευνηθεί η έννοια «πολίτης», δεν είναι μόνο για να γίνει κατανοητή η έννοια της πόλης, αλλά και για να διασαφηνιστεί το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης», για το οποίο δεν υπάρχει ομοφωνία. Δεν υπάρχουν δηλαδή σταθερά κριτήρια που να ορίζουν ποιος πρέπει να είναι πολίτης σε κάθε πόλη. Έτσι συμβαίνει άτομο που είναι πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα να μην είναι πολίτης σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα («ἕστι γάρ τις ὅς ἐν δημοκρατία ἐστί πολίτης»). Για παράδειγμα σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα για να γίνει κανείς πολίτης έπρεπε να είναι ελεύθερος, ενώ σε ένα αριστοκρατικό να είναι ευγενικής καταγωγής και ανδρείος. Επιπλέον, ούτε ο τόπος κατοικίας ούτε το δικαίωμα εμφάνισης κάποιου στο δικαστήριο ως ενάγοντος και ως εναγόμενου μπορούσαν να Χ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ 82 ΚΟΜΟΤΗΝΗ WWW.SXOLH-OMHROS.GR Σελίδα 2
χαρακτηρίσουν κάποιον πολίτη («οὐ τῶ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν», «οὐδ τῶν δικαίων μετέχοντες καί δικάζεσθαι»). Ως παράδειγμα ο Αριστοτέλης αναφέρει τους μέτοικους και τους δούλους, οι οποίοι, αν και ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στη Αθήνα, δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Αντίστοιχα και το δικαίωμα εμφάνισης κάποιου στο δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλές κριτήριο για τον ορισμό του πολίτη. Κι αυτό γιατί πολίτες άλλων πόλεων μπορούν να έχουν αυτό το δικαίωμα χάρη σε ειδικές συμφωνίες (κυρίως εμπορικές) ανάμεσα στους πολίτες διαφορετικών πόλων. Σε άλλο σημείο του τρίτου βιβλίου των Πολιτικών, ο Αριστοτέλης αναφέρει ως παράδειγμα τους Τυρρηνούς και τους Καρχηδόνιους που αν και τους ένωναν εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες, δεν θεωρούνταν ότι ανήκουν στην ίδια πολιτική κοινωνία ως πολίτες. Στη συνέχεια, ο Αριστοτέλης καταλήγει σε δύο καταφατικά κριτήρια που ορίζουν την έννοια του πολίτη. Το πρώτο είναι η συμμετοχή του πολίτη στην πολιτική εξουσία («μετέχειν ἀρχῆς») και το δεύτερο η συμμετοχή του στη δικαστική εξουσία («μετέχειν κρίσεως»). Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί πολίτη ενός κράτους αυτόν που συμμετέχει ενεργά στα κοινά, στα διάφορα δηλ. όργανα που έπαιρναν αποφάσεις, όπως είναι η εκκλησία του δήμου, η βουλή και ως δικαστές στα διάφορα δικαστήρια της εποχής εκείνης (Άρειος Πάγος, Ηλιαία). Μετά τον ορισμό του πολίτη, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος δίνει τον ορισμό της πόλης σε σχέση με τον πολίτη («πόλιν δέ τό τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανόν πρός αὐτάρκειαν ζωῆς»). Οι πολίτες που απαρτίζουν την πόλη είναι ενεργοί πολίτες, αφού συμμετέχουν στη δικαστική και πολιτική εξουσία. Η συμμετοχή τους αυτή δείχνει υψηλό πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Φανερώνει την ύπαρξη ισότητας αλλά και την ύπαρξη της δημοκρατίας. Φανερώνει πως η πόλη αυτή αποτελείται από ικανούς πολίτες που ξέρουν να ξεχωρίζουν το δίκαιο και το άδικο, το καλό και το κακό. Επομένως, τέτοιου είδους άνθρωποι είναι ηθικά ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Η πόλη από τη δική της πλευρά ως στόχο ύπαρξης έχει την εξασφάλιση της αυτάρκειας σε όλους τους τομείς της ζωής των πολιτών. Μόνο μέσα λοιπόν σ αυτήν την πόλη και από την πόλη, οι πολίτες θα μπορέσουν να έχουν επάρκεια και να ζήσουν ευτυχισμένοι. Β3. Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο Αριστοτέλης στο πρωτότυπο κείμενο, η πόλη είναι μία κοινωνική οντότητα ανώτερη από τις υπόλοιπες κοινωνικές οντότητες που εμπεριέχονται σ αυτή. Η πρώτη είναι η οικογένεια («ὁ οἷκος»), η οποία ήταν αποτέλεσμα του φυσικού «συνδυασμού» του άρρενος και του θήλεος. Σκοπός της ήταν η ικανοποίηση των καθημερινών βιοτικών αναγκών του ανθρώπου και η διαιώνιση του είδους. Η δεύτερη κοινωνική οντότητα ήταν το χωριό («ἡ κώμη»). Αυτή σχηματίστηκε από πολλές οικογένειες και είχε σκοπό την ικανοποίηση ανώτερων αναγκών από τις καθημερινές ανάγκες του Χ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ 82 ΚΟΜΟΤΗΝΗ WWW.SXOLH-OMHROS.GR Σελίδα 3
ανθρώπου. Τέτοιες ήταν οι πνευματικές ανάγκες του, όπως για παράδειγμα η ανάγκη λατρείας του θείου ή για απόδοση δικαιοσύνης. Η Τρίτη κοινωνική οντότητα ήταν η «πόλις», η οποία προήλθε από τη συνένωση περισσότερων χωρίων. Η ειδοποιός διαφορά της πόλης από τις άλλες κοινωνικές οντότητες είναι ότι η πόλη αποτελεί μία τέλεια κοινωνική οντότητα. Σύμφωνα με την τελεολογική αντίληψη κάθε ον είναι προορισμένο από τη φύση του να επιτελέσει ένα στόχο (τέλος). Τέλος λοιπόν είναι ο στόχος, η τελείωση, η ολοκλήρωση. Άρα η πόλη είναι μια τέλεια κοινωνική οντότητα αφού αποτελεί την ολοκλήρωση του εξελικτικού κύκλου (οικία κώμη πόλις). Είναι τέλεια γιατί συγκροτήθηκε για να εξασφαλίσει όχι μόνο την επιβίωση του ανθρώπου αλλά και το «εὖ ζῆν», την καλή ζωή. Και αυτό το πετυχαίνει εξασφαλίζοντας την αυτάρκεια. Μια πόλη είναι αυτάρκης αν η γεωγραφική της θέση της εξασφαλίζει άφθονα τα υλικά αγαθά και τη βοηθάει στην εμπορική της ανάπτυξη. Είναι αυτάρκης αν έχει τις απαραίτητες αμυντικές δυνατότητες, αν διαθέτει σύστημα χρηστής διοίκησης και απονομής της δικαιοσύνης, αν είναι ανεξάρτητη και δε χρειάζεται εξωτερική βοήθεια για να καλύψει τις υλικές, ηθικές, πνευματικές και κοινωνικές της ανάγκες. Άρα, αφού οι πρώτες κοινωνικές οντότητες (οικογένεια, χωριό) ήρθαν στην ύπαρξη εκ φύσεως, επειδή δηλαδή είχαν να επιτελέσουν ένα σκοπό δοσμένο από τη φύση, και αφού η πόλη είναι η ολοκλήρωση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων, τότε η πόλη υπάρχει εκ φύσεως. Επίσης, κάθε ον από τη φύση του υπηρετεί ένα στόχο που είναι κάτι το άριστο. Ο στόχος της πόλης είναι η αυτάρκεια, που είναι κάτι το έξοχο. Άρα, η πόλη υπάρχει εκ φύσεως. Β4. Σελ. σχολ. βιβλίου 178 179 «επειδή διαβάζοντας την πόλιν». Β5. ενόραση: ὁρῶμεν σύσταση: συνεστηκυῖαν, συνεστώτων κατάσχεση: περιέχουσα, μετέχοντες, ὑπέχειν, μετέχειν σύγκλητος: καλεῖν, καλουμένη κειμήλιο: συγκειμένων σκόπιμος: σκεπτέον άρχοντας: ἀρχῆς άφαντος: φανερόν ρητό: λέγομεν, εἰπεῖν άφιξη: ἱκανόν Γ1. Δεν καταγγέλλεται λοιπόν και από κάποιους μετοίκους και από υπηρέτες τίποτα σχετικά με τις Ερμές, αλλά αντίθετα (καταγγέλλονται) κάποιοι ακρωτηριασμοί άλλων αγαλμάτων που είχαν γίνει πρωτύτερα από νεώτερους σε ηλικία πάνω στη διασκέδαση και στο κρασί (που Χ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ 82 ΚΟΜΟΤΗΝΗ WWW.SXOLH-OMHROS.GR Σελίδα 4
διασκέδαζαν μεθυσμένοι) και (καταγγέλλεται) συγχρόνως ότι είχαν παραστήσει τα μυστήρια (εν. τα Ελευσίνια) σε σπίτια με απρέπεια. Γι αυτά κατηγορούσαν και τον Αλκιβιάδη. Και υποστηρίζοντας αυτά όσοι ήταν δυσαρεστημένοι περισσότερο με τον Αλκιβιάδη, διότι τους ήταν εμπόδιο, ώστε να μην έχουν σίγουρη την ηγεσία της δημοκρατικής παράταξης, και επειδή νόμιζαν ότι, αν τον εξόριζαν, θα ήταν πρώτοι, μεγαλοποιούσαν τα συμβάντα και φώναζαν ότι και τα μυστήρια και ο ακρωτηριασμός των Ερμών έγιναν με σκοπό την κατάλυση της δημοκρατίας και ότι τίποτα από αυτά δεν διαπράχθηκε χωρίς τη συμμετοχή εκείνου, προσθέτοντας στο τέλος αποδείξεις για την υπόλοιπη αντιδημοκρατική και παραβατική συμπεριφορά του στις ασχολίες του. Γ2. τινά ὕβριν οὖσι μάλα ἐπαιτιῶ ὑποληφθεῖσι ἐξελῶεν βοᾶν ἔσται πεπράχθω Γ3. α) περί των ἑρμῶν: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο «μηνύεται». ὑπό νεωτέρων: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου στο «γεγενημέναι». τά μυστήρια: υποκείμενο στο «ποιεῖται» (αττική σύνταξη). τόν Αλκιβιάδην: αντικείμενο στο «ἐπῃτιῶντο». δήμου: ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός ως γενική αντικειμενική στο «καταλύσει». αὐτοῦ: ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός ως γενική υποκειμενική στο «παρανομίαν». β) Ο υποθετικός λόγος του κειμένου είναι: εἰ αυτόν ἐξελάσειαν (υπόθεση, εἰ + ευκτική), πρῶτοι ἄν εἶναι (απόδοση, δυνητικό απαρέμφατο). Είναι εξαρτημένος υποθετικός λόγος (εξάρτηση από τη μετοχή νομίσαντες) και δηλώνει απλή σκέψη. Επιμέλεια: Καρδίμη Σταυρούλα Αθανασιάδου Δέσποινα, Φιλόλογοι Χ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ 82 ΚΟΜΟΤΗΝΗ WWW.SXOLH-OMHROS.GR Σελίδα 5