Ερευνητική Εργασία Α Τετραμήνου 2015/2016. «Επαγγέλματα που χάθηκαν ή άλλαξαν με το πέρασμα του χρόνου»

Σχετικά έγγραφα
Παλιά επαγγέλματα που χάθηκαν.

Παραδοσιακά Επαγγέλματα

Επαγγέλματα που έχουν εκλείψει

Παλιά επαγγέλματα που χάθηκαν. Μαθήτρια: Μαρία Αβράμη & Βίκυ Τζοβάρα

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΟΣ ΧΑΡΗΣ ΔΑΝΔΟΥΛΑΚΗΣ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Επαγγέλματα του Παρελθόντος

Παοαδξζιακά επαγγέλμαηα πξυ χάθηκαμ ή άλλαναμ ζηξ χοόμξ

Κυπριακά Παραδοσιακά Επαγγέλματα Cyprus Olden Times Jobs. ΙΒ Δημοτικό Σχολείο Πάφου «Πεύκιος Γεωργιάδης» 2012

Τα επαγγέλματα που χάθηκαν ή χάνονται ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΧΑΙΡΑ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

«Τα επαγγέλματα που χάνονται στο πέρασμα του χρόνου»

ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ ΒΑΡΕΛΑΣ ΕΥΘΥΜΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΙΜΙΛΙΑ

Επάγγελμα είναι η κύρια και μόνιμη βιοποριστική εργασία που κάνει κάποιος για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα αγαθά για τη ζωή. Στην αρχή ο άνθρωπος

Επίσκεψη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης

Καλλιεργώντας τη γη. νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου

Σωστά το μαντέψατε! Τρώω σποράκια, μα πιο πολύ μου αρέσουν οι σπόροι του σιταριού!

Ο κύκλος της ζωής των Μαστόρων στα Προπολεμικά χρόνια

Παλιά επαγγέλματα ζωντανέψτε!!!

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ. Από τα παιδιά της Ε τάξης Υπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Σύλβια Νεάρχου

Χημεία και Καθημερινή ζωή

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ. Αλεξανδρος Δημήτρης

Γανωτής. Το εργαστήριο του γανωτή Το εργαστήριο του γανωτή είχε όλα τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία. α) Υλικά:

Το χρυσαφένιο στάρι: από το όργωμα στο ψωμί

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΕΙΔΙΚΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΥΡΓΟΥ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Κατανόηση προφορικού λόγου

Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΒΛΑΧΟΚΕΡΑΣΙΑΣ

Συνάντηση με την παράδοση στο σχολείο μας

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Ανάποδο προφιτερόλ, από τον Ακη και το akispetretzikis.com!

1ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ Γ ΤΑΞΗ. Υπεύθυνη δασκάλα: Καρακάση Μαρία Σχολικό Έτος:

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Ήθη και έθιμα του Πάσχα σε όλη την Ελλάδα

Μια μέρα στη ζωή μιας καλαθοποιού

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Brownie με διπλή κρέμα και σοκολάτα απο τoν Παναγιώτη Θεοδωρίτση και τις «Συνταγές Πάνος»!

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ TΩΝ ΔΙΚΩΝ ΣΑΣ ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΩΝ ΚΕΡΙΩΝ

ΠΛΑΣΤΗΡΙ, ΤΑΨΙ. Έβαζαν πάνω τα καρβέλια να φουσκώσουν.

Στο πρόγραμμα συμμετείχαν οι μαθητές:

ΦΥΛΛΟΜΗΧΑΝΗ Ο ΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ & ΣΥΝΤΑΓΗ. Κωδικός προϊόντος: /

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Πώς περνάμε τη μέρα μας;

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Μια μέρα στη ζωή μιας γυναίκας που φτιάχνει «μαρτενίτσες»

Πίτα χωριάτικη με κιμά, μελιτζάνα και πράσο

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Ένας «χάρτης» από λέξεις. ο αγρότης. είναι. μας προσφέρουν πρoϊόντα. που ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ. που. μας προσφέρουν υπηρεσίες ...

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό:

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Χριστουγεννιάτικα στολίδια από ανακυκλώσιμα υλικά!

Θέμα: «Αλεύρι,Σιτάρι,Ψωμί».

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α ΜΕΡΟΣ. Μαθαίνω να σχηµατίζω απλές προτάσεις Μαθαίνω να οµορφαίνω τις προτάσεις µου... 17

Από τα παιδιά της Γ τάξης του 14/θ Μειονοτικού Σχολείου Κενταύρου

Το Τριώδιο ή αλλιώς Αποκριά είναι μια περίοδος 3 εβδομάδων που γιορτάζουμε κάθε χρόνο πριν από τη Σαρακοστή του Πάσχα.

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Αγκινάρες. Μουσακάς με αγκινάρες. ΥΛΙΚΑ (για 6 άτομα)

3 ο Γενικό Λύκειο Άργους Ερευνητική Εργασία Α Λυκείου Τα παραδοσιακά επαγγέλματα στην Αργολίδα του χθες

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Το ατσαλένιο μέρος να είναι πρώτης ποιότητας: και αρκετά βαρύ για να μας εξυπηρετεί στη δουλεία μας.

ια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, τόσο μακρινή

Η ιστορία του χωριού μου μέσα από φωτογραφίες

Γεωργία. Κτηνοτροφία

Διάλογος 1: Πρόγευμα και ψώνια Διάλογος 2: Λιχουδιές και κεράσματα Διάλογος 3: Επίσκεψη στο εστιατόριο Διάλογος 4: Βοήθεια στο φαγητό, σερβίρισμα

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Σαρλότ Σοκολάτας, απίθανη, «Γλυκοπλαστείο Νεανικόν»!

Αμερικάνικη κολοκυθόπιτα, από την Δήμητρα και τον Λευτέρη του Foodstates.gr!

ΑΛΓΕΒΡΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΛΥΣΗ - ΑΝΔΡΕΣΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΣΚΕΥΗ (ΠΑΛΑΤΙ-ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ- ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ) 5 η ομάδα

Εκτροφή Μεταξοσκώληκα

ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΤΟΥ ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΑΡΝΑΒΑ

γεύσεις Αρχαίων και Βυζαντινών Τα σκεύη του χθες στο σήμερα!

Φρόντισε το σημείο που θα ανάψεις φωτιά να μην είναι κοντά σε: θάμνους η κάτω από δέντρα.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Το σχολείο του μέλλοντος

Γ1, 3 ο Δημοτικό σχολείο Αρτέμιδας

Μεσογειακή Διατροφή. Γιώργος Γρηγορίου

Ενότητα: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Η λέξη λικέρ, προέρχεται από την λατινική λέξη liquifacere που σημαίνει διαλύω. Στην αρχαιότητα, τα χρησιμοποιούσαν ως φαρμακευτικά και αντιμετώπιζαν

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ. Ομάδα 7 η Αγορά Συνήθειες Χώρος Έπιπλα. Λεωνίδας Κραλίδης Έλενα Τασίου

Μεσογειακή διατροφή είναι όρος που επινοήθηκε από τον φυσιολόγο Άνσελ Κις για να περιγράψει το μοντέλο διατροφής, το οποίο ακολουθούσαν οι λαοί των

Μια φορά κι έναν καιρό

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ - ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΣ. Μια ιστορία σαν όνειρο...

ΗΛΙΑΚΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ - ΚΟΥΤΙ v.2b. οδηγίες κατασκευής και χρήσης parathirofyllo@riseup.net

Χάνι Αβέρωφ, Ξάνθη. Βοήθημα για τον εκπαιδευτικό. Νατάσα Μιχαηλίδου Αρχαιολόγος- Μουσειολόγος- Ξεναγός. Περιεχόμενα

ΑΝΑΛΟΓΑ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΣ ΑΝΑΛΟΓΑ - ΠΟΣΟΣΤΑ. 1. Ο καυστήρας του καλοριφέρ καίει 60 λίτρα πετρέλαιο σε 6 ώρες. Πόσα λίτρα πετρέλαιο θα κάψει σε 15 ώρες ;

Το παιχνίδι και η κίνηση αποτελεί ζωτική ανάγκη για κάθε νεαρή ζωή μέσα στη φύση. Το συναντάμε στα ζώα που τρέχουν, πηδούν, παίζουν μεταξύ τους, με

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

Οδηγός Παραδοσιακών Επαγγελμάτων

Αστεράτα τυροπιτάκια τρικολόρε

Transcript:

Ερευνητική Εργασία Α Τετραμήνου 2015/2016 «Επαγγέλματα που χάθηκαν ή άλλαξαν με το πέρασμα του χρόνου»

Το ταξίδι μας στο χρόνο αρχίζει σε μια εποχή ξεχασμένη,νοσταλγική. Τότε που οι γειτονιές τη Ελλάδας μύριζαν γιασεμί και βασιλικό. Τότε που αντηχούσαν από τις φωνές των κάθε είδους εμπόρων που διαλαλούσαν την πραμάτειά τους. Που άκουγες το σφυρί του σιδερά να χτυπά στ αμόνι, που μύριζες το φρεσκοψημένο κουλούρι, τα κάστανα στη φουφού του καστανά. Σε μία εποχή που η τέχνη και η μαεστρία του λουστράκου ξεδιπλώνονταν στο κασελάκι του. Ελάτε μαζί μας λοιπόν να θυμηθούμε ξεχασμένα επαγγέλματα και ας ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο..

Ορισμός : Βιοποριστική ενασχόληση του κοινωνικού ανθρώπου Ταξινόμηση επαγγελμάτων : Εργασίας Γεωργίας Εμπορίου Βιομηχανίας Ναυτιλίας Παιδείας

Πριν μερικές δεκαετίες τότε που δεν υπήρχε στις πόλεις δίκτυο ύδρευσης αλλά ούτε και πολλές βρύσες, οι άνθρωποι αγόραζαν το νερό που, φυσικά, δεν ήταν εμφιαλωμενο όπως σήμερα. Η αναγκαιότητα του νερού δημιούργησε και το επάγγελμα του νερουλά. Κάθε γειτονιά τότε είχε και το νερουλά της. Τον πρώτο καιρό η μεταφορά του νερού γινόταν με τενεκέδες. Γέμιζε ο νερουλάς από μία κεντρική βρύση τους τενεκέδες, τους έδενε έπειτα σ ένα γυρτό ξύλο και τους κουβαλούσε στον ώμο. Για να εξυπηρετήσει όλη του την πελατεία, έκανε πολλά δρομολόγια. Στους δρόμους απ το πρωί μέχρι το βράδυ. Αλλες φορές αντί για τενεκέδες, κουβαλούσε μεγάλα μπακιρένια γκιούμια.

Με τον καιρό, όμως, κι επειδή οι ανάγκες των ανθρώπων πολλαπλασιάστηκαν, κουβαλούσε μαζί του κάποιο ζώο (γαϊδούρι ή μουλάρι), το οποίο φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 30 οκάδων περίπου το καθένα. Έτσι, κουραζόταν λιγότερο. Αυτά τα βαρέλια είχαν μια κάνουλα και από κεί γέμιζε ο νερουλάς τις κανάτες της νοικοκυράς. Άλλοι νερουλάδες πάλι χρησιμοποιούσαν βοϊδάμαξες, με τις οποίες μετέφεραν βαρέλια των 100 οκάδων. Αυτοί πωλούσαν το νερό με τον κουβά για οικιακή χρήση (πλύσιμο καθαριότητα). Αυτή η δουλειά γινόταν από την άνοιξη και μέχρι το φθινόπωρο. Το χειμώνα ο κόσμος έπαιρνε νερό από τα ρυάκια που σχηματίζονταν από τις βροχές και τα χιόνια.

Ο γαλατάς ήταν επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, που σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως από αρκετές χώρες της Ευρώπης. Ο γαλατάς εργαζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στα χωριά, καθώς εκεί υπήρχε η δυνατότητα, εξ ανάγκης, για άμεση πώληση φρέσκου γάλακτος. Ο γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (συνηθέστερα γιαουρτιού) στα σπίτια. Το μεταφορικό του μέσο ήταν ένα υποζύγιο (γάιδαρος ή μουλάρι, μερικές φορές ρυμουλκούσαν και ανοικτή ή κλειστή ελαφριά άμαξα) και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.

Αγωγιάτης ο επαγγελματίας που κάνει μεταφορές με φορτιάρικο ζώο. Οι αγωγιάτες, μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1970. Πολλοί άνθρωποι, αγρότες και άλλοι επαγγελματίες κατέφυγαν στο επάγγελμα του αγωγιάτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ανέχεια και την πείνα, μετά την κατάσχεση όλου του ελαιόλαδου και την παράλυση του εμπορίου και των συγκοινωνιών. Οι αγωγιάτες είναι οι "πρόδρομοι" των αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας, κυρίως δε μετέφεραν δημητριακά.

Τα καλάθια πριν από αρκετά χρόνια, αλλά ακόμη και σήμερα, οι άνθρωποι και κυρίως αυτοί που κατοικούσαν στα χωριά, τα χρησιμοποιούσαν πολύ. Το καλάθι ήταν ένα πλεχτό σκεύος θα λέγαμε. Είχαν διάφορα σχήματα και μεγέθη. Τα χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν πράγματα ή να αποθηκεύουν και να φυλάγουν διάφορα υλικά του νοικοκυριού, όπως τα ρούχα, τα σεντόνια κλπ. Τα καλάθια τα χρησιμοποιούσαν ευρέως οι μανάβηδες και άλλοι έμποροι. Μέσα σ' αυτά, οι πραματευτάδες που τα τοποθετούσαν συμμετρικά στα γαϊδούρια και τα έδεναν με σκοινί για να ισορροπούν, έβαζαν μέσα τα πράγματα που είχαν για πούλημα.έβαζαν λαχανικά, φρούτα και άλλα προϊόντα για να τα μεταφέρουν από τόπο σε τόπο. Αλλά και οι αγρότες μετέφεραν με τα καλάθια την παραγωγή τους, καπνό, βαμβάκι, σταφύλια, καλαμπόκια, μαλλί, διάφορους καρπούς κ.α. Υπήρχαν τριών ειδών καλάθια, που διέφεραν στο μέγεθος, στο σχήμα και στο υλικό κατασκευής τους. Το απλό καλάθι, το κοφίνι και το πανέρι.

Η κατασκευή τους γινόταν από τεχνίτες, τους καλαθάδες. Η κατάλληλη εποχή για την κατασκευή τους ήταν η άνοιξη ή το φθινόπωρο. Οι καλαθάδες έκοβαν από τα ποτάμια ευλύγιστα κλαδιά από ιτιά ή λυγαριά, με φλούδα ή χωρίς φλούδα. Με τα καλάμια μπορούσαν να κάνουν διάφορα είδη καλαθιών ανάλογα πώς θα το χρησιμοποιούσαν.τα καλάμια τα έσχιζαν από τη μέση και τα έβρεχαν για να μαλακώσουν. Εκτός από τις λυγαριές και τα καλάμια χρησιμοποιούσαν και άλλα υλικά από φυτά, όπως τα βούρλα, τα σχοίνα, τα σφεντάμια, τις βέργες από φουντουκιές, που τις έκοβαν πάντα την άνοιξη γιατί τότε ήταν πιο μαλακές και ευλύγιστες. Υπήρχαν και καλάθια πολυτελείας που ήταν φτιαγμένα με σκισμένα ξύλα από διάφορα δέντρα. Τα καλάθια αυτά τα έφτιαχναν για λόγους διακοσμητικούς και για να γίνουν πιο όμορφα τα έβαφαν.

Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια (τα «ζευγαρόβοδα»). Κάποιες φορές, οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον, επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη «συρμαγιά» (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα.

Ένα επάγγελμα που υπήρχε παλιά και τείνει σήμερα να εξαφανιστεί είναι ο κουλουράς. Ο κουλουράς λοιπόν, ήταν ο υπαίθριος μικροπωλητής ο οποίος πουλούσε κουλούρια. Κάθε πρωί ο κουλουράς σύχναζε σε μέρη όπου περνούσε πολύς κόσμος, συνήθως σε κεντρικά σημεία των πόλεων έστηνε το τραπεζάκι του με τα τακτοποιημένα σουσαμένια κουλούρια του και τα πουλούσε. Χαρακτηριστική ήταν η προτροπή των κουλουρτζήδων (φρέσκα κουλούρια) για να αγοράσουν όλοι το προϊόν τους.

Ένα πολύ συνηθισμένο επάγγελμα των περασμένων χρόνων ήταν αυτό του τσαγκάρη. Δουλειά του ήταν να φτιάχνει και να επισκευάζει παπούτσια. Φορούσε μια ποδιά που κρεμόταν από το λαιμό μέχρι τα πόδια του για να μην λερώνονται και δούλευε για ώρες σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του που ήταν γεμάτος εργαλεία. Κάποιοι τσαγκάρηδες γύριζαν στις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για να τα επισκευάσουν. Αυτοί λέγονταν μπαλωματήδες.

Ο ξυλοκόπος είναι αυτός που κόβει ξύλα από το δάσος για βιοποριστικούς λόγους. Έκοβε τα ξύλα και τα μετέφερε στον τόπο κατανάλωσής τους. Τα ξύλα που έκοβε ήταν από μικρούς θάμνους μέχρι τεράστιους κορμούς δέντρων, ανάλογα με τις ανάγκες που ήθελαν να καλύψουν. Στη συνέχεια τα φόρτωναν στα γαϊδουράκια και στα άλογα και κατευθύνονταν στο χωριό για να τα πουλήσουν. Υπήρχαν σταθεροί πελάτες, όπως οι φούρναροι, όπου έδιναν παραγγελία για το πώς επιθυμούσαν τα ξύλα. Υπήρχαν πελάτες όπου ήθελαν ολόκληρα τα ξύλα ή τεμαχισμένα. Στη δεύτερη περίπτωση πλήρωναν στην κορδέλα για να τους τα κόψει. Η κορδέλα ήταν ένα κάθετο πριόνι μήκους 60 εκατοστών περίπου, στερεωμένο σε ένα ξύλινο πλαίσιο και προσαρμοσμένο στην καρότσα ενός κάρου, που κινούνταν με μοτόρι. Ο θόρυβος που έκανε, ήταν πολύ δυνατός και η κοπή των ξύλων διαρκούσε σχεδόν όλη τη μέρα.

Εάν ο πελάτης ήθελε να του φέρουν κομμένα τα ξύλα, τότε ο ξυλοκόπος τα έκοβε σε τέτοιο μέγεθος για να χωράνε στη σόμπα. Αυτή η εργασία κόστιζε παραπάνω για τον πελάτη. Πολλές φορές όμως τα ξύλα ήταν χοντρά και δεν χωρούσαν στη σόμπα. Τότε οι νοικοκυραίοι έπαιρναν το τσεκούρι και τα έσκιζαν σε μικρότερα κομμάτια. Στις μεγάλες πόλεις οι ξυλοκόποι συγκέντρωναν μεγάλες ποσότητες ξύλων σε ένα περιφραγμένο μέρος ή σε αποθήκες, όπου μπορούσαν οι πελάτες να αγοράσουν την ποσότητα που επιθυμούσαν

Το επάγγελμα του καρβουνιάρη ήταν εποχιακό. Έστηνε καμίνια από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο. Για να στήσει το καμίνι διάλεγε ένα μέρος όπου προστατευόταν από τον άνεμο. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν ήταν κυρίως από δέντρα και είχαν μήκος 2 μέτρα περίπου. Έστηνε τα ξύλα όρθια πολύ κοντά το ένα στο άλλο, έτσι που να σχηματίζουν ένα λοφάκι, 4 μέτρα ύψος περίπου και άφηνε στο κέντρο του σωρού μια τρύπα με διάμετρο 50 εκατοστά. Σκέπαζε τον σωρό από ξύλα με άχυρα, πάχους 2 3 δάχτυλα και πάνω από τα άχυρα έριχνε μαλακό χώμα που το είχε κοσκινίσει πριν. Αφού τέλειωνε όλη αυτή η διαδικασία, τοποθετούσε γύρω γύρω στη βάση του, πλαγιαστά ξύλα ύψους 1 με 1,5 μέτρο. Ακολουθούσε το άναμμα του καμινιού, ρίχνοντας στην τρύπα του σωρού αναμμένα κάρβουνα. Κατά τη διάρκεια του καψίματος, με ένα ξύλο άνοιγε μικρές και άβαθες τρύπες στο χωματένιο λόφο, για να βγαίνει ο καπνός αλλά να μην μπαίνει μέσα ο αέρας. Το καμίνι έκαιγε για 12 με 15 μέρες, και το πρόσεχε μέρα και νύχτα. Όσο τα ξύλα γινόντουσαν κάρβουνα, ο λοφίσκος χαμήλωνε και δεν έβγαινε ο πυκνός καπνός που έβγαινε τις πρώτες μέρες. Τότε έριχνε τις ξύλινες σκάλες πάνω στο καμίνι και σκαρφάλωνε στην κορυφή του και με ένα φτυάρι καθάριζε την επιφάνεια και έριχνε νερό, περίπου 20 βαρέλια.

Στη συνέχεια το σκέπαζε πάλι με χώμα και το άφηνε ακόμη μια μέρα πριν το καθαρίσει από το χώμα. Όταν το καθάριζε, τα κάρβουνα ήταν έτοιμα. Τα κομμάτιαζε και τα τσουβάλιαζε. Τα κάρβουνα που δεν είχαν ψηθεί καλά και είχαν μείνει ξύλα, τα κρατούσε για να τα ψήσει όταν θα έστηνε το καινούριο καμίνι. Ανάλογα με το χώρο που διέθετε ο καρβουνιάρης έστηνε και τα ανάλογα καμίνια. Δεν τα άναβε όλα μαζί όμως, για να έχει χρόνο να τα καθαρίσει από το χώμα.

Ο μπαρμπέρης εκτός από την τέχνη του κουρέματος και του ξυρίσματος, έκανε και τον πρακτικό γιατρό ή τον οδοντογιατρό, ανάλογα με το πώς τον καλούσε η ανάγκη. Όταν ο κουρέας έπρεπε να βγάλει ένα σάπιο δόντι, κάθιζε τον πελάτη στην πολυθρόνα, έδενε μια μεγάλη πετσέτα ολόγυρα στο λαιμό του πελάτη, και έβαζε τα καλφαδάκια (βοηθούς) να τον κρατάνε σφικτά. Ύστερα έπαιρνε μια τανάλια και με ένα τράβηγμα ξερίζωνε το δόντι. Αν ο πελάτης λιποθυμούσε από τον πόνο, ο κουρέας του έριχνε μια κανάτα νερό για τον συνεφέρει. Ύστερα έφτιαχνε αλατόνερο και με αυτό απολύμανε την πληγή και σταματούσε την αιμορραγία. Σε κάποια ορεινά χωριά, ο οδοντογιατρός μπαρμπέρης χρησιμοποιούσε για την εξαγωγή του χαλασμένου δοντιού ένα φυτό που το λένε σκάρφη. Ξέραινε τη ρίζα της σκάρφης και έβαζε απάνω στο δόντι ένα κομματάκι. Το φυτό αυτό είχε την ιδιότητα να λιώνει κυριολεκτικά το δόντι. Φυσικά μαζί με το χαλασμένο δόντι, συχνά καταστρέφονταν και τα γερά. Όταν ο κουρέας ήθελε να σφραγίσει ένα δόντι, το σκάλιζε στο σημείο που ήταν σάπιο με ένα λεπτό σύρμα. Το καθάριζε καλά και ύστερα έλιωνε ασήμι, το έκανε μπαλάκι και το τοποθετούσε στην κουφάλα του δοντιού.

Παράλληλα με το επάγγελμα του οδοντογιατρού, ο κουρέας έκανε και τον πρακτικό γιατρό. Όταν κάποιος είχε ζαλάδα λόγω υπέρτασης, πήγαινε στον κουρέα να του πάρει αίμα. Ο κουρέας ξάπλωνε τον ασθενή στην πολυθρόνα και του ξύριζε ίσαμε μια δεκάρα την κορυφή του κεφαλιού. Στη συνέχεια του χάραζε με ένα ξυραφάκι το σημείο του δέρματος. Μόλις άρχιζε να αναβλύζει το αίμα, έπαιρνε ένα κέρατο από βόδι, ακουμπούσε το ένα άκρο στην πληγή και από το άλλο άκρο ρουφούσε το αίμα και το έφτυνε σε μια λεκάνη. Με τον τρόπο αυτό τραβούσε ως και δύο ποτήρια αίμα και ο άρρωστος ξαλάφρωνε. Μέσα στα καθήκοντα του πρακτικού γιατρού ήταν και το κόψιμο των βεντουζών. Όταν κάποιος κρυολογούσε φώναζε τον κουρέα να του κόψει βεντούζες. Στην αρχή ο κουρέας κρατώντας μια μια τις βεντούζες τις ζέσταινε λίγο στο δαυλό που κρατούσε στο ένα χέρι και με το άλλο τοποθετούσε τη βεντούζα στην πλάτη του αρρώστου. Αφού προκαλούσε υπεραιμία, έβγαζε το τσάρκι (ένα μηχάνημα με ξυραφάκι) και με αυτό χάραζε την πλάτη του αρρώστου στα σημεία που είχε προηγουμένως σημειώσει με σταυρό. Μόλις άρχιζε να αναβλύζει το αίμα, ο κουρέας έβαζε πάνω στην πληγή τη ζεστή βεντούζα για να τραβήξει το «χαλασμένο αίμα» όπως έλεγαν. Ύστερα για να μη μολυνθούν οι πληγές, ο πρακτικός γιατρός έβαζε πάνω στις πληγές λίγο ελαιόλαδο και τις σκέπαζε με ένα καθαρό πανί.

Ο υπαίθριος φωτογράφος χρησιμοποιούσε ένα ξύλινο ορθογώνιο πλαίσιο που στηριζόταν σε ένα τρίποδα, τη φωτογραφική μηχανή. Ο φακός βρισκόταν στο κέντρο του ορθογωνίου και από κάτω υπήρχε ένα κασελάκι με συρταράκια που περιείχαν όλα τα απαραίτητα υλικά εκτύπωσης μέσα σε μπουκαλάκια. Πολλοί φωτογράφοι στόλιζαν γύρω γύρω το πλαίσιο με παλιές φωτογραφίες. Από την άλλη μεριά του πλαισίου, υπήρχε ένα μαύρο ύφασμα όπου ο φωτογράφος έμπαινε από κάτω, τον σκέπαζε δηλαδή, για να μπορέσει να τραβήξει τη φωτογραφία. Ρύθμιζε τον φακό και.. τσαφ, έτοιμη η φωτογραφία! Η εμφάνιση των φωτογραφιών γινόταν με τη χρησιμοποίηση του αρνητικού υγρού που υπήρχε στον κουβά όπου κρεμιόταν κάτω στον τρίποδα. Κουνούσαν το χαρτί στο υγρό και σιγά σιγά άρχιζαν να εμφανίζονται πρώτα τα πιο σκούρα σημεία της φωτογραφίας και στο τέλος όλη η φωτογραφία. Μετά σκούπιζαν τη φωτογραφία με ένα πανί για να φύγουν τα υγρά. Η δουλειά του φωτογράφου συνεχιζόταν καθώς έπαιρνε το ψαλίδι με τα δοντάκια και την έκανε σαν κέντημα.

Είναι γνωστό ότι η μουσική συνόδευεπάντοτε όλες τις εκδηλώσεις τηςανθρώπινης ζωής, από τις καθημερινέςκαι επαγγελματικές στιγμές μέχρι καιαυτές της οικογενειακής ζωής. Οαυλός, η λύρα, το τύμπανο έδιναν τηναπαραίτητη μουσική υπόκρουση στιςδιονυσιακές τελετές, στη λυρικήποίηση, την τραγωδία και τις άλλεςθρησκευτικές τελετές. Με το ζουρνά και το νταούλι κάποιοι λένε τα κάλαντα στις γειτονιές για την Πρωτοχρονιά ήδιασκεδάζουν τις παρέες στα αποκριάτικα γλέντια. Γκάιντα θα συναντήσει κανείς μόνο σεσυγκροτήματα παραδοσιακής μουσικής, ενώ καμιά στολισμένη λατέρνα σκορπά αραιά και πούπαλιές μελωδίες στους πεζόδρομους της πόλης μας.

Ο Καστανάς ήταν εποχιακό επάγγελμα. Ξεκινούσε τη δουλειά του στις αρχές του Φθινοπώρου και δούλευε μέχρι το τέλος του Χειμώνα. Είναι από τα λίγα παραδοσιακά επαγγέλματα που δεν τα εξαφάνισε ο χρόνος και η «εξέλιξη». Μόλις έπιαναν τα πρωτοβρόχια ο Καστανάς ετοίμαζε τη Φουφού, προμηθεύονταν τα κάστανα κι έπιανε τη γωνιά κάποιου πολυσύχναστου δρόμου. Η Φουφού (φορητό μαγκάλι) ήταν τσίγκινη και στρογγυλή, χωρισμένη συνήθως σε τρία μέρη, όπου τοποθετούσε κατά μέγεθος τα κάστανα. Κάθε μέγεθος και διαφορετική τιμή. Μέχρι να πυρώσει η φωτιά, χαράκωνε μ ένα μαχαίρι τα κάστανα και ύστερα τα ριχνε στη Φουφού να ψηθούν. Καθισμένος σ ένα χαμηλό σκαμνάκι ο Καστανάς περίμενε την πελατεία του σκαλίζοντας τη φωτιά. Μόλις άρχιζαν να σκάζουν τα κάστανα, έπιανε τη μασιά και τα γύριζε απ την άλλη μεριά. Αφού ψήνονταν τα απομάκρυνε από τη Φουφού. Έπιανε τότε την τσιμπίδα ο Καστανάς και γέμιζε το χωνάκι που είχε φτιάξει από παλιές εφημερίδες.

Ο κτίστης ήταν στις πόλεις και στα χωριά πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Σ αυτούς υπάγονται και οι πελεκάνοι, που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική.

Σε λίγα κεφαλοχώρια υπήρχαν τα καταστήματα υφασμάτων, που συνήθως ήταν και ραφτάδικα. Εμπορικά που πουλούσαν όλα τα είδη που είχαν ζήτηση όπως μεταξωτά, βαμβακερά, βελούδινα, χασέδες, ποπλίνες, αλατζάδες, τσίτια κ.λπ., καθώς μην ξεχνάμε- οι γυναίκες έραβαν τότε τα ρούχα μόνες τους.

Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δύο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο άνοιξη) για την παρασκευή του σταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι.

Λούστρος ή λουστραδόρος ονομάζεται ο πλανόδιος που το επάγγελμα του είναι να γυαλίζει παπούτσια περαστικών. Στη δουλειά του λούστρου χρησιμοποιείται κασελάκι που μέσα έχει τα βερνίκια και βούρτσες για το γυάλισμα των παπουτσιών. Σε αρκετές περιπτώσεις, ιδιαίτερα παλαιότερα (όπως φαίνεται & σε ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου), οι λούστροι ήταν επί το πλείστον παιδιά ή έφηβοι, όπως και οι εφημεριδοπώλες. Διαδεδομένη σε πολλά μέρη του κόσμου, η δουλειά του λούστρου εξαφανίζεται σταδιακά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, και σήμερα το λουστράρισμα σχεδόν πάντα θεωρείται περισσότερο ένα τέχνασμα, παρά μια πραγματική δουλειά. Στις περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, το επάγγελμα αυτό δεν ασκείται από πολλούς σήμερα.

Ο λατερναζής ήταν πλανόδιος μουσικάντης. Κρατούσε στο χέρι έναν τρίποδα και στον ώμο τη λατέρνα καταστόλιστη και φοτωμένη με μπιχλιμίδια, χάντρες, φούντες και φώτογραφίες με όμορφες κοπέλες. Έτσι φωρτομένος γύριζε στούς δρόμους, την έστηνε σε κάποιο σταυροδρόμι, γύριζε τη μανιβέλα και γέμιαν μελωδίες οι γειτονίες. Η λατέρνα είναι ένα είδος έγχορδου μουσικού οργάνου, που αποτελείτε απο ένα κιβώτιο μέσα στο οποίο βρίσκεται ο μηχανισμός που εκτελεί τα μουσικά κομμάτια. Οι λατερνατζήδες έπαιζαν γνωστά μουσικά κομμάτια εκείνης της εποχής, μαζεύοταν ο κόσμος να ακούσει και μετά έριχναν στο αναποδογυρισμένο καπέλο του βοηθού τους, ότι είχε ευχαρίστιση ο καθένας

Με το που εμφανίστικε όμως το ραδιόφωνο και το γραμμόφωνο άρχισε η σταδιακή πτώση της, όσπου την αποτελείωσε η εποχή της δικτατορίας, κατά την διάρκεια της οποίας, απαγορεύτηκε η χρήση της λατέρνας επειδή θεωρήθηκε όργανο του υποκόσμου. Σήμερα δεν απέμειναν πολλές λατέρνες, και όσοι λατερνατζίδες εμφνίζονται, ρομαντικοί συνεχιστές του παρελθόντος, δυστυχώς αντιμετοπίζονται υποτιμητικά απο τον περισσότερο κόσμο.

Ήταν τεχνίτες που κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν όπλα. Ο καλός οπλουργός σεβόταν το όπλο του πελάτη όσο παλιό, φτηνό και ταπεινό ήταν. Το δοκίμαζε μπροστά του, επισημαίνοντας όλες τις λειτουργίες και τα προβλήματά του. Στα οπλουργεία υπήρχαν εργαλεία αγορασμένα ή που είχαν οι ίδιοι οι οπλουργοί για τις ειδικές επισκευές του εργαστηρίου τους. Ακόμη υπήρχαν ειδικά κατσαβίδια για τις βίδες και τις λεπτές σχισμές των όπλων, σφικτήρες,δοχεία βαφής, μέγγενες (με προστατευτικά μάγουλα από μολύβι ή χαλκό) για τη ρύθμιση της σκανδάλης κ.λ.π.

Πεζός με ένα μακρόστενο καλάθι στο χέρι, αλλά πιο συχνά καβάλα στο γαϊδουράκι του φορτωμένο με δύο ντουλαπάκια, γύριζε στις γειτονιές και διαλαλούσε την πολύ χρήσιμη στις νοικοκυρές πραμάτεια του: κορδέλες, κλωστές απλές ή μεταξωτές, κουμπιά και πολλά άλλα μικροαντικείμενα. Οι ημέρες της εβδομάδας ήταν μοιρασμένες στις γειτονιές, αλλά επισκεπτόταν και γειτονικά χωριά μεγαλώνοντας την πελατεία του.

Ο σιδεράς έπαιρνε στο εργαστήρι του κομμάτια ή παλιά εξαρτήματα από σίδερο και με την επιδεξιότητά του και τα εργαλεία του κατασκεύαζε διάφορα αντικείμενα, όπως: πέταλα για άλογα, γεωργικά εργαλεία (τσάπες, δρεπάνια, υνιά), καρφιά και εξαρτήματα κάρων (=αμάξι φορτηγό). Ο σιδεράς με το καμίνι, το φυσερό, το αμόνι και αρκετά άλλα εργαλεία για ειδικές εργασίες (κοπίδια, ψαλίδια κ.α.) δεν υπάρχει πια. Χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος αλλά για έναν τεχνίτη τελείως διαφορετικό, ο οποίος προσάρμοσε την τέχνη του στις ανάγκες της σημερινής ζωής. Αγοράζει έτοιμες βέργες σιδήρου και συναρμολογεί πόρτες, παράθυρα, κάγκελα χρησιμοποιώντας την ηλεκτροκόλληση.

Το επάγγελμα του βαρελά είναι μία τέχνη πολύ παλιά. Κατασκευάζει ξύλινα βαρέλια που δένονται ανά διαστήματα με μεταλλικά στεφάνια. Έχουν διάφορα μεγέθη και χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση και μεταφορά τροφίμων και υγρών, όπως λάδι, κρασί, κ.α. Στα παλαιότερα χρόνια υπήρχαν πολλοί κατασκευαστές βαρελιών, σήμερα όμως δεν έχουν μείνει πολλά τέτοια εργαστήρια, γιατί τα έχουν αντικαταστήσει τα εργοστάσια και η τεχνολογία. Παρ όλα αυτά, όσες βιομηχανίες και αν υπάρχουν, το παραδοσιακό εργαστήρι του βαρελά χρειάζεται, αν σκεφτεί κανείς ότι τα εργοστάσια έχουν βέβαια τη δυνατότητα να κατασκευάσουν μεγάλες ποσότητες βαρελιών, όχι όμως και να τα επισκευάζουν.

Ο ξυλοκόπος ήταν επαγγελματίας που είχε ως κύρια δουλειά την κοπή των ξύλων και τη μεταφορά τους στον τόπο κατανάλωσης. Ήταν συνηθισμένο τότε να βλέπει κανείς φορτωμένα γαϊδούρια ή μουλάρια να κουβαλάνε ξύλα στους δρόμους Τα έκοβαν οι ξυλοκόποι με τις κόφτρες στο δάσος, τα έσκιζαν με τιις σφήνες και τις βαριές, τα καθάριζαν με τα τσεκούρια τους και τα μετέφεραν στην πόλη. Εκεί τα πουλούσαν και οι αγοραστές, αν δεν είχαν τζάκι, τα έκοβαν πάλι σε μικρότερα κομμάτια με την κόφτρα ή το πριόνι, αφού τα τοποθετούσαν πάνω στην "ξυλογαϊδάρα" και τα έσκιζαν με το τσεκούρι ή τις σιδερένιες σφήνες. Μετά τα στοίβαζαν έτοιμα για τις σόμπες ή το τζάκι. Αργότερα οι έκαναν τις ίδιες δουλειές οι κορδέλες και τα αλυσσοπρίονα, ενώ τη μεταφορά κάνουν τώρα τα φορτηγά αυτοκίνητα. Οι ξυλοκόποι έκοβαν επίσης ξύλα για την κατασκευή ξύλινων αντικειμένων, ειδών καθημερινής χρήσης, υλικών δόμησης των σπιτιών (στέγες, παράθυρα κλπ.)

Από τους πιο συμπαθητικούς μικροπωλητές που υπάρχουν μέχρι σήμερα. πλανόδιος ή μη. Το χειμώνα, τότε που δεν υπήρχαν θερμοκήπια και ψυγεία, λίγα τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά. Όμως όταν άνθιζαν οι μπαξέδες με το έμπα της άνοιξης, γέμιζαν τα καλάθια του μανάβη με ντομάτες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, κυδώνια, μήλα κι ότι άλλο. Οκάδες και δράμια τότε δίπλα στη ζυγαριά και το τεφτεράκι για τα βερεσέδια. Σήμερα τα πράγματα είναι μάλλον διαφορετικά, αφού όλες τις εποχές μπορείς να βρεις τα πάντα. Τα θερμοκήπια, τα συντηρητικά, η κατάψυξη και οι κονσέρβες άλλαξαν το ρυθμό της φύσης, αλλά και της ίδιας της ζωής.

Το ελληνικό καλοκαίρι είναι συνδεδεμένο άρρηκτα με το παγωτό. Μικροί και μεγάλοι, όλες τις ώρες της ημέρας αναζητούν τη δροσιά της «παγωμένης απόλαυσης». Το παραδοσιακό ξυλάκι με γεύση βανίλιας ή το παγωτό χωνάκι, είναι χαραγμένα στην μνήμη μας, και σε μυρωδιά και σε γεύση. Που έβρισκαν οι παλιότεροι παγωτά όταν δεν υπήρχαν σούπερ μάρκετ και περίπτερα σε κάθε γωνιά; Τη δουλειά αυτή την αναλάμβανε ο παγωτατζής! Με το τρίτροχο ποδήλατο ή το μηχανοκίνητο καροτσάκι έκανε την εμφάνισή του στα συνηθισμένα στέκια, και διαλαλούσε το παγωτό του, στα δημοτικά σχολεία, στις εκκλησίες τις Κυριακές και τις γιορτές, στους γάμους και στα πανηγύρια, στις πλατείες, στα παζάρια, στις εκδρομές, στους ποδοσφαιρικούς αγώνες και όπου αλλού σύχναζε πολύς κόσμος. Με το καρότσι του γεμάτο παγωμένη κρέμα και παγωτά κασάτα περιφέρονταν στις γειτονιές και πούλαγε την γλυκιά πραμάτια του.

Ο παγοπώλης πουλούσε τον πάγο περιφερόμενος στις γειτονιές, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία για τη συντήρηση των τροφίμων. Περιδιαβαίνοντας με το ειδικά διαμορφωμένο κάρο, την καρότσα ή το τρίκυκλό του γεμάτο παγοκολώνες που κατασκευάζονταν με ειδική διαδικασία σε ανάλογα εργαστήρια, τα παγοποιεία, τροφοδοτούσε όχι μόνο τα σπίτια αλλά και τα διάφορα μικρά μαγαζιά. Ο παγοπώλης φορούσε γάντια, για να μην παγώνουν τα χέρια του και χειριζόταν ένα ειδικό γάντζοκοπίδι με τον οποίο έπιανε τον πάγο, τον έκοβε και τον μετέφερε.

Μπακάλης: Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες τα ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σήμερα με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που λειτουργούν ακόμα στα χωριά.

Ο καρεκλάς ήταν τεχνίτης που επιδιόρθωνε καρέκλες, πλέκοντας τη βάση του ξύλινου πλαισίου. Για το πλέξιμο της χρησιμοποιούσε ένα ειδικό χόρτο, που σε πολλά μέρη το ονόμαζαν «πανιά». Το χόρτο αυτό το μάζευε ο καρεκλάς το καλοκαίρι μέσα από τα ποτάμια και τους βάλτους και το έβαζε στον ήλιο να στεγνώσει. Έπειτα το έκανε δεμάτια, το τύλιγε γύρω από τον ώμο του κι έπαιρνε τις γειτονιές και τα χωριά με τα πόδια. Είχε μαζί του κι έναν τορβά (=σακίδιο) με τα απαραίτητα εργαλεία μέσα: σύρμα, τανάλια, σφυρί, μαχαίρι (τσεκμές) κλπ.

Γανωτής ή γανωτζής ή γανωματής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο (καλάι), ο κασσιτερωτής= καλαϊτζής. Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ. Στις αρχές του 20ού αι. ο γανωτζής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα. Έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο. Αφού καθάριζε καλά τo σκεύoς, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Ζητούσε και από νοικοκυρά του σπιτιού μια λεκάνη με κρύο νερό, στην οποία βουτούσε το σκεύος, που γάνωσε και λαμπύριζε στον ήλιο.

Ο εφημεριδοπώλης ήταν ο πλανόδιος πωλητής που το επάγγελμα του ήταν να πουλάει έντυπα, κυρίως εφημερίδες, εξ ου και η ονομασία του επαγγέλματος. Οι εφημεριδοπώλες, όπως & οι λούστροι, παλαιότερα τουλάχιστον, ήταν ως επί το πλείστον παιδιά ή έφηβοι.ο εφημεριδοπώλης πουλούσε εφημερίδες που έπαιρνε από το Πρακτορείο Διανομής Τύπου, περιφερόμενος σε όλους τους δρόμους και τα πολυσύχναστα μαγαζιά (καφενεία, ταβέρνες κλπ) της γειτονιάς πεζός έχοντας τις εφημερίδες στη μασχάλη ή με ποδήλατο, όπως ο ταχυδρόμος της ίδιας εποχής, έχοντας τις εφημερίδες σε τσάντα που του έδινε η εκδότρια εταιρεία, την οποία συνήθως κρατούσε στον ώμο. Αρκετοί όμως, προτιμούσαν στέκι και πάγκο, όπου γινόταν πώληση όχι μόνο των εφημερίδων, αλλά και διάφορων περιοδικών

Από τα πρώτα επαγγέλματα που επινόησε ο άνθρωπος ήταν αυτό του τσοπάνου. Ο τσοπάνος είναι ο γραφικός τύπος της Ελληνικής υπαίθρου, περήφανος, τολμηρός, ανθεκτικός, που παλεύει με τα λιοπύρια, τα κρύα, τους ανέμους, τα χιόνια και τις βροχές. Είναι ο λεβέντης που τόσο πολύ έχει τραγουδήσει η λαϊκή μας μούσα. Συνήθως αγράμματοι οι περισσότεροι αλλά καλοί οικογενειάρχες, ευλαβείς χριστιανοί και αγνοί άνθρωποι με την πατρίδα κλεισμένη στην ψυχή τους έδιναν πάντοτε το παρόν στους εθνικούς αγώνες δουλειά τους τραχεία και επίμονη, στα πόδια από το χάραμα που σκαρίζανε μέχρι το νύχτωμα που μαζεύανε τα πράματά τους. Αυτοί έδιναν ζωή στα άγρια ξεροβούνια, λημερνώντας πάνω σε αυτά οδηγώντας τα κοπάδια τους, παρέα με τα σκυλιά τους. Και αχολογούσαν οι λαγκαδιές από τα βελάσματα και τα σφυρίγματα, στον ήχο της φλογέρας και τις γλυκές μελωδίες των κυπροκούδουνων. Τα ρούχα τους ήσαν καμωμένα από υφαντά που ύφαιναν οι γυναίκες τους στον αργαλειό, αλλά και πλεκτά στο χέρι με τη βελόνα. Η κάπα τους μαύρη ή γκρίζα ήταν ο καθημερινός σύντροφός τους, ολοχρονίς. Τα τσαρούχια τους, οι αρβύλες τους, το ταγάρι τους και η ομορφοκεντημένη γκλίτσα τους χάριζαν ιδιαίτερη λεβεντιά και χάρη.

Κανταρτζής ή ζυγιστής. Επάγγελμα που γέννησαν οι ανάγκες της καθημερινής συναλλαγής. Συνήθως περιφέρονταν στις αγορές ή όπου χρειάζονταν ακόμα και στα πανηγύρια, για να ζυγίσει κάποιο βάρος (τσουβάλι σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, σφαχτό και άλλα). Χρησιμοποιούσε κονταρόξυλο και σχοινί για να δένει τα αντικείμενα ώστε να τα ζυγίσει με το καντάρι. Το καντάρι είχε μια βέργα με σημειωμένες χαρακιές για τις οκάδες, που πάνω της μετακινούσαν το κρεμασμένο βαρίδι. Είχε ακόμα τα γατζάκια που κρεμούσαν τα αντικείμενα.

Ο ιδιοκτήτης των παλιών υπαίθριων καταλυμάτων, των πανδοχείων (που ονομάζονταν «χάνια«, από την περσική λέξη χαν = ξενώνας). Αντίστοιχοι δηλαδή, με τους σημερινούς ξενοδόχους. Τα χάνια εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες, παρέχοντας στέγη στους ίδιους και στα ζώα τους. Για πάρα πολλά χρόνια ήταν ο μοναδικός σταθμός και το κατάλυμα όλων των κοινωνικών τάξεων, μέσα ή καθ οδόν έξω από τα χωριά μας. Οικονομικά εύποροι, αλλά και πτωχοί, έμποροι, εμπορευόμενοι και «πραματευτάδες» «γυρολόγοι», περιηγητές, διαβάτες και μεταφορείς, ταχυδρόμοι και προσκυνητές, μαθητές και «συμπεθερικά», που κινούνταν στην περιοχή, στάθμευαν σ αυτά. Εκεί κατέλυαν ακόμη και ομάδες εργατών και μαστόρων (κτιστών, χαλκουργών «καλαντζήδων», «ντενεκεντζήδων» φαναρτζήδων κλπ.), που κινούνταν από χωριό σε χωριό για να βρουν εργασία. Όλα είχαν αυλή όπου άραζαν οι αραμπάδες, στάβλους για τα ζώα, και κυρίως δωμάτια για τη διανυκτέρευση των ταξιδιωτών. Παράλληλα διέθεταν χώρους για τις συναθροίσεις και τις αγοραπωλησίες. Χάνια υπήρχαν στο Καρπενήσι και στους δρόμους για τα χωριά. Τα χάνια στη δύσβατη περιοχή μας ήταν πολλά και άφησαν πολλές ιστορίες πίσω τους.

Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα", ο δημόσιος κήρυκας. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό.

Ο ντενεκετζής κατασκεύαζε χρηστικά αντικείμενα του νοικοκυριού και γενικότερα της αγροτικής ζωής όπως χωνιά, λύχνους, μαστραπάδες, κουβάδες, φανάρια, μπρίκια του καφέ, σουρωτήρια, κουτσουνάρες και άλλα.

Αλετράς: Κατασκεύαζε ξύλινα ή σιδερένια άροτρα για το όργωμα των χωραφιών.

Κομπογιαννίτες ονομάζονταν περιφρονητικά οι γιατροί που δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις. Επί Τουρκοκρατίας, εκτός από τους εγκατεστημένους γιατρούς υπήρχαν και οι ταξιδεύοντες. Αυτοί δεν ήταν άξιοι, και συνδέονταν περισσότερο με τα βότανα. Περιφέρονταν στον δρόμο σοβαρότατοι, κρατώντας κιβώτιο γεμάτο φάρμακα, ο δε βοηθός τους, το «κοπέλλι» φώναζε: «γιατρός! γιατρικά! βότανα για κάθε αρρώστια!» Εκτός από το κιβώτιο είχαν πάνω τους και ένα μεταλλικό κουτί γεμάτο με αλοιφές. Κρατούσαν στο χέρι ένα μεγάλο και χοντρό μπαστούνι με χοντρό λευκό κόκκαλο, και ένα φίδι τυλιγμένο σε όλο το μήκος του. Αναμεταξύ τους μιλούσαν τα κορακίστικα.

Η αγγειοπλαστική είναι μια απ τις αρχαιότερες ασχολίες του ανθρώπου. Η τέχνη έχει χάσει το παλιό της κύρος γιατι τα περισσότερα κεραμικά κατασκευάζονται βιομηχανικά. Αναπτύχθηκε στη χώρα μας και ιδιαίτερα στην Κρήτη. Τα Κρητικά πιθάρια είναι γνωστά από τους Μινωικούς χρόνους. Ως πρώτη ύλη οι αγγειοπλάστες χρησιμοποιούσαν το χώμα, δηλαδή όλα τα είδη των αργίλων μεμονωμένα ή σε μείγματα για τη δημιουργία των ειδών της κεραμικής και αγγειοπλαστικής τέχνης.

Απαραίτητα εργαλεία για την κατασκευή των πιθαριών είναι ο τροχός, το σφουγγάρι και το χτένι.

Αγγειοπλάστης: Φτιάχνοντας πιθάρια.

Ο μεταφορέας (αλλιώς αχθοφόρος, ή και περιπεκτικά χαμάλης) είναι χειρωνακτικό επάγγελμα, που ασκήθηκε σε ατομικό επίπεδο από αρχαιοτάτων χρόνων, έως και τη σύγχρονη εποχή. Σημαντικός ο ρόλος του επαγγέλματος τον Μεσαίωνα στην διατήρηση των Δυνατών τάξεων, την Αναγέννηση στην πρόοδο τον Επιστημών και Τεχνών. Πρέπει να επισημάνουμε και την προσφορά τους την Βιομηχανική Εποχή στην μεταφορά των πρώτων υλών. 21 Ος αι: Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταφορικών εταιριών κατά του επαγγέλματος.

Λόγω της έλλειψης ψυγείων, για την συντήρηση του κρέατος, οι χασάπηδες έπρεπε να παραδίδουν τα κρέατα εντός 24 ου. (Ενώ σε ορισμένες περιοχές τα έδεναν από σχοινιά μέσα σε πηγάδια).

Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με τα ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Τα γαϊδούρια και τα μουλάρια ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς. Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Κατασκεύασε με επεξεργασμένο ξύλο το σαμάρι το οποίο το σκάλιζε ανάλογο με το σχήμα του ζώου.

Παλιότερα οι φοράδες, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια, τα βόδια, εξυπηρετούσαν όλες τις αγροτικές εργασίες και μεταφορές και ήταν εμπορεύσιμα. Τις αγοραπωλησίες των ζώων αναλάμβαναν οι ζωέμποροι, που ονομάζονταν και "τσαμπάσηδες". Επίκεντρο των αγοραπωλησιών αποτελούσαν οι ζωοπανηγύρεις.

Είναι οι τεχνίτης που κατασκευάζει κεριά και λαμπάδες, για τις εκκλησίες, αλλά κυρίως για τους ιδιώτες. Αγόραζε ο ίδιος το κερί από τους μελισσοκόμους και το φυτίλι το προμηθεύονταν σε κουβάρια στο επιθυμητό πάχος. Εάν το κερί ήταν καθαρό έμπαινε υποχρεωτικά κίτρινο φυτίλι για να ξεχωρίζει. Η τέχνη της κηροπλαστικής συνεχιζόταν συνήθως μέσα από την οικογενειακή παράδοση. Ωστόσο σήμερα η τοπική παραγωγή κεριών έχει μειωθεί ιδιαίτερα αφού τις τοπικές ανάγκες καλύπτουν οι εισαγωγές έτοιμων βιομηχανοποιημένων κεριών.

Από την αρχαιότητα αμέτρητες είναι οι περιπτώσεις που οι γυναίκες αναγκάστηκαν να δουλέψουν για να βοηθήσουν στα οικονομικά του σπιτιού τους, είτε διότι χήρεψαν, είτε διότι ο σύζυγος τους αρρώστησε βαριά. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία βρίσκουμε περιπτώσεις όπου οι γυναίκες αναγκάζονται να εργαστούν, ασκώντας την τέχνη της υφαντικής, που κάθε γυναίκα γνώριζε κατά την αρχαιότητα, ακόμη και αν ήταν βασίλισσα. Το επάγγελμα της γαζώτριας ξεκίνησε στα μέσα του 18ου αιώνα με τη βιομηχανική επανάσταση και την εμφάνιση των πρώτων ραπτομηχανών.

Η Άμφισσα φημίζετε από τα παλιά χρόνια για τα γλυκόηχα και αρμονικά κουδούνια της. Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο κουδουνάς είναι: I. Το καμίνι και το φυσερό που σκοπό έχουν το πυράκτωμα των μετάλλων. II. III. IV. Διάφορων ειδών αμόνια. Οι κοπίστρες για την κοπή του σίδερου Οι σφύρες ειδικά σφυρια για την επιτάχυνση του γουρνιάσματος του κουδουνιού.

Η έννοια του καπηλείου - ταβέρνας Η λέξη ταβέρνα προέρχεται από τη λατινική «taberna», που ήταν ένα είδος πανδοχείου εγκατεστημένο επάνω σε στρατιωτικούς δρόμους όπου οι στρατιώτες και οι διάφορες αποστολές έβρισκαν κατάλυμα, τροφή, ποτό και ορισμένες φορές γυναικεία συντροφιά. Αυτού του είδους οι ταβέρνες σιγά - σιγά αναπτύχθηκαν μέσα στις πόλεις και ονομάστηκαν "καπηλεία".

Ο θαμώνας του καπηλείου στο Βυζάντιο ονομαζόταν καπηλοδύτης και η εργαζόμενη σε αυτό γυναίκα, καπηλίς. Το επάγγελμα αυτό όμως θεωρείτε κακό, γιατί οι ύποπτες υπηρεσίες που πρόσφεραν οι γυναίκες σε κάποιες κακόφημες ταβέρνες στους θαμώνες, έδωσαν το περιθώριο να ταυτίζονται τα καπηλεία και με τα πορνεία. Έτσι, λοιπόν, μια άλλη ονομασία ήταν και πορνοκαπηλεία. Στη βυζαντινή εποχή, κάπηλος ή ταβερνιάρης ήταν ο διευθυντής του καπηλείου ή ταβερνείου και καπήλισσα ή ταβερνιάρισσα, η γυναίκα.

Η τέχνη του φούρναρη έχει παράδοση, γιατί ο άνθρωπος από τότε που εμφανίστηκε στη Γη άρχισε να τρώει σπόρους σιταριού. Το επάγγελμα του φούρναρη είναι ιδιαίτερα κουραστικό αφού πρέπει καθημερινά να ξυπνούν πριν ξημερώσει για να προετοιμάστουν. Αφού ζυμώσουν το ψωμί, το βάζουν σε ειδικές θήκες τις «πινακωτές», το σκεπάζουν μ ένα πανί το «μισάλι» και το αφήνουν να φουσκώσει. Έπειτα βάζουν ψιλά ξύλα στο φούρνο, ώστε να καούν γρήγορα, να «καρβουνιάσουνε» όπως λένε και μόλις πυρώσουν αρκετά, τα μαζεύουν στην άκρη σχηματίζοντας ένα πέταλο και μετά ξεκινούν να ρίχνουν πιο χοντρά ξύλα από πάνω.

Έβαζαν τα ψωμιά με τη βοήθεια ενός ξύλινου φτυαριού μέσα στο φούρνο, κατευθείαν πάνω στις καυτές πέτρες και αυτά ψήνονταν. Σήμερα, ελάχιστα σπίτια διαθέτουν φούρνο, ενώ η παρασκευή ψωμιού έχει βιομηχανοποιηθεί που εκτός από ψωμί μπορεί κανείς να βρει και πλήθος άλλων παρασκευασμάτων, όπως κουλούρια, τυρόπιτες, γλυκά, τσουρέκια κ.ά., τα οποία παλιότερα τα έφτιαχναν μόνο οι νοικοκυρές, ενώ σπάνια ψήνουν σπιτίσια φαγητά.

Αγόραζε δέρματα (τομάρια) από σφαγμένα ζώα. Στη συνέχεια τα καθάριζε, τα αλάτιζε με χοντρό αλάτι και μετά τα τέντωνε, τοποθετώντας ενδιάμεσα ξύλα, για να ξεραθούν και να μη σαπίσουν ή βρωμίσουν. Όταν συγκέντρωνε μια σημαντική ποσότητα τα πήγαινε στον έμπορα, ο οποίος τα προωθούσε στο εργοστάσιο επεξεργασίας δερμάτων, το βυρσοδεψείο. Από τα ακατέργαστα δέρματα, πολλά τα χρησιμοποιούσαν για μικρά χαλιά, άλλα τα έκαναν τσαρούχια ή παπούτσια, ενώ άλλα τα έκαναν τύμπανα, γκάϊντες κλπ.

Αλμπάνης (από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής) Τα πέταλα ήταν κάτι σαν σιδερένια παπούτσια που τοποθετούσαν στις οπλές των αλόγων, για να μη φθαρούν και για να διατηρούν τα ζώα την ευστάθειά τους κατά τις μεταφορές, ώστε να μην γλιστράνε. Το πετάλωμα ή καλίγωμα, από τον αυτοδίδακτο πεταλωτή, γίνονταν κάθε τρεις ή έξι μήνες. Έδενε το ζώο και με την τανάλια έβγαζε τα παλιά πέταλα, έκοβε με το μαχαίρι το νύχι που περίσσευε και το καθάριζε. Ζέσταινε τα πέταλα και τα κάρφωνε προσέχοντας ώστε το καρφί να μπει στο ξερό μέρος του ποδιού για να μην πληγωθεί το ζώο. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί "κτηνίατροι" ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων.

Οι στραγαλατζήδες εμφανίστηκαν αμέσως μετά την ελληνική επανάσταση και απελευθέρωση. Στην Αθήνα αναφέρεται ότι έρχονταν από τα ορεινά της Θεσσαλίας. Οι στραγαλατζήδες έπιαναν πόστα και πωλούσαν το εμπόρευμα τους σε πλατείες, σε κεντρικούς δρόμους ή έξω από σχολεία. Για να κερδίσουν πελάτες και να πουλήσουν τα στραγάλια κάποιοι στραγαλατζήδες είχαν εφεύρει ένα παιχνίδι: κρατούσαν ένα ζαχαρωτό κουλούρι και νεαροί του πετούσαν στραγάλια μέχρι να το σπάσει κάποιος και να νικήσει. Ο στραγαλατζής εκτελούσε και χρέη «διαιτητή» στο παιχνίδι, όριζε δηλαδή ποιος είχε χάσει για να πληρώσει.

Όλοι στην οικογένεια του στραγαλατζή ασχολούνταν με το επάγγελμα. Καλλιεργούσαν στο χωράφι τους το στραγάλι που στην πραγματικότητα είναι ψημένο ρεβύθι. Οι γυναίκες έκοβαν τον κορμό και τον έδεναν σε ματσάκια για να τα πωλούν έπειτα τα παιδιά στις πόλεις για δαδιά. Αρκετοί στραγαλατζήδες άλλαξαν τον 19ο αιώνα το εμπόρευμά τους πουλώντας σαλέπι. Άλλοι έκαναν και τα δύο επαγγέλματα, την ημέρα στραγαλατζήδες και το βράδυ σαλεπιτζήδες. Στην Αθήνα μάλιστα κάποιοι διατηρούσαν μικρά καταστήματα όπου πωλούσαν ακόμα και τυρί. Το 1912 αναφέρεται ότι ήταν επάγγελμα προς εξαφάνιση έχοντας δεχτεί πλήγμα από άλλα πλανόδια επαγγέλματα όπως ο κουλουράς. Πλήγμα είχε δεχτεί κι από τον πασατέμπο που θεωρούνταν πιο ευκολοχώνευτος, τα φυστίκια, την μέντα, όλα φαγώσιμα που πωλούνταν τότε από πλανόδιους.

Ο στραγαλατζής έχει εκλείψει σήμερα με την ανωτέρω μορφή, αλλά μια 2η μορφή που επέζησε μέχρι τώρα αλλά τείνει να εκλείψει και αυτή, είναι ο πλανόδιος πωλητής ξηρών καρπών. Αυτή προέκυψε από την γενικοποίηση του εμπορεύματος, αντικαθιστώντας ο κάθε πωλητής τον συγκεκριμένο του ξηρό καρπό με ξηρούς καρπούς όλων των ειδών.

Κάπου εδώ το ταξίδι μας σταματά αλλά δεν τελειώνει. Επιστρέφουμε στο παρόν λίγο πιο <<σοφοί>>. Αποκτήσαμε μνήμες,εμπειρίες,γνώσεις.ανακαλύψαμε γνώριμα πράγματα που ίσως είχαμε ακούσει από κάποιους μεγαλύτερους.συλλέξαμε πολύτιμες πληροφορίες που μας βοηθούν για το δικό μας επαγγελματικό προσανατολισμό. Και τέλος ζήσαμε τη χαρά όλα αυτά να τα κάνουμε μαζί, σαν μία ομάδα. Τώρα ξέρουμε ότι τα περισσότερα από τα επαγγέλματα που θέλουμε να ακολουθήσουμε είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά που γνωρίσαμε,αλλά ίσως οι ρίζες τους να βρίσκονται κάπου κρυμμένες στο μακρινό παρελθόν.

ΟΜΑΔΑ Α ΛΟΥΚΑ ΙΩΑΝΝΑ ΞΗΡΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΠΑΝΙΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΜΠΑΚΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΛΑΝΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΙΧΑ ΔΗΜΗΤΡΑ

ΝΤΕΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΝΤΕΛΗ ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΑΡΟΥΧΑΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΛΕΤΣΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΝΕΛΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΠΟΛΥΖΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΤΡΩΝΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΤΑΦΛΟΥΚΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΝΙΤΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

ΡΑΠΤΗ ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΠΑΠΑΛΕΞΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ ΟΥΡΑΝΙΑ ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΚΟΛΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

www.politistiko parko.gr /sideras.htm.mastoroi/ ganomatis /sideras.htm https://el.wikipedia.org/wiki/stragalatzis. mathites-en-drasi.blogspot.gr/2014/01. blog-post 28 html. www.kontra news.gr/koinonia/item/57397-tsagaris-krisis. nikos mardanis.blogspot.gr/2012/10/blogpost 18. Html. mikros-romios.gr/koulourades. blogs.cch.gr/olimagpartherss/files. proodos-adendro.blogspot.gr/2010/11/blog-post 29.html. https://ellas2.wordpress.com/2014/09/23. dream kindergarden blog spot.gr/2012/05/blog-spot. file:///e:/project 202015%202016/παλαια%20 επαγγελματα.html. winefest-dafnes.gr/epaggelma.htm. el.wikipedia.org