Διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ή (περίπου) διατήρηση μιας εικόνας; Το ζήτημα της διαφύλαξης της αυθεντικότητας στην Προστασία των Παραδοσιακών Οικισμών Σταύρος Μαμαλούκος, αρχιτέκτων «Διατήρηση της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς ή (περίπου) διατήρηση μιας εικόνας;» ή ακόμα χειρότερα: «Διατήρηση της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς ή δημιουργία μιας φλού και διεστραμμένης εικόνας;». Πριν προχωρήσω στην ανακοίνωσή μου επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω μια πρόσφατη οδυνηρή μου εμπειρία που εικονογραφεί κατά τρόπο εξαιρετικό τα προβλήματα για τα οποία θα σας μιλήσω στη συνέχεια. Το Λεοντάρι Αρκαδίας είναι ένας από τους πολλούς ιστορικούς οικισμούς της Πελοποννήσου που έπαθαν ζημιές από τις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου 2007. Στα πλαίσια των προσπαθειών της για ενεργή συνδρομή στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς η Ελληνική Εταιρεία σχεδίασε με την υποστήριξη της Coca - Cola Τρία Έψιλον ένα πρόγραμμα που αποσκοπούσε στην υποστήριξη της περιοχής προκειμένου αυτή να ανακάμψει από το φοβερό χτύπημα. Το πρόγραμμα περιλάμβανε μεταξύ άλλων την δωρεάν εκπόνηση από αρχιτέκτονες μέλη του ΣΑΚ πρότυπων μελετών αποκατάστασης κατεστραμμένων από τη φωτιά σπιτιών. Στα πλαίσια της προώθησης του προγράμματος πραγματοποιήθηκε στο Λεοντάρι την 1η Δεκεμβρίου 2007, Ημερίδα με θέμα «Aποκατάσταση κτηρίων και φυσικού περιβάλλοντος μετά τις πυρκαγιές», στην οποία παρέστησαν ο Δήμαρχος Φαλαισίας, η πρόεδρος ΤΕΕ Πελοποννήσου και αντινομάρχης Αρκαδίας, εκπρόσωπος του Συλλόγου των εν Αθήναις Λεονταριτών και «πλήθος κόσμου», που έλεγαν και τα ελληνικά επίκαιρα. Για το Πρόγραμμα μίλησε ο κ. Κώστας Καρράς και εγώ. Κατά την εκδήλωση οι προοπτικές για ευόδωση του τμήματος αυτού του προγράμματος φάνηκαν ιδιαίτερα ευοίωνες: 35 περίπου ιδιοκτήτες ζήτησαν να περιληφθούν τα σπίτια τους στον κατάλογο εκείνων για τα οποία θα γίνονταν μελέτες. Σημειώνω ότι τα περισσότερα από τα σπίτια του χωριού χρησιμεύουν πλέον ως εξοχικά αποδήμων και όχι ως μόνιμες κατοικίες. Στη συνέχεια, και καθώς οι μελέτες υποτίθεται ότι δρομολογούνταν, το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών δια του Πέτρου Κουφόπουλου, του Γιώργου Αντωνίου και του ομιλούντος ανέλαβε ένα άλλο σχετικό υποπρόγραμμα, το οποίο θα υποστήριζε το πρώτο και θα κατέληγε στην έκδοση ενός βιβλίου για την αρχιτεκτονική του Λεονταρίου: την αποτύπωση και τεκμηρίωση του οικισμού μέσα από μια σειρά φοιτητικών ασκήσεων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008. Όμως, ενώ η δουλειά που είχε αναλάβει το Πανεπιστήμιο προχώρησε καλά και ολοκληρώθηκε περιλαμβάνοντας σύνταξη τοπογραφικών του οικισμού, σύνταξη δελτίων για όλα τα κτίσματα, αποτύπωση περίπου πενήντα κτηρίων, σχεδίαση ATHINA_MAMALOUKOS 1 23/1/2012
αναπτυγμάτων όψεων του κεντρικού δρόμου, αλλά και φοιτητικές εργασίες αποκατάστασης για τρία χαρακτηριστικά αξιόλογα σπίτια, το τμήμα των μελετών στράβωσε και τελικά κόλλησε: καθώς ένας-ένας οι ιδιοκτήτες χάνονταν, μια μόνο μελέτη αποκατάστασης έγινε τελικά από τον συνάδελφο Γιώργο Αντωνίου. Τις υπόλοιπες τις ανέλαβαν ντόπιοι μηχανικοί, μέσω των τοπικών κυκλωμάτων (ξαδέρφια, πατριώτες, φίλοι, γνωστοί κλπ). Στο δρόμο που είχε χαράξει ήδη ο σύγχρονος «παραδοσιακός» Ξενώνας του χωριού και το παρακείμενο σε αυτόν σπίτι που είχε κτισθεί το 2003 από «τοπικό» αλβανικό οικοδομικό συνεργείο, με την πλήρη υποστήριξη των τοπικών πολεοδομικών υπηρεσιών και αξιοποιώντας την αδυναμία συστηματικού ελέγχου από την πλευρά των αρμοδίων υπηρεσιών, τα περισσότερα από τα πυρόπληκτα σπίτια αντί να αποκατασταθούν κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους ανεγέρθηκαν νέα, «παραδοσιακά» βέβαια, σύμφωνα με τα γούστα της νεόπλουτης κοινωνίας μας. Επί πλέον, με την ευκαιρία του οικοδομικού οργασμού και των επιδοτήσεων, καταστράφηκαν «δια της αναπαλαιώσεως» (σε αυτό θα επανέλθω) και αρκετά ακόμη από τα διατηρούμενα σπίτια του οικισμού. Σημειώνω, τέλος, ότι ο ίδιος ο Δήμος, τόσο κατάλαβε τι θέλαμε να προσφέρουμε, που κατά τη διάρκεια της «συνεργασίας» μας, έβαλε το γνωστό συνεργείο να «αναπαλαιώσει» κόψε-ράψε όπως λάχει, φυσικά, (τι τους θέλουμε τους αρχιτέκτονες; Γιατί να τους κουράζουμε τους ανθρώπους;) ένα παλαιό κατάστημα ιδιοκτησίας του. Μας έμειναν, βέβαια, τουλάχιστον, οι αποτυπώσεις. Θα μπορούσαμε να τις τυπώσουμε σε πορσελάνη και να τις κολλήσουμε στο μνήμα της αυθεντικότητας. Δεύτε, λοιπόν, τελευταίον ασπασμόν δώμεν αδελφοί τω Λεονταρίω Έρχομαι τώρα στην ανακοίνωσή μου. Ο λόγος για τον οποίο συζητείται σήμερα η λήψη νέων μέτρων προστασίας των ιστορικών (ο όρος «ιστορικοί» είναι αναμφίβολα σωστότερος από τον ασαφή όρο «παραδοσιακοί») των ιστορικών, λοιπόν, οικισμών της χώρας μας και ο οποίος λόγος αποτελεί την αφορμή της σημερνής μας ημερίδας είναι η κοινή πεποίθηση ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά στον τομέα αυτό (όπως βέβαια και σε κανέναν άλλο στην Ελλάδα στις μέρες μας ). Τι συμβαίνει; Όλοι το γνωρίζουμε: η ανεπανόρθωτη καταστροφή κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων ενός τεράστιου τμήματος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και η συνακόλουθη αλλοίωση των οικισμών της χώρας, είναι βέβαια γεγονός αναμφισβήτητο. Πως η πολύτιμη αυτή κληρονομιά μας καταστράφηκε; Με δύο τρόπους: αφενός την κατεδάφιση και αφετέρου την καταστροφή μέσω κακώς εννοούμενων αποκαταστάσεων. Ο πρώτος, η κατεδάφιση, είναι ευθύς, ξεκάθαρος και από παλιά από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες γνωστός και δοκιμασμένος. Με την κατεδάφιση έχουν αφανισθεί και εξακολουθούν να αφανίζονται δευτερευούσης σημασίας ιστορικά κτήρια, τα γνωστά μας «κτήρια συνοδείας», αλλά, πολύ συχνά, ακόμη και σημαντικά μνημεία προκειμένου να αντικατασταθούν με νέα στα πλαίσια της «αξιοποίησης» των οικοπέδων τους, σύμφωνα με τις δυνατότητες που δίνει ο Γενικός αλλά και ειδικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί, από τις οποίες έχουν ήδη ωφεληθεί οι γείτονες, ή προκειμένου να «ανοίξει ο τόπος» «προς όφελος του κοινωνικού συνόλου» εν γένει ή, τέλος πάντων, ενός τμήματός του (ο νοών νοείτω). Σε επίπεδο συνόλων, όπως λ.χ. οι οικισμοί ή τα μοναστήρια, η κατεδάφιση και αντικατάσταση παλαιών κτηρίων με νέα, κατά διάφορους τρόπους ασυμβίβαστα με τον ιστορικό χαρακτήρα των συνόλων αυτών, καθώς ATHINA_MAMALOUKOS 2 23/1/2012
και οι κάθε είδους επεμβάσεις και προσθήκες, οδηγούν στην, κάποτε τραγική, συνολική αλλοίωση της γενικής τους μορφής. Στις περιπτώσεις αυτές, ακόμη και αν μέσα στα σύνολα διασώζονται σημαντικά μνημεία, αυτά διατηρούνται εγκλωβισμένα σε ένα συχνά κυριολεκτικά άθλιο και εντελώς απαράδεκτο περιβάλλον. Η συνειδητοποίηση της καταστροφής οδήγησαν μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 την Πολιτεία να λάβει μέτρα στα πλαίσια μιας προσπάθειας ανακοπής του κακού. Κηρύξεις μεμονωμένων κτισμάτων (λ.χ. ιστορικών ή αρχιτεκτονικά «αξιόλογων» σπιτιών) από το Υπουργείο Πολιτισμού ή το Υπουργείο Χωροταξίας (και όπως αλλιώς έχει ως άλλος χαμαιλέων αυτό μετονομασθεί), κηρύξεις ολόκληρων οικισμών ως προστατευόμενων και θέσπιση ειδικών όρων δόμησης είναι τα κύρια μέτρα που πάρθηκαν. Αν τώρα κανείς προσπαθήσει να κάνει έναν απολογισμό των αποτελεσμάτων της προστασίας όλα αυτά τα χρόνια, αναμφίβολα, τουλάχιστον θα αποκαρδιωθεί. Σε επίπεδο συνόλων όχι μόνο δεν διασφαλίσθηκε αποτελεσματικά η πραγματική προστασία των ιστορικών κτηρίων αλλά, συνήθως, ούτε καν η διαφύλαξη του συνολικού πολεοδομικού χαρακτήρα. Διάφορες πολεοδομικές και ρυθμιστικές μελέτες για συγκεκριμένους οικισμούς δεν απέδωσαν καρπούς ανάλογους με τη σημασία και την αξία τους, είτε εξ αιτίας λανθασμένων αποφάσεων είτε εξ αιτίας της («α λα γκρέκα») μη εφαρμογής τους. Σε επίπεδο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού η θέσπιση ειδικών κατά τόπους όρων δόμησης και, ακόμη χειρότερα, η προώθηση της κατασκευής τυποποιημένων ανά περιοχές κτηρίων, που στις περισσότερες περιπτώσεις έχει οδηγήσει στην παραγωγή κακεκτύπων διαφόρων αρχιτεκτονικών ιδιωμάτων τα οποία δημιουργήθηκαν σε συγκεκριμένο τόπο, σε δεδομένο χρόνο και υπό ορισμένες συνθήκες, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να θεωρηθεί ορθή οδός για την παραγωγή πραγματικής αρχιτεκτονικής.μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι μάλλον «θαύμα» (εξηγούμενο πιθανότατα από την αδυναμία επιβολής πλήρους ελέγχου) το ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν παραχθεί ενδιαφέροντα δείγματα σύγχρονης αρχιτεκτονικής τα οποία αναφέρονται δημιουργικά στην τοπική παράδοση. Σχετικά με το καίριο και πολύ σοβαρό θέμα του σχεδιασμού σε ιστορικό περιβάλλον ακούσαμε, όμως, ήδη αρκετά και ενδιαφέροντα. Για το ζήτημα που απασχολεί εμένα εδώ μεγαλύτερη, πάντως, σημασία έχει το γεγονός ότι με τη λογική της διατήρησης στους ιστορικούς οικισμούς μιας γενικής εικόνας μέσω της επιβολής ειδικών όρων δόμησης στα νέα κτήρια, εκατοντάδες ιστορικά κτήρια, συνήθως «κτίσματα συνοδείας» αλλά και σημαντικότερα μνημεία κατεδαφίζονται σε όλη τη χώρα, προκειμένου στη θέση τους να ανεγερθούν ψευτοπαραδοσιακά εκτρώματα, με την ακράδαντη πεποίθηση τόσο των πολιτών που τα παραγγέλνουν, όσο και των μηχανικών που τα σχεδιάζουν και των αρμοδίων υπαλλήλων που τα εγκρίνουν, ότι αυτό συνιστά διατήρηση της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς. Ο δεύτερος τρόπος καταστροφής της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, στον οποίο θέλω να εστιάσω στην παρουσίασή μου, συνδέεται με το πνεύμα των παραπάνω σοβαρών παρανοήσεων. Πρόκειται για την καταστροφή των ιστορικών κτηρίων που συνιστούν τους ιστορικούς οικισμούς και τους καθιστούν άξιους προστασίας, δηλαδή των λεγομένων «διατηρητέων» κτηρίων, μέσω επεμβάσεων μιας κακώς εννοούμενης αποκατάστασης, η οποία συνήθως στην καθημερινή γλώσσα αποκαλείται με τον λανθασμένο όρο «αναπαλαίωση». Οι επεμβάσεις αυτές συνίστανται στην καθαίρεση μεγάλου τμήματος των αυθεντικών κατασκευών των ιστορικών κτηρίων, οι οποίες θα ATHINA_MAMALOUKOS 3 23/1/2012
μπορούσαν με τη χρήση κατάλληλης τεχνογνωσίας να διατηρηθούν και να συντηρηθούν, και στην ανακατασκευή τους με όμοια, περίπου όμοια ή με νέα, συχνά «βελτιωμένη», μορφή στο σύνολο ή σε επί μέρους στοιχεία του, με τα ίδια ή με νέα υλικά. Δεν είναι μάλιστα σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το «διατηρητέο» κατεδαφίζεται πλήρως για να ανοικοδομηθεί. Έτσι ακόμη και ο ίδιος ο χαρακτηρισμός «διατηρητέα», εν ονόματι του οποίου γίνονται τέτοιου είδους επεμβάσεις σε ιστορικά κτήρια, καθίσταται εν πολλοίς ή και εντελώς κενός νοήματος. Έχω επισημάνει και αλλού ότι τις περισσότερες φορές τα κίνητρα των συναδέλφων μηχανικών εκτός και, δυστυχώς, και εντός αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών που προτείνουν, μελετούν και εφαρμόζουν τέτοιου είδους επεμβάσεις δεν είναι ταπεινά ή σκοτεινά. Το πρόβλημα έχει να κάνει περισσότερο με την έλλειψη σχετικής συνείδησης από την κοινωνία μας εν γένει, με τη δυσκολία που δημιουργεί το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο που σχετίζεται με την οικοδομή και την εξασφάλισή της έναντι κυρίως δυναμικών καταπονήσεων και, βέβαια, με την άγνοια, εξ αιτίας κενών στην επαγγελματική μας εκπαίδευση, των ειδικών τρόπων και μεθόδων που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν αντί των τρεχουσών σε απλές σύγχρονες κατασκευές πρακτικών. Δυστυχώς, όποιες και όσες κι αν είναι οι δικαιολογίες, είναι αλήθεια ότι η «αναπαλαίωση» αυτού του είδους είναι μια διαδικασία η οποία μειώνει στο ελάχιστο, και πολύ συχνά κυριολεκτικά εξαφανίζει, κάθε ίχνος αυθεντικότητας των ιστορικών κτηρίων, καθιστώντας τα αντίτυπα ή, όπερ και συνηθέστερον, κακέκτυπα του εαυτού τους. Πρόκειται για μια κατάσταση όπου η καταστροφή ούτε λίγο ούτε πολύ εμφανίζεται και προβάλλεται ως σωτηρία του ιστορικού κτηρίου, ενώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συγκεκαλυμμένη (ή και απροκάλυπτη) καταστροφή του. Αυτό δεν είναι διατήρηση. Είναι εκείνο που λέει το ευαγγέλιο: «Έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης». Για μιαν, έστω και τραγικά πια καθυστερημένη, σοβαρή προσπάθεια ουσιαστικής προστασίας των ιστορικών οικισμών της χώρας απαιτούνται, κατά τη γνώμη μου: 1. (Και κύριο και εκ των ων ουκ άνευ) Η ευαισθητοποίηση σε ζητήματα προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της κοινωνίας μέσω της ενημέρωσης και της «εκπαίδευσης» στα πλαίσια της σχολικής εκπαίδευσης αλλά και με τη βοήθεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων τρόπων από σχετικούς φορείς. 2. Συστηματικές καταγραφές. Αυτές δεν πρέπει να αφορούν μόνο στα τυπολογικά, μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των ιστορικών κτηρίων. Βέβαια, χωρίς αμφιβολία, οι καταγραφές αυτού του είδους, αν δεν είναι γενικές και αόριστες αλλά γίνονται σωστά, από τη σκοπιά της ιστορίας της αρχιτεκτονικής, είναι πολύτιμες και έχουν (πράγμα αυτονόητο) μεγάλο επιστημονικό, αλλά και «πρακτικό» ενδιαφέρον γιατί μπορεί να συνδράμουν στο σύγχρονο σχεδιασμό. Χρησιμότερες, όμως, είναι οι συστηματικές καταγραφές κτηρίων, ώστε να εντοπισθούν τα όντως σημαντικά κτήρια, όσα φαίνονται με πρώτη ματιά αλλά και όσα είναι αλλοιωμένα και κρυμμένα πίσω από νεώτερες, κακόμορφες συνήθως, επεμβάσεις, προκειμένου να δρομολογηθεί η προστασία τους. 3. Διοικητικές ρυθμίσεις, δηλαδή: οι κηρύξεις ως διατηρητέων των αξιόλογων ιστορικών κτηρίων και συνόλων και η θέσπιση ζωνών προστασίας. Για τη χρησιμότητα του πρώτου δε χρειάζονται σχόλια. Για το δεύτερο θα επισημάνω, έχοντας ο- δυνηρή προσωπική εμπειρία ως μέλος, κοντά πέντε χρόνια τώρα, του Τοπικού ATHINA_MAMALOUKOS 4 23/1/2012
Συμβουλίου Μνημείων Ιονίων Νήσων, ότι η υπάρχουσα (σκόπιμη;) ασάφεια ευθύνεται για την αδυναμία σωστού ελέγχου. Οι επί τούτω ορισμένοι φορείς κυριολεκτικά αυτοσχεδιάζουν. 4. Δημιουργία συμβατού με την αποκατάσταση ιστορικών κτηρίων κανονιστικού πλαισίου, οικοδομικού, δηλαδή, κανονισμού, στον τομέα κυρίως που αφορά τις στατικές μελέτες. 5. Εκπαίδευση από τους κατ εξοχήν αρμόδιους για την εκπαίδευση φορείς, δηλαδή τα πανεπιστήμια, αλλά και από κρατικούς φορείς καθώς και ενώσεις εξειδικευμένων και ευαισθητοποιημένων στα προβλήματα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς τεχνικών, των ασχολουμένων με το αντικείμενο ειδικών (κυρίως των μηχανικών αλλά και των λοιπών εμπλεκομένων σε σχετικά έργα, όπως λ.χ. των εργατοτεχνιτών), παράλληλα, βέβαια, με τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών με εξειδικευμένους υπαλλήλους. 6. Εκτέλεση πιλοτικών έργων από φορείς, ώστε να υπάρχουν καλά παραδείγματα προς μίμησιν προσιτά στην κοινωνία. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις και μόνον έτσι θα μπορέσει να διαμορφωθεί ένα σωστό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα δουλέψουν οι τεχνικοί που κινούνται στο σχετικό με την προστασία των μνημείων χώρο και, και κατ απαίτησιν της αγοράς, θα προσαρμοσθούν και οι ασχολούμενοι με το αντικείμενο εργολάβοι και τεχνίτες αλλάζοντας κατά το δυνατόν τον, σε λανθασμένη σήμερα κατεύθυνση, τρόπο εργασίας τους. Αν με ρωτήσετε πόσο αισιόδοξος είμαι ότι μπορεί να γίνει κάτι από όσα εν είδει ευχολογίου παρουσίασα πριν θα απαντήσω χωρίς καμιά επιφύλαξη: καθόλου. Η πορεία της καταστροφής είναι τέτοια και η διαστροφή των εννοιών τόσο μεγάλη που το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι η διατήρηση χάρη, κυρίως, σε συγκυρίες μεμονωμένων δειγμάτων της πλούσιας κληρονομιάς που αφανίσαμε και εν τη μακαριοτήτι που εξασφαλίζει η άγνοια συνεχίζουμε να αφανίζουμε. Όμως όσοι πιστεύουμε ότι κάτι κατέχουμε, εντός των ορίων της ειδικότητάς μας, φυσικά, οφείλουμε να συνεχίσουμε. και ότι γίνει. Η συνειδητοποίηση, από πλευράς όχι μόνο των ιθυνόντων αλλά και της κοινωνίας γενικά, όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι καίρια για μια πραγματική προστασία του ότι έχει μείνει από τους ιστορικούς μας οικισμούς και όχι για την περίπου διατήρηση μιας «φλού» εικόνας τους ή τη δημιουργία ενός εν παραμορφωτικώ κατόπτρω αντικατοπτρισμού τους. ATHINA_MAMALOUKOS 5 23/1/2012