ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΤΙΤΛΟΣ Αντασφάλιση και ιαδικασία Αξιολόγησης Αντασφαλιστικής Σύµβασης Καλέγιας Μιχ. Κωνσταντίνος ΕΡΓΑΣΙΑ Που υποβλήθηκε στο Τµήµα Στατιστικής του Οικονοµικού Πανεπιστηµίου ΑΘηνών ως µέρος των απαιτήσεων για την απόκτηση Μεταπτυχιακού ιπλώµατος Συµπληρωµατικής Ειδίκευσης στη Στατιστική Μερικής Παρακολούθησης (Part-time) Αθήνα Σεπτέµβριος 2011
ΑΦΙΕΡΩΣΗ Στην Ελένη και στον γιο µου Οδυσσέα.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς µου, για τη µόρφωση που µου προσφέρανε και τη στήριξη σε όλα τα στάδια της ζωής µου. Ευχαριστίες οφείλω στον καθηγητή µου κο Φράγκο Νικόλαο, για την ανάθεση της εργασίας και τη καθοδήγησή του κατά τη διάρκεια ολοκλήρωσής της. Επίσης για τη σηµαντική συµβολή του µε τις γνώσεις του και την εµπειρία του, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερµά τον Risk Management της Generali Hellas Insurance Company S.A. κο Παναγιώτη Αθ. Βασιλόπουλο. I
II
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Σπούδασα στο τµήµα Οικονοµικής Επιστήµης του Οικονοµικού Πανεπιστηµίου Αθηνών (1998-2004) µε κατεύθυνση «ιεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονοµικών». Ταυτόχρονα και µετά τις σπουδές ασχολήθηκα σε διάφορα αντικείµενα, έως το 2005, οπότε και εισήλθα στην ασφαλιστική αγορά. ραστηριοποιήθηκα σε διάφορους τοµείς τις ασφαλιστικής αγοράς ξεκινώντας το 2005 στο τµήµα εισπράξεων και εξυπηρέτησης πελατών της Elysse S.A., το 2007 στης πωλήσεις της ΟΤΕΑΣΦΑΛΙΣΗ Α.Ε., το 2008 στο τµήµα Underwriting Ατοµικών Ασφαλίσεων της Generali Ins co SA και από το τέλος του 2010 στο αναλογιστικό τµήµα της ίδιας εταιρίας. Στην µικρή έως και τώρα πορεία µου στην ασφαλιστική αγορά αγάπησα τον κλάδο και τους ανθρώπους του και κατανόησα το σηµαντικό έργο που προσφέρει στην κοινωνία µας. Σε συνδυασµό µε την ανάγκη µου για συνεχή βελτίωση και απόκτηση ολοένα περισσότερης γνώσης αποφάσισα τελικά το 2008 να φοιτήσω στο µεταπτυχιακό πρόγραµµα «Στατιστικές Μέθοδοι στη ιαχείριση Ασφαλιστικών Οργανισµών». Η διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής αντασφαλιστικής σύµβασης, ως θέµα της διπλωµατικής µου, προήλθε όχι µόνο από τη προσωπική µου προτίµηση για το συγκεκριµένο αντικείµενο αλλά και από τη κατανόησης της σηµασίας αυτής για την ορθή και κερδοφόρα λειτουργία µιας ασφαλιστικής εταιρίας. III
IV
ABSTRACT Konstantinos Kalegias Reinsurance and Evaluation Procedure of a Reinsurance Contract September 2011 Global corporate failures simultaneously with the European Commission s initiative regarding the Solvency II directive are exerting pressures on insurance companies, to improve their risk and capital management and adopt a unified and integrated approach of their risks handling. This study focuses on one of the most important tools, which insurance companies have at their availability to deal with these matters, namely reinsurance. The objective is to evaluate different reinsurance treaties in order to decide which one is more profitable for the insurance company. The first part focuses at the importance and risks of reinsurance and gives an overall theoretical approach of the most common used reinsurance programs, which are separated according their way you set reinsurance (treaty or facultative programs) and according to how premiums and claims are shared between the insurer and reinsurer (proportional and non proportional reinsurance). The second part focuses at the way, which we are able to evaluate different reinsurance programs, considering the past year results, claims and premiums, of an insurance company. In the specific analysis, in order to do this, we take into consideration the Capital Requirements (considering the Solvency s II approach for a 99,5% confidence interval not to bankrupt), the Value Creation and the Company s Profitability from the usage of the different programs. V
VI
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Κωνσταντίνος Καλέγιας Αντασφάλιση και ιαδικασία Αξιολόγησης Αντασφαλιστικής Σύµβασης Σεπτέµβριος 2011 Οι παγκόσµιες εταιρικές αποτυχίες, ταυτόχρονα µε την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά µε την οδηγία Solvency II ασκούν πιέσεις στις ασφαλιστικές εταιρείες για βελτίωση της διαχείρισης των κεφαλαίων και των κινδύνων τους και για υιοθέτηση µιας ενιαίας και ολοκληρωµένης προσέγγισης του χειρισµού των πραγµατικών συνολικών κινδύνων που αντιµετωπίζουν. Αυτή η µελέτη επικεντρώνεται σε ένα από τα πιο σηµαντικά εργαλεία, τα οποία οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν στη διάθεση τους για να αντιµετωπίσουν αυτά τα θέµατα, την αντασφάλιση. Ο στόχος είναι να αξιολογηθούν διαφορετικές αντασφαλιστικές συµβάσεις, που θεωρητικά είναι διαθέσιµες στην αγορά αντασφάλισης, προκειµένου να αποφασιστεί ποια είναι πιο κερδοφόρα για την ασφαλιστική εταιρεία. Το πρώτο µέρος επικεντρώνεται στη σηµασία και τους κινδύνους της αντασφάλισης και δίνει µια συνολική θεωρητική προσέγγιση, των ποιο κοινών αντασφαλιστικών συµβάσεων, οι οποίες διαχωρίζονται ανάλογα µε τον τρόπο που τοποθετείται η σύµβαση (υποχρεωτική ή προαιρετική) και ανάλογα µε την αναλογία µε την οποία τα ασφάλιστρα και οι κίνδυνοι µοιράζονται µεταξύ του ασφαλιστή και αντασφαλιστή (αναλογικές και µη-αναλογικές). Το δεύτερο µέρος εστιάζεται στο τρόπο µε τον οποίο µπορεί µια ασφαλιστική εταιρία να αξιολογήσει διαφορετικά προγράµµατα αντασφάλισης, λαµβάνοντας υπόψη τα αποτελέσµατα, της ζηµιές και τα ασφάλιστρα προηγούµενων ετών. Στη συγκεκριµένη ανάλυση λαµβάνουµε υπόψη, τις επιδράσεις της κάθε σύµβασης στο Capital Requirement (µε διάστηµα εµπιστοσύνης προς αποφυγή χρεωκοπίας, 99,5%, βάση Solvency ΙΙ), στο Value Creation και στη κερδοφορία της Εταιρείας. VII
VIII
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελίδα ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ... I ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ... III ABSTRACT... V ΠΕΡΙΛΗΨΗ... VII ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ... IX ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ... XI ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ... XIII 1.Εισαγωγή... 1 2. Ορισµός Αντασφάλισης:... 3 3. Αντασφάλιση και σύγχρονη πραγµατικότητα... 5 4. Λόγοι αντασφάλισης:... 7 5. Το κόστος και οι κίνδυνοι της αντασφάλειας... 13 5.1 Κόστος αντασφάλισης... 13 5.2 Κίνδυνοι αντασφάλισης... 13 6. Είδη αντασφάλισης:... 15 6. 1 Ανάλυση και σύγκριση των treaty και facultative αντασφαλιστικών συµβάσεων... 15 6.1.1 Treaty αντασφαλιστικές συµβάσεις... 15 6.1.2 Facultative αντασφαλιστικές συµβάσεις... 16 6.2 Ανάλυση και σύγκριση αναλογικών αντασφαλιστικών συµβάσεων.... 18 6.2.1 Quota Share συµβάσεις... 18 6.2.2 Surplus Share συµβάσεις... 20 6.3 Ανάλυση και σύγκριση µη-αναλογικών αντασφαλιστικών συµβάσεων. 22 6.3.1 Excess of loss per risk συµβάσεις... 24 6.3.2 Excess of loss per occurrence συµβάσεις... 26 6.3.3 Aggregate συµβάσεις (stop loss)... 27 7. Σχεδιασµός αντασφαλιστικού προγράµµατος... 29 7.1 Καθορισµός της ιδίας κράτησης... 29 7.2 Επιλογή της µεθόδου αντασφάλισης... 30 IX
7.3 Επιλογή του τύπου αντασφάλισης... 31 7.4 Επιλογή της µορφής αντασφάλισης... 32 7.4.1 Quota Share... 32 7.4.2 Surplus Share... 33 7.4.3 XL reinsurance (per risk / per event)... 34 7.4.4 XL reinsurance (catastrophe)... 35 7.4.5 Stop Loss αντασφαλιστική σύµβαση... 35 7.5 Επιλογή Αντασφαλιστή... 35 7.6 Ο ρόλος των αντασφαλιστικών πρακτορείων.... 36 7.7 Σύνοψη... 37 8. Περιγραφή διαδικασίας αξιολόγησης αντασφαλιστικού προγράµµατος... 39 9. Ανάλυση Ιστορικών Ζηµιών Χαρτοφυλακίου... 41 9.1 Ανάλυση της σφοδρότητας των µεγάλων ζηµιών... 42 9.2 Ανάλυση της συχνότητας των µεγάλων ζηµιών... 43 9.3 Ανάλυση της συχνότητας των µικρών ζηµιών... 43 9.4 Ανάλυση της σφοδρότητας των µικρών ζηµιών... 43 10. Στάδιο αξιολόγησης των αντασφαλιστικών συµβάσεων... 45 10.1 Περιγραφή προτεινόµενων αντασφαλιστικών συµβάσεων... 45 10.1.1 Surplus σύµβαση... 45 10.1.2 XoL 0,5 millions σύµβαση... 47 10.1.3 XoL 1 million σύµβαση... 47 10.1.4 XoL 1 million (3 free reinstatement) σύµβαση... 48 10.2 Εφαρµογή στο πρόγραµµα των στοιχείων... 48 10.3 Τµηµατική ανάλυση Output:... 51 10.4 Τελικό συµπέρασµα:... 54 ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΙΝΑΚΩΝ-ΤΡΙΓΩΝΩΝ... 55 X
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας Σελίδα 1.1 Παράδειγµα Quota Share σύµβασης...19 1.2 Παράδειγµα Surplus Share σύµβασης...21 1.3 Παράδειγµα Xol per risk σύµβασης..24 1.4 Παράδειγµα Xol per occurence σύµβασης 27 1.5 Επίδραση Q/S σύµβασης στη µεταβλητότητα των ζηµιών..32 1.6. Σύγκριση Surplus και Quota Share συµβάσεων..34 1.7 Surplus σύµβαση.46 1.8 XoL 0,5 millions σύµβαση.47 1.9 XoL 1 million σύµβαση..48 1.10 XoL 1 million (3 free reinstatement) σύµβαση..48 1.11 Συγκριτικό Total Output των αντασφαλιστικών συµβάσεων 50 1.12 Συγκριτικό των Standard Deviation των συµβάσεων...51 1.13 Συγκριτικό του Capital Requirement των συµβάσεων..51 1.14 Συγκριτικό του Reinsurance Cost Analysis των συµβάσεων...52 1.15 Συγκριτικό του Company Profitability Analysis των συµβάσεων 53 Α.1. Εγγεγραµµένα ασφάλιστρα..55 Α.2. Πληθωρισµός.55 Τρίγωνα-Πίνακες Παραρτήµατος ανάλυσης µικρών ζηµιών: Β.1 Τρίγωνο Incremental του αριθµού ζηµιών...56 Β.2 Τρίγωνο Incremental πληρωθεισών ζηµιών.56 Β.3 Τρίγωνο Incremental εκκρεµών ζηµιών...57 Β.4 Τρίγωνο Incremental πληρωθεισών ζηµιών σε τιµές 2010.57 Β.5 Τρίγωνο Incremental πληρωθεισών ζηµιών σε τιµές 2011.58 Β.6 Τρίγωνο Cumulative πληρωθεισών ζηµιών σε τιµές 2011...59 Β.7 Τρίγωνο εκκρεµών ζηµιών σε τιµές 2011...60 Β.8 Τρίγωνο Incurred ζηµιών σε τιµές 2011..61 Β.9 Τρίγωνο υπολογισµού του Ultimate Cost.62 Β.10 Υπολογισµός µέσου και τυπικής απόκλισης ύψους ζηµιών 63 XI
Β.11 Τρίγωνο Cumulative αριθµού ζηµιών.63 Β.12 Τρίγωνο υπολογισµού του συνολικού αριθµού των ζηµιών.64 Β.13 Υπολογισµός µέσου και τυπικής απόκλισης αριθµού ζηµιών.65 Τρίγωνα- Πίνακες Παραρτήµατος µεγάλων ζηµιών (άνω των 500.000): Γ.1 Τρίγωνο Πληρωθεισών ζηµιών..66 Γ.2 Τρίγωνο εκκρεµών ζηµιών.67 Γ.3 Τρίγωνο Incremental πληρωθεισών ζηµιών σε τιµές 2010.68 Γ.4 Τρίγωνο Incremental πληρωθεισών ζηµιών σε τιµές 2011.69 Γ.5 Τρίγωνο Cumulative πληρωθεισών ζηµιών σε τιµές 2011..70 Γ.6 Τρίγωνο Εκκρεµείς Ζηµιές σε τιµές 2011 71 Γ.7 Τρίγωνο Συνολικών Ζηµιών σε τιµές 2011..72 Γ.8 Υπολογισµός µέσης τιµής και τυπικής απόκλισης ύψους ζηµιών..73 Γ.9 Τρίγωνο Αριθµού Ζηµιών άνω των 500.000.74 Γ.10 Υπολογισµός µέσης τιµής και τυπικής απόκλισης αριθµού ζηµιών.75 XII
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ Γράφηµα Σελίδα 1.1 Συνοπτική δοµή της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής αγοράς 4 1.2 Παράδειγµα Q/S σύµβασης 19 1.3 Παράδειγµα S/S σύµβασης.21 1.4 Παράδειγµα Xol per risk σύµβασης..25 1.5 Επίδραση Q/S σύµβασης στη µεταβλητότητα των ζηµιών..33 XIII
XIV
1.Εισαγωγή ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΕΛΤΙΣΤΗΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Η συγκεκριµένη εργασία στοχεύει στην ανάλυση των παραγόντων που επιδρούν στην απόφαση, για την απόκτηση επικερδούς αντασφαλιστικής σύµβασης. Η ανάλυση προσεγγίζει το χαρτοφυλάκιο περιουσίας ασφαλιστικής εταιρίας και συγκεκριµένα τη κάλυψη πυρκαγιάς, µε σκοπό τον καθορισµό της βέλτιστης αντασφαλιστικής σύµβασης που µπορεί να συνάψει η εταιρία, βάσει των αποτελεσµάτων της, των προηγούµενων ετών, στο συγκεκριµένο κλάδο και το είδος των αντασφαλιστικών συµβάσεων που µπορεί να αποκτήσει από την αγορά. Η συγκεκριµένη ανάλυση θα γίνει για treaty σύµβαση και όχι για facultative, µε την ταυτόχρονη σύγκριση excess of loss και surplus συµβάσεων, λόγω του γεγονότος ότι είναι οι ποιο διαδεδοµένες στην αντασφάλιση του κλάδου πυρός. Οι facultative συµβάσεις αφορούν την αγορά προαιρετικής αντασφάλισης συγκεκριµένων κινδύνων, οι οποίοι µπορεί να εξαιρούνται από την treaty σύµβαση. Για παράδειγµα η ασφάλιση οχηµάτων εταιρίας, τα οποία κυκλοφορούν σε χώρους αεροδροµίου ή µεταφέρουν καύσιµα, µπορεί να είναι κίνδυνοι οι οποίοι εξαιρούνται από την treaty σύµβαση, σε αυτή τη περίπτωση µπορεί να χρησιµοποιηθεί facultative σύµβαση. Η επιλογή της βέλτιστης αντασφαλιστικής κάλυψης εξαρτάται τόσο από την ικανότητά της να απορροφήσει την αναλογία ζηµιών που απαιτείται έτσι ώστε να µην θιχτεί η φερεγγυότητα της ασφαλιστικής εταιρίας, όσο από τα διάφορα άλλα οφέλη που µπορεί να προκύψουν από τις χρηµατορροές που δηµιουργούνται και τη µείωση των capital requirements. Πρώτα όµως θα γίνει αναφορά σε βασικά σηµεία της αντασφάλισης, όπως τον σκοπό, την αναγκαιότητα και τα είδη αντασφάλισης. 1
2
2. Ορισµός Αντασφάλισης: Ο όρος αντασφάλιση έχει οριστεί µε διαφορετικούς τρόπους από διάφορους συγγραφείς. Ο επικρατέστερος και συνοπτικότερος ορισµός είναι: αντασφάλιση είναι ουσιαστικά η ασφάλιση των ασφαλιστικών εταιριών (πρωτασφαλιστών). Ποιο συγκεκριµένα αντασφάλιση είναι η εκχώρηση µέρος των κινδύνων, που έχει αναλάβει ο ασφαλιστής, προς τον αντασφαλιστή, ο οποίος δεν έχει άµεση συµβατική σχέση µε τον πρωτοασφαλιζόµενο. Οι αντασφαλιστικές συµβάσεις ασφαλίζουν τη συµβατική ευθύνη να αποζηµιώνουν ζηµιές, οι οποίες προκύπτουν από τα ασφαλιστήρια συµβόλαια των πρωτασφαλιστών. Ουσιαστικά γίνεται αναδιανοµή του ασφαλίστρου, το οποίο λαµβάνει ο αντασφαλισµένος, από τους ασφαλισµένους του, στον αντασφαλιστή. Η αντασφαλιστική σύµβαση είναι µια συµφωνία µεταξύ του ασφαλιστή και του αντασφαλιστή και είναι ξεχωριστή από το ασφαλιστήριο συµβόλαιο που συνάπτεται µεταξύ ασφαλιστή και ασφαλιζόµενου. Έτσι λοιπόν, εκτός από κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις στις οποίες ο αντασφαλιστής υποχρεούται να πληρώνει ζηµίες απευθείας στον ασφαλισµένο, η αντασφαλιστική σύµβαση δεν θεµελιώνει κάποιο είδος νοµικής δέσµευσης µεταξύ του ασφαλισµένου και του αντασφαλιστή. Ουσιαστικά η ασφαλιστική εταιρία ασφαλίζει τον κίνδυνο που η ίδια αναλαµβάνει από τους δικούς της ασφαλισµένους. Λόγω του ότι η αντασφάλιση είναι ουσιαστικά µια µορφή ασφάλισης, ακολουθεί τις ίδιες βασικές αρχές, πρακτικές και ιδέες που εφαρµόζονται και στην ασφάλιση. Στη πραγµατικότητα τόσο τα direct συµβόλαια (που συνάπτονται µεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισµένου) όσο και τα αντασφαλιστικά συµβόλαια εµπεριέχουν την υπόσχεση µελλοντικής αποζηµίωσης υπό τον όρο να συµβούν συγκεκριµένα, αβέβαια και µελλοντικά γεγονότα, µε αντάλλαγµα την πληρωµή ενός προκαθορισµένου ασφαλίστρου. Με βάση το γεγονός ότι η αντασφάλιση είναι ένα ιδιαίτερο και σηµαντικό είδος ασφάλισης αντιµετωπίζεται σαν ξεχωριστή κατηγορία από µόνη της. Παρά τις ιδιοµορφίες της παραµένει άρτιο και αδιαίρετο µέρος του 3
ασφαλιστικού συστήµατος, παρέχοντας στους ασφαλισµένους περισσότερη ασφάλεια σε χαµηλότερο κόστος. Σηµαντικό ρόλο στην αγορά αντασφάλειας κατέχουν οι αντασφαλιστικοί διαµεσολαβητές. Οι ασφαλισµένοι, διαµέσου ασφαλιστικών διαµεσολαβητών ή απευθείας απευθύνονται στις ασφαλιστικές εταιρίες για την κάλυψη των ασφαλιστικών τους αναγκών. Με τη σειρά τους οι ασφαλιστικές εταιρίες απευθύνονται διαµέσου αντασφαλιστικών διαµεσολαβητών ή απευθείας στις αντασφαλιστικές εταιρίες για µεταφορά µέρους του κινδύνου, που έχουν αναλάβει από την ασφαλιστική τους δραστηριότητα. Βέβαια θα µπορούσε να προστεθούν στην αλυσίδα και οι αντασφάλιση των αντασφαλιστικών εταιριών, το λεγόµενο retrocession ή ακόµα και η λειτουργία ασφαλιστικών εταιριών ως αντασφαλιστικές. Το Σχεδιάγραµµα 1.1 περιγράφει συνοπτικά τη δοµή της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής αγοράς. Σχήµα 1.1 Συνοπτική δοµή της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής αγοράς Ασφαλιστικοί ιαµεσολαβητές Αντασφαλιστικοί ιαµεσολαβητές Ασφαλισµένοι Ασφαλιστικές Εταιρίες Αντασφαλιστικές Εταιρίες 4
3. Αντασφάλιση και σύγχρονη πραγµατικότητα Σε καιρούς όπου οι συνθήκες της αγοράς χειροτερεύουν (global economical and social crisis) και οι αποτυχίες στη διαχείριση εταιριών έρχονται στην επιφάνεια (για παράδειγµα η ανάκληση της άδειας οµίλου ασφαλιστικών εταιριών στην Ελλάδα, η πτώχευση της Lehman Brother στις Η.Π.Α) οι ασφαλιστικές εταιρίες βρίσκονται υπό πίεση για τη βελτίωση του risk & capital management. Παγκόσµια για τη αξιολόγηση των ασφαλιστικών εταιριών οι επενδυτές, οι εταιρίες credit rating και οι ρυθµιστικές αρχές ενδιαφέρονται για τον τρόπο που διενεργείται το risk & capital management. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι πλέον η προσπάθεια εφαρµογής του Solvency II (το οποίο σκοπεύετε να εφαρµοστεί έως τέλος του 2012), το οποίο θα οδηγήσει σε σηµαντική αλλαγή του ρυθµιστικού πλαισίου στο οποίο λειτουργούν η ευρωπαϊκές ασφαλιστικές αγορές. Ουσιαστικά θα καθορίζει πλέον τη κεφαλαιακή επάρκεια (capital adequacy) στη βάση της πραγµατικής φύσης και εύρους των κινδύνων που αντιµετωπίζει µια ασφαλιστική εταιρία. Αναµφίβολα η αντασφάλιση είναι ένα σηµαντικό εργαλείο διαχείρισης του κινδύνου και του κεφαλαίου στη διάθεση των ασφαλιστικών εταιριών. Η αντασφάλιση επιτρέπει στον ασφαλιστή να αποκτά το επιθυµητό risk profile, εκχωρώντας τους κινδύνους (ή µέρος αυτών) που δεν µπορεί ή δεν επιθυµεί να κρατήσει. Κατά αυτό τον τρόπο ενισχύεται το Underwriting capacity του ασφαλιστή και επιτρέπει την οµογενοποίηση του χαρτοφυλακίου και την σταθεροποίηση των οικονοµικών αποτελεσµάτων, προστατεύοντας έτσι το κεφάλαιο και την φερεγγυότητα της εταιρίας. Σηµαντικό στη περαιτέρω ανάλυση της επιλογής αντασφαλιστικής σύµβασης είναι µια µικρή αναφορά στις έννοιες του MCR και του SCR όπως καθορίζεται από το Solvency II. Το MCR (minimum capital requirement) αντιπροσωπεύει το χαµηλότερο ποσό κεφαλαίου στο οποίο ο κίνδυνος αφερεγγυότητας ανέρχεται σε µη αποδεκτά επίπεδα, oποιοδήποτε κεφάλαιο κάτω του ελάχιστου, δίνει την δυνατότητα στην Εποπτική Αρχή να επέµβει και να ανακαλέσει την άδεια της Ασφαλιστικής Εταιρείας. Προκύπτει από 5
υπολογισµό βάση κινδύνων, προκειµένου να δώσει στις κεφαλαιακές απαιτήσεις επίπεδο εµπιστοσύνης 85% σε περίοδο ενός έτους. Από την άλλη πλευρά το SCR (standard capital requirement) είναι το επιθυµητό (optimum) κεφάλαιο το οποίο θα πρέπει να κατέχει µια ασφαλιστική εταιρεία λαµβάνοντας υπόψη όλους τους πιθανούς κινδύνους για την φερεγγυότητα της σύµφωνα µε την οδηγία Solvency II. Το απαιτούµενο κεφάλαιο φερεγγυότητας SCR αντιστοιχεί σε ένα επίπεδο κεφαλαίου το οποίο επιτρέπει στην επιχείρηση να απορροφήσει σηµαντικές απρόβλεπτες ζηµίες και να παρέχει εύλογη κάλυψη στους ασφαλισµένους και τους δικαιούχους. Προκύπτει από υπολογισµό βάση κινδύνων, προκειµένου να δώσει στις κεφαλαιακές απαιτήσεις επίπεδο εµπιστοσύνης 99,5% σε περίοδο ενός έτους, δηλαδή είναι το κεφάλαιο το που θα πρέπει να κατέχει µια εταιρία προκειµένου να µη κινδυνεύει µε χρεοκοπία µε ποσοστό εµπιστοσύνης 99,5% σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους. Όταν µία επιχείρηση δεν πληρεί το SCR, θα πρέπει να αποκαταστήσει σε εύλογο χρονικό διάστηµα το απαραίτητο κεφάλαιο για την κάλυψη της απαίτησης αυτής, µε βάση ένα συγκεκριµένο και εφικτό σχέδιο που θα υποβάλλεται προς έγκριση στην εποπτική αρχή. Στη συγκεκριµένη ανάλυση που θα ακολουθήσει το CAPITAL REQUIREMENT για την αντασφάλεια, ως µέρος του συνολικού SCR, υπολογίζεται µε επίπεδο εµπιστοσύνης 99,5%, προκειµένου να συµφωνεί µε τα επίπεδα εµπιστοσύνης του SOLVENCY II. 6
4. Λόγοι αντασφάλισης: Οι ασφαλιστικές εταιρίες αγοράζουν αντασφαλιστική κάλυψη για τους κάτωθι λόγους: Οικονοµικοί λόγοι. Η οικονοµική ανάπτυξη µιας ασφαλιστικής εταιρίας µπορεί να περιοριστεί από τις προϋποθέσεις για το απόθεµα µη δεδουλευµένων ασφαλίστρων (UPR: unearned premium reserve). Οι ασφαλιστικές εταιρίες υποχρεούνται να τοποθετούν µέρος των ασφάλιστρων σε λογαριασµό UPR, ενώ ταυτόχρονα πληρώνουν τα έξοδα πρόσκτησης, για παράδειγµα οι προµήθειες των πρακτόρων καταβάλλονται επί του εγγεγραµµένου ασφαλίστρου. Τα ασφάλιστρα λοιπόν καθίστανται δεδουλευµένα π.χ. σε ποσοστό 1/12 ανά µήνα ενώ τα έξοδα πρόσκτησης καταβάλλονται αµέσως, γεγονός που µπορεί να οδηγήσει σε σηµαντική απορρόφηση του surplus τις εταιρίας. Επιπλέον οι ρυθµιστικές αρχές καθορίζουν ποσοστά αναλογίας εγγεγραµµένων ασφαλίστρων προς το surplus της εταιρίας, µε αποτέλεσµα καθώς τα εγγεγραµµένα ασφάλιστρα αυξάνονται να µην µπορεί να προχωρήσει σε πρόσκτηση νέων εργασιών. Η αναλογική αντασφάλιση επιτρέπει στην εταιρία να γράφει νέες ασφαλιστικές εργασίες χωρίς την απορρόφηση κεφαλαίου ή surplus. Αυτό πραγµατοποιείται λόγω µείωσης των εγγεγραµµένων ασφαλίστρων (η οποία δηµιουργείται από την εκχώρηση µέρους των ασφαλίστρων στον αντασφαλιστή) και αυξάνει το surplus µε την έννοια της ανάκτησης ενός µέρους του κόστους πρόκτησης από την προµήθεια την οποία ο αντασφαλισµένος λαµβάνει από τον αντασφαλιστή. Λόγοι επάρκειας (capacity). Η έλλειψη αντασφάλισης µπορεί να οδηγήσει σε σηµαντικό περιορισµό του αριθµού και του µεγέθους των κινδύνων που µπορεί µια εταιρία να αναλάβει, λόγω διαφόρων παραγόντων. Τέτοιου είδους παράγοντες είναι η κεφαλαιακή επάρκεια της εταιρίας και οι κανονισµοί που τίθενται από τις εποπτικές αρχές, 7
καθώς επίσης και το επίπεδο του ρίσκου που επιθυµεί να αναλάβει η εταιρία µε βάση το management που ακολουθεί. Αυτοί οι περιορισµοί µπορούν να υποβαθµίσουν σηµαντικά την ικανότητα της εταιρίας στην ανάληψη κινδύνων, εξαναγκάζοντάς την να αρνείται κίνδυνους που υπερβαίνουν κάποιο µέγεθος ή να αναλαµβάνει µόνο ποσοστό αυτών. Ο ρόλος της αντασφάλισης σε αυτή τη περίπτωση είναι η παροχή επάρκειας προς τον ασφαλιστή για την ανάληψη µεγάλων κινδύνων ή /και κινδύνων που διαφορετικά δε θα µπορούσε να αναλάβει, µε αποτέλεσµα να µπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες της αγοράς και να είναι ανταγωνιστικός. Κατά αυτό τον τρόπο η αντασφάλιση λειτουργεί ως ένα σηµαντικό εργαλείο διαχείρισης του κινδύνου και της κεφαλαιακής επάρκειας, αυξάνοντας το ποσό της ασφαλιστικής κάλυψης το οποίο µπορεί να παρέχει η εταιρία για µια συγκεκριµένη περίοδο, µε συγκεκριµένα διαθέσιµα κεφάλαια και µε βάση τη συγκεκριµένη πολιτική ρίσκου που ακολουθεί. Αν για παράδειγµα, µια εταιρία µε δεδοµένη τη κεφαλαιακή της επάρκεια µπορεί να γράφει 20.000.000 ασφάλιστρα, η σύναψη µιας quota share σύµβασης 50% θα οδηγήσει σε διπλασιασµό αυτού του ποσού. Surplus relief Αυτή η λειτουργία της αντασφάλισης σχετίζεται µε το Underwriting capacity, δηλαδή το maximum ποσό ασφάλισης που µπορεί να αναλάβει µια εταιρία και σχετίζεται µε το Policy holders surplus. Το policy holders surplus είναι η καθαρή αξία της εταιρίας, µετά την αφαίρεση όλων των υποχρεώσεων από τα περιουσιακά στοιχεία. Η αντασφάλιση ως περιουσιακό στοιχείο, το οποίο αντισταθµίζει τα αποθέµατα ζηµιών, έχει ως αποτέλεσµα, µε τη σειρά της, την αύξηση του capacity του ασφαλιστή. Η επίδραση αυτή φαίνεται καθαρά στη λογιστική απεικόνιση της αντασφάλισης και συγκεκριµένα στο ενεργητικό, όπου περιλαµβάνονται όλα τα εκχωρούµενα αποθέµατα (reserves for UPR, for outstanding claims, for mathematical provisions, for URR etc), µε αποτέλεσµα την µείωση της καθαρής επιβάρυνσης του ασφαλιστή κατά το ποσό εκχώρησης στον αντασφαλιστή. Έτσι η αντασφάλιση λειτουργεί σαν µια µορφή χρηµατοδότησης, περιορίζοντας την µείωση του policy holder surplus. 8
Τα πλεονεκτήµατα είναι ότι αφενός επιτρέπει στον αντασφαλιστή να γράφει µεγαλύτερο αριθµό συµβολαίων και αφετέρου να µειώνει το µέγεθος των πιθανόν ζηµιών σε ένα επιθυµητό επίπεδο. Με αποτέλεσµα να ενισχύεται ο λεγόµενος νόµος των µεγάλων αριθµών, δηλαδή όσο περισσότερες µονάδες ασφαλίζονται σε µια οµοιογενή οµάδα, τόσο ποιο προβλέψιµο είναι το αποτέλεσµα. Σταθεροποίησης των αποτελεσµάτων underwriting. Η αντασφάλιση επιτρέπει την εκχώρηση των µεγάλων σε έκθεση κινδύνων, επιτρέποντας στον ασφαλιστή να διατηρεί ένα ποιο οµογενοποιηµένο και ισορροπηµένο χαρτοφυλάκιο. Η διακύµανση των συνολικών ζηµιών του έτους πέραν της µέσης ετήσιας τιµής τους και η τυχαία διακύµανση µεγάλων ζηµιών είναι σηµαντικοί λόγοι αντασφάλισης, διότι οι ασφαλιστικές εταιρίες προτιµούν την σταθεροποίηση των αποτελεσµάτων τους από έτος σε έτος, παρά τις ευρείς διακυµάνσεις. Η αντασφάλιση ειδικότερα µειώνει το Underwriting risk µε τη µείωση της µεταβλητότητας του καθαρού τεχνικού αποτελέσµατος και σταθεροποιεί το δείκτη ζηµιών. Η ασφαλιστική µπορεί να αντιµετωπίζει σηµαντικές µεταβολές στα αποτελέσµατά της, ως αποτέλεσµα σηµαντικών µεταβολών στη συχνότητα των ζηµιών. Μπορεί να βοηθήσει στη σταθεροποίηση των µεταβολών αυτών στα αποτελέσµατα, ελέγχοντας την έκθεση στο κίνδυνο ανά ασφαλισµένο κίνδυνο αλλά και των αθροιστικών ζηµιών για µια συγκεκριµένη περίοδο. Για παράδειγµα, για τη σταθεροποίηση των αποτελεσµάτων µπορεί να συναφθεί µια σύµβαση excess of loss η οποία επιτρέπει στον ασφαλιστή να καθορίσει το ύψος της ζηµιάς που θα αναλάβει κάθε έτος για κάθε κίνδυνο, για κάθε περιστατικό ή αθροιστικά. ιασπορά του κινδύνου Η αντασφάλιση λειτουργεί ως ένα σηµαντικό εργαλείο διαχείρισης των κινδύνων, µε τη διασπορά αυτών σε διαφορετικές εταιρίες, µειώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τις ζηµιές για κάθε εταίρα σε ένα λογικό µέγεθος. Άλλη µια σηµαντική πλευρά της αντασφάλισης είναι η δυνατότητα που παρέχει στις ασφαλιστικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές γεωγραφικές 9
περιοχές, να ανταλλάσουν χαρτοφυλάκια λόγω της σηµαντικής συγκέντρωσης του κινδύνου που αναλαµβάνει ή κάθε εταιρία στη συγκεκριµένη περιοχή. Προστασία από καταστροφικά γεγονότα. Κάποια είδη αντασφάλισης παρέχουν προστασία από καταστροφικά γεγονότα, τα οποία προέρχονται είτε από την ανθρώπινη δραστηριότητα, είτε από φυσικές καταστροφές. Ακόµα και µε optimum γεωγραφική διασπορά των ασφαλισµένων, ένα καταστροφικό γεγονός µπορεί να οδηγήσει σε δυσβάσταχτες ζηµιές. Πρόσφατο παράδειγµα τα καταστροφικά γεγονότα από το σεισµό στην Ιαπωνία και από το τσουνάµι που εκδηλώθηκε αργότερα, σε συνδυασµό µε την επίδραση των γεγονότων από τη διαρροή ραδιενέργειας που οδήγησαν σε εκτιµώµενες ζηµιές άνω των 100 δις. $. Σκοπός είναι ο περιορισµός των ανεπιθύµητων επιδράσεων, για παράδειγµα η συσσώρευση ζηµιών από ένα καταστροφικό περιστατικό, στο P&L (profit & loss) account και στο surplus σε ένα προκαθορισµένο ποσό. Είσοδος ή αποχώρηση από κάποιο lob. Όταν ένας ασφαλιστής δραστηριοποιείται σε ένα νέο LoB, είναι συνετό να χρησιµοποιήσει την αντασφάλιση για την απόκτηση γνώσης και τεχνικής εµπειρίας του νέου αντικειµένου εργασίας από κάποιον αντασφαλιστή ο οποιός γνωρίζει το συγκεκριµένο κλάδο. Αντίστροφα, όταν ο ασφαλιστής επιθυµεί να αποσυρθεί από κάποιο LoB, µπορεί να επιταχύνει τη διαδικασία αυτή αντασφαλίζοντας την σχετική παραγωγή. Expertise Ο ασφαλιστής σε πολλές περιπτώσεις µπορεί να βοηθηθεί από τις γνώσεις του αντασφαλιστή αναφορικά µε θέµατα αξιολόγησης, τιµολόγησης ειδικών κινδύνων και δηµιουργίας νέων προϊόντων. Οι αντασφαλιστές λόγω της µακρόχρονης εµπειρίας τους, της συλλογής πολλών δεδοµένων και τις βαθιάς γνώσεις τους της ασφαλιστικής αγοράς, µπορούν να βοηθήσουν τους ασφαλιστές στη καλύτερη διαχείριση κινδύνου και κεφαλαίου. 10
Είναι σηµαντικό όµως να αντιληφθούµε ότι η αντασφάλιση ως µηχανισµός δεν είναι το µαγικό φίλτρο για όλα τα προβλήµατα για παράδειγµα: ε µπορεί να µετατρέψει έναν µη ασφαλίσιµο κίνδυνο σε ασφαλίσιµο. Να µεταβάλλει τη συχνότητα των ζηµιών. Να µεταβάλλει το ύψος των ζηµιών. Να µετατρέψει ένα ανεπιθύµητο κίνδυνο σε επιθυµητό. 11
12
5. Το κόστος και οι κίνδυνοι της αντασφάλειας 5.1 Κόστος αντασφάλισης Οι αντασφαλιστικές εταιρίες αναλαµβάνουν όπως είναι λογικό εργασίες µε σκοπό το κέρδος, συνεπώς όπως συνεισφέρουν στις ζηµιές του ασφαλιστή έτσι συµµετέχουν και στα κέρδη του. Συνεπώς ο αντασφαλισµένος, προκειµένου να αποκτήσει τα οφέλη µιας αντασφαλιστικής σύµβασης, πληρώνει ασφάλιστρο εκχωρώντας ένα µέρος των κερδών του, που διαφορετικά θα διακρατούσε, το οποίο είναι η αµοιβή του αντασφαλιστή για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, αλλά και για να αποκοµίσει κάποιο ποσοστό κέρδους. Το κόστος της αντασφάλισης δεν περιορίζεται στο ποσοστό των ασφαλίστρων που εκχωρούνται (στη περίπτωση αναλογικών συµβάσεων) ή του ασφαλίστρου που πληρώνεται (στη περίπτωση των µη-αναλογικών συµβάσεων). Αγοράζοντας αντασφάλιση ο αντασφαλισµένος ουσιαστικά εκχωρεί το Investment income, που διαφορετικά θα κέρδιζε, επί των ασφαλίστρων που εκχωρεί ή του ασφαλίστρου που πληρώνει. Αυτό το κόστος πρέπει να εξισορροπείται από το γεγονός ότι τα asset που δηµιουργούνται από την αντασφαλιστική σύµβαση, είναι πλήρως αποδεκτά από τους κανονισµούς του solvency για την κάλυψη των τεχνικών αποθεµάτων. 5.2 Κίνδυνοι αντασφάλισης Η αντασφάλιση µεταφέρει ναι µεν ένα µέρος του Underwriting risk αλλά από την άλλη δηµιουργεί άλλους κινδύνους που πρέπει να λαµβάνει υπόψη της η ασφαλιστική εταιρία. Πιστωτικός κίνδυνος Σύµφωνα µε τη φύση της αντασφαλιστικής σύµβασης, η αδυναµία του αντασφαλιστή να ανταποκριθεί στις συµβατικές του υποχρεώσεις δε σηµαίνει σε καµία περίπτωση ότι η αναβάλλεται η ευθύνη του αντασφαλισµένου προς τους ασφαλισµένους του. Ο ασφαλιστής πληρώνει ζηµιές και στη συνέχεια εισπράττει από τον αντασφαλιστή, µε αποτέλεσµα σε περίπτωση καθυστέρησης των πληρωµών ή και στην ακραία περίπτωση αδυναµίας πληρωµής από τον αντασφαλιστή, δηµιουργούνται προβλήµατα ρευστότητας. 13
Νοµικό ρίσκο. Είναι πολύ σηµαντικό για τον αντασφαλισµένο να ελαχιστοποιεί το νοµικό ρίσκο διασφαλίζοντας, ότι η αντασφαλιστική σύµβαση περιέχει ξεκάθαρο και ακριβές λεκτικό, το οποίο αντικατοπτρίζει τις προθέσεις και των δύο µερών. Για παράδειγµα: (α) Ο ξεκάθαρος ορισµός σηµαντικών εννοιών που µπορούν να οδηγήσουν σε νοµικές διαµάχες, όπως οι όροι «περιστατικό» και «καταστροφή». (β) Πλήρης κατανόηση των εµπλεκόµενου δίκαιου και αρµόδιων δικαστηρίων. (γ) Όροι και εξαιρέσεις και πως αντιστοιχούν µε τους όρους και απαλλαγές των ασφαλιστηρίων συµβολαίων. Επιχειρηµατικός κίνδυνος. O επιχειρηµατικός κίνδυνος αφορά τις διαδικασίες, τα συστήµατα, την διοίκηση ή την πιθανότητα εξαπάτησης που εντός της εταιρείας. Ελεγκτικός κίνδυνος. Η αντασφαλιστική σύµβαση πρέπει να προστατεύει τον αντασφαλισµένο από την ευθύνη και τις ζηµιές που προκύπτουν από τα direct συµβόλαια που ασφαλίζει. Σε διαφορετική περίπτωση αν η εποπτική αρχή εντοπίσει ότι η σύµβαση δεν εκχωρεί ένα ικανοποιητικό ποσό ασφαλίσιµου κινδύνου, µπορεί να την θεωρήσει ως οικονοµική συναλλαγή και να µην την υπολογίσει στον υπολογισµό των κεφαλαιακών προϋποθέσεων. 14
6. Είδη αντασφάλισης: Τα αντασφαλιστικά συµβόλαια µπορούν να κατηγοριοποιηθούν µε βάση τα δύο παρακάτω χαρακτηριστικά: α) Με βάση τον τρόπο τον οποίο τοποθετείται η αντασφαλιστική κάλυψη. β) Με βάση τον τρόπο τον οποίο κατανέµονται οι υποχρεώσεις και τα ασφάλιστρα µεταξύ των δύο µερών. Με βάση το πρώτο χαρακτηριστικό οι αντασφαλιστικές συµβάσεις κατηγοριοποιούνται σε υποχρεωτικές (treaty) και σε προαιρετικές (facultative). Με βάση το δεύτερο χαρακτηριστικό οι αντασφαλιστικές συµβάσεις διαχωρίζονται σε αναλογικές (pro rata) και σε υπερβάλλοντος ζηµιάς (excess of loss). Συνεπώς µια σύµβαση µπορεί να είναι treaty και αναλογικό, facultative και υπερβάλλοντος ζηµιάς ή το αντίστροφο. 6. 1 Ανάλυση και σύγκριση των treaty και facultative αντασφαλιστικών συµβάσεων 6.1.1 Treaty αντασφαλιστικές συµβάσεις Οι treaty συµβάσεις εφαρµόζονται σε όλο το line of business της ασφαλιστικής εταιρίας, για παράδειγµα σε όλα τα ασφαλιστήρια κατοικιών, όλα τα ασφαλιστήρια αυτοκινήτων, όλα τα συνταξιοδοτικά ασφαλιστήρια ή σε συνδυασµό αυτών. Βασικά πλεονεκτήµατα των treaty συµβάσεων είναι ότι ο ασφαλιστής είναι βέβαιος ότι ο αντασφαλιστής θα αποδεχθεί όλους τους κινδύνους που εµπίπτουν στους όρους της σύµβασης και ταυτόχρονα γνωρίζει όλα τα κόστηοφέλη που συνδέονται µε αυτή τη συναλλαγή. Επίσης το γεγονός του ότι τα δύο µέρη δε διαπραγµατεύονται ξεχωριστά κάθε κίνδυνο, υπάρχει δηλαδή αυτόµατη αποδοχή οδηγεί σε µείωση των διαχειριστικών εξόδων. Βασικό όµως µειονέκτηµα αυτών των συµβάσεων είναι ότι ο αντασφαλισµένων είναι υποχρεωµένος να εκχωρεί όλους τους κινδύνους και ο αντασφαλισµένος να τους αποδέχεται µε ένα προκαθορισµένο ασφάλιστρο. Με αποτέλεσµα παρότι η σύµβαση µπορεί τελικά να είναι υπο-τιµολογηµένη ή 15
υπερ-τιµολογηµένη να µην είναι δυνατό να αναπροσαρµοστεί το ασφάλιστρο σε ενδιάµεση περίοδο, ανεξάρτητα αν το Loss ratio επιτρέπει προσαρµογές. Ένας ακόµα σηµαντικός περιορισµός είναι το γεγονός ότι µια treaty σύµβαση µπορεί να µην καλύπτει όλες τις ανάγκες του ασφαλιστή µε αποτέλεσµα κάποιοι υψηλού κινδύνου λογαριασµοί να εξαιρούνται ή τα όρια να µην είναι επαρκή για τη πλήρη κάλυψή τους. 6.1.2 Facultative αντασφαλιστικές συµβάσεις Από την άλλη πλευρά οι facultative συµβάσεις συνάπτονται για την ασφάλιση συγκεκριµένων/ ατοµικών κινδύνων και δεν είναι υποχρεωµένος ο αντασφαλιστής να αποδεχτεί τον κίνδυνο. Αντασφαλιστής και αντασφαλισµένος διαπραγµατεύονται τους όρους και το ασφάλιστρο της αντασφαλιστικής σύµβασης για κάθε ξεχωριστή συµφωνία. Γενικά χρησιµοποιείται για την αντασφάλιση: Όταν µεµονωµένοι κίνδυνοι αναφορικά µε το µέγεθος και τη σφοδρότητά τους, για παράδειγµα η ασφάλιση του METRO, υπερβαίνουν τα όρια της υποχρεωτικής αντασφαλιστικής σύµβασης. Σε αυτές τις περιπτώσεις η προαιρετική αντασφάλιση παρέχει µια καλύτερη ανάλυση του κινδύνου που αντασφαλίζεται και επιτρέπει στα δύο µέρη να κάνουν βέλτιστη χρήση του απαιτούµενου capacity, κάτι το οποίο δε συµβαίνει στις υποχρεωτικές συµβάσεις στις οποίες ο αντασφαλιστής εφαρµόζει ένα συγκεκριµένο περιθώριο ασφαλείας σε κάθε κίνδυνο που ασφαλίζει. Όταν συγκεκριµένα είδη κινδύνων αναφορικά µε το µέγεθος και της σφοδρότητά τους πρέπει να εξαιρεθούν από την υποχρεωτική σύµβαση, εκτός αν ασφαλιστούν από τον υποχρεωτικό αντασφαλιστή ως special acceptance. Για παράδειγµα η ασφάλιση αστικής ευθύνης οχηµάτων τα οποία κινούνται σε αεροδρόµια, ή ασφάλιση τουριστικών λεωφορείων. Σε περιπτώσεις που ο κίνδυνος βρίσκεται εκτός των γεωγραφικών ορίων όπως αυτά καθορίζονται από την υποχρεωτική αντασφαλιστική σύµβαση. 16
Σε περίπτωση που απαιτείται η ασφάλιση µεγάλων επιχειρήσεων µε tailor made συµβόλαια τα οποία δηµιουργούνται µε καλύψεις, όρους, προϋποθέσεις, όρια και ασφάλιστρα τα οποία λαµβάνουν υπόψη τους τις ιδιαίτερες ανάγκες/ απαιτήσεις του ασφαλισµένου. Όταν ο ασφαλιστής δραστηριοποιείται σε νέες κατηγορίες ασφαλίσεων ή νέου είδους ασφαλίσεις πραγµατοποιούνται στην αγορά. Σε αυτές τις περιπτώσεις η προαιρετική αντασφάλιση µπορεί να παρέχει συνεχή και αποτελεσµατική ανταλλαγή πληροφοριών µεταξύ ασφαλιστή και αντασφαλιστή και να παρέχει το capacity που απαιτείται στον ασφαλιστή, ο οποίος δεν θα ασφαλίζει εξ αρχής µεγάλο αριθµό ασφαλισµένων κινδύνων. Βασικό πλεονέκτηµα των facultative συµβάσεων είναι το γεγονός ότι κάθε κίνδυνος διαπραγµατεύεται ξεχωριστά µε αποτέλεσµα τη καλύτερη τιµολόγησή του και την δυνατότητα αποδοχής του ή µη. Επίσης ο αντασφαλισµένος έχει τη δυνατότητα κάλυψης ασυνήθιστων κινδύνων (όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω) για τους οποίους δεν καλύπτεται από τη treaty σύµβασή του. Το γεγονός ότι ο ασφαλιστής µπορεί να εκχωρεί τους «κακούς» κινδύνους σε προαιρετικά συµβόλαιο του δίνει το πλεονέκτηµα να µην εκθέτει σε υψηλούς κινδύνους την treaty σύµβαση του και συνεπώς να πετυχαίνει καλύτερο loss ratio και καλύτερους όρους ανανέωσης. Ακόµα ο ασφαλιστής µπορεί να εκχωρεί προαιρετικά πολύ υψηλούς κινδύνους, οι οποίοι δε καλύπτονται από τα όρια της υποχρεωτικής του σύµβασης, δηλαδή κατά µια έννοια οι προαιρετικές συµβάσεις λειτουργούν και ως µέσο αύξησης του capacity του ασφαλιστή. Από µια άλλη οπτική γωνία η ευελιξία που παρέχουν οι facultative αντασφαλιστικές συµβάσεις λόγω της κάθε φορά διαφορετικής διαπραγµάτευσης των όρων τους είναι και µειονέκτηµα διότι αυξάνουν το χρόνο και το κόστος απόκτησής τους. Επίσης ο ασφαλιστής δεν είναι σίγουρος για την απόκτηση προαιρετικής σύµβασης σε αποδεκτό γι αυτόν κόστος. 17
Βέβαια στην αγορά συναντάµε και αντασφαλιστικές συµβάσεις οι οποίες µπορεί να λειτουργούν σα συνδυασµό αυτών των δύο, δηλαδή υποχρεωτικές και προαιρετικές ταυτόχρονα. Σε αυτού του είδους τις συµβάσεις ο ασφαλιστής επιλέγει ποιους κινδύνους θα εκχωρήσει και ο αντασφαλιστής είναι υποχρεωµένος να τους αποδεχτεί. Βέβαια είναι εκ των προτέρων συµφωνηµένο το ασφάλιστρο, οι όροι και το είδος των κινδύνων που µπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Στη σύµβαση αυτού του είδους των συµβάσεων ο αντασφαλιστής πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός προς αποφυγή της λεγόµενης αντεπιλογής που µπορεί να έχει ο ασφαλιστής. 6.2 Ανάλυση και σύγκριση αναλογικών αντασφαλιστικών συµβάσεων. Στα αναλογικά (pro rata) συµβόλαια το ασφαλισµένο κεφάλαιο, τα ασφάλιστρα και οι ζηµιές εκχωρούνται κατά το ίδιο προ συµφωνηµένο ποσοστό. ιαιρούνται σε δύο κατηγορίες τις quota share και surplus share συµβάσεις. Στις αναλογικές συµβάσεις ο αντασφαλιστής πληρώνει προµήθεια στον αντασφαλισµένο. Η προµήθεια µπορεί να είναι ένα σταθερό ποσοστό, µπορεί να περιλαµβάνει και profit commission ή να είναι µεταβλητού ποσοστού. 6.2.1 Quota Share συµβάσεις Στις Quota share συµβάσεις το κεφάλαιο, τα ασφάλιστρα και οι ζηµιές εκχωρούνται κατά το ίδιο προκαθορισµένο ποσοστό για όλους τους κινδύνους. Στο πίνακα 1.1 παρουσιάζεται η λειτουργία quota share σύµβασης για την αντασφάλιση τριών συµβολαίων πυρός, µε ιδία κράτηση του αντασφαλισµένου (Company INS) 20%, εκχώρηση στην Company RE 80% και µε όριο 250.000. Συµβόλαιο Α µε ασφαλισµένο κεφάλαιο 20.000, ασφάλιστρο 160 και ύψος ζηµιάς 12.000, συµβόλαιο Β µε ασφαλισµένο κεφάλαιο 80.000, ασφάλιστρο 640 και ύψος ζηµιάς 20.000 και συµβόλαιο Γ µε ασφαλισµένο κεφάλαιο 140.000, ασφάλιστρο 1.120 και ύψος ζηµιάς 60.000. Παρατηρούµε πως µοιράζονται το κεφάλαιο, τα ασφάλιστρα και οι ζηµιές µε ποσοστό ιδίας κράτησης 20% και το γεγονός ότι η ιδία κράτηση αυξάνεται καθώς αυξάνεται το ασφαλισµένο κεφάλαιο το κάθε κινδύνου. Αυτό µπορεί να φανεί και µε το σχεδιάγραµµα 1.2 στο οποίο γίνεται 18
εύκολα αντιληπτό πως αυξάνεται η ιδία κράτηση καθώς αυξάνεται το ασφαλισµένο κεφάλαιο του κινδύνου. Πίνακας 1.1 Παράδειγµα Quota Share σύµβασης ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Α ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Β ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Γ Company INS Company RE Συνολικά ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4.000 16.000 20.000 ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ 32 128 160 ΖΗΜΙΑ 2.400 9.600 12.000 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16.000 64.000 80.000 ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ 128 512 640 ΖΗΜΙΑ 4.000 16.000 20.000 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28.000 112.000 140.000 ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ 224 896 1.120 ΖΗΜΙΑ 12.000 48.000 60.000 Σχεδιάγραµµα 1.2 σε χιλιάδες. Παράδειγµα Quota Share σύµβασης 160.00 140.00 ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ σε 120.00 100.00 80.00 60.00 40.00 20.00 0.00 112.00 64.00 16.00 28.00 16.00 4.00 ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Α ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Β ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Γ Ι ΙΑ ΚΡΑΤΗΣΗ ΕΚΧΩΡΗΣΗ Βασικό πλεονέκτηµα των quota share σε σχέση µε τις άλλες συµβάσεις είναι το γεγονός ότι είναι εύκολη η τιµολόγησή και διαχείρισή τους, λόγω του ότι ο αντασφαλιστής λαµβάνει το συµφωνηµένο ποσοστό ασφαλίστρων και ζηµιών για όλους τους καλυπτόµενους κινδύνους. Βασικό µειονέκτηµα όµως είναι το ότι ο αντασφαλισµένος εκχωρεί ένα µεγάλο ποσοστό επιθυµητών και επικερδών εργασιών µικρών κινδύνων, για τους οποίους θα µπορούσε σε διαφορετική περίπτωση να έχει πλήρη ιδία κράτηση και γι αυτό ενδέχεται, υπό προϋποθέσεις, να είναι ακριβή µέθοδος αντασφάλισης. Πάντως αυτού του είδους οι συµβάσεις είναι αποτελεσµατικές και χρησιµοποιούνται ευρέως από 19
µικρού µεγέθους ασφαλιστές και ασφαλιστές που επιδιώκουν να αυξήσουν το surplus τους µε την προµήθεια που λαµβάνουν από τον αντασφαλιστή, καθώς επίσης και για την ανάπτυξη νέων εργασιών. Τα Quota Share συµβόλαια δεν είναι πολύ αποτελεσµατικά στην σταθεροποίηση των ζηµιών του ασφαλιστή και στην αντιµετώπιση επιδράσεων καταστροφικών γεγονότων στο χαρτοφυλάκιο, λόγω του ότι δεν επηρεάζουν το Loss ratio. Βέβαια η προµήθεια που λαµβάνει ο ασφαλιστής από τον αντασφαλιστή έχει θετική επίδραση στο Combine Loss Ratio λόγω του ότι δρα πιστωτικά. 6.2.2 Surplus Share συµβάσεις Στις Surplus share συµβάσεις ο αντασφαλισµένος καθορίζει την κράτησή του, σε απόλυτο µέγεθος ποσού ανά κίνδυνο και εκχωρεί το υπερβάλλον ποσό κεφαλαίου στον αντασφαλιστή, καταυτόν τον τρόπο ασφάλιστρα και ζηµιές επιµερίζονται κατά τα ποσοστά των εκχωρήσεων και των κρατήσεων. Αυτό σηµαίνει ότι σε αντίθεση µε τη quota share δεν υπάρχει σταθερό ποσοστό εκχώρησης, αλλά αυτό διαφέρει ανάλογο µε το ύψος του κεφαλαίου κάθε ασφαλισµένου κίνδυνου. Για παράδειγµα έστω ότι ο ασφαλισµένος κίνδυνος είναι 5.000.000 και ο ασφαλιστής κρατάει τα 1.000.000, σε αυτή τη περίπτωση εκχωρούνται στον αντασφαλιστή τα 4.000.000, δηλαδή ο αντασφαλιστής αναλαµβάνει το ( 4.000.000 / 5.000.000) = 80% του ύψους της ζηµιάς και εισπράττει το 80% των ασφαλίστρων. Ένα ερώτηµα που δηµιουργείται είναι αν ο αντασφαλιστής πληρώνει οποιοδήποτε ύψος ζηµιάς, εδώ λοιπόν σηµαντικό ρόλο παίζουν τα Lines, δηλαδή η ιδία κράτηση του αντασφαλισµένου. Οι surplus συµβάσεις καθορίζουν τη συνολική εκχώρηση ως ένα πολλαπλάσιο του Line που αναλαµβάνει ο αντασφαλισµένος, δηλαδή αν στο προηγούµενο παράδειγµα η αντασφαλιστική σύµβαση είναι three line treaty τότε το maximum που µπορεί να εκχωρηθεί είναι 3 * «το ποσό ιδίας κράτησης του ασφαλισµένου», δηλαδή 5.000.000 / 4 = 1.250.000 είναι η ιδία κράτηση και (3 * 1.250.000) / 5.000.000 = 75% είναι το ποσοστό εκχώρησης των ασφαλίστρων και των ζηµιών. 20
Στο πίνακα 1.2 παρουσιάζεται η λειτουργία surplus share σύµβασης για την αντασφάλιση των τριών συµβολαίων πυρός που είδαµε στο πίνακα 1.1, µε ιδία κράτηση του αντασφαλισµένου (Company INS) 25.000 και µε όριο 250.000, αυτό σηµαίνει ten line αντασφάλιση, λόγω του ότι ο αντασφαλιστής δέχεται να παρέχει κάλυψη ίση µε δεκαπλάσιο της ιδίας κράτησης. Παρατηρούµε ότι σε αντίθεση µε την quota share, στην οποία το ποσοστό ιδίας κράτησης παρέµενε σταθερό ενώ το ποσό της κράτησης αυξανόταν όσο αυξανόταν το ασφαλισµένο κεφάλαιο, στη surplus το ποσό της ιδίας κράτησης παραµένει σταθερό ενώ το ποσοστό µειώνεται καθώς αυξάνεται το ασφαλισµένο κεφάλαιο. Αυτό µπορεί να φανεί και µε το σχεδιάγραµµα 1.3 στο οποίο γίνεται εύκολα αντιληπτό πως µειώνεται το ποσοστό ιδίας κράτησης καθώς αυξάνεται το ασφαλισµένο κεφάλαιο του κινδύνου. Πίνακας 1.2 Παράδειγµα Surplus Share σύµβασης ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Α ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Β ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Γ Company INS Company RE Συνολικά ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20.000 0 20.000 ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ 160 0 160 ΖΗΜΙΑ 12.000 0 12.000 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25.000 55.000 80.000 ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ 200 440 640 ΖΗΜΙΑ 6.250 13.750 20.000 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25.000 115.000 140.000 ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ 200 920 1.120 ΖΗΜΙΑ 10.714 49.286 60.000 Σχεδιάγραµµα 1.3 σε χιλιάδες. Παράδειγµα Surplus Share σύµβασης ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ σε 160.00 140.00 120.00 100.00 80.00 60.00 40.00 20.00 0.00 55.00 115.00 0.00 20.00 25.00 25.00 ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Α ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Β ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Γ Ι ΙΑ ΚΡΑΤΗΣΗ ΕΚΧΩΡΗΣΗ 21
Βασικό πλεονέκτηµα της surplus είναι ότι ο ασφαλιστής µπορεί να θέσει το επίπεδο της ιδίας κράτησης σε τέτοιο ύψος που να του επιτρέπει την κράτηση ορισµένου ύψους κινδύνων εξ ολοκλήρου. Γεγονός που αφενός εξοικονοµεί αντασφάλιστρα και αφετέρου συνδράµει µε την λογική της λειτουργίας της αντασφάλειας, ότι δηλαδή αντασφαλίζω κινδύνους τους οποίους το capacity δεν µου επιτρέπει να κρατάω εξ ολοκλήρου. Σε αντίθεση µε τη quota share που εκχωρεί ποσοστό από όλους τους κινδύνους. Το βασικό µειονέκτηµα της surplus, σε σχέση µε τη quota share, είναι το υψηλό διαχειριστικό κόστος. Λόγω του ότι όλοι οι κίνδυνοι δεν ασφαλίζονται ο ασφαλιστής πρέπει να ενηµερώνει µε µια λίστα (bordereau) τον αντασφαλιστή για τους αντασφαλισµένους κινδύνους, τα ασφάλιστρα και τις ζηµιές. Όπως και οι quota share έτσι και η surplus δεν προστατεύουν από καταστροφικά γεγονότα και σε περιπτώσεις αύξησης της συχνότητας των ζηµιών, αυτού του είδους η προστασία παρέχεται από της excess συµβάσεις που θα αναλύσουµε παρακάτω. 6.3 Ανάλυση και σύγκριση µη-αναλογικών αντασφαλιστικών συµβάσεων Στις excess of loss συµβάσεις, σε αντίθεση µε τις αναλογικές, ο αντασφαλιστής δεν εκχωρεί ασφαλισµένο κεφάλαιο, ασφάλιστρα και ζηµιές µε βάση κάποιο ποσοστό, αντίθετα εκχωρεί µόνο τις ζηµιές (έως ένα συγκεκριµένο όριο) όταν οι ζηµιά/ ζηµιές υπερβούν ένα προκαθορισµένο επίπεδο (για παράδειγµα την απαλλαγή ή ιδία κράτηση του αντασφαλισµένου). Αυτού του είδους τα συµβόλαια γράφονται συνήθως σε layers (κλίµακες), κάθε layer δεν είναι υποχρεωτικό να παρέχεται από τον ίδιο αντασφαλιστή. Για κάθε layer, από τι στιγµή που θα χρησιµοποιηθεί για την αποζηµίωση επέλευσης ασφαλιστικού κινδύνου, απαιτείται η επανάκτηση του συγκεκριµένου κεφαλαίου (reinstatement) προκειµένου να µπορέσει η εταιρία να το ξαναχρησιµοποιήσει, εφόσον χρειαστεί µέσα στο ίδιο έτος. 22
Σε αυτού του είδους των συµβάσεων ο αντασφαλισµένος πληρώνει ένα προσυµφωνηµένο ασφάλιστρο, συνήθως καθορίζεται από την εφαρµογή κάποιου ποσοστού στα εκχωρούµενα ασφάλιστρα. Επίσης κατά κύριο λόγο δε πληρώνονται προµήθειες. Τα βασικά πλεονεκτήµατα των µη αναλογικών συµβάσεων είναι: Το µικρό διαχειριστικό κόστος σε σχέση µε τις αναλογικές συµβάσεις διότι δεν χρειάζεται αναφορά για µεγάλο µέρος των ζηµιών προς τον αντασφαλιστή, οι οποίες βρίσκονται κάτω από την ιδία κράτηση. Μεγιστοποιούν το έσοδο της αντασφαλιζόµενης εταιρίας λόγω του ότι δεν εκχωρεί µεγάλο µέρος ασφαλίστρων όπως συµβαίνει στις αναλογικές συµβάσεις. Είναι ιδανικές για προστασία από καταστροφικά ενδεχόµενα λόγω του ότι περιορίζουν το αντίκτυπο των µεγάλων ζηµιών ή την επίδραση αθροιστικά πολλών ζηµιών. Η σύστασή τους είναι σχετικά εύκολη. Από την άλλη έχουν όµως και πολλά µειονεκτήµατα, όπως: Το όριο της κράτησης µπορεί να µην είναι το βέλτιστο. εν προσφέρουν αντασφαλιστικές προµήθειες. Λόγω της προκαταβολής των ασφαλίστρων δηµιουργούν ταµειακά προβλήµατα. Παρέχουν περιορισµένο εύρος καλύψεων και διευρυµένες εξαιρέσεις (reinstatments, χρονική διάρκεια καλύψεων). ε προστατεύουν ικανοποιητικά την Ιδία Κράτηση της ασφαλιστικής, σε περίπτωση αύξησης της συχνότητας των ζηµιών. Ενδέχεται να αποβούν σηµαντικά ακριβές σε περίπτωση που τα πρωτασφάλιστρα είναι ανεπαρκή ή χαµηλά. Τα excess of loss συµβόλαια µπορούν να εφαρµοστούν στις κάτωθι βάσεις: Ανά κίνδυνο (per risk). Ανά περιστατικό (per occurrence/ Catastrophe). 23
Αθροιστικά (stop loss). 6.3.1 Excess of loss per risk συµβάσεις Στις per risk συµβάσεις η ιδία κράτηση και το ανώτατο όριο εφαρµόζεται σε κάθε ασφαλισµένο κίνδυνο χωριστά και συνήθως υπόκεινται σε ένα όριο ανά περιστατικό. Η ιδία κράτηση µπορεί να καθοριστεί είτε ως ένα προκαθορισµένο ποσό, είτε ως αθροιστικό ποσό ζηµιών για των συγκεκριµένο κίνδυνο. Είναι συνηθισµένο ο αντασφαλιστής να πληρώνει ένα ποσοστό (π.χ. 90%-95%) της ζηµιάς πάνω από το όριο της ιδίας κράτησης. Συνήθως το ποσό της ιδίας κράτησης τοποθετείται σε τέτοιο ύψος έτσι ώστε να εξαιρείται µεγάλος αριθµός ζηµιών, αυτή η πρακτική είναι σύµφωνη µε τη λογική ότι ο σκοπός των excess of loss συµβάσεων είναι η προστασία του αντασφαλισµένου ενάντια σε ασυνήθιστα γεγονότα. εν είναι όµως απίθανη και η περίπτωση καθορισµού µικρότερου ορίου. Επίσης όπως αναφέρθηκε παραπάνω η ιδία κράτηση εφαρµόζεται σε κάθε ασφαλισµένο κίνδυνο χωριστά, δηλαδή σε περίπτωση που επέλθει ο κίνδυνος πυρκαγιάς σε δύο ασφαλισµένες εταιρίες, π.χ. Insured One S.A. και Insured Two S.A., η ιδία κράτηση θα εφαρµοστεί χωριστά σε κάθε κίνδυνο. Στο πίνακα 1.3 και σχεδιάγραµµα 1.4, φαίνεται καλύτερα πως εφαρµόζεται η ιδία κράτηση, 20.000, µε σύµβαση per risk σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις ζηµιάς 10.000, 20.000 και 30.000 αντίστοιχα. Παρατηρούµε ότι µόνο στη περίπτωση του συµβολαίου Γ εκχωρείται µέρος της ζηµιάς λόγω του ότι το ύψος της υπερβαίνει την ιδία κράτηση. Πίνακας 1.3. Παράδειγµα Xol per risk σύµβασης. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΜΙΑ Company Ins Company Re Ζηµιά Συµβολαίου Α 10.000 10.000 0 Ζηµιά Συµβολαίου Β 20.000 20.000 0 Ζηµιά Συµβολαίου Γ 30.000 20.000 10.000 24
Σχεδιάγραµµα 1.4 σε χιλιάδες. Παράδειγµα Xol per risk σύµβασης. Υψος Ζηµιάς σε 35 30 25 20 15 10 5 0 10 0 0 20 20 10 Ζηµιά Συµβολαίου Α Ζηµιά Συµβολαίου Β Ζηµιά Συµβολαίου Γ Ι ΙΑ ΚΡΑΤΗΣΗ ΖΗΜΙΑΣ ΕΚΧΩΡΗΣΗ Η βασική λοιπόν διαφορά του µε τα αναλογικά συµβόλαιο είναι το γεγονός ότι δεν εκχωρούνται ασφάλιστρα στον αντασφαλιστή αλλά πληρώνεται ένα αντασφάλιστρο, την διαφορά αυτών µπορεί ο ασφαλιστής να επενδύει για τη πραγµατοποίηση κέρδους. Επίσης είναι πολύ απλή στην εφαρµογή της, λόγω του ότι λιγότερες ζηµιές εκχωρούνται και δεν απαιτείται η διατήρηση αρχείου των κινδύνων κατά τον τρόπο που απαιτείται στην surplus, συνεπώς έχει µικρότερο διαχειριστικό κόστος. Τα per risk συµβόλαια είναι αποτελεσµατικά στην αύξηση της ικανότητας του ασφαλιστή να γράφει µεγάλους κινδύνους, που διαφορετικά δε θα του επέτρεπε η κεφαλαιακή του επάρκεια, λόγω του ότι µπορούν να απορροφήσουν τις µεγάλες ζηµιές. Επίσης λόγω του ότι απορροφούν µέρος των µεγάλων ζηµιών συµβάλλουν στην µείωση της επίδρασής αυτών στο Loss ratio και συµβάλλουν στη οµαλοποίηση των µεταβολών του. Οι per risk συµβάσεις συµβάλλουν σηµαντικά στη µείωση των επιδράσεων των καταστροφικών γεγονότων, λόγω του ότι εκχωρείται το ποσό της ζηµιάς πάνω από την ιδία κράτηση της εταιρίας για κάθε µεµονωµένο κίνδυνο. Βέβαια το γεγονός ότι συνήθως υπάρχει όριο ανά περιστατικό δεν τα κάνει τόσο αποτελεσµατικά όσο τις per occurrence συµβάσεις. 25
6.3.2 Excess of loss per occurrence συµβάσεις Στις συµβάσεις excess of loss ανά περιστατικό η ιδία κράτηση και το ανώτατο όριο εφαρµόζεται σε ένα ή περισσότερα συµβόλαια για το ίδιο περιστατικό. Για το λόγω ότι αυτά τα συµβόλαια αντιµετωπίζουν ζηµιές, οι οποίες προκύπτουν από ένα περιστατικό, του οποίου οι ζηµιές µεµονωµένα µπορεί να είναι ασήµαντες, αλλά αθροιστικά µπορεί να είναι πολύ υψηλές, ονοµάζονται και catastrophe. Συνήθως σε περίπτωση ζηµιάς ο ασφαλιστής επιβαρύνεται όχι µόνο µε το ποσό της ιδίας κράτησης αλλά και µε ένα επιπλέον ποσοστό πέραν της ιδίας κράτησης, µπορεί δηλαδή ο αντασφαλιστής να πληρώνει για παράδειγµα το 95% της ζηµιάς πέραν της ιδίας κράτησης. Αυτό το ποσοστό εφαρµόζεται για δύο λόγους, αφενός γιατί ο αντασφαλιστής δεν είναι ικανός να διαχειρίζεται µεγάλο αριθµό ζηµιών, λόγω του ότι µπορεί να µην διατηρεί µεγάλο τµήµα διαχείρισης ζηµιών και αφετέρου ο ασφαλιστής να είναι προσεκτικός στο διακανονισµό των ζηµιών, δεδοµένου ότι θα συµµετέχει και αυτός κατά ένα ποσοστό, παρότι το ποσό της ιδίας κράτησης θα έχει εξαντληθεί. Σηµαντικό στοιχείο σε αυτού του είδους τις συµβάσεις είναι ο καθορισµός του περιστατικού και αυτό γιατί είναι σηµαντικό στην εφαρµογή της ιδίας κράτησης και του ανώτατου ορίου. Για παράδειγµα, σε περίπτωση που ένας τυφώνας χτυπήσει µια περιοχή για τρείς µέρες, όλη η ζηµιά που θα προκληθεί θα θεωρηθεί ως ένα περιστατικό και θα εφαρµοστεί µια φορά η απαλλαγή και το ανώτατο όριο της σύµβασης. Στη περίπτωση όµως που ο τυφώνας διαρκέσει πάνω από 3 µέρες, τότε θα θεωρηθεί ως δύο περιστατικά, µε αποτέλεσµα ο ασφαλιστής να επιβαρυνθεί δύο φορές την ιδία κράτηση και ο αντασφαλιστής να πληρώσει δύο φορές µέχρι και το ανώτατο όριο. Επίσης συνήθως η κάλυψη περιορίζεται στα δύο περιστατικά και απαιτείται πρόσθετη αντασφαλιστική κάλυψη. Τον τρόπο λειτουργίας και εφαρµογής της ιδίας κράτησης και του ανώτατου ορίου µπορούµε να την παρατηρήσουµε µε το παράδειγµα του πίνακα 1.4 θεωρώντας ότι το ποσό της ιδίας κράτησης είναι 20.000, ανώτατο όριο 26
100.000 και ότι οι τρεις ζηµιές προέρχονται από το ίδιο περιστατικό. Σε αυτή τη περίπτωση ο ασφαλιστής θα πληρώσει το ποσό των 20.000 και ο αντασφαλιστής το ποσό των 40.000, σε αντίθεση µε την per risk που στο ίδιο παράδειγµα παραπάνω ο αντασφαλιστής πλήρωνε µόνο 10.000 και το υπόλοιπο το επιβαρυνόταν ο ασφαλιστής. Πίνακας 1.4. Παράδειγµα Xol per occurence σύµβασης. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΜΙΑ Company Ins Company Re Ζηµιά Συµβολαίου Α 10.000 10.000 Ζηµιά Συµβολαίου Β 20.000 10.000 40.000 Ζηµιά Συµβολαίου Γ 30.000 0 Σύνολο 20.000 40.000 Τα per occurrence συµβόλαια είναι αποτελεσµατικά στην οµαλοποίηση των µεταβολών του loss ratio, στο βαθµό που όµως αυτές οι µεταβολές είναι αποτέλεσµα αθροιστικών ζηµιών από καταστροφικά περιστατικά. Επίσης δεν συνεισφέρουν σηµαντικά στο capacity του ασφαλιστή λόγω του ότι δεν είναι σχεδιασµένα για τη κάλυψη ατοµικών ζηµιών. 6.3.3 Aggregate συµβάσεις (stop loss) Σε αυτού του είδους τις συµβάσεις η ιδία κράτηση και το ανώτατο όριο εφαρµόζεται σε όλες τις ζηµιές από όλα τα ασφαλιστήρια, αθροιστικά και µέσα σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδος, συνήθως έτος, το maximum limit µπορεί να είναι ένα προκαθορισµένο ποσό ή ποσοστό ζηµιάς για ένα έτος. ηλαδή ο αντασφαλιστής αρχίζει να πληρώνει όταν οι συνολικές ζηµιές του ασφαλιστή υπερβαίνουν κάποιο προκαθορισµένο όριο. Το ύψος της ιδίας κράτησης είναι υπό διαπραγµάτευση µεταξύ των δύο µερών και συνήθως απαιτείται ιδιαίτερα υψηλή κράτηση έτσι ώστε να µην χρησιµοποιείται ως µέσο εξασφάλισης κερδών. Επίσης ο ασφαλιστής στη περίπτωση που οι ζηµίες υπερβούν την ιδία κράτηση συνεχίζει να συµµετέχει και αυτός µε ένα µικρό ποσοστό στις αποζηµιώσεις, αυτό συνηθίζεται για υποχρεούται ο ασφαλιστής να διακανονίζει συνετά τις αποζηµιώσεις και να διατηρεί προσεκτικό Underwriting. 27