Δρ. Φώτης Καγγελάρης ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΣΩΜΑΤΩΝ ή ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ «Και το ανθρώπινο «είναι» όχι µόνο δεν µπορεί να κατανοηθεί χωρίς την τρέλα αλλά δεν θα ήταν καν ανθρώπινο «είναι» αν δεν έφερε µέσα του την τρέλα σαν ορόσηµο της ίδιας του της ελευθερίας» J. Lacan Πως προσδιορίζει ο άνθρωπος τον εαυτό του; Πως απαντά στο ερώτηµα του «ποιος είµαι;» Όσο κι αν ισχύει διαχρονικά το σωκρατικό «γνώρισε τον εαυτό σου» άλλο τόσο η εντολή παραµένει µετέωρη ίσως οξύµωρη, γιατί «ποιος» να γνωρίσει τον εαυτό του, πως προσδιορίζεται το εγώ αφού αυτό ακριβώς είναι το ερώτηµα; Το εγώ ποιος είναι; Αν ρωτήσουµε έναν συνοµιλητή µας «ποιος µιλάει;» εύκολα θα απαντήσει εγώ. Αλλά αν τον ρωτήσουµε για το αυτονόητο, δηλαδή «ποιος εσύ» «τι σηµαίνει εγώ», θα δούµε ότι θα τα χάσει, θα περιέλθει σε µια στιγµιαία υπαρξιακή δίνη αµηχανίας από την οποία θα βγει απαντώντας µε κοινοτοπίες. Στην καλύτερη ή στην χειρότερη των περιπτώσεων θ επικαλεστεί τα στοιχεία της ταυτότητας του: Ιωάννης Παπαδόπουλος. Αλίµονο! Η πλέον οικεία διάσταση του ανθρώπου, το πλέον άµεσο δεδοµένο του δεν εγγυάται τίποτα, δεν λέει τίποτα, δεν µιλά για τίποτα αφού Ιωάννη έλεγαν και τον παππού του και εκατοµµύρια άλλους ανθρώπους και Παπαδόπουλο, το ίδιο, έλεγαν τον πατέρα του και χιλιάδες άλλους µέσα σ ένα τηλεφωνικό κατάλογο. Μήπως κανείς προσδιορίζεται µέσω του φύλου του; Εξ ίσου µάταιη η ερώτηση. Τότε;
2 Τότε αυτό το εγώ, το «ποιος εγώ» καταντά µια ρητορική ερώτηση; Ποιος ερωτά ως «εγώ»; Είναι ο άνθρωπος αυτά που έχει ζήσει; Είναι ο άνθρωπος η µαταίωση αυτών που θα θελε να έχει ζήσει; Είναι ότι έχει µέσα στο κεφάλι του γι αυτόν; Ή είναι ότι ο Άλλος βλέπει, ζει, ακούει σ αυτόν; Ο άνθρωπος ζει τον εαυτό του µέσω µιας εικόνας που έχει γι αυτόν, µια εικόνα που φτιάχνεται όταν βλέπει τον εαυτό του στο µέλλον. Μια εικόνα που φτιάχνεται όταν βλέπει τον εαυτό του στο παρελθόν. Αλλά τι είναι µια εικόνα; Μια εικόνα είναι εκείνο που λείπει, µια εικόνα είναι ένα υποκατάστατο της πραγµατικότητας. Μια εικόνα, παρ ότι κάνει χρήση της πραγµατικότητας για να υπάρξει χρωστά, ακριβώς την ύπαρξή της στην απουσία της πραγµατικότητας την οποία και υποκαθιστά. Έτσι επειδή ο άνθρωπος βλέπει µε εικόνες τον εαυτό του µέσα στο κεφάλι του οι εικόνες αυτές είναι τόσο πραγµατικές όσο και η πραγµατικότητα. Είναι αυτό που µας κάνει να βλέπουµε τον εαυτό µας µέσα στον καθρέφτη ενώ είµαστε εκεί απ όπου κοιταζόµαστε, είναι αυτό που µας κάνει να λέµε «να µαι» όταν κοιτάζουµε µια φωτογραφία µας ενώ είµαστε εκεί απ όπου λέµε «να µαι». Αυτή είναι η δύναµη της φωτογραφίας της θρησκευτικής εικόνας, της οπτικής ψευδαίσθησης, της τρέλας. Φτιάχνουν πραγµατικότητα, εκεί που η πραγµατικότητα λείπει. Δηλαδή, η εικόνα που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του µέσα στο κεφάλι του µαρτυρά γι αυτό που λείπει. Για τον ίδιο! Τελικά ποιος είναι αυτός; Μήπως είναι αυτός που σκέφτεται; Μήπως οι εικόνες που έχει µέσα στο κεφάλι του γι αυτόν είναι εικονοποιηµένη σκέψη, δηλαδή λέξεις; Μήπως αυτό που έχει ο άνθρωπος στο µυαλό του για τον εαυτό του είναι ζωγραφισµένος λόγος; Μήπως ο άνθρωπος είναι «αυτός που µιλά»; Δηλαδή, οι λέξεις υπό τύπο ζωγραφιάς µιλούν για την εικόνα του εαυτού του- όλες οι λέξεις δεν είναι ζωγραφιές όταν γραφούν; - Και άρα ο άνθρωπος δεν µιλά για να επικοινωνήσει όπως είναι ευρέως αποδεκτό, αλλά για να φτιάξει µια πραγµατικότητα για κείνον την οποία ενδεχοµένως θα θελήσει να επικοινωνήσει στον άλλον.
3 Καταφεύγει λοιπόν ο άνθρωπος στο πλέον κοινό υλικό, στο υλικό ενός λεξικού, καταφεύγει στη σύµβαση των λέξεων για να αποδώσει την αυθεντικότητα του εαυτού του! Καταφεύγει σε πολύ χρησιµοποιηµένους τύπους για να πει και να ζήσει το πόσο ξεχωριστός είναι! Μιλά λοιπόν και τι λέει; Τις µόνες λέξεις που έµαθε, και στην προσωπική του ιστορία και στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δυο λέξεις όλες κι όλες. Όλες οι άλλες είναι για να προσδιορίσει αυτές τις δυο. Ας προσέξουµε, απ την ώρα που ξυπνάµε, απ την στιγµή που θυµόµαστε τον εαυτό µας δεν έχουµε πει άλλες λέξεις παρά αυτές τις δυο: θέλω-φοβάµαι, στον ίδιο αλγόριθµο µ εναλλαγή της θέσης αριθµητή / παρονοµαστή. Κι αν γενικά µπορούµε να πούµε ότι φοβάται αυτό θέλει (δείτε µια έλλειψη στύσης, ένα δισταγµό, µια ενοχή, µια αποτυχία, ένα χωρισµό µια αυτοκτονία ) τι διάβολο µπορούµε να πούµε ότι θέλει; Τι σηµαίνει θέλω; Θέλω σηµαίνει να φτιάξω την πραγµατικότητα του εαυτού µου και του κόσµου µου µε σηµείο αναφοράς την ιδανική εικόνα του εαυτού που έχω µέσα στο κεφάλι µου. Θέλω σηµαίνει να µε δω όπως µ έχω φανταστεί. Θέλω σηµαίνει συγκροτώ την εικόνα που θέλω για µένα µε τον τρόπο που νοµίζω ότι θα µου αποδοθεί αυτή η εικόνα: σχέσεις, έργο, παιδιά. Δηλαδή, θέλω σηµαίνει ν αναµετρηθώ µε τον καθρέφτη που έχω στο κεφάλι µου για µένα ως έµφυλο σώµα µέσα στο χρόνο. Χωρίς να µπορώ να σταµατήσω να επιθυµώ αφού, η ίδια η επιθυµία µε κάνει να διασχίζω τον χρόνο και να ζω, αφού η αναστολή της επιθυµίας, σηµαίνει απλά: Θάνατος. Μετρά ο άνθρωπος, µετρά τον χρόνο στη βάση της επιθυµίας του να κερδίσει τον χρόνο, τον εαυτό του, τον θάνατο: πότε θα πάµε; πότε θα το κάνουµε; πότε; πότε; Καταδικασµένος να επιθυµεί ο άνθρωπος, απαράβατη προϋπόθεση ζωής η επιθυµία- πεθαίνει όποιος είναι πλήρης. Και ταυτόχρονα, το απραγµατοποίητο της ως προϋπόθεση συνέχειας. Τι άλλο είναι η ζωή παρά το σύνολο των επιθυµιών και µαταιώσεων; Και τι άλλο είναι η πραγµατικότητα παρά το νόηµα που αποδίδεται στα πράγµατα από ένα σώµα που σκέπτεται;
4 Ιδού λοιπόν ο άνθρωπος να ζει το οξύµωρο, την τραγωδία: Η επιθυµία του να δει τον εαυτό του όπως θέλει πλήρη, ασφαλή και αθάνατο, να είναι αυτή η ίδια η επιθυµία που τον οδηγεί στην ανασφάλεια και στον θάνατο αφού πραγµατοποίηση της επιθυµίας σηµαίνει διασχίζω χρονικά την απόσταση που µε χωρίζει από την εικόνα του εαυτού που επιθυµώ. Όσο προχωρά χρονικά ο άνθρωπος στην επιθυµία του τόσο προσεγγίζει το σηµείο που θέλει ν αποφύγει. «Ένα συστηµένο γράµµα προς τον θάνατο». θα λεγε ο Heidegger. Να τι έρχεται να µας πει ο Οιδίποδας σήµερα, βασιλιάς µ όλες του τις επιθυµίες πραγµατοποιηµένες αναρωτιέται: τι µε βασανίζει; τι µε αρρωσταίνει; τι πεθαίνει την πόλη; τι µε πεθαίνει; Μα αυτό ακριβώς : είναι άρρωστος από µια µάταιη πληρότητα από µια πληρότητα που δεν επέλεξε καν! Έχει πραγµατοποιήσει επιθυµίες άλλων, θεών, βασιλιάδων, του ριζικού του, των ανθρώπων αλλά όχι δικές του. Ωστόσο θεωρεί τον εαυτό του βασιλιά, θεωρεί πως είναι κύριος του εαυτού του, κύριος των επιθυµιών του και του κόσµου. Δεν βλέπει ο Οιδίποδας, δεν βλέπει ότι επιθυµίες άλλων θεωρεί ως δικές του ότι είναι βασιλιάς στο θρόνο της επιθυµίας που ήθελε ν αποφύγει. Δεν βλέπει ότι είναι υποχείριο αυτού που νοµίζει πως είναι κύριος: της επιθυµίας. Ο Οιδίποδας είναι στην κυριολεξία τρόπαιο της επιθυµίας άλλων παρ ότι νοµίζει ότι ο ίδιος είναι τρόπαιο της επιθυµίας του εαυτού του αφού τα κατάφερε και στα σταυροδρόµια και στα αινίγµατα και στο κρεβάτι. Θα δει, αφού τυφλωθεί, αποστρέφει έτσι το βλέµµα του από το θρόνο και αναζητά την πραγµατική του θέση στο κόσµο. Μας λέει κάτι αυτό ω! συµπολίτες; Πόσοι µπορούν να το καταλάβουν και πόσοι µπορούν να το κάνουν; Μας λέει για την επιθυµία του σύγχρονου ανθρώπου, πως κατασκευάζεται, υλοποιείται, πως κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει ότι είναι κύριος της επιθυµίας του αγνοώντας ως άλλος Οιδίπους, την τύφλα του, ότι είναι προϊόν άλλων, µιας εποχής, ενός συστήµατος, κατασκεύασµα επιθυµίας άλλων που µε την σειρά τους πιστεύουν την επιθυµία τους ως δική τους κ.ο.κ. Η υδρόγειος ζώνεται από επιθυµίες τυφλών που κινούν τον άνθρωπο ως ψώνιο- βασιλιά στο µικρόκοσµο του: θα ζήσει
5 αγνοώντας ότι έζησε µε ξένες επιθυµίες, αγνοώντας ότι δεν έζησε, αγνοώντας ότι η ζωή του φτιάχτηκε από άλλους ακόµα κι αν του επετράπει να είναι δήθεν διαφορετική. Θα καταναλώνει επιθυµίες, τρόπαιο του εαυτού του, τρόπαιο του ψεύδους. Θα αντικρίζει τον εαυτό του στο κάδρο της κατασκευασµένης επιθυµίας, στην κορνίζα του κόσµου του, όπου ως πρόσωπο πεπερασµένο θα θριαµβολογεί εν αγνοία του για την βεβαιότητα της ήττας του. Ιδού µια πρώτη προσέγγιση των φωτογραφιών αυτής της αίθουσας ως φωτογραφίες ταυτότητας: δίνουν την απάντηση στο ερώτηµα που θέσαµε εξ αρχής στο πως προσδιορίζει ο άνθρωπος την ταυτότητά του µέσω του να µην είναι κανένας. Φωτογραφίες ταυτότητας, τόσο όµοιες µε τον τρόπο που ένας συνοικιακός φωτογράφος τις παραδίδει για αστυνοµική ταυτότητα, τόσο αδιάφορα πρόσωπα που γίνονται πρόσωπα Κινέζων µέσα στην γενίκευσή τους. Μας θυµίζουν µέσα στην οµοιοµορφία τους τα ανθρωπάκια του Γαΐτη µόνο που εδώ η τραγικότητα γίνεται εντονότερη µε την απουσία οποιουδήποτε περιβάλλοντος. Πρόσωπα συγκροτηµένα ως τρόπαια επιθυµίας άλλων και θριαµβολογούντα εν αγνοία τους περί τούτου. Άρα πρόσωπα πεπερασµένα, πρόσωπα πορτρέτα. Πορτρέτα νεκρών, πορτρέτα καµένων σε άσπρο- µαύρο, πρόσωπα ακινητοποιηµένα την στιγµή της εξόδου τους από το αιδοίο όπου εσαεί θα χαµογελούν για το κατόρθωµά τους και εσαεί θα πενθούν για τον ίδιο λόγο. Πρόσωπα πεπερασµένα, οικεία και απόµακρα, ζωντανά και νεκρά ως Φαγιούµ, ως Μέδουσα όπου ο ναρκισσισµός του βλέµµατος στο φακό γίνεται το θανατηφόρο κάτοπτρο για την ανάδειξη της µαταιότητας. Πρόσωπα έτοιµα να παλινδροµήσουν και να απορροφηθούν στη χοάνη της ανυπαρξίας, στο µαύρο απ όπου το σκασαν για λίγο, πρόσωπα που η ζωή τους είναι η διάρκεια αυτής της έκθεσης, το αναλογικά πεπερασµένο χρονικό διάστηµα της έκθεσής µας στη ζωή, στο βλέµµα του άλλου: Υπάρχουµε επειδή υπάρχει κάποιος να µας βλέπει. Και ταυτόχρονα, - και εδώ επιχειρούµε µια δεύτερη προσέγγιση, µια ανάγνωση που συνδέει τα πρόσωπα αυτά µε την έννοια και το συµβολισµό
6 του προσωπείου και της κεφαλής- και ταυτόχρονα λοιπόν πρόσωπαπροσωπεία, εκµαγεία ζώντων ή νεκρών, αδιάφορο, µάσκες ως υποσχέσεις εξορκισµών µέσω της φωτογραφίας θεωρούµενης ως προϋπόθεση αθανασίας, εξορκισµού του θανάτου, πρόσωπα µάγοι και ιερείς τελετουργίας για την σύλληψη φωτογραφικά και άρα αιωνίως της αθανασίας. Πρόσωπα εκφάνσεις του προσώπου του Αθανασόπουλου που έζησε µέσω αυτών τις δικές του απαντήσεις ως φωτογράφος. Πρόσωπα ως ασώµατες κεφαλές, µια πρόσκληση του Αθανασόπουλου στο «bar των Ασωµάτων» όπου θα συναντήσουµε και θα συνοµιλήσουµε µε αρχαίες περί κεφαλής και προσώπων δοξασίες: σηµασίες µαγείας και γονιµότητας, τον Διόνυσο που αναγεννάται από το κεφάλι του, την Αθηνά από το κεφάλι του Δία, τον Ιησού στην Ιρλανδία απ το κεφάλι της Μαρίας και τα ανάλογα στην Ινδία, την Ιαπωνία, στους Μελανήσιους. Και βέβαια τους καρατοµηµένους αγίους που κρατούν την κεφαλή τους προσφορά στο Θεό. Η ανθρώπινη κεφαλή, ολόκληρη ή ως πρόσωπο ή προσωπείο αποτελεί την βασική συνισταµένη της µαγικής σκέψης στην συµπαθητική µαγεία µε µια έννοια αποτρεπτική του κακού- προστατευτική και ταυτόχρονα ή ενίοτε γονιµοποιητική έτσι που θα µπορούσαµε να θεωρήσουµε την κεφαλή ως την βάλανο του φαλλού και ως φαλλό όλο το ανθρώπινο σώµα. Βλέπε τις εκπληκτικές ανάλογες µάσκες του Μπουτάν. Είναι κατ αυτόν τον τρόπο που περνά στην νεοελληνική λαϊκή τέχνη σε πόρτες, κεντήµατα, ακρόπρωρα, οροφές σπιτιών, ξυλόγλυπτα, λιθανάγλυφα, µουσικά όργανα για να µην αναφερθούµε στην πλήρη µαγική διάσταση της κεφαλής όπως διαιωνίστηκε στην εξάλφα, στο γοργόνειο, στα εξαπτέρυγα κλπ. Είναι εξ αυτής της διάστασης που η κεφαλή οφείλει συχνά να θάβεται ξεχωριστά από το σώµα, κι άλλοτε να µην θάβεται αλλά να διατηρείται ή τουλάχιστον στον τάφο να ενδείκνυται το σηµείο που κείται. Μέσω της ανθρωπολογικής θεώρησης της κεφαλής, οφείλουµε να επισηµάνουµε και εδώ εισερχόµαστε σε µια επί πλέον, τρίτη ανάγνωση του έργου- εκείνη του κυνηγού κεφαλών: πανάρχαια διαδικασία που αφορά το
7 σύνολο της ανθρωπότητας αλλά που πήρε ιδιαίτερη διάσταση σε τρία διαφορετικά σηµεία του πλανήτη: στους αρχαίους Κέλτες οι οποίοι διατηρούσαν κεφαλές εχθρών εξάγοντας εκµαγεία και εξ αυτών µάσκες, στους Νταγιάκ σήµερα, η φυλή Ιµπάν η οποία παρ ότι έχει τυπικά σταµατήσει την πρακτική διατηρεί κεφαλές παλαιότερων περιόδων, αλλά κυρίως η φυλή Σογιάρ στο Εκουαδόρ η οποία τελειοποίησε την σµίκρυνση της κοµµένης κεφαλής και την παράλληλη διατήρηση των χαρακτηριστικών του προσώπου αφού είχαν αφαιρεθεί τα οστά και τα εσωτερικά όργανα. Μήπως ο Αθανασόπουλος έχει αποκεφαλίσει όσους πρόλαβε απ τους εχθρούς του µε το πρόσχηµα ότι τους φωτογραφίζει αλλά και τα αγαπηµένα του πρόσωπα ώστε να πάρει τις δυνάµεις τους αλλά και την σταθερότητα στη σχέση µαζί τους, δηλαδή µια ακινησία στο χρόνο και άρα στη ζωή, µια ψευδαίσθηση «ότι δεν πεθαίνω;». Και ταυτόχρονα ο Αθανασόπουλος πάλι ως ιερέας µας καλεί σε µια λειτουργία για την γιορτή των Αγίων Ασωµάτων, όπου το σώµα µέσω της απουσίας του καταδηλώνεται ως το φέρον όχηµα του θανάτου έναντι ενός προσώπου καθαγιασµένου από αγωνία και άρα από θανατισµένου τουλάχιστον φωτογραφικά. Δείτε αυτή την αίθουσα ως εκκλησία της ύπαρξης, όπου φωτογραφίες εικόνες αγίων και οσίων συνοµιλούν µε το χρόνο, τον θάνατο, την παρουσία, το βλέµµα. Μήπως τελικά αυτή η έκθεση είναι σχόλιο αµφισηµίας; Αυτές οι φωτογραφίες ως αναγνωρίσιµες φωτογραφίες ταυτότητας δηλαδή µιας διαχρονικής αναγνώρισης του προσώπου είναι ταυτόχρονα, µέσω των άπειρων συµβολισµών και αναγνώσεων που εµπεριέχουν, φωτογραφίες διαβατηρίου, σηµεία εκκίνησης προς το «µέσα» ή το «έξω». Και είναι αυτό που πέτυχε ο Αθανασόπουλος: να µας καταδείξει µέσω ενός αδιόρατου θλιµµένου Τζοκόντειου χαµόγελου στα πρόσωπα των φωτογραφιών, την καθηµερινή επαφή και σχέση µε τον άλλον υπονοώντας ταυτόχρονα το πρόσωπο ως πύλη των φαντασιώσεων και συµβολισµών, ως τοπία και τόπους ταξιδιών ως κείµενα προς ανάγνωση και άρα ερµηνείας της
8 ύπαρξης, ως πρόσωπο- παρουσία στο κόσµο. Ένα «είναι εν το κόσµω» στην κυριολεξία προσωπικό, δηλαδή ερµηνεύσιµο. Κι αν κατ αρχήν φανούν ουδέτερες ή «ειπωµένες» είναι αυτός ο σκοπός τους. Να είναι έτσι, ως τα πρόσωπα της καθηµερινότητας, του µετρό της αίθουσας αυτής. Αλλά είναι αυτή ακριβώς η κοινή σταθερότητα και αναγνωσιµότητα που µέσω του πλαισίου της εικόνας γίνεται η είσοδος για το χάος ή την αρµονία του ανθρώπου. Μια αµφισηµία λοιπόν, που θα µπορούσε να έχει τίτλο: φωτογραφίες διαβατηρίου για εσωτερικά ταξίδια, φωτογραφίες διαβατηρίου για την διάσχιση της απόστασης γέννησης- θάνατος. Πάντως φωτογραφίες για long transfers.