ΣΤΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΤΟ ΒΟΛΟ



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΒΒΑΔΙΑ Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

σα μας είπε από κοντά η αγαπημένη ψυχολόγος Θέκλα Πετρίδου!

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΖΩΔΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ 6 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2017 ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

«Γκρρρ,» αναφωνεί η Ζέτα «δεν το πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να συμπεριφέρονται έτσι μεταξύ τους!»

σόκ. Σιώπησε και έφυγε μετανιωμένος χωρίς να πει τίποτα, ούτε μια λέξη.» Σίμος Κάρμιος Λύκειο Λειβαδιών Σεπτέμβριος 2013

Ενότητα εκπαίδευσης και κατάρτισης για τις δεξιότητες ηγεσίας. Αξιολόγηση Ικανοτήτων

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20

Modern Greek Beginners

Συνέντευξη από τη. ηµοσιογράφοι. κα Τατιάνα Στεφανίδου. Είµαι πολλά χρόνια δηµοσιογράφος, από το 1992.

ΕΧΩ ΜΙΑ ΙΔΕΑ Προσπαθώντας να βρω θέμα για την εργασία σχετικά με την Δημοκρατία, έπεσα σε τοίχο. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα, τις σημειώσεις μου και δεν

Λαµβάνοντας τη διάγνωση: συναισθήµατα και αντιδράσεις

2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΑΚΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΖΩΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ ΜΑΡΤΙΟΥ 2017 ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

e-seminars Πουλάω 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΟΙ. Τα 11 παιδιά πήραν µέρος από 1 φορά σε διαµεσολάβηση, τα υπόλοιπα 4 από 2 και το ένα 4 φορές. Στην ερώτηση: Γιατί ζήτησες διαµεσολάβηση;

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

Παρουσίαση Αποτελεσμάτων Online Έρευνας για τα Χριστούγεννα

«Ο ξεχωριστός κόσμος των διδύμων», η Εύη Σταθάτου μιλά στο Mothersblog, για το πρώτο της συγγραφικό εγχείρημα!

H Ναταλί Σαμπά στο babyspace.gr

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 1

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Καλοκαίρι. Βιβλίο: Η χαµένη πόλη. Συνταγή ΤΙΤΙΝΑ: κρέπα. Από την Μαριλένα Ντε Πιάν και την Ελένη Κοτζάµπαση Μια εφηµερίδα για όλους

Καταγραφή Εντυπώσεων από τη Συμμετοχή μου. στο Πρόγραμμα Erasmus/Socrates

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Οι χελώνες, οι ελέφαντες και οι παπαγάλοι που είναι μακρόβιοι, ξέρω, θα χλευάσουν τον τίτλο αυτού του κεφαλαίου. Το τζιτζίκι, σου λένε, ζει λίγο, ελάχ

Λόγια αποχαιρετισμού ενός τελειόφοιτου μαθητή

Η Οργάνωσή µας συνέχισε και φέτος το θεσµό της διοργάνωσης παιδικών

Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Το κορίτσι με τα πορτοκάλια Του Γιοστέιν Γκάαρντερ Λογοτεχνικό ανάγνωσμα Χριστουγέννων

Το παραμύθι της αγάπης

Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Ο δάσκαλος που με εμπνέει

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Εξάντας Ελλήνων. Οικογένεια

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Κάνω για επιχειρηματίας; Είμαι κατάλληλος για ιδιοκτήτηςδιευθυντής μιας μικρομεσαίας επιχείρησης;

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

e-seminars Ηγούμαι 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Σκέψεις για το μυθιστόρημα του Σωτήρη Σαμπάνη «Σκανταλόπετρα» από την Ιουλία Ιωάννου

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την αποδοχή στην Γλώσσα 2 και χαιρετίσματα από την Ιταλία"

ΚΑΝΕΝΑΣ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ 6-7 ΙΟΥΝΗ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΟΡΓΑΝΩΝΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΜΑΣ ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΤΑΞΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Ταξική Ενότητα Εργαζομένων Forthnet - Netmed

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ο όνομά μου δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Το πιθανότερο είναι ότι η αναφορά του θα έκρυβε κινδύνους για μένα, για σένα, αγαπητέ αναγνώστη, καθώς

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΟ Γ1 ΤΟΥ 10 ΟΥ Δ.Σ. ΤΣΕΣΜΕ ( ) ΠΟΡΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. ΜΑΘΗΜΑ: Μελέτη Περιβάλλοντος. ( Ενότητα 3: Μέσα συγκοινωνίας και μεταφοράς

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΨΩΜΙΑΔΗ ΝΟΜΑΡΧΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μάθημα 1. Ας γνωριστούμε λοιπόν!!! Σήμερα συναντιόμαστε για πρώτη φορά. Μαζί θα περάσουμε τους επόμενους

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Η. Διαδικασία διαμεσολάβησης

Οι προσωπικοί στόχοι καθενός μπορούν κατά καιρούς να αποτελούν και να καθορίζουν το success story της ζωής του για μια μικρή ή μεγάλη περίοδο.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Modern Greek Beginners

Transcript:

ΣΤΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΤΟ ΒΟΛΟ Εφυγα λοιπόν για το Βόλο αποφασισµένος ν αντιµετωπίσω τις όποιες δυσκολίες θα συναντούσα και όπως απεδείχθη στη πορεία της δουλειάς δεν ήταν και λίγες. Ξεκινώ πάλι µε το καράβι, φθάνω στον Πειραιά κι από εκεί στην Αθήνα. Επισκέπτοµαι τον θείο Ευάγγελο για να τον ευχαριστήσω και µένω µερικές µέρες για ορισµένες διαδικασίες που χρειαζόταν για την πρόσληψη µου στη Τράπεζα, όπως ιατρικές εξετάσεις κλπ. Στη συνέχεια παίρνω το τρένο και µια ωραία πρωϊα βρίσκοµαι στο Βόλο. Η πρώτη ενέργεια µου ήταν να πάω σ ένα ξενοδοχείο για προσωρινή εγκατάσταση, ώσπου να τακτοποιηθώ οριστικά. Είχα µια αγωνία και µια φοβία για το πως θα µε αντιµετώπιζαν ο διευθυντής και οι συνάδελφοι στο πρώτο τετ-α-τετ µαζί τους. Κι έτσι τη πρώτη µέρα που έφθασα στο Βόλο δίστασα να παρουσιαστώ. Περίµενα να ξηµερώσει η εποµένη πιστεύοντας πως ψυχολογικά θα ήµουν καλύτερα προετοιµασµένος. Αυτή η ώρα που θα παρουσιαζόµουν στο /ντή, σ ένα άγνωστο µέρος χωρίς να έχω ούτε ένα δικό µου και σε µια περίοδο που ήσουν υποχρεωµένος ν ανέχεσαι κάθε είδους προσβολές η υπονοούµενα, ήταν για µένα ίσως η πιο κρίσιµη στιγµή της ζωής µου. Κι αυτό όχι γιατί αισθανόµουν αβεβαιότητα στο αν θα τα καταφέρω, αλλά γιατί ήξερα πως η υποδοχή που θα µου γινόταν δεν θα ήταν και τόσο εγκάρδια. Επρεπε λοιπόν να είµαι συγκρατηµένος και κατά κάποιον τρόπο έτοιµος ν αντιµετωπίσω κάθε είδους παγίδα. Μ αυτές τις σκέψεις αλλά και µε µια προσπάθεια άντλησης θάρρους, µπήκα τη πρώτη µέρα στη Τράπεζα σαν υπάλληλος. Οπως το περίµενα το κλίµα ήταν βαρύ, οι συνάδελφοι εκεί όλοι Βολιώτες, εκτός από έναν που θα αντικαταστούσα και ο οποίος περίµενε τη δική µου άφιξη για να µετατεθεί στην Αθήνα, δεν ενθουσιάστηκαν όταν µε είδαν. Περίµενα για λίγο τον /ντή που κι αυτός βλέποντας µε δυσανασχέτησε, γιατί όπως κατάλαβα στη θέση τη δική µου ήθελε να βάλει κάποιον δικό του. Τέλος έγιναν τα τυπικά και τακτοποιήθηκα στο ταµείο µε προϊστάµενο ένα τύπο που παρίστανε τον αριστοκράτη και που από τη πρώτη µέρα κιόλας άρχισε να µε προκαλεί. Συνέχεια µου έκανε παρατηρήσεις που στην αρχή τις δεχόµουνα, -92-

παρ όλο που τη δουλειά µου την έκανα σωστά. Σιγά σιγά όµως άρχισα ν αντιδρώ κι όταν µε την πάροδο του χρόνου γνωρίστηκα κι έκανα φιλίες µε τους άλλους συναδέλφους, κατάλαβα πως ο άνθρωπος είχε κάποιο πρόβληµα που δεν ήθελε ν αποκαλυφθεί. Ωσπου να φθάσω στο σηµείο αυτό να ξεθαρέψω και να δηµιουργήσω τις γνωριµίες µου, πέρασα αρκετές δύσκολες µέρες πράγµα που µ έκανε να σκέπτοµαι ακόµα και να τα παρατήσω. Ετσι δίσταζα να φύγω από το ξενοδοχείο και να βρω δωµάτιο για οριστική εγκατάσταση. Αλλωστε εδώ που τα λέµε την εποχή αυτή οι µισθοί της Τράπεζας ήταν µισθοί πείνας και η διαβίωση ειδικά για έναν νεοδιορισθέντα και µάλιστα σε ξένο µέρος τραγική. Απο την άλλη πάλι µεριά σκεπτόµουν την ανεργία και τη µοίρα τόσων άλλων νέων που αναγκαζόταν να εγκαταλείψουν το τόπο τους και να ζητούν τη τύχη τους σε άλλα κράτη, που κι αυτό πάλι ούτε να το σκεφθώ ήθελα. Απεφάσισα λοιπόν να κάνω υποµονή και να προσαρµοσθώ µε τη νέα κατάσταση, ελπίζοντας πως οι συνθήκες ζωής µου µε τον καιρό θα καλυτέρευαν. Ενα χρόνο κυριολεκτικά υπέφερα αγωνιώντας για τη διατήρηση της θέσης µου. Γιατί όπως είπαµε επί ένα χρόνο θα ήµουν έκτακτος και στη συνέχεια αν η απόδοση µου ήταν ικανοποιητική θα µονιµοποιούµουν. Οµως υπήρχε και η εκκρεµότητα της «νοµιµοφροσύνης» µου, που έπρεπε κι αυτή να ρυθµισθεί. Στην Ασφάλεια Μυτιλήνης υπήρχε ένα φάκελος γεµάτος από την «Αντεθνική και Αναρχική» δράση, που έπρεπε µέσα στο χρόνο να τακτοποιηθεί πράγµα που σήµαινε πως χρειαζόταν και πάλι η βοήθεια του θείου µου. Για να αποχαρακτηρισθείς τότε, σε µια εποχή που η εξιά ήταν παντοδύναµη και η Καραµανλική κυριαρχία βρισκόταν στο απόγειο της, ήταν κάτι τροµερό και ακατόρθωτο κι αυτό το ακατόρθωτο έπρεπε να ξεπεραστεί οπωσδήποτε. εν θα ήθελα ν αναφερθώ σε λεπτοµέρειες πάνω στο θέµα αυτό, γιατί αν το έκανα θα χρειαζόταν ολόκληρο κεφάλαιο για την διαδικασία που χρειάστηκε και την ταλαιπωρία που τράβηξα. Αυτό που έχω µόνο να πω, είναι πως τελικά έγινε ο αποχαρακτηρισµός µου χάρη σε κάποιον στρατηγό που ήταν -93-

διευθυντής στο Υπουργείο Εσωτερικών και που κατώρθωσε ο θείος µου να γνωρίσει χρησιµοποιώντας διάφορες διασυνδέσεις που είχε. Φυσικά το πρόβληµα δεν λύθηκε οριστικά. Συνέχεια βρισκόµουν υπό παρακολούθηση και πάντα ζούσα µε την αγωνία και το φόβο της απόλυσης. Εκανα ότι δεν µε απασχολούσε το θέµα αυτό και προσπαθούσα να είµαι εντάξει στη δουλειά µου και φιλικός απέναντι στους συναδέλφους. Ετσι, εκτός από τον προϊστάµενο µου στο ταµείο που έκανε ο, τι µπορούσε για να µε διαβάλλει στο /ντή, µε τους υπόλοιπους τα πήγαινα καλά και µάλιστα µε την πάροδο του χρόνου άρχισα να προσαρµόζοµαι µε τη νοοτροπία τους και να αποκτώ τη συµπάθεια τους. εν ξέρω πως σε άλλα µέρη συµπεριφερόταν στους ξένους,αλλά στο Βόλο οι πρώτοι µήνες σε µια υπηρεσία όπου εργάζονταν µόνο ντόπιοι υπάλληλοι, η κατάσταση ήταν αρκετά δύσκολη. Νόµιζες πως σε θέτουν σ ένα είδος καραντίνας µέχρι να σε γνωρίσουν καλά. Η δε επαφή µαζί τους περιοριζόταν στη πρωϊνή καληµέρα και στο γειά σας κατά την αποχώρηση στο τέλος της καθηµερινής δουλειάς. Τ απογεύµατα και τα βράδια ήσουν µόνος και γύριζες σαν την έρηµη κατάρα. Τουλάχιστον για ένα µήνα έκανα βόλτες µόνος αποµονωµένος µε τις σκέψεις να κλωθογυρίζουν στο µυαλό µου και να ζητώ επίµονα κάποιον που να συζητήσω µαζί του και να ξεσπάσω. Οι βόλτες µου αυτές γινόταν κυρίως στο λιµάνι ψάχνοντας να βρω κανένα καϊκι µε νηολόγιο Μυτιλήνης για να µπορέσω να δω ανθρώπους από το τόπο µου και να κάνω παρέα µ αυτούς. Πράγµατι µερικές φορές ήµουν τυχερός κι έβρισκα πατριώτες σε Μυτιληνιά καϊκια κι άνοιγα κουβέντα µαζί τους µαθαίνοντας νέα από την πατρίδα, αλλά κυρίως για να εκτονωθώ. Καµιά φορά πηγαίναµε σε κανένα ταβερνάκι που αυτοί γνώριζαν καλύτερα από µένα κι έτσι έσπαγε κάπως η µονοτονία. Εν τω µεταξύ συνέχιζα να µένω στο ξενοδοχείο διστάζοντας ακόµα να µετακοµίσω σε δικό µου δωµάτιο. Αυτό όµως δεν µπορούσε να συνεχιστεί για πολύ, γιατί τα οικονοµικά µου δεν άντεχαν κι έπρεπε να βρω µια λύση πιο πρακτική. Απεφάσισα επιτέλους να ψάξω για την οριστική µου εγκατάσταση και τότε παρουσιάστηκε η κλητήρας της Τραπέζης που µε πρότεινε να µένω στο σπίτι του σ ένα δωµάτιο ηµιτελές, αλλά µε την υπόσχεση ότι θα µε περιποιόταν η γυναίκα του. Ηταν καλός άνθρωπος, εύθυµος και πρόθυµος. Η -94-

δε γυναίκα του η κυρά Κατίνα ήταν µια καλοσυνάτη νοικοκυρά. Είχαν κι αυτοί ένα γιο που τότε σπούδαζε στην Αθήνα. Αργότερα µπήκε κι αυτός στη Τράπεζα. Φαίνεται πως το είχε η µοίρα µου να µένω σε ατέλειωτα σπίτια, αφού τα οικονοµικά µου δεν µου επέτρεπαν µεγαλύτερη πολυτέλεια. Το απεφάσισα και µετακόµισα στο καινούργιο µου σπίτι. ύσκολη η προσαρµογή µου παρ όλο που και ο κυρ. Γιάννης και η γυναίκα του έκαναν ο, τι µπορούσαν για να µε περιποιηθούν. εν θυµάµαι ακριβώς πόσο έµεινα στο σπίτι τους, θυµάµαι όµως πως πλήρωνα 200 δρχ ενοίκιο κι ότι πέρασα ένα πολύ βαρύ χειµώνα και για να ζεσταθώ τα βράδια η κυρά Κατίνα µου έφερνε καθηµερινά ένα µαγκάλι στο δωµάτιο. Tώρα που τα σκέπτοµαι όλα αυτά βλέπω πόσο βαρύ ήταν το τίµηµα αυτής της υπερβολικής µας αφοσίωσης σε µια ιδεολογία που στον πρώτο κλυδωνισµό κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος και που για την πίστη της θυσιάστηκαν εκατοµµύρια άνθρωποι. Φυσικά τότε κανείς µας δεν µπορούσε να προβλέψει την εξέλιξη αυτής της κατάστασης και ιδιαίτερα εµείς που είχαµε πιστέψει στην τελειότητα της Σοσιαλιστικής Κοινωνίας. Ετσι δεχόµαστε καρτερικά κάθε µας δίωξη και κάθε κακουχία, µέ την ελπίδα πως κάποτε θα φτιάχναµε ένα καλύτερο κόσµο. Βέβαια τα χρόνια περνούσαν κι αντί να βλέπουµε καλυτέρευση τα πράγµατα όλο και δυσκόλευαν. Εµείς ανήκαµε σε µια παράταξη που στον εµφύλιο είχε ηττηθεί και πληρώναµε συνεχώς τα σπασµένα αυτής της ήττας. Εως πότε όµως θα αντέχαµε και κυρίως τι θα πετυχαίναµε µε το φανατισµό µας αυτό. Αλλωστε και τα σφάλµατα της δικής µας ηγεσίας ήταν επανωτά, που όσο περνούσε ο καιρός γινόταν µεγαλύτερα και δεν ήταν δυνατόν επ άπειρον να ταλαιπωρείται ένα λαός συνέχεια για µια υπόθεση που είχε ήδη χαθεί. Επρεπε λοιπόν να βρεθούν άλλοι τρόποι αγώνων και να καθιερωθεί µια νέα πολιτική πιο ευέλικτη και πιο διπλωµατική που να ξανασυσπειρώσει το λαό χωρίς νέες θυσίες, αλλά µε προβολή αιτηµάτων δίκαιων και λογικών. -95-

Ευτυχώς την ανάγκη αυτή την ένιωσαν πολλοί δηµοκρατικοί άνθρωποι κι ίδρυσαν τότε την Ε Α (Ενιαία ηµοκρ/κή Αριστερά) και προσπάθησαν έστω και κάτω από δύσκολες συνθήκες να νοµιµοποιηθούν και να πολιτευτούν σ ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς επιφανειακά δηµοκρατικό, αλλά ουσιαστικά ανελεύθερο. Οµως έστω και κάτω απ αυτές τις συνθήκες η απόφαση τους αυτή ήταν σωστή γιατί κατάφερε να δώση µια ελπίδα σ όλους εµάς τους κυνηγηµένους, µια που µέσα από τις γραµµές της Ε Α µπορέσαµε ν αναθαρρήσωµε και να επαναδραστηριοποιηθούµε. υστυχώς κι εδώ το ΚΚΕ που βρισκόταν τότε στην παρανοµία έκανε το θαύµα του. Προσπάθησε όπως και παλαιότερα µε το ΕΑΜ να καπελώσει όλους τους άλλους και να κατευθύνει εκείνο την αντιπολιτευτική γραµµή της Ε Α κι όπως ήταν φυσικό και πάλι τα θαλάσσωσε. Σε µια εποχή που η ΕΞΙΑ ήταν πανίσχυρη και το παρακράτος της οργίαζε, που η Αµερική την υποστήριζε φανερά, τα δε ανάκτορα ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις και που ακόµα και τα κόµµατα του Κέντρου δεν ήταν σε θέση ν ασκήσουν δική τους πολιτική και τη στιγµή που ούτε ο Πλαστήρας, ούτε ο Σοφούλης µπόρεσαν νά εφαρµόσουν την πολιτική της λήθης που επιθυµούσαν, το ΚΚΕ αντί να δείξει µια ανοχή έστω και σιωπώντας, άρχισε να τα βάζει µε όλους χωρίς να ξεχωρίζει κανέναν. Με τα γνωστά του συνθήµατα τι Παπάγος τι Πλαστήρας, η ότι όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια µούρη, αντί να βοηθάει στην εξοµάλυνση της κατάστασης, ερέθιζε και προκαλούσε το µένος της εξιάς, µε αποτέλεσµα να πληρώνει ο λαός αυτή τη σύγκρουση. Ο λαός αυτός που δεν ήταν δυνατόν ν αποτελεί συνέχεια το πειραµατόζωο της κάθε ηγεσίας του ΚΚΕ. Από την εποχή λοιπόν αυτή άρχισα και γω να προβληµατίζοµαι και να αναθεωρώ ορισµένες απόψεις που είχα όταν ήµουν νεώτερος. Ηµουν ήδη 28 χρόνων κι ακόµα δεν είχα µια δουλειά σταθερή κι όπου κι αν πήγαινα ορθωνόταν µπροστά µου ένα αδιαπέραστο τείχος που µ εµπόδιζε να βρω επιτέλους µια θέση στη κοινωνία και που κατά τη γνώµη µου την δικαιούµουν. Είχα κουραστεί πια να µε θεωρούν αξιολύπητο και είχα βαρεθεί να αισθάνοµαι διαρκώς υποχρεωµένος σ όλους που µε τον ένα ή τον άλλον τρόπο έδειχναν -96-

συµπάθεια για το πρόβληµα µου. Γι αυτό τη θέση αυτή στη Τράπεζα έπρεπε να τη κρατήσω µε κάθε θυσία. Πίστευα πως έτσι θα µπορούσα να προσφέρω περισσότερα, έστω κι αν στην αρχή θα χρειαζόταν να κάνω ορισµένες υποχωρήσεις. Κι όταν µιλάµε για υποχωρήσεις δεν εννοούµε ότι έπαυσα να ενδιαφέροµαι για τα κοινά κι ούτε ότι έµενα άφωνος µπροστά στα όσα συνέβαιναν. Προσπάθησα όµως να βρω νέους τρόπους ώστε η φωνή µου να είναι πιο αποτελεσµατική και οι δραστηριότητες µου πιο µελετηµένες. Επρεπε ν ακολουθήσω µια στρατηγική που να συνδυάζει την εργατικότητα µε την εκτίµηση των συναδέλφων. Από τη πρώτη λοιπόν µέρα στη Τράπεζα στρώθηκα στη δουλειά κι αµέσως άρχισα να πλησιάζω τους συναδέλφους. Τους ρωτούσα γιατί αυτή η επιφυλακτικότητα απέναντι µου και τι ήταν αυτό που τους έκανε τόσο διστακτικούς στο να φερθούν φιλικά σ ένα ξένο. Παραδέχτηκαν πως πράγµατι η συµπεριφορά τους δεν ήταν σωστή, αλλά αυτό που έκαναν δεν το έκαναν µε κακή πρόθεση, παρά µόνο γιατί ήθελαν να δουν πρώτα µε ποιόν έχουν να κάνουν. Τέλος όλα διορθώθηκαν, οι συνάδελφοι άλλαξαν τακτική απέναντι µου και µάλιστα µε ορισµένους έγινα πραγµατικός φίλος. Ιδιαίτερα δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φιλία µας µε τον Κλέαρχο που µε συµπαραστάθηκε σ όλες τις δύσκολες στιγµές κατά την παραµονή µου στο Βόλο. Ηταν ένα παιδί που καταγόταν από εργατική οικογένεια. Μ ένα πατέρα, γιατί η µητέρα του είχε πεθάνει, ανήµπορο ν αναθρέψει 6 παιδιά, τρία κορίτσια και τρία αγόρια. Παρ όλα λοιπόν τα προβλήµατα του ήταν ένας από τους καλλίτερους υπαλλήλους της Τραπέζης και συγχρόνως τα βράδια δούλευε σε άλλη δουλειά για να µπορεί να τα βγάζει πέρα. εν έχανε ποτέ το χιούµορ του και κατώρθωνε να βρίσκει ώρες για παρέα και για διασκέδαση. Είχαµε συνδεθεί πάρα πολύ κι είχε αναπτυχθεί µεταξύ µας µια φιλία που κράτησε όλο το διάστηµα που έµεινα στο Βόλο.Μετά από χρόνια ανταµώσαµε και πάλι στην Αθήνα, µόνο που τότε οι συνθήκες δεν ήταν πολύ ευχάριστες για κείνον. -97-

Είχαµε κι οι δυό παντρευτεί, αλλά δυστυχώς ο γάµος του δεν πέτυχε. Είχε αποκτήσει δύο παιδιά ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, µα το αγοράκι του αυτό γεννήθηκε καθυστερηµένο. Αυτό τον πείραξε πάρα πολύ, αν και δεν ήθελε να το δείξει. Οπως επίσης τον πείραξε ο χωρισµός του µε τη γυναίκα του. Ολα αυτά τα κρατούσε µέσα του και προσπαθούσε να παρουσιάζεται ξέγνοιαστος, αλλά στη πραγµατικότητα υπέφερε µε συνέπεια να πάθει την ανίατο αρρώστεια που κι αυτή τη πάλεψε χρόνια ολόκληρα, ώσπου στο τέλος έχασε τη µάχη κι έτσι έφυγε για πάντα από κοντά µας. Χωρίς να το θέλω παρασύρθηκα µε την αναφορά µου στο φίλο µου Κλέαρχο κι άφησα τη περιγραφή των όσων πέρασα στο Βόλο σ ένα κρίσιµο σηµείο. Στο διάστηµα δηλαδή εκείνο που θα κρινόταν η τύχη µου, µε τη απόφαση του ιευθυντή για το αν θα µε κρατούσε η θα µε έστελνε από εκεί που ήρθα. Πλησίαζα τα 30 κι ακόµα πάλευα για µια θέση όχι για να ζήσω αλλά για να καλύψω τις κυριότερες ανάγκες µου. εν σκεπτόµουν τίποτα παρά το πως θα µονιµοποιηθώ, παρ όλο που ο µισθός µου θα ήταν ασήµαντος. Επρεπε να πληρώνω ενοίκιο, να τρώω και να µπορώ να πίνω κι ένα καφέ. Για ντύσιµο και για ψυχαγωγία ούτε συζήτηση. Φυσικά το οικονοµικό πρόβληµα δεν ήταν µόνο δικό µου αλλά όλων των συναδέλφων, όµως αυτοί είχαν τα σπίτια τους και δεν ήταν υποχρεωµένοι να πληρώνουν ενοίκιο. Σαν να µην έφταναν όλα αυτά, τη χρονιά εκείνη δηλ. το 1957 γίνεται κι ο ισχυρός σεισµός που ρήµαξε όλο σχεδόν το Βόλο και που δεν άφησε τίποτα όρθιο. Κατέρρευσαν σπίτια, καταστήµατα και πολλοί άνθρωποι έµειναν στο δρόµο. Ηταν µια τροµερή εµπειρία που είχα να τη ζήσω από µικρό παιδί, όταν στο νησί µας στη Μυτιλήνη είχε γίνει ένα παρόµοιος, αλλά τότε σαν πιτσιρίκι δεν είχα επίγνωση της κατάστασης. Βρισκόµουν στο εστιατόριο και περίµενα να µου σερβίρουν. Ξαφνικά ακούω ένα βουητό κι αµέσως αρχίζουν να κουνιούνται όλα, συγχρόνως βλέπω να πέφτουν από πάνω µου πέτρες, σουβάδες κλπ. και ν ανοίγουν τεράστιες ρωγµές στους τοίχους, τους δε πελάτες του εστιατορίου να φεύγουν έντροµοι έξω στο δρόµο. Το βάζω και γω στα πόδια και τρέχω για την παραλία. Στη µέση του δρόµου καταλαβαίνω πως ήταν αδύνατο να προχωρήσω γιατί µια τεράστια σχισµή ανοίγεται µπροστά µου. Σταµατώ και περιµένω. Ολα γύρω -98-

µου γκρεµιζόταν. Κτίρια έπεφταν και η θάλασσα ανακατευόταν αγριεµένη σαν να ήθελε εκείνη τη στιγµή να σε καταπιεί. Αυτό βάσταξε δευτερόλεπτα, αρκετά όµως για να καταστρέψει µια ολόκληρη πόλη. Ευτυχώς που είχα µετακοµίσει από το ξενοδοχείο, γιατί σχεδόν είχε όλο καταρρεύσει. Ηταν ο δεύτερος µεγάλος σεισµός που έγινε µέσα στα 2-3 τελευταία χρόνια κι αποτέλειωσε όλα όσα είχαν αποµείνει από τη καταστροφή του πρώτου. Για αρκετό καιρό ζούσαµε µε την αγωνία της αναµονής κι άλλης µεγάλης δόνησης, γιατί οι µικρότερες ήταν καθηµερινό φαινόµενο. Βέβαια κάποτε το κακό καταλάγιασε, αλλά οι οικονοµικές επιπτώσεις σ όλους τους ντόπιους ήταν τεράστιες. Για ανακούφιση µας λοιπόν θυµάµαι πως η Τράπεζα µας έδωσε εκτάκτως ένα επί πλέον δεκαπενθήµερο. Το αναφέρω δε αυτό όχι γιατί το ποσό αυτό ήταν κάτι το σηµαντικό, ιδιαίτερα για τους ντόπιους που οι ζηµιές τους ήταν µεγάλες, αλλά γιατί για µένα που δεν είχα πάθει τίποτα, ένα δεκαπενθήµερο ήταν µια «ανάσα ζωής» στα οικονοµικά µου. Βλέπετε καµιά φορά η ζωή είναι τόσο σκληρή που περιµένει κανείς να επωφεληθεί από τον πόνο των άλλων. Αφού πέρασε κι αυτό άρχισα σιγά σιγά να αισθάνοµαι σιγουριά, µια που στο διάστηµα αυτό είχα µονιµοποιηθεί κι είχα λίγο πολύ προσαρµοσθεί µε τη δουλειά κι είχα επίσης αποκτήσει και την συµπάθεια των πελατών. Πολλά θα µπορούσα να γράψω για τη ζωή µου στο Βόλο. Εχω από τη διαµονή µου εκεί και ευχάριστες αλλά και δυσάρεστες αναµνήσεις. Μου δόθηκαν ευκαιρίες για να µείνω µόνιµα σ αυτή τη πόλη που όµως δεν τις εκµεταλλεύτηκα. Ισως γιατί ήµουν διστακτικός και φοβόµουν τις ευθύνες η γιατί ακόµα τα τόσα προβλήµατα που µε ακολουθούσαν, δεν µε άφηναν να σκεφτώ τίποτα άλλο εκτός απ αυτά. Αλλωστε και µετά τη µονιµοποίηση µου η πολιτική κατάσταση ήταν τόσο ρευστή, που στη δική µου τουλάχιστον περίπτωση τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Φοβόµουν ακόµα πως µόνος µου αποµονωµένος σε ξένο µέρος, θα ήταν ευκολότερο για κάποιον που ήθελε το κακό µου να το καταφέρει χωρίς να το πάρω είδηση. Στην εποχή αυτή, είχαµε µπεί στο 1958, όλα ήταν πιθανά. -99-

Νέος µου λοιπόν στόχος ήταν να µετατεθώ στην Αθήνα γιατί εκεί πίστευα πως θα µπορούσα τα διάφορα εµπόδια να τα αντιµετωπίσω πιο αποτελεσµατικά. Ο στόχος µου αυτός πραγµατοποιήθηκε πολύ αργότερα και τελείως συµπτωµατικά. Προς το παρόν εξακολουθούσα να εργάζοµαι κανονικά χωρίς πολλές ενοχλήσεις, προσπαθώντας να δηµιουργήσω την εντύπωση στους συναδέλφους ότι κάποιος υπάρχει και για µένα που µε προστατεύει. Αυτή την εντύπωση την ενίσχυσα όταν στις εκλογές του 1958 ήρθε στο Βόλο ο Γ. Παπανδρέου σαν αρχηγός των Φιλελευθέρων σε προεκλογική συγκέντρωση. Μετά την οµιλία του κατέλυσε σ ένα ξενοδοχείο όπου δέχτηκε οπαδούς και φίλους του. εν έχασα λοιπόν την ευκαιρία και πήγα και γω να τον δω. Φυσικά δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις µαζί του, εκτός από µια φορά που τον είχα επισκεφθεί στο Καστρί µαζί µε τον θείο µου Ευάγγελο όταν έψαχνα για δουλειά. Με γνώρισε αµέσως και µε ρώτησε πως βρέθηκα εκεί. Του απήντησα διπλωµατικά πως χάρις στις δικές του ενέργειες µπήκα στην Τράπεζα και τον ευχαρίστησα. Με ρώτησε για τον πατέρα µου και µάλιστα τον απεκάλεσε ξεροκέφαλο, λέγοντας µου πως αν ήθελε θα γλίτωνε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες που πέρασε. Πράγµατι η επίσκεψη µου αυτή στον Γ. Παπανδρέου είχε για µένα ευεργετικά αποτελέσµατα γιατί διαδόθηκε αµέσως στην Τράπεζα και ορισµένοι που την παρουσία µου εκεί δεν την έβλεπαν µε καλό µάτι, πίστεψαν πως δεν ήµουν τελείως ξεκάρφωτος αλλά κατά το κοινώς λεγόµενο έχω κι εγώ κάποιο δόντι. Για να είµαι δε ειλικρινής από την εποχή αυτή είχα αρχίσει να κλονίζοµαι για την πολιτική της Αριστεράς αλλά κυρίως του ΚΚΕ. Εβλεπα από τότε την µονολιθική του γραµµή κι ότι έκανα δεν το έκανα µόνο για καµουφλάρισµα. Θεωρούσα πως ήταν αδύνατο να συνεχισθεί αυτή η τακτική της στείρας άρνησης κι άρχισα να αισθάνοµαι την ανάγκη πως για να ξεφύγουµε επιτέλους από την τροµοκρατία και την φοβία της εξιάς, έπρεπε να βρεθεί κάποιος άλλος τρόπος πιο αποτελεσµατικός. Ηδη είχε αρχίσει η φαγωµάρα µέσα στον Αριστερό χώρο. Το ΚΚΕ µε τις συχνές του αντιφατικές αποφάσεις του στις ολοµέλειες της Κεντρικής του Επιτροπής, είχε αρχίσει να χάνει την εµπιστοσύνη του λαού και η Ε Α -100-

αδυνατούσε να παίξει το ρόλο της, αφού ουσιαστικά ήταν δέσµια στις βουλές του ΚΚΕ. Παρ όλο που στις εκλογές του 1958 η Ε Α κατάφερε να γίνει δεύτερο κόµµα και Αξιωµατική Αντιπολίτευση δεν κατάφερε να εκµεταλλευτεί αυτή τη νίκη της, γιατί και πάλι το ΚΚΕ δεν µπόρεσε να µπεί στο πνεύµα της εποχής εκείνης. εν µπόρεσε να κατανοήσει την ανάγκη του λαού που ήθελε µια κοινοβουλευτική γαλήνη και νόµισε πως η επιτυχία αυτή της Ε Α έδινε τη δυνατότητα σ αυτό για να ξανασηκώσει τα λάβαρα των ταλαιπωρηµένων και καταπιεζοµένων. Κανείς βέβαια δεν αµφισβητούσε την καταπίεση και την ταλαιπωρία αυτή του λαού και ιδιαίτερα των νέων και των εργαζόµενων που την ένιωθαν καθηµερινά στα εργοστάσια, στις υπηρεσίες, στα χωριά και στις πόλεις και κανείς δεν ήταν τόσο τυφλός που να µην έβλεπε αυτή την αφόρητη κατάσταση που επικρατούσε. Με το να βαράς όµως τη γροθιά στο µαχαίρι δεν κερδίζεις τίποτα και το µόνο που καταφέρνεις είναι να χειροτερεύεις την κατάσταση. Μέσα µου λοιπόν υπήρχε από τότε η επιθυµία της αναζήτησης άλλου χώρου πιο ευέλικτου και πιο αποτελεσµατικού για καταπολέµηση της εξιάς. Προς το παρόν όµως αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να περιµένω και σαν εργαζόµενος να ενδιαφέροµαι για τα προβλήµατα που µας απασχολούσαν µέσα στη Τράπεζα. Με τον καιρό και ιδίως µετά το πρώτο χρόνο άρχισα να βρίσκω τα νερά µου και εκτός από τους συναδέλφους στη Τράπεζα δηµιούργησα φιλίες και µε πελάτες. Η ζωή µου µ άλλα λόγια κυλούσε ήρεµα και ανάλογα µε τις οικονοµικές δυνατότητες µου έβρισκα τρόπους και για λίγη διασκέδαση. Γενικά οι αναµνήσεις µου από το Βόλο δεν µπορώ να πω ότι ήταν ούτε ευχάριστες ούτε δυσάρεστες. Στα τρία χρόνια περίπου που έµεινα εκεί αντιµετώπισα ένα σωρό δυσκολίες, αλλά υπήρχαν και στιγµές που θα τις θυµάµαι. Με τον Κλέαρχο περνούσαµε ώρες µαζί πότε στο δωµάτιο µου και πότε στο σπίτι του. Οι συζητήσεις µας ήταν ατέλειωτες και οι αναφορές µας σε διάφορα πρόσωπα που µας ενδιέφεραν κατέληγαν πολλές φορές σε κουτσοµπολιό. -101-

εν θα ξεχάσω ακόµα τις εκδροµές που σχεδόν κάθε Κυριακή κάναµε στα χωριά του Πηλίου και ιδιαίτερα στα Χάνια που το χειµώνα απολαµβάναµε τη φασουλάδα και το γνωστό σπετσοφάι, όπως επίσης θα θυµάµαι τις χιονισµένες πλαγιές του βουνού όπου προσπαθούσαµε χωρίς µεγάλη επιτυχία να κάνουµε σκι. Οι τακτικές µας αναβάσεις στο Πήλιο γινόταν από µια παρέα συναδέλφων της Εθνικής Τράπεζας και στη παρέα αυτή υπήρχε µόνο µια κοπέλα. Οι οµορφιές του Πηλίου είναι απίθανες. Εκτός από τις χιονισµένες πλαγιές του, τα λουλουδιασµένα χωριά του, οι καταυλισµοί των προσκόπων, τα οπωροφόρα δέντρα, η οµίχλη που πολλές φορές καλύπτει τα πάντα, όλα αυτά δίνουν µια άλλη όψη στο τοπίο και σου δηµιουργούν µια ατµόσφαιρα µυστηρίου. Ακόµα στο Βόλο άρχισα να νιώθω την ανάγκη µιας µόνιµης σχέσης µε µια γυναίκα, ενός πραγµατικού συντρόφου που να µε καταλαβαίνει και να την καταλαβαίνω. Οµως στο θέµα αυτό ήµουν επιφυλακτικός και αναζητούσα πάντα το τέλειο. Επηρεαζόµουν εύκολα από τις διαδόσεις και τις φήµες, χωρίς να έχω το θάρρος να παίρνω γρήγορες αποφάσεις. Κάθε φορά που γνωριζόµουν µε µια κοπέλα κάποιος καλοθελητής θα βρισκόταν να την διαβάλει. Αυτό µ έκανε αναποφάσιστο και διαστακτικό να εκδηλώνω τα αισθήµατα µου. Αλλά δεν ήταν µόνο αυτό είχα και τις δικές µου ανασφάλειες. Εβλεπα πως η οικονοµική µου κατάσταση δεν µου έδινε την δυνατότητα ούτε καν να σκεφτώ για γάµο, µα ούτε και ήµουν από τους τύπους εκείνους που µπορούσε να εκµεταλλεύεται τα αισθήµατα των άλλων. Κόντευα τα τριάντα και τον γάµο τον έβλεπα σα λύτρωση. Πίστευα πως έτσι θα προσηλωνόµουν στην οικογενειακή ζωή κι ότι όλες µου οι σκέψεις θα περιοριζόταν στα καθηµερινά προβλήµατα που απασχολούν ένα οικογενειάρχη. Φαίνεται όµως πως δεν ήταν τυχερό ν απαγκιστρωθώ από τις συνέπειες του παρελθόντος, αφού η όλη περιπέτεια του πατέρα µου δηµιουργούσε συνεχώς και νέες δυσάρεστες οικονοµικές δυσχέρειες που οπωσδήποτε επηρέαζαν και τις δικές µου αποφάσεις. Ορθωνόταν και πάλι µπροστά µου το οικονοµικό πρόβληµα. Το δικό µου προσωπικά και της οικογένειας µου. Ηταν λοιπόν αδύνατο να προχωρήσω σε πρωτοβουλίες τέτοιες που θα επιδείνωναν ακόµα περισσότερο τη κατάσταση. Εγώ καλά καλά δεν είχα παντελόνι, που λέει ο -102-

λόγος, να φορέσω και από τους γονείς µου είχε αποκλειστεί κάθε βοήθεια. Για κείνους ήταν αρκετό που είχα µια δουλειά κι έτσι τουλάχιστον από µένα είχαν ξενοιάσει. Το ίδιο συνέβη και µε τον αδελφό µου Λευτέρη που κι αυτός κάτω από δύσκολες συνθήκες διορίστηκε δάσκαλος σ ένα χωριό της Μακεδονίας που είναι ζήτηµα αν το είχε ο χάρτης της Ελλάδας. Εµειναν έτσι στη Μυτιλήνη µόνο µε το µικρό αδελφό µας το Στρατή που ακόµα δεν είχε τελειώσει το ηµοτικό. Για όλα όµως αυτά θα αναφερθώ στη συνέχεια µε περισσότερες λεπτοµέρειες. Αυτό που έµεινε τώρα ήταν να συνεχίζω τη ζωή µου στο Βόλο αντιµετωπίζοντας διαρκώς εµπόδια που τα ξεπερνούσα πότε µε ψυχραιµία και πότε µε άγχος και αγωνία. εν είναι υπερβολή όταν πω πως πολλές φορές αναγκαζόµουν να παριστάνω τον αισιόδοξο και τον χαρούµενο, µόνο και µόνο για να µπορώ να παρακολουθώ τους άλλους της παρέας, που φυσικά δεν ήταν υποχρεωµένοι ν ασχολούνται µε τα δικά µου προβλήµατα. Κι ενώ έστω και κάτω απ αυτές τις συνθήκες προχωρούσε η ζωή, ξαφνικά αντιµετώπισα ένα πρόβληµα υγείας. Επρεπε οπωσδήποτε να κάνω εγχείρηση στον κόκιγκα. Ενα µήνα αναγκάστηκα να µείνω στη κλινική. Ευτυχώς µοναξιά δεν ένιωσα. Από τη µια οι νοσοκόµες µε φρόντιζαν παρά πάνω από όσο έπρεπε κι από την άλλη πολλοί φίλοι ερχόταν και µ έβλεπαν. Οσο για τον Κλέαρχο αυτός ήταν καθηµερινός επισκέπτης και µάλιστα φρόντιζε να µου κάνει τη διαµονή µου στη κλινική πιο ευχάριστη, σοφιζόµενος διαφόρους τρόπους. Κάποια µέρα βγήκα από τη κλινική µα ήταν αδύνατο να πιάσω δουλειά. Πήρα τότε αναρρωτική άδεια, γιατί καθηµερινά έπρεπε να κάνω αλλαγές. Σκέφτηκα τότε πως ήταν ευκαιρία την αναρρωτική µου αυτή άδεια να την κάνω στη Μυτιλήνη µε την ελπίδα πως εκεί θα είχα και τη φροντίδα της µητέρας µου. Τελικά µετάνιωσα για την ιδέα µου αυτή, γιατί φαίνεται πως η ταλαιπωρία του ταξιδιού ερέθισε περισσότερο τη πληγή, αλλά και γιατί ξανά έζησα τη γρίνια που φέρνει πάντα η ανέχεια. εν θέλω να ξύνω παλιές πληγές και µάλιστα οικογενειακές, όµως όταν εξιστορεί κάποιος γεγονότα πρέπει να είναι αντικειµενικός και να µην επηρεάζεται από ευαισθησίες και προκαταλήψεις. Είναι λοιπόν γεγονός πως η -103-

κατάσταση που αντιµετώπισα στο σπίτι δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Υπήρχε µια µεµψιµοιρία και µια ασυµφωνία µεταξύ των γονιών µου που σου δηλητηρίαζε την ψυχή και σου χαλούσε την διάθεση. Ο πατέρας µου είχε γίνει ευέξαπτος και νευρικός. Οι ταλαιπωρίες του µε τις φυλακίσεις, τα στρατοδικεία, τα βασανιστήρια και τους εξευτελισµούς του είχαν σπάσει τα νεύρα. Η δε συνεχής προσπάθεια του για µια εξισορρόπηση των οικονοµικών του τον είχε τσακίσει κυριολεκτικά. Από την άλλη µεριά η µητέρα µου είχε αφοσιωθεί αποκλειστικά στο µικρό αδελφό µας το Στρατή που τότε ήταν γύρω στα 12 και είχε ήδη αρχίσει να πηγαίνει στο Γυµνάσιο. Τον Στρατή τον αγαπούσαµε όλοι µας και γιατί ήταν το στερνοπαίδι µας, αλλά και γιατί γεννήθηκε στη πιο δύσκολη στιγµή της ζωής µας. Οµως η µητέρα µας του είχε υπερβολική αδυναµία και πολλές φορές την αγάπη της αυτή την έδειχνε µε αψυχολόγητους τρόπους που στεναχωρούσαν τον πατέρα µας. Οχι βέβαια γιατί εκείνος δεν τον αγαπούσε, αλλά γιατί έβλεπε πως εκείνη στη προσπάθεια της να εκδηλώσει την αγάπη της προς το µικρό έφθανε στο σηµείο να δηµιουργεί,πιστεύω άθελα της, σκηνές που έδιναν την εντύπωση πως µόνο αυτή φρόντιζε για το µικρό. Οσο για µας τους µεγαλύτερους όλα είχαν τακτοποιηθεί. Εγώ στη Τράπεζα κι ο Λευτέρης δάσκαλος. Τώρα το τι έµελε ν αντιµετωπίσουµε κι οι δύο µας αυτό δεν είχε καµία σηµασία. Επανέρχοµαι λοιπόν στο διάστηµα της αναρρωτικής µου άδειας στη Μυτιλήνη και στις συνθήκες που επικρατούσαν στο σπίτι. Ηξερα βέβαια τις οικονοµικές δυσκολίες που αντιµετώπιζε ο πατέρας µου. Περίµενα όµως ότι µετά τη τακτοποίηση τη δική µου και του Λευτέρη τα προβλήµατα θα ήταν λιγότερα και πίστευα πως υπήρχαν τρόποι εξευρέσεως λύσης για µια πιο ήρεµη οικογενειακή ζωή, τη στιγµή µάλιστα που ο Στρατής ήταν ακόµα µικρός και η προοπτική για το µέλλον του αργούσε. εν θέλω να επιρρίψω ευθύνες σε κανέναν από τους δύο. Αυτή τη στιγµή που προσπαθώ να συγκεντρώσω τις µνήµες µου και ν αναφερθώ στο παρελθόν ο πατέρας µου έχει πεθάνει πριν από πολλά χρόνια κι η µητέρα µου είναι τώρα γύρω στα 90 της χρόνια. Ετσι τα όσα σφάλµατα έγιναν ας τα θεωρήσουµε αναπόφευκτα κι ας συνεχίσω µε τι δική µου ζωή, που ασφαλώς µέσα απ αυτήν θα δούµε πολλά γεγονότα που θα συνδέουν την δική µου πορεία µε την πορεία όλης της οικογενείας. -104-

Εν πάσει περιπτώσει ο χρόνος που έµεινα τότε στη Μυτιλήνη πέρασε. Τίποτα δεν άλλαξε κι ούτε η πληγή µου καλυτέρευσε παρ όλο που καθηµερινά έκανα αλλαγές στο ΙΚΑ, αλλά κυρίως τίποτα δεν µπόρεσα ν αλλάξω στη ζωή της οικογένειας όσο κι αν προσπάθησα. Επιστρέφω λοιπόν και πάλι στο Βόλο και συνεχίζω τον αγώνα για την επιβίωση µου προσπαθώντας να καλυτερεύσω τη θέση µου όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες και οι προοπτικές σε µια µικρή Τράπεζα, όπως ήταν τότε η ΛΑΪΚΗ (σ αυτήν είχα προσληφθεί) πριν ακόµα συγχωνευθεί µε την ΙΟΝΙΚΗ. Εν τω µεταξύ είχα αλλάξει δωµάτιο όπου και τακτοποιήθηκα καλύτερα, χωρίς βέβαια την περιποίηση της κ. Κατίνας, έχοντας όµως την ελευθερία να κάνω µόνος µου ό,τι ήθελα. Είχα συνηθίσει την εργένικη ζωή και µπορώ να πω πως σιγά σιγά άρχισα να µην σκέπτοµαι το πρόβληµα του γάµου, που για να είµαι ειλικρινής για ένα διάστηµα µ απασχολούσε αρκετά. Αυτό που επεδίωκα τώρα ήταν να µετατεθώ στην Αθήνα, γιατι πίστευα πως έτσι θα µπορούσα να είχα καλύτερη εξέλιξη στη Τράπεζα. Πράγµατι στη περιπτωση αυτή στάθηκα τυχερός γιατί συµπτωµατικά σ έναν έλεγχο που είχε ρθει και ο γενικός Επιθεωρητής της Τράπεζας, στο τέλος της επιθεώρησης κάλεσε στο γραφείο του /ντή µας έναν-έναν όλους τους υπαλλήλους για ν ακούσει τα παράπονα τους. Οταν ήρθε κι η δική µου σειρά, ακούγοντας το όνοµα µου, άρχισε να µου κάνει διάφορες ερωτήσεις για τη Μυτιλήνη και για το χωριό µου. Τελικά µου είπε πως γνώριζε τον πατέρα µου και τους Τζωάνιδες και µάλιστα µε τον έναν απ αυτούς τον Πρόδροµο είχε ιδιαίτερη φιλία. Μου είπε ακόµα πως η Εταιρία Κοµίλη και Τζωάνου στο Μανταµάδο είχε κάποτε την αντιπροσωπεία της Ασφαλιστικής ΙΟΝΙΚΗ. εν έχασα τότε την ευκαιρία για να του πω πως επιθυµούσα να µετατεθώ στην Αθήνα. Το σηµείωσε και µου είπε ότι θα προσπαθήσει. εν πέρασε πολύ διάστηµα και η µετάθεση µου ήρθε. Ετσι η παραµονή µου στο Βόλο έληξε. Αποχαιρέτησα όλους τους συναδέλφους και φίλους και ιδιαίτερα τον Κλέαρχο που και πάλι προθυµοποιήθηκε να µε βοηθήσει οικονοµικά χωρίς ούτε καν να το ζητήσω, αλλά γιατί κατάλαβε πως ήταν αδύνατο ν ανταπεξέλθω στα έξοδα µιας νέας µετακόµισης. Φυσικά κάποτε του -105-

επέστρεψα τα δανεικά, αλλά ύστερα από πολύ καιρό. Αυτά για το Βόλο και τώρα ας δούµε τη συνέχεια στην Αθήνα. Η επιµονή µου αυτή το να ρθω στην Αθήνα ίσως την εποχή αυτή να ήταν βεβιασµένη και κάπως επιπόλαιη. εν υπολόγισα πολλούς παράγοντες και κυρίως τον οικονοµικό. Τα ενοίκια στην Αθήνα ήταν πολύ ακριβότερα από το Βόλο, υπήρχαν οι συγκοινωνίες και γενικά η διαβίωση ήταν πιο δύσκολη. Αναγκαστικά επανάκαµψα στα παλιά µου στέκια. Πάλι στη Ν. Σµύρνη, αυτή τη φορά όµως σ ένα δωµάτιο του Τάκη Σαλτέλη όπου πλήρωνα λίγα για ενοίκιο. Ξαναβρήκα τον Λευτέρη Ελλευθεριάδη και ξαναφτιάξαµε το τρίο Σαλτέλης Ελευθεριάδης Κοµίλης. Παρουσιάζοµαι στη Τράπεζα στο Κεντρικό της Λαϊκής και διαπιστώνω πως η µετάθεση µου δεν ήταν και τόσο επείγουσα. Μένω αρκετό καιρό χωρίς βασική δουλειά και περιµένω την οριστική µου τακτοποίηση. Ηταν καλοκαίρι σχεδόν κι είχαν αρχίσει οι άδειες. Ενας ένας από τους ταµίες θα έφευγαν και τότε µε κάλεσαν ν αντικαταστήσω τους αδειούχους. εν αντιµετώπισα κανένα πρόβληµα αντίθετα απέδειξα πως την δουλειά µου την έκανα καλύτερα κι από τους παλιούς. Παρ όλα αυτά εµένα δεν µε ικανοποιούσε αυτή η προσωρινή λύση. Σκεπτόµουν ότι οι άδειες θα τέλειωναν κι όλοι οι ταµίες θα επανερχόταν στις θέσεις τους. Φοβόµουν λοιπόν πως µετά θ αποτραβιόµουν σε µια γωνιά σαν καταµετρητής, χωρίς καµιά προοπτική για καλύτερη εξέλιξη. Ολα αυτά ήταν προς το παρόν σκέψεις γιατί η περίοδος των αδειών θα τραβούσε ακόµα πολύ. Εν τω µεταξύ τακτοποιήθηκα στο δωµάτιο του εξαδέλφου µου Τάκη Σαλτέλη και η ζωή µου επανήλθε στον παλιό της ρυθµό, µε τη διαφορά πως τώρα είχα µια δουλειά µόνιµη µε λίγα βέβαια χρήµατα, αλλά σίγουρη και µε προοπτική. Τους συγγενείς τους έβλεπα τώρα διαφορετικά δεν αισθανόµουν πια πως µε την παρουσία µου τους προκαλώ τον οίκτο και τη λύπηση κι έτσι η επικοινωνία µαζί τους ήταν πιο άνετη και πιο φιλική. Είναι αλήθεια πως τους συγγενείς τους αγαπούσα και µ αγαπούσαν γι αυτό και ήθελα να νιώθω µαζί τους σαν δικός τους άνθρωπος. -106-

Ας αφήσουµε τώρα τους συναισθηµατισµούς κι ας δούµε τι έγινε µε τη Τράπεζα και τη δουλειά µου. Συνέχιζα λοιπόν ν αντικαταστώ τους αδειούχους ταµίες, οπότε µια µέρα µαθαίνω πως στην Ελευσίνα ανοίγει η Τράπεζα µας νέο υποκ/µα. Χωρίς καλά να το σκεφτώ παρουσιάστηκα στον Προσωπάρχη και του ζήτησα να πάω εγώ σαν Ταµίας, πιστεύοντας πως εκεί και η διαβίωση θα ήταν φτηνότερη και κοντά στην Αθήνα θα ήµουν, αλλά και καλλίτερη εξέλιξη θα είχα. Στην αρχή µου έφερε αντιρρήσεις ισχυριζόµενος πως πολλοί ζητούν να πάνε εκεί, ενώ οι θέσεις είναι λίγες. Το συζήτησα µε τους συναδέλφους οι οποίοι µου είπαν ότι σκόπιµα µου είπε πως υπάρχει τόση προσφορά για την Ελευσίνα, ενώ στην πραγµατικότητα ελάχιστοι είναι αυτοί που θέλουν να πάνε εκεί. Εγώ όµως ήδη είχα πάρει την απόφαση µου και το µόνο που επεδίωξα και τελικά το πέτυχα ήταν να κατορθώσω να εξασφαλίσω το ενοίκιο ώστε να το πληρώνει η Τράπεζα. Ετσι ο χρόνος που έµεινα στην Αθήνα µετά το Βόλο δεν ήταν µεγάλος. Ξανά τα µπαγκάζια µου αυτή τη φορά για την Ελευσίνα. Πέντε άτοµα είµαστε που πρώτοι ανοίξαµε το Υποκ/µα. Ο /ντής, ο Υποδ/ντής, ο Ταµίας, ένας υπάλληλος για τον γκισέ και ο κλητήρας. Η έναρξη των εργασιών έγινε µ όλες τις πρέπουσες διαδικασίες. Ξεκινήσαµε µε τον καθιερωµένο αγιασµό όπου παραβρέθηκαν και εκπρόσωποι της /σης της Τράπεζας καθώς και εκπρόσωποι του Συλλόγου των εργαζοµένων, αλλά και αρκετός εµπορικός κόσµος της πόλης που οπωσδήποτε είχε την ανάγκη µιας Τράπεζας και που στη προκειµένη περίπτωση εµείς είµαστε οι πρώτοι που πραγµατοποιήσαµε την επιθυµία τους αυτή. Η Ελευσίνα ήταν και είναι µία πόλη βιοµηχανική. Υπήρχαν από τότε τα µεγάλα εργοστάσια του ΤΙΤΑΝ, της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ κλπ. που όµως τις τραπεζικές τους εργασίες τις διεκπεραίωναν στην Αθήνα. Ετσι ο δικός µας κύκλος εργασιών περιοριζόταν στους εµπόρους, στους βιοτέχνες και στους αγρότες. Ακόµα οι δραστηριότητες µας επεκτεινόταν και στις γύρω περιοχές όπως τα Μέγαρα, ο Ασπρόπυργος, η Μάντρα, η Μαγούλα κλπ. όπου εκεί υπήρχαν άνθρωποι που διατηρούσαν βουστάσια και ορνιθοτροφία. Τα εργοστάσια της Ελευσίνας είχαν τραβήξει πολύ εργατικό κόσµο και η Ελευσίνα ήταν λίγο πολύ -107-

κέντρο µεταναστών. Εκεί όταν πήγα βρήκα και πολλούς Μανταµαδιώτες που έφυγαν µετά τον εµφύλιο από το χωριό µας. Στην αρχή ανεβοκατέβαινα Ελευσίνα-Αθήνα µέχρι να βρω σπίτι για να µείνω µόνιµα. Αυτή η ιστορία τράβηξε αρκετό καιρό κι ήταν τόσο κουραστικό αυτό το δροµολόγιο, που µόνο που το σκέπτοµαι τώρα τροµοκρατούµαι. Ξεκινούσα χαράµατα από τη Ν. Σµύρνη και έπρεπε να είµαι στη πλατεία Κουµουνδούρου, που ήταν η στάση των λεωφορείων της Ελευσίνας, στις 6,30-7 π.µ. και έφθανα στην Ελευσίνα γύρω στις 8 όπου αµέσως έπιανα δουλειά. Το ωράριο µας στην Τράπεζα ήταν 8-3 που σήµαινε πως κανονικά έπρεπε να σταµατήσω τη δουλειά µου την ώρα αυτή. Οµως ποτέ δεν τηρούσαµε το ωράριο. Ετσι τις περισσότερες φορές βράδιαζε µέχρι να φθάσω στη Ν. Σµύρνη. Αυτή η διαδροµή µ είχε τσακίσει κυριολεκτικά. Ούτε να φάω προλάβαινα, ούτε να κοιµηθώ. Φυσικά είδα πως δεν τραβούσε άλλο το ανεβοκατέβασµα αυτό κι έτσι αναγκαστικά δέχτηκα τη πρόταση ενός υπαλλήλου στο ηµ. Ταµείο να µείνουµε µαζί στο ίδιο δωµάτιο. Η συγκατοίκηση ποτέ δεν µου άρεσε, γι αυτό και στη προκειµένη περίπτωση δεν µπορώ να πω πως η λύση αυτή ήταν η καλλίτερη. Παρ όλο που µε τον Κωστάκη (έτσι τον έλεγαν) γίναµε φίλοι, ήταν αδύνατη η παραµονή µας στο ίδιο δωµάτιο. Ετσι η συγκατοίκηση µας δεν βάσταξε πολύ. Χωρίσαµε και βρήκα τελικά µόνος µου ένα δωµάτιο σε µια γειτονιά που την ονόµαζαν ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΑ ΙΚΑ κι αυτό γιατί όπως λέγανε, όποιος εργένης έµεινε εκεί στο τέλος παντρευόταν. Εν πάσει περιπτώσει εγώ τη γλύτωσα. Με τον Κώστα συνεχίζαµε να κάνουµε παρέα και µάλιστα απ αυτόν γνώρισα κι έκανα κι άλλους φίλους που δούλευαν σαν υπάλληλοι κι αυτοί στο ΙΚΑ και στην Εφορία. Ακόµα γνωρίστηκα και µε ντόπιους, πελάτες της Τράπεζας. Μ άλλα λόγια σιγά σιγά άρχισα να προσαρµόζοµαι και φυσικά να ρυθµίζω τη ζωή µου όσο το δυνατόν καλύτερα. Η παραµονή µου στην Ελευσίνα κράτησε περίπου τρία χρόνια. Στο διάστηµα αυτό προσπάθησα να εκµεταλλευτώ τις ιδιαιτερότητες που είχε ένα νέο Υποκ/µα της Τράπεζας και να καλλιτερεύσω όχι µόνο τις συνθήκες διαµονής µου εκεί, αλλά και να δηµιουργήσω τις προϋποθέσεις για την καλύτερη εξέλιξη -108-

µου σαν υπάλληλος, πράγµα που κατά τη γνώµη µου το επέτυχα. Απέκτησα πείρα και σταθεροποίησα τη θέση µου. Ταυτόχρονα µένοντας τώρα µόνιµα στην Ελευσίνα άρχισα να ενδιαφέροµαι και για τη προσωπική µου ζωή, επιδιώκοντας να βρεθώ ανάµεσα σε ανθρώπους που να έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα µε µένα. Ετσι γράφτηκα στον ορειβατικό Σύλλογο κι άρχισα, όπως και στο Βόλο, τις εκδροµές και τις αναβάσεις στα κοντινά βουνά. Ακόµα µαζί µε τους φίλους που έκανα, γυρνούσαµε όλα τα αξιοθέατα της περιοχής. Τότε η Ελευσίνα είχε τα προβλήµατα της που προερχόταν κυρίως από τις καµινάδες των εργοστασίων της Χαλυβουργικής και του Τιτάν, όµως είχε και τις οµορφιές της µε τις γύρω περιοχές της όπως ήταν τα Ελευσίνια κι όλες οι άλλες παραλίες της. εν υπήρχαν τα Ναυπηγεία της Ελευσίνας και στη θέση τους ήταν µια ωραία αµµουδιά και εξοχικά κέντρα που εκεί συγκεντρωνόµαστε για τα καλοκαιρινά µας µπάνια. Στην Ελευσίνα παρ όλη την εξαντλητική δουλειά στη Τράπεζα, άρχισα σιγά σιγά να βρίσκω τον εαυτό µου και να νιώθω πως εκτός από τη µιζέρια υπάρχουν κι άλλα πράγµατα που ενδιαφέρουν τους νέους. Βέβαια εγώ δεν ήµουν και τόσο νέος αφού είχα περάσει τα τριάντα. Πάντως όπως κι αν είχαν τα πράγµατα εγώ άρχισα να αισθάνοµαι ανεξάρτητος χωρίς δεσµεύσεις κι υποχρεώσεις και ελεύθερος πια µπόρεσα να ρυθµίζω τη ζωή µου όπως εγώ ήθελα. Η Ελευσίνα ήταν πράγµατι ένας σταθµός στη ζωή µου γιατί εκεί και σταθεροποίησα τη θέση µου στη Τράπεζα, αλλά και πολλές άλλες ευκαιρίες µου δόθηκαν για να φτιάξω το µέλλον µου. Παρ όλα αυτά ποτέ δεν σκέφτηκα τη µόνιµη εγκατάσταση µου εκεί και µε τη πρώτη ευκαιρία που µου δόθηκε ξαναγύρισα στην Αθήνα, αλλά αυτή τη φορά µε την βεβαιότητα της σιγουριάς και της προοπτικής για µια καλύτερη συνέχεια. Πριν όµως φθάσουµε στην επάνοδο µου στην Αθήνα, ας επανέλθουµε στην Ελευσίνα καταγράφοντας τα γεγονότα και τις εµπειρίες που έζησα εκεί. Βρέθηκα λοιπόν σε µια εργατούπολη όπου τα έξοδα διαβίωσης ήταν λιγότερα των Αθηνών. Η δε κοινωνία της αποτελείτο από ανθρώπους που γνωριζόταν µεταξύ τους και που εύκολα προσαρµοζόσουν µαζί τους. Ηταν δηλαδή µια επαρχιακή πόλη που αν και κοντά στην Αθήνα είχε πολλά στοιχεία από τις -109-

συνήθειες τις δικές µας κι έτσι δεν δυσκολεύτηκα να βρω παρέες και να κάνω φίλους. Ακόµα όπως είναι γνωστό στις κλειστές αυτές κοινωνίες για έναν υπάλληλο που θεωρείται πως η δουλειά του είναι µόνιµη και κατά κάποιο τρόπο αξιοπρεπής, του δίνονται οι δυνατότητες να γνωριστεί και να διευρίνει τις σχέσεις του µα και ν αποκτήσει τη συµπάθεια και την εκτίµηση όλων αυτών των ανθρώπων, αν φυσικά κι αυτός δείξει τη καταννόηση του γι αυτούς. Τα ενδιαφέροντα για τον κόσµο αυτό είναι κατ αρχήν τα προβλήµατα της καθηµερινής τους ζωής, η προσπάθεια τους να βρουν τρόπους για να ποικίλουν τη µονοτονία τους και φυσικά η πολιτική και το ποδόσφαιρο. Τοπική τους οµάδα ήταν ο ΠΑΝΕΛΕΥΣΙΝΙΑΚΟΣ που πρωτοστατούσε στα διάφορα πρωταθλήµατα, δίνοντας τους αγώνες του πότε στην έδρα του και πότε σε διαφορες πόλεις. Ετσι οι οπαδοί του τον ακολουθούσαν σε κάθε µετακίνηση του. Πολλές φορές πήγαινα κι εγώ µαζί µια που ορισµένοι φίλοι µου µε ξεµυάλιζαν. Σ ένα αγώνα όµως του Πανελευσινιακού εκτός έδρας κατά το διάστηµα της διαδροµής έγινε ένα τροµερό δυστύχηµα µε νεκρούς και τραυµατίες. Μεταξύ των νεκρών ήταν κι ένας από τους καλλίτερους µου φίλος που πάντοτε καθόµαστε µαζί µέσα στο πούλµαν. Αυτή τη φορά δεν µπόρεσα να τους ακολουθήσω γιατί είχα κάνει µια εγχείρηση και βρισκόµουν τότε σε µια κλινική των Αθηνών. Ισως αν ήµουν καλά να είχα κι εγώ την µοίρα του φίλου µου. Λυπήθηκα πάρα πολύ και η πρώτη µου δουλειά µόλις βγήκα από την κλινική ήταν να πάω να δω την οικογένεια του. Ετσι συνεχιζόταν η ζωή εκεί πότε µε ευχάριστες και πότε µε δυσάρεστες εµπειρίες. Ο καιρός περνούσε και γω προσπαθούσα να βρω τρόπους για να εδραιώσω τη θέση µου µέσα στη Τράπεζα, αλλά και να καταξιωθώ σαν υπάλληλος. Στην πολιτική ζωή ακόµα τα πράγµατα ήταν ρευστά και η εξιά κυβερνούσε πάντα τη χώρα µας. Εγώ παρ όλο που έπρεπε να προσέχω και ν αποφεύγω τις κακοτοπιές µετά τον αποχαρακτηρισµό µου, ποτέ δεν έπαυσα να εκδηλώνω τις σκέψεις µου και ν αγωνίζοµαι για την απαλλαγή µας από το αυταρχικό καθεστώς της εποχής εκείνης. Ηταν αρχές της δεκαετίας του 60 όπου τα πολιτικά γεγονότα βρισκόταν σε έξαρση µε τα ανάκτορα και τη εξιά να µην αφήνουν καµιά άλλη παράταξη να ορθοποδήσει. Τότε ήταν που -110-

παρουσιάστηκε η Κεντρώα παράταξη που επιτέλους ενωµένη ύστερα από διαφωνίες, τσακωµούς, συσκέψεις, παρασυσκέψεις, κατώρθωσε µε αρχηγό τον Γεώρ. Παπανδρέου να ιδρύσει την Ενωση Κέντρου και µε αξιώσεις πια να διεκδικήσει την εξουσία από την εξιά. Ετσι το 1961 που γίνονται εκλογές πολλοί από µας τους Αριστερούς τρέξαµε να βοηθήσουµε τη προσπάθεια αυτή γιατί βλέπαµε πως η δική µας παράταξη µε τα επανειληµµένα της λάθη το µόνο που κατάφερνε ήταν να διαιωνίζει µια κατάσταση ανωµαλίας, που φυσικά ευνοούσε τη εξιά. Τα συνθήµατα της που κυριαρχούσαν από τότε όπως τι Παπάγος τι Πλαστήρας η τι Παπανδρέου τι Καραµανλής, όχι µόνο δεν βοηθούσαν αλλά αποπροσανατολίζαν το λαό. Παρ όλα αυτά πολλοί από µας δεν πέσαµε στη παγίδα αυτών των συνθηµάτων και αγωνιστήκαµε να διώξουµε τη εξιά, έστω και µε ορισµένες παραχωρήσεις που στο κάτω κάτω θα µας έδιναν το δικαίωµα να δοκιµάσουµε κι άλλους ανθρώπους που ήταν πιο κοντά µε τα δικά µας οράµατα. Θυµάµαι λοιπόν πως στις εκλογές αυτές του 1961 απεφάσισα να βοηθήσω κι εγώ για την νίκη της Ενωσης Κέντρου και αψηφώντας τις συνέπειες ζήτησα και πήγα σαν εκλογικός αντιπρόσωπος σ ένα εκλογικό τµήµα της Ηλιούπολης. Από την Ελευσίνα δηλ. βρέθηκα ξαφνικά στην Ηλιούπολη χωρίς να υπολογίσω την απόσταση αλλά και χωρίς να σκεφτώ πως την ευτέρα το πρωϊ θα έπρεπε να βρίσκοµαι στη δουλειά µου. Κυρίως όµως αυτό που δεν µου πέρασε καθόλου από το µυαλό µου ήταν οι συνθήκες και το κλίµα που θα αντιµετώπιζα κατά την διεξαγωγή των εκλογών. Πρώτα, πρώτα εµείς είµαστε τελείως ανοργάνωτοι εν αντιθέσει µε την ΕΡΕ και την Ε Α που είχαν πλήρη οργάνωση. Οι εκλογικοί κατάλογοι ήταν τελείως µπερδεµένοι και οι εφορευτικές επιτροπές επιλεγµένες. Εκλογικούς αντιπροσώπους στα περισσότερα τµήµατα δεν είχαµε και τίποτα δεν λειτουργούσε σωστά. Προαισθανόσουν µ άλλα λόγια πως το αποτέλεσµα θα ήταν νόθο και έβλεπες καθαρά πως βρισκόσουν αποµονωµένος χωρίς να µπορείς ν αντιδράσεις. Ολα γινόταν µε νοµιµοφάνεια, αλλά στην ουσία κάτι δεν πήγαινε καλά. Βλέποντας όλα αυτά σκεπτόσουν πως αφού µέσα στην Αθήνα υπάρχει αυτή -111-

η προσπάθεια αλλοίωσης των αποτελεσµάτων τότε στην επαρχία τι θα γινόταν; Τέλος βγήκαν τ αποτελέσµατα η ΕΡΕ κέρδισε και πάλι τις εκλογές και η δικιά µου διαίσθηση για νοθεία των εκλογών βγήκε αληθινή. Με φρίκη θυµάµαι το πρωϊνό της επόµενης ηµέρας που τελειώσαµε τη διαδικασία της καταµέτρησης των ψηφοδελτίων και έπρεπε να φύγω για να βρίσκοµαι το πρωϊ στη δουλειά µου. Είναι αδύνατο να περιγράψω την αγωνία που ένιωσα την ώρα που έβγαινα από το εκλογικό τµήµα µέσα στο σκοτάδι κι είδα πως ήµουν τελείως µόνος κι έπρεπε ν αντιµετωπίσω τις επινίκιες εκδηλώσεις όλων αυτών των φανατισµένων οπαδών της εξιάς, ψάχνοντας απεγνωσµένα να βρω συγκοινωνιακό µέσο για να φθάσω από την Ηλιούπολη στην Ελευσίνα. Οταν επιτέλους τα κατάφερα και στις 8 το πρωϊ ήµουν στο πόστο µου παρ όλη την ταλαιπωρία και την κούραση µου, είχα το κουράγιο να σχολιάσω το αποτέλεσµα αυτών των εκλογών µε την διαπίστωση πως έπρεπε να καταγγελθούν σαν διαβλητές και νόθες. Πράγµατι µετά από λίγες µέρες ο Γ. Παπανδρέου χωρίς κανένα δισταγµό έφερε στο φως στοιχεία που απέδειχναν το όργιο της νοθείας και της βίας που έγιναν σ όλη τη χώρα. Η Μαύρη Βίβλος που κυκλοφόρησε είχε ατράνταχτα στοιχεία για το τι έγινε στις εκλογές αυτές. Βία, νοθεία, πεθαµένοι που αναστήθηκαν και ψήφισαν, δέντρα και αλάνες που χρησιµοποιήθηκαν για διευθύνσεις των διπλοψηφισάντων και ο, τι άλλο τέχνασµα µπορούσε να εφευρεθεί για να κερδίσει τότε τις εκλογές η ΕΡΕ µε τον Καραµανλή. Μετά από λίγο διάστηµα ο Γ. Παπανδρέου αρχίζει τον ανένδοτο αγώνα, οργώνοντας την Ελλάδα και καταγγέλοντας το αποτέλεσµα των εκλογών σαν πλαστό. Ο αγώνας αυτός κράτησε γύρω στα δύο χρόνια έως το 1963 που ξανάγιναν οι εκλογές και η Ενωση Κέντρου ήρθε πρώτο κόµµα. Εγώ στο διάστηµα αυτό είχα µετατεθεί από την Ελευσίνα στο υποκ/µα µας της ΠΛΑΚΑΣ και επανήλθα και πάλι στο σπίτι των Σαλτέληδων. Είναι πάρα πολλά που παρέλειψα ν αναφέρω κατά την παραµονή µου στην Ελευσίνα και που είναι αδύνατο να θυµηθώ. Πάντως το διάστηµα που έµεινα -112-

εκεί µπορώ να πω πως ήταν καθοριστικό για την περαιτέρω πορεία µου στη Τράπεζα. Το πως µετατέθηκα στη Πλάκα ήταν µια σύµπτωση τελείως απρόσµενη. /ντής τότε στο Υπ/µα ήταν ένας συµπατριώτης µου που τον είχα γνωρίσει από τη Μυτιλήνη, γι αυτό που και που περνούσα από εκεί και τον έβλεπα συνήθως τα βράδυα που εργαζόταν µόνος. Οπως οι περισσότεροι διευθυντές έτσι κι αυτός προσπαθούσε να είναι αρεστός στη /ση της Τράπεζας, που τότε την διοικούσε ο Ανδρεάδης µε Γεν. /τη έναν Κυριακόπουλο που ήταν γνωστός για την σκληρότητα του απέναντι στους εργαζόµενους. Ολοι οι διευθυντές τον έτρεµαν και θέλοντας ν αποκτήσουν την εύνοια του ερχόταν πολλές φορές σε σύγκρουση µε τους υπαλλήλους. Μια τέτοια σύγκρουση µεταξύ /τή και Ταµία στάθηκε η αφορµή να βρεθεί ο Ταµίας της Πλάκας στην Ελευσίνα κι εγώ στη Πλάκα. Η µετάθεση µου αυτή αν και την ήθελα πολύ δεν µ έκανε και τόσο ευτυχή. Αισθάνθηκα τύψεις µε τον τρόπο που έγινε, γιατί για µια στιγµή ένιωσα τον εαυτό µου υπεύθυνο για την ταλαιπωρία του συναδέλφου µου. Φυσικά του εξήγησα πως εγώ δεν έφταιξα σε τίποτα κι ότι έγινε ήταν τελείως συµπτωµατικό. Τώρα αν τον έπεισα η όχι δεν το ξέρω. Βρίσκοµαι λοιπόν ξανά στην Αθήνα κι αυτή τη φορά ίσως για µόνιµη εγκατάσταση. Το σπίτι του Σαλτέλη µε περίµενε, που είχε γίνει πια για µένα σαν ενδιάµεσος σταθµός όλων των µετακινήσεων µου. Η ζωή µου στην Αθήνα τώρα βρίσκει τον κανονικό της ρυθµό. Στο Υπ/µα της Πλάκας µε τους συναδέλφους τα πηγαίνω πάρα πολύ καλά κι αρχίζω σιγά, σιγά να γνωρίζοµαι µε τους πελάτες. Η οικονοµική µου κατάσταση εξακολουθούσε να είναι βέβαια δύσκολη όχι όµως και τραγική. Προσπαθούσα να τα βγάζω πέρα και λίγο πολύ τα κατάφερνα. Οµως οι οικονοµικές δυσκολίες του πατέρα µου δεν είχαν ξεπεραστεί και µάλιστα την εποχή εκείνη αντιµετώπιζε πρόβληµα εξεύρεσης ρευστού για να τακτοποιήσει κάποιο χρέος του. Προσπαθήσαµε να τον βοηθήσουµε κι εγώ κι ο Λευτέρης. Εγώ από τη δικιά µου πλευρά κατώρθωσα να συγκεντρώσω ένα ποσό παίρνοντας δάνειο από το σύλλογο µας, µια που /ση της Τράπεζας δεν έδινε δάνεια σε κανένα υπάλληλο της. Τα αναφέρω αυτά για να επισηµάνω πως οι συνέπειες αυτής της µετά τον εµφύλιο περιόδου µας -113-

κυνηγούσαν ακόµα. Εδώ θα πρέπει να κάνω µια παρένθεση για ν αναφέρω τις σκέψεις, τα διλήµµατα µα και τους προσανατολισµούς µου για τη µετέπειτα στάση µου πάνω στη πολιτική κατάσταση της χώρας. Οπως ήδη έχω πει από την Αριστερά είχα απογοητευθεί, όµως παρ όλα αυτά εξακολουθούσε να υπάρχει ακόµα µέσα µου το αφιόνι που είχα ποτιστεί από µικρός. Τη εξιά την έβλεπα σαν το κακό δαίµονα που είχε καταστρέψει όχι µόνο τη δική µας οικογενειακή γαλήνη, αλλά και για το κατάντηµα της χώρας µας, µα και για τον εξευτελισµό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η στήριξη της σε ανθρώπους χωρίς ιδανικά και ιδέες και η επιδίωξη της να κατασυκοφαντήσει όλους εκείνους που µε πάθος και πίστη πολέµησαν το φασισµό και προσπάθησαν να κρατήσουν όρθια και υπερήφανα τη χώρα µας στη διάρκεια της γερµανικής κατοχής, µ έκαναν να νιώθω ένα µίσος και µια απέχθεια για κάθε τι που είχε σχέση µε τη παράταξη αυτή. Αναζητούσα λοιπόν ένα µέσο δρόµο για να βρω το χαµένο µου εαυτό. Μιλάµε τώρα για τη δεκαετία του 60. Μια δεκαετία µε συνταρακτικά γεγονότα που σηµάδεψαν τη µετέπειτα πορεία της χώρας µας. Αρχίζει λοιπόν η δεκαετία αυτή µε τις εκλογές του 1961 που όπως ξέρουµε θριάµβευσε η βία και η νοθεία. Ακολουθεί ο ανένδοτος αγώνας του Γ. Παπανδρέου που καταλήγει στις εκλογές του 1963 όπου η Ε.Κ.έρχεται πρώτο κόµµα αλλά αδυνατεί να σχηµατίσει κυβέρνηση και ευθύς αµέσως στις αρχές του 1964 µε νέες εκλογές καταφέρνει ο Γ. Παπανδρέου να πάρει το τροµερό για την εποχή εκείνη ποσοστό του 52% της προτίµησης του ελληνικού λαού και να σχηµατίσει τη πρώτη ηµοκρατική Κυβέρνηση της χώρας µας. Η κυβέρνηση όµως αυτή της Ε.Κ. δεν µπόρεσε ν αντέξει πάνω από 1,1/2 χρόνο γιατί από τη πρώτη κιόλας µέρα τα ανάκτορα και το παρακράτος της εξιάς που ακόµα ήταν πανίσχυρο, άρχισαν να την υπονοµεύουν όπου φθάσαµε στο 1965 στην ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ και τον διαµελισµό της Ε.Κ. Από εδώ και πέρα τα πράγµατα αρχίζουν και παίρνουν και πάλι την κατιούσα. Καταφέρνουν τ ανάκτορα µε τη διαφθορά, το χρηµατισµό και µε ότι άλλο άνοµο µέσο µπορούσαν να διαλύσουν την Ε.Κ. µε τη γνωστή µέθοδο της σαλαµοποιήσεως και να σχηµατίσουν τελικά την Κυβέρνηση των αποστατών. Το έγκληµα είχε συντελεστεί. -114-

Ηταν πράγµατι έγκληµα αυτή η ενέργεια όλων αυτών των αδίστακτων αριβιστών γιατί αυτοί προετοίµασαν το έδαφος στους δικτάτορες συνταγµατάρχες το 1967 που παρουσιάστηκαν ξαφνικά σαν προστάτες του Ελληνικού Λαού. Για τη δικτατορία των συνταγµαταρχών θα αναφερθώ αργότερα, γιατί θα πρέπει τώρα να επανέλθω στα δικά µου βιώµατα σ όλη αυτή τη πολυτάραχη περίοδο. Υπάλληλος λοιπόν στο Υποκ/µα της Πλάκας άρχισα να νιώθω την υποχρέωση να µήν µείνω αµέτοχος σ όλους αυτούς τους αγώνες για την αποκατάσταση της ηµοκρατίας στο τόπο µας. Ετσι απεφάσισα να αναµειχθώ στο συνδικαλισµό χωρίς όµως να γνωρίζω τις δυσκολίες αυτής της απόφασης µου. Και λέω δυσκολίες γιατί δεν ήξερα πως για να γίνει κάποιος συνδικαλιστής δεν αρκεί µόνο να έχει αγνές προθέσεις για τη διεκδίκηση των αιτηµάτων του κλάδου του, αλλά να έχει και την έγκριση ενός κατεστηµένου που διοικούσε τότε το Συνδικαλισµό. Ησουν λοιπόν από την αρχή καταδικασµένος ν αποτύχεις, αν από µόνος σου νόµιζες πως θα µπορούσες να συγκρουσθείς µε την φατρία των λεγόµενων εργατοπατέρων. Παρ όλα αυτά µαζί µε µερικούς ακόµα συναδέλφους που η καταβολή κι αυτών προερχόταν από την Αριστερά, αρχίσαµε δειλά, δειλά να εµφανιζόµαστε στο προσκήνιο και µε ερωτήσεις και επεµβάσεις στις γενικές συνελεύσεις να προβάλουµε τις δικές µας απόψεις. Είµαστε µ άλλα λόγια σαν είδος ελεύθερων σκοπευτων που προσπαθούσαµε µ αυτό το τρόπο ν αλλάξουµε την νοοτροπία των συναδέλφων, που δυστυχώς όπως σ όλα τα συνδικάτα είχαν συνηθίσει να εκπροσωπούνται από τους ίδιους πάντα συνδικαλιστές, οι οποίοι ήταν εξαρτηµένοι από τους γνωστούς τότε εργατοπατέρες της ΓΕΣΕ (Μακρίδης κτλ.). Σιγα,σιγά λοιπόν αρχίζω να αναµειγνύοµαι ενεργά µε το Συνδ/σµό µε σκοπό να προσφέρω κι εγώ ότι µπορώ στη καλυτέρευση της θέσης όλων των συναδέλφων. Στην αρχή συναντήσαµε πολλές αντιδράσεις µα στο τέλος µερικοί καταφέραµε ν αντέξουµε. Βέβαια µε τις υπάρχουσες συνθήκες (διοίκηση υπό τον Ανδρεάδη, συνδικαλισµός ελεγχόµενος, ανελεύθερο κι αντιδηµοκρατικό κράτος) ήταν αδύνατο να πετύχουµε πολλά πράγµατα, όµως παρ όλα αυτά µπορέσαµε να επηρεάσουµε αρκετούς και να θέσουµε τις βάσεις για µια σωστότερη διεκδίκηση των αιτηµάτων µας. Πολύ αργότερα θα δούµε τ αποτελέσµατα -115-

αυτής της πρωτοβουλίας µας, που κατά τη γνώµη µου επέδρασε θετικά στην όλη εξέλιξη του συνδικαλιστικού µας κινήµατος, έστω κι αν για µερικούς από µας δεν ήταν ανώδυνη κι είχε αρκετές δυσάρεστες συνέπειες. Εν τω µεταξύ η δική µου προσωπική ζωή είχε µπει σε µια νέα φάση, γιατί στο διάστηµα αυτό ο µικρός µου αδελφός Στρατής τέλειωσε το Γυµνάσιο της Μυτιλήνης και προετοιµαζόταν γιια τις πανελλήνιες εξετάσεις στο Πανεπιστήµιο. Επρεπε λοιπόν να ρθει κι αυτός στην Αθήνα και φυσικό ήταν να µένει µαζί µου. Οπως έχω πει και παραπάνω τότε έµεινα στον ξάδελφο µου τον Τάκη Σαλτέλη στο σπίτι στη Ν. Σµύρνη κι εκεί ήρθε και κείνος λίγο διάστηµα πριν από τις εξετάσεις. Ηταν άριστος µαθητής και στο Παν/µιο µπήκε από τους πρώτους, παίρνοντας και υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. Επίσης κατάφερε να πάρει και µια άλλη υποτροφία ενός κληροδοτήµατος από τη Μυτιλήνη. Οµως η γνωστή γραφειοκρατία στη χώρα µας, είχε σαν αποτέλεσµα τυπικά µεν να παίρνει δύο υποτροφίες, αλλά µε τις διαδικασίες που χρειαζόταν να χάνει κάθε χρόνο πότε τη µια και πότε την άλλη. Ετσι ουσιαστικά το οικονοµικό όφελος δεν ήταν αυτό που υπολογίζαµε. Εν πάσει περιπτώσει υπήρχε µια βοήθεια αρκετά σοβαρή που διευκόλυνε τη κατάσταση. Από το 1964 λοιπόν αρχίζει η συγκατοίκηση µε το Στρατή που κράτησε σχεδόν 5 χρόνια. Εγώ µε τη δουλειά µου στη Τράπεζα κι εκείνος στο Παν/µιο. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να επανέλθω και πάλι στο παρελθόν για να µπορέσω να κάνω όσο γίνεται καλύτερα µια ολοκληρωµένη καταγραφή των συνθηκών κάτω από τις οποίες µεγάλωσε και σπούδασε ο µικρός µας αδελφός. Είναι γεγονός πως γεννήθηκε σε µια εποχή όχι µόνο ανώµαλη, αλλά και σε µια στιγµή που η οικονοµική µας κατάσταση ήταν στο πιο τραγικό της σηµείο. Το 1946 που γεννήθηκε, ο πατέρας µας βρισκόταν φυλακή και αντιµετώπιζε στρατοδικεία, κακουργοδικεία, µε κατηγορίες σε βάρος του που ούτε στα πιο εφιαλτικά του όνειρα δεν ήταν δυνατό να τις φανταστεί. Οσο για τη µητέρα µας µαζί µε όλα τ άλλα της προβλήµατα είχε ν αναθρέψει τώρα και το νεογέννητο που εκτός των άλλων το περίµενε για κόρη, µα για κακή της τύχη βγήκε κι αυτός γιός. -116-