13 να µας πάρει ο ύπνος, τα δόντια µας χτυπούσαν µε θόρυβο και ρίγη διατρέχανε τη ραχοκοκαλιά µας. Πριν την ώρα του ύπνου υπήρχε κι άλλο µαρτύριο: οι

Σχετικά έγγραφα
1.Εισαγωγικά : Σχετικά µε τα Ελληνικά της Ζακύνθου

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Το παραμύθι της αγάπης

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

155 V. Επτανησιακή τριλογία

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Τα παραμύθια της τάξης μας!

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Γιώργος Πυλαρινός. Ορέ ποίο; Ζακυνθινά Στιγμιότυπα ΗΩΣ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μπελιμπασάκη Αγάπη του Παναγιώτη, 9 ετών

Οι προσωπικοί στόχοι καθενός μπορούν κατά καιρούς να αποτελούν και να καθορίζουν το success story της ζωής του για μια μικρή ή μεγάλη περίοδο.

Μια φορά κι έναν καιρό


Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Καλλιόπη Παπάζογλου του Δημητρίου, 12 ετών

2. Από προς Τι κάνουν ο Αλέξανδρος και ο Δημήτρης στα δωμάτιά τους; Εσύ τι κάνεις με τον υπολογιστή;

Η ιστορία του δάσους

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Μπουν τού υποσχόταν πως δε θα τα πήγαινε να δουλέψουν στις λιμνοθάλασσες του νότου ή στα ανθρακωρυχεία

Κοιλιωµένος : Όνοµα χωριού

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Σακιδη Δανάη του Αλέξανδρου, 13 ετών

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Κάποτε θα ρθουν. και επειδή είναι σίγουρο πλέον, έχε το νου σου στο παιδί!!

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ και τη Δράση Saferinternet.gr

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Κατανόηση προφορικού λόγου

Ζούσε στην άκρη ενός χωριού που το έλεγαν Κεφαλοχώρι. Το Κεφαλοχώρι βρισκόταν στην κορυφή ενός βουνού και είχε λογής λογής κατοίκους.

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Γυµνάσιο Σιταγρών Θεατρικοί διάλογοι από τους µαθητές της Α Γυµνασίου. 1 η µέρα. Χιουµορίστας: Καληµέρα παιδιά, πρώτη µέρα στο Γυµνάσιο.

Σοφία Παράσχου. «Το χάνουμε!»

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ταξίδι στον Βόρειο Πόλο. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Μέλισσες και Κηφήνες

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Transcript:

12 Ι. Ο 13 ος Το 1959 ήµουν οχτώ χρονών και τα δύο µικρότερα αδέλφια µου έξι και τεσσάρων. Το χειµώνα στο χωριό µου προσπαθούσαµε να ζεσταθούµε στη γωνιά 1, δίπλα στη φωτιά. Τζάκια, σόµπες και τέτοια δεν είχαµε ήρθανε αρκετά χρόνια αργότερα. Η φωτιά άναβε στη µέση της γωνιάς που µη έχοντας καπνοδόχο περιττή πολυτέλεια βλέπετεντουµάνιαζε από τον καπνό. Το δάκρυ εκύλαγε ποτάµι, αλλά κανένας δεν τολµούσε ν ανοίξει την πόρτα ή το παράθυρο γιατί το κρύο έτσουζε. Κλαίγοντας λοιπόν από τον καπνό, προσπαθούσαµε να περάσουµε την ώρα µας µέχρι να µας διώξουν οι µεγάλοι για ύπνο. Άλλο βάσανο κι αυτό βέβαια, γιατί η γωνιά, που είχε λίγη ζέστη, ήταν έξω από το σπίτι, µακριά από τα χωρίς θέρµανση υπνοδωµάτια. Το χειρότερο ήταν ότι, όταν θα φτάναµε στα κρεβάτια, χουχουλίζοντας τα χέρια και προσπαθώντας να διατηρήσουµε όση ζέστη είχαµε µαζέψει στα λιγνά κορµιά µας, από τη γωνιά, δεν µας άφηναν οι γονείς να πέσουµε µε τα ρούχα που φορούσαµε και να κουκουλωθούµε στα κρύα σκεπάσµατα. Απαιτούσαν να µείνουµε µόνο µε τα εσώρουχα. Έτσι τις πιο κρύες νύχτες του χειµώνα και µέχρι να ζεσταθούµε στο κρεβάτι µας και 1 Η κουζίνα. Ήτανε ο χώρος που κατά 90% συγκέντρωνε την καθηµερινή δραστηριότητα της οικογένειας. Στο κυρίως σπίτι απαγορευότανε να µπαίνουν τα παιδιά για να µη προξενούν ακαταστασία. Η γωνιά λοιπόν ήτανε ένα µικρότερο σπίτι δίπλα στο κύριο µε όλα τα χρειώδη: Ένα τραπέζι, µερικές καρέκλες κάνα δυο σκαµνιά, την πιατοθήκη στον τοίχο και σε µια άκρη την πυροστιά για τη φωτιά. Για νεροχύτες και βόθρους δεν γινότανε κουβέντα, τα πιάτα πλενότανε έξω στην αυλή όπως και τα ρούχα.

13 να µας πάρει ο ύπνος, τα δόντια µας χτυπούσαν µε θόρυβο και ρίγη διατρέχανε τη ραχοκοκαλιά µας. Πριν την ώρα του ύπνου υπήρχε κι άλλο µαρτύριο: οι µεγάλοι, µας έστελναν έξω υποχρεωτικά για τα τσίσα µας και τα κακά µας, γιατί αλλιώς ήταν σίγουρο ότι τα µικρότερα θα τα έκαναν πάνω τους στο κρεβάτι. Αλλά ο καµπινές µας ήταν το χωράφι, και που να πας έξω µε τέτοιο κρύο και µέσα στο απόλυτο σκοτάδι που ήτανε γεµάτο µε παράξενες φιγούρες, φαντάσµατα, βρικόλακες, ξωτικά και κακές µάγισσες; Οι διαµαρτυρίες και οι όρκοι ότι τα είχαµε κάνει νωρίτερα, δεν έπιαναν τόπο γιατί κανείς δεν µας επίστευε. Σου δίνανε ένα κοµµάτι χαρτί παλιά εφηµερίδα συνήθως µε το ένα χέρι και το άλλο αναζητούσε τη βέργα, που αλίµονο αν την έφτανε και δεν είχες γίνει καπνός. Αν τύχαινε και το σπίτι ήτανε φτωχό και δεν είχε ούτε εφηµερίδες, τότε έπρεπε να αναζητήσεις µες το σκοτάδι µία σχετικά καθαρή πέτρα για την καθαριότητά σου. Εµείς νοιώθαµε πολύ τυχερά, γιατί είµαστε αρκετά καλά ντυµένα σε σχέση µε τα συνοµήλικά µας πιτσιρίκια που τα κακόµοιρα φορούσαν χιλιοµπαλωµένα ρούχα, ρεµπάρκες 2 και τσαρούχια 3. 2 Οι ρεµπάρκες ήταν παιδική ενδυµασία, ιδιοκατασκευή της µοναδικής µοδίστρας του χωριού. (Περισσότερα στο γλωσσάρι της εισαγωγής) 3 Τα τσαρούχια για τα οποία µιλώ δεν είχαν καµιά σχέση µε κείνα που βλέπουµε να φορούν στις παρελάσεις και στα χορευτικά οι τσολιάδες. Τα δικά µας δεν είχαν γυριστή µύτη ούτε φούντα. Ήταν καµωµένα από χοντρό και σκληρό δέρµα για να µη χαλάνε και η σόλα τους ήταν καµωµένη από κάποιο πεταµένο ελαστικό αυτοκινήτου, που όταν τα φορούσες, έπαιρνε το σχήµα του µισοφέγγαρου και το πέλµα αναγκαστικά προσαρµοζόταν σ αυτή την επώδυνη στάση. Όταν ο τσαγκάρης τελείωνε την παραγγελία και τα έδινε στον πελάτη, είχαν ήδη

14 Μερικά τέτοια βράδια είχαµε την εξαιρετική τύχη να µας επισκέπτεται ο ξάδερφος ο Ντάντος 4 ο κουφός, που ήταν πολύ µεγαλύτερος από µας. Μας αγαπούσε και τον αγαπούσαµε πολύ. Είχε το χάρισµα µε την παράξενα λεπτή και τραγουδιστή φωνή του να µας διηγείται διάφορες ιστορίες, άλλες ευχάριστες και όµορφες και άλλες φρικιαστικές και άσχηµες, ίδιες µε τις σηµερινές ταινίες του δράκουλα, τόσο που τα µαλλιά µας σηκώνονταν όρθια από την τροµάρα. Είχε και ακόµη ένα σηµαντικό χάρισµα, ήταν θεόκουφος («δεν άκουε θεού βροντή», έλεγαν οι κακές γλώσσες) και έτσι, και να του λέγαµε και καµία παραπανίσια κουβέντα, δεν κινδυνεύαµε να µας καταχεριάσει, αρκεί να µην έβλεπε το στόµα µας, γιατί ήταν πανέξυπνος και καχύποπτος και αλίµονο αν υποπτευόταν ότι λέγαµε κάτι δυσάρεστο όσο µας µιλούσε. Το βράδυ εκείνο λοιπόν είµαστε τυχεροί. - Να ο Ντάντος! Χαρές και πανηγύρια. Κρεµαστήκαµε όλα στη ζώνη του παλεύοντας για το ποιο θα πρωτοανέβει στην αγκαλιά του. Έκατσε στη γωνιά µαζί µας χουχουλίζοντας τα χέρια του για να διώξει λίγο από το κρύο που κουβαλούσε και διαλέγοντας ένα σκαµνί χαµηλό για να µας κάµει παρέα. πάρει γυριστό σχήµα και έτσι δικαιολογούσαν το όνοµά τους. Τα τσαρούχια αυτά ήταν αρκετά διαδεδοµένα και στα άλλα χωριά επειδή είχαν δύο σηµαντικά προσόντα : Ήτανε φτηνά και δεν χάλαγαν ποτέ. Βεβαίως µέσα από τα τσαρούχια ελάχιστοι φορούσαν κάλτσες και συνέπεια της επαφής του γυµνού ποδιού µε το δέρµα και το λάστιχο ήταν η ανάλογη δυσωδία. 4 Από το Κώστας (Κωσταντής Ντίνος - Ντάντος)

15 Εµείς εσκοτωθήκαµε να τον κεράσουµε, για να του φτιάξουµε τη διάθεση, λαχταρώντας ν αρχίσει όσο γινότανε πιο γρήγορα τις ιστορίες του. Είχε µαζί του και την έκπληξη της βραδιάς : - Έ, παιδία, ίφερα κι ένα µπάπουζα 5 που τονε βάρεσα το απόγιοµα, να ντονε µαδήσουµε και να τονε ψήσουµε έδεπα στη θράκα. Και λέγοντας έτσι έβγαλε από την τσέπη του ένα δεµατάκι, το άνοιξε και ξετύλιξε το πανέµορφο σκοτωµένο πουλί µε το πλουµιστό λοφίο και τη µακριά του µύτη. Η φόρα µας κόπηκε µπροστά στο µατωµένο πουλί και στη νεκρή οµορφιά του, αλλά ξεπεράσαµε τα δυσάρεστα συναισθήµατα µόλις ο Ντάντος άρχισε το µάδηµα. Από κει και πέρα µε την αναγκαία σκληρότητα, τον παρακολουθούσαµε στο έργο του ενώ οι γονείς µας, ευχαριστηµένοι που θα µας ξεφορτώνονταν για όση ώρα θα ήταν εκεί ο Ντάντος, ασχολήθηκαν µε τα δικά τους έργα και µας άφησαν ήσυχους στην απόλαυσή µας. Με τη γλυκιά προσµονή των ιστοριών, κάναµε πως προσέχουµε απεριόριστα τα επιδέξια δάχτυλά του που µαδούσαν το πουλί και για να σκοτώσουµε την ώρα τρέχαµε πότε για το ένα και πότε για το άλλο, ενώ εκείνος κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει την ανυποµονησία µας, καθυστερούσε σκόπιµα να αρχίσει, πετώντας τα πούπουλα του πουλιού στη φλόγα, σκαλίζοντας τη θράκα για να ετοιµάσει θέση στα κάρβουνα για το πουλί, ή ζητώντας ένα αβγό για να το βάλει και κείνο στη θράκα να ψηθεί. Εµείς, για να κερδίσουµε χρόνο, τσακιζόµαστε να του ικανοποιήσουµε κάθε απαίτηση αµέσως: να του βρέξουµε το αβγό για να µη σκάσει στη θράκα, να του φέρουµε ένα χαλίκι από έξω 5 έναν πάπουζα=έναν τσαλαπετεινό

16 για να βάλει πάνω στ αβγό, να ζητήσουµε µια φέτα ψωµί για να τη βάλει και κείνη κοντά στη φωτιά. Με τούτα και µε τ άλλα κάποτε τον πείσαµε να αρχίσει την αποψινή ιστορία και κρεµαστήκαµε όλοι από το στόµα του : Ήτουνα το λοιπό παιδία µία βολά 6 ένα παλικάρι µονάκριβο και γεροντοπαίδι 7, που το ελέγανε Κυριάκο. Το παλικάρι εκίνησε µία µέρα να πάει στη χώρα. Την εποχή εκείνη δεν ήτουνα αµάξια όπως τώρα, που σε πάνε την αυγή και σε γυρίζουνε το απόγιοµα. Κάτι κάρα ήτουνα µε άλογο, µε µουλάρι ή µε γαϊδούρι, και έτσι και δεν ήσουνα τυχερός νάβρεις κανένα να σε πάρει, ίπρεπε να πας και να ρθεις µε τα πόδια. Βέβαια είναι πολύ µακρύα και αν δεν εσηκωνόσουνα αχάραο 8 δεν ίπρεπε ούτε να κινήσεις.ο κόσµος έτσι και έφτανε στη χώρα, έκανε τα ψώνια του και τση δουλειές του ίσαµε το γιόµα που εκλείνανε τα µαγαζιά. Μετά σιγά σιγά άλλος µε το κάρο του και άλλος µε ότι είχε, εκινάγανε για το χωρίο τσου. Στση πλάτες στσου εβάνανε τα ψώνια τσου ή επαίρνανε καλιτσούρι 9 τα µικρά παιδία 10. 6 φορά 7 το γεροντοπαίδι είναι το παιδί που οι γονείς του το απόκτησαν σε προχωρηµένη ηλικία και δεν έχουν για το λόγο αυτό τον καιρό να αποκτήσουν άλλο παιδί µετά από αυτό. Εκτός αυτού είναι και σχετικά αφύσικο γεγονός. Ο λαός µας πιστεύει ότι είναι κακό οι γονείς να τεκνοποιούν σε µεγάλη ηλικία. Τέτοια παιδιά συνήθως λένε- έχουν πολλές αρρώστιες και τους συµβαίνουν πολλά παράξενα. 8 αχάραγο (πριν το χάραµα) 9 καλιτσούρι ή καλιτσούρα είναι ένας τρόπος µεταφοράς του µικρού παιδιού : Βάζει κανείς το παιδί στο σβέρκο του µε τα πόδια του να κρέµονται δεξιά και αριστερά. Αν το παιδί είναι σχετικά µεγάλο, τότε

17 Έτσι έκαµε και ο φίλος µας ο Κυριάκος. Επροβάτησε 11 δύοτρείς ώρες κατεβαίνοντας για τη χώρα, η κατηφόρα γλέπετε είναι εύκολο πράµα, και έφτασε οµπρός από το γιόµα 12. Έκαµε τση δουλειές του και εκίνησε για το χωρίο. Αλλά ο κακοµοίρης, δεν ελογάριασε καλά την ώρα, εσούρπωσε 13 στη ρούγα και ο έρµος δεν ήτουνα ούτε στη µέση. Ίγλεπε τα σκοτεινά βουνά οµπρός του αλλά από λίγο δεν ίγλεπε ούτε τη ρούγα. Έτσι, και αφού το εσκέφτηκε, αποφάσισε να βρει µία τρούπα 14 να κοιµηθεί. Έκοψε καµπόσα αρείκια και καµπόσες µαγκούφες και σαν το αγρίµι ετρούπωσε µες το σωρό, εζεστάθηκε κι αποκοιµήθηκε στη σπηλιά. Εκοιµήθηκε πολύ βαριά, λιγωµένος 15 όπως ήτουνα από το προβάτηµα και από το φορτίο µε τα ψώνια και είδε λέει ένα παράξενο όνειρο: Μία κουστωδία από σορντάδους 16 επέρναε όξω από την τρούπα που εκοιµότουνα. Ήτουνα ο αρχισόρνταδος µε τσου δώδεκα υποταχτικούς του. Γλέπετε, οι σορντάδοι γυρίζουνε 17 πάντα κρεµιέται µε τα χέρια του από το λαιµό του µεταφορέα και αγκαλιάζει τη µέση του µε τα δύο του πόδια, που τα κρατάει και ο µεγάλος και έτσι µπορεί να γίνει η µεταφορά µε ασφάλεια. 10 Το τελευταίο γινότανε µόνο σε περίπτωση που κάποιο παιδάκι ήταν ανάγκη να πάει στη χώρα (για το γιατρό λόγου χάρη). 11 επερπάτησε 12 πριν το µεσηµέρι 13 σουρούπωσε 14 τρύπα, σπηλιά 15 κουρασµένος 16 σόρνταδος= οξαποδώ, διάβολος, κακό πνεύµα (προφανώς κακή ανάµνηση της ζακυνθινής γλώσσας από τους ιταλούς κατακτητές - soldato=στρατιώτης) 17 περιφέρονται, εµφανίζονται

18 δεκατρείς.τηράνε 18 οι διαόλοι στη ντρούπα και γλέπουνε το Γκυριάκο. - Τι είναι τούτο; Λέει ο καπετάνιος. - Ένα τσοκλάνι 19. Κοιµάται το βλαµµένο µες στην τρούπα και µες στα κλαρία, λέει ένας άλλος σόρνταδος. - Τι να του κάµουµε; Λέει ένας άλλος. - Να το σουγλίσουµε και να το ψήσουµε σιγά σιγά στη φωτία, λέει ένας τρίτος. - Μην το γγειάτε 20, λέει ο αρχηγός. Σας έκαµε τίποτσι; - Μα δε γένεται να το αφήκουµε ήσυχο και να φύγουµε, λέει ένας τέταρτος. Κάτι πρέπει να του κάµουµε. - Εγώ λέω να του βγάλω το ένα µάτι, πετιέται ένας άλλος. Οι διαόλοι εκάµανε συνέδριο και ο καθένας ίλεγε τι φοβερά και τροµερά πράµατα ίπρεπε να του κάµουνε, αλλά στο τέλος ακούσανε τον αρχηγό τσου που ίλεγε να φύγουνε και να µην το πειράξουνε. Εκινήσανε το λοιπό να φύγουνε, εµαώξανε 21 τα κέρατά τσου και τση ορές στσου, αλλά ένού από δαύτσου 22 δεν εβάσταγε η καρδία του να µην το πειράξει. Έκαµε οµπρός-πίσω κρυφά, επήρε ένα φυλλαράκι από το αρείκι, που είναι σα µία µικρή πρόκα, κάνει µία έτσι και το χώνει µες το αριστερό πόδι του Κυριάκου. 18 κοιτούν, παρατηρούν (τηράω=παρατηρώ, κοιτάζω) 19 τσογλάνι, παιδί 20 µην το αγγίζετε 21 Μαζώξανε,µαζέψανε 22 από δαύτους=από αυτούς

19 (Εδώ η διήγηση συνοδεύτηκε από µια παραστατικότατη αποµίµηση των «γεγονότων», τόσο άψογη και ξαφνική που µας έκαµε να πεταχτούµε όλους µε φωνές και τσιρίγµατα.). Ύστερα, εγύρισε τρέχοντας στην παρέα του, για να µην τονε καταλάβει ο µεγάλος και αγριέψει και τονε βαρέσει 23, και ετσακιστήκανε ούλοι και εσκαπετήσανε 24. Την αυγή, εξύπνησε ο Κυριάκος και ανακλαδίστηκε. Εθυµήθηκε το όνειρο και εγέλασε µοναχός του. Κάνει να σηκωθεί και να φύγει, αλλά πού τέτοιο πράµα. Τρώει µία σκουλουµπούρθα 25 για 26 δεν όριζε το πόδι του, ήτουνα ένα κοµµάτι ξύλο 27 και δεν εµπόρειε να ν το κουνήσει. Για να µην τα πολυλογάµε, ένας χωριανός µε ένα κάρο επέρναε από δεκεί και το επήρε το παιδί και το ίφερε στο χωρίο. Οι γέροι του, εκάµανε οι έρµοι ότι εµπόρειανε για να το γειάνουνε, µα τίποτσι. Τι σε παπάδες, τι σε µάγους, τι σε γιατρούς δεν το επήανε 28 ; Τίποτσι, λέω. Κουλό το παιδί. Μία µέρα όµως, εδεκεί που το χανε πάει σ ένα µοναστήρι και το ετήραε ένας καλόερος, ήρθε η η κουβέντα στο όνειρο που είδε το παιδί. Αµέσως ο καλόερος ετινάχτηκε σα να ντον ετσακάνισε 29 σκορπέος και αρχίνισε να ν το ρωτάει για το όνειρο. Το παιδί 23 χτυπήσει 24 εξαφανιστήκανε 25 παίρνει µια τούµπα 26 γιατί 27 το πόδι του δεν το ένοιωθε, ήταν σαν ένα κοµµάτι ξύλο. 28 επήγανε 29 εδάγκωσε

20 επαραξενεύτηκε γιατί δεν εκαλοθυµότανε κιόλας µετά από τόσον καιρό. - Μα δέσποτα, το πόδι µου τήραξε, τι δουλειά έχεις τώρα µε το όνειρο εκειό; - Ά τα έρµα τα νειάτα, καλά είναι, µα τρέχουνε και δε συλλογιούνται. Μη βιάζεσαι παιδάκι µου, και πές µου ευτούνο που σε ρωτάω. Μα τον άγιο 30 - µεγάλη η χάρη τουκάτι ξέρω που στο λέω. Κάµε υποµονή και πες µου. Ερώταε συνέχεια πόσοι ήτουνα οι σόρνταδοι, και µήπως ευτός που τον επείραξε ήτουνα ο 13 ος. Το παιδί εσκέφτηκε καλά και του πε ότι έτσι ήτουνα. Του λέει το λοιπό ο καλόερος : - Καλά το εκατάλαβα παιδάκι µου. Ευτούνο που είδες δεν ήτουνα όνειρο, ήτουνα αλήθεια, και συ δεν εκοιµόσουνα, έτσι σου εφάνηκε. Ευτούνοι οι σόρνταδοι µάθε, βγαίνουνε περίπολο µία φορά το χρόνο και πάντοτες κάνουνε το ίδιο δροµολόγιο. ε µπορούνε να πειράξουνε κανένανε άµα δε θέλει ο αρχηγός στσου. Αφού µου λές ότι είπε να µη σε πειράξουνε, δεν ίπρεπε να σε πειράξουνε. Αλλά πάντα εκειός ο τελευταίος, ο 13 ος, δεν ακούει, και κάνει άλλα από εκειά που τσου λέει ο αρχηγός στσου. - Και τώρα δέσποτα; Λέει µε αγωνία η µάνα του Κυριάκου. Τι θα κάµουµε τώρα; - Μη φοβάσαι κυρά µου, και άµα κάµετε ακριβώς ετούτα που θα σας πώ, ούλα θα γίνουνε όπως ήτουνα. 30 Αυτός ο όρκος στη Ζάκυνθο είναι ο µεγαλύτερος και ο πιο αξιοσέβαστος. Όταν µάλιστα ακούγεται από χείλη ιερωµένου, είναι σαν συµβόλαιο. Κανείς δεν αψηφά το όνοµα του πολιούχου του νησιού, του Αγίου ιονυσίου.

21 - Και το λές, δέσποτα 31 ; Πες µας και µη σε νοιάζει. Θα κάµουµε όπως πείς. - Ναι, αλλά πρέπει να γένει ότι πω και όπως το πώ. Τίποτα δεν θα κάµει του κεφαλιού του. Άγκουρµάσου 32 µε καλά παιδάκι µου: Πρέπει κλείνοντας ο χρόνος, την ίδια µέρα, να µαταπάς στην ίδια τρούπα, να βάλεις πάλι κλαρία και να πέσεις για ύπνο, όταν έρθει η ώρα, αλλά µην κοιµηθείς, να κάνεις ότι κοιµάσαι. Πρόσεξε έρµο µου µη σε πάρει ο ύπνος, εκαήκαµε! Οι σόρνταδοι θα βγουνε πάλι για το περίπολό τσου και θα περάσουνε πάλι από τη σπηλιά σου και θα σε ιδούνε. Όταν τσου ιδείς και σύ, θα τσου αφήκεις να λένε ότι θένε χωρίς να σκιάζεσαι. Και κεί που θα λένε τούτο τσου και τ άλλο τσου, θά βρεις την ευκαιρία και θα πεταχτείς απάνου και θα µιλήσεις. Μη σκιαχτείς, κι άµα σου πεί κανείς τσου τίποτσι 33, εσύ θα πεις ότι θες να µιλήσεις στον πρώτονε. Έτσι και θα γίνει, θα σε πάνε στον καπετάνιο και θα σε ρωτήσει τι θες. Εσύ θα ντου πεις ότι επέρσι ο 13 ος από την κουστωδία του σε επείραξε, κι ας είχε πει η αφεντιά 34 του να µη σε πειράξουνε. Πήαινε 35, και θα γειάνεις. Ησύχασε και πρόσεχε τι σου πα. Να ν τα θυµάσαι ούλα ακριβώς και να ν τα κάµεις χωρίς να ξαστοχήσεις τίποτσι. 31 Είναι ευνόητο, δεν είναι ανάγκη να µας το ζητάς. 32 ακροάσου, στήσε καλά αυτί.` 33 αν κάποιος σε απειλήσει 34 Ο ιερωµένος δεν βρίσκει εύκολα χαρακτηριστική λέξη για τον αρχηγό της διαβολοπαρέας. 35 πήγαινε

22 Έτσι κι έκαµε ο Κυριάκος. Την ώρα που οι σόρνταδοι αρχινίσανε τη συνεδρίαση για το τι θα του σκαρώσουνε, εκειός πετιέται ορθός και λέει στον καπετάνιο : - Τι σας έκαµα και θέτε να µε βασανίσετε; - Τίποτσι, λέει εκειός. Μα γιατί µας µιλείς; Οι αθρώποι δε µιλούνε µε µας, σκιάζουνται µη τζου πάρουµε τη µιλιά. - Σας µιλώ γιατί ένας από τσου υποταχτικούς σου την άλλη βολά µου βαλε ένα φύλλο στο πόδι και µε κούτσανε ενώ η αφεντιά σου είπες να µη µε πειράξετε. - Τι ; Και ποίος σε επείραξε; - Ετούτος, λέει το παιδί και του τονε δείχνει. Αγριεύει ο καπετάνιος και µπάµ! δίνει µία φουσκιά 36 εκεινού που τούδειξε το παιδί, γιατί δεν τονε άκουσε κι έκαµε του κεφαλιού του. Μετά τονε διατάζει να βγάλει αµέσως το χάτσαλο από το πόδι του παιδιού. Έτσι κι έγινε. Ύστερα από ούλη ευτούνη τη διαδικασία και τση τσιριµόνιες, οι σόρνταδοι ετσακιστήκανε κι επήανε στο αφεντικό τσου. Την αυγή µε την άρµπα ο Κυριάκος χαρούµενος και µε ύγειο το πόδι του, επήε στσου γέρους του, που εκοντεύανε να σκάσουνε από την αγωνία τσου. Εκείνοι επήρανε τέτοια χαρά που δε λέγεται. Την άλλη µέρα, επήρανε τη ρούγα και µε το παιδί επήανε στο µοναστήρι να πούνε τα νέα του καλογέρου. Εκειός ευχαριστηµένος που έβγαλε καλή απόφαση, έστριψε τα µουστάκια του και ζήσανε φτούνοι καλά κι εµείς ακόµα καλύτερα. 36 φούσκο, χαστούκι

23 Ο Ντάντος ετελείωσε την ιστορία του κι εµείς σκουντουφλώντας από τη νύστα και σκουπίζοντας τα δάκρυά µας από την καπνούρα, επήραµε το δρόµο για τα παγωµένα κρεβάτια µας.