Τοπιακή παιδεία. Η συγκρότησή της από την τριτοβάθμια εκπαίδευση και η ανάπτυξή της στις προηγούμενες εκπαιδευτικές βαθμίδες Μωραΐτης Κωνσταντίνος Δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός, Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. mor@arsisarc.gr Περίληψη Οι θεωρήσεις και οι διαμορφώσεις του τοπίου αποτελούν κεντρικό στοιχείο συγκρότησης του νεότερου Δυτικού πολιτισμού, συσχετισμένο όχι μόνο με περιβαλλοντικά ενδιαφέροντα αλλά επίσης με κεντρικά χαρακτηριστικά της πολιτισμικής-πολιτιστικής και της πολιτικής ταυτότητας των κοινωνιών. Η συνολική αυτή εκδοχή του «πολιτισμικού τοπίου» υποδεικνύει βέβαια την άμεση ανάγκη αναφοράς στην τοπιακή παιδεία, στην παιδεία δηλαδή την οποία οι κοινωνίες συγκρότησαν σε σχέση με τα τοπία ζωής τους, αναπτύσσοντας ήθη αντίληψης, ερμηνείας και διαμόρφωσής τους. Σε σχέση με την τοπιακή αυτή παιδεία η οποία θέτει θέματα τόσο πρακτικής διαχείρισης όσο και αισθητικής αγωγής, θέματα τόσο περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης όσο και αντίληψης της πολιτισμικής κληρονομιάς, είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε τη σχετική υστέρηση της Ελληνικής κοινωνίας και να ζητήσουμε την υποστήριξη της ελλείπουσας παιδείας από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως και τη διάχυσή της στις προηγούμενες εκπαιδευτικές βαθμίδες, με στόχο την υποστήριξη και την επιπλέον εμβάθυνση της ισχύουσας σήμερα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Λέξεις - κλειδιά: Τοπίο, τοπιακή παιδεία, περιβαλλοντική εκπαίδευση, πολιτισμική κληρονομιά, Ελληνικό τοπίο. Εισαγωγή Το ενδιαφέρον για την ερμηνεία, την παράσταση και τη διαμόρφωση του τοπίου περιγράφει, στις νεότερες Δυτικές κοινωνίες, μια κεντρικότατη περιοχή πολιτισμικών και πολιτιστικών διεργασιών. Αναλαμβάνει να υποδείξει τους όρους συσχέτισης των συγκροτημένων Δυτικών κοινωνιών με το φυσικό τους υπόβαθρο αποδίδοντας, μέσω της σχέσης αυτής, τόσο τη γενικότερη φυσιογνωμία του πολιτισμού τους όσο και ειδικότερα χαρακτηριστικά τα οποία αναφέρονται στην πολιτική εντέλει ιδιαιτερότητά τους. Πρόκειται για μια παλαιότατη συσχέτιση πολιτισμού, πολιτικού ήθους και τοπιακού ενδιαφέροντος η οποία αποκτά εκ νέου, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σημαντική επικαιρότητα, καθώς εκδηλώνεται σε μια σειρά από διαφορετικές επιστημονικές περιοχές. Η αμεσότερη προσέγγιση αυτής της σύγχρονης τοπιοφιλικής διάθεσης συνδέεται με την περιβαλλοντικοί ευαισθητοποίηση των κοινωνιών η οποία, στο πεδίο ειδικότερα της αρχιτεκτονικής και του τοπιακού σχεδιασμού μεταβάλει ρητά τους όρους οργάνωσης των δομικών κατασκευών, απαιτώντας τη διείσδυση των φυσικών στοιχείων στο εσωτερικό των πόλεων και επιμένοντας σε κατευθύνσεις όπως η «πράσινη» κτηριακή αρχιτεκτονική ή, πολύ εκτενέστερα η «τοπιακή πολεοδομία landscape urbanism». Εντούτοις η εμπλοκή με την τοπιακή προσέγγιση δεν αναφέρεται μόνο στην οικολογική ευαισθητοποίηση ή, παραδειγματικά, στην αύξηση της αστικής φύτευσης. Γενικότερα ο όρος «τοπίο» επικαθορισμένος
από τον επιθετικό προσδιορισμό «πολιτισμικό», αναλαμβάνει ως «πολιτισμικό τοπίο» να υποδείξει τη σχέση του υποβάθρου του τόπου, φυσικού ή ανθρωπογενούς - δομικού, με την ανάπτυξη του πολιτισμού εν γένει, περιλαμβάνοντας στο εύρος του τις κάθε είδους κοινωνικές-ιστορικές εγγραφές. Η ανάπτυξη της τοπιακής παιδείας επομένως, δε συνάπτεται απλά με την επίκαιρη στροφή των επιστημονικών και πολιτικών ενδιαφερόντων μας προς τις κατευθύνσεις εκείνες τις προσανατολισμένες προς τους φυσικούς παράγοντες αειφορίας. Συνδέεται επίσης με την κατανόηση και την ανάδειξη, κατά τον σχεδιασμό των τοπίων ζωής μας, των πολιτιστικών και των πολιτισμικών εγγραφών, αναγνωρίζοντας τη συνολική τοπιακή εκφορά των κοινωνιών μας. Σύγχρονη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και πολιτιστική -πολιτισμική εκδοχή του τοπίου Οι τελευταίες δεκαετίες συνδέονται στενά με την ανάπτυξη, σε παγκόσμιο επίπεδο, επιστημονικών τάσεων και πολιτικών κινήσεων προσανατολισμένων προς την κατεύθυνση των περιβαλλοντικών διεκδικήσεων. Στις αναπτυγμένες ειδικότερα χώρες, η αναφορά σε ανάλογα θέματα έχει καταστεί κοινός τόπος, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες τις ιδιαίτερα συχνές στη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα, κατά τις οποίες οι πολιτικές εξαγγελίες α- πέχουν παρασάγγας από την πραγματική μέριμνα. Η τάση αυτή δικαιολογεί βέβαια σημαντικές επιστημονικές προσεγγίσεις, αλλά καθορίζει επίσης πολύ περισσότερο μια ευρύτερη κοινωνική συνθήκη, χαρακτηριστική της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας των σύγχρονων αναπτυγμένων κοινωνιών. Αποτελεί, με σύμπλοκο επομένως τρόπο, μια σύγχρονη επιστημική συνθήκη, όπου ο όρος «επιστημικός» δε δηλώνει μόνο τις περισσότερο ή λιγότερο συγκροτημένες κατευθύνσεις των επιστημών. Δεν ταυτίζεται επομένως με τους όρους «επιστημονικός» ή «επιστημολογικός», αλλά πολύ ευρύτερα συνθέτει το γενικότερο ιδεολογικό πεδίο ενδιαφερόντων, από το οποίο οι επιστημονικές τάσεις εκφύονται (Merquior, 2000). Περιγράφει ένα ευρύτερο «πνεύμα εποχής» το οποίο καθιστά δυνατό και πολιτιστικά προφανή τον ειδικότερο επιστημονικό διάλογο και το τοπίο εμφανίζει τις τελευταίες δεκαετίες περιβαλλοντικό και τοπιακό προσανατολισμό. Η σύγχρονη επιστημική συνθήκη κατευθύνεται λοιπόν προς το περιβάλλον υποδεικνύοντας όρους πολιτικής επιχειρηματολογίας και επιστημονικής διερεύνησης, αλλά καθορίζοντας και άλλες περιοχές του πολιτισμού, όπως για παράδειγμα τα ενδιαφέροντα των τεχνών, όσο και τη γενικότερη κοινωνική έκφραση. Συγκροτεί με άλλα λόγια ένα νέο «ήθος» των κοινωνιών, υποδεικνύοντας μεταξύ των άλλων τους όρους διαχείρισης των τόπων ζωής. Αλλά με την έννοια αυτή δικαιούμαστε πλέον να μιλήσουμε όχι απλά για «τόπους» εγγραφής της κοινωνικής μας μέριμνας, όσο, πολύ πειστικότερα, για «τοπία» πολιτιστικής και πολιτισμικής εγρήγορσης, όπου το φυσικό και δομικό υπόβαθρο των τόπων συνάπτεται με τη ζωή των κοινωνιών. Η προηγούμενη πολλαπλή εκδοχή του τοπίου, περιβαλλοντική και πολιτιστική-πολιτισμική ταυτόχρονα, εξηγεί τον λόγο για το οποίο η αναφορά στις τοπιακές διαμορφώσεις, αλλά και γενικότερα στη θεώρηση και την ερμηνεία του τοπίου αποβαίνει σημαντική για την παιδεία των κοινωνιών μας, με τρόπο που χαρακτηρίζει ήδη πολλά σύγχρονα Δυτικά παραδείγματα.
Για τις κοινωνίες αυτές, όπως την Ιταλική, τη Γαλλική, την Ολλανδική ή την Αγγλική, η τοπιακή παιδεία δε θεωρείται απλά δεδομένη αλλά συσχετισμένη με λαμπρές περιόδους της ιστορίας τους. Για τις κοινωνίες αυτές η τοπιακή παιδεία αποτελεί γεγονός δεδομένο, με ιστορικό εύρος τριών αιώνων τουλάχιστον. Επιπλέον κοινωνικές επιστήμες όπως η κοινωνική ανθρωπολογία ή η ανθρωπογεωγραφία έχουν επισημάνει πως πολιτισμική σημασία δε διαθέτουν μόνο οι εμπρόθετες τοπιακές παρεμβάσεις, αλλά επίσης η καθημερινή συσχέτιση των ανθρώπινων κοινοτήτων, οποιονδήποτε ανθρώπινων κοινοτήτων, με τους τόπους ζωής τους που υποδεικνύει την τοπιακή διάσταση των τόπων αυτών (Μωραΐτης, 2012). Έτσι η διδασκαλία του τοπίου, της ιστορίας των διαδοχικών τρόπων προσέγγισής του, δεν καθοδηγεί προς την περιοχή της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης μόνο. Παιδαγωγεί επιπλέον προς την κατεύθυνση του ιστορικού υποβάθρου που υποβαστάζει την τοπιακή μας εμπειρία, όσο και προς την κατεύθυνση της παράδοσης των κοινωνιών μας η οποία δε μπορεί παρά να είναι, αυτή επίσης, παράδοση με εκφορά τοπιακή. Η χρήση του όρου «τοπίο» και η υπέρβαση της αρχικής αισθητικής-εικονιστικής του σημασίας, προς τη συνολικότερη φυσική-πολιτισμική εκδοχή του Η προηγούμενη πολλαπλή, περιβαλλοντική αλλά και πολιτιστική ή πολιτισμική παιδαγωγική αξία της αναφοράς στις θεωρήσεις και τις διαμορφώσει του τοπίου αποδίδεται, με καταδεικτικό τρόπο, από χρήση του όρου «τοπίο» κατά τη νεότερη Δυτική ιστορία. Ο όρος διαμορφώνεται αρχικά προκειμένου να περιγράψει ζωγραφικές απεικονίσεις, στις οποίες το αντικείμενο ενδιαφέροντος ήταν κύρια η εικονιστική περιγραφή εξωαστικών εκτάσεων αλλά και η εξ αποστάσεως περιγραφή πόλεων και οικιστικών συγκροτήσεων (Roger, 1989). Η ζωγραφική αυτή τοπιογραφία, όπως αρχικά αναπτύσσεται στις Κάτω Χώρες κατά τον 17 ο αιώνα (Alpers, 1983), αποδίδει το πρώιμο ενδιαφέρον των νεότερων Ευρωπαϊκών κοινωνιών για τους τόπους που συνιστούσαν το υπόβαθρο ζωής τους και, ιδιαίτερα, για την καταγραφή των φυσικών ποιοτήτων των τόπων αυτών. Δικαιούμαστε να ισχυριστούμε πως, παρά την αισθητική απόδοση αυτού του ενδιαφέροντος μέσω της ζωγραφικής, οι προηγούμενες απεικονίσεις παρουσιάζουν επίσης την μέριμνα των πρώτων αναπτυσσόμενων Ευρωπαϊκών κοινωνιών, με αστικά χαρακτηριστικά διακυβέρνησης, για τη σχεδιασμένη ε- πεξεργασία των περιοχών κατοίκησής τους. Οι ίδιες ακριβώς κοινωνίες διαχέουν την παλαιότερη τέχνη των κήπων, αφιερωμένη έως τότε στην τέρψη των ηγεμόνων, στο αναπτυσσόμενο αριθμητικά εύρος των μέσων τάξεων και παράγουν, στην Ολλανδία του 17 ου αιώνα, τα πρώτα δημόσια πάρκα για την αναψυχή του αστικού πληθυσμού. Στη συνέχεια των ιστορικών περιόδων η τέχνη του τοπίου θα μεταναστεύσει από την ηπειρωτική στη νησιωτική Ευρώπη, όπου για πρώτη φορά ο όρος ο οποίος έως τότε δήλωνε την ζωγραφική τέχνη θα επεκταθεί, ως «landscape» ή «landscape architecture», στην περιγραφή τοπιοτεχνικών διαμορφώσεων (Roger, 1989), προορισμένων να προσφέρουν αρχικά στις ανώτερες κοινωνικά αμάδες και αργότερα, κατά τον 19 ο πλέον αιώνα σε όλο το εύρος του πληθυσμού των μεγαλουπόλεων, την απόλαυση και τη «φυσική παραμυθία» των αστικών πάρκων. Φυσική παραμυθία, γιατί οι πληθυσμοί των αναπτυγμένων Δυτικών χωρών έχουν ήδη βιώσει, εκείνη την περίοδο, τις πρώτες μεγάλες περιβαλλοντικές καταστροφές, ως συνέπεια της βιομηχανικής τους ανάπτυξης. Έχουμε ήδη μετακινηθεί από την χρήση του όρου «τοπίο», ως αντίστοιχου μιας ζωγραφικής παράστασης, στη χρήση του προκειμένου να πε-
ριγράψει διαμορφώσεις τοπίου οι οποίες, πέρα από την οποιανδήποτε αισθητική τους πρόθεση, χαρακτηρίζονται επίσης από προθέσεις περιβαλλοντικής αναβάθμισης και βελτίωσης της υγιεινής πυκνοκατοικημένων, ιδιαίτερα, αστικών περιοχών. Με ανάλογη απαίτηση, ως επακόλουθο όμως πολύ σοβαρότερων και γεωγραφικά συνολικότερων περιβαλλοντικών καταστροφών συνδέεται και η σύγχρονη τοπιοφιλική διάθεση η οποία ενισχύεται επιπλέον από τις επιστημονικές υποδείξεις της ανθρωπογεωγραφίας και της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Σύμφωνα με αυτές, η συσχέτιση με το τοπίο ως πεδίο σύγκλισης του φυσικού υπόβαθρου και των οποιωνδήποτε πολιτισμικών διαδικασιών, δεν αποτελεί προνόμιο του αναπτυγμένου νεότερου Ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπως διατείνονται κάποιοι παλαιότεροι σχολιαστές. Αντίθετα αποτελεί, έστω και χωρίς τη ρητή χρήση περιγραφικών όρων, χαρακτηριστικό του πολιτισμού γενικά, καθώς δεν μπορούν να φανταστούμε «ά-τοπους» άρα και «α-τοπιακούς» πολιτισμούς (Μωραΐτης, 2012). Είναι εντούτοις σαφές πως αν οι πολιτισμοί της παλαιότερης αγροτικής παράδοσης διέθεταν μια άμεση διαίσθηση των σχέσεων με το φυσικό τους υπόβαθρο, οι νεότεροι πολιτισμοί του Δυτικού χώρου ανέπτυξαν σταδιακά συνειδητό ενδιαφέρον για τη διερεύνηση και τη συγκρότηση της τοπιακής ποιότητας, ανέπτυξαν δηλαδή τοπιακή εντέλει παιδεία η ο- ποία χαρακτηρίζει, ήδη από τα τέλη του 18 ου αιώνα, μεγάλα τμήματα του αυξανόμενου «αστικού» και με τις δύο σημασίες του όρου, πληθυσμού τους. Η κεντρική σημασία της τοπιακής παιδείας για τις Δυτικές κοινωνίες και η έμφαση της πολιτιστικής-πολιτισμικής συνιστώσας του όρου «τοπίο» Είναι με την έννοια αυτή σημαντικό να τονίσουμε τη κεντρική σημασία της τοπιακής αυτής παιδείας για τις Δυτικές κοινωνίες, συσχετίζοντάς την με την κεντρική πολιτισμικήπολιτιστική και πολιτική σημασία των τοπιακών διαμορφώσεων και θεωρήσεων. Ήδη από την περίοδο της Αναγέννησης οι εκτός άστεως τοπιακές διαμορφώσεις αναλαμβάνουν να αποδώσουν τη νέα διάσταση των σχέσεων ανάμεσα στην αναδυόμενη νεότερη Ευρωπαϊκή κοινωνία και στο φυσικό της υπόβαθρο. Αλλά αναλαμβάνουν να αποδώσουν επίσης την πολιτιστική εκλέπτυνση και την πολιτική αίγλη των νέων ισχυρών κοινωνικών τάξεων. Ανάλογες είναι και οι προθέσεις της περιόδου του Baroque, όταν οι διαμορφώσεις τοπίου καταθέτουν στο πεδίο της εκτατής πραγματικότητας, της «res extensa», την κοσμολογική δήλωση της απαίτησης πλήρους νοητικού ελέγχου της και, ταυτόχρονα, την ανάγκη προβολής της πολιτικής ισχύος των ηγεμόνων. Στους επόμενους αιώνες, το σχολιάσαμε ήδη στοιχειωδώς, η ανάπτυξη νέων πολιτικών δυνάμεων, νέων πολιτικών απαιτήσεων θα υποδείξει την ποιότητα των τοπιακών διαμορφώσεων σε αστικές ή εξωαστικές περιοχές ως διεκδικούμενο κοινωνικό αγαθό, περιβαλλοντικής και πολιτιστικής-πολιτισμικής ταυτόχρονα σημασίας που οφείλει να διαφυλάσσεται και να προσφέρεται στα μεγαλύτερα δυνατά τμήματα πληθυσμού (Chadwick, 1966). Με την ανάπτυξη των τάσεων του Ρομαντισμού ειδικότερα, ο Δυτικός πολιτισμός θα φθάσει να δηλώσει μια πολύ ριζικότερη και ιδιαίτερα συγγενή με τις σύγχρονες οικολογικές υποδείξεις και διεκδικήσεις θέση. Τη θέση σύμφωνα με την οποία οφείλουμε να αντικαταστήσουμε την αλαζονική και κοντόφθαλμη στάση ελέγχου των φυσικών πραγμάτων με μια στάση σεβασμού των φυσικών διαδικασιών και άρα με μια στάση σεβασμού του αδιαμεσολάβητου «φυσικού» τοπίου.
Η έκταση των προηγούμενων διαφορετικών θεωρήσεων συμπληρώνεται σε πλησιέστερες προς εμάς περιόδους με την ανάπτυξη της οικολογικής προσέγγισης, με την υποστήριξή της από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των αναπτυγμένων ιδιαίτερα χωρών και με την τελική διαπίστωση πως δεν μπορούμε να συλλάβουμε την οικολογία, παρά ως «κοινωνική οικολογία» (Guattari, 1991), ως τελική υπόδειξη δηλαδή της σύν-φυσης φυσικού και κοινωνικού. Με αυτό το τελευταίο σχόλιο μπορούμε να υποστηρίξουμε ξανά την εμμονή μας, πέρα από την περιβαλλοντική σημασία του, στην πολιτιστική-πολιτισμική συνιστώσα του όρου «τοπίο» και να κατανοήσουμε την υπαγωγή του στην περιοχή της «Πολιτισμικής Κληρονομιάς Cultural Heritage Patrimoine Culturelle», την οποία οφείλουμε να περισώσουμε και να διαφυλάξουμε. Αλλά αυτή ακριβώς η τελευταία παρατήρηση μας επιτρέπει να σχολιάσουμε επιπλέον πως η υπαγωγή του τοπίου στα δώρα της Πολιτισμικής Κληρονομιάς που απολαμβάνουν οι κοινωνίες μας δεν αφορά μόνο την υλική του ποιότητα, αλλά επίσης την «άυλη» κληρονομιά, τα αισθητικά και περιβαλλοντικά ενδιαφέροντα των κοινωνιών, τη γνώση τους και τη συσσωρευμένη ευαισθησία τους τη σχετική με τα θέματα της αντίληψης, ερμηνείας και διαμόρφωσης του τοπίου. Αφορά δηλαδή επίσης το άυλο συγκροτημένο αγαθό της τοπιακής παιδείας, όπως αυτή συσσωρεύθηκε ως απόκριση των κοινωνιών αυτών στις παρατεταμένες «περιπέτειες» των περιβαλλοντικών, πολιτισμικών-πολιτιστικών και πολιτικών μεταβολών των τοπίων ζωής τους. Εθνικό και γηγενές τοπίο. Η ιστορική σημασία του Ελληνικού τοπίου για τη νεότερη Δυτική ιστορία και η νεοελληνική υστέρηση Ακολουθώντας την ιστορική ακολουθία περιγραφής των μεταβολών της τοπιακής θεώρησης στις νεότερες Δυτικές κοινωνίες, είμαστε υποχρεωμένοι να επιμείνουμε στη συσχέτιση του τοπίου με την προσπάθεια συγκρότησης και κατάδειξης της ιδιαίτερης «εθνικής» φυσιογνωμίας, για δυο τουλάχιστον λόγους. Πρώτον γιατί με αυτόν το συσχετισμό με την Ελληνική ιδιαιτερότητα εισάγεται εμφατικά στα νεότερα Ελληνικά γράμματα η αναφορά στο τοπίο και δεύτερον, γιατί η αναφορά στο Ελληνικό τοπίο, στη νεότερη Δυτική ιστορία, υ- περβαίνοντας τον εθνικό προσδιορισμό, αποβαίνει δηλωτική της Ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας γενικότερα και αναλαμβάνει να προβάλει, μαζί με τα νεοκλασικιστικά εκφραστικά ι- διώματα, την πολιτική ιδιαιτερότητα των νεότερων αστικών Δυτικών πολιτευμάτων. Επιχειρώντας μια συνοπτική επεξήγηση του προηγούμενου πρώτου λόγου θα σχολιάσουμε πως υποστηρίζοντας την ιδιαίτερη εθνική φυσιογνωμία, ο τόπος αναφοράς των εθνικών ή εθνοτικών ομάδων, τόπος εντέλει διεκδικούμενος, επιφορτίζεται να προσφέρει τα χαρακτηριστικά της εθνικής κοιτίδας, του πατρώου εδάφους ή της μητέρας πατρίδας, χαρακτηριστικά δηλαδή πολιτισμικά και πολιτικά που του αποδίδουν επομένως τα χαρακτηριστικά του τοπίου. Σε σχέση με αυτό το ιδιαίτερο, γεωγραφικά περιορισμένο κάθε φορά «εθνικό» τοπίο, το πραγματικό ή υποθετικό Ελληνικό τοπίο, προβάλλεται σε μεγάλο τμήμα της νεότερης δυτικής ιστορίας ως υπόδειξη μιας ευρύτερης Ευρωπαϊκής, Δυτικής ταυτότητας η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλότατα πολιτιστικά χαρακτηριστικά και η οποία συνάπτεται από τον 18 ο ιδιαίτερα αιώνα και μετά με την ιδιαίτερη πολιτική φυσιογνωμία των νεότερων Δυτικών αστικών πολιτευμάτων (Γιακωβάκη, 2006). Ώστε συνδέεται η αναφορά στο Ελληνικό τοπίο,
ομού με τα νεοκλασικά εκφραστικά ιδιώματα, με τα αστικά δημοκρατικά ήθη και αναλαμβάνει να προτείνει ως πρότυπο την εξιδανικευμένη Αρκαδία της φυσικής ευτυχίας. Ε.1.: Thomas Eakins Arcadia (1883 περίπου). Με την προηγούμενη έννοια η αναφορά στο Ελληνικό τοπίο αποτελεί συστατικό στοιχείο του νεότερου Δυτικού πολιτισμού, εμβληματική αναφορά της νεότερης Δυτικής γραμματείας, των τεχνών, του συγκροτημένου συλλογικού φαντασιακού των κοινωνιών - εμβληματικό συστατικό στοιχείο της συνολικότερης Δυτικής παιδείας (Starobinski, 1979). Τότε όμως το έλλειμμα της σύγχρονης Ελληνικής τοπιακής παιδείας, εμφανίζεται ακόμη ενοχλητικότερο, ακόμη περισσότερο υποτιμητικό για τα τοπιακά ενδιαφέροντα της κοινωνίας μας η οποία εμφανίζεται έτσι να αντιμετωπίζει με περιορισμένη ευαισθησία τόσο την περιβαλλοντική της προοπτική όσο και την ιστορική της θέση στο πλαίσιο του νεότερου Δυτικού πολιτισμού. Εκπαιδευτική προοπτική. Η διδασκαλία στο πλαίσιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η επιρροή της στο πλαίσιο των δυο πρώτων βαθμίδων εκπαίδευσης Η προηγούμενη υστέρηση συνδέεται βέβαια με την περιορισμένη ιστορικά εμπειρία της Ελληνικής κοινωνίας σε θέματα τοπιακού ενδιαφέροντος, όπως και με την περιορισμένη ευαισθησία της συγκροτημένης Ελληνικής πολιτείας, παρά κάποιες παλαιότερες φωτεινές εξαιρέσεις, σε θέματα σχετικά με το τοπίο. Αλλά συνδέεται επίσης με την περιορισμένη α- κόμη προώθηση σχετικών επιστημονικών κατευθύνσεων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση η οποία μόλις πρόσφατα κατόρθωσε να προσφέρει μεταπτυχιακά προγράμματα ή μεταπτυ-
χιακά μαθήματα στο πλαίσιο ευρύτερων μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, με αντικείμενο τη θεώρηση του τοπίου ή την αρχιτεκτονική τοπίου, ένα από τα οποία διδάσκεται από τον συγγραφέα της εισήγησης. Η ουσιαστικότερη παιδαγωγική συνεισφορά εντούτοις θα σήμαινε την υπόδειξη ανάλογων μαθημάτων και εκπαιδευτικών δράσεων, ώστε να περιληφθούν στα προγράμματα διδασκαλίας των δυο πρώτων βαθμίδων εκπαίδευσης, επεκτείνοντας και ολοκληρώνοντας την έως σήμερα προσφερόμενη περιβαλλοντική εκπαίδευση των μαθητών. Αυτό μάλλον θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο συμπέρασμα και την πρώτη υπόδειξη της εισήγησης, ελπίζοντας στη μεγαλύτερη δυνατή διάχυση της τοπιακής παιδείας σε ομάδες πληθυσμού οι οποίες στερούνται σχετικών αναφορών και παραστάσεων. Ε.2. Διπλωματική εργασία στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π., Δεκέμβριος 2011 - A. Ανδρουλακάκης, Α. Τζαναβάρα: «Ανάπλαση Αστικού Βιότοπου στο Ρέμα της Πικροδάφνης».. Τότε όμως, η εισήγηση οφείλει να προσθέσει συμπερασματικά πως η τοπιακή παιδεία της κοινωνίας μας οφείλει να συμπληρωθεί από ουσιαστικά υλοποιημένα παραδείγματα, όπως και από την προώθηση της ενεργούς συμμετοχής πολιτών σε σχετικές με το περιβάλλον και το τοπίο δράσεις. Αυτή άλλωστε η ενεργή συμμετοχή θα έπρεπε να αποτελεί και το σημαντικό στήριγμα των περιβαλλοντικά και τοπιακά προσανατολισμένων μαθημάτων σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Βιβλιογραφία Ελληνόγλωσση Γιακωβάκη, Ν. (2006): Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση. 17ος 18ος αιώνας. Αθήνα: Εκδ. Εστία. Guattari, F. (1991): Οι τρεις Οικολογίες. Αθήνα: Εκδ. Αλεξάνδρεια. Merquior, J. G. (2000): Foucault. Αθήνα: Εκδ. Πατάκη, σελ. Μωραΐτης Κ., (2012): Το τοπίο πολιτιστικός προσδιορισμός του τόπου - Παρουσίαση και θεωρητικός συσχετισμός των σημαντικότερων νεότερων προσεγγίσεων της τοπιακής
επεξεργασίας του τόπου. Αθήνα: Διδακτορική Διατριβή στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Ξενόγλωσση Alpers, S. (1983): The Art of describing. Dutch Art in the Seventeenth Century. Middlesex: Penguin ed.. Chadwick, G. F. (1966): The Park and the Town: Public Landscape in the 19th and 20th Centuries. London: The Architectural Press. Roger, A. (1989): «Esthétique du Paysage au Siècle des Lumières». Στο Marcel, O. (επιμ.): Composer le paysage. Παρίσι: Éd. Champs Vallon, σελ. 60-82. Starobinski, J. (1979): 1789, Les emblèmes de la raison. Παρίσι: Éd. Flammarion.