ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ 1ο ΕΞΑΜΗΝΟ ΔΑΠ-ΝΔΦΚ ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Γιατί λέγεται φυσικό; 1. Γιατί προέρχεται από τη φύση 2. Γιατί προσεγγίζεται με φυσικές ικανότητες (π.χ. λόγος, ανθρώπινη συνείδηση) 3. Γιατί οι αρχές του προέρχονταν ή εκφράζονταν στη φύση, δηλαδή στο φυσικό κόσμο. 4. Όλα μαζι τα παραπάνω (1+2+3) Η παραδοσιακή θεωρία του φυσικού δικαίου, αναφερόταν στην ύπαρξη ενός «υπέρτερου δικαίου», στην επεξεργασία του περιεχομένου του και στην ανάλυση για τι θα έπρεπε να απορρέει από την ύπαρξή του. Σημαντικές είναι οι θέσεις του μεγάλου ρήτορα Κικέρωνα. Υποστηρίζει ότι το φυσικό δίκαιο παραμένει αναλλοίωτο τόσο μέσα στο χρόνο όσο και από κοινωνία σε κοινωνία. Όλοι δικαιούνται και έχουν πρόσβαση σε αυτό, με το λόγο. Τέλος σύμφωνα με τον Κικέρωνα, ΜΟΝΟ οι δίκαιοι νόμοι είναι «δίκαιοι». Σύμφωνα με τους κλασικούς συγγραφείς, η πηγή των υπέρτερων αρχών είναι εγγενής με τη φύση των πραγμάτων. Όμως, οι πρώτοι εκκλησιαστικοί κάνουν λόγο για την ύπαρξη ενός θεϊκού όντος που έχει ενεργή συμμετοχή στα ανθρώπινα πράγματα και μάλιστα θέτει ρητές επιταγές για όλη την ανθρωπότητα. Κάποιες φορές μάλιστα οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, υπονοούσαν ότι ακόμη και οι κανόνες της φύσης εξέφραζαν τις βουλήσεις του θεϊκού όντος. ΑΚΙΝΑΤΗΣ Μεγάλη, ίσως και τη μεγαλύτερη, επίδραση στην προσέγγιση του φυσικού δικαίου είχε ο Θωμάς Ακινάτης. Αυτός, θεωρούσε το δίκαιο ως ένα μικρό τμήμα ενός γενικότερου θεολογικού και ηθικού συστήματος. Ο Ακινάτης χώρισε το δίκαιο σε τέσσερις κατηγορίες: α) το αιώνιο δίκαιο, β) το φυσικό δίκαιο, γ) το θετό ή ανθρώπινο δίκαιο και δ) το θεϊκό. Το θετό δίκαιο προέρχεται από το φυσικό, το οποίο με τη σειρά του υπαγορεύει πως θα πρέπει να είναι το θετό δίκαιο. Κάποιες φορές όμως
το φυσικό δίκαιο αφήνει περιθώριο στους ανθρώπους, έτσι ώστε μόνοι τους να ρυθμίσουν κάποιες αρχές. Πότε ένας νόμος είναι δίκαιος? Όταν: 1. Έχει στόχο το κοινό καλό, 2) ο νομοθέτης δεν υπερβαίνει την εξουσία του και 3) η εφαρμογή του στους πολίτες γίνεται ακριβοδίκαια. Σε διαφορετική περίπτωση, ο νόμος είναι άδικος. Les iniusta non est lex = ένας άδικος νόμος δεν είναι νόμος. Ένας νόμος είναι άδικος όταν έρχεται σε σύγκρουση με το φυσικό δίκαιο. Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε διαστροφή του δικαίου, και μάλλον μια πράξη βίας, παρά δίκαιο. Πολλές φορές όταν ένας νόμος θεωρείται άδικος, κάποιοι θεωρούν ότι μπορούν να ενεργούν σαν να μην είχε εκδοθεί ποτέ. Συχνά όμως, υπάρχουν κάποιοι νόμοι οι οποίοι αν και από πολλούς θεωρούνται άδικοι, πρέπει να τους υπακούμε γιατί σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να υπονομεύεται το σύστημα μιας χώρας. Τότε μιλάμε για ηθικούς λόγους που μας οδηγούν στην υπακοή τους. ΠΟΙΝΗ ΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ Ανταπόδοση Τον τρόπο αυτό για επιβολή της ποινής υποστηρίζουν όσοι είναι υπέρ της τιμωρίας των δραστών, καθώς υπάρχει ανάγκη για ανταπόδοση της κακής πράξης. Η ιδέα αυτή υπάρχει από πολύ παλιά (την βρίσκουμε ακόμη και στη Βίβλο). Σήμερα η ανταπόδοση είναι γνωστή ως lex talionis και έχει λίγους υποστηρικτές γιατί παρουσιάζει την ποινή ως εκδίκηση. Βέβαια, σε γενικές γραμμές, η άποψη ότι η ποινή πρέπει να είναι καθρέπτης του κακού που προκλήθηκε, έχει πολλούς υποστηρικτές. Για την ανταπόδοση μίλησε ο Immanuel Kant, διατυπώνοντας την άποψη ότι κάθε άλλη προσέγγιση πέραν της ανταπόδοσης αποτελεί απόκλιση από τις αυστηρές απαιτήσεις της δικαιοσύνης και είναι ανήθικη επειδή αντιμετωπίζει τον υποκείμενο στην ποινή χωρίς σεβασμό, ως μέσο για κάποιο σκοπό καθ εαυτόν. Στην ανταπόδοση, είναι πολύ έντονη η λογική της αναλογικότητας. Δηλαδή για ένα πολύ σοβαρό έγκλημα θα πρέπει να υπάρχει μια πολύ σοβαρή ποινή, ενώ για ένα λιγότερο σοβαρό έγκλημα, μία λιγότερο αυστηρή ποινή.
Συνεπειοκρατία, Ωφελιμισμός: Συνεπειοκρατία: είναι η πεποίθηση ότι οι επιλογές θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση τις συνέπειες τους. Ωφελιμισμός: είναι ένας τύπος της συνεπειοκρατίας, σύμφωνα με τον οποίο οι συνέπειες που λαμβάνονται υπόψη είναι η ευχαρίστηση και ο πόνος των ανθρώπων που πρέπει να αθροίζονται. Αποτροπή: η πιο κοινή δικαιολόγηση σχετικά με τον στόχο της ποινής σε βάθος χρόνου. Ατομική αποτροπή ή ειδική πρόληψη: σκοπός είναι το πρόσωπο που έχει παραβιάσει τον νόμο, μετά την ποινή του να μην το ξανακάνει. Γενική αποτροπή ή γενική πρόληψη: θα τιμωρηθούν αυτοί που έκαναν την παραβίαση και αυτή τους η τιμωρία θα αποτρέψει τους άλλους από το να κάνουν και εκείνοι οποιαδήποτε παραβίαση του νόμου. Σωφρονισμός: η κοινωνία προσπαθεί να μετατρέψει τον εγκληματία σε υπεύθυνο μέλος της κοινωνίας, με οποιονδήποτε αποτελεσματικό τρόπο (π.χ. φυλάκιση). Ο σωφρονισμός είναι μια συνεπειοκρατική προσέγγιση, γιατί επικεντρώνεται στο μέλλον και το καλό της κοινωνίας. Δηλωτικός σκοπός της ποινής: Η ποινή εδώ έχει ως σκοπό να δείξει η κοινωνία την απέχθειά της για κάποιες δραστηριότητες. Μέσω αυτής, εκφράζονται οι ηθικές πεποιθήσεις της κοινωνίας. Εκτός από τον δηλωτικό σκοπό υπάρχει και ο παιδαγωγικός. Σε αυτή τη περίπτωση, το κράτος προσπαθεί να δείξει στην κοινωνία ότι μια συμπεριφορά δεν είναι σωστή και ότι θα πρέπει οι άνθρωποι να αλλάξουν τη στάση τους προς κάποια δραστηριότητα λειτουργώντας με πιο ορθό τρόπο. Τέλος για πολλούς, η ποινή της φυλάκισης, έχει ως σκοπό την αχρήστευση. Με τον τρόπο αυτό ένας εγκληματίας απλά απομακρύνεται από τους δρόμους και αποκόπτεται από την υπόλοιπη κοινωνία, και έτσι δεν δημιουργεί προβλήματα.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Η δικαιοσύνη αποτελεί μία κατηγορία της ηθικής. Αφορά στην άκαμπτη εφαρμογή κανόνων και αξιόλογων προτύπων. Άλλη ερμηνεία της δικαιοσύνης αναφέρεται στην περιγραφή της καταλληλότητας της τιμωρίας. Διάκριση δικαιοσύνης κατά τον Αριστοτέλη: 1) Διορθωτική: αφορά στην επανόρθωση της σχέσης των δύο μερών όταν το ένα πάρει κάτι από το άλλο ή το έχει βλάψει. 2) Διανεμητική: αναφέρεται στην αξιοκρατική κατανομή αγαθών σε μια ομάδα, δηλαδή το να παίρνει ο καθένας ό,τι του αξίζει. Ένα παράδειγμα είναι η κατάλληλη δόμηση του κράτους και της κοινωνίας. Βέβαια με την διάκριση αυτή προκαλούνται ερωτήματα όπως ποια είναι η αλληλεπίδραση διανεμητικής και διαρθρωτικής δικαιοσύνης και αν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο η μία επηρεάζει την άλλη;! Πάντως και στα δύο είδη δικαιοσύνης τίθεται θέμα αναλογίας, η οποία δεν είναι σωστή. JOHN RAWLS Ο Rawls ορίζει την δικαιοσύνη ως κάποιους κανόνες δόμησης της κοινωνίας, στην οποία άνθρωποι με διαφορετικές αξίες και σκοπούς ζωής, μπορούν να συνυπάρχουν, να συνεργάζονται και να ανταγωνίζονται ως ένα βαθμό. Η δικαιοσύνη χρειάζεται γιατί είναι αναγκαία η ύπαρξη όρων για μία ομαλή κοινωνική συμβίωση και συνεργασία. Έτσι θα μπορούν να δημιουργούν κοινωνικά αλλά και ατομικά αγαθά στο πλαίσιο μιας κοινωνίας. Θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου (πρωτοπόρος ο Thomas Hobbes): Βαση για την θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου αποτελεί η ιδέα της συμφωνίας για δίκαιες και νομιμοποιημένες αρχές. Οι εκπρόσωποι αυτής της θεωρίας ξεκινούν από την άποψη ότι ένα κράτος νομιμοποιείται να κυβερνά τους πολίτες του εφόσον οι πολίτες ρητά εκχώρησαν στο κράτος αυτές τις εξουσίες. Επίσης, οι εκπρόσωποι, κάνουν λόγο για μια συμφωνία μεταξύ των πολιτών για συγκρότηση του κράτους και την παραχώρηση της εξουσίας με τέτοιο τρόπο ώστε να τηρείται η τάξη και να προστατεύονται τα δικαιώματα τους. Γιατί όμως οι επόμενες γενιές παρότι δεν έχουν συμμετάσχει σε αυτή τη συμφωνία
εξακολουθούν να δεσμεύονται; Ο John Locke αναφέρεται στη σιωπηλή συναίνεση, ότι δηλαδή παρότι οι μεταγενέστερες γενιές δεν έχουν συμφωνήσει, υπόρρητα εκφράζουν την συναίνεση τους με τις πράξεις τους (π.χ. ψηφοφορία στις εκλογές). Ο Rawls θέλοντας να εξηγήσει το πώς έφτασαν οι άνθρωποι σε αυτή τη θεωρία και πως αυτή συνεχίζει να δεσμεύει ακόμη και σήμερα τους πολίτες, έκανε ένα «διανοητικό» πείραμα, από το οποίο εξήγαγε τις 2 παρακάτω αρχές: 1 η αρχή: «κάθε πρόσωπο πρέπει να έχει ίσο δικαίωμα στο πιο εκτενές συνολικό σύστημα ίσων βασικών ελευθεριών που είναι συμβατό με ένα παρόμοιο σύστημα ελευθερίας για όλους.» 2 η αρχή: Η αρχή της Διαφθοράς: «κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες πρέπει να διαρρυθμίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε και οι δύο α) να αποβαίνουν προς το μεγαλύτερο όφελος των λιγότερο ευνοημένων και β) να συνδέονται με αξιώματα και θέσεις ανοικτές σε όλους, υπό όρους ακριβοδίκαιης ισότητας ευκαιριών». ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΝΟΜΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ Το ρεύμα αυτό εμφανίστηκε την περίοδο 1920-1940 από μια ομάδα Αμερικανών θεωρητικών του δικαίου, οι οποίοι μάλιστα έδωσαν την ονομασία νομικός ρεαλισμός. Αυτοί, αμφισβήτησαν τις κυρίαρχες ιδέες για τον νομικό συλλογισμό και την απονομή δικαιοσύνης που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή στις δικαστικές αποφάσεις και στα ακαδημαϊκά νομικά συγγράμματα. Η έννοια του ρεαλισμού έχει την σημασία της καθομιλουμένης: ρεαλιστής είναι ο πραγματιστής, ο κάπως κυνικός, αυτός που αναζητά την πραγματικότητα. Το είδος αυτό του ρεαλισμού, επικεντρώθηκε κυρίως στη δικαστική λήψη αποφάσεων, ενώ η κριτική που άσκησαν σχετικά με τον νομικό συλλογισμό πηγάζει από το ενδιαφέρον τους για την απονομή δικαιοσύνης. Ο τρόπος νομικής ανάλυσης που κυριαρχούσε την εποχή των ρεαλιστών χαρακτηρίστηκε ως «φορμαλιστικός». Με αυτό εννοούσαν ότι το επιχείρημα παρουσιαζόταν ως εάν το συμπέρασμα να απέρρεε απλά και αβίαστα από μη αμφισβητούμενες προκείμενες.
ΝΟΜΙΚΟΣ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ Θεμέλιο του νομικού θετικισμού είναι η άποψη ότι η σωστή περιγραφή του δικαίου είναι σημαντική και θα πρέπει να απομακρυνθεί από ηθικούς φραγμούς και κρίσεις. Με άλλα λόγια, ο νομικός θετικισμός, ενδιαφέρεται για το τι είναι το δίκαιο και όχι το τι θα έπρεπε να είναι το δίκαιο. Υποστηρικτές του ήταν ο Jeremy Bentham, o John Austin, o Thomas Hobbes,. Αυτό το ρεύμα, χαρακτηρίζεται από πολλούς ως θεμέλιο της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας, καθώς μέσω αυτού οι κοινωνικοί θεσμοί μπορούν να μελετώνται με αντικειμενικότητα χωρίς να επηρεάζονται από καμία προκατάληψη ή ιδεολογία. Θεωρία του διαχωρισμού: η διαδικασία διαχωρισμού κανόνων που είναι μέρος του νομικού συστήματος περιλαμβάνουν και ηθική ανάλυση σχετικά με 1)την ηθική δικαιολόγηση της δημιουργίας νέων κανόνων ιδιωτικού δικαίου, 2) για την ηθική δικαιολόγηση, η οποία είναι βασισμένη στην ερμηνεία των νόμων και 3) σχετικά με την χρήση συνταγματικών κανονιστικών αρχών με ηθική χροιά. Η θεωρία του διαχωρισμού, μπορεί να λειτουργεί σε ένα από τα 3 επίπεδα 3 ερωτήματα 1 ο επίπεδο: αν μπορεί το νομικό καθεστώς της κανονιστικής αρχής να διαχωριστεί από την ηθική αξιολόγηση του περιεχομένου του. 2 ο επίπεδο: αν το νομικό καθεστώς ενός συστήματος κανονιστικών αρχών μπορεί να διαχωρίζεται από την ηθική αξιολόγηση του περιεχομένου του. 3 ο επίπεδο: ο ρόλος των ηθικών κριτηρίων στην κατασκευή μιας θεωρίας δικαίου.