«Σαν τον καραγκιόζη» Στίχοι: ιονύσης Σαββόπουλος Μουσική: ιονύσης Σαββόπουλος Κείνο που µε τρώει, κείνο που µε σώζει είναι π' ονειρεύοµαι σαν τον καραγκιόζη Φίλους και εχθρούς στις φριχτές µου πλάτες όµορφα να σήκωνα, σαν να 'ταν επιβάτες Λευκό µου σεντονάκι, λάµπα µου τρελή Ποια αγάπη τάχα µας φυσάει Βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί Που δεν έχει απόψε πού να πάει, πού να πάει Σαν κουκιά µετρώ τα λόγια του καµπούρη πίσω απ' το λευκό πανί, µέσα στο κιβούρι Μα όσο κι αν µετρώ, κάτι περισσεύει Τρύπια ειν' η αγάπη µας και δε µας προστατεύει Λευκό µου σεντονάκι, λάµπα µου τρελή Κόκκινα αυγά ή καρναβάλια µέσα από την κάλπη τη στατιστική Μας κοιτάζει ο Χάρος και του τρέχουνε τα σάλια Σαν σκιές γλιστρούν λόγια και εικόνες Κάρα σκουπιδιάρικα, φεύγουν οι χειµώνες Αν δε ντρέπεσαι να καθίσεις πίσω Έλα Ηπείρου κι Αχαρνών να σε γιουχαΐσω Λευκό µου σεντονάκι, λάµπα µου τρελή Ποια αγάπη τάχα µας φυσάει Βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί Που δεν έχει απόψε πού να πάει πού να πάει
Πίνακας περιεχοµένων Εισαγωγή 1. Το θέατρο σκιών Ο µύθος και το πέρασµά του στον ελληνικό χώρο Οι επιρροές/ οι ρίζες Απήχηση και εκφραστικά µέσα 2. Ανάλυση των χαρακτήρων και των συµβόλων Οι ήρωες πρωταγωνιστές Αναπαράσταση µιας γειτονιάς Συλλογικές µνήµες/ αρχέτυπα/ δίπολα 3. «Παιχνίδι» µε το φως και τη σκιά σαν προέκταση Η σκιά της πόλης και χωρικές προεκτάσεις Η σκιά του εγώ µας Η σχέση µε τον εξπρεσιονιστικό κινηµατογράφο Επίλογος Αναφορές
Εισαγωγή Η εργασία κινείται στους δρόµους και τα ίχνη του θεάτρου σκιών αντλώντας υλικό από τη θεµατολογία του, τα εκφραστικά του εργαλεία και τον έντονο συµβολισµό που το χαρακτηρίζει. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν χρήσιµα εφόδια για να αναλύσουµε τα αρχέγονα σύµβολα, τις διπολικές σχέσεις, τις χωρικές προεκτάσεις και τη δυνατότητα µεταφοράς των συνθηκών του θεάτρου σκιών στο οικείο επίπεδο της γειτονιάς ή ακόµα και σε επίπεδο πόλης. Οι ήρωές του δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόµενο. Έρχεται από την ανατολή και στον ελλαδικό χώρο βρήκε τους ανθρώπους και τον τρόπο να «εξελληνιστεί». Σε αυτό το κοµµάτι κυρίως θα εστιάσουµε προκειµένου µέσα από τις εµπειρίες µας να ανακαλέσουµε συλλογικές µνήµες, κοινές για όλους τους Έλληνες. Μεθοδολογικά, θα προσπαθήσουµε να αποκρυπτογραφήσουµε ένα-ένα τα αρχέγονα πρότυπα και τα βασικά εργαλεία δηµιουργίας συλλογικής µνήµης µέσα στο θέατρο σκιών. Θα αναδείξουµε όλες εκείνες τις πτυχές που βρίσκουν εφαρµογή στην καθηµερινότητά µας, στον τρόπο που σκεφτόµαστε και «οικοδοµούµε» την προσωπικότητά µας, αλλά και στον τρόπο που αντιλαµβανόµαστε το περιβάλλον γύρω µας. Επίσης, το θέατρο σκιών µας δίνει αφορµές και ερεθίσµατα για να κάνουµε ένα συναρπαστικό ταξίδι ανάµεσα στο φως και τη σκιά, κυριολεκτικά, αλλά και µεταφορικά. Κάθε άνθρωπος, όπως και κάθε πόλη έχει τη σκοτεινή και τη φωτεινή του πλευρά και είναι η έντονη αντίθεση που τελικά προκαλεί ενδιαφέρον και η σύγκρουση που δίνει ένα δυνατό αντιληπτικά αποτέλεσµα. Η σκιά υπάρχει για να αναδεικνύει, να «καδράρει» την αξία και το ρόλο αυτού που φαίνεται, αλλά και ίσως για να υπενθυµίζει αδυναµίες και πάθη που πάντοτε συνοδεύουν ό,τι καλό. Τέλος, ο Καραγκιόζης ως οδηγός µας σε αυτή την αναζήτηση γίνεται ένας σύγχρονος λαϊκός ήρωας που «κουβαλάει» όλες εκείνες τις µνήµες που ενώνουν ένα λαό δηµιουργώντας ανάµεικτα και αντικρουόµενα πολλές φορές συναισθήµατα, αγάπης-µίσους, θαυµασµού-απόρριψης, συµπόνιας-οργής κ.ά. Οι διαφορετικοί χαρακτήρες που συναντάµε είναι τελικά οι ποικίλες εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης και συµπεριφοράς, που όλες µαζί συνθέτουν εύληπτα το σκηνικό µιας γειτονιάς.
1. Το θέατρο σκιών Ο Άγγελος Σικελιανός έχει πει για το θέατρο σκιών: «Η τέχνη αυτή αντανακλά την ψυχή και το πνεύµα του λαού µας και της αξίζει να τη µεταχειριζόµαστε µε σεβασµό και σοβαρότητα. Μέσα της βρίσκουµε όχι µόνο το εξαγνισµένο απόσταγµα της φιλοσοφίας και της ελαφρά τη καρδία προσέγγισης του λαού µας στα προβλήµατα αυτού του κόσµου, αλλά και τα αποθέµατα σθένους στο να αντιµετωπίζουν αυτές τις αντιξοότητες. Στη δουλειά των καραγκιοζοπαικτών βλέπουµε την εξυπνάδα του λαού που έχει δοθεί από το Θεό, το πώς ο λαός αυτός φτάνει στα όρια του ηρωισµού και του απαράµιλλου θάρρους, χωρίς ποτέ να χάνει τις αρετές της ανθρωπιάς και τα πραγµατικά πολιτισµένα πρότυπα. Αυτές είναι οι ποιότητες που το θέατρο σκιών αντανακλά τόσο ηχηρά. Και γι αυτό πιστεύω ότι είναι µια σπουδαία τέχνη». Ο µύθος και το πέρασµά του στον ελληνικό χώρο Υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές για την καταγωγή του Καραγκιόζη σύµφωνα µε τον Τζούλιο Καΐµη: από την Κίνα, την Ήπειρο και τη Μικρά Ασία. Η επικρατέστερη εκδοχή όµως είναι η τελευταία και συγκεκριµένα υπάρχει ένας µύθος γύρω από τον τρόπο που τελικά δηµιουργήθηκε αυτό το είδος τέχνης και έφτασε µέχρι τη χώρα µας. Ο µύθος, λοιπόν, λέει ότι ο Χατζηαβάτης ήταν εργολάβος οικοδοµών στην Προύσα της Μικράς Ασίας και είχε αναλάβει να χτίσει το σαράι του πασά. Στο γιαπί πήρε εργάτες και µαστόρους και έβαλε αρχιµάστορα τον Καραγκιόζη, ο οποίος ήτανε µαραγκός στο επάγγελµα, ιδιαίτερα ικανός. Όµως ο Καραγκιόζης απασχολούσε τους εργάτες όλη τη µέρα λέγοντάς τους αστεία µε αποτέλεσµα να πάει πίσω η δουλειά και να θυµώσει ο πασάς σε τέτοιο βαθµό, ώστε να τον φοβερίσει πως αν συνεχίσει θα τον θανατώσει. Ο Καραγκιόζης, που ήταν έτσι από τη φύση του, δεν µπόρεσε να υπακούσει κι έτσι ο πασάς τον σκότωσε. Ο θάνατος αυτός προκάλεσε µεγάλες αντιδράσεις, καθώς ο Καραγκιόζης ήταν πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπητό, κι έτσι ο πασάς προκειµένου να ηµερέψει το λαό έχτισε ένα µνηµείο στην Προύσα όπου και τον έθαψε µε µεγάλες τιµές.
Ο πασάς έφερε βαρέως την αδικία αυτή κι έτσι λίγο καιρό µετά αρρώστησε βαριά. Οι άλλοι αγάδες για να διασκεδάσουν τον άρρωστο πασά τους, φέρανε το Χατζηαβάτη στο σαράι να του λέει τα αστεία του Καραγκιόζη. Μια µέρα ο Χατζηαβάτης έκοψε έναν χάρτινο Καραγκιόζη, τέντωσε ένα πανί που το φώτιζε και έδωσε παράσταση Καραγκιόζη. Ο πασάς ευχαριστήθηκε τόσο πολύ που έδωσε την άδεια στο Χατζηαβάτη να παίζει παραστάσεις όπου θέλει. Μια παράσταση του Χατζηαβάτη είδε και ο Γιάννης Μπράχαλης ο οποίος, σύµφωνα µε τα αποµνηµονεύµατα του Σωτήρη Σπαθάρη, έφερε την τέχνη του θεάτρου σκιών στην Ελλάδα. Το πέρασµα και η µεταφορά του Καραγκιόζη από την τούρκικη στην ελληνική σκηνή, έγινε στη συνέχεια µε µεγάλη επιτυχία από τον Μίµαρο. Ο Βάλτερ Πούχνερ στο βιβλίο του «Οι βαλκανικές διαστάσεις του Καραγκιόζη» µάς πληροφορεί ότι η πρώτη γνωστή παράσταση Καραγκιόζη στα όρια της σηµερινής Ελλάδας έγινε στα Γιάννενα το 1809, όπου έφτασε κάποιος Εβραίος καραγκιοζοπαίκτης µε την ευκαιρία του Ραµαζανιού. Γενικά, θα λέγαµε ότι ο επαρχιακός τύπος δεν κρατούσε συνήθως ιδιαίτερα φιλική στάση προς το «ανατολικόν» θέαµα και οι σχετικές ειδήσεις περνούσαν στα «ψιλά» της ειδησεογραφίας σε στήλες γενικού περιεχοµένου. Η αθηναϊκή εφηµερίδα «Ταχύπτερος Φήµη», από την άλλη, στο φύλλο της 9ης Φεβρουαρίου 1852 (αριθ. 977, σ.3) αναφέρεται εκτενώς στη διεξαγωγή της πρώτης παράστασης Καραγκιόζη στην Αθήνα, µετά την απελευθέρωση. Συγκεκριµένα, στη συνοικία της Πλάκας ανεβαίνει το κωµικό έργο «Οι Γάµοι του Καραγκιόζη». Μεταξύ άλλων γράφονται τα εξής: «Κατά την συνοικίαν της Πλάκας εσυστήθη ανατολικόν Θέατρον. Εξοδεύων δε τις δέκα µόνον λεπτά, πέντε δηλαδή διά την είσοδον και άλλα πέντε διά ένα Ναργελέν, δύναται να διασκεδάση τρεις ολοκλήρους ώρας, εξακολουθών να γελά ακαταπαύστως καθ όλον αυτό το διάστηµα. Κατά την τελευταίαν παράστασιν εωρτάσθησαν οι γάµοι του Καραγκιόζη, όστις κατά την φράσιν του, επροθυµοποιήθη να προσκαλέση διαφόρους από την ύσιν και Ανατολήν, Άρκτον και Μεσηµβρίαν, και από όλα τα ωδεκάνησα. Εκεί λοιπόν έβλεπε τις διαφόρων εθνών ανθρώπους µε ποικίλας ενδυµασίας». Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1860, ο Μπαρµπαγιάννης Βραχάλης εγκαθίσταται στον Πειραιά όπου ιδρύει το πρώτο ελληνικό θέατρο σκιών του Καραγκιόζη. Η σκηνή ήταν πολύ απλή, µε µια οθόνη µήκους ενός µέτρου και πλάτους πενήντα εκατοστών, πάνω στην οποία κινούνταν οι γκροτέσκες, αλλά µε πρωτότυπη χάρη σκιές.
Οι επιρροές- οι ρίζες Τα πιο γνωστά θέατρα σκιών της ΝΑ Ασίας είναι εκείνα της Ιάβας, Σιγκαπούρης, Ταϋλάνδης, Μαλαισίας, Καµπότζης, Μπαλί, και Λάος. Πηγή των θεµάτων τους είναι ο ινδικός πολιτισµός του 4 ου αιώνα και συγκεκριµένα τα παραµύθια του Ράµα και ο πόλεµος ανάµεσα στις δυο φυλές (Pandava και Korawa) που βασίζεται σε δύο ινδικά επικά ποιήµατα, το Ramayana και το Mahabharata αντίστοιχα. Τα πρόσωπα είναι παρµένα από τον κόσµο των θεών, των δαιµόνων του κάτω κόσµου, και των πνευµάτων: ήρωες, πολεµιστές, πρίγκιπες, πριγκίπισσες, χωριάτες και πολίτες συνθέτουν την πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια παράδοση αυτών των λαών. Απήχηση και εκφραστικά µέσα Η απήχηση του θεάτρου σκιών είναι τροµακτική αν συλλογιστεί κανείς τον αριθµό των ατόµων που έχει ψυχαγωγήσει και τη διάσωσή του µέσα στο πέρασµα των χρόνων. Ο Καραγκιόζης, από την αρχή του εικοστού αιώνα και µέχρι το δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο, είναι το θέαµα που συγκεντρώνει τον περισσότερο κόσµο, που έχει το πιο πολυάριθµο κοινό από όλα τα θέατρα µαζί. Είναι το κατεξοχήν «λαϊκό» θέαµα µε τη συµµετοχή όλων ανεξαιρέτως, συµπεριλαµβανοµένων και των κατώτερων κοινωνικά στρωµάτων του πληθυσµού. Κάνει γνωστή την ιστορία του τόπου στους απλοϊκούς ανθρώπους µε δόσεις εθνικισµού ενίοτε, αλλά ταυτόχρονα σαρκασµού και σάτιρας. Οι καραγκιοζοπαίκτες µέσω ιαφηµιστική ρεκλάµα του Καραγκιόζη. Πηγή: Ηµερολόγιο 2008, Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών.Αµαρουσίου του θεάτρου τους σατιρίζουν την καθηµερινή πολιτική πραγµατικότητα της εποχής τους και δηµιουργούν ένα είδος λαϊκής σάτιρας που προκαλεί το λαϊκό γέλιο. Το θέατρο σκιών είναι κοµµάτι της λαϊκής παράδοσης και διατηρούνται σε αυτό αρκετά χαρακτηριστικά σηµεία της λαϊκής ζωγραφικής. Τέτοια είναι καταρχάς η
αγνότητα και η αφέλεια στη χρήση των εκφραστικών µέσων, τα οποία βρίσκουν αντίκρυσµα στη λαϊκή συνείδηση και τη συλλογική µνήµη. Έτσι έχουµε µορφές µε καθαρότητα και ένταση στη γραµµή τους, και έντονα χρώµατα τα οποία γεµίζουν τις επιφάνειες µε τρόπο που παραπέµπει σε ζωγραφική µικρού παιδιού. Οι δυσκολίες απεικόνισης και σύνθεσης υπερνικώνται καθώς οι φιγούρες απεικονίζονται σε ένα επίπεδο και σε προφίλ, ενώ αντίθετα τα µάτια αποδίδονται πάντοτε ανφάς, αµυγδαλωτά, όπως και στην αιγυπτιακή τέχνη. Το ίδιο συµβαίνει και µε τα χωρικά σύµβολα όπως η καλύβα και το παλάτι, τα οποία βλέπουµε σε προβολή. Ο Καραγκιόζης, λοιπόν, και το θέατρο σκιών, λόγω των λαϊκών καταβολών και της απήχησης που είχε σε πολύ µεγάλη µερίδα κόσµου, κατάφερε επί δεκαετίες να επιζήσει, µέχρι και τις µέρες µας, µένοντας αναλλοίωτος στην πρωτόγονη µορφή του, ανέπαφος σε κάθε µορφή διανοουµενισµού. 2. Ανάλυση των χαρακτήρων και των συµβόλων Οι ήρωες πρωταγωνιστές Ο Κ.Μπίρης έγραφε στο περιοδικό «Νέα εστία» το 1952 µεταξύ άλλων τα εξής: «Οι δηµιουργοί του ελληνικού καραγκιόζη του 1900, παίρνοντας στα χέρια τους αυτό το ξεπεσµένο και εξαχρειωµένο είδος λαϊκού θεάτρου που παιζόταν στην Ελλάδα µόνο για τον υπόκοσµο, το ξεκαθάρισαν από κάθε ξένο και άσχετο µε την ελληνική ψυχή στοιχείο, εξάγνισαν τους δύο κεντρικούς ήρωες (...), εξελλήνισαν και επολιτογράφησαν άλλους τύπους, πλουτίζοντας το περιεχόµενό τους µε υλικό δεδοµένο από τοπική παρατήρηση και τοπικό πνεύµα, εδηµιούργησαν άλλους τύπους που ολοζώντανους τους παρουσίαζε η ελληνική ζωή. Εξευγένισαν το θέατρο αυτό πνευµατικά και ηθικά, το εξύψωσαν καλλιτεχνικά και το προσέφεραν στην ελληνική κοινωνία ως µια ρωµαλέα δηµιουργία τους και ως πηγή ψυχαγωγικής και ψυχοπλαστικής απολαύσεως. Και σε µια εποχή όπου η ψώρα της λατρείας προς την κλασική αρχαιότητα έκανε τους λόγιους να περιφρονούν και να αποστρέφονται κάθε λαϊκή δηµιουργία πνευµατική και καλλιτεχνική, εκτός από εκείνες για τις οποίες είχαν ενδιαφερθεί και είχαν εργασθεί προηγουµένως ευρωπαίοι φιλόλογοι, σε µια τέτοια εποχή κατόρθωσε ο
ελληνικός καραγκιόζης του 1900 να κατακτήσει την αγάπη του ελληνικού λαού όλων των τάξεων». Υπάρχουν πάρα πολλοί χαρακτήρες και φιγούρες που εµφανίζονται στα έργα του θεάτρου σκιών, καθώς κάθε καραγκιοζοπαίκτης προσάρµοζε τη θεµατολογία και επινοούσε νέες προκειµένου να εξυπηρετήσουν τη ροή και την πλοκή του έργου. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουµε να αποµονώσουµε τις σηµαντικότερες από τις µορφές αυτές, κάνοντας µια σύντοµη περιγραφή για το χαρακτήρα της κάθε µιας και το τί αυτή αντιπροσωπεύει. Η ανάλυση αυτή θα µας δώσει στη συνέχεια την ευκαιρία να κάνουµε πιο εύκολα την αντιπαραβολή µε το επίπεδο της γειτονιάς. Έτσι, λοιπόν, οι βασικότερες φιγούρες του θεάτρου σκιών είναι: Καραγκιόζης Είναι ρεαλιστής, ειλικρινής, µε διάθεση να ανακατεύεται σε όλα και συνήθως κάνει πράγµατα που δε θέλει κατά βάθος, καθώς βρίσκεται µονίµως χωρίς χρήµατα. Είναι πονηρός και τεµπέλης, αλλά όχι σε σηµείο που να κάνει κακό σε άλλον. Όποτε βρίσκει ευκαιρία δέρνει το Μορφονιό που είναι πιο αδύναµος, ή τον Χατζηαβάτη, όµως από το µπαρµπα-γιώργο τρώει ο ίδιος ξύλο για να συνετιστεί. Ακόµη και σε αυτή την περίπτωση όµως, δέχεται το γεγονός σαν µια κακοτυχία του και το αντιµετωπίζει σαρκαστικά. Μερικές φορές µπορεί γίνεται καυστικός µε τα αστεία του, αλλά κατά βάθος είναι καλόκαρδος. Μορφολογικά έχει κάποιες ιδιαιτερότητες όπως για παράδειγµα το χέρι του που είναι εξαιρετικά ευκίνητο και υπερβολικά µακρύ για να µπορεί να ξύνει την πλάτη και το κεφάλι του ή για να χειρονοµεί. Είναι ευφυολόγος, ετοιµόλογος και αστείος χωρίς να γίνεται γελοίος, ενώ διακρίνεται και από ιδιαίτερα αναπτυγµένο αίσθηµα πατριωτισµού. Ο Καραγκιόζης τελικά είναι ένας νέος τύπος κωµικού προσώπου, που όµως κουβαλάει µαζί πόνο και δυστυχία, τα οποία ξορκίζει µε το γέλιο, την καλοσύνη και την αισιοδοξία. Θα λέγαµε πως είναι ο ήρωας της καθηµερινότητας, µια προσωπικότητα που µπορεί να παραλληλιστεί µε το Θανάση Βέγγο στις ταινίες του ελληνικού κινηµατογράφου. Είναι συχνά παρεξηγηµένο άτοµο καθώς η πρώτη εντύπωση δεν είναι πάντα η καλύτερη, όµως µε µια δεύτερη ανάγνωση µπορείς να διαβάσεις την οµορφιά και την αξία του ανθρώπου. Επίσης, παρά τη δύναµη της εξουσίας που έχει να αντιµετωπίσει και την ισχύ που πηγάζει από το παλάτι, ο
Καραγκιόζης δε δειλιάζει απέναντι στο βεζύρη, ενώ αντίστροφα θα µπορούσαµε να πούµε ότι ο βεζύρης είναι εκείνος που φοβάται τον Καραγκιόζη. Αγλαΐα: Πρόκειται για τη γυναίκα του Καραγκιόζη που εκπροσωπεί το χαρακτήρα της φτωχής Ελληνίδας νοικοκυράς η οποία προσπαθεί να βοηθήσει την οικογένειά της. Κολλητήρια: Πρόκειται για τους τρεις γιους του Καραγκιόζη, τον Κολλητήρη (που εµφανίζεται και πιο συχνά), τον Κοπρίτη και τον Μιρικόγκο. Το Κολλητήρι έχει τον ίδιο χαρακτήρα µε τον πατέρα του και είναι πολύ γοητευτικό και διασκεδαστικό. Χατζηαβάτης: Είναι ο τύπος του ραγιά που ζει ακόµα µε την ανάµνηση της τουρκοκρατίας και µοιάζει να ζει στη σκιά των κανόνων που αυτή επιβάλλει. Είναι πονηρός, δειλός, κόλακας και γαλίφος, κυρίως απέναντι στους ισχυρούς και τους έχοντες εξουσία. Είναι αδύναµος χαρακτήρας, γλοιώδης και πρόθυµος να θυσιάσει την αξιοπρέπειά του προκειµένου να πετύχει το σκοπό του. Από την άλλη πλευρά, εκπροσωπεί τον τύπο του βιοπαλαιστή αστού. Το επάγγελµά του είναι τελάλης, µεσίτης και ταχυδρόµος που εκτελεί παραγγελίες του µπέη και του πασά. Προβάλλει ένα προφίλ του ευγενικού και αξιόπιστου, είναι οικογενειάρχης και πιο µορφωµένος κοινωνικά από τον Καραγκιόζη. Μορφονιός: Το όνοµά του σηµαίνει «όµορφο αγόρι». Είναι µια καρικατούρα, νάνος µε τεράστιο κεφάλι και µεγάλη µύτη µε την οποία σχεδόν µιλάει. Είναι καλοαναθρεµµένος και λιγόψυχος. Κάθε φορά που τον φοβερίζει ο Καραγκιόζης αυτός λιποθυµάει. Νιόνιος ή Σιορ ιονύσιος: Κατάγεται από τη Ζάκυνθο και είναι η προσωποποίηση του διανοουµενισµού. Σατιρίζει τον τύπο του ξεπεσµένου αριστοκράτη ή απλά του φαντασιόπληκτου που πιστεύει πως κατάγεται από αρχοντική και πλούσια οικογένεια. Ειναι πάντα
καλοντυµένος και µε ψηλό καπέλο. Αξιοπρεπής, πολιτισµένος, αγαθός (παρασύρεται εύκολα στις κατεργαριές του φίλου του, Καραγκιόζη) και εξαιρετικά γρήγορος στην οµιλία του, όπως άλλωστε και οι συντοπίτες του. Ο Εβραίος: Το όνοµά του είναι Σολοµών ή Σολωµός, όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης. Είναι χαρακτήρας εµπόρου της πόλης και συγκεκριµένα της Θεσσαλονίκης, αρκετά πλούσιος, πολύ τσιγγούνης, πονηρός και δειλός. Σαν φιγούρα είναι πολύ ευχάριστη γιατί είναι δεµένος σε δυο µεριές και όταν χορεύει κουνιέται η µέση και το κεφάλι του σαν να είναι "ξεβιδωµένος", µε αποτέλεσµα να γελάνε οι θεατές. Σταύρακας: Η ελληνική φιγούρα του µάγκα και του ψευτοπαλληκαρά. Είναι πολύ περήφανος για τον εαυτό του, όχι τόσο γενναίος και συνέχεια τρώει ξύλο. Μπαρµπα-γιώργης: Είναι ο θείος του Καραγκιόζη, γεννηµένος στη Ρούµελη. Εκπροσωπεί τον βουνίσιο έλληνα που ο χαρακτήρας του παρέµεινε αδιάφθορος µέσα στο πέρασµα του χρόνου και αποτελεί σύµβολο της γεωργικής και αγροτικής Ελλάδας. Είναι τύπος αγαθός, ηθικός και δυνατός. Καµαρώνει που είναι θείος του Καραγκιόζη και γι'αυτό του προσφέρει στοργικά την προστασία του. ερβέναγας: Είναι φύλακας στο σεράι και σύµβολο της ωµής βίας. Πασάς/ βεζύρης: Εκπροσωπεί την εξουσία και τις αρχές. Έχει σοβαρό και αυστηρό ύφος, είναι επιβλητικός, µε πλούσιο και πολυτελές ντύσιµο. Θεωρείται αξιοσέβαστος και φέρεται άλλοτε µε σκληρότητα και άλλοτε επιστρετεύει τη σοφία του και δείχνει επιείκεια. εν εµφανίζεται ποτέ να τραγουδάει στις παραστάσεις, όπως κάνουν τα υπόλοιπα πρόσωπα του θιάσου.
Βεληγκέκας: Αντιπροσωπεύει την εκτελεστική εξουσία της δηµόσιας τάξης και έχει ρόλο φρουρού. Είναι κουτός, απολίτιστος και µιλά άσχηµα τα ελληνικά µε ανάµικτες αρβανίτικες και τούρκικες εκφράσεις. Καθήκον του είναι να διαφυλάττει τη δηµόσια τάξη. Βεζυροπούλα: Είναι η κόρη του πασά, πολύ όµορφη νεαρή κοπέλα, καλοµαθηµένη και συνηθισµένη στα πλούτη και την ακόπιαστη ζωή. είχνει να σέβεται τον πατέρα της και να υπακούει σ αυτόν, όµως πάντοτε καταφέρνει να πετυχαίνει αυτό που επιδιώκει. Τέλος, µέσα στο θέατρο σκιών συναντάµε διάφορα θεϊκά σύµβολα τα οποία αποδίδονται συνήθως ανθρωποµορφικά. Οι ήρωες του θεάτρου σκιών. Πηγή: έκδοση Σπαθάρειου Μουσείου Θεάτρου Σκιών.Αµαρουσίου Αναπαράσταση µιας γειτονιάς Έτσι, λοιπόν, θα λέγαµε ότι το θέατρο σκιών και οι χαρακτήρες του αναπαριστούν µια γειτονιά, όσον αφορά τα πρόσωπα που συναντάµε καθηµερινά γύρω µας. Η γειτονιά αυτή απαρτίζεται από ένα πλήθος διαφορετικών µεταξύ τους ατόµων και προσωπικοτήτων που όµως συνυπάρχουν και ο ένας τροφοδοτεί τον άλλο µε ιδέες, απόψεις και συµπεριφορές. Σε µια γειτονιά θα συναντήσουµε την «ωραία», τον χορατατζή, τον κράχτη και τον ντελάλη, τον κουτοπόνηρο, τον ψευτοαριστοκράτη, το µάγκα και τον παληκαρά, τον αφελή και ευκολόπιστο, τον κόλακα και φυσικά αυτόν που θα επιβάλλει την τάξη και θα ασκήσει µια µορφή
εξουσίας. Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες δρουν και συνθέτουν το «κοινωνικό δίκτυο» µιας γειτονιάς µε τα ιδιαίτερα χωρικά και οργανικά χαρακτηριστικά της. Η κάθε γειτονιά χαρακτηρίζεται και εξελίσσεται µε βάση τα αντίθετά της. Μέσα σε αυτήν διαδραµατίζονται τόσο ηρωικές πράξεις, όσο και απλές πράξεις της καθηµερινότητας, έχουµε δηλαδή πολλαπλές εναλλαγές και αντιθέσεις. Οι έντονες αντιθέσεις που εκφράζονται και ισορροπούν ανάµεσα στο φως και τη σκιά, µεταφράζονται κάθε φορά ως διπολικές σχέσεις ανάµεσα στους ηγεµόνες και αυτούς που τους κυριεύουν, τους δυνάστες και τους δυναστευοµένους, τους χορτάτους και τους πεινασµένους κ.λ.π. Επιπλέον, το αρχέτυπο της εξουσίας υπάρχει πάντα, είναι διαχρονικό, και θα µπορούσε να εκφραστεί µε πολλούς διαφορετικούς τρόπους όπως είναι για παράδειγµα ο θεσµός της εκκλησίας, η αστυνοµία κλπ. Ο τρόπος που οι ποικίλες εκφάνσεις και ποιότητες της καθηµερινότητας βρίσκουν το έδαφος να έρθουν στην επιφάνεια και να αποκαλυφθούν σχετίζεται µε την ανάγκη της κάθε γειτονιάς να προβληθεί, να δηλώσει την ταυτότητά της και τελικά να ξεχωρίσει. Αξίζει να σηµειώσουµε ακόµη ότι ο πυρήνας της γειτονιάς, ως το πρώτο αµιγώς κοινωνικό κέλυφος κατατάσσεται έκτο στην ιεραρχία της κοινωνικής ψυχολογίας για την προσέγγιση του τόπου. Αµέσως πριν είναι το κέλυφος του σπιτιού, το δωµάτιο (προσωπικός χώρος του καθενός), το αυτοκίνητο (επιτρέπει τη δράση χωρίς µετακίνηση του σώµατος), η ενδυµασία και πριν απ όλα το κέλυφος του «εγώ» µας που είναι και η προσωπική µας ασπίδα. Σε κλίµακα πιο ευρεία και µε ακόµη πιο διεσταλµένη κοινωνική σφαίρα συγκριτικά µε τη γειτονιά, ακολουθούν το κέλυφος της πόλης, η περιφέρεια ή περιοχή και τέλος η χώρα που είναι και εξαιρετικά ισχυρό κέλυφος καθώς συνδέει τον άνθρωπο µε τον τόπο. Όταν βρισκόµαστε σε επίπεδο γειτονιάς έχουµε την αίσθηση ότι ο τόπος µας ανήκει, επιδιώκουµε να αναδειχθούµε και να ξεχωρίσουµε µέσα σ αυτόν και πιστεύουµε ότι εκεί µπορούµε να βρούµε καταφύγιο και προστασία. Συλλογικές µνήµες/ αρχέτυπα/ δίπολα Μέσα στις παραστάσεις του θεάτρου σκιών, από τα κείµενα, τις στιχοµυθίες και τους ήρωες- χαρακτήρες, µέχρι το στήσιµο του σκηνικού και τα εκφραστικά µέσα, είναι διάχυτος και έντονος ο συµβολισµός και η αλληγορία. Ολα τα πρόσωπα είναι αρχέτυπα, καταγεγραµµένα στο συλλογικό ασυνείδητο, και αυτός είναι ακόµη
ένας λόγος που εξηγεί τη µεγάλη απήχηση που έχουν στο κοινό που τα βρίσκει πολύ οικεία και άµεσα αναγνωρίσιµα. Η καλύβα του Καραγκιόζη φτιαγµένη από τον Σ.Σπαθάρη το 1967. Πηγή: Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών.Αµαρουσίου Σύµφωνα µε τον C.G.Jung το συλλογικό ασυνείδητο είναι η περιοχή της ψυχής που είναι άπειρα αρχαιότερη από την προσωπική ζωή του ατόµου και φαίνεται να περιέχει ορισµένα σχέδια, τα «αρχέτυπα», που είναι κοινά για όλη την ανθρωπότητα. Το συλλογικό ασυνείδητο περιέχει τις συλλογικές πεποιθήσεις, τους µύθους, τα παγκόσµια ασυνείδητα στοιχεία, κοινά στο ανθρώπινο είδος και κατάλοιπα του ζωώδους παρελθόντος µας. Επίσης τα ένστικτα που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση βρίσκονται και αυτά εκεί. Στο θέατρο σκιών αρχέτυπα υπάρχουν και από τις δύο πλευρές, τους Έλληνες και τους Τούρκους. Για τους Έλληνες ο Κατσαντώνης, ο Αθανάσιος ιάκος, ο Μέγας Αλέξανδρος κ.λ.π. έχουν το ρόλο του ήρωα ελευθερωτή, ενώ αντίστοιχα οι Τούρκοι βλέπουν το Βεληγκέκα σαν το «σωτήρα» τους ο οποίος θα διαφυλάξει τη δηµόσια τάξη και θα τους προστατέψει. Η προσπάθεια επιβίωσης απέναντι στον κατακτητή, η σύγκρουση του καλού µε το κακό, του φτωχού µε τον πλούσιο, του αδύναµου µε τον ισχυρό κ.λ.π. είναι µερικές από τις αρχέτυπες σχέσεις που συναντάµε. Έντονη είναι και η παρουσία διπόλων, θέσης-αντίθεσης, τόπου και µητόπου, µέσα από µια διαλεκτική σχέση. Πρόκειται ουσιαστικά για τις δύο όψεις του ίδιου νοµίσµατος, µεταξύ των οποίων η ισορροπία είναι λεπτή. Αξίζει να παρατηρήσουµε ότι τα µέλη των ζευγών αυτών, όπως για παράγειγµα «Καραγκιόζης» - «βεζύρης» ή «καλύβα» - «παλάτι» κ.λ.π. είναι σε άµεση αλληλεξάρτηση, καθώς η ύπαρξη του ενός προϋποθέτει την ύπαρξη του άλλου και Το σεράι του πασά. Σκηνικό κατασκευασµένο από τον Ε.Σπαθάρη το 1974. Πηγή: Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών.Αµαρουσίου
αντίστροφα. Σε χωρικό επίπεδο, λοιπόν, τα αρχέτυπα αυτά εκφράζονται κυρίως µε το δίπολο καλύβας -παλατιού, που αποτελεί και το βασικό σκηνικό του θεάτρου σκιών, που βλέπει ο θεατής από την αρχή ως το τέλος της παράστασης. Μεταξύ των δύο κελυφών, που καταλαµβάνουν τα δύο άκρα της σκηνής, παρεµβάλλεται ένας κενός ενδιάµεσος χώρος όπου διαδραµατίζονται τα γεγονότα. Ο χώρος αυτός έχει ιδιαίτερη σηµασία και βαρύτητα και είναι αυτός που καθορίζει την εξέλιξη της ιστορίας. Το κενό αυτό, ο άγραφος πίνακας, ο µη-χώρος, είναι έτοιµος να δεχθεί τη δράση των ηρώων της παράστασης, οι οποίοι τον οικειοποιούνται είτε προέρχονται από την καλύβα, είτε από το παλάτι. Χωρικά υπερτονίζει το χάσµα που χωρίζει τη φτωχική παράγκα του Καραγκιόζη στα αριστερά, από το σαράι του βεζύρη που δεσπόζει στα δεξιά και είναι ο µόνος τρόπος που εµµέσως αυτά τα δύο σύµβολα συνδέονται. Είναι τα δύο άκρα µιας χωρικής και συµβολικής κλίµακας που ξεκινάει από την πλήρη έλλειψη και φτάνει µέχρι την αφθονία και την υπερβολή, παρατηρείται δηλαδή µια ρήξη στις κλιµακώσεις. Παρόλα αυτά, η καλύβα του Καραγκιόζη εκτός από καταφύγιο για τον ίδιο λειτουργεί και ως κρυψώνα για τα υπόλοιπα πρόσωπα καθώς η αρχέγονη ανάγκη για αυτοπροστασία και κάλυψη δε συνάδει µε το επιβλητικό, µεγαλοπρεπές και ογκώδες παλάτι, αλλά έχει εντυπωθεί στη συλλογική µνήµη σε συνδυασµό µε τον ελάχιστο χώρο, την κάλυψη των βασικών και ελάχιστων αναγκών. 3. «Παιχνίδι» µε το φως και τη σκιά σαν προέκταση Το δίπολο φωτός-σκότους βρίσκει εφαρµογή σε πολλά σηµεία της καθηµερινότητάς µας. Συνήθως, αντιλαµβανόµαστε και τις δύο πτυχές οι οποίες συνυπάρχουν, άλλοτε αρµονικά συµπληρώνοντας η µία την άλλη, και άλλοτε έρχονται σε βίαια ρήξη µεταξύ τους. Η παρατήρηση αυτή αφορά είτε έναν άνθρωπο, µε τη φωτεινή, σαφή, ξεκάθαρη και προφανή εικόνα του από τη µία πλευρά και την πιο σκιερή, ασαφή και δυσκολότερα αντιληπτή που υποβόσκει από την άλλη, είτε έναν τόπο, µια γειτονιά, µια ολόκληρη πόλη.
Η σκιά της πόλης και χωρικές προεκτάσεις Η επιβλητική λεωφόρος των Champs Elysées στο Παρίσι. Ένας άµεσα αντιληπτός άξονας που ανήκει στις φωτεινές πλευρές της πόλης. Πηγή: http://uk.ask.com/ Η µία χωρική προέκταση αφορά τον τρόπο που αντιλαµβανόµαστε τις πόλεις, την αντιληπτική δηλαδή φωτοσκίαση των πόλεων σύµφωνα µε την ψυχολογία του χώρου. Όπως και το πανί του θεάτρου σκιών είναι ανοµοιόµορφα φωτισµένο, υπάρχουν δηλαδή σκοτεινές και πιο φωτεινές περιοχές, έτσι και στις πόλεις υπάρχουν οι φωτεινές συνοικίες, οι λαµπερές λεωφόροι, οι µεγάλες πλατείες κλπ. από τη µία πλευρά και από την άλλη τα στενά, σκοτεινά δροµάκια, τα ιστορικά κέντρα µε τον δαιδαλώδη ιστό που προκαλούν προβληµατισµό και καλλιεργούν ένα µυστήριο. Για παράδειγµα στην Αθήνα η πλατεία Οµονοίας, η πλατεία Συντάγµατος, ο οδικός άξονας της Πανεπιστηµίου και της Σταδίου, η Ακρόπολη ως τοπόσηµο είναι φωτεινές, άµεσα αντιληπτές περιοχές σε αντίθεση µε τις γειτονιές της Πλάκας και του Ψυρρή που χαρακτηρίζονται από µια περιπλοκότητα στην αντίληψη και είναι νοερά γραµµοσκιασµένες ως σκοτεινές. Οι έντονες αντιθέσεις φωτοσκίασης είναι αυτές που κάνουν τις πόλεις πιο ωραίες και οι πιο ενδιαφέρουσες και συµβάλλουν σηµαντικά στην αναγνωρισιµότητα και την αναγνωστικότητα του τόπου. Όσον αφορά στις αρχέτυπες µορφές της «καλύβας» και του «παλατιού» που υπάρχουν στο θέατρο σκιών, κάνοντας µια αναγωγή σε επίπεδο πόλης, θα λέγαµε ότι αυτές συνυπάρχουν και µάλιστα τις συναντάµε αρκετά συχνά. Αυτό θα µπορούσε µορφολογικά και αρχιτεκτονικά να µεταφραστεί στην αντίθεση ανάµεσα στα κτίσµατα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που τείνουν να εκλείψουν, υπάρχουν όµως για να µας θυµίζουν τί µπορεί να καταφέρει ο άνθρωπος µε τα ελάχιστα διαθέσιµα υλικά, εκµεταλλευόµενος την πρώτη ύλη απευθείας από τη φύση µε σκοπό να καλύψει τις ελάχιστες ανάγκες του. ίπλα σε αυτά δρουν «ανταγωνιστικά» τα σύγχρονα πολυώροφα κτίρια, απρόσωπα πολλές φορές και ασύνδετα µε το γύρω ιστό, που όµως επιδιώκουν να αυτοπροβάλλονται και αποτελούν συχνά τη «βιτρίνα» της πόλης. Υπάρχει µια δυναµική σχέση µεταξύ των δύο µορφών κτισµάτων, αµφίδροµες επιρροές και επιθυµία-ανάγκη για επιβολή.
Η καλύβα ως ιδεολογικό τοπόσηµο µπορεί να θεωρηθεί ένα διαχρονικό σύµβολο, ενώ από την άλλη το παλάτι είναι ταυτόχρονα και χωρικό γιατί είναι επιβλητικό και ξεχωρίζει από µακριά. Ακόµη, σε µια πιο τολµηρή αναγωγή θα µπορούσαµε να παραλληλίσουµε µια ολόκληρη πόλη µε την καλύβα του Καραγκιόζη συλλογιζόµενοι θέµατα δυσλειτουργίας, κλονισµού θεσµών, κρίσης οικονοµικής και κοινωνικής και γενικά ενός απροσδιόριστου χάους που προκαλεί σύγχυση, τη βάζει στο περιθώριο και περιορίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης και εξέλιξής της. Η σκιά του εγώ µας Κάθε άνθρωπος, εκτός από τη φωτεινή πλευρά, έχει και ένα πιο σκοτεινό κοµµάτι, το αρνητικό του µέρος, που είναι η σκιά του. Αυτή σύµφωνα µε τον C.G.Joung δεν αποτελεί το σύνολο του ασυνείδητου και έχει τις ρίζες της σε συλλογικές ψυχικές καταστάσεις. Η σκιά συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά στοιχεία που υπάρχουν στο χαρακτήρα του ανθρώπου και για διάφορους λόγους δεν έχουν εκφραστεί, δεν έχουν έρθει στην επιφάνεια. Στον εαυτό µας αδυνατούµε να τα αναγνωρίσουµε, ενώ όταν προβάλλουµε στους άλλους τη σκοτεινή µας πλευρά, εκεί είµαστε σε θέση να εντοπίσουµε όλα τα αρνητικά σηµεία που στην ουσία είναι το σύνολο των ελαττωµάτων µας. Εξάλλου και ο Ελβετός ψυχίατρος µιλώντας για την ασυνείδητη πλευρά του εγώ µας, υποστηρίζει ότι για να αντιµετωπίσουµε τους δαίµονες πρέπει να τους προσωποποιήσουµε. Έτσι, στον άνθρωπο που έχουµε απέναντί µας και στον οποίο έχουµε προβάλει τη σκιά µας, φορτώνουµε όλα τα κακά χαρακτηριστικά και συναισθήµατα, επιτρέποντας στη συνείδησή µας να ξαλαφρώσει, αφού πλέον η ευθύνη έχει µετατοπιστεί, έχει φύγει από µας. Στο θέατρο σκιών ο θεατής βλέπει τη σκιά της κάθε µορφής η οποία φορτώνεται κι αυτή µε τη σειρά της όλα τα ελαττώµατα που δεν µπορεί να φέρει η ιδανική µορφή. Έρχεται αντιµέτωπος µε την ίδια του τη ζωή και αντιλαµβάνεται πράγµατα και χαρακτηριστικά που ίσως να µην είχε µπει στη διαδικασία να τα κατανοήσει ή να µην τους είχε δώσει την αρµόζουσα σηµασία. Στην πραγµατική ζωή ο κάθε άνθρωπος για να θεωρείται ολοκληρωµένος θα πρέπει να έχει επίγνωση της σκιάς που ρίχνει, να γνωρίζει δηλαδή τις αδυναµίες και τα ελαττώµατά του έτσι ώστε να µπορεί να τα ελέγχει. Εναπόκειται δηλαδή στον καθένα το πώς θα διαχειριστεί και πώς θα διαπραγµατευτεί µε τη σκιά του, πώς θα την εκφράσει. Επιπλέον, θα πρέπει
να υπάρχει µια ελεγχόµενη ανισορροπία έτσι ώστε η σκοτεινή πλευρά να µην υπερνικήσει τη φωτεινή. Τέλος, να σηµειώσουµε ότι η σκιερή πλευρά ενός ατόµου είναι πιθανόν να έχει άµεση επίπτωση και στον ίδιο τον τόπο. Τέτοια παραδείγµατα µπορούµε να αντλήσουµε από τον κόσµο των παραµυθιών που είναι επίσης µια εύκολα αναγνώσιµη πηγή αντιφάσεων και συµβολισµών. Στο παραµύθι της «Ωραίας Κοιµωµένης», για παράδειγµα, το σκοτεινό σηµείο της κοπέλας, το ελάττωµά της, είναι η επιπολαιότητά της και αυτό αποδεικνύεται ικανό να βυθίσει σε ύπνο ένα ολόκληρο βασίλειο για διάστηµα εκατό χρόνων. Αντίστοιχα, στην «Πεντάµορφη και το τέρας», το σκιερό κοµµάτι του εαυτού του πρίγκηπα µεταφράζεται στην υπεροψία του και έχει τόσο µεγάλη ισχύ που καταλαµβάνει όλο το παλάτι γύρω του. Σχέση του θεάτρου σκιών µε τον εξπρεσιονιστικό κινηµατογράφο Στο σηµείο αυτό, θεωρούµε σκόπιµο να αναφέρουµε τη σηµασία των φωτοσκιάσεων και ειδικότερα της σκιάς στον κινηµατογράφο ως ένα παραλληλισµό µε το θέατρο σκιών. Ο σκηνοθέτης Τζον Μπούρµαν έχει πει: «Ο κινηµατογράφος είναι η διαδικασία µετατροπής του χρήµατος σε φως. Οι ταινίες δηµιουργούν την ψευδαίσθηση της πραγµατικότητας και η τέχνη του φωτισµού η ισορροπία του φωτός και της σκιάς, το παιχνίδι των χρωµάτων στην οθόνη, η τοποθέτηση και η κίνηση της κάµερας κρίνουν σε µεγάλο βαθµό την επιτυχία ή αποτυχία ενός έργου». Το ίδιο συµβαίνει και στο θέατρο σκιών αφού στην ουσία εκείνο που βλέπει ο θεατής είναι οι σκιές που πέφτουν πάνω στο πανί και οι προβολές των χρωµάτων. Πρόδροµος της τεχνικής των φωτοσκιάσεων στον κινηµατογράφο ήταν η Γερµανία, µε τη λεγόµενη εξπρεσιονιστική σχολή της, η οποία βέβαια αξιοποίησε εκτός της σκιάς και το συµβολισµό, αλλά και τις παραµορφώσεις. Λάµψεις και φώτα, αλλά και ύποπτες σκιές -που επειδή δεν µπορούν να ερµηνευτούν προκαλούν φόβοσυµβολισµοί και παραµόρφωση της πραγµατικότητας, είναι τα εργαλεία ενός «εξπρεσιονιστικού τρόµου» στις Γερµανικές ταινίες, ιδίως του βωβού κινηµατογραφου, µέχρι το 1930. Από το 1895 µέχρι το 1930, όταν ο κινηµατογράφος πέρασε από τα πρώτα στάδια της τεχνικής του, θά έλεγε κανείς ότι αξιοποίησε τα λιτά του µέσα στο έπακρο και ιδίως το φως και τη σκιά. Εάν το συνδυάσουµε µε τη θεατρικότητα των πρώτων
χρόνων του κινηµατογράφου και τον έντονο συµβολισµό, βρίσκουµε κάποιες αναφορές µε τον Καραγκιόζη, που όµως δεν είχε στόχο να προκαλέσει το φόβο των θεατών. Άλλωστε, το θέατρο σκιών προηγήθηκε κατά έναν αιώνα και περισσότερο του κινηµατογράφου. Ενδεικτικά αναφέρουµε τις πρωτοποριακές γερµανικές ταινίες: «Το εργαστήρι του ρ Καλιγκάρι» (1920) του Ρόµπερτ Βήνε, «Νοσφεράτου» (1921) του Φ.Μουρνάου και «Οι ιππότες της οµίχλης» (1924) του Φριτς Λάγκ που αποτελούν το καλύτερο δείγµα της Σύνθεση µε βάση την ταινία «Το εργαστήρι του Dr Caligari». Πηγή: http://www.artissimo.gr/ εξπρεσιονιστικής Σχολής και βρήκαν στη συνέχεια πολλούς µιµητές σε Ευρώπη και Αµερική και ακόµη το «ράκο του Ντίσελντορφ» (1931) του Φρίτς Λάγκ. Επίλογος Ανακεφαλαιώνοντας όσα ήδη αναλύθηκαν πιο πάνω θα λέγαµε ότι το θέατρο σκιών έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση, την ψυχαγωγία και τη λύτρωση ενός ολόκληρου λαού. Ο Έλληνας Καραγκιόζης µε την παρέα του αποτελούν µικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας και ειδικότερα αντικατοπτρίζουν και αναπαριστούν ό,τι διαδραµατίζεται καθηµερινά σε µια γειτονιά µε τα αντίθετά της, τα φωτεινά και σκιερά της σηµεία. Σε εθνικό επίπεδο επίσης πολλές φορές το θέατρο του Καραγκιόζη γίνεται χώρος όπου σφυρηλατείται το πατριωτικό αίσθηµα, όπως για παράδειγµα την περίοδο των Βαλκανικών πολέµων το 1912. Στις δύσκολες καταστάσεις εξάλλου είναι που ο άνθρωπος ανατρέχει στις αρχέγονες αναφορές του και όπως αναφέρει ο Τζούλιο Καΐµης στο βιβλίο του Η αρχαία κωµωδία στην ψυχή του θεάτρου σκιών : «[...] Η ανθρώπινη ψυχή, ιδίως όταν διατρέχει µια περίοδο που ονοµάζουµε παρακµής, δεν είναι ποτέ στερηµένη από το ζωντανό πρωτόγονο στοιχείο της».
Τα απλοϊκά µέσα, µια σκηνή, ένα σεντόνι και µια λάµπα, είναι ικανά να φέρουν στην επιφάνεια και να ξυπνήσουν συλλογικές µνήµες. Είναι µια σειρά ποιοτικών εργαλείων που σκιαγραφούν το χαρακτήρα του Έλληνα µέσα από τις ποικίλες εκφάνσεις του και µας τροφοδοτούν µε σκέψεις και προβληµατισµούς για τον εαυτό µας, τον τρόπο, αλλά και τον τόπο όπου ζούµε. Τα αρχέτυπα και οι διπολικές σχέσεις που παρουσιάζονται µέσα στις παραστάσεις του θεάτρου σκιών είναι αυτά που συναντάµε και στην καθηµερινότητά µας. Τελικά, το λαϊκό αυτό θέαµα, που έχει επιβιώσει µέσα από πολλές αντίξοες συνθήκες και καταστάσεις στο πέρασµα των χρόνων, έχει µείνει αναλλοίωτο και εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έµπνευσης, αλλά και ατοµικό και συλλογικό «καταφύγιο» χάρη στις αρχέγονες ρίζες του. Αναφορές Βιβλιογραφία: Βογιατζής, Φ. (1995), Το θέατρο σκιών στη Θεσσαλία, Εκτυπωτική Καρδίτσας Καϊµη, Τζ. (1935), Καραγκιόζης ή η αρχαία κωµωδία στην ψυχή του θεάτρου σκιών, µτφ. Μέκκας Κ., Μήλιας Τ., Εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 1990 Σπαθάρης, Σ. (1992), Αποµνηµονεύµατα και η τέχνη του Καραγκιόζη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα Στεφάνου, Ιουλ., Στεφάνου, Ιωσ. (1999), Περιγραφή της εικόνας της πόλης, Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα Τριανταφύλλου, Γ. (2010), Αρχέτυπα: από τις καλύβες και τα µαντριά στη σύγχρονη τέχνη και αρχιτεκτονική, Κ.Α ΑΜ Εκδοτική Roussel, L. (1921), Karagheuz ou, Un theatre d' ombres a Athènes, Imprimerie de la Cour Royale A. Raftanis Winnert, D. (1995), Ιστορία του κινηµατογράφου, Εκδόσεις Μανιατέας, Αθήνα Επί τόπου επίσκεψη στο:
Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών ήµου Αµαρουσίου Ιστότοποι: http://topaliatzidiko.blogspot.com http://www.yousouroum.gr/ http://karagiozis.forumgreek.com/ Προτεινόµενη βιβλιογραφία: Γραµµένος, Μ. (1973), Ο Καραγκιόζης. ώδεκα κωµωδίες και το χρονικό του θεάτρου των σκιών, Εκδόσεις Άγκυρα αµιανάκος, Σ. (1993), Θέατρο σκιών: παράδοση και νεωτερικότητα, µτφ. Σπανός Γ.- Μιχάλη Α. Καλούµενος, Θ. (1981), Σκέψεις για το σύµβολο Καραγκιόζης και µια εικονογραφηµένη ιστορία Πούχνερ, Β. (1985), Οι βαλκανικές διαστάσεις του Καραγκιόζη, Εκδόσεις «στιγµή» Σηφάκης, Γ. (1984), Η παραδοσιακή δραµατουργία του Καραγκιόζη, Εκδόσεις «στιγµή» Χατζηπανταζής, Θ. (1984), Η εισβολή του Καραγκιόζη στην Αθήνα του 1890, Εκδόσεις «στιγµή» Το λαϊκό λαχείο κυκλοφορεί µε τη φιγούρα του Σιορ ιονύσιου από το θέατρο σκιών του Μπ.Ρουµελιώτη