Τράπεζα θεμάτων Αρχαία Κατεύθυνσης Β Λυκείου GI_V_AEGP_0_17102 Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Β. 1. Επιπλέον, κύριοι βουλευτές, αν βέβαια υπηρέτησα στο ιππικό δε θα το αρνιόμουν σαν να είχα κάνει κάτι φοβερό, αλλά θα είχα την αξίωση, να εγκρίνεται η εκλογή μου ως βουλευτή εάν θα αποδείκνυα ότι κανένας από τους πολίτες δε ζημιώθηκε από εμένα. Άλλωστε βλέπω ότι και εσείς έχετε την ίδια γνώμη, και γι αυτό βλέπω ότι πολλοί από αυτούς που υπηρέτησαν τότε στο ιππικό είναι βουλευτές, και ότι πολλοί από αυτούς έχουν εκλεγεί με ανάταση των χεριών στρατηγοί και ίππαρχοι. Επομένως να έχετε υπόψη σας ότι για κανέναν άλλο λόγο, δεν κάνω την απολογία αυτή, παρά γιατί τόλμησαν (οι κατήγοροι) ολοφάνερα να πουν ψέματα εναντίον μου. Ανέβα, λοιπόν, στο βήμα για μένα (ή για χάρη μου) και κατέθεσε ως μάρτυρας.
Β. 2. Η σύνδεση με τη σοφιστική είχε ως συνέπεια την αποδοκιμασία της ρητορικής από ηθική και παιδαγωγική άποψη. Η κριτική αυτή αναπτύχθηκε κυρίως από τον Πλάτωνα στους διάλογους του «Γοργίας» και «Φαῖδρος». Πράγματι ο Γοργίας, όπως και οι περισσότεροι σοφιστές, αρνείται ότι υπάρχει αντικειμενική γνώση και επομένως αντικειμενική αλήθεια και ηθική. Ο Πρωταγόρας είχε διατυπώσει την άποψη ότι για κάθε ζήτημα υπάρχουν δύο λόγοι (απόψεις) αντίθετοι μεταξύ τους με την απαίτηση να είναι και οι δύο συγχρόνως εξίσου αληθινοί («δισσοί λόγοι»). Η ρητορική λοιπόν ως «πειθοῦς δημιουργός», ως τεχνική δηλαδή που έχει στόχο να πείσει, δεν ενδιαφέρεται να ανακαλύψει και να διδάξει τα αληθινά και τα δίκαια, αφού αυτά σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές δεν υπάρχουν, αλλά να εκθέσει τα «εἰκότα», δηλαδή τα πιθανά, τα αληθοφανή, αυτά που μοιάζουν να είναι, κι ας μην είναι, αληθινά, φθάνει να συμφέρουν τον ρήτορα ή τον πελάτη του. Είναι φανερόν ότι οι μαθητές των σοφιστών χρησιμοποίησαν τη γνώση της ρητορικής για να στρεψοδικούν στα δικαστήρια και να δημαγωγούν στις συνελεύσεις. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο ίδιος λογογράφος δεν είχε ηθικούς δισταγμούς να συντάσσει πολλές φορές δύο λόγους, έναν για τον κατηγορούμενο κι έναν για τον κατήγορο, στην ίδια δίκη! Ο Πλάτων αρνείται να χαρακτηρίσει επιστήμη ή τέχνη τη ρητορική, αφού δεν έχει καθορισμένο αντικείμενο να διδάξει ούτε αξιόπιστη μέθοδο. Κατ' αυτόν είναι απλώς μια εμπειρία, μια ικανότητα, ένα όργανο μόνον απάτης στον χωρίς ηθικούς φραγμούς αγώνα του δημόσιου βίου. Ο ρήτορας, ακόμη και αθέλητα, οδηγείται στην απάτη, αφού δεν έχει γνώση («ἐπιστήμην»), αλλά γνώμη μονάχα («δόξαν») για το θέμα με το οποίο τυχόν ασχολείται. Β. 3. Ήθος Μαντιθέου Ο Μαντίθεος παρουσιάζεται πάλι ως ενάρετος, ειλικρινής και έντιμος άνθρωπος. Πρόκειται για έναν αξιοπρεπή και συμπαθή Αθηναίο πολίτη. Ο Λυσίας, που γνωρίζουμε ότι προσάρμοζε τους λόγους του στους χαρακτήρες των προσώπων για τα οποία έγραφε, τον παρουσιάζει εξαιρετικά ευφυή, αφού επιλέγει ως γραμμή υπεράσπισης του απέναντι στην κατηγορία αρχικά τη μη συμμετοχή και έπειτα το υποθετικό ενδεχόμενο συμμετοχής και τη μη κακοποίηση των πολιτών. Δείχνει ότι διεκδικεί τα δικαιώματά του, ότι είναι αποφασιστικός, θαρραλέος και επιμένει στην αντιμετώπιση της δοκιμασίας. Είναι άψογος, φιλαλήθης και καλός πολίτης που δεν αδίκησε κανέναν Αθηναίο. Είναι ειλικρινής, δεν θα είχε ενδοιασμό να ομολογήσει ότι υπηρέτησε στο ιππικό αν όντως συνέβαινε κάτι τέτοιο και να προχωρήσει στη δοκιμασία. Επίσης είναι βαθύς γνώστης της ψυχολογίας των Αθηναίων αφού ξέρει πώς να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά ακράδαντα στοιχεία όπως η εγκυρότητα του
καταλόγου των φυλάρχων. Αξιοποιεί την αμφιβολία ενοχής τονίζοντας πως αν είχε όντως υπάρξει ιππέας θα έπρεπε να υπάρχει κάποια μαρτυρία που να επιβεβαιώνει ότι έβλαψε κάποιον πολίτη. Παρουσιάζεται επίσης ασυμβίβαστος με οτιδήποτε είναι ψευδές και άδικο γι αυτό και νιώθει τέτοια αγανάκτηση. Τέλος είναι εφευρετικός αφού ξέρει να επιλέγει επιχειρήματα που φαίνονται ακλόνητα και αποτελεσματικά όπως η αναξιοπιστία του σανιδίου και η εγκυρότητα των καταλόγων. Ήθος κατηγόρων Οι κατήγοροι του είναι άνθρωποι φαύλοι, ανειλικρινείς που χρησιμοποίησαν τις ψευδολογίες εναντίον του, προφανώς υποκινούμενοι από φθόνο. Οι κατήγοροι παρουσιάζονται κακοήθεις, ανήθικοι και συκοφάντες ως άνθρωποι που κινούνται από ταπεινά κίνητρα, αφού προσπαθούν να βλάψουν έναν πολίτη δημοκρατικό και ενάρετο. Είναι άνθρωποι ιδιοτελείς, καιροσκόποι και ανάξιοι εμπιστοσύνης. Επισημαίνοντας ότι το κίνητρο της κατηγορίας τους ήταν ο φθόνος, αντιπαραθέτει στο δικό του ειλικρινές ήθος το φαύλο ήθος των κατηγόρων του. Με το επίρρημα «περιφανώς» τονίζει το μέγεθος της αναξιοπιστίας τους, γιατί εφόσον ψεύδονται τόσο φανερά δεν βλάπτουν μόνο εκείνον αλλά δεν σέβονται και τη βουλή. Πρόκειται για ανθρώπους που επιδιώκουν δίκες για να σπιλώνουν την τιμή αθώων πολιτών όπως ο Μαντίθεος. Ήθος βουλευτών Στην παράγραφο 8 ο ρήτορας με τη φράση «ὁρῶ δὲ καὶ ὑμᾶς ταύτῃ τῇ γνώμῃ χρωμένους» φαίνεται ότι επιχειρεί να παρουσιάσει το ήθος και τις απόψεις του να συμφωνούν με το ήθος και τις απόψεις των βουλευτών. Όλοι αυτοί θα είναι οι χρηστοί πολίτες, ενώ οι κατήγοροι οι φαύλοι. Οι βουλευτές παρουσιάζονται σοβαροί πολίτες που δεν θεωρούν αξιοκατάκριτη την υπηρεσία στο ιππικό αλλά τη κατάχρησή της. Ο Μαντίθεος αφού έχει ήδη αναφέρει την κατηγορία εναντίον του ότι υπηρέτησε ως ιππέας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης των Τριάκοντα, θα προσπαθήσει στις παραγράφους 6-8 να αντικρούσει αυτήν την κατηγορία. Ο Μαντίθεος με τη φράση «ἐκείνοις τοῖς γράμμασιν» εννοεί τον κατάλογο των ιππέων που είχαν συντάξει οι φύλαρχοι. Γράμματα ήταν οι ονομαστικοί κατάλογοι που συνέτασσαν οι φύλαρχοι με τα ονόματα των ιππέων, που υπηρετούσαν τους Τριάκοντα τυράννους και υποχρεούνταν να επιστρέψουν στο δημόσιο το χρηματικό επίδομα που έλαβαν. Αν οι φύλαρχοι παρέλειπαν κάποια ονόματα ήταν αναγκασμένοι να πληρώσουν οι ίδιοι το ποσό. Ακριβώς για αυτό το λόγο η σύνταξη των καταλόγων ήταν υπεύθυνη και πολύ προσεκτική αφού οι κατάλογοι θεωρούνταν δημόσια έγγραφα. Καθετί που είναι δημόσιο έγγραφο θεωρείται
σοβαρό, αυθεντικό και ανόθευτο, άρα έγκυρο και αξιόπιστο. Επιπλέον η παράδοση αυτών των καταλόγων ως επίσημων εγγράφων στη Βουλή απέκλειε οποιαδήποτε αλλοίωση της. Το σανίδιον από την άλλη ήταν μικρή ξύλινη πινακίδα επικαλυμμένη με γύψο. Η πινακίδα ήταν εκτεθειμένη σε κοινή θέα, μάλλον στην Αγορά και έτσι κάθε Αθηναίος μπορούσε να δει ποιοι από τους συμπολίτες του υπηρέτησαν ως ιππείς. Ο Μαντίθεος υποστηρίζει ότι η εγγραφή στο σανίδιον ήταν αναξιόπιστη. Κανένας δεν ήταν υπεύθυνος για την προστασία ή τη φύλαξη του σανιδίου. Ακριβώς όμως επειδή η πινακίδα ήταν εκτεθειμένη μπορούσε κάποιος να σβήσει ή να γράψει κάποιο όνομα και να αλλοιώσει το περιεχόμενο του από προσωπικό συμφέρον, έχθρα, κακία και μίσος. Επομένως δεν ήταν ορθό και σωστό οι δικαστές να λάβουν την αναγραφή στο σανίδιο ως απόδειξη συμμετοχής στο σώμα των ιππέων. Με το «ῥᾴδιον ἦν» ο Μαντίθεος προσπαθεί να μειώσει την αξιοπιστία και εγκυρότητα του σανιδίου, όπου αναγραφόταν το όνομά του και αποτελεί ενοχοποιητικό στοιχείο. Με το «ἀναγκαῖον ἦν» ενισχύει την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των καταλόγων στους οποίους ήταν γραμμένα τα ονόματα όσων έπαιρναν τις καταστάσεις γιατί οι φύλαρχοι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί στη σύνταξη τους. Διαφορετικά θα υφίσταντο τις συνέπειες των παραλείψεων τους, πληρώνοντας οι ίδιοι το ποσό. Ο Μαντίθεος καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι οι βουλευτές δικαιολογημένα μπορούν να εμπιστεύονται τους καταλόγους στους οποίους ήταν γραμμένα τα ονόματα όσων πραγματικά υπηρέτησαν ως ιππείς και πήραν το επίδομα παρά να δίνουν σημασία στο σανίδιο. Η αποδεικτική ισχύς του καταλόγου είναι σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη του σανιδίου. Β. 5.α. ἐκ + ἀλείφομαι φυλή + ἄρχω στρατός + ἄγω κατά + ψεύδομαι ἀνά + βαίνω
Β. 5.β. ποίησις ἀπολογέομαι -οῦμαι ἀδικώτερον ἐπίσταμαι ἀπό + δείκνυμι Επιμέλεια: Καραμούζη Παπαδημητρίου Κατερίνα