ΑΠ 1643/1998 Περίληψη Κήρυξη της αθωότητας του αναιρεσείοντος από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο σε περίπτωση καταδίκης του από το δικαστήριο της ουσίας κατ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως (: άρθρο 229 ΠΚ), δεδομένου ότι η καταχώρηση κειμένου στην εφημερίδα, δεν αποτελεί αναφορά του κατηγορουμένου προς την αρχή. Αριθμός 1643/1998 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Αρβανίτη, Ανδρέα Κατράκη, Κωνσταντίνο Τζένο και Στυλιανό Μοσχολέα-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.- Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Χρήστου Αναστασόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου.- Συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριο του Καταστήματος αυτού στις 17 Νοεμβρίου 1998 για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντοςκατηγορουμένου: Χ. Ψ. του Σ., κατοίκου Αθηνών, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Γεώργιο Μαύρο και Παναγιώτη-Κοσμά Βασιλακόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3724, 3988, 3989//1998 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Κ. Λ., κάτοικο Αθηνών, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Δημήτριο Παππά και Χριστόφορο Αργυρόπουλο.- Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών την απόφασή του με αριθμό 3724, 3988, 3989/1998 διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν.- Και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητάει τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Απριλίου 1998 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 693/1998 ως και τους από 10 Αυγούστου 1998 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως.- Α κ ο υ σ ε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που και με προφορική ανάπτυξη στο ακροατήριο, ζήτησαν όσα αναφέρονται και στα σχετικά πρακτικά. Και Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.- ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 362 και 363 του ΠΚ, περιλαμβάνει, αντικειμενικώς τον ισχυρισμό από τον υπαίτιο ενώπιον τρίτου ή τη διάδοση γεγονότος, πρόσφορου να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου και υποκειμενικώς τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, καθώς και τη θέλησή του να ισχυριστεί ενώπιον τρίτου, η να διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ακόμη απαιτείται, το γεγονός στο οποίο αναφέρεται ο ανωτέρω ισχυρισμός ή η
διάδοση να είναι ψευδές και ο δράστης να γνωρίζει την αναλήθεια αυτού. Η γνώση του δε αυτή, στην καταδικαστική απόφαση, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με την παράθεση των περιστατικών που τη δικαιολογούν.- Εξάλλου, η δικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα (άρθρ. 93 παρ.3) και τον νόμο (άρθρ. 139 ΚΠοινΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σε αυτήν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικά ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί να προσδιορίζονται απλώς κατά κατηγορία, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα απ' αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου. Πρέπει όμως να προκύπτει από την απόφαση, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα για να καταλήξει στην κρίση του και όχι μόνον μερικά από αυτά.- Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής της διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού με διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν, σε σχέση με την αξιόποινη πράξη της δια του τύπου συκοφαντικής δυσφημήσεως, τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος Μ. Ψ., εκδότης και διευθυντής της ημερήσιας πολιτικής εφημερίδας «ΤΟ ΟΝΟΜΑ», που εκδίδεται στην Αθήνα και κυκλοφορεί σε ολόκληρη την Ελλάδα, δια του τύπου ως οργάνου, ισχυρίστηκε και διέδωσε και ειδικότερα καταχώρησε (δημοσίευσε) στο υπ' αριθμ. 288 της 22-2-1996 φύλλο της εφημερίδας του, κείμενο με τον τίτλο «Μίζα 4,5 δις τσέπωσε ο Λ.» και παράτιτλο «ΤΟ Π. στέλνει τον Υπουργό Π. στον Εισαγγελέα». Στο κείμενο (δημοσίευμα) αυτό, ανέφερε για τον πολιτικώς ενάγοντα Κ. Λ., ο οποίος ήταν τότε Υπουργός Π., μεταξύ των άλλων ψευδών γεγονότων, ότι έγινε κατάθεση ποσού 25.000.000 γερμανικών μάρκων σε λογαριασμό που τηρεί αυτός και η σύζυγός του στο υποκατάστημα της Τράπεζας Dresdner Bank στη Γενεύη, ποσό το οποίο αποτελεί την πρώτη δόση συνολικής προμήθειας (μίζας), που συμφώνησε ο πολιτικώς ενάγων να
λάβει από γερμανούς επιχειρηματίες, λόγω της ιδιότητάς του ως Υπουργού Π., προκειμένου να αναθέσει σ' αυτούς την κατασκευή του αεροδρομίου των Σπάτων. Ότι το περί των ανωτέρω τραπεζικό έγγραφο της Dresdner Bank, το οποίο δημοσίευσε, είναι γνήσιο και ακριβές και εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα, της Κυβερνήσεως και της Βουλής. Ότι ο πολιτικώς ενάγων έχει αλυσίδα καταστημάτων με ρούχα, καθώς και ότι με κόλπο ανετέθη το Μετρό Θεσσαλονίκης στον Ε.. Με το δημοσίευμά του αυτό, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε και διέδωσε δια του τύπου, προς τους αναγνώστες της εφημερίδας του, σχετικά με τον πολιτικώς ενάγοντα, τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα, τελώντα εν γνώσει της αναλήθειας αυτών και ότι τα ως άνω ψευδή γεγονότα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος. Στη συνέχεια το Εφετείο, αιτιολογώντας ειδικότερα την παραδοχή του, ότι ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψευδούς των ανωτέρω γεγονότων, δέχτηκε ότι η γνώση του αυτή, αποδεικνύεται ιδίως από τα εξής: 1) Από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, λίγες ημέρες πριν από την καταχώρηση του ως άνω δημοσιεύματος στην εφημερίδα του, είχε προαναγγείλει ότι πρόκειται να δημοσιεύσει μία βαρυσήμαντη δήλωση, 2) Από τις δηλώσεις του εκπροσώπου της Dresdner Bank,ονόματι Κ., αναφορικά με την πλαστότητα του ως άνω τραπεζικού εγγράφου (extrait), τις οποίες η απόφαση μνημονεύει αναλυτικά, με το συμπέρασμα τούτου ότι ο επίμαχος λογαριασμός είναι ανύπαρκτος και με την παραδοχή ότι το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε και από την έγγραφη με χρονολογία 23-10-96 απάντηση της ίδιας της Τράπεζας. 3) Από την ένορκη κατάθεση του Ν. Ζερβονικολάκη, ο οποίος κατέθεσε ότι «όταν τα διάβασα του είπα (του κατηγορουμένου) να μην τα δημοσιεύσει» κ.λ.π. 4) Από την ανυπαρξία, αν όχι των προσώπων, τουλάχιστον της ιδιότητας των ως μελών του Π., των Σ., που φέρονται ότι έχουν υπογράψει την έγγραφη καταγγελία που καταχωρήθηκε στο ως άνω δημοσίευμα, όπως με κατηγορηματικότητα κατέθεσε ιδίως ο μάρτυρας Δημ. Κ., ο οποίος, πλην των άλλων, κατέθεσε ότι όλα όσα αναφέρονται στο δημοσίευμα αυτό είναι ψευδή και δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, γιατί στην αντίθετη περίπτωση, τόσο ο ίδιος, όσο και τα μέλη του Π. που εκπροσωπεί, θα ήταν σύμμαχοι του κατηγορουμένου. 5) Από το γεγονός ότι η εφημερίδα «Το όνομα» μεταφράστηκε και απεστάλη από τον πρόεδρο της γαλλικής κοινοπραξίας, που είχε μειοδοτήσει στον διαγωνισμό για το αεροδρόμιο των Σπάτων, στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ. Σ., προκειμένου να ακυρωθεί η διαδικασία κατασκευής του ανωτέρω έργου, πράγμα το οποίο δεν έγινε δεκτό. Και 6) από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, (πλην ορισμένων), οι οποίοι μάρτυρες κατέθεσαν ότι ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει, κατά τον χρόνο καταχωρήσεως του δημοσιεύματος στην εφημερίδα του, ότι τα γεγονότα που αναφέρονται σ' αυτό ήταν ψευδή, όπως προκύπτει9 ιδίως εκ του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος είχε αρχίσει τη δημοσίευση, πριν από την 22-2-1996 που έγινε το επίμαχο δημοσίευμα και εξακολούθησε αυτήν επί μακρό χρονικό διάστημα, μέχρι την έκφραση της λύπης του για το δημοσίευμα και τη δημόσια συγνώμη που ζήτησε. Ενόψει όλων τούτων, καταλήγει το Εφετείο, το Δικαστήριο πείσθηκε απολύτως ότι ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει, κατά τον χρόνο καταχωρήσεως του δημοσιεύματος στην εφημερίδα του, ότι τα αναφερόμενα στο δημοσίευμα γεγονότα, ήταν όχι μόνο δυσφημιστικά για τον πολιτικώς ενάγοντα, αλλά και αναληθή. Με βάση δε τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο,
συκοφαντικής δια του τύπου δυσφημήσεως του πολιτικώς ενάγοντος και του επέβαλε για την πράξη αυτή ποινή φυλακίσεως τριών ετών. Με αυτά που δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που αναφέρθηκε στην νομική σκέψη, εκθέτοντας με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την κρίση του για τη συνδρομή όλων των επί μέρους στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως δια του τύπου, τις αποδείξεις από τις οποίες τα συνήγαγε, καθώς επίσης τους συλλογισμούς υπαγωγής τούτων στις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 27, 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ και άρθρου μόνου του ν. 2243/94, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να παραβιάσει ούτε αμέσως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, παρέθεσε η απόφαση και έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, παρά το αναγραφόμενο στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεως, «από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο», αφού σε δύο τουλάχιστον σημεία του ίδιου σκεπτικού, γίνεται σαφής αναφορά στην κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και συγκεκριμένα κατά τη μνεία της μη αποδοχής υπό του τελευταίου, της συγνώμης που ζήτησε ο κατηγορούμενος (σελ. 40 αποφάσεως), ως και κατά τη μνεία της προσφυγής του πολιτικώς ενάγοντος στα πολιτικά δικαστήρια προς διεκδίκηση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, για την οποία ο ίδιος κατέθεσε (σελ. 45 εν τέλει του σκεπτικού, σε συνδυασμό με σελίδα 10 στην αρχή της). Περαιτέρω, ενδεικτικά εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, από τον συνδυασμό των οποίων, το Εφετείο ήχθη στην κρίση για όλα τα επίμαχα δυσφημιστικά γεγονότα, ότι ο κατηγορούμενος, κατά τον χρόνο της καταχωρήσεώς των στην εφημερίδα, γνώριζε ότι ήταν ψευδή. Μεταξύ αυτών η απόφαση μνημόνευσε και τις καταθέσεις των μαρτύρων (πλην ορισμένων), οι οποίοι κατέθεσαν ότι ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της αναλήθειας των γεγονότων εκείνων, συνήγαγαν δε τη γνώση του αυτή (όπως δέχεται η απόφαση και ήδη αναφέρθηκε), ιδίως από το ότι είχε αρχίσει τη δημοσίευση πριν από την 22-2-96 και εξακολούθησε αυτήν επί μακρόν, μέχρι την έκφραση της λύπης του για το δημοσίευμα και τη δημόσια συγνώμη που ζήτησε «λίγες ημέρες πριν από τη σημερινή δικάσιμο» (ενώπιον του Εφετείου), όπως επίσης σε άλλο σημείο της η απόφαση δέχεται. Μνεία των λόγων για τους οποίους οι μάρτυρες που κατέθεσαν τα ανωτέρω για τη γνώση του κατηγορουμένου κρίθηκαν περισσότερο αξιόπιστοι από εκείνους οι οποίοι δεν είχαν την ίδια άποψη, δεν ήταν απαραίτητο να γίνει στην απόφαση, για την πληρότητα κατά νόμον της αιτιολογίας της. Ούτε η επιπλέον αναφορά στην ίδια απόφαση και η συνεκτίμηση απ' αυτήν, μεταγενέστερων του επίμαχου δημοσιεύματος περιστατικών, ως ενισχυτικών και αυτών των λοιπών περιστατικών τα οποία το Εφετείο μνημονεύει και εκτιμά ότι υποδηλώνουν τη γνώση του κατηγορουμένου για το ψευδές των δυσφημιστικών γεγονότων, όταν προέβαινε στη δημοσίευσή τους, δημιουργεί λογικά αντίφαση, ή λογικό άλμα στην αιτιολογία της αποφάσεως. Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση για τη γνώση της αναλήθειας από τον κατηγορούμενο, ρητώς καταλαμβάνει και αναφέρεται σε όλα τα κατά τις
παραδοχές της δυσφημιστικά και ψευδή γεγονότα, μεταξύ των οποίων και εκείνο σύμφωνα με το οποίο ο πολιτικώς ενάγων «έχει αλυσίδα καταστημάτων με ρούχα». Το τελευταίο αυτό γεγονός, αναφερόμενο στην απόφαση κατά συνέχεια του πρώτου και βασικού ψευδούς γεγονότος, της καταθέσεως δηλαδή σε λογαριασμό του πολιτικώς ενάγοντος Υπουργού Π., τόσο μεγάλου χρηματικού ποσού ως πρώτης δόσης προμήθειας (μίζας) που συμφώνησε ο πολιτικώς ενάγων να λάβει από γερμανούς επιχειρηματίες, λόγω της ως άνω ιδιότητάς του, για να αναθέσει σ' αυτούς την κατασκευή του αεροδρομίου των Σπάτων, τελεί αναμφιβόλως σε νοηματική αλληλουχία με τούτο και έχει την έννοια ότι ο πολιτικώς ενάγων Υπουργός, έτσι παρανόμως έχει αποκτήσει και αλυσίδα καταστημάτων με ρούχα, οπότε και το γεγονός αυτό καθίσταται πρόσφορο, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος. Ενόψει των όσων εκτέθηκαν ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως και ο δεύτερος από τους πρόσθετους λόγους, που παραδεκτώς κατά το άρθρο 509 παρ.2 του ΚΠΔ έχουν ασκηθεί, με τις μερικότερες αιτιάσεις των οποίων λόγων υποστηρίζονται τα αντίθετα των προηγουμένων και προσάπτεται στην απόφαση έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένη εφαρμογή των προαναφερόμενων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, κατά τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.- Επίσης, εφόσον το Εφετείο ανελέγκτως δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αξιόποινο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, δεν έχει έδαφος εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 367 παρ.1 του ΠΚ, όπως ρητώς ορίζει η 2η παράγραφος του ίδιου άρθρου. 'Ετσι, ορθώς το δικαστήριο δεν εφάρμοσε την ως άνω διάταξη του ΠΚ και απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ο δε αντίθετος δεύτερος λόγος του κύριου δικογράφου της αναιρέσεως, που έχει αυτήν την έννοια (άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠΔ), πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.- Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 364 παρ.1, 369 και 171 παρ.1 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη από το δικαστήριο υπόψη αποδεικτικού εγγράφου το οποίο δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, παρέχουσα λόγον αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, διότι με τον τρόπο αυτόν παραβιάζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, στον οποίο δεν παρέχεται η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του σχετικά με το αποδεικτικό τούτο μέσο. Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη τις δηλώσεις του εκπροσώπου της Dresdner Bank, Κ., σχετικά με την πλαστότητα ορισμένου τραπεζικού εγγράφου (extrait), χωρίς να αναγνωσθεί τέτοιο έγγραφο δηλώσεων του ως άνω προσώπου, με αποτέλεσμα να στερηθεί ο αναιρεσείων της δυνατότητας να επαγάγει τις παρατηρήσεις του και έτσι παραβιάστηκε το δικαίωμα υπερασπίσεως που του παρέχει ο νόμος. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, έχει ως προϋπόθεση ότι οι επίμαχες δηλώσεις του Κορκόφσκι ήσαν γραπτές, παραδοχή όμως, η οποία, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υπάρχει σε αυτήν. Κατά συνέπεια, και ο λόγος αυτός αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, διότι βασίζεται σε ανακριβή προϋπόθεση. Μετά από αυτά, η αναίρεση, κατά το μέρος εκείνο που αναφέρεται στο
έγκλημα της συκοφαντικής δια του τύπου δυσφημήσεως, πρέπει να απορριφθεί.- Η διάταξη του άρθρου 229 παρ.1 του Π.Κ. ορίζει ότι «όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς, ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση». Για τη στοιχειοθέτηση του από την ανωτέρω διάταξη προβλεπόμενου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση, με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Η αρχή προς την οποία γίνεται η μήνυση ή ανακοίνωση, δεν είναι αναγκαίο να είναι και η αρμόδια για τη δίωξη του καταμηνυομένου, γιατί κάθε αρχή, (και μη δικαστική) έχει υποχρέωση να διαβιβάσει την καταμήνυση στην αρμόδια αρχή. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όσον αφορά την άλλη αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως, λαμβάνοντας υπόψη τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δέχτηκε περαιτέρω, ανελέγκτως, τα εξής: Ο κατηγορούμενος, εν γνώσει της αναλήθειας, ανέφερε για άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Συγκεκριμένα προέβη στη δημοσίευση δια του τύπου του ως άνω ψευδούς δημοσιεύματος που αναφέρεται στην πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, όπου εν γνώσει της αναλήθειάς του ανέφερε για τον πολιτικώς ενάγοντα ψευδώς, ότι έχει δωροδοκηθεί και δη ότι έχει λάβει 25.000.000 γερμανικά μάρκα, ως μέρος της συνολικής προμήθειας που συμφώνησε να λάβει από γερμανούς επιχειρηματίες, λόγω της ιδιότητάς του ως Υπουργού Π., προκειμένου να αναθέσει σ' αυτούς την κατασκευή του αεροδρομίου των Σπάτων, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του πολιτικώς ενάγοντος για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Αφού δε στη συνέχεια (το Εφετείο) έχει παραθέσει στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρθηκαν παραπάνω για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, από τα οποία και συνάγει τη γνώση του κατηγορουμένου ότι τα περιστατικά αυτά είναι ψευδή, καταλήγει στο σκεπτικό της αποφάσεώς του ότι «ενόψει τούτων το δικαστήριο πείσθηκε απολύτως ότι ο κατηγορούμενος εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας «Το Ονομα» κατά τον χρόνο της καταχωρήσεως του επίμαχου δημοσιεύματος σ' εκείνη, τελούσε επίσης εν γνώσει ότι τα αναφερόμενα στο δημοσίευμα και υπ' αυτού καταγγελλόμενα γεγονότα ήταν αναληθή και προσθέτως ότι επιδίωκε την ποινική καταδίωξη του μηνυομένου». Κατόπιν αυτών, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως και του επέβαλε γι' αυτήν ποινή φυλακίσεως δύο ετών, ενόψει δε και της προηγούμενης ποινής για τη συκοφαντική δυσφήμηση, του καθόρισε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών. Ετσι όμως, το Εφετείο, με το να υπαγάγει τα ανωτέρω περιστατικά τα οποία δέχθηκε ότι προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στη διάταξη του άρθρου 229 παρ.1 του ΠΚ και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως, εσφαλμένα εφάρμοσε την προαναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη, διότι η γενόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, καταχώρηση του
επίμαχου κειμένου στην εφημερίδα, δεν αποτελεί αναφορά του κατηγορουμένου προς την αρχή, ότι ο πολιτικώς ενάγων τέλεσε την ανακοινούμενη ή καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη. Επομένως, ο τέταρτος πρόσθετος λόγος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, που αφορά την ψευδή καταμήνυση, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την αντίστοιχη καταδικαστική διάταξη, αλλά και ως προς τη διάταξη για τη συνολική ποινή και επειδή δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος της ψευδούς καταμηνύσεως (άρθρ. 518 παρ.1 ΚΠΔ), οπότε δεν συντρέχει και περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως, ούτε για καθορισμό νέας συνολικής ποινής, αφού απομένει μόνον η ποινή για τη συκοφαντική δυσφήμηση, ως προς την οποία η αναίρεση απορρίπτεται.- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -Αναιρεί εν μέρει την υπό τους αριθμούς 3724/98, 3988/98 και 3989/98 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, και συγκεκριμένα την εξ αυτών 3988/98 απόφαση, και μόνον ως προς τη διάταξη αυτής με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος Χ. Στ. Ψ. για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως, καθώς και ως προς τη διάταξη της ίδιας αποφάσεως που καθόρισε συνολική ποινή.- Κηρύσσει αθώο τον ανωτέρω κατηγορούμενο για την πράξη αυτή, δηλαδή ότι εν γνώσει ανέφερε για άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Συγκεκριμένα προέβη στη δημοσίευση στην εφημερίδα «Το Ονομα» της οποίας είναι εκδότης και διευθυντής ( στο φύλλο υπ' αριθμ. 288 της 22-2-1996), ψευδούς κειμένου, όπου, εκτός άλλων, εν γνώσει του ανέφερε για τον πολιτικώς ενάγοντα Κ. Λ., ψευδώς, ότι έχει δωροδοκηθεί και δη ότι έχει λάβει 25.000.000 γερμανικά μάρκα, ως μέρος της συνολικής προμήθειας που συμφώνησε να λάβει από γερμανούς επιχειρηματίες, λόγω της ιδιότητάς του ως Υπουργού Π., προκειμένου να τους αναθέσει την κατασκευή του Αεροδρομίου των Σπάτων, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του πολιτικώς ενάγοντος για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη.- Απορρίπτει κατά τα λοιπά την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.- -Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1998.- - Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο, στις 22 Δεκεμβρίου 1998.- Ο Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας